Διαχρονική η επίθεση όλων των κυβερνήσεων στο εργατικό-λαϊκό εισόδημα


του Γρηγόρη Λιονή

Πολλά αστικά μέσα ομολογούν ότι μεγάλο μέρος των εργαζομένων αδυνατεί όλο και περισσότερο να ανταπεξέλθει ακόμα και στη στοιχειώδη κάλυψη των καθημερινών αναγκών, πόσο μάλλον να διασφαλίσει την ουσιαστική κάλυψή τους. Σήμερα, η μεγάλη μείωση των εισοδημάτων, η επίθεση στο βιοτικό επίπεδο του λαού εμφανίζεται κυρίως με τη μορφή της ακρίβειας. Τα εργατικά-λαϊκά στρώματα βιώνουν μια κατάσταση «εκτόξευσης» των τιμών σε είδη πρώτης ανάγκης, οδηγώντας τους σε –ορισμένες φορές– ραγδαίες και απότομες αλλαγές στον «τρόπο ζωής τους» προκειμένου να ανταπεξέλθουν «οικονομικά». Καταγράφεται πλέον, σε κοινωνικό επίπεδο, μια τάση μείωσης κατανάλωσης σε ορισμένα είδη, αντικατάστασης εμπορευμάτων από άλλα φθηνότερα εμπορεύματα, ακόμα και σημαντικού περιορισμού της αγοράς και χρήσης «προϊόντων και υπηρεσιών» (π.χ. ιατρικές υπηρεσίες) που συνιστούν ουσιώδεις πλευρές του σύγχρονου επιπέδου διαβίωσης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που πολλαπλές αστικές έρευνες περιστρέφονται γύρω από το ζήτημα της ακρίβειας και περιλαμβάνουν πολλαπλά στοιχεία.1

Αυτός είναι ο λόγος που το ζήτημα της ακρίβειας βρίσκεται στο επίκεντρο, είναι ένα από τα κεντρικά επίδικα της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Καθώς βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, οξύνεται η κάλπικη αντιπαράθεση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στο ΣΥΡΙΖΑ. Από τη μία, η κυβέρνηση προτάσσει μια σειρά μέτρων (energy pass, market pass, καλάθι νοικοκυριού κ.ά.) που τάχα βελτιώνουν την κατάσταση για τους εργαζόμενους. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί την κυβέρνηση ότι είναι ο βασικός υπαίτιος της μεγαλύτερης επιδείνωσης που έχουν γνωρίσει οι εργαζόμενοι τις τελευταίες δεκαετίες. Την ίδια στιγμή, υποστηρίζει ότι τα μέτρα που λαμβάνει είναι μέτρα-ψίχουλα συγκριτικά με το δικό του πακέτο μέτρων.

Η αντιμετώπιση τόσο της κυβερνητικής γραμμής όσο και της γραμμής της σοσιαλδημοκρατίας και η απόκρουση της προσπάθειας ενσωμάτωσης των εργαζόμενων έχει ως προϋπόθεση την αναβάθμιση της κατανόησης του ζητήματος ακρίβειας/εισοδημάτων.

 

ΤΙ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ-ΛΑΪΚΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ;

Το ζήτημα της μείωσης του λαϊκού εισοδήματος δεν αφορά μόνο τις τιμές των εμπορευμάτων και τη μεγάλη αύξησή τους –την ακρίβεια– το τελευταίο διάστημα.

Η καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων είναι σε τελευταία ανάλυση πολυπαραγοντικό φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών παραγόντων που επέδρασαν και επιδρούν πάνω σε αυτό όλη την προηγούμενη περίοδο.

Πιο συγκεκριμένα, ορισμένοι βασικοί παράγοντες που διαμορφώνουν τη σημερινή οικονομική πραγματικότητα για το λαό και συνιστούν τη ραγδαία επιδείνωση της ζωής του περιλαμβάνουν:

  • το ύψος των μισθών,
  • την εκτεταμένη φορολογία,
  • το μεγάλο βάρος της υπερχρέωσης των εργατικών-λαϊκών νοικοκυριών,
  • την εμπορευματοποίηση της υγείας, της παιδείας, του πολιτισμού και τη μεγάλη αύξηση των δαπανών που πρέπει να καταβάλει κανείς για να μπορέσει να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες,
  • την επίδραση της εξωστρέφειας –τουρισμός, εξαγωγές τροφίμων– που οδηγεί σε απότομη αύξηση τιμών σε ορισμένα εμπορεύματα,
  • την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας,
  • το νομισματικό πληθωρισμό και τη γενική αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων στα είδη πρώτης ανάγκης,
  • τη δράση των μονοπωλίων που επιδρούν στη διαμόρφωση των τιμών.

Οι παράγοντες αυτοί, μεταξύ άλλων, επιδρούν συνολικά στη διαμόρφωση της σχέσης μισθού - εισοδήματος - τιμών και τελικά συγκροτούν την πραγματικότητα στην οποία η μέση εργατική-λαϊκή οικογένεια κυριολεκτικά αγωνίζεται για να τα βγάλει πέρα.

Αρχικά πρέπει να επισημανθεί ότι, αν σκεφτεί κανείς το ίδιο το περιεχόμενο της τιμής, πρέπει να εξετάζει τις τιμές σε σχέση με το μισθό. Γι’ αυτό και η αστική στατιστική, όταν συγκρίνει το ΑΕΠ, χρησιμοποιεί την ισοδύναμη αγοραστική δύναμη. Δεν είναι ευθέως συγκρίσιμες οι τιμές από τη μία χώρα σε σχέση με την άλλη με διαφορετικό τρόπο, ή, ακόμα περισσότερο, δεν είναι συγκρίσιμες οι τιμές από τη μια χρονική περίοδο στην επόμενη. Επί της ουσίας, η συσχέτιση τιμών-μισθών αποτυπώνει τις τιμές ως αντανάκλαση της αξίας του κάθε εμπορεύματος, και τους μισθούς ως αντανάκλαση της αξίας της εργατικής δύναμης.

Ωστόσο, η σύνδεση τιμών με το επίπεδο του μισθού δεν αφορά μόνο αυτή καθ’ αυτή την αποτίμηση της «αξίας» ενός εμπορεύματος. Αφορά και το ίδιο το κοινωνικό περιεχόμενο της ακρίβειας, της ένδειας, της αδυναμίας δηλαδή κάλυψης κάποιων αναγκών του εργάτη, της εργατικής-λαϊκής οικογένειας.

Γι’ αυτό και η ακρίβεια στην ουσία προκύπτει ως συνδυασμός του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, δηλαδή αυτό που απομένει από το μισθό αφού αφαιρεθούν οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές2, και των τιμών που έχουν τα εμπορεύματα που συναπαρτίζουν το σύνολο των εμπορευμάτων που χρειάζεται ο εργαζόμενος και η οικογένειά του. Το τελευταίο κομμάτι είναι σημαντικό. Τα εμπορεύματα αυτά που χρειάζεται ο εργαζόμενος έχουν σαφώς μια ιστορική συνιστώσα, διευρύνονται όσο αναπτύσσεται η κοινωνία και πολλαπλασιάζονται οι παραγωγικές ικανότητές της.3 Ταυτόχρονα, τις τελευταίες δεκαετίες η επιτάχυνση της εμπορευματοποίησης όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής αυξάνει απότομα τον όγκο και την αξία εμπορευμάτων που πρέπει να καλυφθούν. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η ιδιωτική εκπαίδευση είχε σχετικά μικρή κλίμακα, που αυξήθηκε δραστικά τις επόμενες δεκαετίες.

Ο Μαρξ αναφέρει χαρακτηριστικά στον πρώτο τόμο Του Κεφαλαίου:

«Οι ίδιες οι φυσικές ανάγκες, όπως η τροφή, ο ιματισμός, η θέρμανση, η κατοικία κλπ., διαφέρουν ανάλογα με τις κλιματικές και άλλες φυσικές ιδιομορφίες μιας χώρας. Από την άλλη, η έκταση των λεγόμενων απαραίτητων αναγκών, όπως και ο τρόπος ικανοποίησής τους, είναι ιστορικό προϊόν και γι’ αυτό εξαρτιέται κατά ένα μεγάλο μέρος από τη βαθμίδα πολιτισμού μιας χώρας και ανάμεσα σε άλλα ουσιαστικά από το μέσα σε ποιες συνθήκες και επομένως με τι συνθήκες και απαιτήσεις της ζωής σχηματίστηκε η τάξη των ελεύθερων εργατών. Έτσι, αντίθετα από τα άλλα εμπορεύματα, ο καθορισμός της αξίας της εργατικής δύναμης περιέχει ένα ιστορικό και ηθικό στοιχείο. Ωστόσο για μια ορισμένη χώρα και για μια ορισμένη περίοδο είναι δοσμένο το μέσο σύνολο των αναγκαίων μέσων συντήρησης.»

Με απλά λόγια, για να καταλάβει κανείς γιατί οι εργαζόμενοι είναι φτωχοί, πρέπει να σκεφτεί πόσα χρήματα πληρώνονται, πόσα χρήματα τους μένουν αν αφαιρεθούν οι φόροι και ποιες είναι οι τιμές όλων των «προϊόντων και υπηρεσιών» που πρέπει να αγοράσουν –δηλαδή των εμπορευμάτων– για να καλύψουν τις ανάγκες τους.

Γι’ αυτό, το εργατικό-λαϊκό εισόδημα και η «καταβαράθρωση» του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων δεν είναι ένα μονόπρακτο και μονοδιάστατο έργο των τελευταίων μηνών, όπως επιχειρεί να πείσει τους εργαζόμενους η προπαγάνδα του συστήματος. Δεν οφείλεται αποκλειστικά στην πανάκριβη ενέργεια των τελευταίων δύο ετών ή μόνο στον πληθωρισμό που πλέον «τρέχει» με 10% ετήσιο ρυθμό.

