Η παρούσα έκδοση της Σύγχρονης Εποχής περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος του κειμένου/επιστολής1 που απέστειλε το 1965 προς την ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (ΚΚΣΕ) ο Β. Μ. Μολότοφ, ηγετικό στέλεχος του Μπολσεβίκικου Κόμματος.
Ο Β. Μ. Μολότοφ υπήρξε ιστορικό στέλεχος των μπολσεβίκων, με έντονη δράση προεπαναστατικά και με πολύ μεγάλη συμβολή στην προώθηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης από διάφορες στελεχικές θέσεις του Κόμματος και της εργατικής εξουσίας. Από το 1926 ήταν μέλος του ΠΓ του Κόμματος και το διάστημα 1930-1941 Πρόεδρος του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων της ΕΣΣΔ, υπουργός Εξωτερικών της ΕΣΣΔ πριν και μετά από τον πόλεμο. Το 1957 καθαιρέθηκε, όπως και η πλειοψηφία του Προεδρείου της ΚΕ, καθώς πρόβαλε αντιστάσεις στην προώθηση της οπορτουνιστικής στροφής του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1956).
Το κείμενο συνιστά ένα ντοκουμέντο ιστορικής σημασίας σχετικά με τα βασικά ζητήματα που σηματοδότησαν την πολιτική και ιδεολογική οπορτουνιστική στροφή του ΚΚΣΕ στο 20ό Συνέδριό του το 1956. Φαίνεται ότι αποτυπώνει τις αντιλήψεις πάνω στα ζητήματα αυτά όχι μόνο του συγγραφέα του, αλλά ευρύτερα των στελεχών της ηγεσίας του ΚΚΣΕ που απομακρύνθηκαν από την ΚΕ του Κόμματος τον Ιούνη του 1957 με την κατηγορία της συγκρότησης «αντικομματικής ομάδας».
Η έκδοση της επιστολής του Μολότοφ από τη Σύγχρονη Εποχή εντάσσεται στην προσπάθεια του ΚΚΕ «να συνεχιστεί η ερευνητική προσπάθεια για τη μελέτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, ιδιαίτερα σχετικά µε το εποικοδόμημα, την οργάνωση και τη λειτουργία του κράτους της εργατικής εξουσίας, τη συσχέτιση µε τις εξελίξεις στην οικονομία»2.
Πρόκειται για ένα ντοκουμέντο που, όπως θα διαπιστώσει και ο αναγνώστης, πραγματεύεται θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα διαχρονικής σημασίας, που αποτέλεσαν τον πυρήνα της διαπάλης στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος μέχρι την κορύφωση με τις αντεπαναστατικές ανατροπές την περίοδο 1989-1991.
Ο αναγνώστης, διαβάζοντας τις σελίδες της παρούσας έκδοσης, θα μπορέσει να αντιληφθεί τη διαπάλη που αναπτύχθηκε για τις λαθεμένες αντιλήψεις περί «παλλαϊκού κράτους», «ειρηνικής συνύπαρξης», «ποικιλίας μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό», «παλλαϊκού κόμματος», καθώς και στα ζητήματα των αγοραίων μεταρρυθμίσεων στη βιομηχανία και στην αγροτική παραγωγή. Θα διαπιστώσει τη συνθετότητα και την απαιτητικότητα που είχε η αντιπαράθεση με την οπορτουνιστική παρέκκλιση στα παραπάνω θέματα, την προσπάθεια που έγινε για την αντιμετώπισή της, αλλά και τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις των ίδιων των ηγετικών στελεχών που υπερασπίστηκαν τον επαναστατικό χαρακτήρα του ΚΚΣΕ.
Διαβάζοντας το κείμενο του Μολότοφ, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι επιβεβαιώνονται εκτιμήσεις του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και τους παράγοντες που οδήγησαν στην ανατροπή του σοσιαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αναδεικνύεται ότι: «H επικράτηση της οπορτουνιστικής στροφής τη δεκαετία του 1950, η σταδιακή απώλεια του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος επιβεβαιώνουν ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν εξαλείφονται οι κίνδυνοι ανάπτυξης παρεκκλίσεων. Πέραν του ιμπεριαλιστικού περίγυρου και της αναμφισβήτητης αρνητικής επίδρασής του, η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν οι εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές. Σε τελευταία ανάλυση, παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία και όσο υπάρχει καπιταλισμός στη Γη, ιδίως σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.»3
Βέβαια, η διερεύνηση παραγόντων που οδήγησαν στην ενίσχυση του οπορτουνιστικού ρεύματος στο ΚΚΣΕ συνεχίζεται και επεκτείνεται στις προηγούμενες δεκαετίες, του 1930 και του 1940. Σε αυτό το πλαίσιο παραγραμματίζονται νέες εκδόσεις της Σύγχρονης Εποχής (π.χ., για την ιστορία των Συνταγμάτων της ΕΣΣΔ).
