Βιβλιοπαρουσίαση


Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ - Ινστιτούτο Ιστορίας

ΕΠΙΣΤΉΜΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΊΑ

εκδ. Σύγχρονη Εποχή

 

Η Σύγχρονη Εποχή παρουσιάζει μια έκδοση που αναφέρεται σε ένα θέμα σημαντικό και επίκαιρο για την κοινωνική ζωή, αλλά και για το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, τόσο διεθνώς όσο φυσικά και στη χώρα μας: Τη θρησκεία, ως μορφή κοινωνικής συνείδησης, αλλά και ως κοινωνικό ιστορικό φαινόμενο γενικότερα.

Η συγκεκριμένη έκδοση περιλαμβάνει, σε έναν τόμο, δυο σοβιετικές μο­νογραφίες, που αναφέρονται στο φαινόμενο της θρησκείας και θίγουν το θέμα από πολλές πλευρές. Με αυτήν την έννοια, μπορεί να είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τον ιδεολογικό - πολιτικό εξοπλισμό του κινήματος απέναντι στις θρησκευτικές αντιλήψεις και προκαταλήψεις και την επί­δρασή τους στην ιδεολογική και πολιτική πάλη. Η πρώτη έκδοση αυ­τών των έργων στην ελληνική γλώσσα και στην Ελλάδα έγινε το 1962.

Πριν σταθούμε σε μια εκτενέστερη παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου χρειάζεται να σημειώσουμε ότι όταν λέμε «θρησκεία» δεν εννοούμε μόνο την ιδιαίτερη μορφή συνείδησης που βασίζεται στην πί­στη στο υπερφυσικό στοιχείο (θεός-θεοί ή ανώτατος κοσμικός νόμος, γενικά απόδοση του «ιερού» σε αντικείμενα και φαινόμενα), αλλά ένα σύνολο που περιλαμβάνει τόσο τη συνείδηση, τις σχετικές ιδέες, δόγ­ματα, αντιλήψεις, παραστάσεις, πεποιθήσεις και πίστη, όσο και τη μορ­φή και οργάνωσή της (εκκλησία, ιερατείο κ.ο.κ.), καθώς επίσης και την πρακτική, μέσα απ’ την οποία αυτή εδραιώνεται και ασκείται, τη λα­τρεία, τις θρησκευτικές τελετές και όλα αυτά που την συνδέουν με την πραγματική κοινωνική ζωή των ανθρώπων, δηλαδή με την πράξη, την πρακτική των τελευταίων.

Ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός, ως επιστημονική θεωρία, περιλαμβάνει και τον ειδικό κλάδο του επιστημονικού αθεϊσμού, ως σημα­ντικό επιμέρους τμήμα του, που, μάλιστα, έχει ευθεία έξοδο στην ιδεο­λογική και πολιτική πάλη του εργατικού κινήματος και μεγάλη σημασία για τον πνευματικό εξοπλισμό του. Συνεπώς, η ενίσχυση και εξάπλωση του επιστημονικού αθεϊσμού στο λαό πρέπει ν’ αποτελεί μόνιμη φροντί­δα και έγνοια για το κίνημα και τις μαζικές και κοινωνικές οργανώσεις του – συνιστά προϋπόθεση για την πνευματική και στη συνέχεια και την υλική του χειραφέτηση από την κυρίαρχη ιδεολογία.

Στις μέρες μας, η θρησκεία εξακολουθεί να έχει ισχυρή επίδραση σε μεγάλες λαϊκές μά­ζες, παρά την πρόοδο της επιστήμης και την «εκκοσμίκευση» της πολι­τικής και κοινωνικής ζωής στις καπιταλιστικές κοινωνίες, μια «εκκοσμί­κευση» βασισμένη, ωστόσο, στην αγορά και την εκμετάλλευση ανθρώ­που από άνθρωπο.

Οι μαρξιστές, κατά τη μελέτη του θρησκευτικού φαι­νομένου, διακρίνουν μεθοδολογικά τις γνωσιολογικές και τις κοινωνι­κές ρίζες της θρησκείας.

Όσον αφορά τις γνωσιολογικές της ρίζες, που βασίζονται στην ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης της νόησης στην αν­θρώπινη κοινωνία, οι προϋποθέσεις ύπαρξης της θρησκείας είναι ίδιες με τις προϋποθέσεις ύπαρξης του ιδεαλισμού γενικά, μόνο που στη θρη­σκεία εκδηλώνονται με χοντροκομμένο τρόπο, δίχως κάποια σχέση με την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας. Αυτή ωστόσο είναι μια υπό­θεση του ιστορικού παρελθόντος της ανθρωπότητας και, από επιστημο­νικής άποψης, έχει ξεπεραστεί οριστικά, μετά την εμφάνιση του δια­λεκτικού υλισμού και του μαρξισμού.

Το πιο σημαντικό, ιδιαίτερα σή­μερα, είναι οι κοινωνικές ρίζες και προϋποθέσεις της θρησκείας. Αυτές βασίζονται σε φαινόμενα όπως ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασί­ας, η ταξική διαίρεση της κοινωνίας και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και τα αποτελέσματά τους στην κοινωνική ζωή.

Για τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας, τους εργαζόμενους ανθρώπους, η γύρω τους κοινωνική πραγματικότητα, αντικειμενικά, παρουσιάζεται μυστικοποιημένη, σκοτεινή, ανεξέλεγκτη. Αυτοί που κάθε μέρα με την εργασία τους διαμορφώνουν όλο τον υλικό κόσμο όπως τον ξέρουμε, δεν μπορούν να ελέγξουν, άρα και να καταλάβουν, τα αποτελέσματα της ίδιας της δραστηριότητάς τους. Το κοινωνικό Είναι καθορίζει τελικά την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων.

