Οι πλευρές αυτές εξηγούν γιατί είναι αδύνατη η ουσιαστική βελτίωση για το λαό από οποιοδήποτε σύστημα διακυβέρνησης του καπιταλισμού. Γιατί δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει αστικό κόμμα που να υλοποιήσει φιλολαϊκή πολιτική.
Η τάση αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης είναι καθοριστικό στοιχείο του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφού πρόκειται για τον καθοριστικό παράγοντα που μπορεί να αντιταχτεί, μερικώς τουλάχιστον, στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Γι’ αυτό η καπιταλιστική ανάπτυξη αναγκαστικά περνάει μέσα από τη σχετική εξαθλίωση των εργαζόμενων, δηλαδή μέσα από τη μείωση του μεριδίου τους στην κοινωνική πίτα, που δεν είναι άλλο παρά από την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Η τάση αυτή μάλιστα μετατρέπεται και σε απόλυτη εξαθλίωση, σε απόλυτη μείωση της ποσότητας των μέσων συντήρησης που χρησιμοποιεί ο εργάτης.
Τη 15ετία που εξετάζουμε, η κρατική πολιτική και η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη οδήγησαν τόσο σε σχετική όσο και σε απόλυτη εξαθλίωση των εργαζόμενων.
Σε φάσεις κρίσης, συρρίκνωσης της παραγωγής και πίεσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, για παράδειγμα στη λεγόμενη περίοδο των μνημονίων και στην περίοδο της κρίσης 2020-2022, οι εργαζόμενοι χάνουν απόλυτα. Το εργατικό-λαϊκό εισόδημα μειώνεται, οι τιμές αυξάνονται ή συμβαίνουν και τα δύο παράλληλα, είτε με την περιοριστική πολιτική των μνημονίων είτε με τη σημερινή επεκτατική πολιτική. Το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος σφαγής των δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Η περιοριστική πολιτική, με περικοπές μισθών και δικαιωμάτων, χτυπά ευθέως το εργατικό-λαϊκό εισόδημα. Η επεκτατική πολιτική χτυπά το λαϊκό εισόδημα έμμεσα. Οι εργαζόμενοι βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να καταβαραθρώνεται είτε λόγω των πληθωριστικών αυξήσεων στις τιμές των εμπορευμάτων που οδηγεί σε ακρίβεια, είτε λόγω μιας εκτίναξης του κρατικού χρέους που θα κληθούν να το πληρώσουν οι εργαζόμενοι την επόμενη μέρα.
Την περίοδο 2016-2020, στη φάση της σταθεροποίησης και μιας ισχνής ανάπτυξης, οι εργαζόμενοι είδαν ενδεχομένως και σχετική σταθεροποίηση των μισθών, σε μια περίοδο όμως επέκτασης της παραγωγής και της κερδοφορίας σε ορισμένους κλάδους. Το γνωστό παράδειγμα στον τουρισμό, που η εκτόξευση τζίρου και κερδών βασίστηκε στους χαμηλούς μισθούς, είναι αποκαλυπτικό για τη σχέση μισθών και κερδών.
Η ιστορική πείρα έρχεται να εξηγηθεί από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία που αποδεικνύει ότι κάθε μορφή διαχείρισης, κάθε μορφή διακυβέρνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, άσχετα με το αν ο διαχειριστής είναι μπλε, πράσινος, ροζ ή οποιουδήποτε άλλου χρώματος, δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικό αποτύπωμα στα εργατικά-λαϊκά στρώματα. Η σιδερένια εξίσωση δείχνει ότι αύξηση μισθών και εισοδήματος του λαού και κέρδη του κεφαλαίου είναι σε τελευταία ανάλυση αντίθετα και γι’ αυτό, όσο η εξουσία βρίσκεται στις δυνάμεις του κεφαλαίου, τελικά όσο υπάρχει μισθός, οι εργαζόμενοι θα χάνουν. Μάλιστα, η αύξηση της μάζας του κέρδους απαιτεί αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης προκειμένου να διατηρείται το ποσοστό κέρδους σε ικανοποιητικό επίπεδο.
Η καπιταλιστική ανάπτυξη, τα κέρδη του κεφαλαίου προϋποθέτουν σχετική εξαθλίωση των εργαζόμενων, άσχετα με το αν η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης γίνεται με άμεση μείωση του μισθού ή με αναδιανομή του εισοδήματος μέσα από φόρους ή και τον πληθωρισμό. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Κ. Μαρξ:
«Η γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει, αλλά να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών.»6
Οι θεωρητικές αυτές εξηγήσεις μπορούν να ερμηνεύσουν την κρατική πολιτική της τελευταίας 15ετίας. Μπορούν όμως κυρίως να προβλέψουν το μέλλον. Η επόμενη κυβέρνηση θα είναι χειρότερη.