Η Σύγχρονη Εποχή σκοπεύει επίσης να προχωρήσει στην έκδοση και άλλων κεφαλαίων της επιστολής Μολότοφ (που αφορούσαν τη διαπάλη πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την επίθεση της ομάδας που ηγείται της οπορτουνιστικής στροφής με τα επιχειρήματα περί «προσωπολατρίας») στα πλαίσια της προσπάθειας να συνεχιστεί η μελέτη και η έρευνα της πορείας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΔΙΑΠΑΛΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (1956-1965)
Στο κείμενό του ο Β. Μ. Μολότοφ αντιπαρατίθεται διεξοδικά στις βασικές πλευρές της οπορτουνιστικής αντίληψης και πρακτικής, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στα ντοκουμέντα του 20ού και του 22ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Εξετάζει την αρνητική επίδραση που είχαν οι αποφάσεις της σοβιετικής ηγεσίας μετά από το 1956 στην κατεύθυνση και στους ρυθμούς της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Ο αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι στην αντιπαράθεση που κάνει ο Μολότοφ χρησιμοποιεί συχνά εκτεταμένα αποσπάσματα από τα έργα του Β. Ι. Λένιν και από τα ντοκουμέντα του ΚΚΣΕ. Τα αποσπάσματα αυτά, παρότι μπορεί να φανούν εκ πρώτης όψεως κουραστικά ή κάποιος να τα θεωρήσει ως «σχολαστικισμό», είναι στην ουσία χρήσιμα, γιατί με τον τρόπο που παρατίθενται στο κείμενο στηρίζουν σημαντικά την επιχειρηματολογία του συγγραφέα και βοηθούν τον αναγνώστη να διακρίνει τα πραγματικά κίνητρα και αποτελέσματα της εφαρμοζόμενης οπορτουνιστικής πολιτικής.
Ένα από τα βασικά ζητήματα στο οποίο αντιπαρατίθεται ο Μολότοφ είναι οι αντιλήψεις περί «παλλαϊκού κράτους» και «παλλαϊκού κόμματος», που διατυπώθηκαν στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1961 και ενσωματώθηκαν στο νέο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ που ψηφίστηκε στο Συνέδριο.
Υιοθετήθηκαν λαθεμένες εκτιμήσεις, προσεγγίσεις και θέσεις περί «αναπτυγμένου σοσιαλισμού» και «τέλους της ταξικής πάλης». Στο όνομα των μη «ανταγωνιστικών αντιθέσεων» ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, υιοθετήθηκε ο χαρακτηρισμός του κράτους της ΕΣΣΔ ως «παλλαϊκού κράτους» (κατοχυρώθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση του 1977) και του ΚΚΣΕ ως «παλλαϊκού κόμματος».
Πρόκειται για θέσεις και εκτιμήσεις που συνέβαλαν στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του επαναστατικού εργατικού κράτους, στη χειροτέρευση της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος και του στελεχικού δυναμικού του, στην απώλεια της επαναστατικής επαγρύπνησης, ενώ επισφραγίστηκαν και με τη θέση για το «ανεπίστρεπτο» της σοσιαλιστικής πορείας.
Ο Μολότοφ, στο δεύτερο κεφάλαιο της έκδοσης, επισημαίνει ότι στη νέα προγραμματική επεξεργασία το απολύτως ξεκάθαρο και κατηγορηματικό καθήκον της πλήρους νίκης του κομμουνισμού και της εξάλειψης των τάξεων, που είχε προσδώσει ο Λένιν στο κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου, υποκαθίσταται από το καθήκον της εξάλειψης μόνο των εκμεταλλευτριών τάξεων και όχι γενικά των τάξεων, μετά από την εκπλήρωση του οποίου η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει δήθεν να μετεξελιχτεί σε «παλλαϊκό κράτος». Τονίζεται ότι, ενώ ο Λένιν αναδείκνυε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου είναι κυρίως οργανωτική, διαπαιδαγωγική και ηθική δύναμη, «κατά την εξέταση της θέσης των θεωρητικών και των υποστηρικτών του Προγράμματος του ΚΚΣΕ σχετικά με το ζήτημα της κρατικής δομής της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αυτό που χτυπά στο μάτι πρώτ’ απ’ όλα είναι η επίμονη προσπάθειά τους να φέρουν στο προσκήνιο μόνο τη μια πλευρά της δικτατορίας του προλεταριάτου, τη βίαιη πλευρά, την πλευρά της καταστολής των ανατρεπόμενων εκμεταλλευτριών τάξεων».
Ο συγγραφέας εκτιμά σωστά ότι, αναθεωρώντας τη θεωρία του μαρξισμού για το κράτος ως όργανο ταξικής κυριαρχίας και τα καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου, το νέο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ απομακρυνόταν από τις ταξικές, προλεταριακές θέσεις σε μια συμβιβαστική, σοσιαλδημοκρατική άποψη. Σημειώνει με δηκτικό τρόπο την αντίφαση στο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ ανάμεσα στον ισχυρισμό για την ανάγκη ξεπεράσματος της δικτατορίας του προλεταριάτου και στην υποτιθέμενη επίσης ανάγκη ενίσχυσης και επέκτασης με κάθε δυνατό τρόπο της σοσιαλιστικής αρχής της κατανομής με βάση την εργασία.
Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο αντιπαρατίθενται επίσης οι βασικοί άξονες που έθετε το νέο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ για τη μετάβαση στην πλατιά οικοδόμηση του κομμουνισμού με τους ανάλογους άξονες που είχαν θέσει στα γραπτά τους οι Λένιν και Στάλιν4: Τη σταδιακή μετάβαση σε μια ενιαία κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, την κατεύθυνση κατάργησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και τη σταδιακή μείωση του προσωπικού υλικού συμφέροντος για να εξασφαλιστεί η μετάβαση στην κομμουνιστική αρχή «στον καθέναν ανάλογα με τις ανάγκες του».
Ο Μολότοφ αναδεικνύει το λανθασμένο της διαβεβαίωσης του νέου Προγράμματος για την «πλήρη και οριστική νίκη του σοσιαλισμού», για την εξασφάλιση από κάθε κίνδυνο καπιταλιστικής παλινόρθωσης, είτε λόγω εσωτερικών είτε λόγω εξωτερικών παραγόντων, και τονίζει ότι η νίκη των επαναστατικών δυνάμεων στις Λαϊκές Δημοκρατίες δε συνιστούσε τον επαρκή εκείνο παράγοντα διασφάλισης από τον κίνδυνο παλινόρθωσης που είχε υπόψη του ο Λένιν, όταν αναφερόταν σε μια σειρά από νικηφόρες σοσιαλιστικές επαναστάσεις σε άλλες χώρες.
Ο συγγραφέας σωστά συνδέει την πολεμική του στο λεγόμενο «παλλαϊκό κράτος» με την πολεμική του στο λεγόμενο «παλλαϊκό κόμμα», που με βάση τις θέσεις του νέου Προγράμματος θεωρούνταν ότι μετατράπηκε το ΚΚΣΕ. Με σαφήνεια τίθεται το βασικό συμπέρασμα: «...στο βαθμό που υπάρχουν τάξεις στην κοινωνία μας, ανεξάρτητα από το είδος τους, ανταγωνιστικές ή φιλικές, τόσο και σε τέτοιο βαθμό υπάρχουν και θα υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις και ταξική πάλη ... τόσο και για τόσο καιρό ακόμα όλα τα επιχειρήματα για την κοινωνική, ηθική και ιδεολογική ενότητα της ταξικής κοινωνίας θα παραμένουν αντιεπιστημονικές λεκτικές διαβεβαιώσεις...»
Στο επόμενο κεφάλαιο, ο Μολότοφ αντικρούει τα ιδεολογήματα περί «ειρηνικής συνύπαρξης» και περί της δυνατότητας του λαϊκού κινήματος να αποτρέψει τον πόλεμο δίχως σοσιαλιστική επανάσταση. Οι αντιλήψεις περί της δυνατότητας ύπαρξης «δύο αντίθετων συστημάτων που βασίζονται στην αμοιβαία απόρριψη της χρήσης του πολέμου ως μέσου επίλυσης αμφισβητούμενων διακρατικών ζητημάτων»5 («ειρηνική συνύπαρξη») είχαν ήδη αποτελέσει από τα προηγούμενα χρόνια αντικείμενο διαπάλης (όπως αποτυπώνεται στα υλικά του 19ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και στο έργο του Στάλιν Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ). Μετατράπηκαν σε γραμμή του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος μετά από το 20ό και το 22ο Συνέδρια του ΚΚΣΕ. Η γραμμή αυτή αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις ΗΠΑ και την Αγγλία, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων σε ορισμένα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι, όμως, ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Έτσι, επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του. Υποτιμήθηκε η ενιαία στρατηγική του καπιταλισμού ενάντια στα σοσιαλιστικά κράτη και στο εργατικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες.
Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η σοβιετική εξουσία επιδίωκε σε ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή την όσο το δυνατόν πιο μακρόχρονη διατήρηση της κατάστασης της ασταθούς ειρηνικής «ισορροπίας» με τις χώρες του καπιταλισμού, έχοντας, όμως, τη σαφή επίγνωση ότι, «όσο καιρό θα υπάρχουν, ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός δεν μπορούν να ζήσουν ειρηνικά»6, ότι η ειρηνική συνύπαρξη δεν μπορούσε να διατηρηθεί επ’ αόριστο. Τονίζεται ότι «είναι αδύνατο να είναι κανείς, αν παραμένει στις θέσεις του μαρξισμού-λενινισμού, ταυτόχρονα ενάντια στην ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ εχθρικών τάξεων και υπέρ της συνύπαρξης μεταξύ εχθρικών κρατών».