Στην καπιταλιστική κοινωνία, όλη η παρα­γωγή, όλος ο κόπος, όλη η δραστηριότητα των εργαζόμενων διαμεσολαβείται από τη σχέση «κεφάλαιο», γίνεται για το κέρδος, για την αγορά και την πώληση, για το συμφέρον ενός μικρού και παρασιτικού τμήμα­τος της κοινωνίας, δηλαδή των καπιταλιστών, της αστικής τάξης. Οι κοι­νωνικές σχέσεις και ανάγκες παρουσιάζονται αντεστραμμένες μέσα στα μυαλά των ανθρώπων. Τα ίδια τα αποτελέσματα της εργασίας των ανθρώπων-παραγωγών φαίνεται να στρέφονται ενάντιά τους, να τους κα­ταπιέζουν, να γίνονται πηγή κρίσεων και πολέμων, στέρησης και φτώ­χειας. Όταν δεν υπάρχει αντίληψη του μηχανισμού λειτουργίας της υφι­στάμενης κοινωνίας και γνώση για το πώς αυτή θα αλλάξει προς το συμ­φέρον της τεράστιας πλειοψηφίας, αλλά και για το μέλλον όλης της αν­θρωπότητας, η συνείδηση των εργαζόμενων ανθρώπων οδηγείται κι αυ­τή στη μυστικοποίηση της πραγματικότητας, στην αναζήτηση κάποιων «λύσεων» που δε στοχεύουν στην αλλαγή της κοινωνίας, αλλά στην πα­ρηγοριά, τη μοιρολατρία, την αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης.

Γι’ αυτό και η θρησκεία παίζει σήμερα ένα ρόλο αντίδρασης και συντήρησης της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης, ένα ρόλο ψεύτικης ανακούφισης και παρηγοριάς – αυτήν τη σημασία έχει η διατύπωση του Μαρξ για τη θρησκεία ως «όπιο του λαού» (σήμερα, βέβαια, σε αντίθεση με την εποχή του Μαρξ, όταν το όπιο ήταν ακριβό και δεν μπορούσε να το αγο­ράσει ο λαός, η χρήση ναρκωτικών –και μάλιστα, πολύ πιο δραστικών από το παλιό όπιο– συνιστά ένα μαζικό φαινόμενο που απηχεί την αλλο­τρίωση και την έλλειψη ανθρωπιάς και ελευθερίας στην κοινωνική ζωή – άρα, σήμερα, εκτός από τη θρησκεία, διατίθεται πλέον απλόχερα και το ίδιο το όπιο στο λαό...). Εκτός από τους αντικειμενικούς λόγους ύπαρ­ξης της θρησκείας υπάρχουν και οι «υποκειμενικοί» κοινωνικοπολιτικοί: Η θρησκεία και η εκκλησία αποτελούν, συνειδητά, σημαντικό όρ­γανο της άρχουσας τάξης, που παίζει καίριο ρόλο στην πνευματική, άρα και την πολιτική και πολιτιστική, υποταγή μεγάλου τμήματος των εργα­ζόμενων, είτε άμεσα είτε και έμμεσα, διά της σύνδεσής της με τον κρα­τικό μηχανισμό (στην Ελλάδα, μάλιστα, όπου ακόμη δεν υπάρχει ούτε ο τυπικός νομικός διαχωρισμός κράτους - Εκκλησίας και εκπαίδευσης-θρησκείας, αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία). Εκτός αυτού, στη διάρ­κεια των τελευταίων δεκαετιών παρατηρείται μια αυξημένη αλληλεπί­δραση θρησκείας και πολιτικής διά της εμφάνισης ή και επανεμφάνισης αστικών πολιτικών κινημάτων με θρησκευτικό μανδύα, σε μεγάλα τμή­ματα του κόσμου, με πιο θεαματική περίπτωση αυτή μιας ορισμένης πο­λιτικής χρήσης του Ισλάμ στις αραβικές χώρες και αλλού. Ωστόσο, δεν πρόκειται μόνο για το Ισλάμ: Ακόμη και στην Ινδία, ο επίσημος εθνικι­σμός των τελευταίων δεκαετιών βασίζεται στον ινδουισμό (και αντιτίθε­ται στο Ισλάμ), ενώ και οι Ευρωπαίοι αστοί, που εμφανίζονται ως «φιλε­λεύθεροι» και «κοσμικοί», είχαν για δεκαετίες και έχουν ακόμη τα διάφο­ρα «χριστιανοδημοκρατικά», «καθολικά» κτλ. κόμματα, συνδικάτα και άλλους θεσμούς, που αποτελούσαν και αποτελούν κεντρικά στοιχεία του αστικού πολιτικού και κομματικού συστήματος σε αρκετές χώρες - στην ουσία, αυτοί είναι οι «πρώτοι διδάξαντες» της σύγχρονης άμεσης χρησι­μοποίησης της θρησκείας στην πολιτική ζωή. Είναι πολλοί οι λόγοι, λοι­πόν, που η κριτική προσέγγιση, εξήγηση και αντιμετώπιση της θρησκεί­ας στην κοινωνική ζωή αποτελεί καθήκον των κομμουνιστών.

Αναφορικά με την ίδια την έκδοση το πρώτο έργο που περιέχεται στο βιβλίο είναι «Η εποχή πριν εμφα­νιστεί η θρησκεία» (στα ρωσικά, «Дорелигиозная Эпоха», σε κατά κυ­ριολεξία μετάφραση: «Η προθρησκευτική εποχή»). Εκδόθηκε από το εκδοτικό της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ στη Μόσχα το 1959 και είναι έργο του Β. Φ. Ζίπκοβετς, ιστορικού και εθνογράφου. Πρόκειται για μια εργασία που μελετά και παρουσιάζει ακριβώς εκείνη την ιστο­ρική εποχή της ανθρώπινης κοινωνίας που δεν είχε εμφανιστεί ακόμη η θρησκεία, ως μορφή κοινωνικής συνείδησης και ως πρακτική (λατρεία, τελετές, κλήρος και ιερατείο κτλ.). Βασιζόμενη σε δεδομένα προϊστο­ρικής αρχαιολογίας, εθνογραφίας (με πολλά στοιχεία από πλήθος περι­οχές του κόσμου όπου οι εθνογράφοι, εθνολόγοι, «ανθρωπολόγοι» με­λέτησαν ορισμένες από τις τελευταίες εναπομείνασες παλαιολιθικού τύ­που φυλογενετικές κοινότητες στον κόσμο, κατά το 19ο και τον 20ό αιώ­να), σε γλωσσολογικά και φιλολογικά τεκμήρια και σε αναλύσεις με βά­ση την ιστορία εξέλιξης της τεχνικής και της παραγωγής, η εργασία αυ­τή τεκμηριώνει, με υλιστικό τρόπο, την απουσία της θρησκείας σε όλη τη λεγόμενη «πρώιμη» ιστορία της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ένα σημαντικό έργο, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της επιστη­μονικής έρευνας πάνω στο δοσμένο θέμα μέχρι την εποχή του, αλλά εί­ναι εξαιρετικά χρήσιμο και σήμερα. Επιπλέον, είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, γιατί τα δεδομένα και οι ερμηνείες παρουσιάζονται με ζω­ηρό, γλαφυρό τρόπο και με ρέουσα γλώσσα –ενώ ταυτόχρονα δε γίνε­ται καμιά παραχώρηση σε «εύκολες» εξηγήσεις και πρόχειρες απλουστεύσεις– κάτι όχι και τόσο συχνό στην επιστημονική βιβλιογραφία.

