Πριν σταθούμε σε μια εκτενέστερη παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου χρειάζεται να σημειώσουμε ότι όταν λέμε «θρησκεία» δεν εννοούμε μόνο την ιδιαίτερη μορφή συνείδησης που βασίζεται στην πίστη στο υπερφυσικό στοιχείο (θεός-θεοί ή ανώτατος κοσμικός νόμος, γενικά απόδοση του «ιερού» σε αντικείμενα και φαινόμενα), αλλά ένα σύνολο που περιλαμβάνει τόσο τη συνείδηση, τις σχετικές ιδέες, δόγματα, αντιλήψεις, παραστάσεις, πεποιθήσεις και πίστη, όσο και τη μορφή και οργάνωσή της (εκκλησία, ιερατείο κ.ο.κ.), καθώς επίσης και την πρακτική, μέσα απ’ την οποία αυτή εδραιώνεται και ασκείται, τη λατρεία, τις θρησκευτικές τελετές και όλα αυτά που την συνδέουν με την πραγματική κοινωνική ζωή των ανθρώπων, δηλαδή με την πράξη, την πρακτική των τελευταίων.
Ο διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός, ως επιστημονική θεωρία, περιλαμβάνει και τον ειδικό κλάδο του επιστημονικού αθεϊσμού, ως σημαντικό επιμέρους τμήμα του, που, μάλιστα, έχει ευθεία έξοδο στην ιδεολογική και πολιτική πάλη του εργατικού κινήματος και μεγάλη σημασία για τον πνευματικό εξοπλισμό του. Συνεπώς, η ενίσχυση και εξάπλωση του επιστημονικού αθεϊσμού στο λαό πρέπει ν’ αποτελεί μόνιμη φροντίδα και έγνοια για το κίνημα και τις μαζικές και κοινωνικές οργανώσεις του – συνιστά προϋπόθεση για την πνευματική και στη συνέχεια και την υλική του χειραφέτηση από την κυρίαρχη ιδεολογία.
Στις μέρες μας, η θρησκεία εξακολουθεί να έχει ισχυρή επίδραση σε μεγάλες λαϊκές μάζες, παρά την πρόοδο της επιστήμης και την «εκκοσμίκευση» της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στις καπιταλιστικές κοινωνίες, μια «εκκοσμίκευση» βασισμένη, ωστόσο, στην αγορά και την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Οι μαρξιστές, κατά τη μελέτη του θρησκευτικού φαινομένου, διακρίνουν μεθοδολογικά τις γνωσιολογικές και τις κοινωνικές ρίζες της θρησκείας.
Όσον αφορά τις γνωσιολογικές της ρίζες, που βασίζονται στην ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης της νόησης στην ανθρώπινη κοινωνία, οι προϋποθέσεις ύπαρξης της θρησκείας είναι ίδιες με τις προϋποθέσεις ύπαρξης του ιδεαλισμού γενικά, μόνο που στη θρησκεία εκδηλώνονται με χοντροκομμένο τρόπο, δίχως κάποια σχέση με την αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας. Αυτή ωστόσο είναι μια υπόθεση του ιστορικού παρελθόντος της ανθρωπότητας και, από επιστημονικής άποψης, έχει ξεπεραστεί οριστικά, μετά την εμφάνιση του διαλεκτικού υλισμού και του μαρξισμού.
Το πιο σημαντικό, ιδιαίτερα σήμερα, είναι οι κοινωνικές ρίζες και προϋποθέσεις της θρησκείας. Αυτές βασίζονται σε φαινόμενα όπως ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, η ταξική διαίρεση της κοινωνίας και η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και τα αποτελέσματά τους στην κοινωνική ζωή.
Για τη μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας, τους εργαζόμενους ανθρώπους, η γύρω τους κοινωνική πραγματικότητα, αντικειμενικά, παρουσιάζεται μυστικοποιημένη, σκοτεινή, ανεξέλεγκτη. Αυτοί που κάθε μέρα με την εργασία τους διαμορφώνουν όλο τον υλικό κόσμο όπως τον ξέρουμε, δεν μπορούν να ελέγξουν, άρα και να καταλάβουν, τα αποτελέσματα της ίδιας της δραστηριότητάς τους. Το κοινωνικό Είναι καθορίζει τελικά την κοινωνική συνείδηση των ανθρώπων.
Στην καπιταλιστική κοινωνία, όλη η παραγωγή, όλος ο κόπος, όλη η δραστηριότητα των εργαζόμενων διαμεσολαβείται από τη σχέση «κεφάλαιο», γίνεται για το κέρδος, για την αγορά και την πώληση, για το συμφέρον ενός μικρού και παρασιτικού τμήματος της κοινωνίας, δηλαδή των καπιταλιστών, της αστικής τάξης. Οι κοινωνικές σχέσεις και ανάγκες παρουσιάζονται αντεστραμμένες μέσα στα μυαλά των ανθρώπων. Τα ίδια τα αποτελέσματα της εργασίας των ανθρώπων-παραγωγών φαίνεται να στρέφονται ενάντιά τους, να τους καταπιέζουν, να γίνονται πηγή κρίσεων και πολέμων, στέρησης και φτώχειας. Όταν δεν υπάρχει αντίληψη του μηχανισμού λειτουργίας της υφιστάμενης κοινωνίας και γνώση για το πώς αυτή θα αλλάξει προς το συμφέρον της τεράστιας πλειοψηφίας, αλλά και για το μέλλον όλης της ανθρωπότητας, η συνείδηση των εργαζόμενων ανθρώπων οδηγείται κι αυτή στη μυστικοποίηση της πραγματικότητας, στην αναζήτηση κάποιων «λύσεων» που δε στοχεύουν στην αλλαγή της κοινωνίας, αλλά στην παρηγοριά, τη μοιρολατρία, την αποδοχή της υπάρχουσας κατάστασης.
