Βιβλιοπαρουσίαση: Β. Ι. Λένιν - Ι. Β. Στάλιν, «Για την ταξική πάλη στην Ουκρανία»


I. ΛΕΝΙΝ - Ι. Β. ΣΤΑΛΙΝ
Για την ταξική πάλη στην Ουκρανία
ΣΥΛΛΟΓΉ ΚΕΙΜΈΝΩΝ
εκδ. Σύγχρονη Εποχή

 

Η παρούσα έκδοση της Σύγχρονης Εποχής αποτελεί μια συλλογή κειμένων των Β. Ι. Λένιν και Ι. Β. Στάλιν που αφορούν την εξέλιξη της ταξικής πάλης, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην περιοχή της Ουκρανίας κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, καθώς και στα πρώτα βήματα συγκρότησης της ΕΣΣΔ.

Η έκδοση βασίζεται σε αντίστοιχη συλλογή κειμένων που κυκλοφόρησε σε δύο τόμους το 1936 από το εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚ (Μπ.) Ουκρανίας με τίτλο Άρθρα και λόγοι για την Ουκρανία. Εκτός από την τελική μορφή της σοβιετικής έκδοσης, πολύτιμη βοήθεια για την επιλογή των κειμένων της παρούσας έκδοσης αποτέλεσε και όλη η σχετική προεργασία που είχε γίνει από το ΚΚ (Μπ.) Ουκρανίας και το ΠΚΚ κατά τη διάρκεια του 19351.

Στην ανά χείρας συλλογή κειμένων περιλαμβάνονται, εκτός από κείμενα που είναι δημοσιευμένα στα Άπαντα Λένιν και στα Άπαντα Στάλιν, είκοσι τέσσερα ντοκουμέντα που δημοσιεύονται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, ανάμεσα στα οποία τηλεγραφήματα του Στάλιν στον Λένιν κατά την περίοδο Φλεβάρη-Αυγούστου 1920, όταν ο Στάλιν βρισκόταν για μεγάλα διαστήματα στην περιοχή της Ουκρανίας με καθοδηγητική ευθύνη στο επιτελείο του νοτιοδυτικού μετώπου.

Αφορμή για την έκδοση στάθηκε η αντικομμουνιστική λάσπη που πέταξαν τόσο τα επιτελεία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ όσο και εκείνα της αστικής τάξης της Ρωσίας με την έναρξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία το Φλεβάρη του 2022.

Επίσης, η διαστρέβλωση των θέσεων του ΚΚΕ ως προς το χαρακτηρισμό του πολέμου στην Ουκρανία –ιδιαίτερα όσον αφορά τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ρωσικής επέμβασης– επιχειρήθηκε ακόμα και από ορισμένους ανθρώπους με φιλοσοσιαλιστικό προσανατολισμό. Ορισμένοι προβάλλουν επιχειρήματα που προσπαθούν να τα τεκμηριώσουν σε λενινιστικές θέσεις και πολιτική. Αν και έχουν απαντηθεί και με εξειδικευμένα κείμενα αρμόδιων Τμημάτων της ΚΕ του ΚΚΕ (Ιδεολογική Επιτροπή, Τμήμα Διεθνών Σχέσεων, Τμήμα Ιστορίας, Εκδοτικό ΣΕ) με αναφορές στις λενινιστικές θέσεις και στα ντοκουμέντα της επαναστατικής σοβιετικής πολιτικής, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι το ζήτημα της εθνογέννησης είναι πολυσύνθετο, χωρά ερευνητική εμβάθυνση, χωρίς να χάνεται σήμερα το κύριο: «...η αρχή της αυτοδιάθεσης να ερμηνεύεται ως δικαίωμα αυτοδιάθεσης όχι της κεφαλαιοκρατίας, αλλά των εργαζόμενων μαζών ενός έθνους.»2 Οι όποιες δυσκολίες και τα προβλήματα σε αυτήν την κατεύθυνση δε δικαιώνουν τις αντιμαχόμενες ιμπεριαλιστικές πλευρές στον πόλεμο της Ουκρανίας, που επιχείρησαν να σπιλώσουν την οικοδόμηση του σοσιαλισμού κατά τον 20ό αιώνα. Εστίασαν ιδιαίτερα στην πολιτική της ΕΣΣΔ στο εθνικό ζήτημα, την οποία θέλησαν να παρουσιάσουν δήθεν ως τη μήτρα της σημερινής κατάστασης στην Ουκρανία, αποκρύπτοντας έτσι την πραγματική αιτία, που είναι η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών, σφαιρών επιρροής, δρόμων μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων.

Παράλληλα, το πλούσιο υλικό που υπάρχει στην έκδοση βοηθά να κατανοηθεί βαθύτερα και πιο ολοκληρωμένα πώς λαμβάνει χώρα στις συνθήκες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και πώς εξελίσσεται η επαναστατική διαδικασία ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων σε έναν ευρύτερο χώρο από αυτόν της σημερινής Ρωσίας, στον οποίο στην πορεία συγκροτήθηκε η ΕΣΣΔ. Ο αναγνώστης θα βρει πολλά στοιχεία σχετικά με την πορεία της επανάστασης στην περιοχή της Ουκρανίας, τη δράση αντεπαναστατικών δυνάμεων και αστικοδημοκρατικών κυβερνήσεων, την επέμβαση των καπιταλιστικών κρατών, την πορεία του ταξικού εμφύλιου πολέμου, αλλά και μετέπειτα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η έκδοση συμβάλλει και στην προσπάθεια συνέχισης της μελέτης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον προηγούμενο 
αιώνα.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Η συκοφάντηση της ΕΣΣΔ από τα ιμπεριαλιστικά επιτελεία, με επίκεντρο την πορεία της ταξικής πάλης στην Ουκρανία στις αρχές του 20ού αιώνα και τους όρους δημιουργίας της ΕΣΣΔ, ξετυλίχτηκε με ένα δίπολο επιχειρημάτων. Από τη σκοπιά των ΝΑΤΟϊκών επιτελείων αναζωπυρώθηκαν τα μυθεύματα περί «εθνικής καταπίεσης» του λαού της Ουκρανίας και γενικότερα των λαών που κατοικούσαν στις περιοχές που συγκρότησαν την ΕΣΣΔ. Ενώ από τη ρωσική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό προβλήθηκε η λογική της «εδαφικής κατασκευής» της Ουκρανίας από τους μπολσεβίκους και το ΚΚΣΕ μέσω «παραχώρησης εδαφών που ιστορικά ανήκαν στη Ρωσία».