Μπορεί βέβαια κάποιος, καλόπιστα, να αντιτείνει: Ναι, αλλά το βι­βλίο είναι «παλιό», δεν έχουν υπάρξει νέα στοιχεία από τότε, άραγε μας καλύπτει σήμερα μια τέτοια πηγή; Είναι αλήθεια ότι, οπωσδήποτε, έχουν υπάρξει πολλά ευρήματα και μελέτες από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα, όπως επίσης και νέες μέθοδοι έχουν εφαρμοστεί μαζι­κά (λ.χ. γενίκευση της ραδιοχρονολόγησης των ευρημάτων με άνθρακα-14, χρήση της γενετικής-γονιδιακής ανάλυσης στα ανθρώπινα και ζωικά απολιθώματα), καθώς επίσης έχει διευρυνθεί η χρονική κλίμακα ύπαρξης της ίδιας της ανθρώπινης κοινωνίας ιστορικά: Με βάση τα δε­δομένα της εποχής του, ο Β. Φ. Ζίπκοβετς αναφέρει ως «ηλικία του αν­θρώπινου γένους» το 1 εκατομμύριο χρόνια περίπου, ενώ σήμερα, σύμ­φωνα με τις νεότερες έρευνες, η «ηλικία» αυτή φτάνει μέχρι και τα 3,8 εκατομμύρια χρόνια. Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι αυτό, ή δεν είναι τόσο αυτό. Το παρόν έργο δε συνιστά έρευνα αιχμής σήμερα, στο ειδικό επι­στημονικό πεδίο που αναφέρεται, ούτε εκδίδεται για να απευθυνθεί σε ειδικούς επιστήμονες προϊστορικής αρχαιολογίας και παλαιοανθρωπο­λογίας. Το σημαντικό στο κείμενο είναι η μεθοδολογία που ακολουθεί­ται στην έρευνα και την παρουσίαση του θέματος, η συσχέτιση ιστορι­κού και λογικού στην κοινωνική ανάπτυξη. Και, από αυτήν την άποψη, δεν έχουν προστεθεί και πολλά νέα πράγματα μέχρι σήμερα. Στο έργο υποστηρίζεται η ύπαρξη μιας, τεράστιας χρονικά, εποχής της ανθρωπό­τητας, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα της περιόδου γένεσής της, κατά την οποία δεν υπήρχε ακόμη θρησκεία και αυτό τεκμηριώνεται σωστά, τα τεκμήρια ήταν από τότε αρκετά για την επιβεβαίωση της υπόθεσης εργασίας. Η απόρριψη του ισχυρισμού των θεολόγων και διάφορων άλ­λων «κοινωνικών ανθρωπολόγων» περί της παρουσίας του «θρησκευ­τικού συναισθήματος ή των θρησκευτικών ιδεών» από την αρχή της ιστορίας, ως κάτι δήθεν έμφυτου στον άνθρωπο, είναι επιστημονική και πλήρης, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Εξάλλου, ακόμη και σύγχρονοι αστοί μελετητές αναγνωρίζουν ότι η πιο πλήρης εξέτα­ση της ιστορίας του αθεϊσμού (άρα, από μια πολύ ουσιαστική άποψη, και της ίδιας της θρησκείας, θα λέγαμε), έγινε από Σοβιετικούς επιστή­μονες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Γάλλο ερευνητή Ζωρζ Μινουά, «η αθεΐα υπήρξε το αντικείμενο πολλών μελετών φιλοσοφικών, κοινω­νιολογικών, ψυχολογικών ή ψυχαναλυτικών μελετήθηκε επίσης σε επο­χές πολύ συγκεκριμένες και σε περιορισμένες περιοχές, ωστόσο οι μόνες πλήρεις πραγματικές συνθέσεις είναι εργασίες Σοβιετικών»1.

Η δομή της εργασίας του Β. Φ. Ζίπκοβετς βοηθά τον αναγνώστη να «μπει» στην ουσία του θέματος και να το προσεγγίσει-μελετήσει, παίρ­νοντας πολλά ερεθίσματα για περαιτέρω ενασχόληση. Ξεκινά με την επισκόπηση της σχετικής επιστημονικής φιλολογίας πάνω στο εξετα­ζόμενο ζήτημα (πρώτο κεφάλαιο). Εδώ θα συναντήσουμε την κριτική προσέγγιση ερευνητών και συγγραφέων, όπως του Μόργκαν (που η θε­ώρησή του ενέπνευσε την Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδι­οκτησίας και του κράτους, του Φρ. Ένγκελς), του Φρέιζερ, του Τέιλορ, του Λεβί-Μπριλ, του Φ. Μπόας, του Κόσβεν, του Κλοντ Λεβί-Στρος και πολλών άλλων, οι οποίοι αποτελούν και σήμερα τους στυλοβάτες της λεγόμενης κοινωνικής ανθρωπολογίας, καθώς και Σοβιετικών μελετη­τών. Μέσα από την κριτική ανάλυση του έργου τους, και με τη συνειδη­τή εφαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας ως μεθόδου, επιχειρείται γόνιμα η καταρχήν διατύπωση της θέσης για την απουσία θρησκευτικών αντι­λήψεων στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας.

Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας («Η εργασία, η νόηση και η συνείδηση του αρχαιοπαλαιολιθικού ανθρώπου») παρουσιάζεται πιο ολοκληρωμένα η αντίληψη του διαλεκτικού υλισμού και του μαρ­ξισμού για την ανθρωπογένεση και τη διαμόρφωση και εξέλιξη της αν­θρώπινης νόησης, στη βάση της ανάπτυξης της κοινωνικής πρακτικής. Εδώ αξιοποιείται η μεγάλη κληρονομιά των κλασικών του μαρξισμού, όπως του έργου του Ένγκελς για το «ρόλο της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου», παρατηρήσεων του Μαρξ, αλλά και του Λένιν (κυ­ρίως από τα Φιλοσοφικά Τετράδια) και άλλων εργασιών, όπως του σπου­δαίου μαρξιστή μελετητή της προϊστορίας Βιρ Γκόρντον Τσάιλντ2, κα­θώς και σημαντικών Σοβιετικών ερευνητών. Εφαρμόζεται ακόμη πε­ρισσότερο η μεθοδολογία προσέγγισης του ζητήματος από διαλεκτικο-υλιστικής άποψης, ενώ δε λείπει και η κριτική στάση και πολεμική, όχι μόνο απέναντι σε μη μαρξιστές μελετητές, αλλά και σε Σοβιετικούς, κάτι που βοηθά τον Έλληνα αναγνώστη να καταλάβει το περιβάλλον και το πνεύμα της επιστημονικής διαπάλης και αντιπαράθεσης στη σοβιετι­κή επιστημονική σκέψη της εποχής – σε έντονη αντίθεση με την εικόνα που συνήθως δίνεται από τους αστικούς και οπορτουνιστικούς τίτλους περί δήθεν απουσίας «ελεύθερης σκέψης και αντιπαράθεσης στη σοβι­ετική πνευματική ζωή». Αντίθετα, η κριτική και πολεμική είναι ευθεία και έντονη, σε πολλές περιπτώσεις.

Στο τρίτο κεφάλαιο («Το Είναι και η συνείδηση των Τασμανών») επιχειρείται η συστηματική απόδειξη των διατυπωμένων προηγουμένως θέσεων «επί του πεδίου», στο παράδειγμα της κοινότητας των Τασμανών που, στο 19ο αιώνα, «κατά τη γνώμη όλων των εθνογράφων ήταν ο αρχαιότερος λαός [με την έννοια της βαθμίδας εξέλιξής του, επισή­μανση του γράφοντα του εκδοτικού σημειώματος] απ’ όλους τους λα­ούς που είναι γνωστοί στην επιστήμη» (σελ. 135). Με βάση το υλικό που είχε συλλεχτεί από περιηγητές και ερευνητές, πριν την καταστρο­φή της «πρωτόγονης» αυτής κοινότητας από τους Ευρωπαίους εποίκους-αποικιοκράτες, υλικό που περιλαμβάνει και γλωσσολογικά τεκ­μήρια (και άρα τεκμήρια που αφορούν τη νόηση των ανθρώπων, αφού αυτή εκφράζεται και μέσα από τη γλώσσα), αλλά και άλλες καταγρα­φές για τον τρόπο ζωής τους (τέχνη και χορός, πρακτικές του κυνηγιού και της καθημερινής ζωής κ.ο.κ.), αποδεικνύεται, κατά το συγγραφέα, η έλλειψη θρησκευτικών πεποιθήσεων στους Τασμανούς, με οποιαδήπο­τε από τις έννοιες που αποδίδονται στη θρησκεία σήμερα. Ταυτόχρονα, τεκμηριώνεται η ύπαρξη μιας αναπτυγμένης ηθικότητας ανάμεσά τους και πολύ αυστηρών ηθών, κανόνων και ηθικών σχέσεων που ρύθμιζαν τη ζωή της κοινότητας, κάτι που ανασκευάζει και τη διαδεδομένη αντί­ληψη που συνδέει τη θρησκεία με τη γένεση της ηθικής και των ηθικών σχέσεων στην ανθρώπινη κοινωνία. Η ηθικότητα, τα ήθη είναι πιθανό­τατα η πιο αρχαία μορφή κοινωνικής συνείδησης (βασισμένη στις αντι­κειμενικές ηθικές σχέσεις που προκύπτουν από την ιστορική κοινωνι­κή πρακτική) και θα υπάρχει για όσο θα υπάρχει η ίδια η κοινωνία, σε αντίθεση με τη θρησκεία που είναι μια παροδική ιστορική μορφή συνεί­δησης – κατά τον Λένιν, ένα «λουλούδι» που εμφανίστηκε μεν στην πο­ρεία ανάπτυξης της νόησης στον άνθρωπο, στη βάση της ανάπτυξης της κοινωνικής του πρακτικής, αλλά ένα λουλούδι «άγονο», στείρο, πηγή όχι αντικειμενικής γνώσης, αλλά προκαταλήψεων και δεισιδαιμονιών.

Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο («Οι ονομαζόμενοι “νεαντερτάλειοι τάφοι”») ο Β. Φ. Ζίπκοβετς παρακολουθεί την εξέλιξη της νόησης των περίφημων «Homo neadertalensis», των «Ανθρώπων του Νεάντερταλ», μέσα από τη μελέτη ευρημάτων που σχετίζονται με το πώς αντιμετώπι­ζαν, πώς «έβλεπαν» το θάνατο, καθώς και των σχετικών θεωριών που δι­ατυπώθηκαν διεθνώς με βάση τα ευρήματα αυτά. Διατυπώνει μια θεωρία για την εξέλιξη των σχέσεων μέσα στην κοινότητα αυτών των ανθρώ­πων, στη βάση της υλικής παραγωγής ως βάσης της πρακτικής τους, και αρνείται τις κυρίαρχες τότε στη Δύση αντιλήψεις περί «ενταφιασμών» και «ταφικών εθίμων», καθώς και της ύπαρξης θρησκευτικών αντιλήψε­ων, κατά το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της ιστορικής ύπαρξης των κοινοτήτων αυτών των ανθρώπων (που ανήκαν επίσης στο «δικό μας» γενικό τύπο «homo sapiens», όπως και ο σύγχρονος άνθρωπος, και ορίζονται ως μια υποκατηγορία του, δηλαδή ως «homo sapiens recens», σε διάκριση με το σύγχρονο άνθρωπο που ορίζεται ως «homo sapiens sapiens»). Το κομμάτι αυτό ίσως να είναι και το πιο ενδιαφέρον και συ­ναρπαστικό μέρος όλης της έκδοσης, γι’ αυτό και δε θα πούμε περισσό­τερα, καλύτερα ο αναγνώστης να το διαπιστώσει μόνος του. Έχει οπωσ­δήποτε σημασία το πόρισμα της έρευνας του Β. Φ. Ζίπκοβετς, αλλά ίσως ακόμη περισσότερη σημασία έχει ο τρόπος που το προσεγγίζει, το πώς «ανοίγει» τη θεωρία με δημιουργικότητα και πώς εφαρμόζει τη μέθοδο.