Παραθέτοντας αποσπάσματα κεντρικών εισηγήσεων από τα πρακτικά του 22ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, όπου υποστηριζόταν ότι δεν έπρεπε δήθεν η αστική τάξη να αντιμετωπίζεται «ως κάτι ενιαίο και ομοιογενές», αλλά να διακρίνονται δύο τάσεις στην πολιτική των ιμπεριαλιστικών κρατών («η μια είναι μαχητικά επιθετική … η άλλη είναι περισσότερο μετριοπαθής και συνετή»), ο Μολότοφ διαπιστώνει ότι η συγκεκριμένη αντίληψη οδηγεί νομοτελειακά στο να αντικρίζει κανείς τις κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών κρατών ως ένα είδος υπερταξικών ή αταξικών οργάνων, που μπορούν δήθεν να αποσπαστούν από τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων και να ασκήσουν μια πολιτική που θα λαμβάνει, έστω και αναγκαστικά, υπόψη της τα ταξικά συμφέροντα των σοσιαλιστικών χωρών.
Σε αντίθεση με τις αυταπάτες περί της δυνατότητας διατήρησης της «ειρηνικής συνύπαρξης» στο διηνεκές δίχως την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, επισημαίνεται ότι η παραπέρα ανάπτυξη των σοσιαλιστικών χωρών και ο συνεπαγόμενος περιορισμός των σφαιρών επενδύσεων, πωλήσεων και πολιτικής επιρροής του κεφαλαίου δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε περαιτέρω όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ σοσιαλισμού και ιμπεριαλισμού. Η βελτίωση του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του σοσιαλισμού δεν οδηγούσε αναπότρεπτα τους ιμπεριαλιστές σε μια αποδοχή της «ειρηνικής συνύπαρξης», όπως διατείνονταν οι θιασώτες αυτής της αντίληψης. Εσφαλμένα συνέδεαν τα παραπάνω και με την επίσης λαθεμένη υπερεκτίμηση των δυνάμεων του σοσιαλισμού και υποτίμηση των δυνάμεων του καπιταλισμού.
Στενά συνδεδεμένη με την αντίληψη περί «ειρηνικής συνύπαρξης» ήταν η θέση του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ για «ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό», που η αντίκρουσή της αποτελεί το αντικείμενο του τέταρτου κεφαλαίου της έκδοσης. Υποστηρίχτηκε η δυνατότητα κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό, στρατηγική που προϋπήρχε σε ορισμένα ΚΚ στην Ευρώπη και επικράτησε στα περισσότερα ΚΚ. H θέση αυτή αποτελούσε ουσιαστικά αναθεώρηση των συμπερασμάτων από την επαναστατική σοβιετική εμπειρία και συνιστούσε μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική.7
Αυτή η στρατηγική ήταν καθοριστική ώστε μια σειρά Κομμουνιστικά Κόμματα να οδηγηθούν σε μια πολιτική συμμαχιών με τμήματα της αστικής τάξης, σε συμμετοχή σε κυβερνήσεις αστικής διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία, στην ενίσχυση του οπορτουνιστικού ρεύματος του «ευρωκομμουνισμού» και στον τελικό εκφυλισμό και τη διάλυση ισχυρών ΚΚ (Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία κλπ.).
Ο Μολότοφ αποκαλύπτει καταρχάς τη λαθροχειρία ότι οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν δέχονταν τη δυνατότητα μιας ειρηνικής μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, επισημαίνοντας τις πολύ συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες είχαν διατυπωθεί οι θέσεις αυτές των κλασικών, καθώς και το δεδομένο ότι η Ιστορία δεν είχε δώσει τέτοια παραδείγματα ειρηνικής μετάβασης.
Ο συγγραφέας ανατρέπει μια-μια τις «προϋποθέσεις» για την επιτυχία της «ειρηνικής επανάστασης» που έθετε το νέο Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ: Υποστήριξη από την πλειοψηφία του λαού, κατάκτηση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, μαζική πάλη για την ειρήνη, ενάντια στα μονοπώλια και για βαθιές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Αναδεικνύει τη διάσταση αυτών των αντιλήψεων από τις λενινιστικές θέσεις, που έθεταν ως αναγκαιότητα τη συμπάθεια και την υποστήριξη της πλειοψηφίας του λαού για τη διατήρηση, την υπεράσπιση και την εδραίωση της εργατικής εξουσίας και όχι για την ίδια την ανατροπή της αστικής τάξης. Η σκόπιμη σύγχυση αυτού του ζητήματος από τους υποστηρικτές του τότε νέου Προγράμματος του ΚΚΣΕ ουσιαστικά καθιστούσε την επανάσταση μια στιγμιαία πράξη και οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι «μόνο όταν οι κομμουνιστές θα υποστηρίζονται από την πλειοψηφία του πληθυσμού μιας δεδομένης χώρας, δηλαδή μόνο όταν θα έχουν σχεδόν το 100% της εμπιστοσύνης στη νίκη της επανάστασης, μόνο τότε θα μπορούν να “ρισκάρουν” την επανάσταση».