Η επίθεση στο βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων, σε τελευταία ανάλυση, αντανακλά τη μόνιμη, γνωστή αναγκαιότητα και τάση του καπιταλισμού για φθηνή εργατική δύναμη, για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζόμενων ως απαραίτητου, απαράβατου όρου για τη διασφάλιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αφορά όχι μόνο την τωρινή ακρίβεια, αλλά τις μεγάλες απώλειες την προηγούμενη περίοδο, πριν την εκτίναξη του πληθωρισμού.

 

Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 2008-2022

Πρώτα και κύρια, η επίθεση στο εργατικό-λαϊκό εισόδημα αφορά το ύψος του μισθού. Δεν είναι τυχαίο. Ο μισθός συνιστά την άμεση δαπάνη για το κεφάλαιο και η καπιταλιστική ανταγωνιστικότητα περνά μέσα από τη διαχρονική μείωση του μισθού. Γι’ αυτό και η κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι σήμερα, η αδυναμία ικανοποίησης μιας ολόκληρης σειράς αναγκών τους, σχετίζεται με το ύψος του μισθού.

Η μείωση του μέσου μισθού, την περίοδο που συζητάμε, ήταν δραστική. Το διάγραμμα 1 απεικονίζει τις μεταβολές του μέσου μισθού, όπως προκύπτει από τα απογραφικά στοιχεία του ΙΚΑ.

 

2023-2-Lion-1

Ο μέσος εργατικός μισθός αυξήθηκε και έφτασε στα 1.250 ευρώ το 2009, ενώ σημείωσε ραγδαία πτώση, από το 2010 έως το 2017, φτάνοντας περίπου στα 950 ευρώ. Στη συνέχεια αυξήθηκε ελαφρά τη μετέπειτα περίοδο και διαμορφώθηκε το 2021 στα 970 ευρώ. Η συνολική μείωση του μέσου μισθού ξεπερνά το 25% του επιπέδου στο οποίο είχε διαμορφωθεί το 2009.

Ωστόσο, η μεγάλη συρρίκνωση του μέσου μισθού είναι μία μόνο πλευρά της επίθεσης στο εργατικό-λαϊκό εισόδημα. Ενδεχόμενα, ακόμα μεγαλύτερη επίδραση στην πραγματική κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι είναι οι δραστικές αλλαγές στη διάρθρωση των μισθών, στον αριθμό των εργαζόμενων που αμείβονται με χαμηλούς μισθούς.

 

2023-2-Lion-2

Το ιστόγραμμα (διάγραμμα 2) απεικονίζει την ποσοστιαία διάρθρωση των μισθωτών το 2008 και το 2021 ανά μισθολογική κατηγορία. Είναι εμφανής μια δραστική μείωση του ποσοστού των μισθωτών με μισθούς 1.000-1.600 ευρώ και την ίδια στιγμή μια δραστική αύξηση του ποσοστού των μισθωτών με μισθούς 600-1.000 ευρώ.

Σε απόλυτο αριθμό, η μεταβολή απεικονίζεται στο διάγραμμα 3.

Η διαφοροποίηση στην ποσοστιαία αναλογία των μισθωτών ανά κατηγορία μισθών οφείλεται και στην αύξηση των χαμηλόμισθων και στη μείωση των σχετικά πιο υψηλόμισθων. Έτσι, ο αριθμός των μισθωτών με μισθό πάνω από 1.000 ευρώ μειώθηκε περίπου κατά 10-15% για τις μισθολογικές κλάσεις 1.000-1.200, 1.200-1.400, 1.400-1.600. Αντίθετα, ο αριθμός των μισθωτών με μικρότερο μισθό από το μέσο αυξήθηκε από 60% ως 200%. Εμφανίζεται το φαινόμενο καθήλωσης μεγάλου όγκου των μισθωτών (πλήρους απασχόλησης) στον κατώτερο μισθό και εμφανίζεται το φαινόμενο μεγάλος όγκος μισθωτών (μερικής απασχόλησης) να πληρώνεται με μισθούς σημαντικά χαμηλότερους από τον κατώτερο.

Ορισμένοι μισθωτοί μεγαλύτερης ηλικίας που δεν απολύθηκαν είδαν μικρή γενικά μείωση του ονομαστικού μισθού τους, και παράλληλα εμφανίστηκε μια μεγάλη μάζα εργαζόμενων που αμείβεται με πολύ χαμηλότερους μισθούς απ’ όσο αμείβονται οι χαμηλόμισθοι το 2008, που περιστρέφονται γύρω από τον κατώτατο.

Η δραστική συμπίεση τόσο του μέσου όσο και του κατώτερου μισθού, αν συγκρίνουμε τα επίπεδα του 2008 σε σχέση με τα επίπεδα του 2022, ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς αλλαγών που συντελέστηκαν όλη την τελευταία δεκαπενταετία. Αρκεί να σκεφτούμε τη μείωση των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων με την κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού, την κατάργηση μισθολογικών ωριμάνσεων με τις τριετίες, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, την απελευθέρωση των απολύσεων και τις αλλαγές στο συνδικαλιστικό νόμο, τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού με υπουργική απόφαση. Πολύ δύσκολα μπορεί να ξεχωρίσει κάνεις τις ευθύνες ΠΑΣΟΚ, Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ 
για όλη αυτήν την εξέλιξη, αφού το κάθε μνημόνιο ήταν ένα ακόμα βήμα ολοκλήρωσης της επίθεσης στον εργατικό μισθό. Άλλωστε, το διάγραμμα 1 απεικονίζει ακριβώς αυτήν την εξέλιξη του μέσου μισθού.

Μπορούμε εδώ να εκτιμήσουμε ότι η μείωση του μέσου μισθού αφορά παράλληλα και τη μη αύξηση των μισθών των σχετικά πιο υψηλόμισθων, που είδαν το μισθό τους να παραμένει «σταθερός» –σε ονομαστικούς όρους– με την κατάργηση των 3ετιών και των ΣΣΕ, αλλά και με τη δραστική αλλαγή στη σύνθεση της εργατικής δύναμης, με τους νέους εργαζόμενους να αμείβονται με πολύ χειρότερους όρους. Φυσικά, η στασιμότητα του μισθού για 10-15 χρόνια, όταν αυξάνεται δραστικά τόσο η εμπειρία και οι γνώσεις του εργαζόμενου όσο και οι ανάγκες του, μεταφράζεται σε μεγάλη ουσιαστική απώλεια του μισθού. Ο Μαρξ έδειξε πως ο μισθός είναι τελικά οι δαπάνες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Η γνώση και η εμπειρία αυξάνουν το μισθό, αφού η εργατική δύναμη γίνεται πιο πολύπλοκη, πιο δύσκολο να αναπαραχθεί, κυρίως κοινωνικά. Οι αλλαγές αυτές συνδέονται και με πρόσθετες ανάγκες που έχει ο εργαζόμενος σε μεγαλύτερη ηλικία –παιδιά, ζητήματα υγείας κλπ. Έτσι, η στασιμότητα του μισθού για 10-15 χρόνια συνιστά δραστική μείωση του μισθού.

 

2023-2-Lion-3

Ο πίνακας 1 απεικονίζει τον αριθμό μισθωτών και το μέσο μισθό, για το 2021, ανά ηλικιακή κατηγορία. Το ένα εκατομμύριο μισθωτών από 20-40 αμείβεται με μισθό 600-900 ευρώ, ενώ το ένα εκατομμύριο μισθωτών 40-60 με μισθό 1.100-1.250.

2023-2-Lion-4

Ο πίνακας 2 απεικονίζει την αντίστοιχη διάρθρωση των μισθών το 2008. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον πως οι εργαζόμενοι ηλικίας 30-40 ετών το 2008 αμείβονταν με 1.171 ευρώ, ενώ οι ίδιοι εργαζόμενοι, ηλικίας 40-50 ετών το 2021, αμείβονταν με 1.104 ευρώ. Οι εργαζόμενοι ηλικίας 40-50 ετών το 2008 αμείβονταν με 1.400 ευρώ και μία δεκαετία μετά ο μισθός τους ήταν 1.230 ευρώ, δηλαδή περίπου 12% μειωμένος. Οι εργαζόμενοι 20-30 ετών το 2008 είδαν μια μικρή ονομαστική αύξηση του μισθού τους, από τα 871 στα 900 ευρώ. Ενώ οι νέοι εργαζόμενοι είδαν δραστικά μειωμένους μισθούς, με το μέσο μισθό το 2021 να είναι 25% μικρότερος σε σχέση με το 2008.

Επιπλέον σημείο που δεν μπορεί να διαφεύγει από την ανάλυσή μας είναι η μεγάλη αύξηση του χρόνου εργασίας, των απλήρωτων υπερωριών και η μεγάλη δυνατότητα που παρέχεται στον κεφαλαιοκράτη να διευθετήσει το χρόνο εργασίας. Οι μεγάλες νομοθετικές αλλαγές που συντελέστηκαν την εξεταζόμενη δεκαετία, με αποκορύφωμα το νόμο Χατζηδάκη, έδωσαν πελώρια ευελιξία στις επιχειρήσεις να αλλάζουν το χρόνο εργασίας κατά το δοκούν. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία ακριβούς αποτύπωσης –στα στατιστικά στοιχεία– της συγκεκριμένης παραμέτρου, αφού μεγάλο μέρος των υπερωριών είναι απλήρωτες.