Συνοπτικά, η πρώτη μονογραφία που περιέχεται στην συγκεκριμένη έκδο­ση είναι πολλαπλά χρήσιμη: α) τεκμηριώνει, κατά την γνώμη μας, την ύπαρξη μιας πραγματικά «προθρησκευτικής εποχής» στην ιστορία της ανθρωπότητας, κάτι που ανασκευάζει πολλές από τις σύγχρονες αντιλή­ψεις περί δήθεν ύπαρξης της θρησκείας από πάντα, β) αποτελεί ένα καλό δείγμα συγκεκριμένης εφαρμογής της διαλεκτικής μεθόδου σε ένα πολύ ειδικό και κρίσιμο επιστημονικό αντικείμενο, γ) φέρνει σε επαφή τους αναγνώστες της Σύγχρονης Εποχής με μια πλευρά της κοινωνικής επι­στήμης που δεν είναι πολύ διαδεδομένη και τους εξοπλίζει για την κα­λύτερη συμβολή τους στην ιδεολογική πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος, δ) μας φέρνει, με τρόπο προσιτό, σε επαφή με το υψηλό επί­πεδο της σοβιετικής επιστημονικής συζήτησης και αντιπαράθεσης, που δεν είναι και πολύ γνωστό στην Ελλάδα και ταυτόχρονα διαλύει τους καλλιεργούμενους μύθους περί δήθεν «αναγκαστικής ομοφωνίας» και έλλειψης ελευθερίας γνώμης και διαλόγου στη σοσιαλιστική σοβιετική επιστημονική και πνευματική πρακτική. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι η ανάγνωση και μελέτη της εν λόγω μονογραφίας είναι πολύ χρήσι­μη, γι’ αυτό άλλωστε και κρίθηκε σκόπιμο να εκδοθεί.

Η δεύτερη μονογραφία που περιέχεται στον τόμο είναι το έργο το Π. Α. Παβέλκιν «Τι είναι θρησκεία» (κυριολεκτική απόδοση του «Что такое религия»» του ρωσικού τίτλου), το οποίο εκδόθηκε επίσης στη Μόσχα το 1960. Το βιβλίο αυτό είναι αντιπροσωπευτικό της σοβιετι­κής βιβλιογραφίας ως έργο του «επιστημονικού αθεϊσμού» - κλάδου της μαρξιστικής φιλοσοφίας, όπως προαναφέρθηκε. Πρέπει να ειπωθεί εδώ ότι στα πανεπιστήμια της ΕΣΣΔ υπήρχε ξεχωριστή έδρα επιστημο­νικού αθεϊσμού και οι φοιτητές διδάσκονταν για τουλάχιστον ένα εξά­μηνο το αντικείμενο, ενώ στις φιλοσοφικές σχολές η διδασκαλία μπο­ρούσε να διαρκέσει και δύο εξάμηνα και, φυσικά, έβγαιναν και σχετι­κές εργασίες και κάποιοι ειδικεύονταν στην κριτική της θρησκείας και τον επιστημονικό αθεϊσμό. Η αθεϊστική προπαγάνδα και η αθεϊστική αγωγή στην ΕΣΣΔ, λοιπόν, γινόταν σε επιστημονική βάση, σχεδιασμέ­να και οργανωμένα.

Το βιβλίο αυτό εξετάζει το σύνολο, θα έλεγε κανείς, των πλευρών του θρησκευτικού φαινομένου στη σύγχρονη κοινωνία, ενώ δίνεται ιδιαίτε­ρο βάρος στη θρησκεία και τον αθεϊσμό στην ΕΣΣΔ. Δίχως να είναι κα­θαρά εκλαϊκευτικό έργο, εν τούτοις διαβάζεται πιο εύκολα από το προ­ηγούμενο και, εκτός από την πολύπλευρη γνώση και πληροφορίες που παρέχει στον αναγνώστη, αποτελεί πηγή πάρα πολλών επιχειρημάτων ενάντια στη θρησκευτική κοσμοθεωρία και πρακτική από την πλευ­ρά τόσο της επιστημονικής θεωρίας όσο και της ιδεολογίας του μαρξισμού-λενινισμού. Επίσης, αποτελεί ένα έργο με έντονη πολεμική, ένα έργο πάλης στην κυριολεξία.

Η δομή του έργου έχει ως εξής: Στο εισαγωγικό πρώτο κεφάλαιο (με τίτλο «Τι είναι η θρησκεία»), αναπτύσσεται με ζωντανό τρόπο η θεώ­ρηση του μαρξισμού-λενινισμού για το τι συνιστά η θρησκεία ως φαι­νόμενο γενικά, γιατί αποτελεί έναν αρχαϊκό και στρεβλό τρόπο αντανά­κλασης της αντικειμενικής πραγματικότητας και γιατί και πώς πρέπει να υπερνικηθεί στην περαιτέρω ανάπτυξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Δηλαδή, εδώ τίθενται σύντομα και καταρχήν τα θέματα που αναπτύσ­σονται πιο λεπτομερειακά στη συνέχεια της μονογραφίας.

