Βιβλιοπαρουσίαση: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ «ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΕΠΟΧΗΣ» ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ


ΚΟΜΕΠ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η «Σύγχρονη Εποχή» είναι σταθερά προσανατολισμένη στην έκδοση τίτλων που συμβάλλουν στην ενίσχυση της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης, που συμβάλλουν στη μόρφωση και τη διαπαιδαγώγηση ιδιαίτερα των νέων εργατών και εργατριών. Εκτός από τη δημοσίευση έργων των Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, σύγχρονου ιδεολογικοπολιτικού και ιστορικού βιβλίου, ο στόχος αυτός εξυπηρετείται και με επιλεγμένες λογοτεχνικές εκδόσεις.

Στα κείμενα που ακολουθούν παρουσιάζονται τρεις λογοτεχνικές εκδόσεις που, παρά τις διαφορές τους ως προς το περιεχόμενο, είναι αφιερωμένες στην εργατική τάξη και τα παιδιά της. Οι δύο πρώτες αφορούν κλασικά λογοτεχνικά έργα: Το έργο «Ο Βασιλιάς Ανθρακας» του Απτον Σίνκλερ, που εκδόθηκε πρώτη φορά στα ελληνικά το Δεκέμβρη του 2010 και το έργο του Σοβιετικού συγγραφέα Βσέβολοντ Κοτσέτοφ «Οι Ζουρμπίν» (2011), που είχε ξαναεκδοθεί στα ελληνικά από το εκδοτικό «Νέα Ελλάδα» το 1953. Η τρίτη έκδοση αφορά συλλογή διηγημάτων νέων και παλιότερων συγγραφέων με τίτλο «Γεια σου, φίλε!», αφιερωμένα στη μετανάστευση.

Η κάθε μια από αυτές τις τρεις εκδόσεις αναδεικνύει από μια διαφορετική πλευρά ζητήματα της ζωής και του αγώνα της εργατικής τάξης: Η εργατική τάξη που συνειδητοποιεί τη θέση της και συγκρούεται με το κεφάλαιο. Η εργατική τάξη που οικοδομεί το σοσιαλισμό και έρχεται αντιμέτωπη με νέα πρωτόγνωρα καθήκοντα. Το πρόβλημα της ενότητας της εργατικής τάξης, των εσωτερικών της διαφοροποιήσεων, που στην προκειμένη περίπτωση αφορούν τη διαφορετική εθνική καταγωγή μέσα από αφηγήσεις παιδικών ιστοριών.

Απτον Σίνκλερ: «Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΑΝΘΡΑΚΑΣ» Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Το εργοστάσιο, το εμπορικό κατάστημα, η καπιταλιστική επιχείρηση στον τομέα της υγείας, της παιδείας, το γραφείο, είναι οι χώροι μέσα στους οποίους υλοποιείται η κεφαλαιοκρατική σχέση, η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η σύγκρουση της εργατικής τάξης με το κεφάλαιο στο χώρο της παραγωγής, στο χώρο μέσα στον οποίο παράγεται η υπεραξία και το καπιταλιστικό κέρδος, είναι πάντα σύγκρουση σκληρή. Η οργάνωση της πάλης μέσα στους εργασιακούς χώρους, η οργάνωση απεργιών, ακόμα και αν αυτές έχουν στενά οικονομικό ή ρεφορμιστικό περιεχόμενο, ακόμα και αν στρέφονται στο μεμονωμένο κεφαλαιοκράτη και όχι στην τάξη των κεφαλαιοκρατών ως σύνολο, αντιμετωπίζεται πάντα με αποφασιστικότητα από το κεφάλαιο συνδυάζοντας μέσα εξαγοράς και καταστολής. Γιατί απεργία σημαίνει διακοπή της παραγωγής, δηλαδή διακοπή παραγωγής υπεραξίας.

Εκεί, στο χώρο της παραγωγής, όπου κυριαρχεί η απειλή της απόλυσης και η εργοδοτική βία εκφράζεται με κάθε μορφή, αποκαλύπτεται το πραγματικό περιεχόμενο της αστικής δημοκρατίας ως δικτατορίας του κεφαλαίου, ακόμα και σε κράτη με τα πιο «δημοκρατικά» και «ελεύθερα συντάγματα».

Σήμερα, σε συνθήκες που εξαπολύεται μια εκτεταμένη επίθεση στην εργατική τάξη, αφαιρώντας καταχτήσεις και δικαιώματα που προέκυψαν σε άλλες συνθήκες της ταξικής πάλης και του συσχετισμού δυνάμεων, που φαίνεται πιο καθαρά ότι καπιταλιστική κερδοφορία και εκτεταμένα και παγιωμένα εργατικά δικαιώματα είναι πράγματα ασυμβίβαστα, αντικειμενικά ανοίγει μια περίοδος ταξικών αναμετρήσεων και συγκρούσεων με κέντρο της πάλης μέσα στο εργοστάσιο, το χώρο δουλειάς, τον κλάδο.

Παράλληλα με την αφομοίωση των καθηκόντων που προκύπτουν για την ανασύνταξη του συνδικαλιστικού κινήματος της εργατικής τάξης, χρειάζεται ευρύτερες εργατικές μάζες και ιδιαίτερα τα πιο πρωτοπόρα τμήματά τους να εμπνευστούν από την ιστορία της πάλης της τάξης τους.

Η εργατική λογοτεχνία, ιδιαίτερα των πιο αναπτυγμένων και πρωτοπόρων καπιταλιστικών κρατών (Αγγλία, ΗΠΑ, Γαλλία κ.ά.), έχει δώσει πολλά έργα που αναφέρονται σε σημαντικές ταξικές συγκρούσεις και που συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει το έργο του Απτον Σίνκλερ «Ο βασιλιάς άνθρακας» (1917). Το έργο βασίζεται σε μια από τις πιο τραγικές, αλλά και μεγαλειώδεις στιγμές ταξικών συγκρούσεων στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, τη σφαγή των ανθρακωρύχων εργατών στο Λάντλοου.