Γι’ αυτό και η θρησκεία παίζει σήμερα ένα ρόλο αντίδρασης και συντήρησης της υφιστάμενης κοινωνικής κατάστασης, ένα ρόλο ψεύτικης ανακούφισης και παρηγοριάς – αυτήν τη σημασία έχει η διατύπωση του Μαρξ για τη θρησκεία ως «όπιο του λαού» (σήμερα, βέβαια, σε αντίθεση με την εποχή του Μαρξ, όταν το όπιο ήταν ακριβό και δεν μπορούσε να το αγοράσει ο λαός, η χρήση ναρκωτικών –και μάλιστα, πολύ πιο δραστικών από το παλιό όπιο– συνιστά ένα μαζικό φαινόμενο που απηχεί την αλλοτρίωση και την έλλειψη ανθρωπιάς και ελευθερίας στην κοινωνική ζωή – άρα, σήμερα, εκτός από τη θρησκεία, διατίθεται πλέον απλόχερα και το ίδιο το όπιο στο λαό...). Εκτός από τους αντικειμενικούς λόγους ύπαρξης της θρησκείας υπάρχουν και οι «υποκειμενικοί» κοινωνικοπολιτικοί: Η θρησκεία και η εκκλησία αποτελούν, συνειδητά, σημαντικό όργανο της άρχουσας τάξης, που παίζει καίριο ρόλο στην πνευματική, άρα και την πολιτική και πολιτιστική, υποταγή μεγάλου τμήματος των εργαζόμενων, είτε άμεσα είτε και έμμεσα, διά της σύνδεσής της με τον κρατικό μηχανισμό (στην Ελλάδα, μάλιστα, όπου ακόμη δεν υπάρχει ούτε ο τυπικός νομικός διαχωρισμός κράτους - Εκκλησίας και εκπαίδευσης-θρησκείας, αυτό έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία). Εκτός αυτού, στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών παρατηρείται μια αυξημένη αλληλεπίδραση θρησκείας και πολιτικής διά της εμφάνισης ή και επανεμφάνισης αστικών πολιτικών κινημάτων με θρησκευτικό μανδύα, σε μεγάλα τμήματα του κόσμου, με πιο θεαματική περίπτωση αυτή μιας ορισμένης πολιτικής χρήσης του Ισλάμ στις αραβικές χώρες και αλλού. Ωστόσο, δεν πρόκειται μόνο για το Ισλάμ: Ακόμη και στην Ινδία, ο επίσημος εθνικισμός των τελευταίων δεκαετιών βασίζεται στον ινδουισμό (και αντιτίθεται στο Ισλάμ), ενώ και οι Ευρωπαίοι αστοί, που εμφανίζονται ως «φιλελεύθεροι» και «κοσμικοί», είχαν για δεκαετίες και έχουν ακόμη τα διάφορα «χριστιανοδημοκρατικά», «καθολικά» κτλ. κόμματα, συνδικάτα και άλλους θεσμούς, που αποτελούσαν και αποτελούν κεντρικά στοιχεία του αστικού πολιτικού και κομματικού συστήματος σε αρκετές χώρες - στην ουσία, αυτοί είναι οι «πρώτοι διδάξαντες» της σύγχρονης άμεσης χρησιμοποίησης της θρησκείας στην πολιτική ζωή. Είναι πολλοί οι λόγοι, λοιπόν, που η κριτική προσέγγιση, εξήγηση και αντιμετώπιση της θρησκείας στην κοινωνική ζωή αποτελεί καθήκον των κομμουνιστών.
Αναφορικά με την ίδια την έκδοση το πρώτο έργο που περιέχεται στο βιβλίο είναι «Η εποχή πριν εμφανιστεί η θρησκεία» (στα ρωσικά, «Дорелигиозная Эпоха», σε κατά κυριολεξία μετάφραση: «Η προθρησκευτική εποχή»). Εκδόθηκε από το εκδοτικό της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ στη Μόσχα το 1959 και είναι έργο του Β. Φ. Ζίπκοβετς, ιστορικού και εθνογράφου. Πρόκειται για μια εργασία που μελετά και παρουσιάζει ακριβώς εκείνη την ιστορική εποχή της ανθρώπινης κοινωνίας που δεν είχε εμφανιστεί ακόμη η θρησκεία, ως μορφή κοινωνικής συνείδησης και ως πρακτική (λατρεία, τελετές, κλήρος και ιερατείο κτλ.). Βασιζόμενη σε δεδομένα προϊστορικής αρχαιολογίας, εθνογραφίας (με πολλά στοιχεία από πλήθος περιοχές του κόσμου όπου οι εθνογράφοι, εθνολόγοι, «ανθρωπολόγοι» μελέτησαν ορισμένες από τις τελευταίες εναπομείνασες παλαιολιθικού τύπου φυλογενετικές κοινότητες στον κόσμο, κατά το 19ο και τον 20ό αιώνα), σε γλωσσολογικά και φιλολογικά τεκμήρια και σε αναλύσεις με βάση την ιστορία εξέλιξης της τεχνικής και της παραγωγής, η εργασία αυτή τεκμηριώνει, με υλιστικό τρόπο, την απουσία της θρησκείας σε όλη τη λεγόμενη «πρώιμη» ιστορία της ανθρωπότητας. Πρόκειται για ένα σημαντικό έργο, που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της επιστημονικής έρευνας πάνω στο δοσμένο θέμα μέχρι την εποχή του, αλλά είναι εξαιρετικά χρήσιμο και σήμερα. Επιπλέον, είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, γιατί τα δεδομένα και οι ερμηνείες παρουσιάζονται με ζωηρό, γλαφυρό τρόπο και με ρέουσα γλώσσα –ενώ ταυτόχρονα δε γίνεται καμιά παραχώρηση σε «εύκολες» εξηγήσεις και πρόχειρες απλουστεύσεις– κάτι όχι και τόσο συχνό στην επιστημονική βιβλιογραφία.