Στο δεύτερο κεφάλαιο («Η θρησκευτική πίστη και η επιστημονική γνώση») αντιπαρατίθενται αυτές οι δυο πλευρές της κοινωνικής συνεί­δησης και αναδεικνύεται ο επιζήμιος ρόλος της θρησκείας όσον αφο­ρά την πνευματική χειραφέτηση της ανθρωπότητας, αναγκαία και για τη συνέχιση της συνολικής κοινωνικής της ανάπτυξης. Εξετάζεται επί­σης το θέμα της «πίστης» και διαχωρίζεται η θρησκευτική πίστη από την πίστη γενικά, αφού μια μορφή βεβαιότητας, και μάλιστα η πιο ση­μαντική, παρέχεται στον άνθρωπο και από την αναζήτηση και ανακά­λυψη της αντικειμενικής αλήθειας, που έτσι αποκτά πραγματική πίστη στις δυνάμεις του. Τονίζεται ακόμη η σχέση της θρησκείας με το φόβο και την αδυναμία των ανθρώπων, σε αντιπαράθεση με την αυτοπεποίθη­ση που παρέχει η συνειδητή δράση με βάση τη λογική και την επιστήμη.

Στο τρίτο κεφάλαιο («Οι αιτίες εμφάνισης της θρησκείας») δίνεται η μαρξιστική θεωρία για τη γένεση των θρησκευτικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων, από την άποψη των κοινωνικών ριζών τους κυρίως, ενώ στο τέταρτο, «Ποιον εξυπηρετεί η θρησκεία - Ο κοινωνικός ρόλος της θρησκείας», παρουσιάζεται η σχέση της θρησκείας με τις εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευόμενες τάξεις της ταξικής κοινωνίας και τονίζεται ο επιζήμιος ρόλος της τόσο κατά την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας όσο και γενικότερα κατά την προσπάθεια καλυτέρευσης της ανθρώπινης ζωής, σε κάθε της πλευρά. Σταχυολογώντας ένα θέμα που, δυστυχώς, είναι ή ξαναγίνεται επίκαιρο στις σύγχρονες κοινωνίες μας, ο συγγραφέας αναφέρει σε κάποιο ση­μείο [σελ. 384]: «Στην τσαρική Ρωσία πολλοί θρήσκοι άνθρωποι αρνούνταν να κάνουν δαμαλισμό (σ.σ.: βλ. εμβολιασμό για την ευλογιά που τότε “θέριζε”). Οι άνθρωποι της παλιάς πίστης (σ.σ.: οι Ρώσοι “σχισμα­τικοί” παλαιόπιστοι) αρνούνταν να κάνουν δαμαλισμό λέγοντας ότι αυ­τό είναι “σφραγίδα του αντίχριστου” (...). Οι κομμουνιστικές κομματι­κές και νεολαιίστικες οργανώσεις μαζί με τους δασκάλους εξηγούσαν την ωφέλεια του δαμαλισμού και δεν επέτρεπαν έτσι στις θρησκευτικές αιρέ­σεις να ματαιώσουν αυτό το σοβαρό μέτρο που συντελεί στην υπεράσπι­ση της υγείας του λαού. Πόσοι άνθρωποι παλιότερα τυφλώθηκαν ή πέθαναν από την ευλογιά πιστεύοντας τους αμαθείς ιεροκήρυκες, ορθόδοξους, μουσουλμάνους μουλάδες και άλλους!» Για μας σήμερα είναι ανατριχιαστικό να βλέπουμε να επιστρέφουν τέτοιες στάσεις, πρακτικές και αντι­λήψεις σε κοινωνίες που είναι εγγράμματες και ανεπτυγμένες εδώ και πολλές δεκαετίες ή αιώνες. Υπενθυμίζουμε ότι η «σφραγίδα του αντί­χριστου», είτε με το ίδιο ακριβώς όνομα είτε ως «μικροτσίπ» κλπ., είναι διαδεδομένη και σήμερα στο πλαίσιο της πανδημίας, κάτι που αποδει­κνύει ότι ο ανορθολογισμός είναι πραγματικά βαθύς και η πραγματική πηγή του δεν είναι απλώς η έλλειψη εκπαίδευσης, αλλά η ίδια η καπιτα­λιστική κοινωνική πρακτική που τον γεννά διαρκώς τόσο στην καθημε­ρινή ζωή όσο και στα μυαλά και τις ψυχές των ανθρώπων.

Στο επόμενο πέμπτο κεφάλαιο («Θρησκεία και ηθική») εξετάζεται εκτενώς η σχέση αυτών των δύο μορφών κοινωνικής συνείδησης και τεκμηριώνεται η ανεξάρτητη ύπαρξη των ηθικών σχέσεων και της ηθι­κότητας από τη θρησκεία. Αναδεικνύεται ότι η ηθική δε γεννήθηκε από τη θρησκεία, αλλά συνεχίζει την ύπαρξή της και μετά την εξαφάνι­ση της θρησκείας. Τεκμηριώνεται ακόμη ότι η ηθική της σοσιαλιστικής και της κομμουνιστικής κοινωνίας δεν είναι δυνατόν να έχει την οποια­δήποτε σχέση με τη θρησκεία, αλλά ίσα-ίσα η νέα ηθική εμφανίζεται παραμερίζοντας τη θρησκεία ως προϊόν της εκμεταλλευτικής κοινωνί­ας και των αντίστοιχων κοινωνικών σχέσεων. Στο έκτο κεφάλαιο («Οι κοινωνικές και γνωσιολογικές ρίζες της θρησκείας στην ταξική κοινω­νία») εξετάζεται σε πλάτος και βάθος αυτό που εν μέρει αναφέρθηκε και στην προηγούμενη πρόταση, δηλαδή το ότι η ύπαρξη της θρησκεί­ας συνδέεται στενά με την εμφάνιση και το γίγνεσθαι της ταξικής εκμε­ταλλευτικής κοινωνίας.

Στα τελευταία τρία κεφάλαια του έργου, εξετάζεται πιο επισταμένα το θέμα της θρησκείας και της αντιμετώπισής της κατά τη διαδικα­σία της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής οικοδόμησης. Συγκεκριμέ­να, στο έβδομο κεφάλαιο («Οι αιτίες της προ­σωρινής επιβίωσης της θρησκείας στη σοσιαλιστική κοινω­νία») προσεγγίζεται το θέμα της διατήρησης της θρησκευτικής συνεί­δησης σε μια ορισμένη φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και κοι­νωνίας. Η διατήρηση για ένα διάστημα της θρησκείας σε μια κοινωνία που οικοδομεί το σοσιαλισμό σχετίζεται με το βαθμό ξεπεράσματος των παλιών εκμεταλλευτικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα και την εδραίωση και ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, που απο­τελούν τη βάση για το σύνολο των νέων κοινωνικών σχέσεων γενικά (ηθικές σχέσεις, αισθητικές, επιστημονικές, φιλοσοφικές, νομικές και πολιτικές – για όσο διατηρούνται ακόμη), στον τομέα του τρόπου ζωής και της συνείδησης.