Η σφαγή στο Λάντλοου αφορά τη δολοφονία 19 ανθρώπων κατά την επέμβαση της Εθνοφρουράς του Κολοράντο εναντίον ενός καταυλισμού 1.200 απεργών ανθρακωρύχων. Συνέβη στις 20 Απρίλη του 1914. Δύο γυναίκες και έντεκα παιδιά πέθαναν από ασφυξία και κάηκαν. Τρεις συνδικαλιστές και δύο απεργοί εργάτες σκοτώθηκαν από πυροβολισμό, όπως και ένα παιδί, ένας περαστικός και ένας εθνοφρουρός. Στην προσπάθειά τους να απαντήσουν, οι ανθρακωρύχοι οπλίστηκαν, κατέστρεψαν πολλές στοές ορυχείων και δόθηκαν κανονικές μάχες με τους άντρες της εθνοφρουράς.

Αυτό ήταν το πιο αιματηρό περιστατικό της 14μηνης απεργίας του 1913-1914 στα ανθρακωρυχεία του Κολοράντο. Η απεργία είχε οργανωθεί από το σωματείο των Ενωμένων Ανθρακωρύχων της Αμερικής εναντίον των εταιριών εξόρυξης άνθρακα στο Κολοράντο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες ήταν αυτή της οικογένειας Ροκφέλερ.

Στο Λάντλοου εργάζονταν 13.000 ανθρακωρύχοι. Τα κυριότερα αιτήματα των απεργών ήταν:

• Να ψωνίζουν από όποιο κατάστημα επιθυμούσαν οι ίδιοι.

• Να πηγαίνουν σε όποιο γιατρό ήθελαν και όχι στους γιατρούς της εταιρίας.

• Να αναγνωριστεί το συνδικάτο τους.

• Να καθιερωθεί η οκτάωρη εργασία.

• Να εφαρμοστούν αυστηρά οι νόμοι της Πολιτείας του Κολοράντο σχετικά με την ασφάλεια των ορυχείων και να καταργηθεί το σύστημα με τους φρουρούς της εταιρίας που έκανε τους εργατικούς καταυλισμούς να μη διαφέρουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Ενας από τους επικεφαλής της απεργίας ήταν ο Ελληνας -για την ακρίβεια Κρητικός- Λούης Τίκας.

Στις αρχές της απεργίας η εταιρία, προκειμένου να την καταπνίξει, προέβη σε έξωση των απεργών από τα οικήματα στα οποία τους στέγαζε και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί δεν πτοήθηκαν. Εστησαν σκηνές στην περιοχή σε στρατηγικό σημείο, ώστε να εμποδίζουν τους απεργοσπάστες να μπουν στα ορυχεία. Τον Οκτώβρη ο καταυλισμός των απεργών λειτουργούσε σαν κοινότητα: 500 άνδρες, 350 γυναίκες και 450 παιδιά.

Η εταιρία ζήτησε την παρέμβαση της εθνοφρουράς και ο κυβερνήτης του Κολοράντο συμφώνησε. Οι συγκρούσεις ήταν βιαιότατες. Τότε η οικογένεια Ροκφέλερ υπέβαλε το αίτημα να ντυθούν με στολές της εθνοφρουράς δικοί της άνθρωποι, οι οποίοι, αν χρειαζόταν, θα έριχναν «στο ψαχνό». Ο κυβερνήτης το αποδέχτηκε και αυτό. Αλλά οι απεργοί δεν υποχώρησαν - ακόμη και όταν οι Ροκφέλερ έστειλαν ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο, το οποίο έφερε πολυβόλο.

Ηταν εμφανές ότι στις 20 Απρίλη του 1914 η εθνοφρουρά θα εισέβαλλε και θα εκκένωνε τον καταυλισμό των απεργών. Ηταν Δευτέρα του Πάσχα και οι περισσότεροι κοιμούνταν, αφού την προηγούμενη γιόρταζαν το Πάσχα. Οι πιστολάδες της εταιρίας απαίτησαν από το Λούη Τίκα να τους παραδώσει δύο Ιταλούς συνδικαλιστές. Ο Τίκας ζήτησε ένταλμα σύλληψης, αλλά τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε κι έτσι αρνήθηκε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Λίγο αργότερα έπεσε η πρώτη βολή και ακολούθησε μάχη χαρακωμάτων που οδήγησε στη σφαγή του Λάντλοου.

Ο Τίκας, με απαράμιλλο θάρρος, ζήτησε να δει τον επικεφαλής της εθνοφρουράς, κρατώντας λευκή σημαία. Οι δυο τους συναντήθηκαν στο λόφο και μίλησαν για λίγο. Επειτα αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι ο αξιωματούχος χτύπησε με πρωτοφανή αγριότητα τον Τίκα στο κεφάλι με την καραμπίνα του. Η καραμπίνα έσπασε στα δύο, όπως και το κρανίο του Τίκα. Οι εθνοφρουροί βάλθηκαν να πυροβολούν το άψυχο σώμα. Ευθύς αμέσως εισέβαλαν στον καταυλισμό, ρίχνοντας αδιακρίτως σε οτιδήποτε κουνιόταν. Εδιωξαν τους απεργούς κι έκαψαν τις σκηνές τους. Οταν οι απεργοί ξαναμπήκαν μερικές ημέρες αργότερα στον καταυλισμό, βρήκαν το πτώμα του Τίκα. Η κηδεία του έγινε στις 27 Απρίλη και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.