Μπορεί βέβαια κάποιος, καλόπιστα, να αντιτείνει: Ναι, αλλά το βιβλίο είναι «παλιό», δεν έχουν υπάρξει νέα στοιχεία από τότε, άραγε μας καλύπτει σήμερα μια τέτοια πηγή; Είναι αλήθεια ότι, οπωσδήποτε, έχουν υπάρξει πολλά ευρήματα και μελέτες από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα, όπως επίσης και νέες μέθοδοι έχουν εφαρμοστεί μαζικά (λ.χ. γενίκευση της ραδιοχρονολόγησης των ευρημάτων με άνθρακα-14, χρήση της γενετικής-γονιδιακής ανάλυσης στα ανθρώπινα και ζωικά απολιθώματα), καθώς επίσης έχει διευρυνθεί η χρονική κλίμακα ύπαρξης της ίδιας της ανθρώπινης κοινωνίας ιστορικά: Με βάση τα δεδομένα της εποχής του, ο Β. Φ. Ζίπκοβετς αναφέρει ως «ηλικία του ανθρώπινου γένους» το 1 εκατομμύριο χρόνια περίπου, ενώ σήμερα, σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες, η «ηλικία» αυτή φτάνει μέχρι και τα 3,8 εκατομμύρια χρόνια. Το θέμα, ωστόσο, δεν είναι αυτό, ή δεν είναι τόσο αυτό. Το παρόν έργο δε συνιστά έρευνα αιχμής σήμερα, στο ειδικό επιστημονικό πεδίο που αναφέρεται, ούτε εκδίδεται για να απευθυνθεί σε ειδικούς επιστήμονες προϊστορικής αρχαιολογίας και παλαιοανθρωπολογίας. Το σημαντικό στο κείμενο είναι η μεθοδολογία που ακολουθείται στην έρευνα και την παρουσίαση του θέματος, η συσχέτιση ιστορικού και λογικού στην κοινωνική ανάπτυξη. Και, από αυτήν την άποψη, δεν έχουν προστεθεί και πολλά νέα πράγματα μέχρι σήμερα. Στο έργο υποστηρίζεται η ύπαρξη μιας, τεράστιας χρονικά, εποχής της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένης μάλιστα της περιόδου γένεσής της, κατά την οποία δεν υπήρχε ακόμη θρησκεία και αυτό τεκμηριώνεται σωστά, τα τεκμήρια ήταν από τότε αρκετά για την επιβεβαίωση της υπόθεσης εργασίας. Η απόρριψη του ισχυρισμού των θεολόγων και διάφορων άλλων «κοινωνικών ανθρωπολόγων» περί της παρουσίας του «θρησκευτικού συναισθήματος ή των θρησκευτικών ιδεών» από την αρχή της ιστορίας, ως κάτι δήθεν έμφυτου στον άνθρωπο, είναι επιστημονική και πλήρης, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Εξάλλου, ακόμη και σύγχρονοι αστοί μελετητές αναγνωρίζουν ότι η πιο πλήρης εξέταση της ιστορίας του αθεϊσμού (άρα, από μια πολύ ουσιαστική άποψη, και της ίδιας της θρησκείας, θα λέγαμε), έγινε από Σοβιετικούς επιστήμονες. Για παράδειγμα, σύμφωνα με το Γάλλο ερευνητή Ζωρζ Μινουά, «η αθεΐα υπήρξε το αντικείμενο πολλών μελετών φιλοσοφικών, κοινωνιολογικών, ψυχολογικών ή ψυχαναλυτικών μελετήθηκε επίσης σε εποχές πολύ συγκεκριμένες και σε περιορισμένες περιοχές, ωστόσο οι μόνες πλήρεις πραγματικές συνθέσεις είναι εργασίες Σοβιετικών»1.
