Βιβλιοπαρουσίαση: Φώντας Λάδης «Τα τραγούδια του νόμου και της τάξης»


της Ελένης Μηλιαρονικολάκη

Τα τραγούδια του νόμου και της τάξης τιτλοφορείται η ποιητική συλλογή του Φώντα Λάδη που παρουσιάζουμε σήμερα. Από τον τίτλο υποθέτει κανείς ότι το βιβλίο αποτελεί μια καταγγελία της καταστολής και της βίας που χρησιμοποιεί η αστική εξουσία για να επιβάλλει τη διαιώνισή της. Όμως θα αδικούσαμε κατάφωρα τον Φώντα Λάδη, αν τον θεωρούσαμε τόσο προβλέψιμο. Όχι μόνο γιατί –ως συγγραφέας μεταξύ άλλων και αστυνομικών έργων– δε θα μπορούσε ποτέ να αποκαλύψει από την αρχή τον ένοχο, αλλά προπαντός γιατί ως γνήσιος δημιουργός ξέρει ότι το παιχνίδι κατέχει αξιοπρόσεκτη θέση στο οπλοστάσιο της Τέχνης.

Έτσι, ο τίτλος της συλλογής μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα, σαν αραβική γραφή, κάπως έτσι: Τα τραγούδια των νόμων της διαλεκτικής –των νομοτελειών της κοινωνικής εξέλιξης– και της τάξης που θα πραγματοποιήσει το άλμα της, της εργατικής τάξης. Αυτό θα λέγαμε πως είναι το νήμα που συνδέει φαινομενικά αταίριαστα μεταξύ τους ποιήματα, γραμμένα σε διαφορετικές περιστάσεις και διαφορετικούς χρόνους, με διαφορετική τεχνοτροπία και για διαφορετικές χρήσεις, όλα όμως για έναν κοινό σκοπό: Nα διαλύσουν αυταπάτες, να αποκαλύψουν την πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας και να δείξουν τη δύναμή μας να απαλλαγούμε από αυτήν.

Άλλωστε, σε μια τέτοιου χαρακτήρα ατμόσφαιρα μας εισάγει και το πρώτο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «Ένας άνθρωπος», που ο Λάδης το έγραψε σε ηλικία 20 χρονών κι εξακολουθεί μέχρι σήμερα να εκφράζει την κοσμοθεωρία του. Το ποίημα που –όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας– άρεσε τόσο στον Μίκη Θεοδωράκη ώστε να τον βάζει να το απαγγέλλει ενδιάμεσα στις συναυλίες του, μας μιλάει για το μεγαλείο του ανθρώπου. Μα όχι του ανθρώπου με μια γενική και νεφελώδη ανθρωπιστική έννοια, αλλά του ανθρώπου της δουλειάς, αυτού που δημιουργεί κάθε ομορφιά στο σύμπαν και πάνω απ’ όλα το «σπρώχνει δυο σπιθαμές πιο πέρα».

Δεν είναι εύκολο να αντισταθεί κανείς στον πειρασμό μιας ιδιαίτερης αναφοράς στο δεύτερο ποίημα της συλλογής, ένα θαυμαστό δείγμα διαλεκτικής σύλληψης της πραγματικότητας, αλλά και της ποιητικής στόφας του Φώντα Λάδη, που φανερώθηκε από την αρχή της σταδιοδρομίας του στην πολιτική ποίηση. Τιτλοφορείται «Είμαι γιος του απόλυτου» και δε θα αυθαιρετούσαμε αν λέγαμε πως αναφέρεται στην επαναστατική πρωτοπορία των καταπιεσμένων. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα ποίημα αφιερωμένο στο Κομμουνιστικό Κόμμα, παρότι τότε που το έγραψε ο Λάδης το Κόμμα ήταν παράνομο και τις πολιτικές γνώσεις και εμπειρίες του τις αντλούσε από το κίνημα των Λαμπράκηδων και την ΕΔΑ. Το ποίημα μιλά για την αιώνια κίνηση και αλλαγή της πραγματικότητας μέσα από την πάλη των αντιθέτων, ως το σύμμαχο του επαναστατικού υποκειμένου στην ατέρμονη και χωρίς εφησυχασμό διεκδίκηση της γενικής ευτυχίας.

«Είμαι γιός του απόλυτου,/που απαρνιέται την πόλη του/την καινούργια, μόλις τη φωτογράφισαν/οι μαστόροι, που τ’ αλφάδια τους άφησαν», είναι η τελευταία αποκαλυπτική στροφή του ποιήματος.