Τα στοιχεία λοιπόν φωτίζουν πως η αστική πολιτική οδήγησε σε δραστική μείωση του μέσου ονομαστικού μισθού, με πολλαπλούς τρόπους:

  • Πάγωμα μισθών για >10 χρόνια που μεταφράζεται σε μείωση,
  • απολύσεις υψηλόμισθων και κλείσιμο επιχειρήσεων, που διευκολύνθηκε με την απελευθέρωση των απολύσεων,
  • σημαντική μείωση του μισθού του πρωτοεισερχόμενου στην «αγορά εργασίας»,
  • αύξηση του χρόνου εργασίας.
2023-2-Lion-5

ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ

Όπως αναφέραμε εισαγωγικά, για να εκτιμήσουμε το ύψος του πραγματικού λαϊκού εισοδήματος πρέπει να υπολογίσουμε το διαθέσιμο εισόδημα, δηλαδή το εισόδημα που απομένει μετά από τους φόρους. Εδώ αξίζει να επισημανθεί ότι ένα μεγάλο κομμάτι των φόρων είναι έμμεσοι, φόροι που επιβαρύνουν την τιμή του εμπορεύματος στον καταναλωτή και υπ’ αυτήν την έννοια δεν εμφανίζονται ευθέως ως μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, αλλά περισσότερο σαν αύξηση των τιμών. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, η αύξηση των τιμών λόγω φορολογίας έχει, αναφορικά με τις αιτίες και τη δυναμική της, διαφορετικά ποιοτικά στοιχεία από την αύξηση των τιμών λόγω άλλων αιτιών.

Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά για το μέγεθος της κλιμάκωσης της φοροεπιδρομής στο εργατικό-λαϊκό εισόδημα την τελευταία δεκαπενταετία.

 

2023-2-Lion-6

Σημειώνεται ότι οι άμεσοι φόροι νομικών προσώπων αφορούν το σύνολο των νομικών προσώπων. Η φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου είναι περίπου το 50% αυτών των φόρων.

Οι συνολικοί φόροι των επιχειρήσεων αντιστοιχούν μόλις στο 2% του ΑΕΠ, με το ΦΠΑ να υπερβαίνει το 8% και τη φορολογία του εισοδήματος μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων το 6%, με τη διάρθρωση αυτή να παραμένει πρακτικά ίδια όλη τη 10ετία. Ο πίνακας 2 είναι ενδεικτικός. Την περίοδο 2008-2021, οι συνολικοί φόροι ανήλθαν σε 550 περίπου δισ. ευρώ, από τους οποίους τα 340 δισ. ήταν έμμεσοι φόροι, τα 150 δισ. άμεσοι φόροι φυσικών προσώπων, κατά βάση εργαζόμενων και αυτοαπασχολούμενων, ενώ η συνολική φορολογία νομικών προσώπων ήταν μόλις 53 δισ. Μάλιστα, στις επιχειρήσεις καταγράφονται και ορισμένα μικρομάγαζα της γειτονιάς. Για το 2021, οι όμιλοι με τζίρο άνω των 7,5 εκατομμυρίων ευρώ, με καταγεγραμμένα έσοδα 43 δισ. ευρώ, χρεώνονται με μόλις 1,1 δισ. ευρώ φόρους, ενώ το ποσό που καταβάλλουν πραγματικά είναι ακόμα μικρότερο. Το μέγεθος της κλοπής των εργαζόμενων είναι ακόμα μεγαλύτερο αν συνυπολογίσουμε και φερόμενες ως ζημιογόνες επιχειρήσεις που με έσοδα 77 δισ. ευρώ δεν καταβάλλουν καθόλου φόρους. Αν συνυπολογίσουμε τη διάρθρωση των επιχειρήσεων και την κατανομή των φόρων σε αυτές, το μεγάλο κεφάλαιο καταβάλλει συνολικά μόλις το 5% των φόρων, 25 δισ. από τα 550, με τα υπόλοιπα να έχουν καταβληθεί από μισθωτούς, συνταξιούχους, αυτοαπασχολούμενους.

Η αστική πολιτική όλων των κυβερνήσεων, ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, την εξεταζόμενη περίοδο ήταν ουσιαστικά κοινή. Αύξηση της φορολογίας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων με διάφορους τρόπους, με την αύξηση των συντελεστών, τη μείωση των αφορολόγητων ορίων, την επιβολή τεκμηρίων κ.ά. Ειδικά η κατάργηση του αφορολόγητου για τους αυτοαπασχολούμενους αλλά και οι αλλαγές στην κλίμακα εισοδήματος αύξησαν σημαντικά το φόρο που καταβάλλουν οι μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι.

Αξίζει να επισημανθεί πως η έμμεση φορολογία, ιδίως ο φόρος προστιθέμενης αξίας, ήταν ο εύκολος τρόπος αύξησης της φοροληστείας του λαού, είναι διαχρονικά ο εύκολος τρόπος αύξησης των φόρων, γιατί λόγω της «διάχυσής» του μέσα στη χρονιά γίνεται δυσκολότερα αντιληπτός. Μια αύξηση του ΦΠΑ κατά 10% αυξάνει τις τιμές κατά 2% μεσοσταθμικά, αύξηση που σε ατομικό επίπεδο γίνεται δύσκολα αντιληπτή. Δεν είναι λοιπόν σύμπτωση που η «πρώτη φορά Αριστερά» οδήγησε στη μεγαλύτερη αύξησή του, κατά 1,5 δισ. ετησίως την περίοδο 2015-2016.

 

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ «ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ»

Η πολιτική της ΕΕ για τη λεγόμενη «απελευθέρωση» της αγοράς τομέων της οικονομίας έχει διαδραματίσει δραστικό ρόλο στην έμμεση επίθεση στο εργατικό-λαϊκό εισόδημα, μέσα από τη δραστική αύξηση των συνολικών δαπανών που πρέπει να καταβάλει η εργατική-λαϊκή οικογένεια για την αναπαραγωγή της.

Η ίδια η ανάπτυξη της κοινωνίας οδηγεί σε εμπλουτισμό των μέσων συντήρησης που απαιτούνται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης του εργάτη και της οικογένειάς του. Και αυτή η παράμετρος επιδρά τελικά στη σχέση μισθού-αναγκών.

Όμως, εδώ αναφερόμαστε σε μια άλλη παράμετρο. Για μια σειρά λόγους –όπως η ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών, οι ιδιαίτερες ανάγκες αναπαραγωγής εργατικής δύναμης και η ανάγκη διεύρυνσής της για τους σκοπούς του κεφαλαίου, η ταξική πάλη– το αστικό κράτος είχε αναλάβει τις προηγούμενες δεκαετίες μια ολόκληρη σειρά από κλάδους της παραγωγής με τη μορφή κρατικών επιχειρήσεων ή με τη μορφή παροχής φθηνών υπηρεσιών.

Ο κυριότερος λόγος ήταν πως το κράτος κάθε φορά αναλάμβανε εκείνους τους τομείς που δε διασφάλιζαν ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους για τους ιδιωτικούς ομίλους.

Γενικότερα οι κρατικές επιχειρήσεις έχουν ως ουσιαστικό στόχο τη διασφάλιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, ενώ και η λειτουργία τους αντανακλούσε αυτούς τους στόχους τους. Η κρατική ιδιοκτησία σε ορισμένες τέτοιες επιχειρήσεις δεν αποτελεί στοιχείο «λιγότερου καπιταλισμού». Η άμεση κρατική παρέμβαση –του αστικού, καπιταλιστικού κράτους– ήταν η μορφή που είχε ανάγκη, στις συγκεκριμένες συνθήκες, η καπιταλιστική αναπαραγωγή.

Από τη μία είχαμε κρατικές επιχειρήσεις στην ενέργεια (ΔΕΗ), στις τηλεπικοινωνίες (ΟΤΕ, ΕΛΤΑ), στις μεταφορές (Ολυμπιακή, ΟΣΕ, ΟΑΣΑ). 
Στόχος τους ήταν ιστορικά να διασφαλίσουν μια σειρά από «υποδομές» απαραίτητες για να προχωρήσει η καπιταλιστική ανάπτυξη (π.χ. ηλεκτροδότηση της χώρας, τηλεπικοινωνίες ως συστατικό στοιχείο τόσο της οικονομίας όσο και της κρατικής λειτουργίας κ.ά.). Από την άλλη, η ανάγκη ενός διευρυνόμενου εργατικού δυναμικού με επίπεδο εκπαίδευσης σημαντικά υψηλότερο από τους προγόνους του, αναγκαίο στοιχείο για τη λειτουργία της ολοένα και πιο επιστημονικά δομημένης καπιταλιστικής παραγωγής, η ανάγκη υποδομών για να διασφαλιστεί η ολοένα και ευρύτερη αξιοποίηση της γυναικείας εργατικής δύναμης, η ανάγκη για εξοικονόμηση της πολύτιμης –εκπαιδευμένης– εργατικής δύναμης, ήταν πλευρές που οδήγησαν το αστικό κράτος στη δημιουργία εκτεταμένων δικτύων κρατικών υπηρεσιών υγείας, παιδείας, κοινωνικής πρόνοιας, αλλά και εμμέσως στον πολιτισμό και στον αθλητισμό.

Ωστόσο, οι αλλαγές στις ανάγκες του κεφαλαίου, από τη μία η υπερσυσσώρευση και η ανάγκη διασφάλισης νέων πεδίων κερδοφορίας, από την άλλη οι αλλαγές στις ανάγκες του κεφαλαίου για την εργατική δύναμη, συντέλεσαν στην κυριαρχία της πολιτικής της απελευθέρωσης ολόκληρων τομέων της οικονομίας και στην εμπορευματοποίηση άλλων.

