Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1991
Tον περασμένο Νοέμβριο συμπληρώθηκαν ενενήντα χρόνια από την επανάσταση του 1918 στη Γερμανία, ενώ φέτος τον Ιανουάριο συμπληρώνονται ενενήντα χρόνια από τη δολοφονία των ηγετών της, Κ. Λίμπκνεχτ και Ρ. Λούξεμπουργκ. Η γερμανική επανάσταση έδωσε σημαντικά διδάγματα για το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια αμέσως μετά τη συντριβή της. Τα διδάγματα που αποκάλυψαν τον προδοτικό ρόλο του οπορτουνισμού σε επαναστατικές συνθήκες, συμπύκνωσαν συμπεράσματα για τη στρατηγική των ΚΚ, διδάγματα που όμως δεν αφομοιώθηκαν κι έτσι σε μια πορεία τις επόμενες δεκαετίες νοθεύτηκαν, ξεχάστηκαν, δέχτηκαν την οπορτουνιστική λήθη. Σήμερα είναι απόλυτα επίκαιρα σε συνθήκες όξυνσης των αντιθέσεων του καπιταλισμού, εκδήλωσης οικονομικής κρίσης του, ιδιαίτερα σε συνθήκες που επιφυλάσσονται απότομες στροφές στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Ταυτόχρονα όμως ενισχύεται και η τάση μικροαστικών δυνάμεων για γρήγορες και άμεσες λύσεις σωτηρίας των προνομίων τους. Ετσι αντικειμενικά αυξάνει το έδαφος για την άνοδο της επιρροής του οπορτουνισμού και της αύξησης της οπορτουνιστικής πίεσης στις κομμουνιστικές δυνάμεις για προσαρμογή και ενσωμάτωση στις λύσεις σωτηρίας του καπιταλιστικού συστήματος. Η γνώση της αιματοβαμμένης ιστορίας της επανάστασης στη Γερμανία αποτελεί πολύτιμη παρακαταθήκη για τους κομμουνιστές και τους συνειδητούς εργάτες.
Ο συγγραφέας του βιβλίου που παρουσιάζουμε, Βόλφγκανγκ Ρούγκε, υπήρξε δραστήριος κομμουνιστής από τα νεανικά του χρόνια. Κυνηγημένος από τους Ναζί, κατέφυγε στην ΕΣΣΔ, πήρε μέρος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και σπούδασε Ιστορία στη Μόσχα και στο Σβερντλόφ. Μετά την επιστροφή του από την ΕΣΣΔ στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (ΓΛΔ), το 1956, εργάστηκε στο Κεντρικό Ινστιτούτο Ιστορίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΓΛΔ. Εγραψε πολλά βιβλία πολιτικής και διπλωματικής Ιστορίας, μεταξύ των οποίων και πανεπιστημιακά βιβλία.
Στο βιβλίο που παρουσιάζουμε είναι αποτυπωμένο το ταξικό επιστημονικό κριτήριο και η επιστημονική - συστηματική παράθεση γεγονότων, τεκμηρίων και αποδείξεων.
Το βιβλίο διαρθρώνεται στα εξής κεφάλαια:
- Η απεργία του Γενάρη 1918. Πρώτος απόηχος του ρώσικου Οκτώβρη και πρόδρομος του Γερμανικού Νοέμβρη.
- Η φλόγα του Κίελου και ο επαναστατικός χείμαρρος.
- Το «Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων» μια αντεπαναστατική κυβέρνηση της επανάστασης.
- Ο αγώνας δρόμου της επανάστασης και της αντεπανάστασης.
- Η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
- Οι αγώνες του Γενάρη 1919 στο Βερολίνο.
- Οι αγώνες της άνοιξης και η Δημοκρατία των Συμβουλίων του Μονάχου.
- Ο απολογισμός της Επανάστασης.
Στις σελίδες που ακολουθούν θα επιχειρήσουμε την παρουσίαση μιας σειράς στοιχείων που εμπεριέχονται στο βιβλίο και δίνουν ανάγλυφα την πορεία των γεγονότων και το ρόλο των δυνάμεων που πρωταγωνίστησαν. Για την κατανόηση των γεγονότων έχει σημασία να τα δούμε από τη σκοπιά της στρατηγικής της εργατικής τάξης, από το αν υπήρχαν οι όροι για να νικήσει η επανάσταση, δηλαδή από το αν η πολιτική της πρωτοπορία, το ΚΚ είχε επεξεργασμένη στρατηγική για την κατάκτηση της εξουσίας. Η ύπαρξη ενός ικανού και ολόπλευρα ισχυρού ΚΚ, όπως επίσης και η συντριβή του οπορτουνισμού, είναι απαράλειπτοι όροι για τη νίκη της επανάστασης. Παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα από το κεφάλαιο των συμπερασμάτων του συγγραφέα, τα οποία βοηθούν στην κατανόηση.