Μετά από τη σφαγή στο Λάντλοου, οι συγκρούσεις των εργατών με την εθνοφρουρά σε όλη την Πολιτεία του Κολοράντο έλαβαν τεράστιες διαστάσεις. Τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα» και άρχισε πραγματικός ανταρτοπόλεμος ανάμεσα στην εθνοφρουρά και στα συνδικάτα που κράτησε δέκα μέρες. Οι συγκρούσεις τερματίστηκαν όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον έστειλε μονάδες του ομοσπονδιακού στρατού στην περιοχή. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, σκοτώθηκαν συνολικά 69 άτομα. Επίσης: 400 απεργοί συνελήφθησαν, 332 από αυτούς παραπέμφθηκαν για φόνο και μόνο ένας καταδικάστηκε, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αργότερα τον αθώωσε. Από την εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22 άτομα -ανάμεσά τους και δέκα αξιωματικοί- και σε μια παρωδία δίκης -που μάλιστα ως τέτοια διδάσκεται σήμερα σε διάφορες πανεπιστημιακές σχολές - που αθωώθηκαν όλα, πλην του λοχαγού που δολοφόνησε τον Τίκα. Ωστόσο, η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν μια απλή πειθαρχική επίπληξη.

Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τα γεγονότα του Λάντλοου οργανώθηκαν πικετοφορίες σε όλη τη χώρα. Ο Σίνκλερ, συγκεκριμένα, στήθηκε επί μέρες έξω από τα γραφεία του Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη, πραγματοποιώντας μια σιωπηρή διαμαρτυρία.

Από αυτά τα γεγονότα λοιπόν επηρεάστηκε ο Σίνκλερ κι έγραψε το «Βασιλιά Ανθρακα», κάτι που αναφέρει και ο ίδιος στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του, που έχει τίτλο «Υστερόγραφο».

Ο κύριος ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Χαλ Γουόρνερ. Θα περιμέναμε να δούμε έναν εργάτη ανθρακωρύχο στη θέση αυτή, όμως ο Σίνκλερ κάνει την ανατροπή, επιλέγοντας ένα φοιτητή, γόνο αστικής οικογένειας, ο οποίος διαλέγει να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές από τις σπουδές του στο κολέγιο, παριστάνοντας τον εργάτη ανθρακωρύχο, προκειμένου να προβεί σε μια κοινωνιολογική μελέτη. Η μελέτη του θα τον βοηθούσε να στοιχειοθετήσει τις θέσεις με τις οποίες μέσα στο κολέγιό του, σε συζητήσεις με συμφοιτητές και καθηγητές του, θα υπεράσπιζε τα δίκαια των εργαζομένων στα ανθρακωρυχεία. Επιλέγει να κάνει τη μελέτη του στο ορυχείο Πάιν Κρικ της πόλης του Πέντρο, το οποίο ανήκει στον Πίτερ Χάριγκαν, έναν από τους ισχυρότερους ιδιοκτήτες ανθρακωρυχείων της περιοχής, ο οποίος μάλιστα χρηματοδοτεί και το κολέγιο όπου σπουδάζει ο Χαλ. Αποφασίζει λοιπόν να εργαστεί στα ορυχεία με ψεύτικο όνομα, ντυμένος με ρούχα φτωχού εργάτη. Ο ασυνήθιστος τρόπος που ψάχνει για δουλειά εγείρει υποψίες. Εκλαμβάνεται ως επαγγελματίας συνδικαλιστής που έχει σταλεί στην περιοχή για να οργανώσει τους εργάτες των ορυχείων ενάντια στους εκμεταλλευτές τους. Οχι μόνο δεν τον προσλαμβάνουν, αλλά τον συλλαμβάνουν, τον ξυλοφορτώνουν και τον διώχνουν από το ορυχείο, κλέβοντάς του και τα λίγα χρήματα που είχε μαζί του για να κινείται τις πρώτες μέρες μέχρι να πιάσει δουλειά. Οταν τελικά πετυχαίνει να εισχωρήσει στα ορυχεία ως εργάτης, αγανακτεί ανακαλύπτοντας τις επαίσχυντες και απάνθρωπες συνθήκες εκμετάλλευσης των εργατών που βγάζουν τον άνθρακα.

Ο Σίνκλερ τοποθετεί σε κοινωνικοταξική βάση τα ζητήματα που πραγματεύεται στο μυθιστόρημά του. Είναι χαρακτηριστικό το πώς αναδεικνύεται το γυναικείο ζήτημα μέσω της κοκκινομάλλας Μέρι, μιας κόρης ανθρακωρύχου που ζει όλη τη ζωή της στον καταυλισμό. Η Μέρι διακρίνεται από μια μόνιμη απαισιοδοξία, γιατί ζει μέσα στη φτώχεια, την εξαθλίωση, χωρίς μόρφωση και σε ένα περιβάλλον που απεχθάνεται. Η φυλετική πλευρά, η εκμετάλλευσή της ως γυναίκας (με τις χαμαλοδουλειές τις οποίες κάνει για να ζήσει, τις προτάσεις που της κάνει ο αστυνόμος του καταυλισμού για να ζήσει μαζί του και να καλυτερέψει έτσι τη ζωή της) εντάσσεται από το συγγραφέα στο ταξικό κομμάτι της εκμετάλλευσής της, την οποία αντιλαμβάνεται και η ίδια η Μέρι από κάποιο σημείο κι ύστερα.

Σε τέτοιου είδους κάτεργα, όπως τα ορυχεία και στην εποχή στην οποία αναφέρεται ο συγγραφέας, η συνδικαλιστική δράση είναι παράνομη και οι χαφιέδες των ιδιοκτητών «εκπαιδεύονται» κατάλληλα για να ανακαλύπτουν τους συνδικαλιστές. Αυτός είναι και ο αρχικός ρόλος που δίνει στο Χαλ ένας εργοδηγός της εταιρίας. Ο ήρωάς μας όμως το αξιοποιεί αυτό, ώστε να οργανώσει τους εργάτες για να διεκδικήσουν να διορίζουν και να πληρώνουν οι ίδιοι τον ελεγκτή που τσεκάρει τα κιλά του άνθρακα που εξορύσσουν, γιατί ο ελεγκτής της εταιρίας τούς κλέβει στο μέτρημα. Ο ήρωας συγκρούεται ευθέως με την εταιρία.

