Βιβλιοπαρουσίαση: "Τα κόκκινα τετράδια της Κομμούνας"


ΚΟΜΕΠ

ΜΑΞΙΜ ΒΙΓΙΟΜ

Τα κόκκινα τετράδια της Κομμούνας

Οι σημειώσεις μου

εκδ. Σύγχρονη Εποχή

 

Για την επέτειο των 150 χρόνων από την πρώτη «έφοδο στους ουρανούς» η Σύγχρονη Εποχή εξέδωσε για πρώτη φορά στα ελληνικά το σημαντικό αυτό έργο του Μαξίμ Βιγιόμ με τίτλο: Τα κόκκινα τετράδια της Κομμούνας. Οι σημειώσεις μου. Πρόκειται για τις ημερολογιακές του σημειώσεις από τις μέρες της Κομμούνας, μέσα από τις οποίες με ιδιαίτερη αφηγηματική ζωντάνια και παραστατικότητα αποτυπώνονται τα συγκλονιστικά γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία του παγκόσμιου εργατικού και επαναστατικού κινήματος.

Ο Μαξίμ Βιγιόμ (Maxime Vuillaume, 1844-1925) σπούδασε Μηχανική στη σχολή Ecole des mines. Στα χρόνια της νιότης του, στο Παρίσι, ήρθε σε επαφή και παρακολουθούσε επαναστατικούς κύκλους. Κατά τη διάρκεια της Κομμούνας εξέδιδε μαζί με τους Οϋγκέν Βερμέρς (Eugene Vermersh, 1845-1878) και Αλφόνς Ουμπέρ (Alphonse Jean Joseph Humbert, 1844-1922) την εφημερίδα Le Pere Duchene (Ο Μπαρμπα-Ντουσέν), η οποία κυκλοφόρησε από τις 6.3.1871 μέχρι και τις 22.5.1871. Μετά την ήττα της Κομμούνας, ο Βιγιόμ κατάφερε να διαφύγει και να βρει καταφύγιο μαζί με άλλους Κομμουνάρους στην Ελβετία. Επέστρεψε στη Γαλλία μετά την «αμνηστία» που δόθηκε το 1880 ύστερα από σκληρούς αγώνες του γαλλικού λαού κι εργάστηκε ως δημοσιογράφος.

Τα Κόκκινα τετράδια της Κομμούνας του Μαξίμ Βιγιόμ αποτελούν ένα ιστορικής σημασίας ντοκουμέντο για τα γεγονότα της Κομμούνας, καθώς μέσα από την αφήγηση-μαρτυρία του συγγραφέα έρχονται στο φως στοιχεία για τις 72 μέρες που η κόκκινη σημαία ανέμιζε στο Κεντρικό Δημαρχείο του Παρισιού, αυτές τις 72 μέρες που απέδειξαν με τον πιο εμφατικό τρόπο ότι η εργατική τάξη και ο λαός έχουν τη δύναμη να ορθώσουν το ανάστημά τους ενάντια στους εκμεταλλευτές τους.

Μέσα από τα Κόκκινα τετράδια αναδύεται η ακριβής απόδοση των πραγματικών γεγονότων –τα οποία σε ορισμένα σημεία αποτελούν ακόμα και ιστορικά τεκμήρια– των 72 ημερών της Κομμούνας. Άλλωστε, ο Βιγιόμ είναι αυτόπτης μάρτυρας, συμμετέχει στα γεγονότα της Κομμούνας και διηγείται το πώς πολέμησε, πώς πολέμησαν οι άλλοι, πώς αγωνίστηκε το προλεταριάτο του Παρισιού εκείνες τις συγκλονιστικές μέρες του 1871. Όπως βέβαια είναι φυσικό, η αφήγησή του δεν είναι δυνατό να είναι απαλλαγμένη από τις γενικότερες θεωρητικές αδυναμίες των πρωταγωνιστών της Κομμούνας αναφορικά με το χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας και του έθνους, οι οποίες έχουν επισημανθεί και στα συμπεράσματα που αποτυπώθηκαν στο έργο των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν.