Η δομή της εργασίας του Β. Φ. Ζίπκοβετς βοηθά τον αναγνώστη να «μπει» στην ουσία του θέματος και να το προσεγγίσει-μελετήσει, παίρνοντας πολλά ερεθίσματα για περαιτέρω ενασχόληση. Ξεκινά με την επισκόπηση της σχετικής επιστημονικής φιλολογίας πάνω στο εξεταζόμενο ζήτημα (πρώτο κεφάλαιο). Εδώ θα συναντήσουμε την κριτική προσέγγιση ερευνητών και συγγραφέων, όπως του Μόργκαν (που η θεώρησή του ενέπνευσε την Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους, του Φρ. Ένγκελς), του Φρέιζερ, του Τέιλορ, του Λεβί-Μπριλ, του Φ. Μπόας, του Κόσβεν, του Κλοντ Λεβί-Στρος και πολλών άλλων, οι οποίοι αποτελούν και σήμερα τους στυλοβάτες της λεγόμενης κοινωνικής ανθρωπολογίας, καθώς και Σοβιετικών μελετητών. Μέσα από την κριτική ανάλυση του έργου τους, και με τη συνειδητή εφαρμογή της μαρξιστικής θεωρίας ως μεθόδου, επιχειρείται γόνιμα η καταρχήν διατύπωση της θέσης για την απουσία θρησκευτικών αντιλήψεων στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο της εργασίας («Η εργασία, η νόηση και η συνείδηση του αρχαιοπαλαιολιθικού ανθρώπου») παρουσιάζεται πιο ολοκληρωμένα η αντίληψη του διαλεκτικού υλισμού και του μαρξισμού για την ανθρωπογένεση και τη διαμόρφωση και εξέλιξη της ανθρώπινης νόησης, στη βάση της ανάπτυξης της κοινωνικής πρακτικής. Εδώ αξιοποιείται η μεγάλη κληρονομιά των κλασικών του μαρξισμού, όπως του έργου του Ένγκελς για το «ρόλο της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου», παρατηρήσεων του Μαρξ, αλλά και του Λένιν (κυρίως από τα Φιλοσοφικά Τετράδια) και άλλων εργασιών, όπως του σπουδαίου μαρξιστή μελετητή της προϊστορίας Βιρ Γκόρντον Τσάιλντ2, καθώς και σημαντικών Σοβιετικών ερευνητών. Εφαρμόζεται ακόμη περισσότερο η μεθοδολογία προσέγγισης του ζητήματος από διαλεκτικο-υλιστικής άποψης, ενώ δε λείπει και η κριτική στάση και πολεμική, όχι μόνο απέναντι σε μη μαρξιστές μελετητές, αλλά και σε Σοβιετικούς, κάτι που βοηθά τον Έλληνα αναγνώστη να καταλάβει το περιβάλλον και το πνεύμα της επιστημονικής διαπάλης και αντιπαράθεσης στη σοβιετική επιστημονική σκέψη της εποχής – σε έντονη αντίθεση με την εικόνα που συνήθως δίνεται από τους αστικούς και οπορτουνιστικούς τίτλους περί δήθεν απουσίας «ελεύθερης σκέψης και αντιπαράθεσης στη σοβιετική πνευματική ζωή». Αντίθετα, η κριτική και πολεμική είναι ευθεία και έντονη, σε πολλές περιπτώσεις.
Στο τρίτο κεφάλαιο («Το Είναι και η συνείδηση των Τασμανών») επιχειρείται η συστηματική απόδειξη των διατυπωμένων προηγουμένως θέσεων «επί του πεδίου», στο παράδειγμα της κοινότητας των Τασμανών που, στο 19ο αιώνα, «κατά τη γνώμη όλων των εθνογράφων ήταν ο αρχαιότερος λαός [με την έννοια της βαθμίδας εξέλιξής του, επισήμανση του γράφοντα του εκδοτικού σημειώματος] απ’ όλους τους λαούς που είναι γνωστοί στην επιστήμη» (σελ. 135). Με βάση το υλικό που είχε συλλεχτεί από περιηγητές και ερευνητές, πριν την καταστροφή της «πρωτόγονης» αυτής κοινότητας από τους Ευρωπαίους εποίκους-αποικιοκράτες, υλικό που περιλαμβάνει και γλωσσολογικά τεκμήρια (και άρα τεκμήρια που αφορούν τη νόηση των ανθρώπων, αφού αυτή εκφράζεται και μέσα από τη γλώσσα), αλλά και άλλες καταγραφές για τον τρόπο ζωής τους (τέχνη και χορός, πρακτικές του κυνηγιού και της καθημερινής ζωής κ.ο.κ.), αποδεικνύεται, κατά το συγγραφέα, η έλλειψη θρησκευτικών πεποιθήσεων στους Τασμανούς, με οποιαδήποτε από τις έννοιες που αποδίδονται στη θρησκεία σήμερα. Ταυτόχρονα, τεκμηριώνεται η ύπαρξη μιας αναπτυγμένης ηθικότητας ανάμεσά τους και πολύ αυστηρών ηθών, κανόνων και ηθικών σχέσεων που ρύθμιζαν τη ζωή της κοινότητας, κάτι που ανασκευάζει και τη διαδεδομένη αντίληψη που συνδέει τη θρησκεία με τη γένεση της ηθικής και των ηθικών σχέσεων στην ανθρώπινη κοινωνία. Η ηθικότητα, τα ήθη είναι πιθανότατα η πιο αρχαία μορφή κοινωνικής συνείδησης (βασισμένη στις αντικειμενικές ηθικές σχέσεις που προκύπτουν από την ιστορική κοινωνική πρακτική) και θα υπάρχει για όσο θα υπάρχει η ίδια η κοινωνία, σε αντίθεση με τη θρησκεία που είναι μια παροδική ιστορική μορφή συνείδησης – κατά τον Λένιν, ένα «λουλούδι» που εμφανίστηκε μεν στην πορεία ανάπτυξης της νόησης στον άνθρωπο, στη βάση της ανάπτυξης της κοινωνικής του πρακτικής, αλλά ένα λουλούδι «άγονο», στείρο, πηγή όχι αντικειμενικής γνώσης, αλλά προκαταλήψεων και δεισιδαιμονιών.