Οι μέχρι πρότινος κρατικά προστατευμένοι τομείς γίνονται ταχέως τομείς τοποθέτησης κεφαλαίων. Πρόκειται για μια τάση που μετρά δεκαετίες πλέον, και τελικά εκδηλώνεται τόσο στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες, στις μεταφορές, όσο και στην παιδεία, στην υγεία, στις κοινωνικές παροχές, στον πολιτισμό και στον αθλητισμό. Οργανική συνέχεια της πολιτικής αυτής είναι τώρα και η πολιτική της πράσινης ψηφιακής μετάβασης, την οποία η ΚΟΜΕΠ έχει σχολιάσει επανειλημμένα.

Το αποτέλεσμα για την εργατική-λαϊκή οικογένεια είναι η αύξηση των τιμών –π.χ. σε ενέργεια, σε μεταφορές, τηλεπικοινωνίες– αφού πλέον δεν πρόκειται για ρυθμιζόμενες υπηρεσίες υπέρ των γενικών αναγκών του κεφαλαίου, αλλά για υπηρεσίες στις οποίες το κεφαλαίο έχει τοποθετηθεί και λειτουργεί άμεσα.

Σε άλλους τομείς, η δράση του κεφαλαίου είναι η ταχεία πλήρης εμπορευματοποίηση «υπηρεσιών». Χαρακτηριστικοί τομείς είναι η υγεία και η παιδεία, που η εμπορευματοποίηση πλέον οδηγεί σε εκτόξευση των αναγκαίων δαπανών για την εργατική-λαϊκή οικογένεια, οδηγεί δηλαδή σε έμμεση, αλλά πολύ σημαντική, αύξηση του κόστους των μέσων συντήρησης. Θυμίζουμε την κυριαρχία των φροντιστηρίων και μετέπειτα τη μεγάλη αύξηση των ιδιωτικών σχολείων που σχετίζονται με την υποβάθμιση των δημόσιων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την εμφάνισή τους και στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ή την πίεση για ολοένα και μεγαλύτερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας που προκύπτουν τόσο με μια συνεχώς διευρυνόμενη συμμετοχή στις δαπάνες –εισιτήρια νοσοκομείου, συμμετοχή στο φάρμακο κλπ.– όσο και με μια αναγκαστική στροφή προς ιδιωτική παροχή υγείας –υποβάθμιση μέχρι διάλυση δημόσιου συστήματος υγείας, υποχρεωτική απεύθυνση σε γιατρούς για παροχή φαρμάκων κλπ.

Για την ενέργεια, αναφέρουμε μόνο πως η διαμόρφωση του «απελευθερωμένου» ενεργειακού σχεδιασμού, η προώθηση της πολιτικής της ΕΕ για την απελευθέρωση που περιστρέφεται γύρω από την απολιγνιτοποίηση και τις λεγόμενες «ήπιες» μορφές ενέργειας, την προώθηση των ΑΠΕ και το φυσικό αέριο ως στρατηγικό καύσιμο ήταν η ενιαία πολιτική που εφάρμοσαν όλα τα κόμματα την προηγούμενη περίοδο, το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ. Ήταν αυτή που οδήγησε στη σημερινή κατάσταση, όπου η τιμή της κιλοβατώρας έφτασε ακόμα και 5 φορές περισσότερο από αυτή που ήταν 15 χρόνια πριν.

Έτσι, συνολικά, η αξία των μέσων συντήρησης που πρέπει να καταβάλει ο εργάτης για να συντηρήσει τον εαυτό του και την οικογένειά του αυξάνεται σημαντικά.

Η κρατική πολιτική της περιόδου 2008-2022 περιείχε πολλαπλά χαρακτηριστικά επίθεσης τέτοιου τύπου, ειδικά στον τομέα της υγείας, με μια σειρά περικοπές που οδηγούν τελικά σε αύξηση της ιδιωτικής συμμετοχής για τις δαπάνες υγείας. Σε άλλους τομείς, το αστικό κράτος ευθύνεται κυρίως μέσα από τη μείωση των δαπανών που οδηγούν σε μεγάλη αύξηση των αναγκαίων ιδιωτικών δαπανών. Μάλιστα, οι ιδιωτικές δαπάνες αυξάνουν ταχύτερα, αφού σε ατομικό επίπεδο η «επιλογή» της ιδιωτικής κάλυψης δεν αφορά μόνο το κομμάτι που δεν καλύπτει το αστικό κράτος, αλλά το σύνολο. Με άλλα λόγια, η καταφυγή στην ιδιωτική παιδεία επειδή η δημόσια είναι χαμηλού επιπέδου απαιτεί την κάλυψη όλων των δαπανών και όχι μόνο εκείνων που θα ανέβαζαν το επίπεδο.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ «ΕΞΩΣΤΡΕΦΕΙΑΣ» ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΒΙΟΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Ως πολιτική τόνωσης της «εξωστρέφειας» η αστική πολιτική των τελευταίων ετών εννοεί την πολιτική τόνωσης του εξαγωγικού χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, και σίγουρα δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, της περιόδου δηλαδή μετά την κρίση του 2008-2015, που εμφάνισαν την εξωστρέφεια ως κεντρικό ζητούμενο. Έχει μεγαλύτερο βάθος. Για παράδειγμα, η αστική πολιτική είχε εντοπίσει στον τουρισμό την ανάγκη στροφής του από εσωτερικό σε εξωτερικό, από την έκθεση Ελλάδα 2020 του ΣΕΒ –το 2010– ή ακόμα πιο πριν, ως κεντρικός στόχος για την Ελληνική Οικονομία, πριν ακόμα εκδηλωθεί η κρίση του 2008 στα γεμάτα της. Θυμίζουμε τις συνεχείς επισημάνσεις των επιτελείων της αστικής τάξης για την ανάγκη περιορισμού των λεγόμενων «δίδυμων ελλειμμάτων».

Η εξωστρέφεια της οικονομίας προβάλλεται ως θετική, τόσο για το κεφάλαιο όσο και για τους εργαζόμενους. Οι τελευταίοι, με την εξωστρέφεια, εμφανίζονται να μπορούν να αναζητήσουν αναβαθμισμένη εργασία υψηλότερου σχετικά μισθού.

Ειδικά την τελευταία 10ετία, με ένα συνδυασμό επιθετικής κρατικής πολιτικής ενισχύσεων και επιδοτήσεων, με τη δραστική αναβάθμιση των συγκοινωνιακών υποδομών (ολοκλήρωση οδικών αξόνων, αναβάθμιση περιφερειακών αεροδρομίων), με τις αναπλάσεις στα κέντρα πόλεων που τις αναβαθμίζουν τουριστικά, η αύξηση της εξωστρέφειας, ειδικά σε τουρισμό, σε ιχθυοκαλλιέργειες, σε ορισμένα αγροτικά προϊόντα και σε κάποια αμιγώς μεταποιητικά εμπορεύματα –φάρμακα– αυξήθηκε σημαντικά

Ωστόσο, στον καπιταλισμό, δεν υπάρχει μαγικό φίλτρο. Κάθε φάρμακο τελικά γίνεται δηλητήριο. Καταρχάς υπάρχει ο προφανής κίνδυνος οξύτερης κρίσης, λόγω μεγαλύτερης έκθεσης της οικονομίας στις διεθνείς διακυμάνσεις, κίνδυνο για τον οποίο το ΚΚΕ είχε επανειλημμένα προειδοποιήσει, για να επιβεβαιωθεί δραματικά την περίοδο 2020-2021.

Πέραν αυτού, η αύξηση του εξωτερικού τουρισμού αφενός διαμορφώνει τιμή τουριστικού εμπορεύματος απαγορευτική για τα εργατικά-λαϊκά στρώματα και συνδέεται με την εμπορευματοποίηση μιας σειράς δραστηριοτήτων (π.χ. κλειστές παραλίες). Παράλληλα, η μετατροπή πόλεων σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος ωθεί σε απότομες αλλαγές χρήσεων, σε εξώθηση της απλής κατοικίας. Η μεγάλη αύξηση των τιμών της στέγης στο κέντρο της Αθήνας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διάχυση του τουρισμού. Η παραγωγή αγροτικών προϊόντων υψηλής ποιότητας έχει όρια που σχετίζονται με τις παραγωγικές ικανότητες. Η περιβόητη εξαγωγική επιτυχία της φέτας δε συνδυάστηκε –ούτε θα μπορούσε να συνδυαστεί– με αντίστοιχη αύξηση της παραγωγής. Συνδυάστηκε, ουσιαστικά, με αντικατάσταση ενός τμήματος της κατανάλωσής της από τον ελληνικό πληθυσμό.

Ο μηχανισμός που επέβαλε αυτό δεν είναι άλλος από το μηχανισμό των τιμών. Η εξωστρέφεια μετατρέπει ένα εγχώρια καταναλισκόμενο εμπόρευμα σε διεθνώς καταναλισκόμενο. Έτσι, η αξία του και η τιμή του δεν καθορίζεται πλέον από τους εγχώριους όρους παραγωγής του, αλλά από τους διεθνείς όρους παραγωγής του. Αυτό προφανώς παράγει πρόσθετη υπεραξία για το κεφάλαιο που είναι επενδυμένο στον κλάδο αυτό, αφού η παραγωγή του γίνεται με όρους εγχώριας εργατικής δύναμης. Η φέτα, το ελαιόλαδο, το «τουριστικό προϊόν», έχουν σημαντικά μεγαλύτερη αξία διεθνώς από την εγχώρια –για λόγους που σχετίζονται τόσο με την αξία της εργατικής δύναμης στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ, όσο και με τη γαιοπρόσοδο, το κλίμα, τις συνθήκες. Όμως, τελικά, η τιμή της φέτας, του ελαιόλαδου, του τουρισμού, αυξάνεται δραστικά, τελικά καθιστώντας τα σχεδόν απαγορευτικά για τους εργαζόμενους στη χώρα.

