Διδάγματα από την ταξική πάλη στη Γερμανία, 1918-1923 (Μέρος Α΄)


του Κωστή Μπορμπότη*

Η προδοσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας την περίοδο του ιμπεριαλιστικού πολέμου το 1914-1918, αλλά και στα χρόνια της οξυμένης πάλης που ακολούθησαν με την επανάσταση του 1918-1919 και τους σκληρούς ταξικούς αγώνες του 1921-1923, αποδείχτηκε ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για τη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας στη μεταπολεμική Γερμανία.

Οι Γερμανοί εργάτες, που ξεσηκώθηκαν, ανακάλυψαν στα πρόσωπα των μέχρι χτες ηγετών τους τούς πιο βάναυσους εχθρούς τους. Οι ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), κομματικά στελέχη, βουλευτές, ηγέτες στο συνδικαλιστικό κίνημα, με χρόνια δράσης στο παρελθόν τους και κύρος στην εργατική τάξη, αναδείχτηκαν στους πιο ορκισμένους αντίπαλους της επανάστασης. Πραγματικά εντυπωσιάζει η αποφασιστικότητα, η τόλμη και η πρωτοβουλία, αλλά και η επινοητικότητα (πολιτική και πρακτική) με την οποία τα στελέχη των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών κινήθηκαν για την αποκατάσταση της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Λεπτοδουλεμένες μηχανορραφίες και συνεργασίες με τα αστικά κόμματα και παράγοντες της μοναρχίας, επιδέξιοι ελιγμοί και παρεμβάσεις για τη χειραγώγηση του κινήματος, αλλά και ωμή βία και καταστολή, σκορπώντας χωρίς πολλούς δισταγμούς λουτρά αίματος.

Η στάση αυτή, μαζί με τη διατήρηση ισχυρότατης επιρροής των σοσιαλδημοκρατών στην εργατική τάξη και τις συνδικαλιστικές της οργανώσεις καθ’ όλη αυτήν την περίοδο, σε συνδυασμό με την καθυστερημένη συγκρότηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD), έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ταξικής πάλης κατά τα επόμενα χρόνια. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο, με την επαναστατική άνοδο να φουντώνει με το τέλος του πολέμου και με μεγάλους αγώνες να διαρκούν ως και το 1923, σε ένα περιβάλλον οικονομικής και πολιτικής αστάθειας, ανόδου της πρωτοβουλίας των εργαζόμενων μαζών με τη συγκρότηση συμβουλίων και τη διαμόρφωση ένοπλων σωμάτων, με μικρότερα και μεγαλύτερα επεισόδια ένοπλων αναμετρήσεων σε όλη σχεδόν τη Γερμανία, σε διάφορα κρατίδια και περιοχές, με το νεαρό ΚΚ να προσπαθεί να χαράξει πολιτική γραμμή σε μάχιμες συνθήκες, σε συνθήκες επαναστατικής προσμονής άμεσων εξελίξεων που πυροδοτεί το επαναστατικό κύμα το οποίο εξαπλώνεται ορμητικά μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αλλά που τελικά δεν αποδεικνύεται αρκετό για τη νίκη του προλεταριάτου και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ασφαλώς δεν είναι η πρώτη φορά που προσεγγίζουμε αυτά τα θέματα στην αρθρογραφία της ΚΟΜΕΠ. Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε τις δυσκολίες κάτω από τις οποίες η επαναστατική πρωτοπορία κλήθηκε να διαμορφώσει στρατηγική σε αυτά τα ταραγμένα χρόνια, το ρόλο της συνεχιζόμενης πίεσης που ασκούσε η επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας σε χώρες όπως η Γερμανία που είχε αποκτήσει βαθύτερα ιστορικά-κοινωνικά ερείσματα, αλλά και τις αντιφάσεις που αναπτύχθηκαν στην προσπάθεια ανάπτυξης της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και της Κομμουνιστικής Διεθνούς σε αυτό το σύνθετο περιβάλλον.

Επίσης, μέσα από τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου αναδεικνύεται η στενή αλληλεπίδραση που αντικειμενικά αναπτύχθηκε ανάμεσα στην πάλη του ρωσικού προλεταριάτου και την πάλη της εργατικής τάξης στις ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και στη συνέχεια για την έμπρακτη στήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας που μόλις έβγαινε από τον εξαντλητικό Εμφύλιο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Δεν είναι φυσικά δυνατή μια εξαντλητική και λεπτομερής πραγμάτευση όλων αυτών των ζητημάτων στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου, καθώς υπάρχουν θέματα που απαιτούν αυτοτελή εμβάθυνση, αλλά και ορισμένα στα οποία οι συλλογικές μας επεξεργασίες συνεχίζονται.

Είναι βέβαιο όμως ότι όλη αυτή η περίοδος έντονων ταξικών αγώνων αποτελεί «εργαστήριο», καθώς το κομμουνιστικό κίνημα έρχεται αντιμέτωπο με ζητήματα που ο πυρήνας τους θα απασχολήσει ευρύτερα και στη συνέχεια, όπως οι σχέσεις με τη σοσιαλδημοκρατία, η πολιτική του «ενιαίου μετώπου» που δοκιμάζεται, το ζήτημα των «εργατικών κυβερνήσεων», όπως τίθεται στις περιπτώσεις της Σαξονίας και της Θουριγγίας, σε συνθήκες μάλιστα οξυμένης πάλης.

Κατά γενική ομολογία, τα χρόνια από το 1918 ως το 1923 αποτελούν μια περίοδο κρίσιμων αγώνων. Το 1923 ειδικά αποτέλεσε από πολλές απόψεις ένα πολύ κρίσιμο έτος, ένα annus horribilis για τη «σταθερότητα» στη Γερμανία: Η εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων στην περιοχή του Ρουρ και ο κολοσσιαίος πληθωρισμός που έφερε πρωτοφανές κύμα εξαθλίωσης (στην ήδη επιβαρυμένη οικονομία της μεταπολεμικής Γερμανίας), μεγάλες απεργιακές εξεγέρσεις και συγκρούσεις, το «πραξικόπημα της μπυραρίας» και τα πρώτα διακριτά βήματα των φασιστικών δυνάμεων, η εξέγερση στο Αμβούργο και συνολικά οι προσπάθειες του ΚΚ Γερμανίας και της ΚΔ για ένοπλη κλιμάκωση του αγώνα, που τελικά δεν ευοδώθηκαν. Στην ουσία, σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός κύκλου ταξικών αγώνων (και το άνοιγμα ενός επόμενου), από τον οποίο μπορούμε να βγάλουμε σπουδαία διδάγματα.

 

Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ: ΥΠΟΒΑΘΡΟ, ΥΛΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΠΙΕΣΗ ΣΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Η Αυτοκρατορική Γερμανία μπήκε στον πόλεμο, που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως Α΄ Παγκόσμιος, τον Αύγουστο του 1914. Με το ξεκίνημα του πολέμου εκδηλώθηκε η ντροπιαστική συνθηκολόγηση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, που στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας» ποδοπάτησε όλες τις προηγούμενες αποφάσεις και συντάχτηκε με το μέρος της αστικής τάξης της χώρας του. Η προδοσία της 4ης Αυγούστου, της μέρας που υπερψήφισε μαζί με τα υπόλοιπα κόμματα τις πολεμικές πιστώσεις στο γερμανικό Κοινοβούλιο, προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα, αιφνιδίασε πολλούς, γεμίζοντάς τους βαθιά απογοήτευση.

Ο Λένιν, εκφράζοντας τον αποτροπιασμό του, έγραφε μερικές βδομάδες μετά: «Η ευθύνη για τον εξευτελισμό του σοσιαλισμού πέφτει, πρώτ’ απ’ όλα, στους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, που αποτελούσαν το πιο ισχυρό κόμμα της Β΄ Διεθνούς, το κόμμα με τη μεγαλύτερη επιρροή.»1

Η κατάληξη αυτή όμως δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Μπορεί η συνθηκολόγηση του SPD με το ξέσπασμα του πολέμου να ξάφνιασε κάποιους, στην πραγματικότητα όμως προετοιμαζόταν για χρόνια ολόκληρα κάτω από το βάρος κοινωνικών όρων που «αθόρυβα», αν και όχι χωρίς εκδηλώσεις, διαμόρφωναν το έδαφος για την οπορτουνιστική διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας. Ο πόλεμος ήταν η κλιμάκωση μιας ολόκληρης πορείας, η «τελική πράξη» του δράματος, προϊόν μιας ολόκληρης περιόδου κατά την οποία ωρίμαζε μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα η τάση του συμβιβασμού.

Ταυτόχρονα όμως, αυτό το ισχυρό σοκ αποτέλεσε και καταλύτη διαχωρισμού των επαναστατικών δυνάμεων που συνυπήρχαν μαζί με συμβιβασμένα στοιχεία μέσα στα σοσιαλιστικά κόμματα και που δίσταζαν να διαχωριστούν ή ήλπιζαν μάταια ότι θα μπορούσε να επικρατήσει στα κόμματα αυτά ο επαναστατικός προσανατολισμός. Ο πόλεμος έθεσε το δίλημμα αποφασιστικά: Ή με τον ταξικό συμβιβασμό ή με την επανάσταση.

Από αυτήν την άποψη, το μεγάλο σχίσμα που αναδείχτηκε στον πόλεμο λειτούργησε εκ των πραγμάτων και καθαρτικά, αποτελώντας έτσι και τη «ληξιαρχική πράξη γέννησης» των ΚΚ. Ο Λένιν με τους μπολσεβίκους ηγήθηκαν αυτής της προσπάθειας, σαλπίζοντας την ανάγκη πολιτικού και οργανωτικού διαχωρισμού από την παλιά σοσιαλδημοκρατία, τη συγκρότηση νέων κομμάτων, κομμουνιστικών, και νέας Διεθνούς. «Πρέπει να ονομαστούμε Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως ονόμαζαν τον εαυτό τους ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Πρέπει να επαναλάβουμε ότι είμαστε μαρξιστές και παίρνουμε για βάση το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που η σοσιαλδημοκρατία το πρόδωσε και το διαστρέβλωσε», έγραφε ο Λένιν στις γνωστές «Θέσεις του Απρίλη». «Καιρός πια να πετάξουμε το βρόμικο πουκάμισο, καιρός πια να φορέσουμε καθαρά ασπρόρουχα.»2

Για το θέμα της πορείας μετάλλαξης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας έχουν ασφαλώς γραφτεί πολλά, στη μαρξιστική αλλά και στην ευρύτερη σχετική βιβλιογραφία, όπως επίσης έχει υπάρξει σχετική εκτενής αρθρογραφία και στην ΚΟΜΕΠ.3

Δε θα παρουσιάσουμε επομένως διεξοδικά το ζήτημα αυτό, αλλά θα εστιάσουμε περισσότερο σε ορισμένα διαφωτιστικά παραδείγματα από τη διαβρωτική διαδικασία ταξικής συνθηκολόγησης της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και τα βαθύτερα αποτυπώματα που άφηνε αυτή η πορεία στο κίνημα της εργατικής τάξης, που θα συνεχίσουν να επιδρούν και τα επόμενα χρόνια.

Εξάλλου, το λενινιστικό έργο ανέδειξε σε βάθος τους όρους ανάπτυξης του οπορτουνισμού. Μελέτησε ιδιαίτερα την κοινωνική του ρίζα, δηλαδή τους κοινωνικούς όρους που διαμόρφωσε σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης η καπιταλιστική ανάπτυξη την περίοδο ανάμεσα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα και το ξέσπασμα του πολέμου στις αρχές του 20ού.

Υπενθυμίζουμε συνοπτικά ότι μιλάμε για μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από εξάπλωση και ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, υπάρχει απουσία μεγάλων συγκρούσεων στο ευρωπαϊκό έδαφος (γι’ αυτό και περιγράφεται συχνά ως μια σχετικά «ειρηνική» περίοδος ανάπτυξης του καπιταλισμού), ενώ χαρακτηρίζεται επίσης και από μακρόχρονη –για τα δεδομένα της εποχής– κοινοβουλευτική σταθερότητα και συμμετοχή των εργατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων στις εκλογές, τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και την εθνική πολιτική ζωή. Είναι παράλληλα η περίοδος της αυγής του μονοπωλιακού καπιταλισμού, ενώ αναπτύσσεται το ξέφρενο κυνήγι των αποικιών. Η καταλήστευση των αποικιών διαμορφώνει πρόσθετες δυνατότητες στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εξαγοράς και ελιγμών, καθώς είναι η εποχή που επεκτείνεται και παίρνει νέα χαρακτηριστικά μέσα στην εργατική τάξη το στρώμα της λεγόμενης εργατικής αριστοκρατίας.

«Ωρίμασε ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα από κοινοβουλευτικούς άνδρες, δημοσιογράφους, καλαμαράδες του εργατικού κινήματος, προνομιούχους υπαλλήλους και ορισμένες ομάδες του προλεταριάτου που αναπτύχθηκε σαν ένα σώμα μαζί με την εθνική του αστική τάξη», σημειώνει ο Λένιν σε ένα πολύ γνωστό του απόσπασμα, αναδεικνύοντας την υλική βάση ανάπτυξης του οπορτουνισμού και την επίδρασή του στα εργατικά κόμματα.4

Αναδεικνύοντας τους υλικούς όρους εμφάνισης και ενδυνάμωσης του οπορτουνισμού, ο Λένιν δείχνει ότι δεν ήταν μια στιγμιαία υποχώρηση, αλλά προϊόν μιας ολόκληρης «ιστορικής εποχής». «Οι αντικειμενικές συνθήκες στα τέλη του 19ου αιώνα ενίσχυαν ιδιαίτερα τον οπορτουνισμό, μετατρέποντας τη χρησιμοποίηση της αστικής νομιμότητας σε δουλοφροσύνη απέναντί της, δημιουργώντας ένα μικρό στρώμα γραφειοκρατίας και αριστοκρατίας της εργατικής τάξης και προσελκύοντας στις γραμμές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πολλούς μικροαστούς “συνοδοιπόρους”»5, γράφει, επισημαίνοντας την τάση που διαμορφώνει η ίδια η ανάπτυξη της ταξικής πάλης.

Το ζήτημα αυτό είναι κρίσιμο τόσο για τη βαθύτερη κατανόηση του κοινωνικού αυτού φαινομένου, όσο και για τους όρους επαγρύπνησης απέναντί του. Όπως ανέδειξε και η επόμενη πείρα του 20ού αιώνα, δε γίνονται συχνά άμεσα αντιληπτοί αυτοί οι βαθύτεροι παράγοντες που πιέζουν προς τη διολίσθηση και την προσαρμογή. Οι δυνάμεις που επιδρούν πάνω στην επαναστατική πρωτοπορία για να διαμορφώσουν έδαφος συμβιβασμού δρουν συχνά σιγά-σιγά και αδιόρατα αρχικά, αλλά εκδηλώνονται φανερά μπροστά σε μεγάλα διακυβεύματα, όπως ήταν τότε ο πόλεμος.

Το σχίσμα δηλαδή που ηχηρά εκφράστηκε με τον πόλεμο μέσα στο γερμανικό εργατικό κίνημα δε διαμορφώθηκε τότε, είχε βάθος και έδραση σε διεργασίες που σιγόβραζαν για χρόνια πριν.

Ούτως ή άλλως, από την ίδρυση του SPD το 1875, συνυπήρχαν μέσα στο κόμμα ανομοιογενείς δυνάμεις. Όπως είναι γνωστό, το SPD συγκροτήθηκε με τη συνένωση των λεγόμενων αϊζεναχικών (των δυνάμεων που προέρχονταν από το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα των Α. Μπέμπελ - Β. Λίμπκνεχτ που είχε ιδρυθεί το 1869 και βρισκόταν πιο κοντά στις θέσεις του επαναστατικού μαρξισμού των Μαρξ και Ένγκελς) και των λασαλικών, που βρίσκονταν υπό την επιρροή των ρεφορμιστικών αντιλήψεων του Λασάλ και ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς στον αστικό μεταρρυθμισμό.

Στο περίφημο «Πρόγραμμα της Γκότα» που υιοθέτησε στο ιδρυτικό του συνέδριο το νέο κόμμα, ο Μαρξ άσκησε σημαντική κριτική για υποχωρήσεις προς τις θέσεις των λασαλικών. Οι Μαρξ και Ένγκελς απέφυγαν να δημοσιεύσουν σ’ εκείνη τη φάση την Κριτική στο Πρόγραμμα της Γκότα, έργο που τελικά ο Ένγκελς δημοσίευσε μόλις το 1891 και παρά τις αντιδράσεις της ηγεσίας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που θεωρούσε ότι θα έβλαπτε την «ενότητα» του κόμματος.

Σε γενικές γραμμές πάντως, όπως συνέβη συνολικά στα σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα που ιδρύθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (και που το SPD αποτελούσε από πολλές απόψεις τον πιο χαρακτηριστικό τους εκπρόσωπο), τα κόμματα αυτά συγκροτούνται πάνω στις αρχές της ταξικής πάλης και σε αυτήν την αρχική φάση, παρά την ανομοιογένεια αλλά και τη διαπάλη που υπάρχει, κυριαρχεί ο επαναστατικός προσανατολισμός, χωρίς ωστόσο η κυριαρχία αυτή να είναι δεδομένη, όπως θα αποδειχτεί σε σχετικά σύντομο διάστημα.

Με άλλα λόγια, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, από το 1875 ως το 1914, οι κοινωνικές συνθήκες που περιγράφει ο Λένιν για το δυνάμωμα του οπορτουνισμού και του ρεφορμισμού συμπλέκονταν αντικειμενικά και με ένα ήδη υπάρχον ρεφορμιστικό ρεύμα που είχε ρίζες μέσα στο κόμμα από το λασαλισμό ακόμη και εκφραζόταν με ισχυρή διαπάλη που γινόταν φανερή σε μια σειρά ζητήματα.

Σε πρώτη φάση, οι απόψεις του Ε. Μπερνστάιν, που από το 1897 ηγήθηκε της συγκροτημένης προσπάθειας «αναθεώρησης» του μαρξισμού καλώντας σε μετατροπή της σοσιαλδημοκρατίας σε κόμμα δημοκρατικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, απορρίφθηκαν στα σχετικά κομματικά συνέδρια του SPD, στη Στουτγάρδη (1898) και στο Ανόβερο (1899), όπως και στη συνέχεια στο συνέδριο της Δρέσδης (1903).

Αυτό δε σήμαινε όμως ότι ανακοπτόταν ουσιαστικά η πορεία ενίσχυσης του ρεφορμισμού, καθώς η ηγεσία του κόμματος υπό τον Α. Μπέμπελ, ενώ δεν υιοθετούσε τις ρεφορμιστικές θέσεις, στο όνομα της «ενότητας» του κόμματος έκανε συνεχώς παραχωρήσεις προς τους οπορτουνιστές, πράγμα που τελικά τους ενδυνάμωνε.

 

ΚΡΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΑΠΟΙΚΙΕΣ, ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΣ – ΤΡΙΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Αξίζει να αναφέρουμε μερικά διαφωτιστικά στιγμιότυπα που αποτυπώνουν τη διάχυτη επίδραση των μεταρρυθμιστικών-ρεφορμιστικών αντιλήψεων στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, αλλά και τον τρόπο αντιμετώπισης από την πλευρά της ηγεσίας που, βαδίζοντας από συμβιβασμό σε συμβιβασμό, τροφοδοτούσε τελικά όλο και περισσότερο το έδαφος της ρεφορμιστικής διολίσθησης.

Θα εστιάσουμε σε τρεις χαρακτηριστικές πλευρές, οι οποίες μάλιστα σε πολλά σημεία, όπως θα δούμε, τέμνονται. Η πρώτη αφορά το ζήτημα της στάσης απέναντι στο κράτος και τον αστικό μεταρρυθμισμό, η δεύτερη την αποικιακή πολιτική της Γερμανίας και η τρίτη τον κοινοβουλευτισμό.

Στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, ιδιαίτερα στις δυνάμεις που προέρχονταν από την παράδοση του λασαλισμού, είχαν βαθύτερα ερείσματα οι αντιλήψεις που έβλεπαν το σοσιαλισμό ως μια πορεία σταδιακών μεταρρυθμίσεων που θα εισαγάγει το (αστικό) κράτος. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το SPD δυσκολεύτηκε ιδιαίτερα να τοποθετηθεί γύρω από το ζήτημα της κρατικής ιδιοκτησίας και των κρατικοποιήσεων που προώθησε σε διάφορες φάσεις και τομείς εκείνη την περίοδο ο καγκελάριος Μπίσμαρκ, με στόχο ασφαλώς την ενίσχυση του γερμανικού κεφαλαίου.

Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, με το ζήτημα του κρατικού μονοπωλίου στους σιδηροδρόμους που εισηγήθηκε ο Μπίσμαρκ το 1876, παράλληλα και με τη λήψη μέτρων κρατικού προστατευτισμού σε κλάδους της γερμανικής οικονομίας. Η στάση γύρω από αυτό το θέμα προκάλεσε σοβαρές εσωκομματικές αντιπαραθέσεις, και τελικά μετά από προβληματισμό και πολλές απόψεις υπέρ της «κρατικής (καπιταλιστικής) ιδιοκτησίας» το κόμμα επέλεξε, και με κριτήριο κυρίως το ότι ως σοσιαλιστικό κόμμα της αντιπολίτευσης δεν άρμοζε να συνταχθεί με τον Μπίσμαρκ, να αντιπροτείνει στο Κοινοβούλιο την ανάληψη της ιδιοκτησίας από τα τοπικά κρατίδια (τοπικές κυβερνήσεις), βρίσκοντας μια κοινοβουλευτική διέξοδο για να καταψηφίσει τη συγκεκριμένη πρόταση.6

Το ίδιο ζωηρές ήταν και οι αντιπαραθέσεις γύρω από το ζήτημα της εθνικοποίησης του καπνού. Ο βουλευτής του κόμματος Γκέοργκ φον Φόλμαρ, εκλεγμένος επί σειρά ετών και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του ρεφορμισμού, διακήρυττε με πάθος: «Υπέρ του μονοπωλίου! Γιατί βελτιώνει τις συνθήκες ζωής των εργαζόμενων! Υπέρ του μονοπωλίου! Γιατί ανοίγει έναν ομαλό οικονομικά και ηθικά δρόμο προς τη σοσιαλιστική δημοκρατία! Υπέρ του μονοπωλίου, γιατί –με μία λέξη– αποτελεί κομμάτι της ανατροπής της ισχύουσας τάξης».

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Καρλ Χέχμπεργκ, έλεγε: «Πρέπει κανείς να πιέσει την κυβέρνηση στο δρόμο των μεταρρυθμίσεων για να προετοιμαστεί έτσι το σοσιαλιστικό κράτος...», ενώ έγραφε χαρακτηριστικά σε συνομιλητή του σε μια επιστολή: «Είναι αξιοσημείωτο ότι απαντάς πάντα με το επιχείρημα του χρόνου, ένα σύμπτωμα της μαρξιστικής αντίληψης της Ιστορίας. Και ακόμη πιο αξιοσημείωτο ότι δε δείχνεις να βιάζεσαι. Εγώ όμως βιάζομαι!» Η ουσία του επιχειρήματος αυτού θα ακούγεται συχνά στη συνέχεια με διάφορες παραλλαγές: Ότι η μαρξιστική θεωρία για την επανάσταση παραπέμπει τις λύσεις των λαϊκών προβλημάτων σε ένα μακρινό δήθεν μέλλον, ενώ οι ρεφορμιστικός μεταρρυθμισμός αποτελεί τη ρεαλιστική πρόταση λύσεων «εδώ και τώρα».7

Αυτές οι συζητήσεις προκάλεσαν τα οργισμένα σχόλια του Ένγκελς ενάντια στις ρεφορμιστικές αυταπάτες εξαπολύοντας τη γνωστή καυστική επισήμανση: «Πρόσφατα, όμως, από τότε που ο Μπίσμαρκ το ’ριξε στις κρατικοποιήσεις, εμφανίστηκε κάποιος ψεύτικος σοσιαλισμός, που εκφυλίστηκε εδώ κι εκεί ακόμα σε δουλοπρέπεια, ο σοσιαλισμός που διακηρύσσει ότι η κάθε κρατικοποίηση, ακόμα και αυτή του Μπίσμαρκ, είναι, χωρίς περιστροφές, σοσιαλιστική. Βέβαια, αν η κρατικοποίηση του καπνού ήταν σοσιαλιστική, τότε ο Ναπολέοντας και ο Μέτερνιχ θα μετρούσαν, ανάμεσα σ’ άλλους, στους ιδρυτές του σοσιαλισμού.»8

Σε επιστολή του προς τον Μπέμπελ το 1882 αναφέρει με εξίσου βιτριολικό ύφος ότι το κόμμα θα πρέπει να ξεμπερδέψει με τις «κουταμάρες», όπως τις χαρακτηρίζει, εκείνων που «βλέπουν στην κρατικοποίηση του οτιδήποτε ένα ημι-σοσιαλιστικό ή τουλάχιστον ένα προ-σοσιαλιστικό μέτρο κι επομένως τρέφουν έναν κρυφό ενθουσιασμό για τους προστατευτικούς δασμούς, το μονοπώλιο του καπνού, την κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων κλπ. (...) Δεν πρέπει να γινόμαστε ρεζίλι με τέτοιες ανούσιες σκέψεις». Και εξηγεί ότι, «όσο οι πλούσιες τάξεις παραμένουν στην εξουσία, κάθε κρατικοποίηση δεν αποτελεί κατάργηση, αλλά απλώς αλλαγή της μορφής εκμετάλλευσης»9.

Χαρακτηριστικότερο απ’ όλα είναι ίσως το παράδειγμα της στάσης απέναντι σε ένα ευρύ πρόγραμμα κρατικής επιδότησης της γερμανικής ναυπηγικής βιομηχανίας που σχεδιάστηκε από τον Μπίσμαρκ το 1884. Σε αυτό το ζήτημα συμπλέκεται πολύ διαφωτιστικά και η στάση απέναντι στην αποικιακή πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου.

Στις 23 Απρίλη του 1884 και μόλις μια μέρα πριν ανακοινώσει τη μετατροπή περιοχών της Νοτιοδυτικής Αφρικής σε γερμανικό προτεκτοράτο και λίγο αργότερα σε αποικία (πρόκειται για τη σημερινή περιοχή της Ναμίμπια που τότε είχε ονομαστεί Deutsch-Südwestafrika), ο Μπίσμαρκ ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός προγράμματος νέων ακτοπλοϊκών συνδέσεων ανάμεσα στα γερμανικά λιμάνια και την Αφρική, την Αυστραλία και την Άπω Ανατολή, με ένα ποσό ετήσιας κρατικής επιδότησης περίπου 5,5 εκατ. μάρκων.

Διευκρινίζουμε ότι το SPD καταδίκαζε μεν την αποικιακή πολιτική, αλλά υπήρχαν στελέχη και βουλευτές της ρεφορμιστικής πτέρυγας που ουσιαστικά την υποστήριζαν. Ο Καρλ Χέχμπερκ, που τον συναντήσαμε και προηγουμένως, δήλωνε με θράσος ότι βλέπει «1.000 λόγους» 
για την προσάρτηση αποικιών, υιοθετώντας το σκεπτικό της άρχουσας τάξης που έβλεπε σε αυτές τις κινήσεις την ανάγκη ανακοπής της ισχυροποίησης της, ανταγωνίστριας στην ιμπεριαλιστική κούρσα, Βρετα-
νίας.

Ο Ιγνάτιος Άουερ, βουλευτής του κόμματος, αναπαράγοντας ουσιαστικά την προπαγάνδα της κυβέρνησης, υποστήριζε ότι η ανάπτυξη του εμπορίου θα προωθήσει την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς, ότι οι νέες ακτοπλοϊκές γραμμές θα είναι «μεταφορείς πολιτισμού» (Kulturträger) και ότι μάλιστα τελικά θα επιφέρουν οικονομικά οφέλη και στους Γερμανούς εργαζόμενους.

Πρέπει να σημειώσουμε επίσης ότι στην κατεύθυνση υποστήριξης της νομοθεσίας των κρατικών επιδοτήσεων πίεζε και μεγάλο κομμάτι των συνδικαλιστικών οργανώσεων και στελεχών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος από τις περιοχές που θα επωφελούνταν από την ενίσχυση των ναυπηγείων, καθώς θεωρούσαν ότι πρέπει να επικεντρωθούν στα οικονομικά οφέλη και στις νέες δουλειές που θα δημιουργήσει η επιδότηση.

Η κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος ήταν βαθιά διχασμένη. Από τους 24 βουλευτές μόνο 6 τάχθηκαν ξεκάθαρα κατά του μέτρου. Για να επιτευχθεί η καταψήφιση ώστε να μη συνταχθεί κραυγαλέα το κόμμα με την αποικιακή πολιτική της Αυτοκρατορικής Γερμανίας, επιστρατεύτηκαν και πάλι διάφορες κοινοβουλευτικές μανούβρες. Παρακάμπτοντας την ουσία του θέματος, το SPD έθεσε προς την κυβέρνηση την αμφιλεγόμενη πρόταση να στελεχωθούν όλες αυτές οι γραμμές αποκλειστικά και μόνο με νέα πλοία, που θα κατασκευαστούν μάλιστα «στη Γερμανία και από Γερμανούς εργάτες». Τις παραμέτρους αυτές δεν μπορούσε ασφαλώς να δεχθεί ο Μπίσμπαρκ, και οι σοσιαλδημοκράτες τελικά μπόρεσαν να καταψηφίσουν… Με τον τρόπο αυτόν, ιδιαίτερα στο ζήτημα των κρατικοποιήσεων, το κόμμα υιοθέτησε στην πράξη ένα μοτίβο με βάση το οποίο απέφευγε να τοποθετηθεί επί της ουσίας και αρκούνταν στο να καταφεύγει σε ελιγμούς, ώστε να έχει την αφορμή να καταψηφίσει.

Τέλος, ένα πολύ διαφωτιστικό παράδειγμα που συμπλέκει τη στάση απέναντι στην αποικιακή πολιτική με την πορεία κοινοβουλευτικής διάβρωσης του γερμανικού κόμματος αποτελούν οι συζητήσεις που ξέσπασαν μετά την εκλογική κάμψη που υπέστη το κόμμα στις εκλογές του 1907.

Υπενθυμίζουμε ότι το SPD εκείνη την περίοδο ακολουθούσε μια πορεία σχετικά σταθερής κοινοβουλευτικής ενδυνάμωσης. Από το 9,1% που καταγράφει στις εκλογές του 1877 αναρριχάται σταδιακά ως το 34,8% στις εκλογές του 1912, τις τελευταίες πριν τον πόλεμο. Αποτελεί την ισχυρότερη κοινοβουλευτική ομάδα στο γερμανικό Κοινοβούλιο, συγκεντρώνει τότε 4.250.000 ψήφους και εκλέγει 110 βουλευτές.

Όλα αυτά τα χρόνια, στη βάση ενίσχυσης του οπορτουνισμού, ο κοινοβουλευτισμός διάβρωνε όλο και περισσότερο το κόμμα, ενώ η σχεδόν αδιάλειπτη εκλογική άνοδος που κατέγραφε από εκλογές σε εκλογές διεύρυνε την αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός, ή ορθότερα οι σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις όπως πίστευαν, θα ήταν αποτέλεσμα μιας γραμμικής εκλογικής ενίσχυσης των σοσιαλδημοκρατών ώσπου να καταλάβουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Όπως ήδη είδαμε άλλωστε, ήταν πλατιά διαδεδομένη η πεποίθηση ότι πολλές από αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν πριν την άνοδο των σοσιαλδημοκρατών στη διακυβέρνηση, να προετοιμαστούν στο πλαίσιο του αστικού κράτους, ώστε να «ανοίξει» ο δρόμος για το σοσιαλισμό.

Με άλλα λόγια, οι εκλογικές αυτές επιτυχίες, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες εκείνη την περίοδο, όπως στη Γαλλία, αποδείχθηκαν, στο πλαίσιο ενίσχυσης των ρεφορμιστικών αυταπατών, «δίκοπο μαχαίρι». Αποτύπωναν από τη μία την άνοδο της επιρροής του εργατικού-σοσιαλιστικού κινήματος, αλλά «εγκυμονούσαν και κινδύνους, καθώς άρχισε να διαμορφώνεται η αυταπάτη ότι το προλεταριάτο μπορούσε να φτάσει στην εξουσία με τα ψηφοδέλτια»10.

Σε αυτό το πλαίσιο, σιγά-σιγά οι κοινοβουλευτικές επιδόσεις άρχισαν να γίνονται όλο και περισσότερο το αποκλειστικό κριτήριο με το οποίο γινόταν η αποτίμηση της γενικότερης πορείας του κόμματος, αλλά και μοχλός προσαρμογής της πολιτικής του, με βάση το (επιθυμητό) εκλογικό αποτέλεσμα.

Γι’ αυτό και είναι πολύ διαφωτιστικό το παράδειγμα των εκλογών του 1907. Είναι οι μόνες εκλογές μετά από σχεδόν 25 χρόνια που το κόμμα καταγράφει υποχώρηση, σχετικά μικρή σε ψήφους και ποσοστά (από 31,7% σε 28,9%), αλλά πολύ σημαντική σε κοινοβουλευτικές έδρες, αφού –με βάση το εκλογικό σύστημα που ίσχυε– από τις 81 πέφτει στις 43, χάνοντας σχεδόν το 50% της κοινοβουλευτικής του εκπροσώπησης.

 

2024-3-bor-1

Το ζήτημα που κυριάρχησε στις εκλογές αυτές και καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τα κριτήρια ψήφου ήταν η αποικιακή πολιτική της Γερμανίας, καθώς οι εξελίξεις σφραγίστηκαν από τις εξεγέρσεις των αφρικανικών πληθυσμών στα γερμανικά αποικιακά εδάφη.11

Από το 1904 βρίσκονταν σε εξέλιξη μεγάλης κλίμακας πολεμικές επιχειρήσεις ενάντια στους ντόπιους αφρικανικούς πληθυσμούς των Χερέρο και στη συνέχεια των Νάμα, κατά τις οποίες μάλιστα συνέβησαν τραγικές κτηνωδίες από τη μεριά των γερμανικών στρατευμάτων. Τον Αύγουστο του 1906 η γερμανική κυβέρνηση ζήτησε την έγκριση του Κοινοβουλίου για πρόσθετες δαπάνες ύψους 29 εκ. μάρκων με σκοπό την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων. Οι σοσιαλδημοκράτες αντιτάχθηκαν στα κυβερνητικά σχέδια, όπως επίσης και άλλα αντιπολιτευόμενα κόμματα που δεν επιθυμούσαν την αύξηση των δαπανών και ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση για τους χειρισμούς της. Σε συνθήκες έντονης πόλωσης γύρω από το θέμα ανάμεσα και στις αστικές δυνάμεις, ο καγκελάριος φον Μπούλοφ, με εντολή του Αυτοκράτορα, διέλυσε τη Βουλή και προκηρύχθηκαν εκλογές.

Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν σε ένα κλίμα εθνικιστικής πίεσης προς τους σοσιαλδημοκράτες, που καταγγέλθηκαν από το κυβερνητικό και εθνικιστικό μπλοκ ως «προδότες» (αν και όπως είδαμε η αντι-αποικιακή τους πολιτική όλο και έκανε παραχωρήσεις προς το γερμανικό ιμπεριαλισμό). Καθώς η κυβερνητική προπαγάνδα υπέρ των αποικιακών πολέμων διείσδυσε μέσα στα λαϊκά στρώματα, το εκλογικό αποτέλεσμα αποτύπωσε μείωση της εκλογικής δύναμης των σοσιαλδημοκρατών και, αντίστροφα, την ενίσχυση των εθνικιστικών δυνάμεων.

Στο φόντο της εκλογικής ήττας δυνάμωσαν οι φωνές της ρεφορμιστικής πτέρυγας που ζητούσαν αλλαγή της στάσης του κόμματος απέναντι στην αποικιακή πολιτική.

Ο Μπερνστάιν ανέπτυσσε το επιχείρημα ότι οι σοσιαλιστές δεν ήταν «γενικά» ενάντια στην αποικιακή πολιτική, αλλά στη «συγκεκριμένη» αποικιακή πολιτική που ασκούσε η γερμανική κυβέρνηση. «Η απόρριψη [από μέρους μας] των αποικιακών στρατιωτικών πιστώσεων δε σημαίνει ότι η Γερμανία δεν πρέπει να έχει αποικίες, σημαίνει μόνο ότι απορρίπτουμε το σύστημα με το οποίο οι αποικιακές υποθέσεις ρυθμίζονται στη Γερμανία, του οποίου γνωρίζουμε καλά τα προβλήματα».12 Προσπαθούσε μάλιστα να προσδώσει μαρξιστικό μανδύα στη λογική του, υποστηρίζοντας ότι, υπό το πρίσμα «της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων», οι «πολιτισμένοι λαοί» αναπόφευκτα θα επιβάλουν την ισχύ τους πάνω στους υπόλοιπους, δικαιολογώντας έτσι ουσιαστικά την αποικιακή εκμετάλλευση. Εξάλλου, προσθέτει με νόημα, «το αποικιακό ζήτημα είναι όχι μόνο οικονομικό, αλλά και γενικό πολιτισμικό ζήτημα, όπως επίσης και εθνικό. Και χωρίς να κινδυνεύει κανείς να θεωρηθεί ύποπτος για σοβινισμό, μπορεί κάλλιστα να υποστηρίξει ότι και το προλεταριάτο επίσης έχει συμφέρον από μια λελογισμένη γεωγραφική επέκταση του έθνους»13.

Ακόμη πιο καθαρά, ένα άλλο στέλεχος του κόμματος, ο Ρίχαρντ Κάλβερ, έγραφε ότι το δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα επιβάλλει άμεση αλλαγή των θέσεων του κόμματος, επισημαίνοντας ότι οι Γερμανοί σοσιαλιστές, παρά την κριτική που ασκούν στους κυβερνητικούς χειρισμούς της αποικιακής πολιτικής, ανήκουν και αυτοί σε όσους αναγνωρίζουν ότι «ο καπιταλισμός μας και η επιχειρηματικότητά μας πρέπει να έχουν αποικίες, για να μπορέσουν να εξασφαλίσουν το οικονομικό μέλλον της χώρας ενάντια στους ανταγωνιστές της»14.

Στον αντίποδα, ο Φ. Μέρινγκ, εκφράζοντας την επαναστατική πτέρυγα, σχολιάζει το θόρυβο που έχει ξεσηκωθεί λόγω του αρνητικού εκλογικού αποτελέσματος και επισημαίνει καθαρά τον κίνδυνο που διαγραφόταν: η πίεση αυτή να οδηγήσει σε περαιτέρω υποστολή της πολιτικής του κόμματος. Όπως έγραφε με την χαρακτηριστική του πένα, «η κολακευτική νηνεμία» που απολάμβανε το κόμμα μετά τα συνεχή θετικά εκλογικά αποτελέσματα δεν πρέπει να το δελεάσει να υποχωρήσει προς την προσαρμογή, τώρα που άρχισε να πνέει ένας «εχθρικός άνεμος».15

Στην ουσία, οι αναθεωρητικές δυνάμεις «αξιοποίησαν την εκλογική ήττα του 1907 για να δικαιολογήσουν μια νέα επίθεση ενάντια στις ριζοσπαστικές ιδέες μέσα στο κόμμα», σημειώνει χαρακτηριστικά ένας ιστορικός.16 Αντίστοιχα, η ανάκαμψη και η εκλογική πρακτική στις επόμενες εκλογές του 1912, και ενώ ο οπορτουνισμός γιγαντωνόταν μέσα στο κόμμα, ερμηνεύτηκε ως «επιβεβαίωση» στο ότι το κόμμα δήθεν βαδίζει στο σωστό δρόμο. Ενδεικτικά, στις εκλογές του 1912, το SPD φρόντισε να μη βάλει στο επίκεντρο τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων και του πολέμου, που κοντοζύγωνε άλλωστε (και ξέσπασε τη μεθεπόμενη χρονιά). Ακολούθησε μια πολιτική ήπιας αντιπολίτευσης για να μην «απομονωθεί», όπως θεωρούσε, από τις μάζες των ψηφοφόρων και επικεντρώθηκε στην κατάσταση της εθνικής οικονομίας. Πολύ περισσότερο, ακολούθησε πολιτική εκλογικής συνεργασίας με το αστικό κόμμα των λεγόμενων Προοδευτικών (Fortschrittliche Volkspartei) ενάντια στον κυβερνητικό συνασπισμό. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας μάλιστα, δέχθηκε να αποσύρει τους υποψηφίους του κόμματος σε 16 εκλογικές περιφέρειες όπου η εκλογή θα κρινόταν σε επαναληπτικές κάλπες, ώστε να εκλεγούν οι υποψήφιοι των «Προοδευτικών». Ο Κάουτσκι πανηγύριζε για τις επιπλέον έδρες που πήραν οι σοσιαλδημοκράτες με αυτήν τη συμφωνία.