Τέλος, στο τέταρτο κεφάλαιο («Οι ονομαζόμενοι “νεαντερτάλειοι τάφοι”») ο Β. Φ. Ζίπκοβετς παρακολουθεί την εξέλιξη της νόησης των περίφημων «Homo neadertalensis», των «Ανθρώπων του Νεάντερταλ», μέσα από τη μελέτη ευρημάτων που σχετίζονται με το πώς αντιμετώπιζαν, πώς «έβλεπαν» το θάνατο, καθώς και των σχετικών θεωριών που διατυπώθηκαν διεθνώς με βάση τα ευρήματα αυτά. Διατυπώνει μια θεωρία για την εξέλιξη των σχέσεων μέσα στην κοινότητα αυτών των ανθρώπων, στη βάση της υλικής παραγωγής ως βάσης της πρακτικής τους, και αρνείται τις κυρίαρχες τότε στη Δύση αντιλήψεις περί «ενταφιασμών» και «ταφικών εθίμων», καθώς και της ύπαρξης θρησκευτικών αντιλήψεων, κατά το μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος της ιστορικής ύπαρξης των κοινοτήτων αυτών των ανθρώπων (που ανήκαν επίσης στο «δικό μας» γενικό τύπο «homo sapiens», όπως και ο σύγχρονος άνθρωπος, και ορίζονται ως μια υποκατηγορία του, δηλαδή ως «homo sapiens recens», σε διάκριση με το σύγχρονο άνθρωπο που ορίζεται ως «homo sapiens sapiens»). Το κομμάτι αυτό ίσως να είναι και το πιο ενδιαφέρον και συναρπαστικό μέρος όλης της έκδοσης, γι’ αυτό και δε θα πούμε περισσότερα, καλύτερα ο αναγνώστης να το διαπιστώσει μόνος του. Έχει οπωσδήποτε σημασία το πόρισμα της έρευνας του Β. Φ. Ζίπκοβετς, αλλά ίσως ακόμη περισσότερη σημασία έχει ο τρόπος που το προσεγγίζει, το πώς «ανοίγει» τη θεωρία με δημιουργικότητα και πώς εφαρμόζει τη μέθοδο.
Συνοπτικά, η πρώτη μονογραφία που περιέχεται στην συγκεκριμένη έκδοση είναι πολλαπλά χρήσιμη: α) τεκμηριώνει, κατά την γνώμη μας, την ύπαρξη μιας πραγματικά «προθρησκευτικής εποχής» στην ιστορία της ανθρωπότητας, κάτι που ανασκευάζει πολλές από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί δήθεν ύπαρξης της θρησκείας από πάντα, β) αποτελεί ένα καλό δείγμα συγκεκριμένης εφαρμογής της διαλεκτικής μεθόδου σε ένα πολύ ειδικό και κρίσιμο επιστημονικό αντικείμενο, γ) φέρνει σε επαφή τους αναγνώστες της Σύγχρονης Εποχής με μια πλευρά της κοινωνικής επιστήμης που δεν είναι πολύ διαδεδομένη και τους εξοπλίζει για την καλύτερη συμβολή τους στην ιδεολογική πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος, δ) μας φέρνει, με τρόπο προσιτό, σε επαφή με το υψηλό επίπεδο της σοβιετικής επιστημονικής συζήτησης και αντιπαράθεσης, που δεν είναι και πολύ γνωστό στην Ελλάδα και ταυτόχρονα διαλύει τους καλλιεργούμενους μύθους περί δήθεν «αναγκαστικής ομοφωνίας» και έλλειψης ελευθερίας γνώμης και διαλόγου στη σοσιαλιστική σοβιετική επιστημονική και πνευματική πρακτική. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρούμε ότι η ανάγνωση και μελέτη της εν λόγω μονογραφίας είναι πολύ χρήσιμη, γι’ αυτό άλλωστε και κρίθηκε σκόπιμο να εκδοθεί.
Η δεύτερη μονογραφία που περιέχεται στον τόμο είναι το έργο το Π. Α. Παβέλκιν «Τι είναι θρησκεία» (κυριολεκτική απόδοση του «Что такое религия»» του ρωσικού τίτλου), το οποίο εκδόθηκε επίσης στη Μόσχα το 1960. Το βιβλίο αυτό είναι αντιπροσωπευτικό της σοβιετικής βιβλιογραφίας ως έργο του «επιστημονικού αθεϊσμού» - κλάδου της μαρξιστικής φιλοσοφίας, όπως προαναφέρθηκε. Πρέπει να ειπωθεί εδώ ότι στα πανεπιστήμια της ΕΣΣΔ υπήρχε ξεχωριστή έδρα επιστημονικού αθεϊσμού και οι φοιτητές διδάσκονταν για τουλάχιστον ένα εξάμηνο το αντικείμενο, ενώ στις φιλοσοφικές σχολές η διδασκαλία μπορούσε να διαρκέσει και δύο εξάμηνα και, φυσικά, έβγαιναν και σχετικές εργασίες και κάποιοι ειδικεύονταν στην κριτική της θρησκείας και τον επιστημονικό αθεϊσμό. Η αθεϊστική προπαγάνδα και η αθεϊστική αγωγή στην ΕΣΣΔ, λοιπόν, γινόταν σε επιστημονική βάση, σχεδιασμένα και οργανωμένα.
Το βιβλίο αυτό εξετάζει το σύνολο, θα έλεγε κανείς, των πλευρών του θρησκευτικού φαινομένου στη σύγχρονη κοινωνία, ενώ δίνεται ιδιαίτερο βάρος στη θρησκεία και τον αθεϊσμό στην ΕΣΣΔ. Δίχως να είναι καθαρά εκλαϊκευτικό έργο, εν τούτοις διαβάζεται πιο εύκολα από το προηγούμενο και, εκτός από την πολύπλευρη γνώση και πληροφορίες που παρέχει στον αναγνώστη, αποτελεί πηγή πάρα πολλών επιχειρημάτων ενάντια στη θρησκευτική κοσμοθεωρία και πρακτική από την πλευρά τόσο της επιστημονικής θεωρίας όσο και της ιδεολογίας του μαρξισμού-λενινισμού. Επίσης, αποτελεί ένα έργο με έντονη πολεμική, ένα έργο πάλης στην κυριολεξία.