Στον πρόλογο του βιβλίου ο συγγραφέας μάς προκαλεί να απαντήσουμε σε δύο ερωτήματα. Το πρώτο ερώτημα αφορά την ύπαρξη ή μη διαφοράς ανάμεσα σ’ ένα ποίημα που κάποια στιγμή μπορεί να μελοποιηθεί, και στους στίχους που έχουν γραφτεί ειδικά για να γίνουν τραγούδι. Υποστηρίζουμε πως δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά. Η στιχουργία αποτελεί ένα είδος της ποίησης, μια υποκατηγορία της. Άλλωστε η στιχουργική είναι βασικό στοιχείο της ποίησης, με ομοιοκατάληκτο ή «ελεύθερο» στίχο. Επομένως το πραγματικό ερώτημα είναι πώς μπορούμε να διακρίνουμε αν οι στίχοι ενός συγκεκριμένου στιχουργού είναι ποίηση ή όχι. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, δεν έχουμε παρά να εξετάσουμε τους στίχους των τραγουδιών του Φώντα Λάδη. Όχι μόνο αυτών που περιέχονται στη συγκεκριμένη συλλογή, αλλά και όσων αγαπήσαμε κι εξακολουθούμε να τραγουδάμε τόσα χρόνια, την «Τσιμινιέρα», το «Δέντρο», το «Η μέρα κείνη δε θ’ αργήσει», τον ξακουστό «Φασισμό»… Είναι τόσα πολλά. Ποιο είναι όμως το κοινό τους στοιχείο; Ακολουθούν όλα τις συμβάσεις του ποιητικού λόγου. Έχουν μουσικότητα, εικόνες, φαντασία, συναίσθημα και τη δύναμη να εκφράζουν με γλώσσα απέριττη και πυκνή ακόμη και τα πιο βαθιά νοήματα. Με αυτό το κριτήριο δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Φώντας Λάδης, ακόμη και όταν γράφει στίχους προορισμένους αποκλειστικά για να γίνουν τραγούδια, είναι ποιητής.

Το δεύτερο ερώτημα που μας θέτει αφορά τη διαφορά του πολιτικού τραγουδιού από τα άλλα είδη του και ιδιαίτερα από το κοινωνικό τραγούδι. Προσπαθώντας να το απαντήσουμε, θα λέγαμε πως ως πολιτικό τραγούδι δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι άλλο πέρα από αυτό που εκφράζει την ουσία της πολιτικής, την πάλη δηλαδή για την εξουσία. Επομένως πολιτικό τραγούδι είναι αυτό που δε μένει στο επίπεδο της διαμαρτυρίας, ούτε αρκείται σε μια πρόχειρη συνθηματολογία, αλλά εντοπίζει τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις αιτίες που τις δημιουργούν. Είναι το τραγούδι που αντανακλά τη μεγάλη πάλη των τάξεων και το ίδιο γίνεται όπλο συνειδητό στην πάλη αυτή.

Tα χωρισμένα σε ενότητες τριάντα ποιήματα της συλλογής, που διατρέχουν μια περίοδο από το 1963 ως σήμερα, αποτελούν το τεκμήριο ότι ο Φώντας Λάδης, στα 60 χρόνια πολιτικής ποιητικής δημιουργίας του, δεν παραιτήθηκε ποτέ από την προσπάθεια να μας βοηθήσει να μη χάσουμε τα ταξικά γυαλιά μας. Γι’ αυτόν το σκοπό αξιοποιεί όλα τα όπλα της ποιητικής του φαρέτρας.

Κάποιες φορές επιστρατεύει τη σάτιρα και το παιχνιδιάρικο ύφος, όπως στα ποιήματα «Οι κροκόδειλοι» και «Η εξουσία» από την ενότητα των 6 διδακτικών –όπως τα αποκαλεί– τραγουδιών, που έδωσε τον τίτλο της στη συλλογή. Σ’ αυτά τα μπρεχτικού τύπου τραγούδια δεν μπορεί παρά να θαυμάσει κανείς την απλότητα με την οποία μας μυεί σε δύσκολες έννοιες, όπως το χρηματιστικό κεφάλαιο και η εξουσία του, το κράτος, η Βουλή και οι νόμοι της, έτσι που να μπορεί να τις καταλαβαίνει κάθε εργάτης, κάθε λαϊκός άνθρωπος, που δεν έχει ποτέ του διαβάσει Λένιν και Μαρξ. Ταυτόχρονα όμως δε δίνει έτοιμες τις λύσεις στο πιάτο. Δεν πέφτει στο σφάλμα των προκατασκευασμένων σχημάτων, αυτό που αποκαλούμε συχνά: Να σου δίνει τη διέξοδο. Σε υποχρεώνει να εργαστείς, να αναρωτηθείς, να σκεφτείς, να θέσεις σε κρίση τις μέχρι τώρα επιλογές σου, καθοδηγώντας σε όμως για να βρεις τη σωστή απάντηση.