Η Λούξεμπουργκ από τη μεριά της, καταδικάζοντας αυτήν την κραυγαλέα πρακτική, έγραφε: «Ως τώρα, ήταν βασική αρχή του κόμματος ότι οι εκλογές αντιμετωπίζονται πρώτα και κύρια ως βήμα προπαγάνδας και διαφώτισης προς το λαό για τους σκοπούς της σοσιαλδημοκρατίας, και από αυτήν την άποψη ήταν ιερό καθήκον και ζήτημα τιμής να αξιοποιήσει κανείς κάθε ώρα, κάθε μέρα στην προσπάθεια να κάνει τη μεγαλύτερη δυνατή δουλειά. Τώρα η ηγεσία του κόμματος, για χάρη των “Προοδευτικών”, απαγόρεψε στους συντρόφους μας να κάνουν προπαγάνδα για το ίδιο τους το κόμμα. Για τα αστικά κόμματα αυτά έχουν νόημα όταν επιβραβεύονται με την κατάληψη της εκλογικής έδρας. Για μας όμως η πολιτική προπαγάνδα μας στο λαό είναι το πρωτεύον και η έδρα το τελευταίο.»17

Με άλλα λόγια, η οπορτουνιστική διολίσθηση επικυρωνόταν ουσιαστικά και μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Στην ουσία, μέσα στο πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί, ένα αρνητικό αποτέλεσμα εκλαμβανόταν ως «σήμα» για ανάγκη περαιτέρω υποχώρησης, ενώ ένα θετικό ως επιβράβευση της υποχώρησης αυτής και βήμα για ακόμη μεγαλύτερη προσαρμογή. Ένας φαύλος κύκλος. Ο Μπερνστάιν άλλωστε τόνιζε θριαμβευτικά: «Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την κοινοβουλευτική δράση ως τον κολοφώνα, την πιο ολοκληρωμένη μορφή της ταξικής πάλης.»18

Και με βάση το παράδειγμα της αποικιακής πολιτικής που είδαμε, οι ρεφορμιστές ηγέτες άρχισαν όλο και πιο επιθετικά να ζητάνε την ανοιχτή υιοθέτηση ενός αποικιακού προγράμματος που να μιλάει για τον «εκπολιτισμό» που διεξάγει η γερμανική αυτοκρατορία. Στο Συνέδριο της Ιένας το 1911 για παράδειγμα, ο Χίλντεμπραντ εισηγήθηκε μια τροπολογία, η οποία ήταν πολύ τολμηρή για να υιοθετηθεί σε εκείνη τη φάση, που έλεγε: «Το SPD θα αντιταχθεί σε όλες τις προσπάθειες των άλλων αποικιακών δυνάμεων να διευρύνουν μονομερώς τις ήδη δυσανάλογα εκτεταμένες και πολύτιμες περιοχές της αποικιακής επιρροής τους, αψηφώντας τις γερμανικές οικονομικές απαιτήσεις.»

Στο Συνέδριο του Κέμνιτς το 1912, ο Κέσελ, απαντώντας στην επαναστατική γραμμή του Λίμπκνεχτ, υποστήριζε ότι το κόμμα χρειαζόταν μια «πιο υπεύθυνη» εξωτερική πολιτική. Δε δίστασε να πει: «Όπου η γερμανική κυβέρνηση παλεύει για την ισότητα της βιομηχανίας μας, η αναγκαιότητα επιτάσσει να σταθούμε στο πλευρό της. Αυτό είναι το συμφέρον του προλεταριάτου.»19

Δεν είναι δύσκολο να αφουγκραστεί κανείς σε αυτές τις τοποθετήσεις το προανάκρουσμα του σοσιαλσοβινισμού που θα γιγαντωθεί με τον πόλεμο δύο χρόνια αργότερα.

Από αυτήν την άποψη, ενώ το SPD όλα αυτά τα χρόνια κινούνταν σε μια τροχιά οργανωτικής και εκλογικής ισχυροποίησης, αυτό γινόταν μέσα σε ένα πλαίσιο όπου όλο και περισσότερο ενισχυόταν ο ρεφορμισμός. Το SPD διέθετε πλέον έναν εύρωστο κομματικό μηχανισμό, ένα ταμείο σχεδόν 20 εκ. μάρκων και ισχυρότατη εκπροσώπηση στα εθνικά και στα τοπικά κοινοβούλια.

Είχε δηλαδή διαμορφωθεί μια κατάσταση όπου, ενώ το κόμμα διακήρυσσε το μαρξισμό, στην πράξη όλο και αυξανόταν το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που προβαλλόταν ως «επίσημη» ιδεολογία και στην καθημερινή πολιτική πρακτική, που όλο και πιο ανοιχτά έπαιρνε χαρακτήρα κοινοβουλευτικού μεταρρυθμισμού. «Άρχισε να γίνεται όλο και πιο φανερή η απόκλιση ανάμεσα στις “ορθόδοξες” προγραμματικές θέσεις και τη ρεφορμιστική τακτική.»20

Είναι άλλωστε η εποχή που τα περισσότερα σοσιαλιστικά κόμματα υιοθετούσαν ακόμη τη λογική διαχωρισμού ανάμεσα σε «μίνιμουμ» και «μάξιμουμ» πρόγραμμα, την οποία αργότερα υπέβαλε σε μεθοδολογική κριτική ο Λένιν. Το πρώτο μέρος του προγράμματος της Ερφούρτης του SPD απηχούσε λίγο-πολύ πιστά τη μαρξιστική ανάλυση σε σχέση με τις κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις, τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος και την ανάγκη κοινωνικής ανατροπής για το σοσιαλισμό. Το δεύτερο μέρος του προγράμματος επικεντρωνόταν στα «πρακτικά καθήκοντα» του κόμματος και «δεν κατάφερνε να ξεφύγει από έναν ανιαρό κατάλογο μεταρρυθμίσεων», όπως το θέτει εύστοχα μια σύγχρονη ιστορικός, προσκείμενη μάλιστα στις σοσιαλδημοκρατικές απόψεις και που θεωρεί δικαιωμένο τον αναθεωρητισμό. Και συνεχίζει γλαφυρά: «Δεν έγινε καμία πραγματική προσπάθεια να συνδεθούν τα δύο μέρη του προγράμματος, παρέμενε ασαφής η σχέση ανάμεσα στον ορθόδοξο μαρξισμό, τον οποίο ασπαζόταν το κόμμα, και στα πρακτικά αιτήματα του κόμματος», επισημαίνοντας ότι το έδαφος πάνω στο οποίο τελικά ο Μπερνστάιν μπόρεσε να εξαπολύσει αποτελεσματικά την (κατ’ αυτήν) «διεισδυτική του θεωρητική κριτική» ήταν ακριβώς αυτό το «διευρυνόμενο χάσμα» ανάμεσα στην επίσημη ιδεολογία του κόμματος και στην πολιτική του πρακτική.21

Το πρόγραμμα του κόμματος εμφανιζόταν έτσι επί της ουσίας «διχοτομημένο». Το κομμάτι που μίλαγε για τη σοσιαλιστική κοινωνία και την ταξική πάλη παρέμενε ασφαλώς σε ισχύ, αλλά περιοριζόταν σε θολές αναφορές, ενώ η πρακτική καθημερινή δουλειά στρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τους στόχους του «μίνιμουμ» προγράμματος.

Σε αυτήν τη βάση, όλα αυτά τα χρόνια στο κόμμα ουσιαστικά είχαν διαμορφωθεί και «συμβίωναν» ένα δυναμικό αναθεωρητικό ρεύμα, μια ριζοσπαστική πτέρυγα υπό τη Ρ. Λούξεμπουργκ, τον Φρ. Μέρινγκ, τον Κ. Λίμπκνεχτ και άλλους (που αργότερα θα ιδρύσουν τον «Σπάρτακο») και το «κέντρο» που προσπαθούσε να συμβιβάσει τις διάφορες τάσεις και εκφραζόταν κυρίως μέσα από το θεωρητικό και πολιτικό έργο του Κάουτσκι. Σε όλη αυτήν την περίοδο, στα κομματικά συνέδρια και τις σχετικές αποφάσεις μόνο με τη συστηματική χρήση αμφίσημων διατυπώσεων μπορούσε πλέον να επιτευχθεί μια κάποιου είδους συμφωνία και συμβιβασμός ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ομάδες.

Ο θάνατος του Α. Μπέμπελ το 1913 και η ανάληψη της καθοδήγησης του κόμματος από το Φρίντριχ Έμπερτ μπορεί να θεωρηθεί ως ορόσημο της συντριπτικής κυριαρχίας του οπορτουνισμού στο κόμμα.

Η διαπάλη αυτή, που σιγόβραζε όπως είδαμε, για πολλούς λόγους δεν πήρε έγκαιρα τον χαρακτήρα οργανωτικής ρήξης ως το 1918.

Ακόμη και μετά το ξέσπασμα του πολέμου και την κραυγαλέα προδοσία, οι επαναστατικές δυνάμεις δίσταζαν και στην ουσία καθυστέρησαν αρκετά τη συγκρότηση διακριτού επαναστατικού πόλου, νέου κόμματος, κομμουνιστικού.

Αποδείχτηκε επίσης ο ιδιαίτερα επιζήμιος ρόλος του κεντρισμού. Ο Λένιν πολύ χαρακτηριστικά αποκαλεί τον κεντρισμό ως «βάλτο», επισημαίνοντας μάλιστα ότι ουσιαστικά εξυπηρετεί το συμφέρον της αστικής τάξης που ήταν σε εκείνη τη φάση να κρατάει τη ριζοσπαστική-επαναστατική πτέρυγα ενωμένη με τους αναθεωρητές, κρατώντας την ουσιαστικά καθηλωμένη.

«Οι οπορτουνιστές (και η αστική τάξη) χρειάζονται ακριβώς το σημερινό κόμμα που συνενώνει τη δεξιά και την αριστερή πτέρυγα και εκπροσωπείται επίσημα από τον Κάουτσκι, ο οποίος ξέρει να συμβιβάζει τα πάντα στον κόσμο με φράσεις στρωτές και “εντελώς μαρξιστικές” (...). Στα λόγια σοσιαλισμός και επαναστατικότητα, στην πράξη όμως προσχώρηση στην αστική τάξη σε σοβαρές στιγμές κρίσης», έγραφε.22

Αυτός ήταν ο πολύ χρήσιμος ρόλος του «βάλτου», πράγμα που μεσοπρόθεσμα επιβεβαιώθηκε, καθώς οι κομμουνιστές βρέθηκαν ουσιαστικά χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία μπροστά στα γεγονότα της γερμανικής επανάστασης και τη μετέπειτα ταραγμένη περίοδο.

  

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1918-1919 ΚΑΙ Η ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΚΓ

Η επανάσταση του Νοέμβρη του 1918, όπως και τα γεγονότα που ακολούθησαν με τις λεγόμενες «Χριστουγεννιάτικες συγκρούσεις» (Weihnachtskämpfe) το Δεκέμβρη, την εξέγερση του Γενάρη που έληξε με τη στυγερή διπλή δολοφονία των ηγετών των Γερμανών κομμουνιστών Λούξεμπουργκ - Λίμπκνεχτ και οι εκλογές για την εθνοσυνέλευση που ακολούθησαν στο τέλος του μήνα συνθέτουν μια πυκνή και μάχιμη περίοδο, που από πολλές απόψεις, όπως και όλο αυτό το διάστημα που εξετάζουμε, συμπλέκεται αξεδιάλυτα με το ζήτημα της ετοιμότητας και ικανότητας δράσης του υποκειμενικού παράγοντα, της επαναστατικής πρωτοπορίας.

Στην ουσία το γερμανικό προλεταριάτο βρέθηκε «καταδικασμένο» να δώσει τις απαιτητικές αυτές μάχες χωρίς συγκροτημένη πολιτική πρωτοπορία, καθώς η αργόσυρτη και γεμάτη δισταγμούς πορεία διαχωρισμού των επαναστατικών δυνάμεων από το SPD ολοκληρώθηκε μόλις την 1η Γενάρη του 1919, με τη συγκρότηση του ΚΚΓ (KPD), μέσα στη φωτιά αυτών των γεγονότων (και με καταλύτη επιτάχυνσης την πιεστική κατάσταση που διαμόρφωναν αυτά τα γεγονότα για τους Γερμανούς κομμουνιστές), ενόσω δηλαδή ήδη έτρεχαν ιλιγγιωδώς πρωτόγνωρες εξελίξεις, είχαν ξεσπάσει βίαιοι ταξικοί αγώνες και είχε τεθεί στην ημερήσια διάταξη το θέμα της εξουσίας.

Στην περίπτωση του ρωσικού επαναστατικού κινήματος, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι είχαν δώσει αποφασιστική μάχη με τον οπορτουνισμό, που πήρε και χαρακτηριστικά οργανωτικού διαχωρισμού από το 1902 τουλάχιστον. Ακολούθησαν ορισμένα χρόνια κατά τα οποία παρέμειναν οργανωτικοί δεσμοί με τους μενσεβίκους στο πλαίσιο του ΣΔΕΚΡ, αλλά αυτό που είχε μπει στο προσκήνιο ήταν η διαπάλη και ο διαχωρισμός με τον οπορτουνισμό, η χωριστή πολιτική-οργανωτική συγκρότηση των μπολσεβίκων, στοιχεία που τους έδωσαν άλλωστε τη δυνατότητα να δουλέψουν απαλλαγμένοι από τα οπορτουνιστικά βαρίδια, προχωρώντας τις πολιτικές-θεωρητικές τους επεξεργασίες και την πολιτική τους δράση αντίστοιχα.

Στον αντίποδα, οι Γερμανοί κομμουνιστές φάνηκαν αρκετά διστακτικοί σε διάφορες φάσεις ώστε να κάνουν αποφασιστικά βήματα για τη συγκρότηση νέου κόμματος, ενώ μάλιστα ήταν ήδη πολύ φανερή η κατρακύλα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ουσιαστικά παρέμεναν εγκλωβισμένοι σε «ένα πτώμα που σαπίζει», κατά τα δικά τους λεγόμενα.

«Το μεγάλο ατύχημα και ο κίνδυνος για την Ευρώπη είναι ότι δεν υπάρχει στην Ευρώπη ένα επαναστατικό κόμμα. Υπάρχουν κόμματα προδοτών τύπου Σάιντεμαν... ή λακέδων τύπου Κάουτσκι. Δεν υπάρχει ένα κόμμα επαναστατικό», έλεγε χαρακτηριστικά ο Λένιν σχολιάζοντας τις εξελίξεις εκείνης της περιόδου στη Γερμανία.23

Οι καθυστερήσεις και οι δισταγμοί αυτοί έπαιξαν ασφαλώς ρόλο ώστε οι κρίσιμες μάχες του 1918-1919 αλλά και όσες ακολούθησαν στη συνέχεια να δοθούν με χειρότερους όρους. Ασφαλώς χρειάζεται εμβάθυνση γύρω από πλευρές που διαμόρφωναν αυτό το έδαφος, όπως και δυσκολίες που επιδρούσαν βαθύτερα στις συνθήκες της ταξικής πάλης στη Γερμανία. Ο βαθμός ανάπτυξης και εδραίωσης των κοινοβουλευτικών θεσμών και των μεθόδων ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης, τα διευρυμένα στρώματα εργατικής αριστοκρατίας και των αντίστοιχων τάσεων ενσωμάτωσης, όπως και συνολικά ο βαθμός ανάπτυξης ενός ευρύτερου πλαισίου πολιτικών, διοικητικών, νομικών θεσμών και λειτουργιών, καθώς και η πλατιά διείσδυση και αποδοχή τους από μεγάλο τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, που αντανακλούσαν και το βαθμό ανάπτυξης των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων στη Γερμανία, είναι ίσως μερικές τέτοιες πλευρές.

Επιπλέον, οι δισταγμοί των Γερμανών επαναστατών αντανακλούσαν και τις πρόσθετες δυσκολίες που διαμόρφωνε το γεγονός ότι το SPD ήταν ένα μεγάλο, εδραιωμένο κοινοβουλευτικό κόμμα, με μεγάλη κοινωνική και πολιτική επιρροή στη γερμανική εργατική τάξη· ένα κόμμα με ιστορία, το κόμμα που σχετιζόταν από την ίδρυσή του με τους ίδιους τους Μαρξ και Ένγκελς, παρά τις κατά καιρούς σκληρές κριτικές παρατηρήσεις που έκαναν για διάφορα σημαντικά ζητήματα όσο ήταν εν ζωή. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν συγκροτήθηκε το KPD η Λούξεμπουργκ έλεγε με ανακούφιση: «Τώρα επιτέλους είμαστε ξανά με τον Μαρξ.»

 

* * *

Είναι γνωστό ότι το SPD με το ξέσπασμα του πολέμου ακολούθησε την πολιτική της λεγόμενης Burgfrieden, δηλαδή της ταξικής ειρήνης, της «εμφύλιας ειρήνης», ένα δόγμα που υιοθέτησαν όλα τα πολιτικά κόμματα στη Γερμανία, θεωρώντας ότι εν καιρώ πολέμου χρειάζεται εθνική ομοψυχία και στήριξη της κυβέρνησης, απέχοντας οικειοθελώς από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις.

Τη γραμμή αυτήν ακολούθησαν ασφαλώς και τα γερμανικά συνδικάτα, με την ηγεσία τους να συμβάλλει ποικιλοτρόπως στην πολεμική προσπάθεια, διαχέοντας πλατύτερα το δηλητήριο του σοσιαλσοβινισμού.

Για παράδειγμα, τα συνδικάτα ανέλαβαν την υποχρέωση να παρέχουν επιδόματα ανακούφισης σε όσους έχαναν προσωρινά τη δουλειά τους λόγω του πολέμου, ώστε να κατευνάζεται η μαζική δυσαρέσκεια, ενώ υπενθύμιζαν σταθερά προς τους εργαζόμενους ότι πιθανή ήττα της Γερμανίας θα σήμαινε γι’ αυτούς περισσότερες δυσκολίες, οικονομική δυσπραγία, ανεργία, ότι θα χάσουν τα δικαιώματα κοινωνικής ασφάλισης και πολιτικής που είχαν με τόσο κόπο κατακτήσει. Τα ηγετικά συνδικαλιστικά στελέχη (πολλά εκ των οποίων, όπως ο Κ. Λέγκιεν, ο Γκ. Μπάουερ, ήταν και εκλεγμένοι βουλευτές με το SPD) έλεγαν στους εργαζόμενους ότι μια γρήγορη νίκη της Γερμανίας θα «αναζωογονούσε τη γερμανική οικονομία», «θα εξασφάλιζε για χρόνια ειρηνική εργασία» και θα άνοιγε στο γερμανικό εμπόριο «ανεξάντλητες δυνατότητες ανάπτυξης».

Όταν η (ρεφορμιστική) αμερικάνικη συνδικαλιστική οργάνωση AFL κάλεσε τα γερμανικά συνδικάτα να ασκήσουν επιρροή ώστε να μετριαστούν οι γερμανικές επιθέσεις υποβρυχιακού πολέμου, ο Λέγκιεν ανταπάντησε ότι θεωρούσε επιβεβλημένο από τη σκοπιά της Γερμανίας να οξυνθεί η πολεμική προσπάθεια με όλα τα μέσα. Το ίδιο και η συνδικαλιστική οργάνωση που εκπροσωπούσε τους Γερμανούς ναυτεργάτες, η οποία απέστειλε επιστολή στα αντίστοιχα αμερικάνικα, ολλανδικά, ισπανικά και σκανδιναβικά συνδικάτα, διευκρινίζοντας ότι ο «απεριόριστος υποβρυχιακός πόλεμος είναι αναγκαίος για να σταματήσει η βρετανική ναυτική τυραννία»24.

Τα συνδικάτα μάλιστα, όπως και το SPD, εκδήλωσαν την υποστήριξή τους και στο «Νόμο για τη Βοηθητική Υπηρεσία προς την Πατρίδα» («Gesetz über den vaterländischen Hilfsdienst») του Δεκέμβρη του 1916, που όριζε την επιστράτευση εργατών στις ηλικίες 17-60 χρόνων για υποχρεωτική υπηρεσία-εργασία στην αμυντική βιομηχανία και έθετε ουσιαστικά τα συνδικάτα υπό κρατικό έλεγχο. Ως αναγνώριση του σημαντικού τους ρόλου για τη διατήρηση της ταξικής ειρήνης, αλλά και του ουσιαστικά αναβαθμισμένου τους ρόλου στην εύρυθμη λειτουργία της πολεμικής βιομηχανίας, η κυβέρνηση απάλλαξε τους εκπροσώπους των συνδικάτων από την επιστράτευση.

Στην ουσία η θέση των σοσιαλσοβινιστών και των συμβιβασμένων συνδικαλιστών ισχυροποιούνταν μέσα στον πόλεμο· καθώς πλέον η δράση τους πλαισιωνόταν, υποστηριζόταν και προστατευόταν από το γερμανικό κράτος, το γενικό επιτελείο και το στρατιωτικό νόμο.

Από την άλλη όμως, ο πόλεμος έδωσε και ώθηση στις επαναστατικές δυνάμεις που αηδίαζαν με αυτήν την κατάσταση να βρουν τρόπους να διαχωρίσουν τη θέση τους, να υπερασπιστούν τις αρχές της ταξικής πάλης και του προλεταριακού διεθνισμού.

Η επαναστατική πτέρυγα κατήγγειλε την κατρακύλα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά παρέμενε για την ώρα πειθαρχημένη οργανωτικά στο κόμμα. Θεωρούσε, μάταια όπως αποδείχθηκε, ότι θα μπορούσε να δοθεί με αξιώσεις η μάχη για να επικρατήσει στο SPD ο επαναστατικός προσανατολισμός. Στην ουσία η προσδοκία αυτή υποτιμούσε το βαθμό διάβρωσης, αλλά και τη δύναμη των κοινωνικών όρων που είχαν διαμορφωθεί για τη σαρωτική επικράτηση του οπορτουνισμού στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία.

Από το ξέσπασμα του πολέμου και μετά πάντως, άρχισε μέσα στο παλιό SPD να διαμορφώνεται ένα δίκτυο δυνάμεων που συσπειρώθηκαν αρχικά γύρω από την ομάδα «Η Διεθνής» (Οκτώβρης 1914), που διαχώρισε τη θέση της από την ηγεσία του κόμματος.25 «Φάρο» αποτέλεσε το τολμηρό «όχι» του Κ. Λίμπκνεχτ, στη δεύτερη ψηφοφορία για τις πολεμικές πιστώσεις το Δεκέμβρη του 1914, που με θάρρος αντιστρατεύτηκε δημόσια την πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD, πράγμα πρωτόγνωρο με τους γνωστούς όρους λειτουργίας της κομματικής πειθαρχίας.