Στη συνέχεια του κεφαλαίου, ο Μολότοφ εστιάζει στον οπορτουνιστικό χαρακτήρα των αντιλήψεων περί «δημοκρατικής πάλης ενάντια στην παντοδυναμία των μονοπωλίων» μέσω βαθιών, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τονίζει ότι παρόμοια συνθήματα και θέσεις μπορούσαν να κερδίσουν την υποστήριξη μέχρι και τμημάτων της μεσαίας αστικής τάξης, «που ονειρεύονται να περιορίσουν την παντοδυναμία των μεγάλων μονοπωλίων για να μην παρεμβαίνουν στο δικό τους κέρδος». Αποκαλύπτει ότι μεταρρυθμίσεις όπως οι εθνικοποιήσεις ή ο έλεγχος του κοινοβουλίου, των συνδικάτων και άλλων αντιπροσωπευτικών οργάνων πάνω στις εθνικοποιημένες επιχειρήσεις και σε όλη τη δραστηριότητα του αστικού κράτους δε συνιστούσαν άνοιγμα δρόμου προς το σοσιαλισμό.
Αντιπαρατίθεται επίσης διεξοδικά στις θέσεις του Προγράμματος του ΚΚΣΕ «για την ενότητα όλων των δημοκρατικών δυνάμεων», την «ενότητα όλων των κομμάτων της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από ιδεολογικές διαφορές που χωρίζουν αυτά τα κόμματα». Οι θέσεις αυτές παράκαμπταν το ζήτημα στη βάση ποιας στρατηγικής –επαναστατικής ή ρεφορμιστικής– κατανοούνταν μια τέτοια ενότητα και οδηγούσαν πρακτικά στην πλήρη εγκατάλειψη «της πεμπτουσίας του μαρξισμού-λενινισμού, της διδασκαλίας για τη δικτατορία του προλεταριάτου». Επισημαίνεται τέλος η αντίφαση ότι, ενώ το Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ βροντοφώναζε προς πάσα κατεύθυνση για την ισχυροποίηση του επαναστατικού κινήματος, την όξυνση της ταξικής πάλης και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, την ωρίμανση των προϋποθέσεων σε παγκόσμιο επίπεδο για τη σοσιαλιστική επανάσταση, την ίδια στιγμή κατεύθυνε «όλη την οργανωμένη δύναμη και το μαχητικό πνεύμα του σύγχρονου επαναστατικού κινήματος όχι προς την πορεία του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, αλλά προς το δρόμο του ρεφορμισμού».
Το πρώτο μέρος του πέμπτου κεφαλαίου της έκδοσης αφορά τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν στους κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής λίγο πριν, αλλά κυρίως μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνονταν στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ, για τα προβλήματα που ανέκυπταν στην οικονομία χρησιμοποιήθηκαν ως λύσεις τρόποι και μέσα που ανήκαν στο παρελθόν. Με την προώθηση της «αγοραίας» πολιτικής, αντί να ενισχύονται η κοινωνική ιδιοκτησία και ο Κεντρικός Σχεδιασμός, η ομογενοποίηση της εργατικής τάξης (με διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας), η εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας, ο εργατικός έλεγχος από κάτω προς τα πάνω, άρχισε να δυναμώνει η αντίστροφη τάση.8
Ο Μολότοφ επισημαίνει καταρχάς ότι η «νέα» μορφή διεύθυνσης της βιομηχανικής παραγωγής (1957), με την κατάργηση των κλαδικών υπουργείων και το πέρασμα των αρμοδιοτήτων τους στα κατά τόπους Συμβούλια Λαϊκής Οικονομίας (Σοβναρχόζ), οδηγούσε αναπόφευκτα στην αποσύνδεση των επιχειρήσεων του ίδιου βιομηχανικού κλάδου, στην υπονόμευση της ανάπτυξης της τεχνικής στον κάθε βιομηχανικό κλάδο στο σύνολό του και στην πρόταξη των συμφερόντων σε τοπικό επίπεδο σε βάρος του παγκρατικού συμφέροντος. Με βάση τα εμπειρικά στοιχεία που παραθέτει, αποδεικνύει ότι η περίοδος μετάβασης στις νέες οργανωτικές μορφές διεύθυνσης της βιομηχανίας (1958-1963) «σημαδεύτηκε από αισθητή επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας μας».
Παραθέτοντας σχετικά συγκριτικά στοιχεία για μια σειρά βασικούς κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο στόχος που είχε θέσει το Πρόγραμμα του ΚΚΣΕ –μέχρι το 1970 να έχει καλυφτεί η διαφορά με οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα στην κατά κεφαλήν βιομηχανική παραγωγή– δεν μπορούσε να εκπληρωθεί. Όχι γιατί ο στόχος αυτός ήταν γενικά ανέφικτος, αλλά γιατί οι μέχρι τότε ρυθμοί βιομηχανικής ανάπτυξης, που η διατήρησή τους θα επέτρεπε την επίτευξη του στόχου, είχαν επιβραδυνθεί σημαντικά εξαιτίας των νέων μορφών διεύθυνσης. Οι μορφές αυτές αποδείχτηκαν στην πράξη χειρότερο σύστημα διεύθυνσης της παραγωγής και οδήγησαν στην παραβίαση της κλαδικής εξειδίκευσης των επιχειρήσεων και του Κεντρικού Σχεδιασμού, που αποτελούσαν την κύρια προϋπόθεση για τη συνεχή και ραγδαία ανάπτυξη της παραγωγής.