Στον «απολογισμό της επανάστασης» βασικό συμπέρασμα του συγγραφέα είναι πως: «η Επανάσταση του Νοέμβρη επιβεβαίωσε ότι στο ζήτημα της εξουσίας, στο βασικό ερώτημα κάθε επανάστασης δεν μπορούν να υπάρξουν ημίμετρα και συμβιβασμοί. Για την εξασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων των εργαζομένων, είναι αναγκαίο να αποδυναμωθεί εντελώς ο ιμπεριαλισμός, οικονομικά και πολιτικά, και να εγκαθιδρυθεί προλεταριακή κρατική εξουσία […]. Ιδιαίτερα ανασταλτικό για την εξέλιξη της επανάστασης αποδείχτηκε το ότι η πλειοψηφία εκείνων των εργατών που αηδιασμένοι και οργισμένοι γύρισαν τις πλάτες στη δεξιά σοσιαλδημοκρατία, προσχώρησαν στο ΑΣΚΓ και πέρασαν κάτω από την επιρροή κεντριστών ηγετών που στα λόγια διαχώριζαν τη θέση τους από τον οπορτουνισμό, στην πραγματικότητα, όμως, με τον κραυγαλέο ριζοσπαστισμό έκρυβαν και κάλυπταν την πολιτική των Εμπερτ - Σάιντεμαν»1.
Ο Ρούγκε επίσης παραθέτει στα συμπεράσματα το εξής απόσπασμα από το έργο του Λένιν «Κράτος και Επανάσταση»: «Η διδασκαλία για την ταξική πάλη που την εφάρμοσε ο Μαρξ στο ζήτημα του κράτους και της σοσιαλιστικής επανάστασης, οδηγεί αναγκαστικά στην αναγνώριση της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, της δικτατορίας του, δηλαδή της εξουσίας, που δεν τη μοιράζεται με κανένα και που στηρίζεται άμεσα στην ένοπλη δύναμη των μαζών. Η ανατροπή της αστικής τάξης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη μετατροπή του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, ικανή να καταπνίξει την αναπόφευχτη απεγνωσμένη αντίσταση της αστικής τάξης και να οργανώσει όλες τις εργαζόμενες και εκμεταλλευόμενες μάζες για το νέο τρόπο οργάνωσης της οικονομίας […]. Αν όμως στο προλεταριάτο χρειάζεται το κράτος σαν ιδιαίτερη οργάνωση βίας ενάντια στην αστική τάξη, τότε από δω βγαίνει μόνο του το συμπέρασμα: είναι μήπως νοητή η δημιουργία μια τέτοιας οργάνωσης χωρίς την προκαταρκτική καταστροφή, χωρίς τη συντριβή της κρατικής μηχανής που δημιούργησε για τον εαυτό της η αστική τάξη; […] Ολες οι προηγούμενες επαναστάσεις τελειοποιούσαν τον κρατικό μηχανισμό, τώρα πρέπει να τον τσακίσουμε, να τον καταστρέψουμε. Αυτό το συμπέρασμα είναι το κύριο, το βασικό στη θεωρία του Μαρξισμού για το κράτος»2.
Η προδοτική σοσιαλδημοκρατία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας, στήριξε την αυτοκρατορική κυβέρνηση στον ιμπεριαλιστικό Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Αυτή η στάση του με την κήρυξη του πολέμου παρέλυσε τους χιλιάδες εργάτες. Μια πρώτη ώθηση στην ανάταση του εργατικού κινήματος έδωσε, το 1914, το τολμηρό «όχι» του Καρλ Λίμπκνεχτ κατά τη διάρκεια της ψήφισης των πολεμικών πιστώσεων, στο Ράιχσταγκ. Στη συνέχεια συγκροτήθηκε η ομάδα «Διεθνής», όπου συσπειρώθηκαν οι Καρλ Λίμπκνεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Φραντς Μέρινγκ, Κλάρα Τσέτκιν, Χέρμαν και Κέτε Ντούνκερ, Βίλχεμ Πικ κ.ά. Σε μια από τις πρώτες προκηρύξεις της έγραφε: «…Ο κύριος εχθρός κάθε λαού βρίσκεται στην ίδια του τη χώρα! Ο κύριος εχθρός του γερμανικού λαού βρίσκεται στην ίδια τη Γερμανία: είναι ο γερμανικός ιμπεριαλισμός, το γερμανικό κόμμα Πολέμου, η μυστική γερμανική διπλωματία. Αυτόν τον εχθρό, μέσα στην ίδια του τη χώρα πρέπει να καταπολεμήσει ο γερμανικός λαός…»3. Στη συνέχεια η ομάδα αυτή πήρε το όνομα «Σπαρτακιστές» από το έντυπο που εξέδιδε με τίτλο «Spartakusbriefe» («Γράμματα του Σπάρτακου»).