Στο όγδοο κεφάλαιο («Η σχέση του Κομμουνιστικού Κόμματος προς τη θρησκεία») αναπτύσσεται η μαρξιστική-λενινιστική θεώρηση και πρακτική όσον αφορά το ζήτημα της θρησκείας, από την πλευρά της επαναστατικής πρωτοπορίας της κοινωνίας, στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.

Τέλος, στο καταληκτικό, ένατο κεφάλαιο («Οι μορφές και οι μέθο­δοι της επιστημονικής αθεϊστικής προπαγάνδας»), αν και ολιγοσέλιδο, δίνονται κάποια στοιχεία και κατευθύνσεις όσον αφορά τον προσανα­τολισμό και την κατάλληλη εξειδίκευση της αθεϊστικής δουλειάς, ιδι­αίτερα όσον αφορά ορισμένα κοινωνικά τμήματα του πληθυσμού, που είναι πιο ευάλωτα στην επίδραση των θρησκευτικών προκαταλήψεων και συνείδησης γενικά.

Και η δεύτερη αυτή μονογραφία είναι χρήσιμη και μπορεί να βοηθή­σει στον ιδεολογικό εξοπλισμό του εργατικού και κομμουνιστικού κι­νήματος. Παρότι και αυτή «έχει τα χρονάκια της», εξακολουθεί να εί­ναι μεθοδολογικά άρτια και να καλύπτει και μια σειρά σημερινά θέμα­τα αντιμετώπισης του θρησκευτικού ανορθολογισμού στην κοινωνι­κή ζωή και δράση. Φυσικά, δεν αποτελεί πανάκεια: Πολλά νέα φαινό­μενα γύρω από το εξεταζόμενο θέμα απαιτούν ειδική ενασχόληση, θε­ωρητική και πρακτική, για τους σκοπούς του κομμουνιστικού κινήμα­τος. Επίσης, το γεγονός ότι είναι παλιότερη, αποτελεί και μία, έμμεση αλλά πολύτιμη, πηγή γνώσης για ορισμένες πλευρές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του 20ού αιώνα για τις οποίες αντικειμενικά δεν υπάρ­χει επαρκής γνώση, ιδιαίτερα στη σφαίρα της «γκρίζας πραγματικότη­τας», δηλαδή της πραγματικής καθημερινής ζωής των ανθρώπων, πέ­ρα από τη θεωρητική, ιδεολογική, επιστημονική δουλειά και αποτελέ­σματα. Το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο με επιμέρους πληροφορίες, αναφο­ρές πραγματικών γεγονότων, διαπάλης και προβλημάτων στην ΕΣΣΔ εκείνης της εποχής. Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι μιλάμε για την εποχή αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανοικο­δόμηση. Η ίδια η σοσιαλιστική οικοδόμηση, όταν γράφεται αυτό το βι­βλίο, είχε μια ιστορία το πολύ 40 και στην πραγματικότητα λιγότερων από 30 χρόνων και κάτω (από το ξεκίνημα της σοσιαλιστικής εκβιομη­χάνισης και της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής οικονομίας) -σα να λέμε σήμερα για το διάστημα από το 1995 και αργότερα έως σήμερα. Βεβαίως, οι επαναστατικές αλλαγές πυκνώνουν και συμπυκνώνουν τον ιστορικό και βιωματικό χρόνο, η ιστορική κίνηση προχωρά πολύ πιο γρήγορα από τις συνηθισμένες περιόδους. Ωστόσο, εξακολουθούν να ζουν οι άνθρωποι της ίδιας γενιάς, που είναι αδύνατο να έχουν αποβά­λει το σύνολο των παλιών συνηθειών και παραδόσεων με τις οποίες γαλουχήθηκαν από την παιδική, εφηβική και νεανική τους ηλικία. Όλες αυτές οι προσοσιαλιστικές συνήθειες και ήθη εξακολουθούν να υπάρ­χουν στις μνήμες των ανθρώπων και σε πολλές πλευρές της καθημερι­νής τους συμπεριφοράς. Επίσης, σχετικά με κάποιες σημαντικές πλευ­ρές της επίδρασης της θρησκείας, υπάρχουν και ορισμένες «παραδοσι­ακές» ιδιαιτερότητες, που τις βρίσκουμε στο παρόν βιβλίο. Η θρησκεία, ως κοσμοθεωρία, αλλά κυρίως ως συστατικό της οργάνωσης της καθη­μερινής ζωής και του καθημερινού «πνευματικού κόσμου» των ανθρώ­πων, είχε πάντοτε πολύ μεγαλύτερη επιρροή στην ύπαιθρο, στον αγρο­τικό κόσμο, όπου η κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και η σύγχρονη ζωή έρχεται αργότερα και με σχετικά διαφορετικό τρόπο. Και, όσον αφορά την ΕΣΣΔ, ο αστικός πληθυσμός της χώρας (δηλα­δή ο πληθυσμός των πόλεων και μεγάλων κωμοπόλεων) ξεπέρασε σε μέγεθος τον αγροτικό πληθυσμό μόλις το 1961. Όταν δηλαδή συγκε­ντρωνόταν το υλικό και γράφονταν τα δυο βιβλία που δημοσιεύονται στη συγκεκριμένη έκδοση, η πλειονότητα του πληθυσμού της ΕΣΣΔ ήταν ακόμη αγροτική, με ό,τι αυτό σήμαινε για τον τρόπο ζωής της, τη σχέ­ση της με μακραίωνες συνήθειες, παραδόσεις και τρόπους ζωής. Αυ­τά τα αναφέρουμε για να τονιστούν οι τεράστιες δυσκολίες που συνά­ντησε η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, πολύ περισσότερο που επρόκειτο για μια χώρα που προεπαναστατικά ήταν καθυστερημένη πο­λιτιστικά (όσον αφορά το σύγχρονο αστικό πολιτισμό, εγγραματοσύνη κλπ.) σε μεγάλα τμήματά της, ενώ συγχρόνως περιλάμβανε πλήθος λαούς, γλώσσες και διαλέκτους και, βέβαια, κοινοτικές και θρησκευ­τικές παραδόσεις κάθε ιστορικής βαθμίδας, από τον «πρωτόγονο» σα­μανισμό και ανιμισμό μέχρι και το βουδισμό, το Ισλάμ, τον ορθόδοξο χριστιανισμό (με τα «σχίσματά» του και τις αιρέσεις του), τον καθολι­κισμό (και τον καθαρό και μέσω της «ουνίας»), ακόμη και κάποια από τα πιο αστικά προτεσταντικά ρεύματα, όπως τους αναβαπτιστές. Αλ­λά ακόμη και στο «υψηλό» επίπεδο της θρησκευτικής κοσμοθεωρίας, στη θεολογία και τη θρησκευτική «φιλοσοφική» σκέψη, πρέπει να ει­πωθεί ότι οι Ρώσοι ορθόδοξοι στοχαστές (στην πορεία, αντισοβιετικοί αντεπαναστάτες της διασποράς) ήταν τόσο σημαντικοί, που ουσιαστι­κά ανανέωσαν την αντίληψη της ορθοδοξίας σε όλο τον κόσμο, καθώς και στην Ελλάδα, κάτι που κρατάει μέχρι σήμερα. Πολλά είχαν λοιπόν να αντιμετωπίσουν οι κομμουνιστές όσον αφορά και το θέμα της θρη­σκείας στην περίοδο που γράφονταν τα εν λόγω έργα.