Αυτό όμως δε μειώνει στο ελάχιστο τη μεγάλη αξία του συγκεκριμένου έργου, που έχει γραφτεί από έναν εκ των ηρώων που –όπως ο ίδιος σημειώνει– «ρίχτηκαν» στην Κομμούνα «με όλο το πάθος και τον ενθουσιασμό της νιότης» τους.

«28 Μάρτη. Τέσσερις η ώρα. Βρίσκομαι στη μέση του άρθρου μου. Δε μου διαφεύγει καθόλου ότι την ίδια στιγμή η πλατεία του Δημαρχείου γιορτάζει. Η Κομμούνα ανακηρύσσεται επίσημα. Το άρθρο όμως; Πρέπει να μείνω... Μπουμ. Μια κανονιά. Τεντώνω το αφτί. Πρέπει να ξαναπιάσω την πένα... Μα, όχι! Γρήγορα! Γρήγορα στην πλατεία Γκρεφ. Τρέχοντας κατεβαίνω την οδό Μονμάρτρης. Στην οδό Ριβολί, όσο φτάνει το μάτι, δε βλέπεις παρά μόνο στολές, σημαίες που ανεμίζουν, ξιφολόγχες που σπινθηρίζουν. Η μουσική παίζει πολύ δυνατά. Δέκα, είκοσι, εκατό τάγματα βρίσκονται εκεί. Παρελαύνουν και εξαφανίζονται μέσα στην πολύχρωμη θάλασσα που ξεχύνεται στην πλατεία του Δημαρχείου.»

Η μετάφραση των Κόκκινων τετραδίων της Κομμούνας που παρουσιάζει η Σύγχρονη Εποχή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έγινε από τα γαλλικά και τα ρωσικά. Το κείμενο του Βιγιόμ έχει χωριστεί σε τέσσερις βασικές ενότητες: Η 1η ενότητα περιλαμβάνει τα γεγονότα της «Ματωμένης Βδομάδας». Η 2η περιλαμβάνει τα γεγονότα που εκτυλίχτηκαν από το Σεπτέμβρη του 1870 μέχρι και τις μέρες της Κομμούνας. Η 3η ενότητα περιλαμβάνει γεγονότα από τη ζωή των εξόριστων Κομμουνάρων, ενώ στην 4η βλέπουμε πώς εξελίσσεται η ζωή των Κομμουνάρων μετά την αμνηστία του 1880.

Η μια εικόνα διαδέχεται την άλλη. Οι χαιρετιστήριοι λόγοι στα τάγματα που ξεκινούν για το μέτωπο, οι μάχες στους δρόμους του Παρισιού, τα οδοφράγματα, αλλά και οι ελπίδες που εκμυστηρεύονται οι Κομμουνάροι μεταξύ τους για την έκβαση του αγώνα τους.

«Σημαίες κυματίζουν σε όλα τα παράθυρα. Όλα τα μπαλκόνια είναι γεμάτα από παρέες. Και εκεί ψηλά, μέσα από τις αστραφτερές ακτίνες του ήλιου να την διαπερνούν, η κόκκινη σημαία, αυτή που είχε υψωθεί την επομένη της νίκης στη Μονμάρτη.»

Την αλησμόνητη μέρα της ανακήρυξης της Κομμούνας, στην πλατεία του Κεντρικού Δημαρχείου, ακολουθεί το γκρέμισμα της Στήλης του Βαντόμ – μια πράξη πρόκλησης για τον παλιό κόσμο.

«Τρεις και μισή. Τραβάμε. Κρακ... Το βαρούλκο υποχωρεί, δεν άντεξε. Τα σκοινιά τεντώνονται... Μουρμουρητά απογοήτευσης. Λέγεται ότι υπάρχουν τραυματίες. Θα ψάξουν και γι’ άλλες τροχαλίες. Ολόκληρη ώρα αναμονής (…) Και βέβαια το σκοινί μπορεί γι’ ακόμη μια φορά να τεντωθεί χωρίς αποτέλεσμα... Από τα μάτια μου σα να πέρασε στιγμιαία κάτι σα φτεροκόπημα ενός γιγάντιου πτηνού... Ένα τερατώδες ζιγκ ζαγκ. Α! Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτήν την τεράστια σκιά να διασχίζει την κόρη του ματιού μου. Πλαφ! Και... Σύννεφα σκόνης... Όλα τελείωσαν. Η Στήλη βρίσκεται κάτω, είναι στη γη, έγινε κομμάτια και τα πέτρινα σωθικά της άνοιξαν στον αέρα. Ο Καίσαρας πλαγιάζει ανάσκελα, αποκεφαλισμένος. Το δαφνοστεφανωμένο κεφάλι του έχει κυλίσει, σαν κολοκύθα, ως την άκρη του πεζοδρομίου.»