Μετά το Φεβρουάριο του 1917 συγκροτήθηκε το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (ΑΣΚΓ), ένα κόμμα κεντριστικό, ως κόμμα της «αριστερής» σοσιαλδημοκρατίας, με ηγέτες τον Καρλ Κάουτσκι, τον Χούγκο Χάαζε κ.ά. Οι «Σπαρτακιστές» προσχώρησαν σε αυτό το κόμμα με την ελπίδα, κάτω από την πίεση των μαζών, να το σπρώξουν προς τα αριστερά. Ετσι δεν έγινε κατορθωτός ο πλήρης διαχωρισμός των περισσότερο συνεπών επαναστατικών δυνάμεων από τον οπορτουνισμό, γεγονός που δυσκόλεψε τον προσανατολισμό της εργατικής τάξης και έπαιξε καταστροφικό ρόλο στην πορεία της επανάστασης.
Το Νοέμβριο του 1917 πραγματοποιήθηκε η νικηφόρα Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Εδωσε το παράδειγμα του νικηφόρου δρόμου για τους προλετάριους όλων των χωρών. Σε αντίθεση με αυτό το δρόμο οι ηγέτες του ΑΣΚΓ δεν έριχναν το σύνθημα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, στην πάλη για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Αρνιόνταν τις γενικές νομοτέλειες της προλεταριακής επανάστασης και θεωρούσαν τη σωστή επαναστατική στρατηγική του Λένιν ως «πραξικοπηματισμό» και «τρομοκρατία» που δήθεν ανταποκρίνονταν μόνο στις συνθήκες της «καθυστερημένης Ρωσίας», ενώ ήταν εντελώς ακατάλληλη για τη Γερμανία.
Η επανάσταση στη Ρωσία, οι πρώτες αποφάσεις της, η συγκρότηση των σοβιέτ, το παράδειγμα της μοναδικής εξουσίας που έκανε πράξη την ειρήνη, είχαν καθοριστική επίδραση στους εργάτες όλων των εμπόλεμων κρατών και στη Γερμανία. Στις 15 Δεκεμβρίου 1917 πραγματοποιήθηκε συναδέλφωση Γερμανών και Ρώσων φαντάρων του Ανατολικού Μετώπου. Στις 28 Ιανουαρίου 1918 ξέσπασε στη Γερμανία πολύ μεγάλη απεργία, όπου πήραν μέρος 400.000 εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας, ενώ στις 30 Ιανουαρίου οι απεργοί έφτασαν το 1.000.000 σε νευραλγικούς τομείς όπως τα ναυπηγεία, η εξόρυξη κάρβουνου κ.ά. Οι απεργοί δέχτηκαν την ένοπλη επίθεση του γερμανικού κράτους και αμύνθηκαν ηρωικά.
Ηδη από αυτή την απεργία δεν εκδηλώθηκαν μόνο ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των εργατών, αλλά και μεγάλες αδυναμίες, με κύρια την έλλειψη επαναστατικού κόμματος με καθαρά επαναστατική στρατηγική και οργανωτική αυτοτέλεια και ικανότητα καθοδήγησης των επαναστατημένων εργατών.
Ετσι, όταν συγκλήθηκε από τους Συμβούλους της Επανάστασης (αντιπρόσωποι των εργατών) το Εργατικό Συμβούλιο του Μεγάλου Βερολίνου, στην προσπάθειά του να απλώσει την επιρροή του σε όλη τη χώρα και για την καλύτερη οργάνωση της απεργίας, εξέλεξε επί κεφαλής του ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (ΣΚΓ) και του ΑΣΚΓ. Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας Φρίντριχ Εμπερτ, αρχηγός του ΣΚΓ, Φίλιπ Σάιντεμαν, αρχηγός των συνδικάτων και Οτο Μπράουν κέρδισαν αποφασιστική επιρροή στην καθοδήγηση της απεργίας.
