Η περίοδος που διανύουμε, με την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, τη μαζική ανεργία και την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, προσφέρεται για να κατανοηθεί ότι το σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης είναι ιστορικά ξεπερασμένο. Ακόμα όμως και σε αυτές τις συνθήκες οι καπιταλιστικές σχέσεις φαντάζουν αιώνιες, καθώς αυτή η αντίληψη διαμορφώνεται αντικειμενικά πάνω στο έδαφος των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων. Η παραπάνω άποψη ενισχύεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα και η αστική προπαγάνδα συστηματικά καλλιεργούν την αντίληψη πως οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής είναι οι μόνες «φυσικές» - αυτές που ανταποκρίνονται στην ανθρώπινη φύση.
Είκοσι χρόνια μετά την αντεπανάσταση και την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ενωση και τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, είναι ακόμα πιο δύσκολο -ιδιαίτερα για τις νεότερες ηλικίες- να κατανοηθεί πώς ήταν η παραγωγή χωρίς καπιταλιστές. Συχνά εργαζόμενοι, σπουδαστές - φοιτητές, ακόμα και μαθητές γυμνασίου θέτουν στους κομμουνιστές το ερώτημα: «μπορούν να δουλέψουν και να ζήσουν οι εργάτες δίχως καπιταλιστές;».
Η λογοτεχνική αφήγηση είναι ένα καλό μέσο για να έρθουμε σε επαφή με την καθημερινότητα μιας ιστορικής περιόδου - τις συνθήκες ζωής, τα προβλήματα που μπαίνουν προς αντιμετώπιση, τον τρόπο αντιμετώπισής τους. Δεκάδες είναι τα έργα από τη σοβιετική λογοτεχνία που κυκλοφορούν στα ελληνικά από τις εκδόσεις της «Σύγχρονης Εποχής», στα οποία αποτυπώνεται η δράση των εργατών και της συνειδητής και οργανωμένης πολιτικής τους πρωτοπορίας -του ΚΚ- σε περιόδους της ταξικής πάλης όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση, ο εμφύλιος και η ιμπεριαλιστική επέμβαση, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος.
Το έργο του Βσέβολοντ Κοτσέτοφ με τίτλο «Οι Ζουρμπίν» διαφέρει από τα παραπάνω στο γεγονός ότι αναφέρεται σε μια κάπως πιο «ειρηνική» περίοδο, στα πρώτα χρόνια μετά το 1950, σε περίοδο που η ΕΣΣΔ είχε επιτύχει την ανοικοδόμηση από τις τεράστιες καταστροφές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έβαζε το καθήκον αντιμετώπισης νέων προβλημάτων που εμφανίζονταν στην παραγωγή με την παραπέρα ανάπτυξη και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων.
Για εκείνη την περίοδο το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ έχει εκτιμήσει ότι: «Μια νέα δυναμική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτούσε εμβάθυνση και επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων. Η καθυστέρηση των δεύτερων αφορούσε: Τον κεντρικό σχεδιασμό, την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής, την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω, την εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής, την υπαγωγή των πιο αναπτυγμένων συνεταιρισμών στην άμεση κοινωνική παραγωγή»1.
Ζουρμπίν είναι το επίθετο μιας εργατικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας -τρεις γενιές εργάτες- αποτελούν τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος. Μέσα από τις βιωματικές αναφορές των μελών της οικογένειας δίνεται η πορεία μέσα από την οποία διαμορφώθηκε η σοβιετική κοινωνία έως το 1952. Ο προπάππος Ματβέι Ζουρμπίν ανδρώθηκε στις συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας, σακατεύτηκε στα μέτωπα του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου, πήρε μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση ως ναύτης του Αβρόρα. Ο γιος του, Ιλία Ζουρμπίν, αντιπροσωπεύει την εποχή της εκβιομηχάνισης και της πολιτικής «ολομέτωπης επίθεσης του σοσιαλισμού», ενώ οι γιοι του Ιλία, ο Αντόν και ο Βίκτωρ, έχουν πολεμήσει στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού από τη ναζιστική επίθεση.
Ηδη από τις πρώτες γραμμές ο συγγραφέας επιδιώκει να αναδείξει τη δύναμη της εργατικής τάξης που έχει απελευθερωθεί από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Το έργο ξεκινάει με μια σειρά ντουφεκιές που αντηχούν τη νύχτα της Πρωτομαγιάς και προκαλούν ανησυχία. Ποια η αιτία; «Ενας εργάτης γεννήθηκε. Αυτό αξίζει είκοσι ομοβροντίες» απαντάει ο Ιλία Ματβέγιεβιτς Ζουρμπίν, ο παππούς του νεογέννητου.