Χρειάζεται αρχικά να σημειώσουμε ότι η απόρριψη της σοβιετικής κληρονομιάς στο εθνικό ζήτημα και από τις δύο μεριές, παρόλο που φαινομενικά φαίνεται να ξεκινά από διαφορετικές σκοπιές, ταυτίζεται ουσιαστικά στο κύριο: Στην καταδίκη της σοβιετικής πολιτικής, που επιχειρούσε να οικοδομήσει όχι μόνο μια πολυεθνική κρατική οντότητα με απόλυτο σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των εθνών και εθνοτήτων και ισότιμη συμμετοχή στη διεύθυνση των κρατικών υποθέσεων, αλλά να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις και τους όρους για μια ενιαία σοσιαλιστική πατρίδα των εργατών και αγροτών, που, σεβόμενη τις εθνικές ιδιαιτερότητες και τη μακραίωνη επίδραση αυτού του παράγοντα στη λαϊκή συνείδηση, πρότασσε το κοινό ταξικό, σοσιαλιστικό συμφέρον ως το ενοποιητικό στοιχείο της κοινωνίας.

Όπως τόνιζε ο Λένιν, «επιδιώκοντας σταθερά την ενότητα των εθνών, καταπολεμώντας αμείλικτα καθετί που τα διασπά, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, υπομονετικοί, υποχωρητικοί στις επιβιώσεις της εθνικής δυσπιστίας. Ανένδοτοι, αδιάλλακτοι πρέπει να είμαστε απέναντι σε ό,τι αφορά τα βασικά συμφέροντα της εργασίας στον αγώνα για την απελευθέρωσή της από το ζυγό του κεφαλαίου».3

Ο αναγνώστης θα πρέπει να έχει υπόψη του διαβάζοντας τα κείμενα αυτής της έκδοσης ότι η πορεία διαμόρφωσης των μορφών κοινωνικής συμβίωσης (λαοτήτων, εθνοτήτων και εθνών) στα εδάφη της Τσαρικής Αυτοκρατορίας αποτέλεσε ένα πολύπλοκο φαινόμενο, που η αναλυτική και διεξοδική ιστορική μελέτη για κάθε περιοχή των αχανών αυτών εκτάσεων δεν ήταν δυνατό να γίνει από τους Λένιν, Στάλιν και συνολικά το Κόμμα των Μπολσεβίκων σε συνθήκες παρανομίας, διώξεων, επαναστατικής δουλειάς και σκληρής ταξικής πάλης, ιδιαίτερα τα χρόνια πριν και αμέσως μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Αυτό αποτελεί και μια απόδειξη της τιτάνιας μάχης που έφερε σε πέρας το Μπολσεβίκικο Κόμμα, το οποίο κατάφερε να δώσει απαντήσεις για την αντιμετώπιση του εθνικού ζητήματος από το επαναστατικό κίνημα και τη νέα εργατική εξουσία χωρίς να μπορούν αντικειμενικά να έχουν στα χέρια τους την αναλυτική ιστορική κατηγοριοποίηση των μορφών κοινωνικών συμβίωσης, στην πραγματοποίηση της οποίας είχαν τις επόμενες δεκαετίες μεγάλη συμβολή τα επιστημονικά και ακαδημαϊκά επιτελεία της ΕΣΣΔ. Η παρούσα έκδοση μπορεί να συμβάλει και στη συνέχιση της μελέτης αυτών των ιδιαίτερα σύνθετων ζητημάτων.

Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι ασχολήθηκαν επισταμένα από την προεπαναστατική εποχή με το εθνικό ζήτημα και αντιπαρατέθηκαν με εθνικιστικές και οπορτουνιστικές προσεγγίσεις. Σημαντικό ρόλο εδώ έπαιξε το έργο του Στάλιν Ο μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα, που γράφτηκε στα τέλη του 1912 - αρχές του 1913 και δημοσιεύτηκε στο μαρξιστικό περιοδικό Προσβεστσένιγε με την υπογραφή Κ. Στάλιν. Τη σημασία του έργου αυτού του Στάλιν αναγνώριζε επανειλημμένα ο Λένιν: «Στη θεωρητική μαρξιστική φιλολογία η κατάσταση αυτή πραγμάτων και οι βάσεις του προγράμματος της σοσιαλδημοκρατίας στο εθνικό ζήτημα έχουν ήδη φωτιστεί τον τελευταίο καιρό (σε πρώτη γραμμή προβάλλει εδώ το άρθρο του Στάλιν).»4 Η αναγνώριση του ρόλου του Στάλιν στο εθνικό ζήτημα αποτυπώθηκε και στον ορισμό του ως Λαϊκού Επιτρόπου Εθνοτήτων το διάστημα 1917-1923.

Το ζήτημα της Ουκρανίας είχε την ιδιαίτερη σημασία του μέσα στο κουβάρι των εθνικών αντιθέσεων της προεπαναστατικής Ρωσίας.

Ο Λένιν παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε ολόκληρη την προεπαναστατική περίοδο τις κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις στις ουκρανικές περιοχές της Αυτοκρατορίας και την πορεία του επαναστατικού κινήματος. Σε μια σειρά έργα του, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, δίνει μια εξαιρετικά ζωντανή και συγκεκριμένη ανάλυση της γοργής ανάπτυξης του καπιταλισμού και στις ουκρανικές επαρχίες και στηλιτεύει τις θεωρίες των ναρόντνικων και των Ουκρανών αστών δημοκρατών, που θεωρούσαν ότι ο καπιταλισμός δεν είχε αναπτυχθεί και ότι η ταξική διαφοροποίηση δεν προχωρούσε. Χαρακτηριστικές είναι οι αναλύσεις του Λένιν στα έργα (δεν περιλαμβάνονται στην παρούσα έκδοση) «Νέες οικονομικές αλλαγές στην αγροτική ζωή» (1893, Άπαντα, τόμ. 1), «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία» (1899, Άπαντα, τόμ. 3) και «Το αγροτικό ζήτημα στη Ρωσία στα τέλη του 19ου αιώνα» (1908, Άπαντα, τόμ. 17).