«Είν’ η εξουσία κάτι σαν τ’ αγέρι/που κλωθογυρίζει σαν κακό στοιχειό./Όλοι τη γνωρίζουν μα κανείς δεν ξέρει/τίνος είναι δούλος τέτοιο αφεντικό!» Έτσι αινιγματικά τελειώνει το ποίημα «Η εξουσία». Και μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως κανένας, αφού διαβάσει τους προηγούμενους στίχους, δε θα βρεθεί να απαντήσει ότι η εξουσία είναι δούλος των ψηφοφόρων της «ευ νομούμενης δημοκρατίας» μας. Το πιθανότερο, ειδικά μετά την τραγωδία-έγκλημα των Τεμπών, είναι να πει πως η εξουσία είναι δούλος του χρήματος και του κέρδους. Από εκεί κι έπειτα λίγος είναι ο δρόμος για να καταλάβει ότι, αν θέλουμε να απαλλαγούμε από την ηγεμονία των κροκοδείλων, θα πρέπει να καταργήσουμε το κέρδος. Το απλό, που είναι δύσκολο να γίνει, όπως παρατηρούσε ο Μπρεχτ μιλώντας για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Άλλες φορές πάλι, ο λυρισμός γίνεται το όπλο του Λάδη για να θυμίσει στο προλεταριάτο την αποστολή του, όπως στα διεθνιστικά ποιήματά του που περιλαμβάνονται στην έκδοση και έχουν μελοποιηθεί κύρια από τον Μικρούτσικο. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το ποίημά του για τη Χιλή. Ένα ποίημα που, αν και γράφτηκε μετά την ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε και το ανελέητο πογκρόμ κατά του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, διαποτίζεται από την επαναστατική αισιοδοξία: Στης Χιλής τα μεταλλεία που στενάζουν/οι εργάτες τον χαλκό στον ήλιο βγάζουν/και για τ’ Αύριο κρυφά απ’ τον επιστάτη,/ξαναθάβουν το καλύτερο κομμάτι.

Όχι τυχαία, η ενότητα με τα διεθνιστικά ποιήματα και ένα ποίημα για τον Άρη Βελουχιώτη, που έχει τίτλο «Μπαλάντες της λευτεριάς», ξεκινά με μια μπαλάντα αφιερωμένη στη Σοσιαλιστική Οκτωβριανή Επανάσταση, που έδωσε την ώθηση στην ανάπτυξη των κομμουνιστικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων όπου Γης. Και παρότι σήμερα την βλέπει κρυμμένη στους λειμώνες, αποσταμένη πια από τη μοναξιά της, αφού τα περισσότερα από τα κινήματα αυτά ηττήθηκαν, δεν παύει να θεωρεί αυτό το πισωπάτημα προσωρινό μες στο φιδίσιο χρόνο της Ιστορίας. Και αυτό γιατί η Οκτωβριανή Επανάσταση, όπως γράφει, έκοψε στη μέση τους αιώνες. Για να το πω πεζά, γιατί χώρισε μια για πάντα την Ιστορία στα εκμεταλλευτικά και τα μη εκμεταλλευτικά κοινωνικά συστήματα στις μέρες που πέρασαν και θα ξανάρθουν.

Φυσικά, μέσα στα πολιτικά τραγούδια του Λάδη δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι κομμουνιστές. Το ομώνυμο ποίημα ξαφνιάζει γιατί είναι γραμμένο σε χρόνο παρατατικό, σα να αφορά μια δράση αλλοτινή, που πια έχει ξεχαστεί ή ξεπεραστεί. Στην τελευταία στροφή, χωρίς μεγαλοστομίες, προβάλλει αναπάντεχα η πεποίθησή του πως καμία δύναμη δε θα μπορέσει να σταματήσει την πορεία των κομμουνιστών στην καινούργια κοίτη τους να φτάσουν. Όσο δύσβατος κι αν είναι ο δρόμος τους, πάντα ξεπροβάλλουν εκείνοι που θα τον συνεχίσουν.