 

Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ

Την τελευταία διετία, ο πληθωρισμός συνιστά νέο στοιχείο επίθεσης στο εργατικό-λαϊκό εισόδημα, που είχε ήδη διαμορφωθεί σε χαμηλά επίπεδα. Με συντηρητικές εκτιμήσεις ο πληθωρισμός, δηλαδή η μεσοσταθμική αύξηση των τιμών, ξεπερνάει το 10%, ενώ οι αυξήσεις σε ορισμένα είδη μπορεί να ξεπερνούν το 20%.

2023-2-Lion-7

Ο πίνακας 4 απεικονίζει το δείκτη τιμών για το 2022, με έτος βάσης το 2020, ως μέσο όρο και ως τιμή Δεκέμβρη. Η μεγάλη αύξηση πολλών δεικτών το Δεκέμβρη σε σχέση με το μέσο όρο (π.χ. τρόφιμα 113 μ.ό. σε σχέση με 120 το Δεκέμβρη) δείχνει ότι το φαινόμενο της αύξησης των τιμών δεν έχει σταματήσει, ότι δεν παρήλθε το «μέγιστο», αλλά αντίθετα ότι αναμένεται να συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες.

 

2023-2-Lion-8
2023-2-Lion-9

Οι δείκτες τιμών της ΕΛΣΤΑΤ μάλιστα ενδεχομένως υποεκτιμούν σημαντικά το εύρος της πραγματικής αύξησης των τιμών, λόγω μεθοδολογίας και λόγω του χαρακτήρα της ΕΛΣΤΑΤ ως μηχανισμού του αστικού κράτους.

Για παράδειγμα, μια δειγματοληπτική εξέταση των αλλαγών των τιμών δείχνει ακόμα μεγαλύτερες μεταβολές στις τιμές μέσα στην τελευταία διετία, που σε ορισμένα τρόφιμα μπορεί να προσεγγίζουν και το 40%.

Ορισμένες πλευρές αφορούν το γεγονός ότι η ΕΛΣΤΑΤ υπολογίζει το δείκτη τιμών σταθμίζοντας με ενιαίους δείκτες για το σύνολο του πληθυσμού.

Ωστόσο, για παράδειγμα, οι χαμηλόμισθοι δαπανούν μάλλον πολύ περισσότερο από 17% και 12% του εισοδήματός τους για τρόφιμα και στέγη αντίστοιχα. Έτσι, ο πληθωρισμός, δηλαδή η αύξηση των τιμών, δεν είναι ίδια για όλους, έχει σαφώς ταξικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός που καταλαβαίνει μια φτωχότερη λαϊκή οικογένεια λόγω της αύξησης του ενοικίου ή της αύξησης των δαπανών εξυπηρέτησης του στεγαστικού δανείου, και των δαπανών σε σουπερμάρκετ –που είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερες– μπορεί να προσεγγίζει ή ακόμα και να υπερβαίνει το 30%.

Ύστερα, η ΕΛΣΤΑΤ υπολογίζει τις τιμές σε συγκεκριμένα σημεία τιμοληψίας, που ενδεχομένως να υποεκτιμά ορισμένες εκφάνσεις ακραίων τιμών σε πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας (π.χ. για την Περιφέρεια Πελοποννήσου η τιμοληψία γίνεται σε Καλαμάτα και Τρίπολη μόνο).

Σε κάθε περίπτωση φυσικά, οι επιλογές της ΕΛΣΤΑΤ έχουν και επιστημονική βάση. Η καπιταλιστική αγορά περιλαμβάνει έναν τεράστιο αριθμό διαφορετικών εμπορευμάτων, συνεχώς μεταβαλλόμενο, ακόμα και μέσα στη χρονιά. Ο υπολογισμός οποιουδήποτε μέσου δείκτη τιμών σίγουρα συνιστά κάποια χαμένη πληροφορία, αφού τελικά πρόκειται για κάποιου είδους προβολή.

Κατόπιν όλων αυτών, μπορούμε να καταλήξουμε στο γενικό συμπέρασμα ότι οι αυξήσεις τιμών, ο πληθωρισμός, υπερβαίνει το επίσημο 10% και κυμαίνεται, με όρους επίδρασης στα λαϊκά νοικοκυριά, στο 20%+ την τελευταία 2ετία.

Αναφορικά με τις αιτίες αυτών των αυξήσεων, δύσκολα μπορεί κανείς να τις εντοπίσει σε μία μόνο παράμετρο. Τελικά, οι αυξήσεις των τιμών είναι πολυπαραμετρικός συνδυασμός. Ορισμένοι παράγοντες που συντελούν είναι, για παράδειγμα:

  • Της πράσινης μετάβασης και της πολιτικής της απελευθέρωσης, που αυξάνει τις τιμές της ενέργειας και το κόστος μιας σειράς παραγωγικών διαδικασιών για να «γίνουν πράσινες»,
  • του ιμπεριαλιστικού πολέμου, που επίσης επιδρά δραστικά στις τιμές τις ενέργειας και μιας σειράς πρώτων υλών,
  • των παραμέτρων που εξετάσαμε παραπάνω, όπως της εξωστρέφειας της οικονομίας.

Δίπλα σε αυτές τις πλευρές, αυτοτελής αιτία αύξησης των τιμών είναι η ίδια η επεκτατική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η πολιτική παροχής φθηνού χρήματος προερχόμενου από δανεισμό, είτε από εκτύπωση καινούργιου χρήματος στις επιχειρήσεις προκειμένου να διασφαλιστεί η έξοδος της οικονομίας της ΕΕ από την κρίση και να τροφοδοτηθεί η πράσινη μετάβαση. Η επεκτατική πολιτική φέρνει υψηλό δανεισμό και, όταν γίνεται με «φρέσκο» χρήμα, πληθωρισμό, και αυτό το οικονομικό δεδομένο είναι γνωστό δεκαετίες τώρα. Είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τις ξέφρενες αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων και των υπόλοιπων εμπορευμάτων από την πολιτική που ακολουθεί σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.4

 

2023-2-Lion-10

Η παροχή χρήματος από την ΕΚΤ στην ευρωπαϊκή οικονομία έχει αυξηθεί σημαντικά την περίοδο που εξετάζουμε. Από το 2015, το «ευρύτερο χρήμα» αυξήθηκε σχεδόν κατά 60%, από 10 σε 16 τρισεκατομμύρια ευρώ. Στο ευρύτερο χρήμα (Μ3) εντάσσονται εκτός από το χρήμα με τη μορφή χαρτονομισμάτων και το χρήμα που δανείζει στις ιδιωτικές τράπεζες η ΕΚΤ. Ο όγκος των δανείων και η επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ (τα επιτόκια που ανακοινώνει) είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους (αν και η ΕΚΤ έχει πολλούς μηχανισμούς δανεισμού, με διαφορετικούς χρονικούς ορίζοντες).

Ο Μαρξ αναφέρει στον πρώτο τόμο Του Κεφαλαίου:

«Αν αντίθετα γεμίσουν σήμερα με χαρτονόμισμα όλα τα κανάλια κυκλοφορίας, ως τον ανώτατο βαθμό της απορροφητικής τους ικανότητας σε χρήμα, μπορούν αύριο να ξεχειλίσουν εξαιτίας των διακυμάνσεων της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Κάθε μέτρο χάνεται. Αν όμως το χαρτί ξεπεράσει το μέτρο του, δηλαδή την ποσότητα των χρυσών νομισμάτων της ίδιας ονομασίας που θα μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, εκτός από το ότι διατρέχει τον κίνδυνο της γενικής δυσφήμισής του, δεν μπορεί ωστόσο μέσα στον κόσμο των εμπορευμάτων να παρασταίνει παρά μόνο την ποσότητα του χρυσού που καθορίζεται από τους εσωτερικούς του νόμους και που επομένως μόνο αυτή είναι αντιπροσωπεύσιμη. Όταν η μάζα των χαρτονομισμάτων παρασταίνει, λ.χ., τη 1 ουγγιά χρυσού με 2 ουγγιές, τότε στην πραγματικότητα η 1 λίρ. στ. γίνεται η χρηματική ονομασία, λ.χ., το 1/8 της ουγγιάς χρυσού αντί του 1/4. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο σα να ’χει αλλάξει ο ίδιος ο χρυσός στη λειτουργία του σα μέτρο των τιμών. Έτσι, οι ίδιες αξίες που προηγούμενα εκφράζονταν με την τιμή της 1 λίρ. στ. εκφράζονται τώρα με την τιμή των 2 λιρών στ.»

Ήδη, ο Μαρξ, αναλύοντας μάλιστα το χάρτινο χρήμα που ήταν συνδεδεμένο με το χρυσό, αναλύει το αποτέλεσμα της «υπερβολικής» χρηματικής κυκλοφορίας ως υποτίμηση του νομίσματος ή αύξηση των τιμών.

Να επισημάνουμε τελικά πως το χαρτονόμισμα, αφού δεν έχει εσωτερική αξία, δεν μπορεί, σε διάκριση από το χρυσό νόμισμα, να αποθησαυριστεί. Το χαρτονόμισμα παραμένει στην κυκλοφορία και όταν ακόμα διατίθεται σε ποσότητες που ξεπερνούν τις ανάγκες της κυκλοφορίας.

Εδώ συνδέεται, σε θεωρητικό επίπεδο, η επίδραση της αυξημένης νομισματικής κυκλοφορίας στην αξία του χάρτινου χρήματος, που επιδρά στις τιμές των εμπορευμάτων. Γι’ αυτό και η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, και όλων των άλλων κεντρικών τραπεζών σε ολόκληρο τον κόσμο5, επιδρά στην αύξηση των ονομαστικών τιμών των εμπορευμάτων.