Στη συνέχεια, αποτυπώνονται οι τρομερές φρικαλεότητες, η μανία της αστικής τάξης απέναντι στους Κομμουνάρους κατά τη διάρκεια της «Ματωμένης Βδομάδας», όπως και οι συνθήκες ζωής στην εξορία για τους Κομμουνάρους που δεν εκτελέστηκαν.

«Τρομερό το θέαμα της επόμενης μέρας μετά από τη νίκη. Οι δρόμοι είναι σκαμμένοι με λακκούβες. Τα σπίτια έχουν γδαρθεί από οβίδες και σφαίρες. Τα λιθόστρωτα είναι ή μαύρα ή κόκκινα. Μαύρα από μπαρούτι, κόκκινα από αίμα. Τα πεζοδρόμια είναι σπαρμένα με χίλια δυο πράγματα, που πετάχτηκαν τη νύχτα από τα παράθυρα(…). Στη γωνία που ανοίγεται μπροστά μου, μισή ντουζίνα πτώματα. Από ένα, όπως είναι διπλωμένο στη μέση, φαίνεται το φριχτά ανοιγμένο κεφάλι, ματωμένο και αδειανό.»

Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει και αποτελεί ανεκτίμητο ιστορικό ντοκουμέντο η –για πρώτη φορά και με μεγάλη ακρίβεια– διαφωτιστική περιγραφή του ρόλου του Νομισματοκοπείου στη διάρκεια της Κομμούνας. Σε αυτό σημειώνεται χαρακτηριστικά για την τελευταία μέρα λειτουργίας του (24 Μάη 1871): «Ήταν περίπου τέσσερις η ώρα, όταν διασχίζαμε την πλατεία, γεμάτη με τάγματα έτοιμα να σταλούν στη γραμμή του πυρός (…) Οι καρότσες σταμάτησαν μπροστά στο Δημαρχείο, όπου είχε μεταφερθεί από το πρωί η Κομμούνα. Οι φρουροί μετέφεραν στον πρώτο όροφο τα τσουβάλια και τα καλάθια με τα 153.000 φράγκα, για την παράδοση των οποίων ο υπεύθυνος των οικονομικών μού έδωσε απόδειξη. Αυτά τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για να πληρωθούν οι μισθοί των τελευταίων μαχητών. Οι φρουροί του 232ου Τάγματος, που συνόδευαν το φορτίο, έλαβαν ο καθένας ένα κέρμα των πέντε φράγκων. Έχοντας ολοκληρώσει αυτήν την αποστολή μου, πήγα με τον Βερμορέλ να επιθεωρήσω τα γειτονικά οδοφράγματα. Αυτή ήταν, αγαπητέ Βιγιόμ, η ιστορία της τελευταίας μέρας του Νομισματοκοπείου της Κομμούνας.»

Στις σημερινές συνθήκες, 150 χρόνια από τότε που η εργατική τάξη του Παρισιού έκανε την πρώτη της απόπειρα ν’ αποτινάξει από πάνω της το ζυγό των εκμεταλλευτών της, η μελέτη της πείρας της Κομμούνας αποτελεί εφόδιο για την οργάνωση του αγώνα που θα οδηγήσει στη νέα μεγάλη νίκη της εργατικής τάξης, η οποία θα καταργήσει οριστικά και αμετάκλητα τη δικτατορία της αστικής τάξης.

«Όσο μακριά μπορεί να φτάσει το βλέμμα βλέπεις μόνο πηλήκια να κινούνται, ξιφολόγχες ν’ αστράφτουν, λάβαρα ν’ ανεμίζουν. (…) Το πλήθος φωνάζει, τραγουδά, ουρλιάζει, μουγκρίζει. Τι τραγουδάει; Μασσαλιώτιδα. Τι φωνάζει; “Ζήτω η Κομμούνα!”».