Η συγκρότηση ενός τέτοιου πυρήνα στη Γερμανία αποδείχθηκε κρίσιμο ζήτημα, καθώς αποτέλεσε έναν από τους λίγους πόλους μαζί με τους μπολσεβίκους στο διεθνές εργατικό κίνημα που προωθούσαν τη συνεπή στάση ενάντια στην ιμπεριαλιστική σφαγή. Για τη μεγάλη σημασία αλλά και τις δυσκολίες αυτού του βήματος, ο Λένιν γράφει: «Ό,τι το τίμιο, το πραγματικά σοσιαλιστικό γίνεται μέσα στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας γίνεται ενάντια στα κέντρα του, παρακάμπτοντας την ΚΕ και το Κεντρικό Όργανό του, γίνεται κατά παράβαση της οργανωτικής πειθαρχίας (...). Στην πραγματικότητα αναπτύσσεται, δυναμώνει και οργανώνεται ένα νέο κόμμα, κόμμα πραγματικά εργατικό, πραγματικά επαναστατικό-σοσιαλδημοκρατικό και όχι το παλιό, σαπισμένο, εθνικοφιλελεύθερο.»26

Οι Γερμανοί Σπαρτακιστές, με θάρρος και πιστοί στις αρχές της ταξικής πάλης, πολέμησαν την πολιτική της επίσημης ηγεσίας του SPD. Απέναντι στην πολιτική της «εμφύλιας ειρήνης» κήρυσσαν τις αρχές του ταξικού αγώνα: «Η πάλη για την ειρήνη μπορεί, τόσο στη Ρωσία όσο και αλλού, να αναπτυχθεί μόνο με μία μορφή: σαν επαναστατικός και ταξικός αγώνας ενάντια στην αστική τάξη κάθε χώρας, σαν αγώνας για την πολιτική εξουσία μέσα στο κράτος», έλεγε σε προκήρυξή της η ομάδα του «Σπάρτακου».27

Με το εμβληματικό σύνθημά τους «Ο βασικός εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα», αποτέλεσαν μαζί με τους μπολσεβίκους παράδειγμα προλεταριακού διεθνισμού, ώστε να προσανατολίζεται ο αγώνας του προλεταριάτου πρώτα και κύρια ενάντια στη «δική του» αστική τάξη.28

 

2024-3-bor-2

 

Ο πόλεμος όμως δεν εξελισσόταν όπως είχαν «υποσχεθεί» στο γερμανικό λαό τα στρατιωτικά επιτελεία. Ο γερμανικός στρατός δε βάδιζε σε μια «γρήγορη και νικηφόρα προέλαση», αλλά το αντίθετο. Και ο λαός, όσο περνούσαν οι μήνες και στη συνέχεια τα χρόνια, πλήρωνε το μεγάλο τίμημα του πολέμου. Πάνω από δύο εκατομμύρια ήταν οι νεκροί στα πεδία των μαχών. Μεγάλες καταστροφές στη βιομηχανία, κατακόρυφη πτώση της αγροτικής παραγωγής, η χώρα πεινούσε.

Η κατάσταση αυτή άρχιζε να ξυπνά από το λήθαργο όλο και περισσότερους εργάτες και στρατιώτες, να διαλύει σιγά-σιγά την εθνικιστική ομίχλη που είχε τυφλώσει τις μάζες στην έναρξη του πολέμου, στον οποίο είχαν αρχικά ριχτεί με «πατριωτικό» πάθος.

Υπό αυτές τις συνθήκες, άρχισαν και μέσα στο SPD να διευρύνονται οι δυνάμεις, εκτός από τους Σπαρτακιστές, που δυσφορούσαν με την ανοιχτά φιλοπόλεμη πολιτική του κόμματος. Πρόκειται βέβαια για ετερόκλητες δυνάμεις μέσα στο κόμμα, άλλες με πασιφιστικές τάσεις, άλλες που εξέφραζαν τον κεντρισμό, με στελέχη όπως ο Χάαζε, ο Λέντεμπουρ, αλλά και ο Μπερνστάιν και ο Κάουτσκι που άρχιζαν να αποστασιοποιούνται από την επίσημη πολιτική του SPD. Ο Κάουτσκι, προτάσσοντας το σύνθημα για «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις», επαναλάμβανε με διαφορετικό τρόπο τα προπολεμικά συνθήματα περί «καθολικού αφοπλισμού», ενώ ουσιαστικά διατύπωνε την αυταπάτη για έναν «ανώδυνο» τερματισμό του πολέμου, την επιστροφή σε μια ήρεμη «προπολεμική» κατάσταση όπου η σοσιαλδημοκρατία θα μπορούσε να συνεχίσει ανενόχλητη το μακάριο έργο του ειρηνικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.

Στις δυνάμεις αυτές μάλιστα, η μαχητική στάση του Λίμπκνεχτ και των Σπαρτακιστών χαρακτηριζόταν ως «ανεύθυνος σεχταρισμός», καθώς θεωρούσαν ότι πρέπει να δρουν ως «πιστή αντιπολίτευση» στην ηγεσία του SPD. Παράλληλα, για την ηγεσία του SPD η ύπαρξη μιας τέτοιας μετριοπαθούς αντιπολίτευσης είχε και μια επιπλέον χρησιμότητα, ως μοχλός για την απομόνωση των Σπαρτακιστών.

Πώς όμως στελέχη όπως ο Κάουτσκι και ο Μπερνστάιν πέρασαν από την «πιστή αντιπολίτευση» στην αποχώρηση από το SPD και την ίδρυση τελικά του USPD (του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ή και εν συντομία «ανεξάρτητοι»), που κάτω από τη σκέπη του βρέθηκαν μαζί με τον Λίμπκνεχτ; Ορισμένες λεπτομέρειες θα φωτίσουν τόσο τη διαδικασία, το ρόλο αυτών των δυνάμεων, όσο και τις συνεχιζόμενες αναστολές των Σπαρτακιστών.

Όταν τον Ιούνη του 1915 η γερμανική κυβέρνηση διακήρυξε και επίσημα πια την πρόθεσή της για εδαφικές προσαρτήσεις και η ηγεσία του SPD συμφώνησε, οι δυνάμεις της «πιστής αντιπολίτευσης» βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Σε ένα πολύ προσεκτικά διατυπωμένο κείμενο με την υπογραφή των Μπερνστάιν, Κάουτσκι και Χάαζε στην εφημερίδα Leipziger Volkszeitung εξέφρασαν τη διαφωνία τους. Το κείμενο ήταν διατυπωμένο έτσι, ώστε να μην καταδικάζεται η στάση του κόμματος από τον Αύγουστο του 1914, επισημαίνοντας όμως ότι τώρα είχε φτάσει η ώρα που, για το καλό της Γερμανίας, πρέπει να δοθεί έμφαση στο κομμάτι του προγράμματος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που δεν ήταν στην προμετωπίδα μέχρι εκείνη τη στιγμή και το οποίο μιλούσε για «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις».29

Παρά το χλιαρό χαρακτήρα της αντίδρασης, η κυβέρνηση ενοχλήθηκε. Η Leipziger Volkszeitung απαγορεύτηκε, ενώ παράλληλα η ηγεσία του κόμματος σκλήρυνε τη στάση της. Το Δεκέμβρη του 1915, σε μια συνεδρίαση του Ράιχσταγκ, 22 βουλευτές της σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδα επέλεξαν την αποχώρηση για να αποφύγουν τη σχετική ψηφοφορία. Η ρήξη οριστικοποιήθηκε, όταν το Μάη του 1916 μια μερίδα βουλευτών καταψήφισε την ανανέωση της κατάστασης πολιορκίας που είχε επιβάλει η κυβέρνηση. Η κοινοβουλευτική ομάδα διέγραψε αυτούς τους 33 βουλευτές, οι οποίοι συγκρότησαν ξεχωριστή ομάδα. Επί της ουσίας, το SPD παρέμενε θεωρητικά σε εκείνη τη φάση ένα ενιαίο κόμμα, στο οποίο υπήρχαν 2 κοινοβουλευτικές ομάδες και 3 (τουλάχιστον) τάσεις.

Η ηγεσία του SPD δεν περίμενε παθητικά τις εσωκομματικές εξελίξεις, αλλά σήκωσε το γάντι και έγινε πιο επιθετική για τον πλήρη έλεγχο του κόμματος, της κοινοβουλευτικής ομάδας και του κομματικού μηχανισμού.

Τον Οκτώβρη, οι στρατιωτικές Αρχές κατέλαβαν τα γραφεία της ιστορικής σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας Vorwärts, «φρούριο» των κεντριστών γύρω από τον Χίλφερντιγκ, και τα παρέδωσαν στην ηγεσία, ενώ με αφορμή μια σύσκεψη που οργανώθηκε το Γενάρη του 1917 με πρωτοβουλία των βουλευτών που είχαν διαγραφεί από την κοινοβουλευτική ομάδα, η ηγεσία ξεκίνησε μια συστηματική εκκαθάριση και αποπομπή των διαφωνούντων από το κόμμα.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σύσκεψη αυτή, κανείς σε εκείνη τη φάση, ούτε και οι εκπρόσωποι των Σπαρτακιστών, δεν είχε θέσει ζήτημα αποχώρησης ή διάσπασης του SPD. Έθεσαν μόνο ζήτημα εξασφάλισης της έκφρασης των απόψεών τους, τη μη κατάσχεση των εφημερίδων τους κλπ.

Μπορεί αυτή η ετερόκλητη αντιπολίτευση να ήταν διστακτική, αλλά από τη μεριά της η ηγεσία αποδείχθηκε πολύ πιο αποφασισμένη. Όπου οι υποστηρικτές της ηγεσίας είχαν την πλειοψηφία, η μειοψηφία διαγραφόταν άμεσα από το κόμμα. Όπου συνέβαινε το αντίθετο, η ηγεσία διέγραφε ολόκληρη την τοπική οργάνωση και την ανασυγκροτούσε με πιστά σε εκείνη μέλη.

Με άλλα λόγια, η ίδρυση του USPD τον Απρίλη του 1917 έγινε τελικά όχι με πρωτοβουλία των δυνάμεων που διαφωνούσαν με το SPD, αλλά αφού είχε πια διαμορφωθεί το τετελεσμένο της εκδίωξής τους από το κόμμα.

Το κόμμα χωρίστηκε ουσιαστικά σχεδόν στα δύο, με γνωστούς ηγέτες της προπολεμικής σοσιαδημοκρατίας, όπως ο Κάουτσκι, ο Χίλφερντινγκ, ο Μπερνστάιν, ο Χάαζε, μαζί με τους Σπαρτακιστές της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ να προσχωρούν στο νέο κόμμα.30 Και σε εκείνη τη φάση οι Σπαρτακιστές δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν αμέσως το χαρακτήρα του νέου αυτού κόμματος και δεν έθεσαν αμέσως για τους εαυτούς τους το καθήκον συγκρότησης κόμματος κομμουνιστικού.

Η διάσπαση του SPD και η ίδρυση του USPD ουσιαστικά προέκυψε ως συνδυασμός της πίεσης από την αγανάκτηση της εργατικής τάξης λόγω των συσσωρευόμενων δεινών του πολέμου, από τη μία, και της σκλήρυνσης της στάσης της ηγεσίας του κόμματος, που ήθελε να καταπνίξει κάθε εσωκομματική αντίσταση, καθώς ίσως διέβλεπε την όξυνση της ταξικής πάλης και ήθελε να είναι έτοιμη. Σε κάθε περίπτωση, η πλευρά αυτή είχε πάρει την πρωτοβουλία, ενώ η αντιπολίτευση κωλυσιεργούσε πιστεύοντας μάταια σε κάποια αλλαγή μέσα στο κόμμα.

Όπως εύγλωττα επισημαίνει ένας ιστορικός: «Οι ηγέτες του νέου κόμματος, που αγωνίστηκαν για χρόνια ώστε να αποφευχθεί η διάσπαση, βρέθηκαν ξαφνικά επικεφαλής ενός κόμματος που προέκυψε από διάσπαση», ουσιαστικά παρά τη θέλησή τους.31

 

ΒΑΔΙΖΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΗ

Μαζί με τα δεινά του πολέμου που μεγάλωναν, μεγάλη επίδραση πάνω στη γερμανική εργατική τάξη είχε, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, το ξέσπασμα της επανάστασης στη Ρωσία, το γκρέμισμα του τσαρισμού το Φλεβάρη του 1917 και η Οκτωβριανή Επανάσταση στη συνέχεια. Ήδη και από τα προηγούμενα χρόνια, πολλοί στρατιώτες στο ανατολικό μέτωπο άρχισαν να μολύνονται από τον «ιό» του μπολσεβικισμού που εξαπλωνόταν στους Ρώσους στρατιώτες. Η στρατιωτική διοίκηση έπαιρνε μέτρα μεταθέτοντας στρατιώτες από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να διασπείρεται πλατύτερα το κλίμα αμφισβήτησης και εναντίωσης στον πόλεμο.

Πολύ περισσότερο που οι κινήσεις της νεαρής σοβιετικής εξουσίας, η οποία πίεζε για υπογραφή ειρήνης, ξεσήκωσαν τη συμπάθεια του γερμανικού προλεταριάτου, καθώς το ίδιο ποθούσε και εκείνο. Αντίθετα, η γερμανική αστική τάξη και ο αυτοκράτορας ήθελαν συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων, πιστεύοντας ότι με την επιβολή ληστρικών όρων θα στραγγάλιζαν το σοσιαλισμό στη Ρωσία, αλλά και θα κατέπνιγαν το επαναστατικό κίνημα στη χώρα τους.

Σημαντική στιγμή στην πορεία όξυνσης του ταξικού αγώνα ήταν η απεργία του Γενάρη του 1918 και ενόσω διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή ειρήνης με τη Ρωσία. Ήταν ουσιαστικά ένα προμήνυμα για τα όσα θα ακολουθούσαν το Νοέμβρη.

Οι απεργίες του Γενάρη ξεχωρίζουν γιατί, πέρα από τα αιτήματα που αφορούσαν τους όρους ζωής των Γερμανών εργατών και στρατιωτών, είχαν επίσης το χαρακτήρα αλληλεγγύης προς τους Ρώσους επαναστατημένους εργάτες και τη σοβιετική εξουσία που μόλις είχε ξεπηδήσει, αφού απαιτούσαν τον άμεσο τερματισμό του πολέμου, ενάντια στα σχέδια της γερμανικής κυβέρνησης.

Την πρώτη κιόλας μέρα της απεργίας πήραν μέρος 400.000 εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας μόνο στην περιοχή του Βερολίνου. Το ίδιο μαζική ήταν η συμμετοχή στο Μαγδεβούργο, τη Χάλε, τη Νυρεμβέργη, στα μεγάλα ναυπηγεία του Αμβούργου, στο Ντάντσιχ, στο Κίελο. Ήταν μια ηρωική απεργιακή μάχη ενάντια στο καθεστώς της κατάστασης πολιορκίας και της λογοκρισίας. Σε πολλές πόλεις σημειώθηκαν ισχυρές συγκρούσεις με τμήματα της αστυνομίας και τη χωροφυλακής.

Στο Βερολίνο άρχισαν να συγκροτούνται εργατικά συμβούλια (Räte), κάτω και από την επίδραση της συγκρότησης των ρωσικών σοβιέτ. Στα συμβούλια αυτά σημαντική δράση είχαν εργαζόμενοι που επηρεάζονταν από τους Σπαρτακιστές, τους «ανεξάρτητους», αλλά και την ομάδα των λεγόμενων «Επαναστατών Αντιπροσώπων»32.

Ο «Σπάρτακος» συμμετείχε ασφαλώς μαχητικά στον απεργιακό αγώνα, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει με πλήρη σαφήνεια τα καθήκοντα που προέκυπταν για τις επαναστατικές δυνάμεις από την άνοδο της ταξικής πάλης. Όχι μόνο δε διαχωριζόταν από τη θολή γραμμή των «ανεξάρτητων», αλλά ούτε και οι εργαζόμενοι έβλεπαν το Σπάρτακο ως μια αυτοτελή ομάδα με τη δική της χωριστή πολιτική γραμμή.

Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες κινήθηκαν με μεγάλη διορατικότητα και ευελιξία, καθώς διέκριναν χωρίς δεύτερες σκέψεις πόσο σημαντικό είναι να κινηθούν αποφασιστικά για τη χειραγώγηση του κινήματος. Αυτή η πρακτική θα ξεδιπλωθεί σε όλο της το μεγαλείο στα γεγονότα του Νοέμβρη και ύστερα.

Κορυφαίοι ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες, όπως οι Φ. Έμπερτ και Φ. Σάιντεμαν, κατάφεραν να εκλεγούν στην ηγεσία των οργάνων των Συμβουλίων, πασχίζοντας ουσιαστικά για την πυρόσβεση του κινήματος. «Συμμετείχα στην ηγεσία της απεργίας με τη συγκεκριμένη πρόθεση να τελειώσει το γρηγορότερο και να αποφευχθεί έτσι η ζημιά στη χώρα μας», εξιστορούσε αργότερα ο Έμπερτ. Και ο Σάιντεμαν συμπλήρωνε: «Αν δε συμμετείχαμε εμείς στην απεργία τότε, κατά τη γνώμη μου και ο πόλεμος και όλα θα είχαν τελειώσει ήδη από το Γενάρη... Χάρη στη δική μας δουλειά η απεργία σύντομα σταμάτησε και όλα ρυθμίστηκαν ομαλά.»33

Μετά το Γενάρη, ακολούθησε το καλοκαίρι του 1918, όπου ολόκληρη η χώρα κατακλύστηκε ξανά από κύμα διαμαρτυριών. Σε απεργίες κατέβηκαν οι εργάτες στα ορυχεία της Άνω Σιλεσίας, οι ανθρακωρύχοι της Σαξονίας, οι μεταλλωρύχοι και μεταλλουργοί στη Βαυαρία. Τον Αύγουστο του 1918 πάνω από 100.000 ήταν οι απεργοί στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ. Η εξάπλωση των απεργιών και της συγκρότησης συμβουλίων άρχισε να καθιστά όλο και πιο φανερό στην αστική τάξη, αλλά και στα στρατιωτικά επιτελεία, τον αναβαθμισμένο ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν οι σοσιαλδημοκράτες για τη χειραγώγηση του επαναστατικού κινήματος που φούντωνε.

Η στιγμή δε θα αργούσε, θα ερχόταν τον Οκτώβρη του 1918.

Καθώς η πορεία των στρατιωτικών αναμετρήσεων στο δυτικό μέτωπο απέβαινε όλο και πιο καταστροφική, η αστική τάξη και ο αυτοκράτορας άρχισαν να αναζητούν την κυβέρνηση που θα μπορούσε να υπογράψει, με όσο ευνοϊκότερους όρους, την ειρήνη με τις χώρες της Αντάντ. Μια ειρήνη στην οποία η Γερμανία θα ήταν ηττημένη και με τις κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις να οξύνονται. Άρχισαν να σκέφτονται τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να διασφαλίσουν τους λιγότερους τριγμούς στην εξουσία τους, ακόμη και αν αναγκάζονταν να κάνουν μεγάλους ελιγμούς και παραχωρήσεις.

Έτσι, στις 3 Οκτώβρη η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον πρίγκιπα Μαξ της Βάδης, γόνο μεγάλης αριστοκρατικής και στρατιωτικής οικογένειας, ο οποίος ήταν διατεθειμένος να συνεργαστεί με τους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες, καλώντας τους αμέσως να συμμετέχουν στην κυβέρνησή του. Με το σύνθημα «δεν εγκαταλείπουμε την πατρίδα στην τύχη της την ώρα του κινδύνου», το SPD έστειλε ως υπουργούς τούς Φ. Σάιντεμαν και Γκ. Μπάουερ και έσπευσε να προσχωρήσει στην κυβέρνηση «μεταρρυθμίσεων» του πρίγκιπα Μαξ.

Από αυτήν την άποψη, εκπρόσωποι του γερμανικού κεφαλαίου, όπως ο μεγαλοβιομήχανος Ρ. Μπος (R. Bosch), παρέδωσαν μαθήματα πολιτικής οξυδέρκειας από τη σκοπιά των αστικών συμφερόντων με τη γνωστή ιστορική του φράση: «Για να σβήσει το σπίτι σου, που καίγεται, θα χρησιμοποιήσεις και βρομόνερα.» Αυτά τα «βρομόνερα» ήταν το SPD.34

Παράλληλα με τη συγκρότηση της κυβέρνησης του πρίγκιπα Μαξ, οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου άρχισαν να εφαρμόζουν παραχωρήσεις προς τους ηγέτες των συνδικάτων, για να εξασφαλιστεί η εργασιακή ειρήνη.