Επτά χρόνια αργότερα ο Εμπερτ δήλωνε μπροστά σ’ ένα αστικό δικαστήριο: «Συμμετείχα στην ηγεσία της απεργίας με τη συγκεκριμένη πρόθεση να τελειώσει το γρηγορότερο η απεργία και να αποφευχθεί έτσι η ζημιά για τη χώρα μας». Και ο Σάιντεμαν συμπλήρωσε: «Αν δεν μπαίναμε στην απεργιακή επιτροπή, ίσως να μην μπορούσε σήμερα να συνέλθει αυτό το δικαστήριο και ο πόλεμος, καθώς και όλα τα άλλα, να είχαν λήξει ήδη από το Γενάρη»4.
Χαρακτηριστικό για τη διορατικότητα, την εμπειρία της αστικής τάξης και την ικανότητά της να ελίσσεται χωρίς να χάνει το στρατηγικό στόχο διατήρησης της εξουσίας της είναι οι παρακάτω τοποθετήσεις Γερμανών κεφαλαιοκρατών: Η ομολογία του μεγαλοβιομήχανου Ρόμπερτ Μπος πως για να αποφευχθεί μια καταστροφή -πιο απλά για να εμποδιστεί η επανάσταση- είναι απαραίτητο να ανοιχτούν βαλβίδες ασφαλείας. Ο ισχυρισμός του ίδιου ότι για να σβήσεις το σπίτι σου, που καίγεται, θα χρησιμοποιήσεις και βρομόνερα. Ο στρατηγός Λούντεντορφ απαιτούσε να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση που να στηρίζεται στην πλειοψηφία των υπαρκτών κομμάτων και επομένως να παρουσιαστεί σαν κυβέρνηση του λαού. Ο πρίγκιπας Μαξ Φον Μπάντεν είχε πει:
«Οποιος κλείσει την ειρήνη, εκείνος θα κυβερνήσει μετά. Αν αυτοί είναι οι εργάτες, τότε αυτοί θα καθορίζουν μετά τον πόλεμο ολόκληρη την εσωτερική πολιτική. Αν, από την άλλη, φέρει η μοναρχία την ειρήνη, τότε αυτή θα αναστηθεί μέσα σε καινούρια ...λάμψη».
Λίγους μήνες μετά, στις 3 Οκτωβρίου 1918, ο Μαξ Φον Μπάντεν ανακηρύχτηκε πρωθυπουργός και στην κυβέρνησή του εκπροσωπήθηκε το ΣΚΓ, με τους Φίλιπ Σάιντεμαν και Γκούσταφ Μπάουερ. Το προεδρείο του ΣΚΓ διακήρυξε: Δεν εγκαταλείπουμε την πατρίδα μας στην τύχη της την ώρα του κινδύνου!
Στις 7 Οκτωβρίου, μετά από παράνομη παγγερμανική συνδιάσκεψη της ομάδας του Σπάρτακου, προειδοποιούσε πως: «Το πρώτο σκίρτημα της επανάστασης […] βρίσκει την αντεπανάσταση στο πόστο της». Ο Σπάρτακος διαπίστωνε την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης, καλούσε τους εργάτες σε αγώνα κατά το παράδειγμα των εργατών της Ρωσίας και προχωρούσε και σε άλλες σωστές διαπιστώσεις. Ομως δεν προχωρούσε στο διαχωρισμό του από το ΑΣΚΓ.
Ο Λένιν, που παρακολουθούσε τις εξελίξεις, επεσήμανε: «Το μεγάλο ατύχημα για την Ευρώπη είναι ότι δεν υπάρχει ένα επαναστατικό κόμμα. Υπάρχουν κόμματα προδοτών τύπου Σάιντεμαν… ή λακέδων τύπου Κάουτσκι. Δεν υπάρχει κόμμα επαναστατικό»5.
Ο στόλος ετοιμαζόταν για νέα επίθεση εναντίον της Αγγλίας, αιματοχυσία και με ουσιαστικό σκοπό να ανέβει το σοβινιστικό αντεπαναστατικό κλίμα στο εσωτερικό. Οι ναύτες του Κίελου, πάρα το γεγονός ότι έφεραν τη στρατιωτική στολή, όσον αφορά την ταξική τους θέση στην πλειοψηφία τους ήταν εργάτες που είχαν επιστρατευτεί. Οι ναύτες εξεγέρθηκαν, τα πλοία ύψωσαν την κόκκινη σημαία του προλεταριάτου. Η εξέγερση με τη βοήθεια πεζοναυτών και αντιτορπιλικών καταπνίγηκε και 1.000 ναύτες φυλακίστηκαν. Τις αμέσως επόμενες μέρες οι ναύτες εξεγέρθηκαν πάλι με αίτημα την αποφυλάκιση των συντρόφων τους, μαζί τους ενώθηκαν και οι εργάτες του Κίελου, καθώς και στρατεύματα που στάλθηκαν για να καταπνίξουν την εξέγερση. Τα αιτήματα που έμπαιναν είχαν περιορισμένους στόχους, όμως οι εξεγερμένοι κάλεσαν στον αγώνα και τους εργάτες άλλων πόλεων. Ετσι, στον ένα χρόνο από την επανάσταση στη Ρωσία, η κόκκινη σημαία κυμάτιζε σε πολλές πόλεις της Γερμανίας.