Οι ήρωες του έργου είναι εργάτες και εργάτριες, συγκολλητές, μονταδόροι, πιρτσινωτές, μοντελάδες, οικοδόμοι, σχεδιαστές και τεχνικοί επιστήμονες. Ολοι εργαζόμενοι στον κοινωνικό τομέα της παραγωγής, συγκεκριμένα στα ναυπηγεία «Λάντα» και κατοικούν στην εργατική πολιτεία που είναι χτισμένη γύρω από αυτά.
Το μυθιστόρημα του Β. Κοτσέτοφ αποτελεί ένα από τα αξιόλογα λογοτεχνικά έργα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Οχι μόνο δεν ωραιοποιεί την υπάρχουσα κατάσταση εκείνης της περιόδου, αλλά, αντίθετα, προσπαθεί να εντοπίσει με ρεαλιστικό τρόπο ελλείψεις και προβλήματα. Αναδεικνύει σειρά επιβιώσεων της παλιάς κοινωνίας, καθώς και κοινωνικά φαινόμενα προς αντιμετώπιση, όπως η έλλειψη κομμουνιστικής στάσης απέναντι στην εργασία, η σχέση του ατομικού συμφέροντος έναντι του κοινωνικού κλπ.
Κεντρική ιδέα του έργου είναι η ανάγκη του γρήγορου τεχνικού επανεξοπλισμού της παραγωγής στη Σοβιετική Ενωση εκείνη την εποχή. Αυτός ήταν στόχος που ανταποκρινόταν στο βασικό οικονομικό νόμο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Κίνητρο της παραγωγής στον καπιταλισμό είναι το κέρδος του καπιταλιστή - η απόσπαση της υπεραξίας από την εκμετάλλευση του εργάτη. Αντίθετα, στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, ακόμα και στα πρώτα του βήματα, κίνητρο της παραγωγής είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Αυτό προϋποθέτει την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας με την αξιοποίηση της τεχνολογίας, την εξοικονόμηση χρόνου εργασίας, την εξοικονόμηση πρώτων υλών, τον περιορισμό αστοχιών στην παραγωγή, την περιφρούρηση του κοινωνικού προϊόντος. Την εποχή που γράφεται το βιβλίο, τα παραπάνω έμπαιναν ως κριτήριο για την αξιολόγηση της αποδοτικότητας της παραγωγής και της ατομικής στάσης απέναντι στην εργασία.
Βασικό ζήτημα που απασχολούσε τους Ζουρμπίν και τους εργάτες των ναυπηγείων «Λάντα» ήταν οι νέες κατευθύνσεις που έμπαιναν από τον κεντρικό σχεδιασμό και αφορούσαν τη ριζική αναμόρφωση των ναυπηγείων χωρίς να διακοπεί η παραγωγή. Το νέο σχέδιο έθετε το καθήκον της επιστημονικής οργάνωσης της εργασίας, καθώς και τη στέγαση όλου του συγκροτήματος των ναυπηγείων που ήταν ανοιχτό και εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες, την αντικατάσταση της παλιάς μεθόδου του πιρτσινώματος με νέες αυτόματες μηχανές ηλεκτροσυγκόλλησης, καθώς και τη συναρμολόγηση των διαφόρων τμημάτων του καραβιού σε γραμμή παραγωγής.
Παρά την αρχική αμηχανία των εργατών μπροστά στα νέα καθήκοντα και ορισμένη αμφιβολία σε σχέση με τη χρησιμότητα των νέων τεχνολογικών μεθόδων, η δύναμη της συνήθειας, οι παλιοί τρόποι δουλειάς ξεπερνιούνται και με αυταπάρνηση οι εργάτες στην πλειοψηφία τους ρίχνονται στην κοινή προσπάθεια για την ανακατασκευή του ναυπηγείου και την επανακατάρτισή τους.