Ο Κ. Ντούισμπεργκ, διευθυντής ενός μεγάλου εργοστασίου της χημικής βιομηχανίας, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Από τη μέρα που είδα ότι το υπάρχον κυβερνητικό σύστημα είχε ήδη χρεοκοπήσει, χαιρέτισα με ευχαρίστηση το πέρασμα σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα (…) και, όπου αυτό είναι δυνατό, εργάζομαι χέρι-χέρι με τα συνδικάτα και προσπαθώ με αυτόν τον τρόπο να σώσω ό,τι μπορεί να σωθεί.»35

Ο «Σπάρτακος», βλέποντας ότι απέναντι στο επαναστατικό εργατικό κίνημα που ισχυροποιείται αρχίζει να ξεδιπλώνεται μια μεθοδική προσπάθεια υπονόμευσης και εγκλωβισμού, προειδοποιεί: «Το πρώτο σκίρτημα της επανάστασης βρίσκει την αντεπανάσταση στο πόστο της.»

Παρ’ όλ’ αυτά, ούτε ο ελιγμός της κυβέρνησης του Οκτώβρη αρκούσε, καθώς η λαϊκή οργή θα σάρωνε και τη μοναρχία και θα απαιτούσε βαθύτερες αλλαγές. Εκεί, οι σοσιαλδημοκράτες αποδείχθηκαν το «τελευταίο οχυρό» για την εξασφάλιση της αστικής εξουσίας, όπως θα δείξουν τα γεγονότα της επανάστασης του Νοέμβρη.

Το επαναστατικό ξέσπασμα του Νοέμβρη ξεκίνησε από τους ναύτες του Κιέλου, στη βόρεια Γερμανία, και εξαπλώθηκε μέσα σε λίγες μέρες σε ολόκληρη τη χώρα.

Οι ναύτες δήλωσαν ανυπακοή στη διαταγή απόπλου που τους δόθηκε για επίθεση στο βρετανικό στόλο, τη στιγμή μάλιστα που όλα έδειχναν ολοφάνερα ότι ο πόλεμος είχε ήδη πια χαθεί. Θεώρησαν ότι η στρατιωτική διοίκηση ήταν αποφασισμένη να «θυσιάσει» άσκοπα αρκετές χιλιάδες ναυτών σε μια προκαταβολικά καταδικασμένη επίθεση, με σκοπό να καλλιεργηθεί ένα τελευταίο κύμα εθνικιστικής «συστράτευσης» ενάντια στις αυξανόμενες φωνές για τερματισμό του πολέμου που αναπτύσσονταν στο γερμανικό λαό, αλλά και να αποτελέσει ίσως ένα τελευταίο χαρτί ενόψει των επικείμενων ιμπεριαλιστικών διαπραγματεύσεων για την ειρήνη.

Τα πληρώματα μιας σειράς πολεμικών πλοίων που είχαν συγκεντρωθεί κοντά στο Βιλχελμσχάφεν αρνήθηκαν να υπακούσουν, δε σήκωσαν άγκυρες. Σε άλλα πλοία οι θερμαστές έσβησαν τα καζάνια, ενώ σε 2 πλοία σηκώθηκε κόκκινη σημαία. Περίπου 1.000 ναύτες φυλακίστηκαν για τις πράξεις ανταρσίας.

Στις 3 Νοέμβρη χιλιάδες ναύτες πραγματοποίησαν συγκέντρωση με συνθήματα «Ελευθερία στους συντρόφους μας», «Κάτω ο Κάιζερ» και κατευθύνθηκαν προς τις φυλακές. Τα πιστά στην κυβέρνηση στρατεύματα απάντησαν με τα όπλα. 8 νεκροί και σχεδόν 30 τραυματίες έμειναν στο λιθόστρωτο.

Η καταστολή αποτέλεσε σπινθήρα πιο αποφασιστικής δράσης. Την επομένη, στις 4 Νοέμβρη, συγκροτήθηκε από αντιπροσώπους των ναυπηγείων και των μεγάλων εργοστασίων το Εργατικό Συμβούλιο του Κιέλου, που κάλεσε σε απεργία για την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Οι μονάδες πεζικού που στάλθηκαν ενάντια στους ναύτες και τους εργάτες πέρασαν τελικά με το μέρος τους. Μέχρι το βράδυ, είχαν απελευθερωθεί οι συλληφθέντες και ουσιαστικά ο έλεγχος της πόλης του Κιέλου είχε περάσει στα χέρια των εξεγερμένων εργατών και ναυτών.

Οι εξεγερμένοι έστειλαν αντιπροσώπους σε πόλεις της βόρειας Γερμανίας. Στις 5 και 6 του μήνα πέρασαν στα χέρια των επαναστατημένων το Λίμπεκ, το Αμβούργο, η Βρέμη και άλλες πόλεις, στα λιμάνια του γερμανικού Βορρά. Στις 7 του Νοέμβρη η κόκκινη σημαία υψώνεται στο Ρόστοκ, στο Αννόβερο, στη Φρανκφούρτη και αλλού. Η φλόγα κατεβαίνει στο Νότο, στο Μόναχο, στο Άουγκσμπουργκ στη Νυρεμβέργη.

Με το ξέσπασμα της εξέγερσης στο Κίελο, η κυβέρνηση κινήθηκε ευέλικτα. Έστειλε το σοσιαλδημοκράτη Γκ. Νόσκε για να χαλιναγωγήσει την κατάσταση. Πολλοί από τους εξεγερμένους στρατιώτες και εργάτες, μεγαλωμένοι στις παραδόσεις της σοσιαλδημοκρατίας, θεωρούσαν τον Νόσκε και τα στελέχη του SPD σχεδόν ως φυσικούς και άξιους ηγέτες τους. Αξιοποιώντας την πολιτική ευπιστία των εξεγερμένων και ποντάροντας σε αυτήν άλλωστε, μόλις ο Νόσκε έφτασε στο Κίελο αυτοανακηρύχθηκε σε εκπρόσωπο των εξεγερμένων, ενώ παράλληλα ορίστηκε από την κυβέρνηση ως διοικητής της πόλης. Διαβεβαιώνοντας τους επαναστατημένους ότι θα δουλέψει μαζί τους «για την παραπέρα ανάπτυξη του κινήματος», κατόρθωσε επιπλέον να αναδειχθεί πρόεδρος του Συμβουλίου των εξεγερμένων. Με αυτόν τον τρόπο, όπως παρατηρεί ο Ανατολικογερμανός ιστορικός Β. Ρούγκε, «συνένωσε και πήρε στα χέρια του, στο πλαίσιο μιας αντιφατικής διπλής λειτουργίας, και την εκτελεστική εξουσία του παλιού αντεπαναστατικού μηχανι-σμού και την εξουσιοδότηση του οργάνου πάλης της επανάστασης»36.

Δεν είχε άδικο ασφαλώς ο πρίγκιπας Μαξ που δήλωνε βαθιά ευγνώμων στον Νόσκε για την «υπεράνθρωπη» προσφορά του.

Η φλόγα της επανάστασης είχε όμως ήδη μεταδοθεί και μέσα σε λίγες μέρες έφτασε και το Βερολίνο.

Στις 8 Νοέμβρη, οι Σπαρτακιστές και η Εκτελεστική Επιτροπή του Εργατικού Συμβουλίου του Βερολίνου, που συγκροτήθηκε από αντιπροσώπους που είχαν εκλεγεί από τα εργοστάσια στην απεργία του περασμένου Γενάρη, κάλεσαν σε απεργία τους εργαζόμενους της πρωτεύουσας, με σύνθημα την κατάργηση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικής δημοκρατίας.

Εν τω μεταξύ, στις 23 του Οκτώβρη ο Λίμπκνεχτ έχει βγει από φυλακή με αμνηστία, ενώ άλλα στελέχη των Σπαρτακιστών, όπως η Λούξεμπουργκ και ο Λ. Γιόγκιχες, θα βγουν αφότου ξεσπάσει η επανάσταση.

Στις 9 Νοέμβρη από το πρωί, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και στρατιώτες πραγματοποίησαν τεράστιες συγκεντρώσεις.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ανακάλεσε τους δύο υπουργούς του από την κυβέρνηση και άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τον πρίγκιπα Μαξ.

Ο Μαξ, διορατικός και σε αυτήν τη στιγμή, κατάλαβε ότι η μόνη διέξοδος ήταν η ανάληψη της κυβέρνησης από τους σοσιαλδημοκράτες. «Στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατό να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Έμπερτ. Αυτός μόνο θα μπορέσει να εκτρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα.»37

Για τις κινήσεις του εκείνες τις μέρες και την απόφασή του να προσφύγει στη «σωτήρια» παρέμβαση των σοσιαλδημοκρατών, ο πρίγκιπας Μαξ αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Σκέφτηκα: είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως όμως μπορούμε να την πνίξουμε.»38

Η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Έμπερτ από τον πρίγκιπα Μαξ ενέχει και μια μικρή λεπτομέρεια νομικής φύσης, που έχει όμως τη σημασία της. Προσέδιδε στην κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών έναν βαθμό νομιμότητας και «συνέχειας του κράτους», στοιχείο σημαντικό για τους πολλούς δημόσιους υπαλλήλους και κρατικούς λειτουργούς, που συνεργάστηκαν έτσι με τη νέα κυβέρνηση χωρίς να θεωρούν ότι προδίδουν τους όρκους καθήκοντος που είχαν δώσει προς τη Γερμανική Αυτοκρατορία.39

Με άλλα λόγια, ήταν ένας τρόπος ομαλής μετάβασης του κρατικού μηχανισμού και της υπαλληλίας του, των κρατικών στελεχών, ώστε να μπορέσει η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση να ασκήσει αποτελεσματικά τις «πυροσβεστικές» της λειτουργίες. Και να μπορεί να αντλεί η νέα προσωρινή κυβέρνηση πρόσθετη νομιμοποίηση σε σχέση με την αναδυόμενη δύναμη των Συμβουλίων.

Την ίδια μέρα, μιλώντας στα πλήθη των ξεσηκωμένων εργατών και στρατιωτών, ο Σάιντεμαν ανακοινώνει την κατάργηση της μοναρχίας και ανακηρύσσει τη Γερμανία «λαϊκή δημοκρατία». Ο Έμπερτ, που ήλπιζε στη διατήρηση της μοναρχίας, αγανάκτησε με τη βιασύνη του Σάιντεμαν, αλλά η λαϊκή οργή που φούντωνε δεν είχε αφήσει περιθώρια για πολλούς ελιγμούς. Ο Κάιζερ είχε σαρωθεί και, αν οι σοσιαλδημοκράτες δεν κινούνταν έξυπνα, θα μπορούσαν να σαρωθούν και οι ίδιοι.

Το SPD πρότεινε τόσο στους σοσιαλδημοκράτες των «ανεξάρτητων» όσο και στον Λίμπκνεχτ να συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Ο Λίμπκνεχτ αντέτεινε ότι μόνο αν ανακηρυσσόταν η Γερμανία σε σοσιαλιστική δημοκρατία και περνούσε όλη η εξουσία στα συμβούλια των εργατών και στρατιωτών θα μπορούσε να πάρει μέρος σε μια κυβέρνηση και αρνήθηκε. Οι «ανεξάρτητοι» έστειλαν στην κυβέρνηση τρεις εκπροσώπους, τους Χ. Χάαζε, Ε. Μπαρτ και Β. Ντίτμαν. Η καινούργια κυβέρνηση Έμπερτ - Χάαζε, όπως συχνά ονομάζεται, σφετεριζόμενη την ιδέα των εργατικών συμβουλίων που ενέπνεε τις μάζες, πήρε το όνομα «Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων».

Παράλληλα, αποφασίστηκε η σύγκληση ενός μεγάλου συνεδρίου των συμβουλίων για την επόμενη μέρα, στις 10 του Νοέμβρη το απόγευμα στην αίθουσα του Τσίρκου Μπους (Busch Zirkus), αφού θα είχε προηγηθεί το πρωί εκλογή αντιπροσώπων από τα συμβούλια των εργατών (1 ανά 1.000 εργάτες) και των στρατιωτών (1 ανά τάγμα).

Χωρίς χρονοτριβές, οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών αντιλήφθηκαν την κρισιμότητα του ελέγχου του Συνεδρίου. Κινήθηκαν γρήγορα και με το κύρος που διέθεταν τα έμπειρα στελέχη και την εμπιστοσύνη που τους έδειχναν οι εργαζόμενοι, εξασφάλισαν ισχυρή εκπροσώπηση στα συμβούλια των εργατών και ιδιαίτερα των στρατιωτών. Παραπλανώντας με το ψευδεπίγραφο σύνθημα της «ενότητας των σοσιαλιστών», προσπαθούσαν να εξαπατήσουν τις μάζες και να απομονώσουν τις δυνάμεις των Σπαρτακιστών και κάθε ριζοσπαστική φωνή. Όλο το βράδυ, κάτω από την καθοδήγηση του σοσιαλδημοκράτη Βελς τυπώθηκαν πάνω από 40.000 προκηρύξεις, για να οργανωθεί η προπαγάνδα των σοσιαλδημοκρατών προς τους εργάτες και τους στρατιώτες. H Vorwärts κυκλοφόρησε τη μέρα του συνεδρίου με πρωτοσέλιδο «Όχι στον αδελφοκτόνο πόλεμο [μεταξύ των σοσιαλιστών]».

Οι κινήσεις αυτές αποδείχθηκαν σημαντικές, καθώς έδωσαν τη δυνατότητα στους σοσιαλδημοκράτες να εγκλωβίσουν τις λαϊκές μάζες, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι τάχα στήριζαν τα συμβούλια, ενώ στην ουσία σκόπευαν να αφοπλίσουν τα ίδια τα συμβούλια και να τα «χρησιμοποιήσουν» για την υπονόμευση της επανάστασης.

Όταν λοιπόν συγκλήθηκε το συνέδριο των Συμβουλίων του Βερολίνου όπου συγκεντρώθηκαν πάνω από 1.500 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, το SPD είχε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ώστε να μπορέσει να ελέγξει την έκβασή του.

Την εισηγητική ομιλία έκανε ο Έμπερτ, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος τις λαϊκές απαιτήσεις, έθεσε πρώτα το θέμα του άμεσου τερματισμού του πολέμου, μίλησε για «ανασυγκρότηση της οικονομίας πάνω στις αρχές του σοσιαλισμού» και κάλεσε σε «ενότητα όλων των σοσιαλιστών».

Ο Λίμπκνεχτ ανέβηκε στο βήμα και έγινε αρχικά δεκτός με θερμό χειροκρότημα, καθώς έχαιρε ξεχωριστού κύρους και σεβασμού. Ωστόσο το κλίμα άρχισε να μεταβάλλεται όταν στην ομιλία του κάλεσε σε επαγρύπνηση, τονίζοντας ότι παρά τις πρώτες επαναστατικές επιτυχίες η αντεπανάσταση καραδοκεί. «Πρέπει να ρίξουμε νερό στο κρασί του ενθουσιασμού», τόνισε (θυμίζοντας επί της ουσίας τα λόγια του Λένιν στις «Θέσεις του Απρίλη»). «Η αντεπανάσταση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη (...) και βρίσκεται ανάμεσά μας», συνέχισε, για να τον υποδεχτούν τα αρνητικά σχόλια και οι αποδοκιμασίες του πλήθους, ενώ πολλοί στρατιώτες αντέδρασαν φωνάζοντας «Ενότητα!», «Ενότητα!», παγιδευμένοι από τους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες.

Το συνέδριο, κάτω από την πολιτική επιρροή των σοσιαλδημοκρατών του SPD, αποφάσισε μεν διακηρυκτικά ότι «η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών», αλλά την ίδια ώρα επικύρωσε την καινούργια κυβέρνηση που είχε μόλις συγκροτηθεί και ουσιαστικά παρέδωσε την εκτελεστική εξουσία στο υπουργικό συμβούλιο των σοσιαλδημοκρατών. Η συνέλευση του Τσίρκου Μπους αποτελεί ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο, καθώς αναδεικνύει τόσο τις ευέλικτες κινήσεις των σοσιαλδημοκρατών όσο και πλευρές γύρω από τις αδυναμίες του Σπάρτακου, αλλά παράλληλα αποτυπώνει και ένα συσχετισμό με πιο βαθιά χαρακτηριστικά στο γερμανικό εργατικό κίνημα, όπου βάραινε η κληρονομιά των σοσιαλδημοκρατικών αυταπατών και του κοινοβουλευτισμού.40 Στην ουσία το Συνέδριο παρέδωσε την εξουσία στο κυβερνητικό συμβούλιο και ο Έμπερτ μετατράπηκε ταυτόχρονα σε επικεφαλής και της «νόμιμης» και της «επαναστατικής» κυβέρνησης...

Η κυβέρνηση Έμπερτ - Χάαζε αυτοονομάστηκε σοσιαλιστική, αλλά επί της ουσίας ήταν αστική. Όπως θα αποδειχθεί, ήταν μια κυβέρνηση της αντεπανάστασης, που είχε μεταμφιεστεί με τη φορεσιά της επανάστασης.

Πριν καλά-καλά τελειώσει η συνεδρίαση στο Τσίρκο Μπους, ο Έμπερτ τηλεφώνησε στο στρατηγό Γκρένερ στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση. Αυτό που έμεινε στην Ιστορία ως συμφωνία ή και συνωμοσία «Έμπερτ - Γκρένερ» σηματοδοτούσε τη συνεργασία ανάμεσα στους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες και το γερμανικό στρατό, ο οποίος στην ουσία διοικούνταν ακόμη από τους μοναρχικούς στρατηγούς, για την εξασφάλιση της σταθερότητας και της εξουσίας του κεφαλαίου.

Ο Γκρένερ προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Έμπερτ με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνησή του θα έβαζε τέλος στον επαναστατικό αναβρασμό και θα επανέφερε την τάξη. Όπως ομολογούσε σε κατοπινή του μαρτυρία: «Το σώμα των αξιωματικών δεν μπορούσε να συνεργαστεί παρά μόνο με μία κυβέρνηση που θα αναλάμβανε τον αγώνα ενάντια στον μπολσεβικισμό (...). Ο Έμπερτ ήταν αποφασισμένος γι’ αυτό. Δεν υπήρχε άλλο κόμμα που να είχε αρκετή επιρροή στις μάζες για να μπορέσει με τη βοήθεια του στρατού να αποκαταστήσει μια κυβερνητική εξουσία.» Υπήρχε μάλιστα χωριστή - μυστική τηλεφωνική γραμμή που συνέδεε άμεσα την Ανώτατη Διοίκηση με το γραφείο του καγκελάριου, μια γραμμή που δεν περιλαμβανόταν στο γενικό τηλεφωνικό δίκτυο και έτσι δεν μπορούσε να ελεγχθεί από τα Συμβούλια.

Ο Σπάρτακος είχε καθαρή ματιά για το ρόλο της κυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατών: «Δεν έχει λυθεί το ζήτημα με την καθαίρεση μερικών Χόεντσολερν, πολύ λιγότερο αν προστεθούν στην ηγεσία μερικοί κυβερνητικοί σοσιαλιστές παραπάνω. Αυτοί υποστηρίζουν εδώ και τέσσερα χρόνια την αστική τάξη και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να συνεχίσουν να την υποστηρίζουν. Μην εμπιστεύεστε αυτούς που πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να διευθύνουν τις τύχες σας από την έδρα του καγκελάριου του Ράιχ και τις υπουργικές καρέκλες.»41

Οι μέρες του Νοέμβρη ώθησαν αντικειμενικά το Σπάρτακο στην ανάγκη επιπλέον βημάτων για τη συγκρότηση των δυνάμεών του. Στις 9 Νοέμβρη, μέσα στα επαναστατικά γεγονότα, μια ομάδα Σπαρτακιστών προχώρησε σε κατάληψη των εγκαταστάσεων μιας αντιδραστικής εφημερίδας (Lokal Anzeiger) και άρχισε να τυπώνει την εφημερίδα του Σπάρτακου, τη Rote Fahne (Κόκκινη Σημαία), που αποτέλεσε και σημαντικό όργανο προβολής των θέσεων της ομάδας μέσα σε αυτήν την επαναστατική θύελλα.

Στις 11 του Νοέμβρη αποφασίστηκε η οργανωτική συγκρότηση της ομάδας, η έκδοση κομματικών βιβλιαρίων και η μετονομασία της σε «Ένωση Σπάρτακος». Ορίστηκε 13μελής ΚΕ, με τους Κ. Λίμπκνεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ (που είχε αποφυλακιστεί πριν κάποιες μέρες), Λέο Γιόγκιχες, Φραντς Μέρινγκ, Βίλχελμ Πικ, Χέρμαν Ντούνκερ και άλλους. Το βήμα αυτό ήταν αποφασιστικό για τους Γερμανούς κομμουνιστές, αν και αναντίστοιχο με τις ανάγκες. Η «Ένωση Σπάρτακος» συνέχισε όμως να διατηρεί τους πολιτικούς και οργανωτικούς δεσμούς με το USPD, ενώ τόσο η Λούξεμπουργκ όσο και τα περισσότερα στελέχη του Σπάρτακου πίστευαν στη δυνατότητα σύγκλησης ενός έκτακτου συνεδρίου το οποίο θα μπορούσε να καθαιρέσει από την ηγεσία του κεντριστές και να τραβήξει την πλειοψηφία των μελών του κόμματος σε επαναστατικές θέσεις.