Η κεντρική κυβέρνηση έστειλε στο Κίελο το σοσιαλδημοκράτη Νόσκε με σκοπό να καταπνίξει την εξέγερση. Οι επαναστατημένες μάζες, γεμάτες αυταπάτες για το ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας, τον θεωρούσαν ικανό ηγέτη και του έδειξαν εμπιστοσύνη. Ο ίδιος, έχοντας σωστά διαγνώσει την κατάσταση, έγραφε στα απομνημονεύματά του: «Αν εκείνη την εποχή έπαιρνα και μετέφερα την κόκκινη σημαία της εξέγερσης, τότε από το Κίελο θα απλώνονταν σ’ όλη τη Γερμανία ένα κύμα που τις διαστάσεις του δεν μπορεί να υπολογίσει κανείς σήμερα»6.
Ο Νόσκε, όταν έφτασε στο Κίελο, αναγόρευσε τον εαυτό του κυβερνήτη και οι ναύτες τον εμπιστεύθηκαν. Διαβεβαίωνε τους εξεγερμένους πως ήθελε να δουλέψει μαζί τους για την παραπέρα ανάπτυξη του κινήματος. Ομως την ίδια στιγμή βρισκόταν σε κρυφή συνεννόηση με τους ναυάρχους και τους στρατηγούς και προστάτευε τους φορείς της αστικής εξουσίας από τη λαϊκή οργή. Επαιζε τον αντιφατικό ρόλο να είναι εξουσιοδοτημένος του οργάνου πάλης της επανάστασης και ταυτόχρονα εκπρόσωπος της παλιάς εξουσίας στην πόλη που τέθηκε επικεφαλής. Ο καγκελάριος του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξ, γεμάτος θαυμασμό χαρακτήρισε την προσπάθεια του Νόσκε ως «υπεράνθρωπη». Το ίδιο έγινε και σε άλλες πόλεις. Στο Μόναχο ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, με σκοπό: «Να προστατεύσει το κράτος από μια δικτατορία τύπου μπολσεβίκων»7.
Η επανάσταση πλησίαζε και στο Βερολίνο, το Εκτελεστικό Συμβούλιο των Συμβούλων της Επανάστασης, κάτω από την πίεση του Σπάρτακου, αποφάσισε να κηρύξει για την 9η Νοεμβρίου γενική απεργία και ένοπλη εξέγερση, η οποία και πραγματοποιήθηκε. Στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες, χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση καταλήφθηκαν το παλάτι, η διοίκηση της χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια.
Αστικοί κύκλοι επιδίωκαν την παραίτηση του Κάιζερ, ώστε να μην την επιβάλει τελικά ο λαός. Βλέποντας αυτή την κατάσταση, ο Εμπερτ απειλούσε με παραίτηση από την κυβέρνηση και προειδοποιούσε - συμβούλευε τους αστούς: «Αν δεν φύγει ο αυτοκράτορας […] τότε η κοινωνική επανάσταση είναι αναπόφευχτη. Εγώ βέβαια δεν τη θέλω, τη μισώ σαν την αμαρτία»8.
Ετσι ο καγκελάριος πρίγκιπας Μαξ ανακοίνωσε την παραίτηση του Κάιζερ πριν ακόμα πραγματοποιηθεί. Επίσης ο ίδιος ο Μαξ διόρισε ως καγκελάριο το Σοσιαλδημοκράτη Εμπερτ. Ο Μαξ στα απομνημονεύματά του έγραφε: «Σκέφτηκα, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει, δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως μπορούμε να την πνίξουμε»9.
Και σε αυτό το ρόλο ο Εμπερτ και η δεξιά και αριστερή σοσιαλδημοκρατία πέτυχε την κατάπνιξη της επανάστασης. Ο Εμπερτ αναζητούσε τη δυνατότητα διατήρησης του μοναρχικού συντάγματος κι εγκατέλειψε αυτή τη σκέψη μόνο αφού ο Σάιντεμαν ανακήρυξε την αστική δημοκρατία. Ταυτόχρονα ο Κ. Λίμπκνεχτ από το μπαλκόνι του κατειλημμένου παλατιού κάλεσε τις μάζες να ορκιστούν στην Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γερμανίας και στην παγκόσμια επανάσταση.