Ο Λένιν, διαβλέποντας τις αντιφατικές τάσεις που γεννούσαν οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στην Τσαρική Αυτοκρατορία, τόνιζε χαρακτηριστικά ότι: «Εδώ και κάμποσες δεκαετίες, διαγράφηκε πολύ συγκεκριμένα το προτσές μιας πιο γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης του Νότου, δηλαδή της Ουκρανίας, που τραβάει από τη Μεγαλορωσία δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες και εργάτες σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις, στα ορυχεία και στις πόλεις. Η “αφομοίωση” –μέσα σε αυτά τα πλαίσια– του μεγαλορωσικού και του ουκρανικού προλεταριάτου είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Και το γεγονός αυτό είναι αναμφισβήτητα προοδευτικό»5.

Αυτή η επισήμανση του Λένιν έχει διπλή σημασία, γιατί αναδεικνύει το πώς η ανάπτυξη του καπιταλισμού στην περιοχή της Ουκρανίας διαμορφώνει έναν ενιαίο οικονομικό χώρο (γεγονός που δίνει και μια πρώτη απάντηση στο επιχείρημα της «αυθαίρετης εδαφικής κατασκευής» της ΣΣΔ της Ουκρανίας) και, σε αυτήν τη βάση, το πώς η συγχώνευση των προλετάριων των δύο εθνών που έφερνε ο καπιταλισμός έσπαγε την εθνική στενότητα και των δύο και τους έφερνε πιο κοντά στις απελευθερωτικές ιδέες της επαναστατικής κοσμοθεωρίας.

Επισημαίνουμε τη μεγάλη πάλη που έδωσαν οι μπολσεβίκοι ενάντια στις αντιλήψεις εκείνες που έτειναν να χωρίζουν τους εργάτες των διάφορων εθνοτήτων. «Αν ο Ουκρανός μαρξιστής αφήσει να τον παρασύρει το εντελώς δικαιολογημένο και φυσιολογικό μίσος απέναντι στους Μεγαλορώσους καταπιεστές ως το σημείο που να μεταφέρει στον προλεταριακό πολιτισμό και στην προλεταριακή υπόθεση των Μεγαλορώσων εργατών έστω και ένα μόριο του μίσους αυτού, έστω και μόνο το αίσθημα αποξένωσης, τότε ο μαρξιστής αυτός θα κατρακυλήσει έτσι στο βάλτο του αστικού εθνικισμού. Θα κατρακυλήσει επίσης στο βάλτο του εθνικισμού όχι μόνο του αστικού, αλλά και του μαυροεκατονταρχίτικου και ο Μεγαλορώσος μαρξιστής, αν ξεχάσει έστω και για ένα λεπτό το αίτημα της πλήρους ισοτιμίας των Ουκρανών ή το δικαίωμά τους για σχηματισμό αυτοτελούς κράτους.»6

Ήδη από τα χρόνια πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ο Λένιν στηλιτεύει στα έργα του την αντιδραστική πολιτική των κατάφωρων εθνικών διακρίσεων του ρωσικού τσαρισμού ενάντια στους Ουκρανούς και τα στοιχειώδη δικαιώματά τους. Αποκαλύπτει όμως και τις πλήρως συμβιβαστικές θέσεις των αστών δημοκρατών (καντέτοι), που, σπεύδοντας να καταδικάσουν το «σεπαρατισμό» ορισμένων δυνάμεων στην Ουκρανία, υπέτασσαν πρακτικά την πολιτική τους για το εθνικό ζήτημα στα ασφυκτικά όρια του μεγαλορωσικού σοβινισμού. Αναδεικνύει ταυτόχρονα και τον επικίνδυνο ρόλο των μικροαστικών εθνικιστικών κομμάτων στην Ουκρανία, που διέφθειραν την εργατική τάξη με τις εθνικοφιλελεύθερες ιδέες για υποχρεωτικό διαχωρισμό των εθνών. Χαρακτηριστικά στα ζητήματα αυτά είναι τα έργα του Λένιν «Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα» και «Για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών», αλλά και συντομότερα άρθρα του, όπως το «Οι καντέτοι για το ουκρανικό ζήτημα» και «Πώς ο επίσκοπος Νίκων υπερασπίζει τους Ουκρανούς».

Η πάλη της μπολσεβίκικης αντίληψης για το εθνικό ζήτημα με τις αστικές και οπορτουνιστικές πρακτικές κάθε απόχρωσης συνεχίστηκε και μετά από την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη του 1917. Τα ντοκουμέντα των Λένιν και Στάλιν της περιόδου Φλεβάρη-Οκτώβρη 1917, που περιλαμβάνονται στην παρούσα συλλογή, φανερώνουν τη μεγάλη προσοχή που έδιναν στο να αντιπαρατεθούν σε όλη την κλίμακα του εθνικισμού: Τόσο το ρωσικό εθνικισμό της Προσωρινής Κυβέρνησης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων, που επιζητούσε να κρατήσει αδιατάρακτη την ηγεμονία της ρωσικής αστικής τάξης πάνω σε όλες τις εθνότητες της πρώην Τσαρικής Αυτοκρατορίας, όσο και τον εθνικισμό άλλων αστικών τάξεων στις περιοχές που μετέπειτα συγκρότησαν την ΕΣΣΔ, οι οποίες, μιλώντας για αυτοδιάθεση και με τη στήριξη του ιμπεριαλισμού, στόχευαν στην ενίσχυση της δικής τους θέσης και κερδοφορίας.

Για τους μπολσεβίκους η αδιαπραγμάτευτη αναγνώριση του δικαιώματος των εθνών για αυτοδιάθεση μέχρι τον κρατικό αποχωρισμό δε σήμαινε φυσικά ότι δεν επιζητούσαν και δεν πάλευαν για τη συμπόρευση του προλεταριάτου και των άλλων λαϊκών μαζών των διάφορων εθνοτήτων στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όπως δίνεται με συνοπτικό, αλλά παραστατικό τρόπο σε απόφαση συνδιάσκεψης των στρατιωτικών Οργανώσεων του Κόμματος των Μπολσεβίκων τον Ιούνη του 1917: «Μόνο η αποφασιστική και αδιαμφισβήτητη αναγνώριση του δικαιώματος των εθνών στην αυτοδιάθεση, η αναγνώριση στην πράξη και όχι μόνο στα λόγια, θα μπορούσε να ενισχύσει την αδελφική εμπιστοσύνη μεταξύ των λαών της Ρωσίας και έτσι να στρώσει το δρόμο στην πραγματική τους ένωση, μια ένωση εθελοντική και όχι βίαιη, σε ένα ενιαίο κράτος.»