Στη βάση της παραπάνω ανάλυσης του συστήματος διεύθυνσης της βιομηχανικής παραγωγής, ο Μολότοφ καταλήγει στο θεμελιακό συμπέρασμα ότι: «Ένα σοσιαλιστικό κράτος, αν θέλει να παραμείνει σοσιαλιστικό με τη μαρξιστική-λενινιστική έννοια του όρου, δεν μπορεί να εγκαταλείψει ή να αποδυναμώσει τις αρχές του σοσιαλιστικού σχεδιασμού. Δεν μπορεί να μη σχεδιάζει και να μη ρυθμίζει δείκτες της δουλειάς της βιομηχανίας, όπως ο όγκος και τα είδη των παραγόμενων εμπορευμάτων, καθώς και την τιμή τους.» Οι αντικειμενικές ανεπάρκειες, «που είναι οργανικά παρούσες στην ίδια τη φύση του υπάρχοντος συστήματος σχεδιασμού και διεύθυνσης», δεν μπορούσαν να επιλυθούν με το να τεθεί στην πρώτη γραμμή η αρχή του προσωπικού υλικού συμφέροντος και με τη μεταφορά στις μεμονωμένες επιχειρήσεις και στους διευθυντές τους εκτεταμένων οικονομικών εξουσιών και αυτονομίας.
Ο Μολότοφ, παρά την ορθότητα της πολεμικής του ενάντια στους υποστηρικτές των κατευθύνσεων του 20ού Συνεδρίου, δεν ξεπερνά την αδυναμία προσέγγισης της εργατικής δύναμης με μορφές εμπορευματικής λογικής όταν αναφέρεται στη διαφοροποίηση μισθών.
Το ΚΚΕ, με τις αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου, ανέδειξε ότι βασικό κριτήριο για την κατανομή του μη δωρεάν διανεμόμενου κοινωνικού προϊόντος στο σοσιαλισμό είναι ο χρόνος εργασίας, συνδυασμένο, όμως, παράλληλα με στόχους όπως: Εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, διευκόλυνση της άσκησης εργατικού ελέγχου στη διοίκηση-διεύθυνση. Σημαντικό στοιχείο είναι η αποτελεσματικότητα της κολεκτίβας στην παραγωγική μονάδα ή κοινωνική υπηρεσία, που εξαρτάται από το αποτέλεσμα διαφορετικών ειδικών εργασιών.
Η μισθολογική πολιτική δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο στη δικτατορία του προλεταριάτου για να αυξηθεί η «ποσότητα και ποιότητα» της εργασίας, καθώς και για να διασφαλιστεί η επαρκής προσφορά, ιδιαίτερα εξειδικευμένης εργασίας (σωματική και πνευματική). H σοσιαλιστική εξουσία προσανατολίζεται στην επίλυση των μισθολογικών διαφορών, εξασφαλίζοντας την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών για όλους τους εργαζόμενους και προγραμματίζοντας τη διαμόρφωση των γενικών υλικών όρων, αλλά και ατομικών προϋποθέσεων, από τις οποίες εξαρτάται η απόδοση της εργασίας. Ταυτόχρονα, καλλιεργεί την κομμουνιστική συνείδηση στην εργασία.
Στο δεύτερο μέρος του πέμπτου κεφαλαίου, ο συγγραφέας ασκεί αναλυτική κριτική στις μεταρρυθμίσεις που είχαν εφαρμοστεί στη σφαίρα της αγροτικής παραγωγής, πρώτα και κύρια στην πολιτική της ραγδαίας επέκτασης των καλλιεργειών στις λεγόμενες «παρθένες και χέρσες γαίες». Επισημαίνει ότι το διάστημα 1955-1957 τα στελέχη που διαφωνούσαν και χαρακτηρίστηκαν από τον Χρουστσόφ ως «αντικομματική ομάδα» δεν αντιτάχτηκαν από άποψη αρχής στην ανάπτυξη των παρθένων και χέρσων εδαφών, αλλά στις μεθόδους και στους ρυθμούς ανάπτυξής τους, στην επιλογή μιας εκτατικής και όχι εντατικής πολιτικής για την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής. Παρουσιάζονται στοιχεία για τη σταδιακή πτώση της αποδοτικότητας των καλλιεργειών σε περιοχές πλατιάς ανάπτυξης των παρθένων και χέρσων εδαφών (π.χ., Καζακστάν), λόγω της χαμηλής ποιότητας αυτών των εκτάσεων, της «αδικαιολόγητα μεγάλης αύξησης της καλλιεργήσιμης γης» και της αδυναμίας του κράτους να παράσχει σε αναγκαία ποσότητα τα εφόδια (χημικά λιπάσματα, τρακτέρ κλπ.) για τον εμπλουτισμό τους και το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό. Τονίζεται επιπλέον, με την παράθεση σχετικών στοιχείων, η συνεχιζόμενη υστέρηση της ΕΣΣΔ σε σχέση με τις ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού, τόσο ως προς τους απόλυτους αριθμούς όσο και ως προς τους ρυθμούς εκμηχάνισης της αγροτικής παραγωγής.