Γράφει ο συγγραφέας: «Αυτή ήταν η περίπτωση των ναυπηγείων της Λάντα. Κάθε πρωινό καμιόνια τραβούσαν το ένα πίσω από το άλλο για το σταθμό και έφερναν ανθρώπους που χωρίς να βιάζονται απίθωναν δίπλα στο άγαλμα του Λένιν κασελάκια και βαλίτσες στραπατσαρισμένα, δεμένα με χοντρά σχοινιά. Φουμάρανε και κοίταζαν γύρω τους περιμένοντας τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του προσωπικού και τους διαχειριστές των εστιών. Δεν ήταν άνθρωποι πρωτοτάξιδοι. Το ίδιο είχαν περιμένει, είχαν καπνίσει με την ησυχία τους καθισμένοι επάνω στα μπαγκάζια τους στις καυτερές στέπες στα Νότια Ουράλια. Σαν έφευγαν από κει πέρα, άφηναν πίσω τους καινούριες πολιτείες και υψικάμινους. Με αυτό το έμπειρο βλέμμα αγκάλιαζαν τις όχθες του Δνείπερου που ήταν να σμίξουν με το φράγμα του Ντιεπρογκρές. Παρουσιάζονταν στο Βορρά, στο Αλτάι, στις ερήμους του Μπαλκάς, στον Αμούρ και οι χαρτογράφοι που είχαν πάει σε αυτά τα μέρη ύστερα από αυτούς, ήταν υποχρεωμένοι να ξαναφτιάξουν και να ξανατυπώσουν τους χάρτες της χώρας».
Η εργατική εξουσία θεσπίζει ως υποχρέωση την εργασία για όλους τους ικανούς προς εργασία, αφού κανένας δεν νοείται να ζει από την εργασία των άλλων. Ωστόσο, η υποχρέωση για εργασία από μόνη της δεν επαρκεί για την άνοδο της κοινωνικής παραγωγής. Στους «Ζουρμπίν», μέσα από τη δράση των διαφόρων χαρακτήρων, αναδεικνύεται η σημασία της συνειδητοποίησης του κοινωνικού συμφέροντος ως ουσιαστικού κινήτρου για την ατομική συμβολή στην κοινωνικά οργανωμένη εργασία. Με ένα τέτοιο πνεύμα συμπαρασύρονται και όσοι αργοπορούν, ενώ ταυτόχρονα παίρνονται συλλογικά μέτρα από τους ίδιους τους εργάτες για όσους δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους στην παραγωγή. Διαμορφώνεται το περιβάλλον για την άνοδο της ατομικής συμβολής στη συλλογική προσπάθεια.
Ο Λένιν, αμέσως μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, κατά την έναρξη του εμφυλίου και σε συνθήκες που ακόμα δεν είχε κριθεί η επιβίωση της νεαρής επαναστατικής εργατικής εξουσίας, έγραφε χαρακτηριστικά:
«Ο σοσιαλισμός όχι μόνο δεν σβήνει την άμιλλα, μα αντίθετα, δημιουργεί για πρώτη φορά τη δυνατότητα να εφαρμοστεί η άμιλλα σε πραγματικά πλατιά κλίμακα, σε μαζική έκταση, να τραβηχτεί πραγματικά η πλειοψηφία των εργαζομένων στο στίβο μια δουλειάς όπου μπορούν να αναδειχτούν, να αναπτύξουν τις ικανότητές τους, να φανερώσουν τα ταλέντα, που αστείρευτη πηγή τους είναι ο λαός και που ο καπιταλισμός τα τσαλαπατούσε, τα πίεζε, τα έπνιγε κατά χιλιάδες και εκατομμύρια […]
Για πρώτη φορά ύστερα από αιώνες δουλειάς για τους ξένους, καταναγκαστική εργασία για τους εκμεταλλευτές, παρουσιάζεται η δυνατότητα της εργασίας του ανθρώπου για το εαυτό του, και μάλιστα εργασίας που στηρίζεται σε όλες τις κατακτήσεις της νεότερης τεχνικής και του πολιτισμού»2.
Στο έργο του Β. Κοτσέτοφ είναι χαρακτηριστικό το εξής παράδειγμα:
Ο Βίκτορ Ζουρμπίν, που πριν τον πόλεμο ήταν επιπλοποιός πλοίων, στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ειδικεύτηκε ως μοντελάς, δηλαδή κατασκεύαζε τα ξύλινα ομοιώματα τμημάτων του πλοίου, ώστε με βάση αυτά να κόβονται σωστά τα κομμάτια της μεταλλικής λαμαρίνας. Παράλληλα με την εργασία του προσπαθεί να κατασκευάσει (και το πετυχαίνει) ένα μηχάνημα που να εκτελεί πολλές εργασίες κατεργασίας του ξύλου, οι οποίες μέχρι τότε γίνονταν χειρονακτικά και έτσι να αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας στην ειδικότητά του και συνολικά. Γι’ αυτό το σκοπό ο Βίκτορ, με τη βοήθεια της νεαρής μηχανικού Ζίνα, στέλνουν δεκάδες γράμματα σε εργοστάσια, σε ερευνητικά ιδρύματα και σύντομα κατακλύζονται από δεκάδες ειδικές τεχνικές μπροσούρες, σχετικές μελέτες που βρίσκονταν ακόμα στο στάδιο της έρευνας, σταχανοφικά έντυπα των διαφόρων εργοστασίων που ανέπτυσσαν θέματα τεχνολογίας από τους ίδιους του εργάτες της παραγωγής.