Η ιδέα των συμβουλίων είχε εμπνεύσει τους εργάτες. Ετσι η αστική αντεπαναστατική κυβέρνηση που σχηματίστηκε από το ΣΚΓ και το ΑΣΚΓ, μεταμφιέστηκε σε επαναστατική και ονομάστηκε «Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων».
Το ΣΚΓ είχε οργανωμένες δυνάμεις και πειθαρχημένο μηχανισμό, το ΑΣΚΓ ήταν μικρότερο αριθμητικά και λιγότερο οργανωμένο, ενώ ο «Σπάρτακος», παρά την αποδοχή των συνθημάτων του από τις εργατικές μάζες, δεν είχε οργανώσεις πειθαρχημένες και επαναστατικά διαπαιδαγωγημένες ούτε είχε αποχωριστεί ακόμα από το ΑΣΚΓ.
Στις 10 Νοεμβρίου, στο τσίρκο «Μπους», αργά το βράδυ πραγματοποιήθηκε η Συνέλευση των βερολινέζικων Συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών. Η συνέλευση υιοθέτησε κάλεσμα που μιλούσε για σοσιαλισμό, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής κ.ά. Ομως δεν έπαιρνε κανένα πρακτικό μέτρο σε αυτή την κατεύθυνση. Μίλησαν οπορτουνιστές και σοσιαλδημοκράτες και ενίσχυσαν τον κούφιο ενθουσιασμό. Οταν ο Κ. Λίμπκνεχτ ανέφερε πως η αντεπανάσταση βρισκόταν σε εξέλιξη και ότι ανάμεσά τους, δέχτηκε αποδοκιμασίες από τους συγκεντρωμένους παρόλο που πολλοί ορκίζονταν στην επανάσταση.
Ελειπε το επαναστατικό οργανωμένο κόμμα που σε τέτοιες συνθήκες, όπως έδειξε η νικηφόρα έκβαση της επανάστασης στη Ρωσία, θα κινητοποιούσε ένοπλα τις πιο πρωτοπόρες και συνειδητές εργατικές μάζες που ήταν έτοιμες να βαδίσουν μέχρι θανάτου, θα τις καθοδηγούσε, θα τις οργάνωσε στην ένοπλη πάλη και έτσι θα γινόταν κατορθωτό να γίνει πράξη η εργατική εξουσία. Και το κυριότερο, αφαίρεσε κάθε δυνατότητα από το παλιό κράτος να επηρεάζει την κατάσταση τσακίζοντας και σμπαραλιάζοντας το μηχανισμό του. Στη Ρωσία, το κόμμα των μπολσεβίκων, έχοντας καθαρές τις νομοτέλειες εξέλιξης της επανάστασης - την τέχνη της επανάστασης, αφαίρεσε κάθε δυνατότητα να επηρεάζει τις μάζες η προσωρινή κυβέρνηση των αριστερών εσέρων και των μενσεβίκων με επικεφαλής τον Κερένσκι.
Το Δεκέμβριο του 1918 πραγματοποιήθηκε αγώνας δρόμου ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση, με την αντεπανάσταση να έχει το προβάδισμα αφού διέθετε μεγάλες εφεδρείες, όπως την ανώτατη στρατιωτική διοίκηση που παρέμεινε ανέπαφη και μάλιστα ήταν σε συνεχή επαφή με τον Εμπερτ και το ΣΚΓ, δίνοντας κατευθύνσεις για την κατάπνιξη της επανάστασης. Παρέμεινε άθικτη η δημοσιοϋπαλληλία του κρατικού μηχανισμού. Οι εφημερίδες και τα τυπογραφεία ήταν στα χέρια της άρχουσας τάξης. Στο στρατόπεδο της επανάστασης, από την άλλη, υπήρχε η συνεχής αλλά ανίσχυρη σε σχέση με τις απαιτήσεις προσπάθεια του «Σπάρτακου» να οργανώσει ένοπλα την εργατική τάξη. Σε αρκετές περιπτώσεις η λαϊκή αυτενέργεια καθαιρούσε στρατιωτικές διοικήσεις, αντιδραστικούς δημοσίους υπαλλήλους, γίνονταν προσπάθειες συγκρότησης ένοπλης λαϊκής πολιτοφυλακής. Μετά τη συγκρότηση του «Συνδέσμου του Σπάρτακου» πολλαπλασιάστηκαν οι προπαγανδιστικές προσπάθειες για την επανάσταση της εργατικής τάξης. Αλλά οι αδυναμίες της ήταν πολλές. Είναι χαρακτηριστικό πως η εφημερίδα του «Σπάρτακου», «Die Rote Fahne» (Η Κόκκινη Σημαία), δεν μπορούσε για μια βδομάδα να εκδοθεί, αφού η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν επέστρεψε στους καπιταλιστές ιδιοκτήτες του το τυπογραφείο που είχε προηγούμενα καταλάβει ο «Σπάρτακος».