Οποιαδήποτε κυβέρνηση και αν προκύψει, μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και της εξουσίας του κεφαλαίου, θα υλοποιήσει τη στρατηγική του κεφαλαίου, τους άξονες της οποίας μπορεί κανείς να δει ήδη από τώρα, αν εξετάσει ανάμεσα σε άλλα:
- Τις δεσμεύσεις και τη στρατηγική της ΕΕ που είναι κοινές για όλα τα κράτη-μέλη της, και τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις που είναι ειδικές για τη χώρα,
- τις δεσμεύσεις και τα προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, την προώθηση της πράσινης-ψηφιακής μετάβασης, την υλοποίηση των στόχων της ΕΕ,
- τις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και άλλων σχετικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών για το πώς πρέπει να εξελιχτεί η αστική πολιτική το επόμενο διάστημα,
- τις επεξεργασίες και τις ανακοινώσεις των οργανώσεων των καπιταλιστών, του ΣΕΒ, της ΕΕΕ, της ΕΕΤ, του ΣΕΤΕ και άλλων, αλλά και τη στρατηγική που αναπτύσσει η ΤτΕ.
Οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει από τις επόμενες εκλογές θα κληθεί να υλοποιήσει αυτές τις κατευθύνσεις, αφού αυτές είναι οι απαιτήσεις που έχει η αστική τάξη, η εξουσία, από την κυβέρνηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα προεκλογικά προγράμματα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν, στα ουσιαστικά τους στοιχεία, στους στρατηγικούς άξονες σα δυο σταγόνες νερό.
Το επόμενο λοιπόν διάστημα οι εργαζόμενοι θα κληθούν να τα βγάλουν πέρα με τιμές που δεν πρόκειται να μειωθούν, με μισθολογικές αλλαγές κάτω ακόμα και από τα όρια του πληθωρισμού, με περαιτέρω στροφή στην πράσινη ενέργεια με δυσβάστακτο κόστος για το λαό, με προώθηση της απελευθέρωσης σε νέους κλάδους που θα αυξήσει κι άλλο το κόστος ζωής, για να αναφέρουμε ορισμένες πλευρές.
Η πραγματικότητα για τους εργαζόμενους είναι, μάλλον, ακόμα πιο ζοφερή από τις προβλέψεις αυτές, αφού το δεσπόζον σενάριο είναι της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Ωστόσο το ενδεχόμενο μιας νέας βαθιάς κρίσης, που θα εκδηλωθεί άμεσα, είναι ολοένα και πιθανότερο. Σε θεωρητικό επίπεδο, το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου είναι τεράστιο και διογκώνεται, αφού όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί ικανή καταστροφή του το τελευταίο διάστημα. Η εκδήλωση κρίσης, στο μεσοπρόθεσμο ιστορικό χρόνο, είναι λοιπόν δεδομένη. Αλλά δεν αναφερόμαστε μόνο σε αυτό. Οι καταρρεύσεις τραπεζών σε ΗΠΑ και Ευρώπη και η μεγάλη, απότομη διόγκωση του δανεισμού, ενδεχομένως είναι τα προεόρτια μιας μεγάλης βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, βαθύτερης από την κρίση του 2008-2009. Ο διάλογος Σι - Πούτιν στον οποίο συμφώνησαν ότι «έρχονται αλλαγές που δεν έχουμε δει εδώ και 100 χρόνια» είναι χαρακτηριστικός.
Η εκδήλωση μιας τέτοιας διεθνούς κρίσης θα έχει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα στην εγχώρια οικονομία, λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης «εξωστρέφειας». Για παράδειγμα, οι τουριστικές δαπάνες είναι συχνά οι πρώτες που δε γίνονται, σε περίοδο κρίσης.
Και τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης θα πέσουν πάλι πάνω στις πλάτες των εργαζόμενων της χώρας. Το ενδεχόμενο η επόμενη κυβέρνηση να κληθεί να διαχειριστεί μια νέα βαθιά καπιταλιστική κρίση, με νέο γύρο άμεσης επίθεσης στα δικαιώματα του λαού, δεν είναι τόσο απομακρυσμένο.