Όπως έγινε μέχρι τώρα φανερό, πιστεύω, τα πολιτικά τραγούδια του Λάδη δεν αποτελούν έκφραση μόνο βαθιού συναισθήματος, αλλά και προϊόν θεωρητικής γνώσης και μελέτης του διαλεκτικού-ιστορικού υλισμού, όπως και ζητημάτων στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος. Να θυμίσω στους παλιότερους και να γνωρίσω στους νεότερους ότι, ανάμεσα στα δοκιμιακά έργα που έχει γράψει κι εξακολουθεί να γράφει, το 1980, αξιοποιώντας την πείρα από τη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, είχε εκδώσει μια μελέτη του με τον τίτλο Τι είναι και πού πηγαίνει ο ευρωκομμουνισμός;. Ένα βιβλίο που είχε αποτελέσει οδηγό εκείνα τα χρόνια για την αντιπαράθεσή μας στον αναθεωρητισμό. Αν και η μελέτη αυτή ακολουθούσε αναπόφευκτα το πνεύμα των επεξεργασιών για τη στρατηγική του Κόμματός μας εκείνης της περιόδου, με την πρόβλεψη αντιιμπεριαλιστικού-αντιμονοπωλιακού σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό και την επακόλουθη προβληματική τοποθέτησή του απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, περιείχε επισημάνσεις που διατηρούν και σήμερα την επικαιρότητά τους. Υπογραμμίζω ενδεικτικά την έμφαση του βιβλίου στις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης, τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης με την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος σ’ αυτές τις διαδικασίες, ή την αναφορά στην ταξική φύση του σοσιαλιστικού κράτους και τη συνεπαγόμενη αναγκαιότητα της κατασταλτικής λειτουργίας του, όπως και τα θέματα της σχέσης του κράτους με την οικονομική και πολιτική εξουσία, τη σύμφυση του κράτους με τους μονοπωλιακούς ομίλους.

Σε μια συνέντευξη που είχε δώσει ο Λάδης το 1983 στο Ριζοσπάστη για τον Μάνο Λοΐζο, του οποίου το φέρετρο είχε συνοδεύσει, ένα χρόνο πριν, από τη Μόσχα στην Αθήνα, αναφερόμενος στην πολιτιστική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ είχε μιλήσει για την εκστρατεία της να ενσωματώσει με χρήμα, επιδοτήσεις και γαλαντόμα δημόσια προβολή τούς προοδευτικούς καλλιτέχνες και να συγχρωτίσει σκόπιμα το έργο τους με κάθε είδους πολιτιστικά υποπροϊόντα, να επιβάλει μια εκεχειρία ανάμεσα στους δύο αντίθετους πολιτισμούς του Λένιν, τον πολιτισμό της αστικής τάξης και τον πολιτισμό του λαού, τον πολιτισμό που εκφράζει τα λαϊκά συμφέροντα.

Σήμερα, όπως ξέρετε αγαπητέ μας φίλε Φώντα, τα πράγματα εξελίσσονται ακόμα χειρότερα. Τα κρατικά ιδρύματα, τα πανεπιστήμια, τα μουσεία σύγχρονης τέχνης, σε σύμπνοια και σύμφυση με τα πολιτιστικά ιδρύματα των επιχειρηματικών ομίλων και δη των εφοπλιστών, έχουν βαλθεί όχι απλά να αναμίξουν, αλλά να ξεδοντιάσουν την προοδευτική και ριζοσπαστική τέχνη, να την εντάξουν οργανικά μέσα στον αστικό πολιτισμό, αφαιρώντας της τα αγκάθια, κάθε ανατρεπτικό περιεχόμενο. Ποιος δε θυμάται το Ίδρυμα του ομίλου Ωνάση, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, ντυμένη από πάνω μέχρι κάτω με το σύνθημα «Σιγά μη φοβηθώ» τις μέρες της δίκης της Χρυσής Αυγής; Σήμερα δυναμώνει λοιπόν η ανάγκη να αναπτυχθεί μια πολιτιστική αντεπίθεση, στην οποία ήδη πρωτοστατεί το Κόμμα μας με διάφορες δραστηριότητες, ξεκινώντας από τα Φεστιβάλ της ΚΝΕ και τις μεγάλες συναυλίες και πολιτιστικές εκδηλώσεις και φτάνοντας μέχρι τα επιστημονικά συνέδρια για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη. Όχι για να ηγεμονεύσει η προοδευτική τέχνη, γιατί γνωρίζουμε πως αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στον καπιταλισμό –η τάξη που κυριαρχεί στο υλικό πεδίο κυριαρχεί και στο πνευματικό, όπως παρατηρούσε ο Μαρξ– αλλά για να συνταχτεί στον αγώνα μας για να προετοιμάσουμε μια επαναστατική πρωτοπορία, ικανή, στις μέρες που είναι βέβαιο πως θα έρθουν, να εκπληρώσει την αποστολή της. Σ’ αυτόν τον αγώνα σάς χρειαζόμαστε ακόμη πιο κοντά μας. Γιατί, όπως εσείς το γράψατε σ’ ένα ποίημα της συλλογής, η σοσιαλιστική επανάσταση άλλαξε για πάντα την ψυχή σας.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Φώντα Λάδη Τα τραγούδια του νόμου και της τάξης από τη Σύγχρονη Εποχή, στις 27 Μάρτη 2023.