Στη συνέχεια, μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, καθοριστικό στοιχείο της πολιτικής των μπολσεβίκων στο εθνικό ζήτημα την περίοδο αυτήν, όπως προκύπτει από τα κείμενα της συλλογής, ήταν η προσπάθειά τους να επικρατήσει και να εδραιωθεί η εργατική εξουσία, να ακυρωθούν οι αντεπαναστατικοί σχεδιασμοί των ισχυρών υπολειμμάτων της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, να δοθούν κάποιες πρώτες ανάσες στο προλεταριάτο και στη φτωχομεσαία αγροτιά.

Αυτές είναι οι έγνοιες που κυριαρχούν στα ντοκουμέντα που παρατίθενται στη συνέχεια, καθώς και η βαθιά πίστη των μπολσεβίκων στη δύναμη και στην πρωτοβουλία των λαϊκών μαζών. Σε αυτές στηρίζονταν, σε αυτές υπολόγιζαν. Ήταν οι αποφάσεις των μαζών που έπρεπε να κρίνουν το συγκεκριμένο τρόπο επίλυσης του εθνικού ζητήματος στη μια ή στην άλλη περίπτωση και όχι κάποιες «αυθαίρετες» επιλογές της μπολσεβίκικης ηγεσίας, που ενδιαφερόταν δήθεν μόνο για το στενό κομματικό συμφέρον, όπως σήμερα ισχυρίζονται με θράσος οι πολιτικοί και δημοσιολόγοι της ρωσικής αστικής τάξης.

Είναι αποκαλυπτική στο ζήτημα αυτό η μέχρι σήμερα αδημοσίευτη επιστολή του Στάλιν τον Απρίλη του 1918 προς τους εκπροσώπους μιας σειράς περιοχών στο Νότο της μετέπειτα ΣΣΔ της Ουκρανίας. Στο αίτημά τους να παραμείνουν οι περιοχές αυτές στη σύνθεση της Σοβιετικής Ομοσπονδίας της Ρωσίας και όχι να προσαρτηθούν βίαια στην Ουκρανία (όπως επιδίωκε η αστική Ράντα του Κιέβου και οι Γερμανοί πάτρωνές της), τους καλεί να «συγκαλέσουν άμεσα» συνέδρια αντιπροσώπων για να λάβουν την απόφασή τους για το ζήτημα. Η επιλογή των λαϊκών στρωμάτων ήταν τότε προφανής: Σοβιετική ή αστική εξουσία, γι’ αυτό και η όποια συσχέτιση της συγκεκριμένης επιστολής με σημερινούς σχεδιασμούς στην περιοχή της Ουκρανίας (δημοψηφίσματα για απόσχιση) θα συνιστούσε λαθροχειρία.

Μετά από την τελική επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, το Κόμμα των Μπολσεβίκων και η σοβιετική εξουσία στήριξαν την πολιτική τους στο εθνικό ζήτημα στο δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση έως και τον κρατικό αποχωρισμό. Και ακόμα μία δικλείδα σε αυτό ήταν η διαμόρφωση της ΕΣΣΔ το 1922 ως ενιαίο, ομόσπονδο κράτος με τις Δημοκρατίες-μέλη της. Η μορφή αυτή οργάνωσης αποτελούσε αναντικατάστατο όπλο για να τραβηχτούν στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τα έθνη και οι λαοί που είχαν γνωρίσει κάθε είδους καταπίεση στα χρόνια της τσαρικής Ρωσίας, που δίκαια είχε χαρακτηριστεί από τον Λένιν ως «φυλακή των λαών»7.

Η πολιτική, όμως, αυτή της σοβιετικής εξουσίας στο εθνικό ζήτημα δε σήμαινε με κανέναν τρόπο ότι ενισχύονταν από τους μπολσεβίκους τάσεις αποχωρισμού από το ενιαίο εργατικό κράτος και ότι υποτιμούνταν η αναγκαιότητα ενίσχυσης όλων εκείνων των πολιτικών και οικονομικών θεσμών που θα συσπείρωναν τα λαϊκά στρώματα όλων των εθνών και εθνοτήτων σε μια κοινή διαδικασία σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Όπως επισημαίνει ο Στάλιν, «πρέπει να θυμόμαστε ότι, εκτός από το δικαίωμα των λαών για αυτοδιάθεση, υπάρχει και το δικαίωμα της εργατικής τάξης να στερεώσει την εξουσία της, και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης υποτάσσεται σε αυτό το τελευταίο δικαίωμα. Υπάρχουν περιπτώσεις που το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης έρχεται σε αντίθεση με το άλλο, το ύψιστο δικαίωμα –με το δικαίωμα της εργατικής τάξης που ανέβηκε στην εξουσία να στερεώσει την εξουσία της…».8

Η επισήμανση αυτή του Στάλιν, καθώς και πολλές αναφορές σε κείμενα του παρόντος τόμου, δίνουν απάντηση και στη λαθροχειρία της ρωσικής αστικής τάξης σήμερα, όπως εκφράστηκε με παραστατικό τρόπο από τον Β. Πούτιν, να αναγορεύσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης/αποχωρισμού, που είχε αποτυπωθεί και στα Συντάγματα της ΕΣΣΔ, ως τον παράγοντα εκείνον που δυναμίτισε δήθεν την ενότητα του σοβιετικού κράτους. Για τους μπολσεβίκους το συνολικό συμφέρον της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από εθνότητα και από κρατικά σύνορα, συνιστούσε το υπέρτατο κριτήριο.