Ο Μολότοφ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να είχε ακολουθηθεί μια πορεία εντατικής ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής, όπου τα κονδύλια που είχαν διοχετευτεί στην εκτατική ανάπτυξη των καλλιεργειών θα είχαν προσανατολιστεί στην αύξηση της παραγωγής χημικών λιπασμάτων και αγροτικών μηχανημάτων. Τονίζει ακόμη ότι ήταν λανθασμένη η διάλυση των Μηχανοτρακτερικών Σταθμών (ΜΤΣ) το 1958 και η πώληση του βασικού αγροτικού εξοπλισμού στα κολχόζ. Υπενθυμίζει τη σχετική προειδοποίηση που είχε απευθύνει ο Στάλιν το 19529, ασκώντας κριτική σε αντίστοιχες προτάσεις, ότι η πώληση των αγροτικών μηχανημάτων στα κολ- χόζ θα υπονόμευσε τα θεμέλια της αγροτικής παραγωγής επειδή τα κολχόζ «δε θα μπορούν να ακολουθούν συνέχεια την ίδια συνεχή και αυξανόμενη πρόοδο στην αγροτική τεχνολογία, δε θα έχουν τη δύναμη και τα μέσα να εκσυγχρονίζουν συνεχώς αυτήν την τεχνολογία». Προτείνει, συμπερασματικά, την αποκατάσταση του συστήματος των ΜΤΣ, την κατάργηση των δαπανών των κολχόζ για αγορά, λειτουργία και επισκευή του βασικού αγροτικού εξοπλισμού.
Όπως σημειώνεται στην Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η ηγεσία του ΚΚΣΕ, παρά τις αδυναμίες στην αντίληψη των καταναλωτικών προϊόντων ως εμπορεύματα, σωστά εκτιμούσε ότι η συνεταιριστική ιδιοκτησία (κολχόζ) και η κυκλοφορία προϊόντων ατομικής κατανάλωσης με τη μορφή εμπορευμάτων είχαν αρχίσει να γίνονται τροχοπέδη στην ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γιατί παρεμπόδιζαν την πλήρη ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού σε όλη την έκταση της παραγωγής-κατανομής. Έδινε τις διαφορές μεταξύ των δυο συνεργαζόμενων τάξεων, της εργατικής και της κολχόζνικης αγροτικής, αλλά και την αναγκαιότητα εξάλειψής τους με τη σχεδιασμένη εξάλειψη της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή και τη μετατροπή των κολχόζ σε κοινωνική ιδιοκτησία10.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο ερώτημα γιατί έγινε δυνατό να επικρατήσει στο ΚΚΣΕ η οπορτουνιστική στροφή του 20ού Συνεδρίου, που ενισχύθηκε στο 22ο Συνέδριο, έχουν τα στοιχεία που παραθέτει ο Β. Μ, Μολότοφ στο πρώτο κεφάλαιο. Ο συγγραφέας εξετάζει το ζήτημα πώς κατάφερε η μερίδα εκείνη που αποτελούσε μέχρι τον Ιούνη του 1957 τη μειοψηφία στο Προεδρείο της ΚΕ να πάρει τα ηνία του Κόμματος και να πραγματοποιήσει «μια απότομη στροφή στη γενική πορεία του Κόμματός μας, μακριά από το λενινισμό». Επισημαίνει συγκεκριμένους παράγοντες και, δίνοντας αναλυτικά στοιχεία για τις ραγδαίες αλλαγές στη σύνθεση της ΚΕ και των ενδιάμεσων κομματικών οργάνων μεταξύ 1956 και 1961, τονίζει ότι σχεδόν το 70% των αντιπροσώπων του 22ου Συνεδρίου ήταν άνθρωποι που είχαν μόνο «στρατιωτική και μεταπολεμική κομματική εμπειρία11, δηλαδή άνθρωποι χωρίς επαρκή μαρξιστική-λενινιστική θεωρητική ακαδημαϊκή μόρφωση και χωρίς πείρα από το σχολείο του αγώνα ενάντια σε διάφορα αντικομματικά, αντιπολιτευτικά στοιχεία και κατευθύνσεις» και ότι στο Συνέδριο αυτό, για πρώτη φορά στην ιστορία του ΚΚΣΕ, «η μια πλευρά στερήθηκε το δικαίωμα υπεράσπισης» των θέσεών της.