Η δομή του έργου έχει ως εξής: Στο εισαγωγικό πρώτο κεφάλαιο (με τίτλο «Τι είναι η θρησκεία»), αναπτύσσεται με ζωντανό τρόπο η θεώρηση του μαρξισμού-λενινισμού για το τι συνιστά η θρησκεία ως φαινόμενο γενικά, γιατί αποτελεί έναν αρχαϊκό και στρεβλό τρόπο αντανάκλασης της αντικειμενικής πραγματικότητας και γιατί και πώς πρέπει να υπερνικηθεί στην περαιτέρω ανάπτυξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Δηλαδή, εδώ τίθενται σύντομα και καταρχήν τα θέματα που αναπτύσσονται πιο λεπτομερειακά στη συνέχεια της μονογραφίας.
Στο δεύτερο κεφάλαιο («Η θρησκευτική πίστη και η επιστημονική γνώση») αντιπαρατίθενται αυτές οι δυο πλευρές της κοινωνικής συνείδησης και αναδεικνύεται ο επιζήμιος ρόλος της θρησκείας όσον αφορά την πνευματική χειραφέτηση της ανθρωπότητας, αναγκαία και για τη συνέχιση της συνολικής κοινωνικής της ανάπτυξης. Εξετάζεται επίσης το θέμα της «πίστης» και διαχωρίζεται η θρησκευτική πίστη από την πίστη γενικά, αφού μια μορφή βεβαιότητας, και μάλιστα η πιο σημαντική, παρέχεται στον άνθρωπο και από την αναζήτηση και ανακάλυψη της αντικειμενικής αλήθειας, που έτσι αποκτά πραγματική πίστη στις δυνάμεις του. Τονίζεται ακόμη η σχέση της θρησκείας με το φόβο και την αδυναμία των ανθρώπων, σε αντιπαράθεση με την αυτοπεποίθηση που παρέχει η συνειδητή δράση με βάση τη λογική και την επιστήμη.
Στο τρίτο κεφάλαιο («Οι αιτίες εμφάνισης της θρησκείας») δίνεται η μαρξιστική θεωρία για τη γένεση των θρησκευτικών αντιλήψεων και πεποιθήσεων, από την άποψη των κοινωνικών ριζών τους κυρίως, ενώ στο τέταρτο, «Ποιον εξυπηρετεί η θρησκεία - Ο κοινωνικός ρόλος της θρησκείας», παρουσιάζεται η σχέση της θρησκείας με τις εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευόμενες τάξεις της ταξικής κοινωνίας και τονίζεται ο επιζήμιος ρόλος της τόσο κατά την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας όσο και γενικότερα κατά την προσπάθεια καλυτέρευσης της ανθρώπινης ζωής, σε κάθε της πλευρά. Σταχυολογώντας ένα θέμα που, δυστυχώς, είναι ή ξαναγίνεται επίκαιρο στις σύγχρονες κοινωνίες μας, ο συγγραφέας αναφέρει σε κάποιο σημείο [σελ. 384]: «Στην τσαρική Ρωσία πολλοί θρήσκοι άνθρωποι αρνούνταν να κάνουν δαμαλισμό (σ.σ.: βλ. εμβολιασμό για την ευλογιά που τότε “θέριζε”). Οι άνθρωποι της παλιάς πίστης (σ.σ.: οι Ρώσοι “σχισματικοί” παλαιόπιστοι) αρνούνταν να κάνουν δαμαλισμό λέγοντας ότι αυτό είναι “σφραγίδα του αντίχριστου” (...). Οι κομμουνιστικές κομματικές και νεολαιίστικες οργανώσεις μαζί με τους δασκάλους εξηγούσαν την ωφέλεια του δαμαλισμού και δεν επέτρεπαν έτσι στις θρησκευτικές αιρέσεις να ματαιώσουν αυτό το σοβαρό μέτρο που συντελεί στην υπεράσπιση της υγείας του λαού. Πόσοι άνθρωποι παλιότερα τυφλώθηκαν ή πέθαναν από την ευλογιά πιστεύοντας τους αμαθείς ιεροκήρυκες, ορθόδοξους, μουσουλμάνους μουλάδες και άλλους!» Για μας σήμερα είναι ανατριχιαστικό να βλέπουμε να επιστρέφουν τέτοιες στάσεις, πρακτικές και αντιλήψεις σε κοινωνίες που είναι εγγράμματες και ανεπτυγμένες εδώ και πολλές δεκαετίες ή αιώνες. Υπενθυμίζουμε ότι η «σφραγίδα του αντίχριστου», είτε με το ίδιο ακριβώς όνομα είτε ως «μικροτσίπ» κλπ., είναι διαδεδομένη και σήμερα στο πλαίσιο της πανδημίας, κάτι που αποδεικνύει ότι ο ανορθολογισμός είναι πραγματικά βαθύς και η πραγματική πηγή του δεν είναι απλώς η έλλειψη εκπαίδευσης, αλλά η ίδια η καπιταλιστική κοινωνική πρακτική που τον γεννά διαρκώς τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στα μυαλά και τις ψυχές των ανθρώπων.