Παράλληλα, για τον προγραμματικό τους διαχωρισμό επεξεργάστηκαν το μανιφέστο «Τι θέλει ο Σπάρτακος», που δημοσιεύτηκε τις επόμενες μέρες και προσπαθούσε να βάλει τα βασικά καθήκοντα της ταξικής πάλης για ένα μαρξιστικό κόμμα. Έγραφαν χαρακτηριστικά: «Στη βία της αστικής αντεπανάστασης πρέπει να αντιπαρατεθεί η επαναστατική δύναμη του προλεταριάτου. Στα κοινοβουλευτικά τερτίπια της αστικής τάξης η πλούσια σε δράση οργάνωση της μάζας των εργατών και των στρατιωτών (…). Όχι εκεί που κάθονται δίπλα-δίπλα, μέσα σε μια ψεύτικη ισότητα ο μισθωτός σκλάβος με τον καπιταλιστή να συζητήσουν σε κοινοβουλευτικό επίπεδο τα ζωτικά τους ζητήματα, αλλά εκεί που η πολυάριθμη προλεταριακή μάζα παίρνει με τη ροζιασμένη της γροθιά ολόκληρη την κρατική εξουσία για να την στρέψει ενάντια στην αστική τάξη, μόνο εκεί υπάρχει δημοκρατία και όχι απάτη σε βάρος του λαού.»

 

ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΄Ή ΑΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ; ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ

Ο λαϊκός επαναστατικός αναβρασμός είχε οδηγήσει στην εξάπλωση του κινήματος δημιουργίας συμβουλίων σε όλες τις πόλεις, τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, αλλά και τις αγροτικές περιοχές της Γερμανίας. Τα συμβούλια συγκροτούνταν γύρω από αιτήματα και διεκδικήσεις για τη βελτίωση των μισθών και των συνθηκών εργασίας, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις με συνθήματα όπως ο «έλεγχος της παραγωγής» και η «κοινωνικοποίηση της παραγωγής».

Συχνά, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις άρχιζαν να σφετερίζονται τον όρο, για να συγκροτούν τις δυνάμεις της αντεπανάστασης δημιουργώντας «συμβούλια πολιτών» (όπως για παράδειγμα στην Κολονία, όπου επικεφαλής ανέλαβε ο Κ. Αντενάουερ, μετέπειτα πρώτος καγκελάριος μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), ενώ στην ύπαιθρο οι μεγαλογαιοκτήμονες συγκροτούσαν δήθεν «αγροτικά συμβούλια» με την πρωτοβουλία τους.42

Ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα έδειξαν και οι κεφαλαιοκράτες. Στα μέσα Νοέμβρη, μια ομάδα από μεγαλοβιομήχανους, ανάμεσα στους οποίους οι Στίνες, Μπόρζινγκ και Σπρίγκερουμ που εκπροσωπούσαν ορισμένα από τα μεγαθήρια της γερμανικής βιομηχανίας, υπέγραψαν συμφωνία με τους εκπροσώπους των συνδικάτων, ουσιαστικά αναγνωρίζοντας ως «παραχωρήσεις» τα δικαιώματα που οι εργάτες είχαν ήδη επιβάλει με την επαναστατική τους δράση. Οι ηγεσίες των συνδικάτων συναίνεσαν, θέτοντας το πλαίσιο για την αποκατάσταση της τάξης και της εργασιακής ειρήνης.

Παράλληλα, οι αστικές δυνάμεις και τα αστικά κόμματα άρχισαν να αναδιοργανώνονται μέσα στα νέα δεδομένα. Επίσης, οι στρατιωτικοί κύκλοι άρχισαν να κινούνται δραστήρια για τη συγκρότηση στρατιωτικών σωμάτων, ένοπλων ομάδων και παραστρατιωτικών οργανώσεων για το χτύπημα της επανάστασης, όπως η «Ταξιαρχία Έρχαρντ», η «Βαλτική Άμυνα» και άλλα ένοπλα σώματα «εθελοντών», που θα στελεχώσουν στην πορεία τις δυνάμεις κρούσης ενάντια στην εργατική τάξη.

Πρώτο δείγμα τέτοιων συγκρούσεων αποτέλεσε η ένοπλη επίθεση που οργανώθηκε από τέτοιες ομάδες στις 6 Δεκέμβρη, ενάντια σε μια διαδήλωση επαναστατημένων στρατιωτών του μετώπου. Η επίθεση είχε 16 νεκρούς διαδηλωτές, ενώ παράλληλα έγινε επίθεση και στα γραφεία της Rote Fahne. Ως απάντηση διοργανώθηκαν τις επόμενες μέρες συλλαλητήρια χιλιάδων και χιλιάδων εργατών και στρατιωτών, με συνθήματα όπως «Κάτω η κυβέρνηση Έμπερτ - Σάιντεμαν, των ενόχων της αιματοχυσίας», «Να συγκροτηθούν παντού ένοπλα σώματα της Κόκκινης Φρουράς», «Ζήτω η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας».

Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Δεκέμβρη, ο αρχιστράτηγος Χίντεμπουργκ, από την πλευρά της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης, σε γράμμα του προς τον Έμπερτ, επιβεβαίωσε τη συμμαχία του με το σοσιαλδημοκράτη επικεφαλής της κυβέρνησης, θέτοντάς του όμως δύο άμεσα καθήκοντα για τη συνέχιση της συνεργασίας. Το πρώτο ήταν η «εξαφάνιση» των Συμβουλίων και το δεύτερο η άμεση σύγκληση της εθνοσυνέλευσης. Ο συνδυασμός των δύο αιτημάτων δείχνει καθαρά την παρέμβαση πάνω στο κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας: Εξουσία των συμβουλίων ή αστικό κοινοβούλιο;

Και οι δύο όροι του Χίντεμπουργκ όπως θα δούμε εκπληρώθηκαν...

Στις 21 Δεκέμβρη συγκλήθηκε το πανγερμανικό συνέδριο των Συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών. Εδώ απέδωσε σοβαρούς καρπούς η μεθοδική υπονομευτική προσπάθεια των σοσιαλδημοκρατών για τον έλεγχο και τη χειραγώγηση των Συμβουλίων, ουσιαστικά ενάντια στον ίδιο το σκοπό και τη φύση τους.

Η σύνθεση των αντιπροσώπων με βάση τις ιστορικές καταγραφές δίνει 288 που πρόσκεινται στους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες του SPD, 87 του USPD, 25 που πρόσκεινται σε αστικές πολιτικές δυνάμεις, 27 στρατιώτες χωρίς κομματική ταύτιση και μόνο 10 Σπαρτακιστές (Φ. Χέκερτ, Ε. Λεβινέ κ.ά.).

Τη μέρα έναρξης του Συνεδρίου οι Σπαρτακιστές οργάνωσαν τεράστια διαδήλωση, καλώντας το Συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία σε σοσιαλιστική δημοκρατία, να δώσει όλη την κρατική εξουσία στα Συμβούλια, να αφοπλίσει τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με αυτά τα συνθήματα πάνω από 250.000 διαδηλωτές βάδισαν μπροστά από το μέγαρο που συνεδρίασαν οι αντιπρόσωποι των Συμβουλίων.

Ο συσχετισμός όμως στο Συνέδριο ήταν δεδομένος. Το Συνέδριο των Συμβουλίων ενέκρινε την πρόταση των κυβερνητικών σοσιαλδημοκρατών για σύγκληση συντακτικής εθνικής συνέλευσης και στο μεταξύ να μεταβιβαστεί η εξουσία στο κυβερνητικό συμβούλιο. Με αυτήν την απόφαση τα ίδια τα Συμβούλια όχι μόνο παρέδωσαν την εξουσία στο υπουργικό συμβούλιο, αλλά στην ουσία υπέταξαν τον εαυτό τους σε έναν αστικό κοινοβουλευτικό θεσμό, τη συντακτική συνέλευση. Στην ουσία, το ίδιο το συνέδριο των Συμβουλίων δήλωσε με σαφήνεια ότι αντιτίθεται στην «εξουσία των συμβουλίων».

Η απόφαση για σύγκληση της Συντακτικής αποτέλεσε τη «θανατική ποινή» για τα συμβούλια, όπως περιέγραφε ένας αγωνιστής της εποχής. Ήταν οικειοθελής παραχώρηση της εξουσίας και αυτοχειριασμός των Συμβουλίων. Με τον τρόπο αυτόν, το συνέδριο «έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης»43.

Το κυβερνητικό στρατόπεδο άρχισε να νιώθει όλο και πιο σίγουρο και να μεθοδεύει με μεγαλύτερη ένταση τις επιθέσεις του. Σε ένα επεισόδιο που έχει όλα τα στοιχεία προβοκάτσιας, η κυβέρνηση αποφάσισε στις 23 Δεκέμβρη να σταματήσει την καταβολή μισθών στη Λαϊκή Ναυτική Μεραρχία (Volksmarinedivision), ένα σώμα με πάνω από 3.000 ναύτες που είχαν περάσει με το μέρος της επανάστασης. Απέναντι στις διαμαρτυρίες των ναυτών απάντησε με πυροβολισμούς, που είχαν ως αποτέλεσμα δύο νεκρούς. Οι ναύτες ως αντίποινα συνέλαβαν το σοσιαλδημοκράτη φρούραρχο.

Τη επόμενη μέρα, στις 24 Δεκέμβρη, η κυβέρνηση χτύπησε με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις τους χώρους που είχαν οχυρωθεί οι ναύτες, οι οποίοι ανταπάντησαν, και μετά από μάχες η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προσέλθει σε συμβιβασμό εγκαταλείποντας τα σχέδια βίαιης διάλυσης της μεραρχίας.

Οι συγκρούσεις των «αιματηρών Χριστουγέννων», είχαν και την εξής παρενέργεια: κάτω από το βάρος των γεγονότων, οι «ανεξάρτητοι» σοσιαλδημοκράτες αναγκάστηκαν να αποσύρουν τους υπουργούς τους από την κυβέρνηση. Τις θέσεις τους κατέλαβαν οι σοσιαλδημοκράτες του SPD, Νόσκε και Βίσελ. Παράλληλα, η ηγεσία των «ανεξάρτητων» αρνιόταν πεισματικά το αίτημα των σπαρτακιστών που καλούσαν σε σύγκληση έκτακτου συνεδρίου του USPD.

Σε σύσκεψη που πραγματοποίησε η «Ένωση Σπάρτακος» στις 29 Δεκέμβρη, αποφασίστηκε ότι δεν μπορούσε πια να μένει στο πλαίσιο του USPD. Αποφασίστηκε η σύγκληση ιδρυτικού συνεδρίου Κομμουνιστικού Κόμματος. Όλο το προηγούμενο διάστημα ομάδες του Σπάρτακου είχαν συγκροτηθεί σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, διαμορφώνοντας ένα σημαντικό δίκτυο των επαναστατικών δυνάμεων.44

Την επόμενη μέρα, στις 30 Δεκέμβρη, συνήλθαν σε σώμα 83 αντιπρόσωποι, στους οποίους προστέθηκαν και 29 αντιπρόσωποι των «Διεθνών Κομμουνιστών». Το συνέδριο χαιρέτισε ο Κ. Ράντεκ εκ μέρους του κόμματος των Μπολσεβίκων, ο οποίος θα συνεχίσει και στη συνέχεια να έχει στενή εμπλοκή εκ μέρους της ΚΔ με τις γερμανικές υποθέσεις.

Στο συνέδριο δε λύθηκαν ασφαλώς μεμιάς όλα τα προβλήματα. Ανάμεσα στα άλλα αξίζει να αναφέρουμε 2 χαρακτηριστικές αδυναμίες: κάτω από το βάρος των οδυνηρών εμπειριών από το ρόλο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το συνέδριο αποφάσισε την αποχή από τις επερχόμενες εκλογές για τη συντακτική συνέλευση, όπως και την απόσυρση των μελών του ΚΚ από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που ελέγχονταν από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις. Επιχειρηματολογώντας σχετικά, ο Ρίγκερ υποστήριξε ότι είναι ασυμβίβαστο το να είναι κανείς και μέλος του ΚΚ και των ρεφορμιστικών συνδικάτων, ενώ ο Π. Φρέλιχ πρόβαλε το σύνθημα «Έξω από τα συνδικάτα». Η Λούξεμπουργκ, ο Λίμπκνεχτ αλλά και πολλά στελέχη της ηγεσίας του «Σπάρτακου», όπως ο Π. Λεβί, εξηγούσαν την ανάγκη συμμετοχής στις εκλογές και της πολιτικής δουλειάς μέσα στους εργαζόμενους, αλλά υπερίσχυσαν οι οπαδοί του μποϊκοτάζ.

Παρ’ όλες τις αδυναμίες, τις καθυστερήσεις και τις αντιφάσεις, η σημασία ίδρυσης του ΚΚ Γερμανίας είχε ιστορικό χαρακτήρα. Ο Λένιν έγραφε, τονίζοντας τη βαρύτητα που είχε αυτή η εξέλιξη συνολικά για το επαναστατικό εργατικό κίνημα: «Από τη στιγμή που η “Ένωση Σπάρτακος” με ηγέτες τόσο διάσημους και περίφημους, τόσο πιστούς στην εργατική τάξη όπως οι Λίμπκνεχτ, Λούξεμπουργκ, Τσέτκιν, Μέρινγκ (...), τιτλοφορήθηκε σε “Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας”, από τη στιγμή αυτή η ίδρυση της ΙΙΙ Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, πραγματικά προλεταριακής, πραγματικά διεθνιστικής, πραγματικά επαναστατικής, έγινε γεγονός. Τυπικά η ίδρυση αυτή δεν κατοχυρώθηκε ακόμη, αλλά στην πράξη η ΙΙΙ Διεθνής ήδη υπάρχει.»45

Μετά τα γεγονότα των Χριστουγέννων, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις άρχισαν να επιταχύνουν τις προετοιμασίες τους για κλιμάκωση της επίθεσης. Στρατιωτικές δυνάμεις πιστές στην κυβέρνηση άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βερολίνο. Οι κυβερνητικοί σοσιαλδημοκράτες είχαν στρέψει όλα τους τα πυρά στις δυνάμεις του Σπάρτακου, που δικαίως τις θεωρούσαν επικίνδυνες για την πορεία των εξελίξεων. Όλο το Δεκέμβρη διάφορες δυνάμεις καλλιεργούσαν το φλογερό μίσος ενάντια στους «ταραξίες» Σπαρτακιστές και καλούσαν σε βία και θάνατο.

Σε μια πράξη που αποτέλεσε ανοιχτή πρόκληση προς τους επαναστατημένους εργάτες και στρατιώτες, στις 4 Γενάρη του 1919 η κυβέρνηση απέπεμψε από τη θέση του τον Ε. Άιχορν, ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντα της αστυνομικής διεύθυνσης στο Βερολίνο μετά την επανάσταση του Νοέμβρη και ανήκε πολιτικά στους «ανεξάρτητους». Ο Άιχορν, λόγω της δράσης του κατά τα επαναστατικά γεγονότα, είχε μεγάλη λαϊκή δημοφιλία, ενώ η αποπομπή του θεωρήθηκε δικαιολογημένα ως επιθετική κίνηση της κυβέρνησης για τον πλήρη έλεγχο της αστυνομίας. Ο Άιχορν αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του. «Η επανάσταση με έβαλε σε αυτό το πόστο, μόνο η επανάσταση μπορεί να με απομακρύνει», είχε πει.46

Το βράδυ της μέρας εκείνης, σε σύσκεψη που συμμετείχαν εκπρόσωποι του νεοσυσταθέντος ΚΚ, μαζί με στελέχη από τους «επαναστάτες αντιπροσώπους» και εκπροσώπους των «ανεξάρτητων», πάρθηκε η απόφαση να εμποδιστεί μαχητικά η απομάκρυνση του Άιχορν. Καλέστηκε συλλαλητήριο την επόμενη μέρα και, αν χρειαζόταν, το πέρασμα σε ανοιχτή εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης. Εκλέχτηκε επιτροπή στην οποία συμμετείχαν από το ΚΚ ο Πικ και ο Λίμπκνεχτ.

Σε συνεδρίασή της η ΚΕ του KPD την ίδια νύχτα αποφάσισε την πλήρη στήριξη των διαδηλώσεων, θεώρησε όμως ότι με βάση τα δεδομένα δεν υπήρχαν προϋποθέσεις για να τεθεί θέμα ανατροπής της κυβέρνησης.

Η διαδήλωση που έγινε στις 5 Γενάρη ήταν μεγαλειώδης. Οι ξεσηκωμένοι εργάτες και στρατιώτες ζήτησαν την επαναφορά του Άιχορν στη θέση του και τον οπλισμό του προλεταριάτου. Οι ξεσηκωμένοι εργάτες και στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στο αρχηγείο της αστυνομίας για να υπερασπιστούν τον Άιχορν. Η επαναστατική επιτροπή όμως έριξε και το σύνθημα ανατροπής της κυβέρνησης Έμπερτ και δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της συγκροτώντας «επαναστατική κυβέρνηση».47

Την επόμενη μέρα οργανώθηκε στο Βερολίνο γενική απεργία και βγήκαν στους δρόμους 500 χιλιάδες εργάτες. Στις 7-8 Γενάρη και με την πόλη νεκρωμένη από την απεργία, οι εργάτες κυρίευσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, ενώ επίσης κατέλαβαν τα τυπογραφεία της σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας Vorwärts, αλλά δεν υπήρχε σχέδιο για τα επόμενα βήματα.

Οι ηγέτες των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών είχαν μεν προωθήσει το σύνθημα για ανατροπή της κυβέρνησης Έμπερτ (χωρίς ασφαλώς κατάλληλη προετοιμασία και σχέδιο), αλλά τώρα άρχιζαν τις διαπραγματεύσεις μαζί της, δίνοντας μάλιστα χρόνο στην αντεπανάσταση να συγκεντρώσει δυνάμεις. Με βάση αυτήν τη στάση, η ΚΕ του KPD ανακάλεσε τους εκπροσώπους της Λίμπκνεχτ και Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Μετά από διάφορες παλινωδίες και αφού ναυάγησαν οι όποιες συνομιλίες των «ανεξάρτητων» με το SPD, οι «ανεξάρτητοι» ξανακάλεσαν τους εργάτες στα όπλα. Όμως αυτά πλέον ήταν μόνο λόγια.

Όπως έγραφε δηκτικά η Rote Fahne αργότερα, κάνοντας έναν πικρό απολογισμό και αναδεικνύοντας την αναποφασιστικότητα ειδικά των «ανεξάρτητων»: «Αυτό που ζήσαμε στο Βερολίνο ήταν ίσως η μεγαλύτερη προλεταριακή δράση. Οι προλετάριοι βάδιζαν, η μια σειρά πίσω από την άλλη. Είχαν φέρει τα όπλα τους και ανέμιζαν τα κόκκινα πανό τους. Ήταν έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε, να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους. Τότε συνέβη το απίστευτο. Οι μάζες ήταν εκεί από νωρίς, από τις 9 το πρωί μέσα στο κρύο και την ομίχλη. Η ομίχλη έγινε πιο βαριά, αλλά οι μάζες συνέχιζαν να περιμένουν ακόμη. Αλλά οι ηγέτες συσκέπτονταν. Ήρθε το μεσημέρι φέρνοντας μαζί του το κρύο. Και οι ηγέτες συσκέπτονταν (...). Οι εργάτες στέκονταν έξω, στην Αλεξάντερπλατς, με τα τουφέκια στο χέρι. Μέσα οι ηγέτες ακόμη συσκέπτονταν. Συνεδρίαζαν όλο το απόγευμα και συνεδρίαζαν όλη τη νύχτα (...). Συζητούσαν και συζητούσαν και συζητούσαν.»

Τις μέρες εκείνες, οι δυνάμεις της κυβέρνησης με το στρατό προετοιμάστηκαν για ένα αποφασιστικό χτύπημα στο βερολινέζικο προλεταριάτο. Εκεί απέκτησε και τη φήμη του ο Νόσκε σαν «αιμοβόρο σκυλί», όπως ο ίδιος αυτοαποκλήθηκε γεμάτος περηφάνια για την αντεπαναστατική βία με την οποία αντιμετώπισε τους Γερμανούς εργάτες.

Στις 11 Γενάρη η κυβέρνηση και ο στρατός άρχισαν να περνάνε σε σκληρή καταστολή. Απέναντι στους εργάτες χρησιμοποιήθηκε βαρύς οπλισμός και πολυβόλα. Το ΚΚ τέθηκε εκτός νόμου, ενώ οι μονάδες «εθελοντών», τα αντεπαναστατικά ένοπλα σώματα άρχισαν να οργώνουν τις εργατικές συνοικίες και να τουφεκίζουν επιτόπου.

Στις 13 Γενάρη οι ανεξάρτητοι μαζί με τους επαναστάτες αντιπροσώπους βρίσκονταν πια σε αδιέξοδο και κήρυξαν τη λήξη της απεργίας.

Η αντεπανάσταση, με την καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, περνάει σε λυσσασμένη επίθεση. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ περνάνε στην παρανομία, καθώς έχουν στοχοποιηθεί και έχει εξαπολυθεί ένα άγριο κυνήγι εναντίον τους. Χαρακτηριστικά, ένα «Συμβούλιο Πολιτών του Βερολίνου» έγραφε σε προκήρυξή του:

 «Θέλετε ειρήνη; Τότε όλοι πρέπει να φροντίσετε να μπει τέλος στην εξουσία του τρόμου των Σπαρτακιστών.