Για το ζήτημα αυτό γίνεται εκτενής αναφορά και στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ, όπου επισημαίνεται ότι η νέα φάση μετά από το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το ΚΚΣΕ ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο, με μεγάλες απώλειες σε έμπειρα, ταξικά ατσαλωμένα στελέχη του, με θεωρητικές αδυναμίες στην απάντηση νέων προβλημάτων που έμπαιναν σε φάση όξυνσης. Βρέθηκε ευάλωτο στη διαπάλη που αντανακλούσε τις υπάρχουσες κοινωνικές διαφορές. Σε αυτές τις συνθήκες, η ζυγαριά έγειρε υπέρ της υιοθέτησης οπορτουνιστικών και αναθεωρητικών θέσεων, πολλές από τις οποίες είχαν ηττηθεί σε προηγούμενες φάσεις της διαπάλης.
H υιοθέτηση αναθεωρητικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων από την ηγεσία του ΚΚΣΕ και άλλων ΚΚ εξουσίας τελικά μετέτρεψε αυτά τα κόμματα σε φορείς που ηγήθηκαν της αντεπανάστασης στη δεκαετία του 1980.
Στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1952) επισημαίνονται η υποτίμηση και άλλα σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξη της ιδεολογικής δουλειάς του Κόμματος. Τα επίσημα στοιχεία καταγράφουν μεταβολές στον αριθμό και στη σύνθεση των μελών του ΚΚ. Στο 18ο Συνέδριο (Μάρτης του 1939), το ΚΚ (Μπ.) αριθμούσε 1.588.852 τακτικά και 888.814 δόκιμα μέλη. Στη διάρκεια του B΄ Παγκόσμιου Πολέμου, τα τακτικά μέλη ξεπερνούσαν τα 3.615.000 και τα δόκιμα τα 5.319.000. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το ΚΚ έχασε 3.000.000 μέλη. Στο 19ο Συνέδριο το 1952, το ΚΚΣΕ αριθμούσε 6.013.259 τακτικά και 868.886 δόκιμα μέλη.
H οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) και η μετέπειτα σταδιακή απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του Κόμματος, ενός κόμματος εξουσίας που ταυτόχρονα βρισκόταν στο στόχαστρο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, δυσκόλευε την αφύπνιση και συγκρότηση των συνεπών κομμουνιστών.
Ωστόσο, πρέπει να επισημάνουμε ότι η συγκεκριμένη αιχμηρή κριτική του Μολότοφ γίνεται εκ των υστέρων, αφού έχει εδραιωθεί η οπορτουνιστική στροφή στο ΚΚΣΕ και δεν επεκτείνεται αυτοκριτικά σε λάθη και αδυναμίες προηγούμενων δεκαετιών (όπως, για παράδειγμα, η εξασθένηση της λειτουργίας των Σοβιέτ με τις συνταγματικές αλλαγές στη δεκαετία του 1930), που συνέβαλλαν αντικειμενικά στη νίκη του οπορτουνιστικού ρεύματος.
Συμπερασματικά, η επιστολή του Μολότοφ αποτελεί σημαντικό αρχειακό υλικό, που η μελέτη της συμβάλει στην κατανόηση και διερεύνηση της εσωκομματικής διαπάλης στο ΚΚΣΕ στις κρίσιμες δεκαετίες του 1950-1960.
Αναδεικνύει τη σημασία να κατακτά το Κομμουνιστικό Κόμμα έγκαιρα και συλλογικά τη θεωρητική δυναμική που απαιτείται για να συνεχίζει να παίζει το ρόλο του ως επαναστατική πρωτοπορία. Η έλλειψη αυτή της συλλογικής δυναμικής, ιδιαίτερα στη δεκαετία του 1950, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πορεία του οπορτουνιστικού εκφυλισμού του ΚΚΣΕ, που άνοιξε το δρόμο για την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Στοιχείο για τη διασφάλιση αυτής της θεωρητικής και πολιτικής ετοιμότητας είναι και η δημιουργική κριτική εξέταση της θετικής και της αρνητικής πείρας κάθε Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το ΚΚΕ συνεχίζει να συμβάλλει σταθερά σε αυτήν την προσπάθεια κριτικής διερεύνησης της ιστορικής πείρας, που ξεκίνησε τολμηρά στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του 1990, μετά από τις ανατροπές. Συμβάλλει να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για μια νέα νικηφόρα προσπάθεια επαναστατικής ανατροπής και σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 21ο αιώνα. Μια νέα πιο ώριμη πορεία περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, που δε θα επαναλάβει τα λάθη και τις αδυναμίες της πρώτης ηρωικής προσπάθειας στον 20ό αιώνα.
Η νέα έκδοση που κρατά στα χέρια του ο αναγνώστης έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά εκδόσεων της Σύγχρονης Εποχής που φωτίζουν αυτήν την ελπιδοφόρα προοπτική.
Οκτώβρης 2024
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