Ωστόσο οι εξελίξεις επιταχύνονται μετά από ένα σοβαρό εργατικό ατύχημα, που προκαλεί την αντίδραση των ανθρακορύχων. Ο συγγραφέας περιγράφει την προσπάθεια των εργατών να οργανωθούν και να απεργήσουν, καθώς και την οργανωμένη οπισθοχώρηση όταν οι συνάδελφοί τους συνδικαλιστές από το σωματείο των Ενωμένων Ανθρακωρύχων τους εξηγούν ότι η εξέγερσή τους δε θα πετύχαινε σ’ εκείνη τη φάση. Επρεπε προσωρινά να οπισθοχωρήσουν και να οργανωθούν παράνομα για να προετοιμάσουν την απεργία όλων των ορυχείων της περιοχής.

Ο ήρωας κρατάει συνεπή στάση μέχρι το τέλος της ιστορίας, φτάνοντας στη σύγκρουση ακόμη και με την οικογένειά του. Συγκρούεται ακόμη και με τα συναισθήματά του, μια και νιώθει ερωτευμένος και με την ήδη κοπέλα του που ανήκει στην αστική τάξη, αλλά και με την εργάτρια Μέρι. Ο ίδιος ανήκει μεν στην αστική τάξη στην οποία και επιστρέφει, όμως η εμπειρία του τον έπεισε για το δίκιο της εργατιής τάξης.

Πρόκειται για λογοτεχνικό δημιούργημα που είναι στρατευμένο με την πλευρά της εργατικής τάξης και το οποίο μπορεί να δώσει πολλά σε μια εποχή που η εργατική τάξη επιβάλλεται να σηκώσει το ανάστημά της και να κάνει την αντεπίθεσή της ενάντια στους εκμεταλλευτές της.

Βσέβολοντ Κοτσέτοφ: «ΟΙ ΖΟΥΡΜΠΙΝ» Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Η περίοδος που διανύουμε, με την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, τη μαζική ανεργία και την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, προσφέρεται για να κατανοηθεί ότι το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης είναι ιστορικά ξεπερασμένο. Ακόμα όμως και σε αυτές τις συνθήκες οι καπιταλιστικές σχέσεις φαντάζουν αιώνιες, καθώς αυτή η αντίληψη διαμορφώνεται αντικειμενικά πάνω στο έδαφος των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων. Η παραπάνω άποψη ενισχύεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα και η αστική προπαγάνδα συστηματικά καλλιεργούν την αντίληψη πως οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι οι μόνες «φυσικές» - αυτές που ανταποκρίνονται στην ανθρώπινη φύση.

Είκοσι χρόνια μετά την αντεπανάσταση και την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ενωση και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, είναι ακόμα πιο δύσκολο -ιδιαίτερα για τις νεότερες ηλικίες- να κατανοηθεί πώς ήταν η παραγωγή χωρίς καπιταλιστές. Συχνά εργαζόμενοι, σπουδαστές - φοιτητές, ακόμα και μαθητές γυμνασίου θέτουν στους κομμουνιστές το ερώτημα: «μπορούν να δουλέψουν και να ζήσουν οι εργάτες δίχως καπιταλιστές;».

Η λογοτεχνική αφήγηση είναι ένα καλό μέσο για να έρθουμε σε επαφή με την καθημερινότητα μιας ιστορικής περιόδου - τις συνθήκες ζωής, τα προβλήματα που μπαίνουν προς αντιμετώπιση, τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Δεκάδες είναι τα έργα από τη σοβιετική λογοτεχνία που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής», στα οποία αποτυπώνεται η δράση των εργατών και της συνειδητής και οργανωμένης πολιτικής τους πρωτοπορίας -του ΚΚ- σε περιόδους της ταξικής πάλης όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση, ο εμφύλιος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.

Το έργο του Βσέβολοντ Κοτσέτοφ με τίτλο «Οι Ζουρμπίν» διαφέρει από τα παραπάνω στο γεγονός ότι αναφέρεται σε μια κάπως πιο «ειρηνική» περίοδο, στα πρώτα χρόνια μετά το 1950, σε περίοδο που η ΕΣΣΔ είχε επιτύχει την ανοικοδόμηση από τις τεράστιες καταστροφές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έβαζε το καθήκον αντιμετώπισης νέων προβλημάτων που εμφανίζονταν στην παραγωγή με την παραπέρα ανάπτυξη και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων.

Για εκείνη την περίοδο το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ έχει εκτιμήσει ότι: «Μια νέα δυναμική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτούσε εμβάθυνση και επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων. Η καθυστέρηση των δεύτερων αφορούσε: Τον κεντρικό σχεδιασμό, την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής, την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω, την εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής, την υπαγωγή των πιο αναπτυγμένων συνεταιρισμών στην άμεση κοινωνική παραγωγή»1.

Ζουρμπίν είναι το επίθετο μιας εργατικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας -τρεις γενιές εργάτες- αποτελούν τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Μέσα από τις βιωματικές αναφορές των μελών της οικογένειας δίνεται η πορεία μέσα από την οποία διαμορφώθηκε η σοβιετική κοινωνία έως το 1952. Ο προπάππος Ματβέι Ζουρμπίν ανδρώθηκε στις συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας, σακατεύτηκε στα μέτωπα του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, πήρε μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση ως ναύτης του Αβρόρα. Ο γιος του, Ιλία Ζουρμπίν, αντιπροσωπεύει την εποχή της εκβιομηχάνισης και της πολιτικής «ολομέτωπης επίθεσης του σοσιαλισμού», ενώ οι γιοι του Ιλία, ο Αντόν και ο Βίκτωρ, έχουν πολεμήσει στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού από τη ναζιστική επίθεση.