Θέλετε ελευθερία; Τότε εξολοθρεύστε τους ένοπλους οπαδούς του Λίμπκνεχτ.

Ζήτω ο Νόμος και η Τάξη.

Κάτω η δικτατορία των αναρχικών.»48

Στις 15 Γενάρη η Ρόζα και ο Λίμπκνεχτ δολοφονούνται άγρια και ύπουλα. Η σοσιαλδημοκρατία βάφει με τον πιο ατιμωτικό τρόπο τα χέρια της στο αίμα των εργατών.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες άγριας τρομοκρατίας έγιναν μετά από μερικές μέρες οι εκλογές για τη συντακτική εθνοσυνέλευση, στις 19 Γενάρη.

Το SPD αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 11,5 εκατομμύρια ψήφους (37,86% και 165 έδρες) και συγκρότησε κυβέρνηση με τα δύο επόμενα σε εκλογική κατάταξη κόμματα, το λεγόμενο «Κόμμα του Κέντρου» (Zentrum) και το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα, που και τα τρία μαζί αντιπροσώπευαν πάνω από το 75% των ψήφων. Το USPD αναδείχθηκε τέταρτο σε δύναμη κοινοβουλευτικό κόμμα με 7,62%, συγκεντρώνοντας 2,3 εκατομμύρια ψήφους και 22 έδρες. Ας σημειωθεί ότι τα δύο «σοσιαλιστικά» αυτά κόμματα συγκέντρωσαν μαζί περίπου το 45,5% των ψήφων. Το ΚΚ με βάση την απόφασή του δεν πήρε μέρος στις εκλογές.

Η εθνοσυνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 Φλεβάρη στη Βαϊμάρη. Τη μέρα εκείνη ταυτόχρονα το κεντρικό όργανο των Συμβουλίων των Εργατών και Στρατιωτών αποφάσισε να παραδώσει την εξουσία που είχε λάβει στην αστική εθνοσυνέλευση. Ουσιαστικά αποφάσισε την αυτοαναίρεσή του.

 

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

α) Όλη αυτή η περίοδος φωτίζει με δραματικό τρόπο την πορεία της οπορτουνιστικής διάβρωσης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και την κλιμάκωση αυτής της πορείας, ως τη μετατροπή του άλλοτε επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης σε αντεπαναστατική δύναμη που φρόντισε να σώσει την αστική εξουσία.

Αναδείξαμε την επίδραση που ασκούσε ο ρεφορμισμός και οι μεταρρυθμιστικές αυταπάτες μέσα στο γερμανικό εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα. Μια επίδραση που πατούσε πρώτα και κύρια σε ένα κοινωνικό έδαφος, που ευνόησε τους όρους ανάπτυξης του οπορτουνισμού στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.

Η επίδραση αυτή διαμόρφωνε μια δύσκολη πραγματικότητα για τις επαναστατικές δυνάμεις, που έπρεπε να παλέψουν ενάντια σε βαθύτερα ριζωμένες αντιλήψεις μέσα στους εργάτες, τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, το ρεφορμισμό των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Οι επαναστατικές δυνάμεις στη Γερμανία όπως και σε άλλες χώρες, που με βασικό καταλύτη διαχωρισμού τη στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και την Οκτωβριανή Επανάσταση άρχισαν να συγκροτούνται ως κομμουνιστικά κόμματα, έπρεπε πρώτα και κύρια να υπερνικήσουν τα προηγούμενα σοσιαλδημοκρατικά κόμματά τους, από τα οποία προήλθαν.

Όπως είδαμε, στην περίπτωση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, λόγω της παράδοσης και της προηγούμενης δράσης του, το SPD είχε ισχυρά ερείσματα στην εργατική τάξη και τις συνδικαλιστικές της οργανώσεις. Συχνά, ακόμη και όταν το SPD είχε περάσει ανοιχτά με την πλευρά της αντεπανάστασης, οι εργαζόμενοι που ξεσηκώνονταν θεωρούσαν ακόμη τα στελέχη των σοσιαλδημοκρατών ως ηγέτες τους.

Αυτή η κατάσταση θα παίξει ρόλο και στη συνέχεια, όπως θα δούμε στο επόμενο μέρος του άρθρου, στο γερμανικό εργατικό κίνημα.

Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ξεχωριστά τη θαυμαστή αποφασιστικότητα που έδειξαν οι σοσιαλδημοκράτες για το πνίξιμο της επανάστασης. Στην ουσία κατάφεραν να διακρίνουν σε μεγάλο βαθμό αρκετά καθαρά τα κύρια σημεία στα οποία μπορούσε να κριθεί η έκβαση της ταξικής πάλης: καθ’ όλη τη διάρκεια που προηγήθηκε φρόντισαν με ελιγμούς να παίζουν το χαρτί του «συμφιλιωτισμού» και να συμβάλλουν ώστε να μένει εγκλωβισμένη (και επομένως εν μέρει αφοπλισμένη) μέσα στο SPD η επαναστατική πτέρυγα, αλλά και να κινηθούν αποφασιστικά για την εκδίωξή της όταν αυτό κρίθηκε αναγκαίο· διείδαν το κρίσιμο ζήτημα του ελέγχου των συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών, αποφασιστικά ανέλαβαν κυβερνητικά καθήκοντα και έδωσαν όλες τους τις δυνάμεις για τη σταθεροποίηση των κοινοβουλευτικών θεσμών και τη συγκρότηση της εθνοσυνέλευσης.

Ιδιαίτερα από τις «μάχες των Χριστουγέννων» και μετά, με την άγρια καταστολή της εξέγερσης του Γενάρη αλλά και τη στυγνή δολοφονία των Λίμπκνεχτ - Λούξεμπουργκ, τη σοσιαλδημοκρατία πλέον την χωρίζει αίμα από το επαναστατικό εργατικό κίνημα.

Δυστυχώς όμως το συμπέρασμα αυτό δε φαίνεται να σταθεροποιείται στο κομμουνιστικό κίνημα, καθώς στη συνέχεια εξακολουθεί να διατηρεί μια αντιφατική στάση απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Τα επόμενα χρόνια εξάλλου, ιδιαίτερα στη Γερμανία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για τα κομμουνιστικά κόμματα προβάλλει αναγκαστικά το καθήκον μέσα από τη διαπάλη απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία να αποσπώνται εργατικές-λαϊκές δυνάμεις από την επιρροή της. Σε αυτό το σύνθετο έδαφος εμφανίζονται δυσκολίες, αντιφάσεις και μεταπτώσεις στον τρόπο αντιμετώπισης της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και ο λαθεμένος διαχωρισμός της σε «δεξιά» και «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία με την οποία τάχα υπήρχαν περιθώρια συνεργασίας.

 

β) Οι Γερμανοί κομμουνιστές έδωσαν ηρωικούς αγώνες. Δε λιποψύχησαν, μπήκαν μπροστά στην προλεταριακή ένοπλη πάλη, αν και είχαν επίγνωση των αρνητικών συσχετισμών. Οι αγώνες της γερμανικής εργατικής τάξης αποτέλεσαν επίσης στήριγμα της νεαρής σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία που μόλις είχε ξεπηδήσει.

Από πολλές απόψεις όμως, οι Γερμανοί επαναστάτες, παρά τις διορατικές επισημάνσεις, τις επεξεργασίες και την ηρωική τους δράση, δεν κατάφεραν συγκροτημένα να προπορεύονται, αλλά τελικά αναγκάστηκαν να ακολουθούν τα γεγονότα ή τα τετελεσμένα που είχαν διαμορφωθεί στην ταξική πάλη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε πολλές περιπτώσεις τα επαναστατικά γεγονότα «έτρεχαν» πιο γρήγορα από το ρυθμό που είχαν καταφέρει να προχωρούν οι επαναστάτες, ενώ η ίδια η δυναμική τους ήταν που τελικά ωθούσε στην πράξη και σε περαιτέρω βήματα. Όλα αυτά συνέβαλαν όμως ώστε η επαναστατική πρωτοπορία να βρεθεί τελικά ανέτοιμη να δώσει από καλύτερες θέσεις τους κρίσιμους αγώνες του χειμώνα του 1918-1919, όταν το ζήτημα της εξουσίας είχε μπει στην ημερήσια διάταξη.

Έχουμε ήδη επισημάνει με πολλές ευκαιρίες και παραδείγματα τον ανασταλτικό ρόλο που έπαιξαν σε αυτήν τη διαδικασία οι διάφοροι δισταγμοί και καθυστερήσεις των Γερμανών κομμουνιστών στην αποχώρηση από το SPD και τη συγκρότηση του ΚΚ, στο έδαφος βέβαια και θεωρητικών και πολιτικών ανεπαρκειών που είχαν, ανάμεσα σε άλλα και γύρω από ζητήματα συγκρότησης και των αρχών λειτουργίας του κόμματος, που από την πλευρά τους οι μπολσεβίκοι είχαν λύσει με τις λενινιστικές επεξεργασίες για το «κόμμα νέου τύπου».49

Ασφαλώς δεν είχαν άδικο να σκέφτονται τους όρους κάτω από τους οποίους θα έπαιρναν μια τέτοια απόφαση και το βάρος της, ιδιαίτερα όταν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα διατηρούσαν τη λαθεμένη πεποίθηση ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν τους συσχετισμούς μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, δίνοντάς του επαναστατικό προσανατολισμό.

Μερικές σκέψεις της Λούξεμπουργκ γύρω από αυτό το θέμα φωτίζουν ορισμένους τέτοιους προβληματισμούς: «Είναι πάντοτε δυνατό να εγκαταλείψεις μικρές σέχτες ή μικρές κλίκες, αν δεν επιθυμεί κάποιος να μείνει εκεί, και ν’ αρχίσει να φτιάχνει νέες σέχτες και νέες κλίκες. Αλλά είναι μόνο μια ανεύθυνη ονειροπόληση να θέλει να απελευθερώσει κανείς ολόκληρη τη μάζα της εργατικής τάξης απ’ τον πολύ βαρύ και επικίνδυνο ζυγό της μπουρζουαζίας με μια απλή “έξοδο”», σημείωνε. Και συμπλήρωνε: «Η εκκαθάριση του σωρού της οργανωμένης αποσάθρωσης που σήμερα αποκαλείται Σοσιαλδημοκρατία δεν είναι μια ιδιωτική υπόθεση που εξαρτάται από την προσωπική απόφαση μίας ή περισσότερων ομάδων. Θα συμβεί αναπόφευκτα ως αποτέλεσμα του Παγκόσμιου Πολέμου.»50

Ασφαλώς, η διαδικασία συγκρότησης νέων, κομμουνιστικών κομμάτων σε διαπάλη με τα παλιά σοσιαλδημοκρατικά αποτελούσε μια σύνθετη διαδικασία (που αποδείχθηκε ιδιαίτερη απαιτητική για τις επαναστατικές δυνάμεις και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες την ίδια περίοδο), ούτε βέβαια μπορούσε να αντιμετωπίζεται απλουστευμένα ως μια ατομική «ηρωική έξοδος», καθώς μάλιστα ήταν σε εκείνη τη φάση άμεσα συνδεδεμένη με τα μεγάλα γεγονότα της ταξικής πάλης, όπως ο διεξαγόμενος πόλεμος, θέτοντας ως φλέγον πρακτικό καθήκον το ζήτημα της συγκρότησης της προλεταριακής πρωτοπορίας σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου. Όμως, το παραπάνω απόσπασμα είναι παράλληλα ενδεικτικό και των συνεχών αναστολών για πιο αποφασιστικό διαχωρισμό από τις οπορτουνιστικές δυνάμεις, ο οποίος αναγκαστικά θα γίνει και με οργανωτικά μέτρα και δεν μπορεί να προκύψει αυτόματα ή αυθόρμητα μέσα από τις εξελίξεις. Σε αυτό οι Γερμανοί κομμουνιστές καθυστέρησαν πολύ.

Στην ουσία πήραν την απόφαση όταν «ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι». Όταν το παλιό τους κόμμα τους χτυπούσε, τους άρπαζε τις εφημερίδες, κατέβαζε στρατό στο δρόμο ενάντια στους απεργούς εργάτες, τους συλλάμβανε.

Το σπάσιμο της ενότητας με το SPD δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση για ανθρώπους που για χρόνια ολόκληρα και δεκαετίες ήταν στελέχη αυτού του κόμματος. Σήμαινε σπάσιμο της πειθαρχίας στην οποία είχαν διαπαιδαγωγηθεί. Εξάλλου, όπως σωστά επισημαίνει η Λούξεμπουργκ, ουσιαστικά πρώτη η ηγεσία του SPD παραβίαζε συστηματικά την πειθαρχία του κόμματος, στέλνοντας στο καλάθι των αχρήστων το πρόγραμμα και τις κομματικές αποφάσεις. «Η πειθαρχία στο κόμμα ως σύνολο, δηλαδή η πειθαρχία στο πρόγραμμά του, είναι πάνω από την πειθαρχία προς οποιοδήποτε κομματικό όργανο. Η πειθαρχία στα κομματικά όργανα επιβάλλεται μόνο όταν αυτά ενεργούν μέσα στα όρια του προγράμματος», επισημαίνει σε πολεμικό τόνο, συμπληρώνοντας ότι κάτω από την προστασία του στρατιωτικού νόμου η ίδια η συμβιβασμένη ηγεσία του κόμματος «παραβίαζε αυθαίρετα τις αποφάσεις του συνόλου του κόμματος, δηλαδή του προγράμματός του».51

Η πορεία σύγκρουσης μέσα στο πλαίσιο του SPD αποδείχθηκε μια εξαιρετικά επώδυνη διαδικασία για όλους αυτούς τους αγωνιστές που είχαν αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή τους στο κόμμα. «Ήταν σα να ποδοπατούν ένα κομμάτι του εαυτού τους», όπως επισημαίνει εύστοχα μια ιστορική καταγραφή. Και δεν είναι τυχαίο ότι εκείνη την περίοδο οι περισσότεροι από αυτούς κλονίστηκαν με σοβαρά προβλήματα υγείας.52

Το σίγουρο είναι ότι η ίδρυση του KΚ Γερμανίας αποτέλεσε κρίσιμο βήμα και σημείο καμπής για ολόκληρο το κομμουνιστικό κίνημα, ενώ παράλληλα φώτιζε και τις δυσκολίες που συναντούσαν σε πολλά ευρωπαϊκά κόμματα οι επαναστατικές δυνάμεις στη διαδικασία διαχωρισμού τους από την παλιά σοσιαλδημοκρατία.

Ο Λένιν χαιρέτισε την ίδρυση του KPD με ιδιαίτερη θέρμη, καθώς είχε βαθιά επίγνωση της σημασίας της.

Όμως η καθυστέρηση αποδείχθηκε τελικά τραγική. Όπως σημείωνε αργότερα ο Λένιν, μιλώντας στο 3ο Συνέδριο της ΚΔ: «Και μήπως δεν ξέρουμε ότι το μεγαλύτερο δυστύχημα για το εργατικό κίνημα της Γερμανίας ήταν ότι δεν πραγματοποίησε τη διάσπαση ακόμη πριν τον πόλεμο; Αυτό το πλήρωσαν με τη ζωή τους πάνω από 20.000 εργάτες.»53

 

γ) Η γερμανική επανάσταση του Νοέμβρη επιβεβαιώνει την πολύμορφη σύγκρουση που αναπτύσσεται σε επαναστατικές συνθήκες ανάμεσα στα όργανα που αναδεικνύει η προλεταριακή πάλη, καθώς αποτελούν φύτρα μιας νέας εξουσίας, και τους παλιούς αντιπροσωπευτικούς, κοινοβουλευτικούς θεσμούς.

Όπως τα ρωσικά σοβιέτ, έτσι και τα γερμανικά συμβούλια αποτέλεσαν μαχητικά όργανα του επαναστατικού αγώνα του προλεταριάτου. Το κίνημα της συγκρότησης συμβουλίων εργατών και στρατιωτών, που εδράζονταν πρώτα και κύρια στους χώρους παραγωγής σε ό,τι αφορά τους εργάτες, που αναλάμβαναν τον έλεγχο μιας σειράς λειτουργιών όπως είναι η ίδια η διαδικασία της παραγωγής, συχνά η διανομή τροφίμων, η αυτοάμυνα από τις αντεπαναστατικές δυνάμεις κ.ά., αναδείκνυαν αντιπροσώπους συνήθως άμεσα υπόλογους στις συνελεύσεις των συμβουλίων χαρακτήρισε, με διαφορές βέβαια από χώρα σε χώρα, το επαναστατικό κύμα που απλώθηκε στη Γερμανία, τη Φινλανδία, την Ουγγαρία, αλλά και την Αυστρία και την Ιταλία με μορφές εργατικής-λαϊκής αυτοοργάνωσης.

Η αστική τάξη στη Γερμανία ανταπάντησε με μια αμφίπλευρη τακτική. Και προσπάθησε να προσεταιριστεί (για να υπονομεύσει) τα συμβούλια, αλλά και τα πολέμησε ανοιχτά με ένοπλη βία, αντιπαραθέτοντας σε αυτά τον κοινοβουλευτισμό και την εθνοσυνέλευση. Είδε έγκαιρα ότι ως αντίβαρο στα αναδυόμενα Συμβούλια πρέπει να αντιπαραβάλει την προσωρινή κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών και τον κοινοβουλευτισμό.

Στη διαδικασία χειραγώγησης των συμβουλίων ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας ήταν αναντικατάστατος. Δεν υπήρχε άλλωστε άλλη πολιτική δύναμη που να μπορούσε να φέρει σε πέρας αυτό το καθήκον. Όπως είδαμε, οι σοσιαλδημοκράτες κινητοποίησαν όλες τους τις δυνάμεις και όλο το κύρος τους στην εργατική τάξη για να ελέγξουν τα συμβούλια, να αναδειχθούν στην ηγεσία τους και να τα οδηγήσουν τελικά να παραδώσουν οικειοθελώς την εξουσία τους στην αστική εθνοσυνέλευση, να ακυρώσουν τον ίδιο τους τον εαυτό.

Η αστική τάξη έβαλε καθαρά το δίλλημα: «εξουσία των συμβουλίων ή κοινοβουλευτικοί θεσμοί»; Εξουσία των συμβουλίων, των σοβιέτ, σημαίνει να αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά, να μορφοποιείται ο προλεταριακός ξεσηκωμός σε επαναστατικούς θεσμούς, στους οποίους βάζει τη σφραγίδα της η λαϊκή κινητοποίηση, που διατηρούν τα δικά τους ένοπλα σώματα, που παίρνουν στον έλεγχό τους τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις. Όλα αυτά δηλαδή που υπονομεύουν τα βάθρα της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και της αστικής κρατικής εξουσίας και των λειτουργιών της.

Γι’ αυτό, μαζί με την υπονόμευση από τους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες, η αστική τάξη επένδυσε και πρόβαλε μαχητικά τον αστικό κοινοβουλευτισμό, την ανάγκη διενέργειας κοινοβουλευτικών εκλογών και Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης. Και για να υπηρετηθεί αυτός ο σκοπός, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται δραστήρια για την ανασύνταξή τους μετά την ανατροπή της μοναρχίας το Νοέμβρη, και με τον κίνδυνο της επανάστασης να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους. Πολύ χαρακτηριστικά ο Τ. Βολφ, εκδότης της αστικής εφημερίδας Berliner Tageblatt, εξιστορεί τις διεξοδικές συζητήσεις που είχε με εκπροσώπους της γερμανικής βιομηχανίας, των τραπεζών, με αστούς πολιτικούς και στρατιωτικούς που τον παρακινούσαν να «ηγηθεί ενός μαζικού κόμματος πολιτών, που θα οργανωθεί ως μαζικό κόμμα και θα πάρει μέρος στις εκλογές», με σκοπό να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες αναδιοργάνωσης των αστικών δυνάμεων και διαχείρισης της λαϊκής οργής.54 Αντίστοιχες κινήσεις διεξήχθησαν σε όλο το αστικό πολιτικό φάσμα, για να ευθυγραμμιστούν οι πολιτικές δυνάμεις στις συνθήκες της νεότευκτης αστικής δημοκρατίας. Για παράδειγμα, στις 15 Δεκέμβρη ο Γκ. Στρέζεμαν ίδρυσε το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (Deutsche Volkspartei) και συνολικότερα όλες οι αστικές δυνάμεις, φιλελεύθερες, συντηρητικές, άρχισαν να ετοιμάζονται για τις εκλογές της Εθνοσυνέλευσης στις 19 Γενάρη.