Βλέποντας η αντεπανάσταση το λαϊκό αίσθημα και τις διεκδικήσεις για απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, συγκρότησε επιτροπή κοινωνικοποίησης με επικεφαλής τον αποστάτη Κάουτσκι, ο οποίος όμως είχε κύρος ως παλιός συνεργάτης των Μαρξ και Ενγκελς. Η επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν και αστοί ειδικοί - καθηγητές, διακήρυξε πως στόχος της ήταν να βοηθήσει αυτούς που δεν είχαν ιδιοκτησία, χωρίς να βλάψει τους ιδιοκτήτες.
Οι σοσιαλδημοκράτες έβαλαν στο στόχαστρο το «Σπάρτακο», ενώ συστηματικά γίνονταν απόπειρες δολοφονίας του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Στο όνομα της εργατικής τάξης προσπαθούσαν να υποτάξουν τον «Σπάρτακο» στη νομιμοφροσύνη της αντεπαναστατικής κυβέρνησης που είχε ντυθεί το μανδύα της επανάστασης και του σοσιαλισμού.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1918 η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση έστειλε αντεπαναστατικά στρατεύματα στο Βερολίνο.
Την ίδια περίοδο συγκλήθηκε το συνέδριο των Συμβουλίων. Οι αντιπρόσωποι που πήραν μέρος δεν ανταποκρίνονταν στις διαθέσεις της εργατικής τάξης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι έξω από το συνέδριο διαδήλωσαν 250.000 εργάτες. Το συνέδριο, με δεδομένη τη σύνθεσή του, χωρίς δυσκολία αποφάσισε να αναθέσει την εξουσία στην εθνοσυνέλευση που θα έβγαινε από εκλογές. Ετσι υιοθέτησε τη θέση του Εμπερτ πως: «Το νικηφόρο προλεταριάτο δεν επιδιώκει καμιά ταξική κυριαρχία». Οι εκλογές ορίστηκαν για τις 19 Ιανουαρίου 1919.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1918 και με δεδομένη την έκβαση του Συνεδρίου των Συμβουλίων, η αντεπανάσταση ένιωθε αρκετά σίγουρη για την υπεροχή της. Ο στρατηγός Γκρένερ πίεζε το συνεργάτη του Εμπερτ να διατάξει στρατιωτική επέμβαση εναντίον των επαναστατών. Μάλιστα, για να τον πιέσει πιο αποφασιστικά, απειλούσε να αποκαλύψει τη συνεργασία τους. Ετσι στις 24 Δεκεμβρίου, με διαταγή του Εμπερτ, πραγματοποιήθηκε στρατιωτική επέμβαση ενάντια στους επαναστάτες ναύτες που στρατοπέδευαν στο παλάτι. Η ημερομηνία επιλέχτηκε με κριτήριο ότι πολλοί ναύτες μετά από πολύχρονο πόλεμο είχαν τη δυνατότητα να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα με τις οικογένειές τους, έτσι θα ήταν πιο ευάλωτοι. Ο σοσιαλδημοκράτης διοικητής της πόλης (Βελς) έστησε προβοκάτσια, κατηγορώντας τους επαναστάτες ναύτες ότι κατέστρεφαν πολιτιστικούς θησαυρούς. Η επέμβαση όμως προκάλεσε γενικό εργατικό ξεσηκωμό. Εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, αρκετοί απ’ αυτούς οπλισμένοι, περικύκλωσαν τα αντεπαναστατικά στρατεύματα. Ετσι οι εργάτες και οι επαναστατημένοι ναύτες κατάφεραν να νικήσουν, δεν κατάφεραν όμως να αποκαλυφθεί ο ρόλος των Εμπερτ - Σάιντεμαν και συνολικά της σοσιαλδημοκρατίας.
Από 29 Δεκεμβρίου 1918 έως 1 Ιανουαρίου 1919 πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο του «Σπάρτακου» που μετατράπηκε σε ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Καθυστερημένα και με αντιφάσεις οι συνεπείς επαναστατικές δυνάμεις κατάφεραν να διαχωριστούν από το ΑΣΚΓ. Ομως παρά το διαχωρισμό, δεν κατάφεραν να ανυψωθούν στο επίπεδο των επαναστατικών απαιτήσεων κι αυτό φάνηκε στις εξελίξεις των επόμενων ημερών του Ιανουαρίου του 1919.