Ηδη από τις πρώτες γραμμές ο συγγραφέας επιδιώκει να αναδείξει τη δύναμη της εργατικής τάξης που έχει απελευθερωθεί από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Το έργο ξεκινάει με μια σειρά ντουφεκιές που αντηχούν τη νύχτα της Πρωτομαγιάς και προκαλούν ανησυχία. Ποια η αιτία; «Ενας εργάτης γεννήθηκε. Αυτό αξίζει είκοσι ομοβροντίες» απαντάει ο Ιλία Ματβέγιεβιτς Ζουρμπίν, ο παππούς του νεογέννητου.

Οι ήρωες του έργου είναι εργάτες και εργάτριες, συγκολλητές, μονταδόροι, πιρτσινωτές, μοντελάδες, οικοδόμοι, σχεδιαστές και τεχνικοί επιστήμονες. Ολοι εργαζόμενοι στον κοινωνικό τομέα της παραγωγής, συγκεκριμένα στα ναυπηγεία «Λάντα» και κατοικούν στην εργατική πολιτεία που είναι χτισμένη γύρω από αυτά.

Το μυθιστόρημα του Β. Κοτσέτοφ αποτελεί ένα από τα αξιόλογα λογοτεχνικά έργα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Οχι μόνο δεν ωραιοποιεί την υπάρχουσα κατάσταση εκείνης της περιόδου, αλλά, αντίθετα, προσπαθεί να εντοπίσει με ρεαλιστικό τρόπο ελλείψεις και προβλήματα. Αναδεικνύει σειρά επιβιώσεων της παλιάς κοινωνίας, καθώς και κοινωνικά φαινόμενα προς αντιμετώπιση, όπως η έλλειψη κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία, η σχέση του ατομικού συμφέροντος έναντι του κοινωνικού κλπ.

Κεντρική ιδέα του έργου είναι η ανάγκη του γρήγορου τεχνικού επανεξοπλισμού της παραγωγής στη Σοβιετική Ενωση εκείνη την εποχή. Αυτός ήταν στόχος που ανταποκρινόταν στο βασικό οικονομικό νόμο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Κίνητρο της παραγωγής στον καπιταλισμό είναι το κέρδος του καπιταλιστή - η απόσπαση της υπεραξίας από την εκμετάλλευση του εργάτη. Αντίθετα, στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, ακόμα και στα πρώτα του βήματα, κίνητρο της παραγωγής είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Αυτό προϋποθέτει την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας με την αξιοποίηση της τεχνολογίας, την εξοικονόμηση χρόνου εργασίας, την εξοικονόμηση πρώτων υλών, τον περιορισμό αστοχιών στην παραγωγή, την περιφρούρηση του κοινωνικού προϊόντος. Την εποχή που γράφεται το βιβλίο, τα παραπάνω έμπαιναν ως κριτήριο για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας της παραγωγής και της ατομικής στάσης απέναντι στην εργασία.

Βασικό ζήτημα που απασχολούσε τους Ζουρμπίν και τους εργάτες των ναυπηγείων «Λάντα» ήταν οι νέες κατευθύνσεις που έμπαιναν από τον κεντρικό σχεδιασμό και αφορούσαν τη ριζική αναμόρφωση των ναυπηγείων χωρίς να διακοπεί η παραγωγή. Το νέο σχέδιο έθετε το καθήκον της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, καθώς και τη στέγαση όλου του συγκροτήματος των ναυπηγείων που ήταν ανοιχτό και εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες, την αντικατάσταση της παλιάς μεθόδου του πιρτσινώματος με νέες αυτόματες μηχανές ηλεκτροσυγκόλλησης, καθώς και τη συναρμολόγηση των διαφόρων τμημάτων του καραβιού σε γραμμή παραγωγής.

Παρά την αρχική αμηχανία των εργατών μπροστά στα νέα καθήκοντα και ορισμένη αμφιβολία σε σχέση με τη χρησιμότητα των νέων τεχνολογικών μεθόδων, η δύναμη της συνήθειας, οι παλιοί τρόποι δουλειάς ξεπερνιούνται και με αυταπάρνηση οι εργάτες στην πλειοψηφία τους ρίχνονται στην κοινή προσπάθεια για την ανακατασκευή του ναυπηγείου και την επανακατάρτισή τους.

Γράφει ο συγγραφέας: «Αυτή ήταν η περίπτωση των ναυπηγείων της Λάντα. Κάθε πρωινό καμιόνια τραβούσαν το ένα πίσω από το άλλο για το σταθμό και έφερναν ανθρώπους που χωρίς να βιάζονται απίθωναν δίπλα στο άγαλμα του Λένιν κασελάκια και βαλίτσες στραπατσαρισμένα, δεμένα με χοντρά σχοινιά. Φουμάρανε και κοίταζαν γύρω τους περιμένοντας τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του προσωπικού και τους διαχειριστές των εστιών. Δεν ήταν άνθρωποι πρωτοτάξιδοι. Το ίδιο είχαν περιμένει, είχαν καπνίσει με την ησυχία τους καθισμένοι επάνω στα μπαγκάζια τους στις καυτερές στέπες στα Νότια Ουράλια. Σαν έφευγαν από κει πέρα, άφηναν πίσω τους καινούριες πολιτείες και υψικάμινους. Με αυτό το έμπειρο βλέμμα αγκάλιαζαν τις όχθες του Δνείπερου που ήταν να σμίξουν με το φράγμα του Ντιεπρογκρές. Παρουσιάζονταν στο Βορρά, στο Αλτάι, στις ερήμους του Μπαλκάς, στον Αμούρ και οι χαρτογράφοι που είχαν πάει σε αυτά τα μέρη ύστερα από αυτούς, ήταν υποχρεωμένοι να ξαναφτιάξουν και να ξανατυπώσουν τους χάρτες της χώρας».