Αν συνυπολογίσει κανείς:

α) Ότι το κεφάλαιο διατηρεί πολύ μικρότερο ποσοστό του πλούτου του με τη μορφή χρήματος και τη μεγάλη μάζα την έχει επενδυμένη σε εμπορεύματα,

β) ότι το πληθωριστικό χρήμα ελαττώνει την πραγματική αξία τόσο του μισθού όσο και των όποιων λαϊκών αποταμιεύσεων,

γ) ότι το αστικό κράτος τους διαθέσιμους πόρους δεν τους κατανέμει στην κοινωνία ομοιόμορφα, αλλά τους χρησιμοποιεί για να χρηματοδοτήσει την καπιταλιστική ανάπτυξη,

τότε βγαίνει το συμπέρασμα πως το «πληθωριστικό χρήμα» δεν μπορεί να οδηγήσει σε κάποια βελτίωση της σχέσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ακόμα και αν οι εργαζόμενοι λάμβαναν το σύνολο του νέου πληθωριστικού χρήματος που εκτυπωνόταν, καθώς αυτό θα προερχόταν κατά κύριο λόγο από τους ίδιους τους εργαζόμενους.

Οι νομισματικές εξελίξεις επίσης αποδεικνύουν, για μία ακόμα φορά, τόσο τον εγγενώς αντιλαϊκό χαρακτήρα της αστικής πολιτικής όσο και την αδυναμία της αστικής πολιτικής να αντιμετωπίσει την εκδήλωση της κρίσης χωρίς «απώλειες».

Η επεκτατική πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ και η ΕΕ –μεταξύ άλλων– για την αντιμετώπιση της κρίσης εμφανίστηκε ως η «φιλοσοφική λίθος» που μπορεί να αντιμετωπίσει την κρίση, να ξαναφέρει την ανάπτυξη, να αυξήσει τα εισοδήματα των εργαζόμενων. Στην πραγματικότητα όμως, η επεκτατική πολιτική τελικά δημιουργεί κι αυτή προβλήματα. Οδηγεί σε έναν καλπάζοντα πληθωρισμό που τρώει τα εισοδήματα του λαού –με διαφορετικό τρόπο από την άμεση μείωσή τους– ενώ την ίδια στιγμή οδηγεί σε προβλήματα και στην καπιταλιστική οικονομία. Ο ίδιος ο πληθωρισμός δημιουργεί ζητήματα σε ορισμένους κλάδους –π.χ. τράπεζες– ενώ η επεκτατική πολιτική παράγει τεράστια χρέη τα οποία πρέπει να αποπληρωθούν ή πληθωριστικό χρήμα.

Η πείρα των τελευταίων ετών φωτογραφίζει, για μία ακόμα φορά, πως η αστική πολιτική, είτε περιοριστική, είτε επεκτατική, είναι τόσο ενδογενώς αντιλαϊκή, όσο και αδυνατεί τελικά να προλάβει την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης.

 

ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ

Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ έχει σίγουρα τεράστιες ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση. Όμως, οι σημερινοί όψιμοι τιμητές της ακρίβειας, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, είναι εξίσου υπεύθυνοι για την κατάσταση που βιώνει η εργατική οικογένεια, ενώ κανείς τους δεν προτείνει –ούτε μπορεί να προτείνει– κάποια λύση για τον εργαζόμενο λαό.

Η πολιτική που προωθήθηκε διαχρονικά με τα μνημόνια και με τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις απ’ όλες τις κυβερνήσεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά εξειδίκευση στην Ελλάδα των κοινών κατευθύνσεων που αφορούν όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Η απλή εξιστόρηση και μόνο των συνεπειών που είχε στο εργατικό-λαϊκό εισόδημα η πολιτική ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ την περίοδο 2008-2022, ο διαχρονικός χαρακτήρας των μέτρων, η κοινή στρατηγική, αρκούν για πείσουν για τις ουσιαστικές ομοιότητες που είχαν, για τη συνευθύνη τους για τη σημερινή κατάσταση των εργαζομένων.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε ότι όλες οι λεγόμενες μνημονιακές κυβερνήσεις νομοθετούσαν μέτρα που βρίσκονταν στις προτάσεις των μεγάλων εργοδοτικών φορέων. Διαχρονικά, το δελτίο προτάσεων του ΣΕΒ περιείχε την καλύτερη περιγραφή των μέτρων που θα υλοποιούσε η εκάστοτε κυβέρνηση την επόμενη περίοδο.

Στη χώρα μας τα μέτρα που λήφθηκαν συνίσταντο σε:

  • Χτύπημα μισθών, με δραστική μείωση του κατώτερου, προώθηση μερικής απασχόλησης, πάγωμα αυξήσεων στους μεγαλύτερους μισθούς, απελευθέρωση των απολύσεων, που όλα μαζί έστρωσαν το δρόμο ώστε να διαμορφωθεί η σημερινή κατάσταση μισθών για τους εργαζόμενους, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
  • Προώθηση της πολιτικής της απελευθέρωσης σε ενέργεια, μεταφορές και τηλεπικοινωνίες, οδηγώντας σε δραστικές αυξήσεις στα μέσα συντήρησης των εργαζόμενων. Παράλληλα, η πολιτική της εμπορευματοποίησης υγείας, παιδείας, ελεύθερων χώρων οδηγεί επίσης σε δραστική επιβάρυνση του λαϊκού εισοδήματος.
  • Ένταση της φοροεπίθεσης στο λαό, με γιγαντιαίους φόρους για τους εργαζόμενους και τη μόνιμη φορολογική ασυλία του μεγάλου κεφαλαίου. Ειδικά η δραστική ενίσχυση της ηλεκτρονικής φοροκαταστολής είχε ως κεντρικό στόχο τη μεγάλη μάζα των αυτοαπασχολούμενων.
  • Προώθηση της πολιτικής για την πράσινη-ψηφιακή μετάβαση, που οδηγεί σε αυξήσεις τόσο άμεσες όσο και έμμεσες στις τιμές, σε βάρος των αναγκών των εργαζόμενων.
  • Προώθηση της αστικής στρατηγικής της εξωστρέφειας, που οδηγεί σε μεγάλες επιβαρύνσεις σε είδη λαϊκής κατανάλωσης που πλέον εξάγονται.
  • Υλοποίηση της επεκτατικής πολιτικής της ΕΚΤ ως εργαλείο διεξόδου από τη νέα κρίση του 2020 και προώθησης της πολιτικής της πράσινης μετάβασης.

Η στρατηγική ομοιότητα των προτάσεών τους για την επόμενη μέρα αρκεί επίσης για να πείσει πως η όποια κυβερνητική αλλαγή το 2023 δε θα αλλάξει καθόλου τη ζωή των εργαζόμενων. Σε όλες τις βασικές πλευρές, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ συμφωνούν σε:

  • Πράσινη ψηφιακή μετάβαση, προώθηση της απελευθέρωσης, προώθηση της στρατηγικής της αστικής τάξης και υλοποίηση της επεκτατικής πολιτικής της ΕΕ.
  • Διακηρυγμένες μισθολογικές αναπροσαρμογές πολύ κάτω από τον πραγματικό πληθωρισμό που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι. Ακόμα και τα 880 ευρώ του ΣΥΡΙΖΑ οριακά καλύπτουν τον πληθωρισμό του 15%, και σίγουρα δε συνιστούν αυξήσεις.

Αν σε αυτά συνυπολογίσουμε ότι η επόμενη περίοδος ενδεχομένως να σημαδευτεί από μια νέα στροφή της ΕΕ-ΕΚΤ σε πιο περιοριστικό μίγμα διαχείρισης, δηλαδή σε μείωση των επιδοτήσεων και του φθηνού δανεισμού, η νέα κατάσταση φωτογραφίζεται να έχει ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες. Η επόμενη κυβέρνηση ενδεχομένως να κληθεί να τα βγάλει πέρα χωρίς να διαθέτει ούτε την ευκολία του πληθωριστικού χρήματος.

 

Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ Η ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

Οι πλευρές αυτές εξηγούν γιατί είναι αδύνατη η ουσιαστική βελτίωση για το λαό από οποιοδήποτε σύστημα διακυβέρνησης του καπιταλισμού. Γιατί δηλαδή δεν μπορεί να υπάρξει αστικό κόμμα που να υλοποιήσει φιλολαϊκή πολιτική.

Η τάση αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης είναι καθοριστικό στοιχείο του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφού πρόκειται για τον καθοριστικό παράγοντα που μπορεί να αντιταχτεί, μερικώς τουλάχιστον, στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Γι’ αυτό η καπιταλιστική ανάπτυξη αναγκαστικά περνάει μέσα από τη σχετική εξαθλίωση των εργαζόμενων, δηλαδή μέσα από τη μείωση του μεριδίου τους στην κοινωνική πίτα, που δεν είναι άλλο παρά από την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Η τάση αυτή μάλιστα μετατρέπεται και σε απόλυτη εξαθλίωση, σε απόλυτη μείωση της ποσότητας των μέσων συντήρησης που χρησιμοποιεί ο εργάτης.

Τη 15ετία που εξετάζουμε, η κρατική πολιτική και η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη οδήγησαν τόσο σε σχετική όσο και σε απόλυτη εξαθλίωση των εργαζόμενων.