Στις 4 Ιανουαρίου απολύθηκε από το σοσιαλδημοκράτη Υπουργό Εσωτερικών ο πρόεδρος της αστυνομίας του Βερολίνου που ήταν αγαπητός στους εργάτες. Την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε διαδήλωση 250.000 εργατών στο Βερολίνο, με συμμετοχή και ένοπλων εργατικών τμημάτων. Οι διαδηλωτές απαίτησαν την άμεση παραίτηση της κυβέρνησης Εμπερτ - Σάιντεμαν. Στις 5 Ιανουαρίου συγκροτήθηκε μια 33μελής επαναστατική επιτροπή για την καθοδήγηση του αγώνα. Σε αυτή την επιτροπή συμμετείχαν οι Καρλ Λίμπκνεχτ και Βίλχεμ Πικ από το ΚΚΓ, ενώ οι υπόλοιποι προέρχονταν από το ΑΣΚΓ (το οποίο μετά τα γεγονότα της 24 Δεκεμβρίου είχε αποχωρήσει από την κυβέρνηση Εμπερτ), καθώς και εκπρόσωποι των ναυτών κ.ά. Αυτή η επιτροπή, παρά τα συνθήματα για την παραίτηση της κυβέρνησης Εμπερτ και παρά το γεγονός ότι 500.000 εργάτες σε απεργία είχαν παραλύσει τα πάντα και είχαν καταλάβει τα δημόσια κτίρια, δεν πήρε κανένα πρακτικό μέτρο για την επιτυχία της εξέγερσης, ούτε και μπορούσε να το κάνει, λόγω της σύνθεσής της. Μάλιστα οι οπορτουνιστές του ΑΣΚΓ καλούσαν σε διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση Εμπερτ, την ίδια στιγμή που απαιτούσαν την παραίτησή της.
Την ίδια στιγμή η αντεπανάσταση κινήθηκε. Επικεφαλής της αντεπαναστατικής εκστρατείας - κατάπνιξης των επαναστατημένων εργατών μπήκε ο σοσιαλδημοκράτης Νόσκε, ο οποίος μεταξύ κυβερνητικών στελεχών και στρατιωτικών που έδειχναν απρόθυμοι δήλωσε: «Κάποιος πρέπει να βάψει τα χέρια του με αίμα κι εγώ δεν διστάζω να αναλάβω την ευθύνη»10.
Το ΑΣΚΓ λειτουργούσε σπέρνοντας τη σύγχυση και την αμφιβολία, χωρίς να έχει διάθεση να πάει την υπόθεση μέχρι τέλους. Το ΚΚΓ ήταν πολύ αδύναμο οργανωτικά για να καθοδηγήσει με επιτυχία τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της επανάστασης. Στις 8 Ιανουαρίου τα στρατιωτικά τμήματα, με επικεφαλής το Νόσκε, χτύπησαν τους εργάτες που ήταν ακαθοδήγητοι από ενιαίο επαναστατικό κέντρο. Εκατοντάδες εργάτες σφαγιάστηκαν από τα στρατεύματα του Νόσκε στο Αλεξάντερπλατς και αλλού. Σε αυτές τις συνθήκες, ήττας του επαναστατικού κινήματος, στις 15 Ιανουαρίου 1919, οι Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ συνελήφθηκαν και σύρθηκαν στην έδρα της διοίκησης του τάγματος ιππικού, στο ξενοδοχείο Εντεν. Εκεί βασανίστηκαν φρικτά. Στη συνέχεια, κατά τη μεταφορά τους στις φυλακές, δολοφονήθηκαν από τους συνοδούς τους. Υπεύθυνη για τη δολοφονία τους είναι η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, η οποία και φρόντισε να μην τιμωρηθούν οι δολοφόνοι.
Στις 19 Ιανουαρίου πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές σε συνθήκες στρατιωτικής κυριαρχίας της αντεπανάστασης. Η Εθνοσυνέλευση δε συγκλήθηκε στο Βερολίνο από το φόβο των εργατών της πόλης, αλλά στη Βαϊμάρη. Εκεί πρόεδρος του Ράιχ εκλέχτηκε ο Εμπερτ και ο Σάιντεμαν διορίστηκε πρωθυπουργός. Ετσι προέκυψε η περίφημη για τους οπορτουνιστές Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Μια αντεπαναστατική στην ουσία κυβέρνηση, η οποία πραγματοποίησε μια σειρά αστικούς μετασχηματισμούς, προσαρμογές σε νέες συνθήκες, δυναμώνοντας την αστική εξουσία στη χώρα.