Η εργατική εξουσία θεσπίζει ως υποχρέωση την εργασία για όλους τους ικανούς προς εργασία, αφού κανένας δεν νοείται να ζει από την εργασία των άλλων. Ωστόσο, η υποχρέωση για εργασία από μόνη της δεν επαρκεί για την άνοδο της κοινωνικής παραγωγής. Στους «Ζουρμπίν», μέσα από τη δράση των διαφόρων χαρακτήρων, αναδεικνύεται η σημασία της συνειδητοποίησης του κοινωνικού συμφέροντος ως ουσιαστικού κινήτρου για την ατομική συμβολή στην κοινωνικά οργανωμένη εργασία. Με ένα τέτοιο πνεύμα συμπαρασύρονται και όσοι αργοπορούν, ενώ ταυτόχρονα παίρνονται συλλογικά μέτρα από τους ίδιους τους εργάτες για όσους δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους στην παραγωγή. Διαμορφώνεται το περιβάλλον για την άνοδο της ατομικής συμβολής στη συλλογική προσπάθεια.

Ο Λένιν, αμέσως μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, κατά την έναρξη του εμφυλίου και σε συνθήκες που ακόμα δεν είχε κριθεί η επιβίωση της νεαρής επαναστατικής εργατικής εξουσίας, έγραφε χαρακτηριστικά:

«Ο σοσιαλισμός όχι μόνο δεν σβήνει την άμιλλα, μα αντίθετα, δημιουργεί για πρώτη φορά τη δυνατότητα να εφαρμοστεί η άμιλλα σε πραγματικά πλατιά κλίμακα, σε μαζική έκταση, να τραβηχτεί πραγματικά η πλειοψηφία των εργαζομένων στο στίβο μια δουλειάς όπου μπορούν να αναδειχτούν, να αναπτύξουν τις ικανότητές τους, να φανερώσουν τα ταλέντα, που αστείρευτη πηγή τους είναι ο λαός και που ο καπιταλισμός τα τσαλαπατούσε, τα πίεζε, τα έπνιγε κατά χιλιάδες και εκατομμύρια […]

Για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες δουλειάς για τους ξένους, καταναγκαστική εργασία για τους εκμεταλλευτές, παρουσιάζεται η δυνατότητα της εργασίας του ανθρώπου για το εαυτό του, και μάλιστα εργασίας που στηρίζεται σε όλες τις κατακτήσεις της νεότερης τεχνικής και του πολιτισμού»2.

Στο έργο του Β. Κοτσέτοφ είναι χαρακτηριστικό το εξής παράδειγμα:

Ο Βίκτορ Ζουρμπίν, που πριν τον πόλεμο ήταν επιπλοποιός πλοίων, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ειδικεύτηκε ως μοντελάς, δηλαδή κατασκεύαζε τα ξύλινα ομοιώματα τμημάτων του πλοίου, ώστε με βάση αυτά να κόβονται σωστά τα κομμάτια της μεταλλικής λαμαρίνας. Παράλληλα με την εργασία του προσπαθεί να κατασκευάσει (και το πετυχαίνει) ένα μηχάνημα που να εκτελεί πολλές εργασίες κατεργασίας του ξύλου, οι οποίες μέχρι τότε γίνονταν χειρονακτικά και έτσι να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας στην ειδικότητά του και συνολικά. Γι’ αυτό το σκοπό ο Βίκτορ, με τη βοήθεια της νεαρής μηχανικού Ζίνα, στέλνουν δεκάδες γράμματα σε εργοστάσια, σε ερευνητικά ιδρύματα και σύντομα κατακλύζονται από δεκάδες ειδικές τεχνικές μπροσούρες, σχετικές μελέτες που βρίσκονταν ακόμα στο στάδιο της έρευνας, σταχανοφικά έντυπα των διαφόρων εργοστασίων που ανέπτυσσαν θέματα τεχνολογίας από τους ίδιους του εργάτες της παραγωγής.

Φυσικά και ο καπιταλισμός αξιοποιεί τις καινοτόμες ιδέες, τις ευρεσιτεχνίες, όμως για το σκοπό του κέρδους. Ετσι αξιοποιούνται από το μεγαλύτερο κεφάλαιο, το μονοπώλιο, με στόχο να πλήξουν τον αντίπαλό τους στα πλαίσια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Γι’ αυτό το λόγο ο καπιταλιστής που πρωτοπορεί ή καινοτομεί εξασφαλίζει με το επιχειρηματικό απόρρητο και την πατέντα, την ιδιοκτησία του πάνω στην όποια τεχνική πρόοδο. Αντίθετα, όπως αποτυπώνεται στους «Ζουρμπίν», εκείνη την εποχή όχι μόνο δεν υπήρχε επιχειρηματικό απόρρητο, αλλά τα κρατικά εργοστάσια διέθεταν γραφεία τεχνικών πληροφοριών και ήταν υποχρεωμένα να τις παρέχουν στους Σοβιετικούς τεχνίτες, ώστε με αυτό τον τρόπο να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας με την εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών προς όφελος της κοινωνίας. Ο ουσιαστικός λόγος που επιτρέπει και επιβάλλει αυτή τη διαδικασία είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις του κοινωνικού τομέα της παραγωγής δεν υπάρχει ξεχωριστός ιδιοκτήτης και ανταγωνισμός - ανήκουν στο κράτος της εργατικής τάξης.

Οι αναγνώστες του βιβλίου θα συνειδητοποιήσουν ότι υπήρχε άλλος δρόμος από αυτόν που ακολουθήθηκε μετά τη στροφή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1956) και τις «μεταρρυθμίσεις Κοσύγκιν» της δεκαετίας του 1960, οι οποίες εισήγαγαν την οικονομική αυτοτέλεια και ιδιοσυντήρηση των κρατικών επιχειρήσεων, τον ανταγωνισμό μεταξύ τους και την κατηγορία του κέρδους σε χρηματική μορφή για την αξιολόγηση των παραγωγικών μονάδων.