Απόδειξη ότι το εθνοτικό-εθνικό ζήτημα με τη συνθετότητά του αξιοποιείται από την αστική τάξη όχι μόνο στην εποχή που μόλις χάραζε η δυνατότητα της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και στη συνέχεια, στην περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών, της νέας, πολύ πιο αρνητικής διεθνούς κατάστασης.

Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφερθούμε σε ένα ζήτημα αντικομμουνιστικής διαστρέβλωσης των πραγματικών γεγονότων που επιχειρήθηκε ιδιαίτερα με το διάγγελμα του Πούτιν στις 21 Φλεβάρη 2022. Πρόκειται για την κίβδηλη προβολή μιας δήθεν αντίθεσης ανάμεσα στον Λένιν και στον Στάλιν για τους όρους συγκρότησης της ΕΣΣΔ, δηλαδή για το εάν θα ήταν ένα κράτος με αυτόνομες περιοχές ή ένα κράτος ομοσπονδιακής μορφής. Σε αυτό αξιοποιήθηκε με λαθροχειρία η πολεμική των μπολσεβίκων προεπαναστατικά σε οπορτουνιστικές θέσεις που έβλεπαν τη λύση του εθνικού ζητήματος στην τσαρική Ρωσία μέσω της δημιουργίας μιας ομοσπονδίας εθνικών κρατών. Με βάση αυτήν τη θέση παρουσιάζεται σήμερα από τα επιτελεία του καπιταλισμού η ομοσπονδιακή συγκρότηση της ΕΣΣΔ ως θέση του Λένιν που, επειδή άλλαξε την παλιά γραμμή των μπολσεβίκων, έβρισκε αντίθετο τον Στάλιν.

Η λαθροχειρία εδώ είναι διπλή. Αρχικά, η πολεμική των μπολσεβίκων ενάντια στην ομοσπονδία κατά τα προεπαναστατικά χρόνια αφορούσε μια ομοσπονδιακή κρατική οργάνωση του ρωσικού καπιταλισμού που προβαλλόταν ως η μαγική λύση μέσω της οποίας θα λυνόταν το εθνικό ζήτημα. Παράλληλα, από τα κείμενα της παρούσας συλλογής αναδεικνύεται και η κοινή αντίληψη γι’ αυτό το ζήτημα των δύο Σοβιετικών ηγετών από τα προεπαναστατικά χρόνια έως και τη συγκρότηση της ΕΣΣΔ. Η επιλογή της «Διακήρυξης των δικαιωμάτων των λαών της Ρωσίας» με τις υπογραφές του Λένιν και του Στάλιν ως πρώτου κειμένου της έκδοσης, και μάλιστα εκτός χρονολογικής σειράς, επιλέχτηκε για να σηματοδοτηθεί αυτό το γεγονός. Επίσης, ενισχυτικό στοιχείο για τα παραπάνω είναι ότι ο ίδιος ο Στάλιν, σε υποσημείωση που προσθέτει το Δεκέμβρη του 1924 σε παλιότερο άρθρο του με τίτλο «Ενάντια στην ομοσπονδιακή οργάνωση», εξηγεί τους λόγους υιοθέτησης της ομοσπονδίας για τη συγκρότηση της ΕΣΣΔ, που αφορούσαν την ώθηση που έδωσε για να ξεπεραστεί ο κατακερματισμός των διαφορετικών εθνοτήτων που υπήρχαν κατά την εκδήλωση της Οκτωβριανής Επανάστασης, τη μη ανασταλτική επίδραση συγκεκριμένα της σοβιετικής, σοσιαλιστικής ομοσπονδιακής μορφής οργάνωσης για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικονομίας και, τέλος, το ειδικό βάρος του εθνικού κινήματος τα προηγούμενα χρόνια, που διαμόρφωσε έναν πιο πολύπλοκο δρόμο για την ένωση των εθνών στο σοσιαλισμό.

Στον άλλον πόλο της σημερινής σύγκρουσης, η «υπεράσπιση της εθνικής αυτοδιάθεσης» και του «απαραβίαστου των συνόρων», που προβάλλεται από τα επιτελεία του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού στην αντιπαράθεσή τους με τη Ρωσία, συνιστά ξεκάθαρη υποκρισία όταν έχουν τα ίδια για δεκαετίες πρωτοστατήσει συστηματικά σε παρόμοιες παραβιάσεις (από την Κύπρο έως τη Γιουγκοσλαβία και από τη Λιβύη έως τη Συρία), όταν για δεκαετίες συστηματικά αρνούνται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του Παλαιστινιακού λαού, στηρίζοντας πολύμορφα τις εγκληματικές πολιτικές των κυβερνήσεων του Ισραήλ.

Μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές στη Σοβιετική Ένωση στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, η επικράτηση των αντεπαναστατικών δυνάμεων και η διαμόρφωση αστικών τάξεων σε όλες τις πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ ήταν φυσικό να οδηγήσει σε μια οξυμένη πάλη ανάμεσά τους προκειμένου να λυμαίνεται η καθεμιά όσο το δυνατό μεγαλύτερο κομμάτι του πλούτου που δημιούργησε από κοινού ο σοβιετικός λαός. Πολύ περισσότερο που η κοινή πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης όλων αυτών των λαών είχε δημιουργήσει στο ενιαίο κράτος άπειρες αλληλοσυνδέσεις στο πεδίο της παραγωγής, αλλά και του εποικοδομήματος, οι οποίες διαταράχτηκαν βίαια και σε πολλές περιπτώσεις διακόπηκαν και εντελώς. Η κάθε αστική τάξη, ντυμένη το μανδύα του εκπροσώπου του «δικού» της έθνους, εμφανίστηκε ως ο κληρονόμος των πλουτοπαραγωγικών πηγών και των υποδομών στην επικράτεια της κάθε πρώην Σοβιετικής Δημοκρατίας, υψώνοντας κρατικά σύνορα εκεί όπου μέχρι τότε υπήρχαν απλές διοικητικές διαιρέσεις.