Σε φάσεις κρίσης, συρρίκνωσης της παραγωγής και πίεσης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, για παράδειγμα στη λεγόμενη περίοδο των μνημονίων και στην περίοδο της κρίσης 2020-2022, οι εργαζόμενοι χάνουν απόλυτα. Το εργατικό-λαϊκό εισόδημα μειώνεται, οι τιμές αυξάνονται ή συμβαίνουν και τα δύο παράλληλα, είτε με την περιοριστική πολιτική των μνημονίων είτε με τη σημερινή επεκτατική πολιτική. Το μόνο που αλλάζει είναι ο τρόπος σφαγής των δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Η περιοριστική πολιτική, με περικοπές μισθών και δικαιωμάτων, χτυπά ευθέως το εργατικό-λαϊκό εισόδημα. Η επεκτατική πολιτική χτυπά το λαϊκό εισόδημα έμμεσα. Οι εργαζόμενοι βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να καταβαραθρώνεται είτε λόγω των πληθωριστικών αυξήσεων στις τιμές των εμπορευμάτων που οδηγεί σε ακρίβεια, είτε λόγω μιας εκτίναξης του κρατικού χρέους που θα κληθούν να το πληρώσουν οι εργαζόμενοι την επόμενη μέρα.

Την περίοδο 2016-2020, στη φάση της σταθεροποίησης και μιας ισχνής ανάπτυξης, οι εργαζόμενοι είδαν ενδεχομένως και σχετική σταθεροποίηση των μισθών, σε μια περίοδο όμως επέκτασης της παραγωγής και της κερδοφορίας σε ορισμένους κλάδους. Το γνωστό παράδειγμα στον τουρισμό, που η εκτόξευση τζίρου και κερδών βασίστηκε στους χαμηλούς μισθούς, είναι αποκαλυπτικό για τη σχέση μισθών και κερδών.

Η ιστορική πείρα έρχεται να εξηγηθεί από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία που αποδεικνύει ότι κάθε μορφή διαχείρισης, κάθε μορφή διακυβέρνησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, άσχετα με το αν ο διαχειριστής είναι μπλε, πράσινος, ροζ ή οποιουδήποτε άλλου χρώματος, δεν μπορεί παρά να έχει αρνητικό αποτύπωμα στα εργατικά-λαϊκά στρώματα. Η σιδερένια εξίσωση δείχνει ότι αύξηση μισθών και εισοδήματος του λαού και κέρδη του κεφαλαίου είναι σε τελευταία ανάλυση αντίθετα και γι’ αυτό, όσο η εξουσία βρίσκεται στις δυνάμεις του κεφαλαίου, τελικά όσο υπάρχει μισθός, οι εργαζόμενοι θα χάνουν. Μάλιστα, η αύξηση της μάζας του κέρδους απαιτεί αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης προκειμένου να διατηρείται το ποσοστό κέρδους σε ικανοποιητικό επίπεδο.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη, τα κέρδη του κεφαλαίου προϋποθέτουν σχετική εξαθλίωση των εργαζόμενων, άσχετα με το αν η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης γίνεται με άμεση μείωση του μισθού ή με αναδιανομή του εισοδήματος μέσα από φόρους ή και τον πληθωρισμό. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Κ. Μαρξ:

«Η γενική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής δεν είναι να ανεβάζει, αλλά να κατεβάζει το μέσο επίπεδο των μισθών.»6

Οι θεωρητικές αυτές εξηγήσεις μπορούν να ερμηνεύσουν την κρατική πολιτική της τελευταίας 15ετίας. Μπορούν όμως κυρίως να προβλέψουν το μέλλον. Η επόμενη κυβέρνηση θα είναι χειρότερη.

Οποιαδήποτε κυβέρνηση και αν προκύψει, μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ και της εξουσίας του κεφαλαίου, θα υλοποιήσει τη στρατηγική του κεφαλαίου, τους άξονες της οποίας μπορεί κανείς να δει ήδη από τώρα, αν εξετάσει ανάμεσα σε άλλα:

  • Τις δεσμεύσεις και τη στρατηγική της ΕΕ που είναι κοινές για όλα τα κράτη-μέλη της, και τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις που είναι ειδικές για τη χώρα,
  • τις δεσμεύσεις και τα προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, την προώθηση της πράσινης-ψηφιακής μετάβασης, την υλοποίηση των στόχων της ΕΕ,
  • τις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και άλλων σχετικών ιμπεριαλιστικών οργανισμών για το πώς πρέπει να εξελιχτεί η αστική πολιτική το επόμενο διάστημα,
  • τις επεξεργασίες και τις ανακοινώσεις των οργανώσεων των καπιταλιστών, του ΣΕΒ, της ΕΕΕ, της ΕΕΤ, του ΣΕΤΕ και άλλων, αλλά και τη στρατηγική που αναπτύσσει η ΤτΕ.

Οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει από τις επόμενες εκλογές θα κληθεί να υλοποιήσει αυτές τις κατευθύνσεις, αφού αυτές είναι οι απαιτήσεις που έχει η αστική τάξη, η εξουσία, από την κυβέρνηση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα προεκλογικά προγράμματα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μοιάζουν, στα ουσιαστικά τους στοιχεία, στους στρατηγικούς άξονες σα δυο σταγόνες νερό.

Το επόμενο λοιπόν διάστημα οι εργαζόμενοι θα κληθούν να τα βγάλουν πέρα με τιμές που δεν πρόκειται να μειωθούν, με μισθολογικές αλλαγές κάτω ακόμα και από τα όρια του πληθωρισμού, με περαιτέρω στροφή στην πράσινη ενέργεια με δυσβάστακτο κόστος για το λαό, με προώθηση της απελευθέρωσης σε νέους κλάδους που θα αυξήσει κι άλλο το κόστος ζωής, για να αναφέρουμε ορισμένες πλευρές.

Η πραγματικότητα για τους εργαζόμενους είναι, μάλλον, ακόμα πιο ζοφερή από τις προβλέψεις αυτές, αφού το δεσπόζον σενάριο είναι της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Ωστόσο το ενδεχόμενο μιας νέας βαθιάς κρίσης, που θα εκδηλωθεί άμεσα, είναι ολοένα και πιθανότερο. Σε θεωρητικό επίπεδο, το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου είναι τεράστιο και διογκώνεται, αφού όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι δεν έχει πραγματοποιηθεί ικανή καταστροφή του το τελευταίο διάστημα. Η εκδήλωση κρίσης, στο μεσοπρόθεσμο ιστορικό χρόνο, είναι λοιπόν δεδομένη. Αλλά δεν αναφερόμαστε μόνο σε αυτό. Οι καταρρεύσεις τραπεζών σε ΗΠΑ και Ευρώπη και η μεγάλη, απότομη διόγκωση του δανεισμού, ενδεχομένως είναι τα προεόρτια μιας μεγάλης βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού, βαθύτερης από την κρίση του 2008-2009. Ο διάλογος Σι - Πούτιν στον οποίο συμφώνησαν ότι «έρχονται αλλαγές που δεν έχουμε δει εδώ και 100 χρόνια» είναι χαρακτηριστικός.

Η εκδήλωση μιας τέτοιας διεθνούς κρίσης θα έχει πολλαπλάσιο αποτέλεσμα στην εγχώρια οικονομία, λόγω της ολοένα και μεγαλύτερης «εξωστρέφειας». Για παράδειγμα, οι τουριστικές δαπάνες είναι συχνά οι πρώτες που δε γίνονται, σε περίοδο κρίσης.

Και τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης θα πέσουν πάλι πάνω στις πλάτες των εργαζόμενων της χώρας. Το ενδεχόμενο η επόμενη κυβέρνηση να κληθεί να διαχειριστεί μια νέα βαθιά καπιταλιστική κρίση, με νέο γύρο άμεσης επίθεσης στα δικαιώματα του λαού, δεν είναι τόσο απομακρυσμένο.

 

ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ

Η ανάλυση που κάναμε μέχρι τώρα εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αποδομηθούν επιχειρήματα που επαναλαμβάνονται από το 
ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ, το ΜέΡΑ25 και τον οπορτουνιστικό χώρο:

  • Τα κυβερνητικά μέτρα λύνουν το πρόβλημα: Πρόκειται για το κεντρικό επιχείρημα της κυβέρνησης, που υποστηρίζει ότι τα διάφορα pass ή η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η αλήθεια είναι διαφορετική. Αφενός τα διάφορα pass μόλις και μετά βίας καλύπτουν ένα μικρό κομμάτι των απωλειών των εργαζόμενων, που, αν συνυπολογίσει κανείς όλες τις πλευρές, είναι χιλιάδες ευρώ ετησίως. Επιπρόσθετα, τα pass πληρώνονται από τον ίδιο το λαό, από τους φόρους που καταβάλλει ή τα τιμολόγια ενέργειας. Έτσι, η κυβέρνηση παίρνει από την τσέπη των εργαζόμενων δύο και δίνει πίσω ένα. Καμία ουσιαστική βελτίωση. Η δε αύξηση του κατώτατου μισθού είναι πολύ πίσω ακόμα και από τον πληθωρισμό του 2022. Ουσιαστικά, ο κατώτατος μισθός των 780 ευρώ αντιστοιχεί σε ένα μισθό σχεδόν 600-650 ευρώ δύο χρόνια πριν, αν συνυπολογίσει κανείς τις πραγματικές αυξήσεις στις τιμές των τελευταίων δύο ετών.
  • Ακρίβεια Μητσοτάκη σε αντιπαράθεση με την επεκτατική πολιτική της ΕΕ. Πρόκειται ίσως για το πιο χιλιοπαιγμένο επιχείρημα που το ακούμε, με λίγο διαφορετικές εκδοχές, απ’ όλους τους «αντιπολιτευόμενους». Όπως εξηγήσαμε, αφενός το πρόβλημα των εργαζόμενων δεν είναι μόνο οι υψηλότερες τιμές, αλλά η συνολική επίθεση στο εργατικό-λαϊκό εισόδημα, που αφορά μισθούς, ενέργεια, φορολογία και τιμές, τη συνολική διαχρονικά εφαρμοζόμενη πολιτική. Η γραμμή της «ακρίβειας Μητσοτάκη» κρύβει άλλωστε πως πρόκειται για ένα φαινόμενο που αφορά το σύνολο των κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά και πρακτικά όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Σε ΕΕ και Μ. Βρετανία ο πληθωρισμός βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ, πάνω από 10%, και αποτέλεσμα αυτού ήταν κύματα διαδηλώσεων σε ολόκληρη την ΕΕ. Η ακρίβεια ως αύξηση τιμών σχετίζεται με την επεκτατική πολιτική της ΕΕ –για την οποία μάλιστα ΣΥΡΙΖΑ και ΜέΡΑ25 θεωρούν ότι πρέπει να αυξηθεί περαιτέρω– την πράσινη ενέργεια, στο όνομα της οποίας πίνουν όλοι νερό, τον πόλεμο ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Η θέση ότι τα κονδύλια της ΕΕ μπορούν να αξιοποιηθούν για να χρηματοδοτήσουν δράσεις πιο φιλολαϊκές, και πως αυτός είναι ο τρόπος για να αντιμετωπίσουν και την ακρίβεια είναι αποπροσανατολιστικό και λαθεμένο επιχείρημα. Αποπροσανατολιστικό, γιατί οι πόροι της ΕΕ δεν μπορούν να δαπανηθούν κατά το δοκούν. Είναι δεμένοι με όρους, με συγκεκριμένες κατευθύνσεις, υλοποιούν συγκεκριμένη πολιτική. Υλοποιούν μάλιστα την πολιτική που έχει ανάγκη η καπιταλιστική αναπαραγωγή, η αστική εξουσία. Με άλλα λόγια, κάθε κυβέρνηση της αστικής εξουσίας και των δεσμεύσεων της ΕΕ θα δαπανά έτσι τους πόρους. Γι’ αυτό άλλωστε και το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δε διαφοροποιείται παρά σε σημεία. Το επιχείρημα όμως είναι και οικονομικά λαθεμένο. Η επεκτατική πολιτική δε φέρνει λεφτά από το πουθενά. Βασίζεται σε αύξηση του χρέους, που θα την πληρώσει ο λαός στη συνέχεια, ή σε νέο χρήμα, που θα αφαιμάξει το λαό με πληθωρισμό. Δεν είναι ένα «λεφτόδεντρο» που φέρνει λεφτά και το θέμα είναι πού θα πάνε. Τελικά, και την επεκτατική πολιτική την πληρώνουν οι εργαζόμενοι. Δεν υπάρχει φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού.
  • Χρεοδουλοπαροικία: Δεν είναι τίποτε άλλο παρά απόδοση των «δεινών» της κρίσης στους εργαζόμενους, στο υψηλό κρατικό χρέος, και μάλιστα «αθωώνοντας» την αστική τάξη. Αυτή η γραμμή συσκοτίζει το μεγάλο ένοχο, τον καπιταλισμό. Η καπιταλιστική εκμετάλλευση, η κυριαρχία της αστικής τάξης και όχι το υψηλό κρατικό χρέος είναι η βασική αιτία όξυνσης των λαϊκών προβλημάτων, σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης των εργαζόμενων διεθνώς, στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Αρκεί κανείς να εξετάσει την κατάσταση των εργαζόμενων σε χώρες με πολύ μικρότερο χρέος, για να δει ότι η εξαθλίωση του λαού συνεχίζεται. Γι’ αυτό και τα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα, στα οποία ο Γ. Βαρουφάκης είχε αποφασιστικό ρόλο, ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δαπάνες εξυπηρέτησης του κρατικού χρέους. Ο ρόλος του προϋπολογισμού ως εργαλείου αναδιανομής από τους εργαζόμενους στο κεφάλαιο, πρώτα και κύρια στην αστική τάξη της χώρας, κυριαρχεί. Η όποια ελάφρυνση του προϋπολογισμού από εξωτερικό χρέος δε μεταφράζεται σε ελάφρυνση του λαού. Μεταφράζεται σε περισσότερα διαθέσιμα κεφάλαια για την αστική τάξη, για τους ομίλους. Ο χαρακτήρας των διαπραγματεύσεων της εκάστοτε αστικής κυβέρνησης με τους «δανειστές» έχει ακριβώς αυτά τα χαρακτηριστικά. Παράλληλα, τα μέτρα των μνημονίων δεν οφείλονταν μόνο στο κρατικό χρέος, ούτε επιβλήθηκαν μόνο απ’ έξω. Δεν ήταν ποτέ το αποτέλεσμα «τυφλής» υπακοής στους δανειστές. Ήταν μέτρα απαραίτητα για την καπιταλιστική κερδοφορία, μέτρα που ήθελε και θέλει και η αστική τάξη της χώρας. Αναφορικά με το ύψος του χρέους, σίγουρα η αστική τάξη θα επιθυμούσε διαγραφή μέρους του. Ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να γίνει και την ίδια στιγμή να επιδιώκει κάποιος την παραμονή του στις διεθνείς αγορές, στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην ΕΕ.

 

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΚΕ

Γι’ αυτόν το λόγο, το ΚΚΕ μπορεί να προβλέψει με απόλυτη ασφάλεια πως την επομένη των επερχόμενων εκλογών, όποιο ή όποια κόμματα και αν κληθούν να αναλάβουν την αστική διακυβέρνηση, η πολιτική τους θα είναι αντιλαϊκή. Η ομοιότητα του προγράμματος ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για την επόμενη μέρα και η σημερινή δομή του αστικού πολιτικού συστήματος είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη απαιτεί συνεχείς θυσίες από το λαό, ανεξάρτητα από το ποιος την διαχειρίζεται. Γι’ αυτό άλλωστε και οι τεκτονικές πολιτικές διεργασίες των τελευταίων 15 ετών δεν άλλαξαν τίποτα στην ουσία του ζητήματος.

Το ΚΚΕ κινείται στον αντίποδα. Αποκαλύπτει στους εργαζόμενους ότι η πραγματική αιτία των δεινών τους είναι το ίδιο το κεφάλαιο, ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη και η αστική εξουσία δεν μπορούν να συγκεραστούν με την ευημερία του λαού. Αποκαλύπτει πως το πραγματικό περιεχόμενο της «μισθωτής σκλαβιάς» σχετίζεται τόσο με την κοινωνική θέση της μεγάλης πλειοψηφίας, ως «αντικείμενα» της εξουσίας, όσο και με την αναγκαστική σχετική και απόλυτη εξαθλίωσή τους, που είναι η άλλη όψη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αποκαλύπτει ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ο δρόμος της ανατροπής, της εργατικής εξουσίας, που με την κοινωνικοποίηση της συγκεντρωμένης παραγωγής και τον κεντρικό σχεδιασμό μπορεί να διασφαλίσει ανάπτυξη με στόχο την κοινωνική ευημερία. Καλεί τους εργαζόμενους σε αγωνιστική συμπόρευση, σε κατεύθυνση αγώνα και σύγκρουσης με τις δεσμεύσεις της ΕΕ και τη στρατηγική του κεφαλαίου σε μια γραμμή ταξικής πάλης, για την κατάργηση μιας σειράς αντιλαϊκών έμμεσων φόρων, για την ουσιαστική αύξηση των μισθών, γενικά για την πρόταξη των αναγκών των εργαζόμενων, π.χ. για την υγεία, τη στέγαση, τη μόρφωση, τις διακοπές τους, σε κοινό αγώνα μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων και βιοπαλαιστών αγροτών για δραστική μείωση των χρεών της λαϊκής οικογένειας, για την υγεία και την παιδεία που έχει ανάγκη ο λαός ανάμεσα σε άλλα. Οι δυνάμεις του ΚΚΕ μπαίνουν μπροστά για να οργανωθεί η λαϊκή αντεπίθεση, για να διεκδικήσουν οι εργαζόμενοι ανάκτηση των απωλειών, νέες κατακτήσεις. Η αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ στις επερχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις είναι ένα ουσιαστικό βήμα για τους αγώνες της επόμενης μέρας.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Γρηγόρης Λιονής είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομίας.

  1. Ενδεικτικά, μελέτες ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ακρίβεια, μελέτες ΙΝΚΑ, μελέτες Συνδέσμου Επιχειρήσεων Λιανικού Εμπορίου κλπ.
  2. Σημειώνεται εδώ ότι οι ασφαλιστικές εισφορές είναι τμήμα του μισθού του εργαζόμενου, που σχετίζεται με τη σύνταξη που θα λάβει ως «μεταχρονολογημένο μισθό». Ωστόσο, αναφορικά με την τρέχουσα καταναλωτική δυνατότητα των εργαζόμενων, οι ασφαλιστικές εισφορές αφαιρούνται από το τρέχον διαθέσιμο εισόδημα. Γι’ αυτό και διαχρονικό αίτημα του εργατικού κινήματος είναι οι ασφαλιστικές εισφορές να καταβάλλονται μόνο από κράτος και εργοδοσία.
  3. Για παράδειγμα, το λουτρό ήταν πολυτέλεια στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά μάλλον θεωρείται στοιχειώδες τις τελευταίες δεκαετίες.
  4. Πηγή διαγράμματος: https://www.european-inflation-tracker.com/supply/
  5. Σημειώνεται ότι αντίστοιχη –μεγάλη– αύξηση της παροχής χρήματος στην οικονομία έχει κάνει τόσο η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα, η ελβετική και πολλές άλλες.
  6. Κ. Μαρξ, Μισθός, τιμή και κέρδος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 72.