Στο επόμενο πέμπτο κεφάλαιο («Θρησκεία και ηθική») εξετάζεται εκτενώς η σχέση αυτών των δύο μορφών κοινωνικής συνείδησης και τεκμηριώνεται η ανεξάρτητη ύπαρξη των ηθικών σχέσεων και της ηθικότητας από τη θρησκεία. Αναδεικνύεται ότι η ηθική δε γεννήθηκε από τη θρησκεία, αλλά συνεχίζει την ύπαρξή της και μετά την εξαφάνιση της θρησκείας. Τεκμηριώνεται ακόμη ότι η ηθική της σοσιαλιστικής και της κομμουνιστικής κοινωνίας δεν είναι δυνατόν να έχει την οποιαδήποτε σχέση με τη θρησκεία, αλλά ίσα-ίσα η νέα ηθική εμφανίζεται παραμερίζοντας τη θρησκεία ως προϊόν της εκμεταλλευτικής κοινωνίας και των αντίστοιχων κοινωνικών σχέσεων. Στο έκτο κεφάλαιο («Οι κοινωνικές και γνωσιολογικές ρίζες της θρησκείας στην ταξική κοινωνία») εξετάζεται σε πλάτος και βάθος αυτό που εν μέρει αναφέρθηκε και στην προηγούμενη πρόταση, δηλαδή το ότι η ύπαρξη της θρησκείας συνδέεται στενά με την εμφάνιση και το γίγνεσθαι της ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας.
Στα τελευταία τρία κεφάλαια του έργου, εξετάζεται πιο επισταμένα το θέμα της θρησκείας και της αντιμετώπισής της κατά τη διαδικασία της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής οικοδόμησης. Συγκεκριμένα, στο έβδομο κεφάλαιο («Οι αιτίες της προσωρινής επιβίωσης της θρησκείας στη σοσιαλιστική κοινωνία») προσεγγίζεται το θέμα της διατήρησης της θρησκευτικής συνείδησης σε μια ορισμένη φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και κοινωνίας. Η διατήρηση για ένα διάστημα της θρησκείας σε μια κοινωνία που οικοδομεί το σοσιαλισμό σχετίζεται με το βαθμό ξεπεράσματος των παλιών εκμεταλλευτικών σχέσεων σε όλα τα επίπεδα και την εδραίωση και ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, που αποτελούν τη βάση για το σύνολο των νέων κοινωνικών σχέσεων γενικά (ηθικές σχέσεις, αισθητικές, επιστημονικές, φιλοσοφικές, νομικές και πολιτικές – για όσο διατηρούνται ακόμη), στον τομέα του τρόπου ζωής και της συνείδησης.
Στο όγδοο κεφάλαιο («Η σχέση του Κομμουνιστικού Κόμματος προς τη θρησκεία») αναπτύσσεται η μαρξιστική-λενινιστική θεώρηση και πρακτική όσον αφορά το ζήτημα της θρησκείας, από την πλευρά της επαναστατικής πρωτοπορίας της κοινωνίας, στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.
Τέλος, στο καταληκτικό, ένατο κεφάλαιο («Οι μορφές και οι μέθοδοι της επιστημονικής αθεϊστικής προπαγάνδας»), αν και ολιγοσέλιδο, δίνονται κάποια στοιχεία και κατευθύνσεις όσον αφορά τον προσανατολισμό και την κατάλληλη εξειδίκευση της αθεϊστικής δουλειάς, ιδιαίτερα όσον αφορά ορισμένα κοινωνικά τμήματα του πληθυσμού, που είναι πιο ευάλωτα στην επίδραση των θρησκευτικών προκαταλήψεων και συνείδησης γενικά.
Και η δεύτερη αυτή μονογραφία είναι χρήσιμη και μπορεί να βοηθήσει στον ιδεολογικό εξοπλισμό του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Παρότι και αυτή «έχει τα χρονάκια της», εξακολουθεί να είναι μεθοδολογικά άρτια και να καλύπτει και μια σειρά σημερινά θέματα αντιμετώπισης του θρησκευτικού ανορθολογισμού στην κοινωνική ζωή και δράση. Φυσικά, δεν αποτελεί πανάκεια: Πολλά νέα φαινόμενα γύρω από το εξεταζόμενο θέμα απαιτούν ειδική ενασχόληση, θεωρητική και πρακτική, για τους σκοπούς του κομμουνιστικού κινήματος. Επίσης, το γεγονός ότι είναι παλιότερη, αποτελεί και μία, έμμεση αλλά πολύτιμη, πηγή γνώσης για ορισμένες πλευρές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του 20ού αιώνα για τις οποίες αντικειμενικά δεν υπάρχει επαρκής γνώση, ιδιαίτερα στη σφαίρα της «γκρίζας πραγματικότητας», δηλαδή της πραγματικής καθημερινής ζωής των ανθρώπων, πέρα από τη θεωρητική, ιδεολογική, επιστημονική δουλειά και αποτελέσματα. Το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο με επιμέρους πληροφορίες, αναφορές πραγματικών γεγονότων, διαπάλης και προβλημάτων στην ΕΣΣΔ εκείνης της εποχής. Ο αναγνώστης πρέπει να γνωρίζει ότι μιλάμε για την εποχή αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανοικοδόμηση. Η ίδια η σοσιαλιστική οικοδόμηση, όταν γράφεται αυτό το βιβλίο, είχε μια ιστορία το πολύ 40 και στην πραγματικότητα λιγότερων από 30 χρόνων και κάτω (από το ξεκίνημα της σοσιαλιστικής