Σίγουρα οι «Ζουρμπίν» ως λογοτεχνικό έργο δεν μπορούν να δώσουν ολοκληρωμένη απάντηση. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στο ίδιο το έργο αναδεικνύονται φαινόμενα που εκ των υστέρων αποδείχτηκαν τρωτά, όπως η άμβλυνση της αντίληψης ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται και στο εσωτερικό της χώρας, αφού ακόμα υπάρχουν ουσιαστικές κοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις. Ακόμη, η ανάγκη ανόδου της παραγωγής πολλές φορές αναδεικνύεται με ορισμένη μονομέρεια, κυρίως ως μέσο για την ενίσχυση της διεθνούς θέσης της ΕΣΣΔ ως παράγοντα ειρήνης ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και όχι ως όρος για την επέκταση και πλήρη κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων.

Το σπουδαίο αυτό έργο γνώρισε πολλές εκδόσεις, ενώ το 1954 γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία με τον τίτλο «Η μεγάλη οικογένεια». Οι δεκάδες χαρακτήρες του βιβλίου, οι διαπροσωπικές τους σχέσεις, ο πλούτος των συναισθημάτων και των συμπεριφορών, δεμένα με τη συλλογική ιστορική διαδρομή της εργατικής τάξης από την επανάσταση του 1917 έως την εποχή που γράφεται το βιβλίο, συγκροτούν ένα καλό λογοτεχνικό έργο που απευθύνεται πρώτα απ’ όλους στη σύγχρονη εργατική τάξη και τη νεολαία.

«Οι Ζουρμπίν» δίνουν καθαρή απάντηση: Η εργατική τάξη μπορεί να ζήσει χωρίς καπιταλιστές, πολύ περισσότερο σήμερα που οι υλικοί όροι είναι πολύ πιο ώριμοι από τη Ρωσία του 1917. Το ζητούμενο είναι ανάλογα προς τη δυνατότητα ν’ αναπτυχθεί ο υποκειμενικός παράγοντας για να δώσει λύση στο κρίσιμο ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού, της κατάκτησης της εξουσίας.

«ΓΕΙΑ ΣΟΥ, ΦΙΛΕ!» Ανθολογία διηγημάτων για τη μετανάστευση Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»

Το Δεκέμβρη του 2009 η «Σύγχρονη Εποχή» απευθύνθηκε σε «συγγραφείς και όχι μόνο», όπως χαρακτηριστικά έγραφε στην πρόσκληση, στα πλαίσια ενός διαγωνισμού παιδικού - νεανικού διηγήματος για τη μετανάστευση.

Η ανθολογία των 20 διηγημάτων με τον τίτλο «Γεια σου, φίλε!» υπήρξε αποτέλεσμα μιας προσεκτικής διαλογής κειμένων που συγκεντρώθηκαν ύστερα από αυτή την πρόσκληση.

Τα παιδιά της εργατικής τάξης, οι νεότερες ηλικίες της εργατικής τάξης, βιώνουν σήμερα πιο άμεσα τις σύνθετες κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις που έχει το φαινόμενο της μετανάστευσης, είτε αφορά οικονομικούς μετανάστες είτε πρόσφυγες. Στα σχολεία που σπουδάζουν, στις γειτονιές που παίζουν, στους χώρους εργασίας τους, είναι έντονη η παρουσία παιδιών ξένων εργατών και εργατριών, που ήρθαν στη χώρας μας -ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι ο τελικός τους προορισμός- για να γλιτώσουν από τους πολέμους, τη μεγάλη εξαθλίωση που έφερε η καπιταλιστική οπισθοδρόμηση στις χώρες τους ή η καπιταλιστική καθυστέρηση σε συνδυασμό με τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Οι μετανάστες πασχίζουν, με τα μικρά μεροκάματα που παίρνουν στην Ελλάδα, να εξασφαλίσουν μια καλύτερη ζωή για τις οικογένειές τους που έμειναν πίσω. Στα πλαίσια της διεθνούς καπιταλιστικής αγοράς κινούνται κεφάλαια, εμπορεύματα και άνθρωποι που είναι φορείς του εμπορεύματος εργατική δύναμη. Η πολιτική των καπιταλιστικών κρατών ρυθμίζει τη μεταναστευτική ροή είτε με το άνοιγμα είτε με το κλείσιμο της «στρόφιγγας». Παλιότερες γενιές ελλήνων εργατών το γνωρίζουν πολύ καλά, όταν έφευγαν για τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, το Βέλγιο ή τη Γερμανία.

Η διεύρυνση της εργατικής τάξης της χώρας μας με ανθρώπους διαφορετικής εθνικής καταγωγής και θρησκείας κυρίως με όρους φτηνής εργατικής δύναμης, πυροδοτεί τον εθνικισμό και το ρατσισμό. Ετσι αποδίδονται στους μετανάστες η εγκληματικότητα, η ανεργία και μάλιστα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που οξύνονται όλα τα κοινωνικά προβλήματα. Ο ρατσισμός και ο εθνικισμός διαβρώνει την ενότητα της εργατικής τάξης, επισκιάζει το κοινό ταξικό συμφέρον που υφίσταται αντικειμενικά πέρα από γλωσσικές, μορφωτικές, μισθολογικές, εθνικές διαφορές, δηλαδή τη θέση των εργατών ως τάξη στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Πλήττεται η ενότητα των συμφερόντων της για την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Φυσικά η ανεργία και η εξαθλίωση μπορούν να σπρώξουν προς την εγκληματικότητα, τάση που αξιοποιείται από το οργανωμένο έγκλημα που είναι σύμφυτο του καπιταλισμού και στρατολογεί από τα πιο εξαθλιωμένα τμήματα της κοινωνίας.