Τα παραδείγματα του Ντονμπάς και της Κριμαίας, ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που θα διατηρούσε κανείς σήμερα για τον τρόπο με τον οποίο η σοβιετική ηγεσία επί Χρουστσόφ μετέφερε το 1954 την περιοχή της Κριμαίας στη διοικητική σύνθεση της ΣΣΔ της Ουκρανίας9, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικά σχετικά με το πώς η οριοθέτηση συγκεκριμένων περιοχών με εθνοτικά και εθνικά μικτούς πληθυσμούς στη μία ή στην άλλη Δημοκρατία της ΕΣΣΔ στόχευε στην ενίσχυση της κοινής προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το πώς οι εθνικές ιδιαιτερότητες αξιοποιούνταν για να προσεγγίσουν καλύτερα οι λαοί την αναγκαιότητα της κοινής πάλης της εργατικής τάξης και της κολχόζνικης αγροτιάς για τον κομμουνισμό.

Σε κάθε περίπτωση, με την αντεπαναστατική ανατροπή του σοσιαλισμού ήταν αναπόφευκτη η αναζωπύρωση των εθνοτικών και εθνικών ερίδων, διχονοιών και συγκρούσεων. Θα ήταν ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι η αντεπαναστατική επικράτηση της αστικής τάξης σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστες τις μορφές κοινωνικής συμβίωσης που είχαν αναπτυχθεί στην εβδομηντάχρονη σοσιαλιστική οικοδόμηση, τις εθνικές σχέσεις που είχαν κάνει ορισμένα βήματα προς το στόχο της δημιουργίας ενός «σοβιετικού λαού». Ιδιαίτερα αφού σε αυτές τις μορφές είχε ήδη ασκηθεί η για δεκαετίες διαβρωτική επίδραση του «σοσιαλισμού με αγορά», που άνοιξε το δρόμο στην ανατροπή του σοσιαλισμού.

Οι εθνικές διχόνοιες και συγκρούσεις του σήμερα προκύπτουν επειδή «η αστική τάξη ... ξεκινώντας από ιδιοτελείς σκοπούς υποδαυλίζει την ιδεολογία των εθνικών κινημάτων και προσπαθεί να την μεταφέρει στην εποχή του ιμπεριαλισμού, δηλαδή σε μια εντελώς διαφορετική εποχή».10 Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ουκρανία, η αξιοποίηση και αδρή χρηματοδότηση των εθνικιστικών, φασιστικών συμμοριών μετά από το πραξικόπημα του 2014, προκειμένου να δοθεί ένα προκάλυμμα εθνικής αντιπαράθεσης στην επιλογή σημαντικών τμημάτων του ουκρανικού κεφαλαίου να αναδιατάξουν τις συμμαχίες τους προς τον ευρωατλαντικό άξονα.

Αντίστροφα, η προσπάθεια του ρωσικού κεφαλαίου, στο έδαφος της εγκληματικής επίθεσης που δέχεται για οχτώ χρόνια ο πληθυσμός του Ντονμπάς και άλλων περιοχών της Ουκρανίας, να χρησιμοποιήσει το χαρτί της υπεράσπισης των εθνοτήτων και του αντιφασισμού για να ενισχύσει την οικονομική και γεωστρατηγική θέση του στην περιοχή. Στο στόχαστρο αυτών των αστών πολιτικών βρίσκεται, από τη μια και την άλλη πλευρά της γραμμής αντιπαράθεσης, η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, που σπρώχνονται να στοιχηθούν πίσω από το διαφορετικό «εθνικό» συμφέρον, αφήνοντας στην άκρη το κοινό ταξικό συμφέρον και τη λαμπρή παράδοση της από κοινού οικοδόμησης του σοσιαλισμού στο ενιαίο κράτος της χώρας των Σοβιέτ.

 

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΛΕΥΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ

Στην έκδοση, εκτός από στοιχεία που αφορούν το εθνικό ζήτημα και τη συγκρότηση της ΕΣΣΔ, ο αναγνώστης θα συναντήσει και αρκετές πλευρές για την εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ουκρανία, της επανάστασης και των στρατιωτικών και οικονομικών γεγονότων.

Η περιοχή της Ουκρανίας, ακόμα και πριν την επανάσταση, έπαιζε σημαντικό ρόλο στην πορεία της ταξικής πάλης συνολικά, και γι’ αυτό ο Λένιν στέκεται συχνά και στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος στις περιοχές της Ουκρανίας ως αναπόσπαστου κομματιού του συνολικότερου κινήματος και των ενιαίων Οργανώσεων του Μπολσεβίκικου Κόμματος στο έδαφος της Τσαρικής Αυτοκρατορίας. Επιμένει ιδιαίτερα στα γεγονότα στα μεγάλα προλεταριακά κέντρα της Ουκρανίας: Τις πρωτομαγιάτικες διαδηλώσεις στο Χάρκοβο το 1900, τις εξεγέρσεις των ναυτών στο θωρηκτό «Ποτέμκιν» και στο ναύσταθμο στη Σεβαστούπολη το 1905, την πάλη με οδοφράγματα στην Οδησσό, αλλά και τις αγροτικές εξεγέρσεις του 1902 σε Πολτάβα, Χάρκοβο και Χερσώνα.

Στην παρούσα έκδοση ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κείμενα του Λένιν που αφορούν την πάλη της νεαρής σοβιετικής εξουσίας με το αστικό κοινοβούλιο της Ουκρανίας (Ράντα). Ο Λένιν αναδεικνύει τον αντεπαναστατικό χαρακτήρα των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ουκρανία που, κάτω από το μανδύα της υπεράσπισης της εθνικής αυτοδιάθεσης, συμμαχούσαν με τις διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και με τους «λευκοφρουρίτες» στρατηγούς για το χτύπημα της σοβιετικής εξουσίας, παζαρεύοντας στην πράξη τα εθνικά συμφέροντα του ουκρανικού λαού, που δήθεν υπεράσπιζαν. Τότε, όπως και σήμερα, η εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του Νότου της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε πόλο έλξης τόσο των ντόπιων αστικών στοιχείων όσο και των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Τότε, όπως και σήμερα, το εθνικό ζήτημα χρησιμοποιούνταν για τη διαίρεση και τον αλληλοσπαραγμό των λαών. Στον αντίποδα, όμως, τότε βρισκόταν η σοβιετική εξουσία που μόλις έκανε τα πρώτα βήματά της.