Φυσικά και ο καπιταλισμός αξιοποιεί τις καινοτόμες ιδέες, τις ευρεσιτεχνίες, όμως για το σκοπό του κέρδους. Ετσι αξιοποιούνται από το μεγαλύτερο κεφάλαιο, το μονοπώλιο, με στόχο να πλήξουν τον αντίπαλό τους στα πλαίσια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Γι’ αυτό το λόγο ο καπιταλιστής που πρωτοπορεί ή καινοτομεί εξασφαλίζει με το επιχειρηματικό απόρρητο και την πατέντα, την ιδιοκτησία του πάνω στην όποια τεχνική πρόοδο. Αντίθετα, όπως αποτυπώνεται στους «Ζουρμπίν», εκείνη την εποχή όχι μόνο δεν υπήρχε επιχειρηματικό απόρρητο, αλλά τα κρατικά εργοστάσια διέθεταν γραφεία τεχνικών πληροφοριών και ήταν υποχρεωμένα να τις παρέχουν στους Σοβιετικούς τεχνίτες, ώστε με αυτό τον τρόπο να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας με την εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών προς όφελος της κοινωνίας. Ο ουσιαστικός λόγος που επιτρέπει και επιβάλλει αυτή τη διαδικασία είναι το γεγονός ότι ανάμεσα στις επιχειρήσεις του κοινωνικού τομέα της παραγωγής δεν υπάρχει ξεχωριστός ιδιοκτήτης και ανταγωνισμός - ανήκουν στο κράτος της εργατικής τάξης.
Οι αναγνώστες του βιβλίου θα συνειδητοποιήσουν ότι υπήρχε άλλος δρόμος από αυτόν που ακολουθήθηκε μετά τη στροφή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ (1956) και τις «μεταρρυθμίσεις Κοσύγκιν» της δεκαετίας του 1960, οι οποίες εισήγαγαν την οικονομική αυτοτέλεια και ιδιοσυντήρηση των κρατικών επιχειρήσεων, τον ανταγωνισμό μεταξύ τους και την κατηγορία του κέρδους σε χρηματική μορφή για την αξιολόγηση των παραγωγικών μονάδων.
Σίγουρα οι «Ζουρμπίν» ως λογοτεχνικό έργο δεν μπορούν να δώσουν ολοκληρωμένη απάντηση. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στο ίδιο το έργο αναδεικνύονται φαινόμενα που εκ των υστέρων αποδείχτηκαν τρωτά, όπως η άμβλυνση της αντίληψης ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται και στο εσωτερικό της χώρας, αφού ακόμα υπάρχουν ουσιαστικές κοινωνικές διαφορές και αντιθέσεις. Ακόμη, η ανάγκη ανόδου της παραγωγής πολλές φορές αναδεικνύεται με ορισμένη μονομέρεια, κυρίως ως μέσο για την ενίσχυση της διεθνούς θέσης της ΕΣΣΔ ως παράγοντα ειρήνης ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και όχι ως όρος για την επέκταση και πλήρη κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων.
Το σπουδαίο αυτό έργο γνώρισε πολλές εκδόσεις, ενώ το 1954 γυρίστηκε σε κινηματογραφική ταινία με τον τίτλο «Η μεγάλη οικογένεια». Οι δεκάδες χαρακτήρες του βιβλίου, οι διαπροσωπικές τους σχέσεις, ο πλούτος των συναισθημάτων και των συμπεριφορών, δεμένα με τη συλλογική ιστορική διαδρομή της εργατικής τάξης από την επανάσταση του 1917 έως την εποχή που γράφεται το βιβλίο, συγκροτούν ένα καλό λογοτεχνικό έργο που απευθύνεται πρώτα απ’ όλους στη σύγχρονη εργατική τάξη και τη νεολαία.
«Οι Ζουρμπίν» δίνουν καθαρή απάντηση: Η εργατική τάξη μπορεί να ζήσει χωρίς καπιταλιστές, πολύ περισσότερο σήμερα που οι υλικοί όροι είναι πολύ πιο ώριμοι από τη Ρωσία του 1917. Το ζητούμενο είναι ανάλογα προς τη δυνατότητα ν’ αναπτυχθεί ο υποκειμενικός παράγοντας για να δώσει λύση στο κρίσιμο ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού, της κατάκτησης της εξουσίας.