εκβιομηχάνισης και της κολεκτιβοποίησης της αγροτικής οικονομίας) -σα να λέμε σήμερα για το διάστημα από το 1995 και αργότερα έως σήμερα. Βεβαίως, οι επαναστατικές αλλαγές πυκνώνουν και συμπυκνώνουν τον ιστορικό και βιωματικό χρόνο, η ιστορική κίνηση προχωρά πολύ πιο γρήγορα από τις συνηθισμένες περιόδους. Ωστόσο, εξακολουθούν να ζουν οι άνθρωποι της ίδιας γενιάς, που είναι αδύνατο να έχουν αποβάλει το σύνολο των παλιών συνηθειών και παραδόσεων με τις οποίες γαλουχήθηκαν από την παιδική, εφηβική και νεανική τους ηλικία. Όλες αυτές οι προσοσιαλιστικές συνήθειες και ήθη εξακολουθούν να υπάρχουν στις μνήμες των ανθρώπων και σε πολλές πλευρές της καθημερινής τους συμπεριφοράς. Επίσης, σχετικά με κάποιες σημαντικές πλευρές της επίδρασης της θρησκείας, υπάρχουν και ορισμένες «παραδοσιακές» ιδιαιτερότητες, που τις βρίσκουμε στο παρόν βιβλίο. Η θρησκεία, ως κοσμοθεωρία, αλλά κυρίως ως συστατικό της οργάνωσης της καθημερινής ζωής και του καθημερινού «πνευματικού κόσμου» των ανθρώπων, είχε πάντοτε πολύ μεγαλύτερη επιρροή στην ύπαιθρο, στον αγροτικό κόσμο, όπου η κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και η σύγχρονη ζωή έρχεται αργότερα και με σχετικά διαφορετικό τρόπο. Και, όσον αφορά την ΕΣΣΔ, ο αστικός πληθυσμός της χώρας (δηλαδή ο πληθυσμός των πόλεων και μεγάλων κωμοπόλεων) ξεπέρασε σε μέγεθος τον αγροτικό πληθυσμό μόλις το 1961. Όταν δηλαδή συγκεντρωνόταν το υλικό και γράφονταν τα δυο βιβλία που δημοσιεύονται στη συγκεκριμένη έκδοση, η πλειονότητα του πληθυσμού της ΕΣΣΔ ήταν ακόμη αγροτική, με ό,τι αυτό σήμαινε για τον τρόπο ζωής της, τη σχέση της με μακραίωνες συνήθειες, παραδόσεις και τρόπους ζωής. Αυτά τα αναφέρουμε για να τονιστούν οι τεράστιες δυσκολίες που συνάντησε η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, πολύ περισσότερο που επρόκειτο για μια χώρα που προεπαναστατικά ήταν καθυστερημένη πολιτιστικά (όσον αφορά το σύγχρονο αστικό πολιτισμό, εγγραματοσύνη κλπ.) σε μεγάλα τμήματά της, ενώ συγχρόνως περιλάμβανε πλήθος λαούς, γλώσσες και διαλέκτους και, βέβαια, κοινοτικές και θρησκευτικές παραδόσεις κάθε ιστορικής βαθμίδας, από τον «πρωτόγονο» σαμανισμό και ανιμισμό μέχρι και το βουδισμό, το Ισλάμ, τον ορθόδοξο χριστιανισμό (με τα «σχίσματά» του και τις αιρέσεις του), τον καθολικισμό (και τον καθαρό και μέσω της «ουνίας»), ακόμη και κάποια από τα πιο αστικά προτεσταντικά ρεύματα, όπως τους αναβαπτιστές. Αλλά ακόμη και στο «υψηλό» επίπεδο της θρησκευτικής κοσμοθεωρίας, στη θεολογία και τη θρησκευτική «φιλοσοφική» σκέψη, πρέπει να ειπωθεί ότι οι Ρώσοι ορθόδοξοι στοχαστές (στην πορεία, αντισοβιετικοί αντεπαναστάτες της διασποράς) ήταν τόσο σημαντικοί, που ουσιαστικά ανανέωσαν την αντίληψη της ορθοδοξίας σε όλο τον κόσμο, καθώς και στην Ελλάδα, κάτι που κρατάει μέχρι σήμερα. Πολλά είχαν λοιπόν να αντιμετωπίσουν οι κομμουνιστές όσον αφορά και το θέμα της θρησκείας στην περίοδο που γράφονταν τα εν λόγω έργα.
Για τον αναγνώστη της Σύγχρονης Εποχής είναι χρήσιμο να ειπωθεί ότι και τα δύο αυτά έργα γράφονται στην κρίσιμη περίοδο που η μεταπολεμική σοβιετική κοινωνία επέλεγε τον τρόπο περαιτέρω ανάπτυξής της, τον προσανατολισμό της προς το μέλλον, σε μια κατάσταση πραγματικά πρωτόγνωρη, που κανείς δεν είχε προηγηθεί και τα νερά ήταν εντελώς αχαρτογράφητα. Τα βιβλία γράφονται λίγο μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με την επιλογή των γνωστών κατευθύνσεων ανάπτυξης που, μετά από μια γενιά περίπου, οδήγησαν στα επίσης γνωστά αποτελέσματα των ανατροπών. Επρόκειτο για μια εποχή έντονης πολιτικής, ιδεολογικής, επιστημονικής διαπάλης στη σοβιετική κοινωνία, με πολλά γόνιμα, αλλά και άγονα αποτελέσματα κι αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να γνωρίζει ο αναγνώστης, ώστε να αναζητά μέσα σε κάθε έργο εκείνης της περιόδου, κι όχι μόνο, και αυτήν τη διάσταση των πραγμάτων, την αντιπαράθεση, την πάλη των ιδεών, τη διαρκή σύγκρουση του νέου με το παλιό, στη μεγαλύτερη προσπάθεια που έχει κάνει μέχρι τώρα η εργαζόμενη ανθρωπότητα για να περάσει στην πραγματική της ιστορία, στο «βασίλειο της ελευθερίας» της.