Καθοδηγητικοί άξονες της σοβιετικής πολιτικής στο διάστημα αυτό, όπως αποτυπώνονται στα κείμενα του Λένιν, ήταν η αναγνώριση της αυτοτέλειας της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας, ο καθορισμός των μορφών της ένωσης όλων των Σοβιετικών Δημοκρατιών με την ελεύθερη βούληση των εργατών και των εργαζόμενων αγροτών της Ουκρανίας, το παραμέρισμα όλων των εμποδίων για την ελεύθερη ανάπτυξη της ουκρανικής γλώσσας και του πολιτισμού, με υπομονετική αντιμετώπιση από τους κομμουνιστές των εθνικιστικών τάσεων στους κόλπους του καθυστερημένου τμήματος των μαζών της Ουκρανίας λόγω της μακραίωνης καταπίεσης (δες στην παρούσα έκδοση την Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΡ το 1919 σχετικά με τη σοβιετική εξουσία στην Ουκρανία), αλλά και των μεγαλορωσικών επιβιώσεων στη συνείδηση τμήματος του πληθυσμού της ΣΣ Ρωσικής Ομοσπονδίας. Η πετυχημένη προώθηση αυτής της πολιτικής προϋπέθετε βέβαια τη συντριβή των αντεπαναστατικών δυνάμεων και την καλή οργάνωση της οικονομικής ανοικοδόμησης στις περιοχές της Ουκρανίας που περνούσαν στον έλεγχο της σοβιετικής εξουσίας. Γι’ αυτό και τα στρατιωτικά και οικονομικά ζητήματα αντανακλώνται εκτεταμένα στα κείμενα του Λένιν της περιόδου 1918-1921 που περιλαμβάνονται στη συλλογή.

Ιδιαίτερη ιστορική σημασία έχουν τα αδημοσίευτα μέχρι σήμερα τηλεγραφήματα του Στάλιν προς τον Λένιν την περίοδο Φλεβάρη-Αυγούστου 1920, όταν ο Στάλιν βρισκόταν για μεγάλα διαστήματα στην περιοχή της Ουκρανίας με καθοδηγητική ευθύνη στο επιτελείο του νοτιοδυτικού μετώπου. Τα τηλεγραφήματα αυτά φανερώνουν τα σύνθετα ζητήματα που είχε να αντιμετωπίσει η επαναστατική εξουσία στην περιοχή –στρατιωτικές επιχειρήσεις για τη συντριβή της αντεπανάστασης, αντιπαραθέσεις με την αστική εξουσία της Πολωνίας, καθήκοντα οικονομικής ανοικοδόμησης της ρημαγμένης, από τον παγκόσμιο πόλεμο και την εμφύλια σύγκρουση, Ουκρανίας.

Τα ντοκουμέντα αυτά αποκαλύπτουν τη στενότατη συνεργασία των δύο μπολσεβίκων ηγετών και καταρρίπτουν πλήρως τις ανιστόρητες απόψεις περί αντιπαράθεσης μεταξύ τους. Η εκτενής αλληλογραφία τους (σε σοβιετική συλλογή του 1947 περιλαμβάνονται μόνο για την περίοδο 1918-1920 πάνω από εκατόν σαράντα επιστολές-τηλεγραφήματα-αναφορές που ανταλλάχτηκαν μεταξύ τους) φανερώνει τους κοινούς χειρισμούς τους την κρίσιμη αυτή για τη σοβιετική εξουσία περίοδο, την ταύτιση στην πολιτική τους γραμμή και τη μεγάλη εμπιστοσύνη που έτρεφε ο Λένιν απέναντι στον Στάλιν και τις πολιτικοοργανωτικές του ικανότητες.

Τέλος, στη συλλογή της Σύγχρονης Εποχής περιλαμβάνονται ορισμένες (αδημοσίευτες στα ελληνικά) επιστολές του Στάλιν προς τα μέλη του ΠΓ του ΠΚΚ (Μπ.) Καγκανόβιτς και Μολότοφ το καλοκαίρι του 1932 (σταλμένες από τον τόπο άδειάς του προς τη Μόσχα). Οι επιστολές αυτές δίνουν μια ανάγλυφη εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπιζε την εποχή εκείνη η σοσιαλιστική οικοδόμηση στον τομέα της αγροτικής παραγωγής. Η πλατιά κολεκτιβοποίηση στην ύπαιθρο συναντούσε αντικειμενικά οργανωτικά προβλήματα, αλλά και την ανοιχτή υπονόμευση διάφορων στοιχείων ανάμεσα στα πιο εύπορα στρώματα της αγροτιάς, που ενισχύονταν και από αστικές δυνάμεις στο εξωτερικό της χώρας (π.χ., την Πολωνία, που τον Απρίλη του 1920 είχε καταλάβει μεγάλες περιοχές της Σοβιετικής Ουκρανίας, περιλαμβανομένου του Κιέβου, δρώντας σε συντονισμό με τους «λευκούς» στρατηγούς στο Νότο).

Οι επιστολές φανερώνουν ότι οι δυσκολίες αυτές επιτείνονταν από λανθασμένες μεθόδους στην εφαρμογή της μπολσεβίκικης πολιτικής εκ μέρους της κομματικής και κρατικής ηγεσίας στην Ουκρανία, μέθοδοι που αντικειμενικά έριχναν νερό στο μύλο της αντεπανάστασης. Τα γραφόμενα από τον Στάλιν σχετικά με τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετώπιζε την περίοδο εκείνη η συλλογή σιτηρών στην Ουκρανία και η τροφοδοσία του πληθυσμού, αποκαλύπτουν το πραγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η ηγεσία στο κέντρο της ΕΣΣΔ λάμβανε τις αποφάσεις της, συχνά με αντικρουόμενες και παραπλανητικές εισηγήσεις και αιτήματα εκ μέρους των τοπικών στελεχών. Αποδομούν όμως και τη γνωστή δυτική προπαγάνδα περί δήθεν συνειδητής απόφασης της σοβιετικής εξουσίας να προβεί σε «γενοκτονία» του ουκρανικού λαού μέσω της κολεκτιβοποίησης και των αυξημένων πλάνων συλλογής σιτηρών (ο αποκαλούμενος «μεγάλος λιμός» ή «χολοντομόρ»). Στα κείμενα φανερώνεται η προσπάθεια της σοβιετικής ηγεσίας να ενισχύσει την Ουκρανία με μεγαλύτερα αποθέματα αγροτικών προϊόντων από τις αρχές του καλοκαιριού του 1932.