Είναι υπόθεση του κομμουνιστικού κόμματος, του ταξικά προσανατολισμένου συνδικαλιστικού κινήματος της εργατικής τάξης, να αντιμετωπίσουν το ζήτημα της οργάνωσης των ξένων εργατών, την ενσωμάτωσή τους στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού στη χώρα μετανάστευσης, την ενδυνάμωση του εργατικού κινήματος στις χώρες καταγωγής τους.

Στα διηγήματα της συλλογής, μέσα από τις σύντομες ιστορίες μικρών μεταναστόπουλων και των γονιών τους, γίνεται προσπάθεια να ψηλαφηθούν οι σύνθετες αιτίες της μετανάστευσης και της πολιτικής προσφυγιάς και σε αρκετές ιστορίες οι πραγματικές αιτίες διαχωρισμού και αντιπαλότητας μεταξύ των ανθρώπων.

Το σχετικό σημείωμα του εκδότη επισημαίνει: «Στόχος […] είναι η αποσαφήνιση (μέσα από ένα πιο προσιτό μέσο, όπως η λογοτεχνία) των πραγματικών αιτιών των κοινωνικών αντιθέσεων, που βρίσκονται στην ταξική θέση του κάθε ανθρώπου μέσα στα εκμεταλλευτικά συστήματα. […] Η προσέγγιση του θέματος με πιο κατανοητούς στα παιδιά τρόπους είναι δυνατό να συμβάλει στην ανάπτυξη του πνεύματος αλληλεγγύης μεταξύ των μεταναστών και των Ελλήνων εργαζομένων, να καλλιεργήσει το σεβασμό στη διαφορετικότητα και να προωθήσει τη φιλία ανάμεσα στους λαούς».

Οι είκοσι ιστορίες της συλλογής διαδραματίζονται τόσο σε αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία. Πρωταγωνιστές τους είναι μικροί και μεγάλοι που αντιπροσωπεύουν διάφορους χαρακτήρες και συμπεριφορές, εκπροσωπούν διαφορετικές προσωπικότητες.

Αποτυπώνονται σκέψεις ελληνόπουλων σχετικά με τη μετανάστευση πώς την αντιλαμβάνονται μέσα από την εμπειρία του οικογενειακού ή σχολικού περιβάλλοντός τους, μέσα στη γειτονιά. Ταυτόχρονα αναδεικνύονται και οι σκέψεις των παιδιών μεταναστών, πολλά από τα οποία αναγκάστηκαν να μεγαλώσουν πολύ πιο γρήγορα από την ηλικία τους. Πολλά παιδιά πέρασαν «δια πυρός και σιδήρου» για να φτάσουν στην Ελλάδα, αναγκάστηκαν να βγουν στη παραγωγή πολύ πιο γρήγορα από τα συνομήλικά τους ελληνόπουλα. Πολλές οικογένειες μεταναστών είναι μισές οικογένειες, αφού συχνά η μητέρα ή ακόμα και ο πατέρας μαζί με κάποια από τα αδέλφια έχουν μείνει πίσω στην πατρίδα τους.

Στις σελίδες της συλλογής βρίσκουμε προβληματισμούς ελληνόπουλων για το τι οδήγησε τους συμμαθητές τους να φύγουν από τις χώρες τους και να έρθουν στην Ελλάδα. Αποτυπώνονται σκέψεις για την σχέση των γονιών τους ως μέλη της εργατικής τάξης με τους γονείς των μεταναστών συμμαθητών τους. Ταυτόχρονα αποτυπώνονται και οι προβληματισμοί και οι σκέψεις παιδιών μεταναστών, παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από γονείς μετανάστες, που βαφτίστηκαν ορθόδοξα και πήραν ανάλογα ονόματα, το άγχος των γονιών τους να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία και τα δικά τους ερωτήματα, τελικά πού ανήκουν, αν είναι ξένοι ή Ελληνες.

Η έκδοση διαπαιδαγωγεί για την ανάγκη της αλληλεγγύης και της φιλίας ανάμεσα στα παιδιά Ελλήνων και μεταναστών εργατών, αλληλεγγύη και φιλία όχι θεμελιωμένη στα υποκριτικά καλέσματα του «κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου» που διακηρύσσει την «πολυπολιτισμικότητα» και το ότι «όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι» στα πλαίσια ενός συστήματος που συντηρεί και αναπαράγει την ταξική ανισότητα.

Στη ρίζα της φιλίας και της αλληλεγγύης που προωθεί η έκδοση βρίσκεται η ταξική αλληλεγγύη, η συνειδητοποίηση μέσα από πολύ διαφορετικές εμπειρίες και δρόμους πως αυτό που ενώνει ελληνόπουλα και μεταναστόπουλα είναι ότι είναι παιδιά της ίδιας τάξης.

Σε πολλά από τα διηγήματα που προβάλλονται στην έκδοση αναδεικνύεται ο σημαντικός ρόλος του εκπαιδευτικού στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στην προβολή αξιών και ιδανικών. Ο χαρακτήρας του εκπαιδευτικού που προβάλλεται στα περισσότερα των διηγημάτων είναι αυτός που πρέπει να έχουν οι κομμουνιστές εκπαιδευτικοί και οι συνεργαζόμενοι με αυτούς αγωνιστές, ο εκπαιδευτικός που συγκρούεται με την επίσημη αστική διδασκαλία, με το επίσημο πρόγραμμα διαπαιδαγώγησης, με τα προγράμματα της ΕΕ που υλοποιούνται στα σχολεία, σύγκρουση με οποιοδήποτε κόστος στην επαγγελματική του προοπτική.

Η έκδοση «Γεια σου, φίλε!» μπορεί να διαβαστεί και από μεγαλύτερους, καθώς μπορεί να αποτελέσει μια καλή αφορμή διαλόγου ανάμεσα σε παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικούς.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. «Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 2009, σελ. 46.

2. Β. Λένιν: «Πώς να οργανώσουμε την άμιλλα;», «Για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση», συλλογή κειμένων, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 33-34.