Για τον αναγνώστη της Σύγχρονης Εποχής είναι χρήσιμο να ειπωθεί ότι και τα δύο αυτά έργα γράφονται στην κρίσιμη περίοδο που η μετα­πολεμική σοβιετική κοινωνία επέλεγε τον τρόπο περαιτέρω ανάπτυξής της, τον προσανατολισμό της προς το μέλλον, σε μια κατάσταση πραγ­ματικά πρωτόγνωρη, που κανείς δεν είχε προηγηθεί και τα νερά ήταν εντελώς αχαρτογράφητα. Τα βιβλία γράφονται λίγο μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με την επιλογή των γνωστών κατευθύνσεων ανά­πτυξης που, μετά από μια γενιά περίπου, οδήγησαν στα επίσης γνωστά αποτελέσματα των ανατροπών. Επρόκειτο για μια εποχή έντονης πο­λιτικής, ιδεολογικής, επιστημονικής διαπάλης στη σοβιετική κοινωνία, με πολλά γόνιμα, αλλά και άγονα αποτελέσματα κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να γνωρίζει ο αναγνώστης, ώστε να αναζητά μέσα σε κάθε έρ­γο εκείνης της περιόδου, κι όχι μόνο, και αυτήν τη διάσταση των πραγ­μάτων, την αντιπαράθεση, την πάλη των ιδεών, τη διαρκή σύγκρουση του νέου με το παλιό, στη μεγαλύτερη προσπάθεια που έχει κάνει μέχρι τώρα η εργαζόμενη ανθρωπότητα για να περάσει στην πραγματική της ιστορία, στο «βασίλειο της ελευθερίας» της.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Μινουά Ζωρζ, Η ιστορία της αθεΐας - Η αθεΐα στο δυτικό κόσμο, εκδ. Νάρκισσος, Αθήνα, 2007 (από τη γαλλική έκδοση του 1998), σελ. 21. Εδώ, ας σημειωθεί ότι ενώ στο γαλλικό τίτλο, αλλά και το κείμενο, η λέξη είναι «αθεϊσμός» (atheism), στα ελληνικά αποδίδεται ως «αθεΐα». Είναι σαφές ότι η τέτοια απόδοση του όρου στην ελληνική γλώσσα υποβαθμίζει το περιεχόμενο της έννοιας «αθεϊσμός» και ιδιαίτερα στην πλέον αναπτυγμένη μορφή του, του «επιστημονικού αθεϊσμού», παρουσιάζοντας την όλη στάση και θεώρηση σα μια απλή, άρα πιθανώς και αυθόρ­μητη, άρνηση της θρησκείας και του υπερφυσικού στοιχείου (μια απλή αντεστραμμένη εικό­να, όπως «θρήσκος-άθρησκος»). Η πραγματικότητα είναι ότι η άρνηση της θρησκείας, ο αθεϊ­σμός, ως πνευματικό κίνημα και στάση, είναι εξελισσόμενη στην ιστορία και μεταβαλλόμενη ανάλογα και με τις αλλαγές στην ίδια τη θρησκεία και τις πηγές της τελευταίας (δηλαδή τις κοι­νωνικές σχέσεις στις οποίες βασίζεται). Όσον αφορά το σύγχρονο επιστημονικό αθεϊσμό που βασίζεται στο διαλεκτικό υλισμό, μπορεί να ειπωθεί ότι συνολικά είναι ένα σύστημα απόψεων, ιδεών, πεποιθήσεων, φιλοσοφικών, επιστημονικών (κοινωνικοεπιστημονικών και φυσικοεπιστημονικών), ιστορικών προσεγγίσεων, αλλά και πεποιθήσεων το οποίο, με συστηματικό και αποδεικτικό τρόπο, αρνείται και ανασκευάζει την εγκυρότητα και βασιμότητα της πίστης στο υπερφυσικό στοιχείο (θεός ή θεοί, πνευματικός κοσμικός νόμος, το στοιχείο του ιερού στη φύ­ση και την ιστορία) και που, εκτός από την επιστημονική του τεκμηρίωση, συμπληρώνεται, ως συνολική πρακτική, με την πτυχή της αθεϊστικής αγωγής και διαπαιδαγώγησης και την αντίστοι­χη αθεϊστική προπαγάνδα (δηλαδή, τη συνειδητή διάδοση των υλιστικών αθεϊστικών ιδεών).
  2. Έχουν εκδοθεί δύο βιβλία του Β. Γκ. Τσάιλντ, στα ελληνικά, με σημαντικότερο το Ο άν­θρωπος πλάθει τον εαυτό του (εκδ. ΡΑΠΠΑ).