 

* * *

Τα κείμενα που φιλοξενούνται στην έκδοση –πολλά από τα οποία μεταφράζονται και δημοσιεύονται για πρώτη φορά– θα βοηθήσουν τον αναγνώστη να κατανοήσει βαθύτερα τις μεγάλες απαιτήσεις της ταξικής πάλης που αντιμετώπισε η νέα εργατική εξουσία και το Κόμμα των Μπολσεβίκων μετά από την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση. Εξοπλίζουν επίσης με ντοκουμέντα ενάντια στον πολύμορφο αντικομμουνισμό και αντισοβιετισμό. Πρόκειται έτσι για μια έκδοση που αξίζει να διαβαστεί απ’ όσους αναζητούν την αλήθεια για την πραγματική Ιστορία και δεν αρκούνται στο κυρίαρχο αφήγημα του συστήματος. Να διαβαστεί από εκείνους που κατανοούν ότι η τεκμηριωμένη υπεράσπιση του σοσιαλισμού που οικοδομήθηκε κατά τον 20ό αιώνα, καθώς και τα συμπεράσματα από την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είναι όρος για την ενίσχυση του αγώνα για την αλλαγή της κοινωνίας σήμερα.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Όπως προκύπτει από τα περιεχόμενα του «αρχείου» Στάλιν στο Ρωσικό Κρατικό Αρχείο Κοινωνικοπολιτικής Ιστορίας (РГАСПИ, Ф. 558, Оп. 11, Д. 1194-1195), το 1935 σχεδιάστηκε, με απόφαση της ΚΕ του ΚΚ (Μπ.) Ουκρανίας, η έκδοση στη Σοβιετική Ένωση συλλογής με τον τίτλο Ο Λένιν και ο Στάλιν για την Ουκρανία. Στη λίστα των σχετικών ντοκουμέντων (άρθρων, ομιλιών κλπ.) του Ι. Β. Στάλιν που στάλθηκαν στον ίδιο για εξέταση και επιμέλεια πριν την έκδοση περιλαμβάνονταν σαράντα δύο κείμενα. Ανατέθηκε στον Α. Ι. Στέτσκι (επικεφαλής του Τμήματος Αγκιτάτσιας και Προπαγάνδας της ΚΕ του ΠΚΚ –Αγκιτπρόπ) και σε δύο στελέχη του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν να εξετάσουν και να επαληθεύσουν όλο το παραπάνω υλικό που προτεινόταν για ένταξη στη συλλογή και να κάνουν σχετικές προτάσεις. Στο αρχείο υπάρχει το σχετικό σημείωμα του Στέτ-σκι, που περιλαμβάνει αναλυτικές προτάσεις για το περιεχόμενο της συλλογής, τόσο στη βάση των αρχικών κειμένων που προτείνονταν όσο και επιπλέον κειμένων του συγγραφέα. Στις παραπάνω προτάσεις, που βρίσκονται στο «αρχείο» Στάλιν, περιλαμβάνονται και ντοκουμέντα του Γενικού Γραμματέα του ΠΚΚ (Μπ.) που δεν περιλήφθηκαν μεταγενέστερα στα Άπαντα Στάλιν.
  1. Ι. Β. Στάλιν, «Λόγοι στο 3ο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών», σε αυτήν την έκδοση, σελ. 128.
  2. Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα προς τους εργάτες και αγρότες της Ουκρανίας απ’ αφορμή τις νίκες ενάντια στον Ντενίκιν», σε αυτήν την έκδοση, σελ. 227.
  3. Β. Ι. Λένιν, «Για το εθνικό πρόγραμμα του ΣΔΕΚΡ», Άπαντα, τόμ. 24, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 219.
  4. Β. Ι. Λένιν, «Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα», σε αυτήν τη συλλογή, σελ. 40, και Άπαντα, τόμ. 24, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 127.
  5. Ό.π., σελ. 42, και Άπαντα, ό.π., σελ. 129.
  6. Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με το ζήτημα της εθνικής πολιτικής», Άπαντα, τόμ. 25, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 66.
  7. Ι. Β. Στάλιν, «Τελικός λόγος πάνω στην εισήγηση για τους εθνικούς παράγοντες στην ανοικοδόμηση του Κόμματος και του κράτους», Άπαντα, τόμ. 5, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 301.
  8. Οι λόγοι μεταφοράς της Κριμαίας στη διοικητική σύνθεση της ΣΣΔ της Ουκρανίας, που γίνεται στις 19.2.1954 με απόφαση του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, είναι ζήτημα παραπέρα έρευνας, η οποία θα πρέπει να συνυπολογίσει: α) Κατά πόσο μια τέτοια απόφαση συνέβαλε προωθητικά στην επίλυση του εθνικού ζητήματος με βάση τα μαρξιστικά-λενινιστικά κριτήρια (να σημειωθεί ότι την περίοδο εκείνη οι Ρώσοι αποτελούσαν ήδη το 75% του συνολικού πληθυσμού της Χερσονήσου της Κριμαίας), β) τις ανάγκες που προέκυπταν για την αποτελεσματικότερη διοίκηση της οικονομίας της ΕΣΣΔ, που αναπτυσσόταν με Κεντρικό Σχεδιασμό και ισόμετρα για τις Σοβιετικές Δημοκρατίες (η Κριμαία τότε είχε άμεση οικονομική σύνδεση στο πλαίσιο του Κεντρικού Σχεδιασμού τόσο με την παραγωγική διαδικασία στη ΣΣΔ της Ουκρανίας όσο και με τη ΣΣΔ της Ρωσίας από τα γειτονικά στην περιοχή του Κερτς παράλια), γ) την εξελισσόμενη τότε διαπάλη στην πορεία για το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί λαθροχειρία η αξιοποίηση ενός διοικητικού εδαφικού καταμερισμού στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ και της ενιαίας σοσιαλιστικής οικονομίας στη βάση του Κεντρικού Σχεδιασμού για να αιτιολογηθεί η εκατέρωθεν προπαγάνδα των δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων για την τύχη της Κριμαίας και τη χάραξη των συνόρων στην περιοχή ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη.
  9. Β. Ι. Λένιν, «Κάτω από ξένη σημαία», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 138.