Από αυτήν την άποψη, το Συνέδριο των Συμβουλίων στο Βερολίνο το Δεκέμβρη του 1918 που ουσιαστικά «ακύρωσε» τον εαυτό του επικυρώνοντας τη συγκρότηση Συντακτικής Συνέλευσης και παρέδωσε την εξουσία στους αστικούς θεσμούς, όπως και οι εκλογές που οργανώθηκαν στη συνέχεια σε συνθήκες άγριας καταστολής, η συγκρότηση της Εθνοσυνέλευσης και η ψήφιση του Συντάγματος της Βαιμάρης λίγο αργότερα το καλοκαίρι του 1919, αποτέλεσαν σταθμούς στην πορεία αποκατάστασης της αστικής εξουσίας· και επίσης όλα αυτά φέρουν τη σφραγίδα των σοσιαλδημοκρατών που ανέλαβαν τα κυβερνητικά ηνία και την προεδρία του Ράιχ. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην ομιλία του στο Συνέδριο των Συμβουλίων υπερασπίζοντας την κοινοβουλευτική Εθνοσυνέλευση, ο Ο. Κοέν, ένας σοσιαλδημοκράτης: «Εμείς οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να πάρουμε πιο αποφασιστική στάση ενάντια στον τρόπο που η καθαρή και καλή μας σοσιαλιστική ιδεολογία αμαυρώνεται και διαστρέφεται από τον μπολσεβικισμό.»55

Η ιστορική πείρα άλλωστε έχει δείξει ότι η σύγκρουση των αστικών οργάνων εξουσίας με τα προλεταριακά όργανα είναι μια αναγκαστική διεργασία που συντελείται στην πορεία του επαναστατικού αγώνα.

Στη Γερμανία συγκρούστηκαν τα αναδυόμενα συμβούλια με την Εθνοσυνέλευση και τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Στη Ρωσία οι μπολσεβίκοι και τα ρωσικά σοβιέτ με τους αστούς και τους μενσεβίκους που ζητούσαν τη σύγκληση μιας (αστικής) Συντακτικής Συνέλευσης. Την περίοδο της Παρισινής Κομμούνας, η αστική τάξη επιστράτευσε τις εθνικές εκλογές και την Εθνοσυνέλευση ενάντια στα λαϊκά επαναστατικά όργανα εξουσίας στο ξεσηκωμένο Παρίσι, την Κομμούνα και τις επαναστατικές τις επιτροπές στα διαμερίσματα του Παρισιού.

Ο Λένιν επισημαίνει σχετικά: «Στη Γερμανία, που η επανάσταση άρχισε μόλις τελευταία, πέρασε μόνο ένας μήνας από το ξέσπασμά της, και το πιο επίμαχο ζήτημα είναι τούτο: Συντακτική Συνέλευση ή Σοβιετική Εξουσία;»56

Το ίδιο και η Ρόζα Λούξεμπουργκ που έγραφε σε πολεμικό τόνο: «Τώρα, που βρισκόμαστε μέσα στην επανάσταση, η Εθνοσυνέλευση ορθώθηκε σαν ένα αντεπαναστατικό φρούριο που σηκώνεται ενάντια στο προλεταριάτο. Πρέπει να επιτεθούμε και να το κατεδαφίσουμε αυτό το φρούριο.»

Ο Κάουτσκι, με το γνωστό μεσοβέζικο οπορτουνισμό του, δήλωνε τότε ότι είναι και «υπέρ της δημοκρατίας» (της αστικής δηλαδή) και υπέρ των σοβιετικών οργάνων. «Μια τόσο ανόητη πρόταση, όπως είναι η πρόταση του “ειρηνικού” συνδυασμού της Εθνοσυνέλευσης με το σύστημα των Σοβιέτ, δηλαδή του συνδυασμού της δικτατορίας της αστικής τάξης με τη δικτατορία του προλεταριάτου», απαντούσε ο Λένιν. Και συμπλήρωνε:

«Εδώ αποκαλύπτεται για άλλη μια φορά ότι η γενική πορεία της προλεταριακής επανάστασης είναι ίδια σε ολόκληρο τον κόσμο: στην αρχή αυθόρμητος σχηματισμός των Σοβιέτ, ύστερα επέκταση και ανάπτυξή τους, κατόπιν πρακτική εμφάνιση του ζητήματος: ή Σοβιέτ ή Εθνοσυνέλευση, είτε Συντακτική Συνέλευση είτε αστικός κοινοβουλευτισμός.»57

 

δ) Η σφαγή των εργατών το Γενάρη δεν ομαλοποίησε αυτόματα τις συνθήκες, ούτε οδήγησε κατευθείαν σε μια ανέφελη πορεία τη σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας, αν και το πρώτο βασικό βήμα είχε γίνει. Τους πρώτους μήνες του 1919 ακολούθησαν σημαντικές συγκρούσεις σε όλη τη Γερμανία, με την ανακήρυξη μάλιστα των βραχύβιων Σοβιετικών (συμβουλιακών) Δημοκρατιών στη Βαυαρία, τη Βρέμη και αλλού που πνίγηκαν στο αίμα.

Όλη η περίοδος μέχρι το 1923 χαρακτηρίστηκε από έντονους αγώνες, απεργιακές μάχες και ένοπλες συγκρούσεις. Το 1920 η εργατική τάξη παλεύει ενάντια στο πραξικόπημα των Καπ-Λούτβιτς, το 1921 δίνονται οι μεγάλοι «Αγώνες του Μάρτη», το 1923 και με τη Γερμανία να βρίσκεται σε συνθήκες οικονομικού χάους ξεσπούν σκληρές ένοπλες εξεγέρσεις.

Το νεαρό KPD προσπαθεί να βρει το βηματισμό του, ενώ η δράση του κομμουνιστικού κινήματος στη Γερμανία αποκτάει αντικειμενικά ξεχωριστή βαρύτητα. Η πείρα από τη Γερμανία αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και τροφοδοτεί τη συζήτηση γύρω από τις επεξεργασίες της ΚΔ που αρχίζει να συγκροτεί τη δράση και την παρέμβασή της. Όλα αυτά τα στοιχεία θα αποτελέσουν αντικείμενο του επόμενου μέρους του άρθρου.

Ο κύκλος της επαναστατικής πάλης που άνοιξε το 1918-1919 δεν έκλεισε όσο εύκολα ήλπιζε η αστική τάξη με την καταστολή του Γενάρη. Όπως έγραφε η Ρ. Λούξεμπουργκ με την πύρινη πένα της, στο άρθρο που έμελλε να είναι το τελευταίο πριν τη δολοφονία της:

«“Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!” Έτσι διακηρύττει θριαμβευτικά ο αστικός Τύπος (...). Η επαναστατική πάλη είναι ακριβώς το αντίθετο της κοινοβουλευτικής πάλης. Στη Γερμανία, για τέσσερις δεκαετίες είχαμε μόνο κοινοβουλευτικές “νίκες”. Πρακτικά βαδίζαμε από νίκη σε νίκη. Και όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με τη μεγάλη ιστορική δοκιμασία της 4ης Αυγούστου 1914, το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφική πολιτική και ηθική ήττα, μια εξοργιστική κατάρρευση και σήψη χωρίς προηγούμενο. (...) Η επανάσταση όμως είναι η μόνη μορφή “πολέμου” –κι αυτός είναι ένας αξιοπερίεργος νόμος της Ιστορίας– στην οποία η τελική νίκη μπορεί να προετοιμαστεί μόνο με μια σειρά από “ήττες”.

“Η τάξη βασιλεύει στο Βερολίνο!” Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη πάνω στην άμμο. Αύριο η επανάσταση θα υψωθεί ξανά και, βροντώντας τα όπλα της με τις σάλπιγγες να αντηχούν, θα αναγγείλει προκαλώντας σας τρόμο:

Ich war, ich bin, ich werde sein!

Ήμουν, είμαι, θα είμαι!»58

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Κωστής Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

  1. Β. Ι. Λένιν, «Ο πόλεμος και η σοσιαλδημοκρατία της Ρωσίας», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 18.
  2. Β. Ι. Λένιν, «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάστασή μας», Άπαντα, τόμ. 31, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 179-183.
  3. Βλ. ενδεικτικά Χ. Μπαλωμένος, «Από τον οπορτουνισμό στην αστική διακυβέρνηση. Το ιστορικό παράδειγμα του SPD», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4-5/2012, και «Σοσιαλδημοκρατία, διαχρονικά επικίνδυνος αντίπαλος του εργατικού κινήματος», Α΄ μέρος, ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4/2019.
  4. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 259.
  5. Β. Ι. Λένιν, «Σοσιαλισμός και πόλεμος», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 328. Αναλυτικότερα για τους όρους ανάπτυξης του οπορτουνισμού, βλ. χαρακτηριστικά λενινιστικά έργα όπως: «Ο ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του σοσιαλισμού», Άπαντα, τόμ. 30, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 163-179, και «Ο οπορτουνισμός και η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 27, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 100-130.
  6. V. Lidtke, The Outlawed Party, Social Democracy in Germany, 1878-1890, Princeton University Press, New York, 1966, σελ. 60.
  7. V. Lidtke, The Outlawed Party, Social Democracy in Germany, 1878-1890, Princeton University Press, New York, 1966, σελ. 158 και 170.
  8. Φ. Ένγκελς, Αντι-Ντίρινγκ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2006, σελ. 430. Οι Μαρξ και Ένγκελς, ήδη από την κριτική τους στο Πρόγραμμα της Γκότα, είχαν επισημάνει τις λαθεμένες αντιλήψεις των λασαλικών ιδιαίτερα για το κράτος.
  9. «Ο Ένγκελς στον Α. Μπέμπελ (16 Μάη 1882)», και «Ο Ένγκελς στον Μ. Όπενχαϊμ (24 Μάρτη 1891)», στο Κ. Μαρξ - Φ. Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2020, σελ. 298-299 και 432.
  10. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ζ1, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1961, σελ. 405.
  11. Γι’ αυτό και έχουν μείνει στην Ιστορία ως Hottentottenwahl, («Οι εκλογές των Οτεντότων»). Διευκρινίζουμε ότι η ονομασία «Οτεντότοι» αναφέρεται στους αυτόχθονες πληθυσμούς των συγκεκριμένων περιοχών. Η χρήση της ονομασίας αυτής, που αρχικά δόθηκε από τους Ολλανδούς αποίκους, έχει εγκαταλειφθεί σήμερα ως προσβλητική.
  12. Eduard Bernstein, «Was folgt aus dem Ergebnis der Reichstagswahlen?», Sozialistische Monatshefte, Jan-Jun, 1907.
  13. Eduard Bernstein, «Die Kolonialfrage und der Klassenkampf», Sozialistische Monatshefte, Nov, 1907.
  14. Richard Calwer, «Der 25 Januar», Sozialistische Monatshefte, Jan-Jun, 1907.
  15. F. Mehring, «Ein Kind des Zufalls», Gesammelte Schriften (band 15), Dietz Verlag, Berlin, 1977, σελ. 226.
  16. C. Schorske, German Social Democracy, 1905-1917, The Development of the Great Schism, Harvard University Press, 1955, σελ. 64.
  17. C. Schorske, German Social Democracy, 1905-1917, The Development of the Great Schism, Harvard University Press, 1955, σελ. 212.
  18. Σ. Μπέρμαν, Το πρωτείο της πολιτικής. Η σοσιαλδημοκρατία και η Ευρώπη του 20ού αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο-Αθήνα, 2014, σελ. 101.
  19. W. Maehl, «The Triumph of Nationalism in the German Socialist Party on the Eve of the First World War», The Journal of Modern History, Vol. 24, No1 (Mar 1952), University of Chicago, σελ. 31-33.
  20. Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1961, τόμ. Ζ2, σελ. 586.
  21. Σ. Μπέρμαν, Το πρωτείο της πολιτικής. Η σοσιαλδημοκρατία και η Ευρώπη του 20ού αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο-Αθήνα, 2014, σελ. 90.
  22. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 258.
  23. Β. Ι. Λένιν, «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», Άπαντα, τόμ. 37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 109.
  24. J. Snell, «Socialist Unions and Socialist Patriotism in Germany, 1914-1918», The American Historical Review, vol. 59, no 1 (Oct 1953), Oxford University Press.
  25. Στην ουσία ο πυρήνας αυτός διαμορφώθηκε την ίδια μέρα κιόλας της ψήφισης των πολεμικών πιστώσεων, στις 4 Αυγούστου του 1914. Μετά από αυτήν την εξέλιξη, το ίδιο απόγευμα, σε σύσκεψη στελεχών (Ρ. Λούξεμπουργκ, Χ. Ντούνκερ, Χ. Έμπερλαϊν, Φ. Μέρινγκ, Γ. Μαρχλέφσκι, Ε. Μάγιερ, Β. Πικ, ενώ αργότερα προστέθηκαν οι Κ. Λίμπκνεχτ, Λ. Γιόγκιχες, Α. Ταλχάιμερ κ.ά.) αποφασίστηκε η συγκρότηση ομάδας που θα διαφοροποιηθεί από το SPD, με άλλα λόγια, ο πυρήνας που αργότερα θα ιδρύσει το «Σπάρτακο».
  26. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 257.
  27. Β. Ρούγκε, Η επανάσταση του Νοέμβρη του 1918 στη Γερμανία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 11.
  28. Στο USPD συμμετέχουν ετερόκλητες δυνάμεις, στη βάση της αντίδρασης στη φιλοπόλεμη πολιτική της ηγεσίας του SPD.
  29. P. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 75.
  30. Με το USPD συντάχτηκε ένα σημαντικό κομμάτι των μελών του κόμματος. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι περίπου 170.000 μέλη έμειναν στο παλιό κόμμα, ενώ το νέο διεκδικούσε 120.000 μέλη. Άλλη εκτίμηση αναφέρει ότι το SPD διατήρησε 248.000 μέλη, ενώ το USPD περίπου 100.000. Με βάση αναφορά του Έμπερτ, το SPD είχε στο Βερολίνο 14.000 μέλη έναντι 12.000 των «ανεξάρτητων».
  31. P. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 80.
  32. Οι ομάδες των «Επαναστατών Αντιπροσώπων» (Revolutionäre Obleute), με ηγέτες όπως ο Ρ. Μίλερ και ο Ε. Μπαρτ, εξέφραζαν την αντίθεση στα συμβιβασμένα συνδικάτα και το SPD μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα και τα μεγάλα εργοστάσια, κυρίως του Βερολίνου. Αναπτύχθηκαν κατά βάση μέσα στις ρευστές συνθήκες διάσπασης του SPD και δημιουργίας του USPD, ανέπτυξαν κοινή δράση με τους «ανεξάρτητους», όπως και με τους Σπαρτακιστές, ενώ επίσης ήταν δραστήριοι στο θέμα συγκρότησης των εργατικών συμβουλίων. Αποτελούσαν σ’ εκείνη τη φάση υπολογίσιμη δύναμη, ιδιαίτερα στο Βερολίνο.
  33. Illustrierte Geschichte der Novemberrevolution in Deutschland (Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der SED), Dietz Verlag, Berlin, 1968, σελ. 39.
  34. Β. Ρούγκε, Η επανάσταση του Νοέμβρη του 1918 στη Γερμανία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 25.
  35. Ό.π., σελ. 28.
  36. Β. Ρούγκε, Η επανάσταση του Νοέμβρη του 1918 στη Γερμανία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 45.
  37. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1961, τόμ. Η1-Η2, σελ. 181.
  38. Β. Ρούγκε, ό.π., σελ. 52.
  39. E. Waldman, The Spartacist Uprising of 1919, The Marquette University Press, Milwaukee, σελ. 89.
  40. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1961, τόμ. Η1-Η2, σελ. 182.
  41. Β. Ρούγκε, Η επανάσταση του Νοέμβρη του 1918 στη Γερμανία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012, σελ. 77.
  42. Γενικότερα, ζητήματα φυσιογνωμίας, χαρακτηριστικών, αλλά και του εύρους των εξουσιών που απέκτησαν τα συμβούλια, απαιτούν πιο διεξοδικές αναφορές που ξεφεύγουν από το πλαίσιο του παρόντος άρθρου. Ενδεικτικά, ο Σοβιετικός ιστορικός Ντράμπκιν σε σχετική του μελέτη επισημαίνει ότι τα εργατικά συμβούλια «δεν κατάφεραν να πάρουν πουθενά όλη την εξουσία (...) Επρόκειτο κατά κανόνα για μια “συνεργασία” με τους παλιούς θεσμούς και στην καλύτερη περίπτωση για έναν μόνο κατ’ όνομα έλεγχο». Άλλοι μελετητές θέτουν την παράμετρο της συγκροτημένης δράσης των συνδικάτων, όπως και της συγκροτημένης παρέμβασης των κοινοβουλευτικών κομμάτων και δυνάμεων στα γερμανικά συμβούλια, πράγμα που δεν υπήρχε με αυτήν τη μορφή τουλάχιστον στα ρωσικά σοβιέτ. Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η προσπάθεια των σοσιαλδημοκρατών να δώσουν χαρακτήρα «καθολικής», κοινοβουλευτικής ψηφοφορίας στα συμβούλια, προκρίνοντας, όπου μπορούσαν, τη συγκρότηση σε εδαφική βάση και όχι σε εργοστασιακή-παραγωγική. Με αυτόν τον τρόπο, για παράδειγμα, στη Δρέσδη κατάφεραν να κερδίσουν τους 47 από τους 50 αντιπροσώπους του Συμβουλίου.
  43. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1961, τόμ. Η1-Η2, σελ. 192.
  44. Κάτω και από τις ακούραστες οργανωτικές προσπάθειες του Λ. Γιόγκιχες, συγκροτήθηκαν στα τέλη Δεκέμβρη πολλές ομάδες του «Σπάρτακου» σε ολόκληρη τη Γερμανία. Στο ιδρυτικό συνέδριο πήρε μέρος επίσης η ομάδα «Διεθνείς Κομμουνιστές Γερμανίας» (Internationale Kommunisten Deutschlands - IKD) από τη Βρέμη, με επικεφαλής τον Γ. Κνιφ, που είχε ταχτεί ανεπιφύλακτα υπέρ της ανάγκης ίδρυσης ΚΚ.
  45. Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα προς τους εργάτες της Ευρώπης και της Αμερικής», Άπαντα, τόμ. 37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 454-455.
  46. Illustrierte Geschichte der Novemberrevolution in Deutschland (Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der SED), Dietz Verlag, Berlin, 1968, σελ. 309.
  47. Το σύνθημα αυτό ρίχτηκε μετά από μια σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο κατειλημμένο αρχηγείο της αστυνομίας στην οποία συμμετείχαν περίπου 70 «Επαναστάτες Αντιπρόσωποι», μέλη της ΚΕ των «ανεξάρτητων», και οι Λίμπκνεχτ και Πικ από την πλευρά του KPD. Η Λούξεμπουργκ και άλλα στελέχη του κόμματος θεώρησαν ότι αυτή ήταν μια βιαστική κίνηση. Η Λούξεμπουργκ και ο Γιόγκιχες, εκτιμώντας την κατάσταση, θεωρούσαν ότι το ΚΚ θα στηρίξει ασφαλώς τη δράση των εργαζόμενων μαζών, όπως έχει πολιτική και ηθική υποχρέωση, αλλά ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή να μην τραβηχτούν σε απροετοίμαστες ενέργειες, καθώς δεν είχαν διαμορφωθεί συνθήκες ανατροπής της κυβέρνησης. Επισημαίνουμε ότι τα μέλη του KPD στο Βερολίνο, το οποίο μόλις είχε ιδρυθεί, κυμαίνονταν τότε γύρω στα 300 το πολύ, κατά άλλες καταγραφές ίσως και λιγότερα.
  48. E. Waldman, The Spartacist Uprising of 1919, The Marquette University Press, Milwaukee, σελ. 161.
  49. Ο Λένιν είχε επισημάνει σε διάφορες φάσεις πλευρές τέτοιων αδυναμιών, όπως, για παράδειγμα, σε σχέση με πλευρές της πάλης ενάντια στον οπορτουνισμό, πλευρές για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για το κόμμα, και αναγνωρίζοντας παράλληλα και χαιρετίζοντας, παρά αυτές τις ανεπάρκειες, τον ταξικό και επαναστατικό προσανατολισμό της ομάδας των Σπαρτακιστών που συγκρότησαν στην πορεία το ΚΚ Γερμανίας. Αναλυτικότερα, βλ. την εκτενή εισαγωγή με την οποία συνοδεύεται η έκδοση του έργου της Ρ. Λούξεμπουργκ, Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση, από τις εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 7-54.
  50. J. P. Nettl, Rosa Luxemburg, Oxford University Press, London, 1966, vol. 2, σελ. 657.
  51. P. Frölich, Rosa Luxemburg, Life and Work, Haymarket Books, 2010, Chicago, σελ. 184.
  52. P. Broué, The German Revolution, 1917-1923, Brill, Leiden, 2005, σελ. 52. Η Λούξεμπουργκ, ο Χάαζε, ο γηραιός Μέρινγκ, η Τσέτκιν –όλων τους η υγεία κλονίστηκε μέσα σε αυτές τις συνθήκες και ταλαιπωρήθηκαν από διάφορα προβλήματα.
  53. B. I. Λένιν, «Λόγος πάνω στο ιταλικό ζήτημα» (ομιλία στο 3ο Συνέδριο της ΚΔ), Άπαντα, τόμ. 44, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 17.
  54. Illustrierte Geschichte der Novemberrevolution in Deutschland (Institut für Marxismus-Leninismus beim ZK der SED), Dietz Verlag, Berlin, 1968, σελ. 186. Για την Ιστορία, ο Βολφ έπαιξε ρόλο στη συγκρότηση του λεγόμενου Δημοκρατικού Κόμματος (Deutsche Demokratische Partei), που έλαβε 18,5% και αναδείχτηκε τρίτο κόμμα.
  55. W. Angress, Stillborn Revolution, The Communist Bid for Power in Germany, 1921-1923, Princeton University Press, New Jersey, 1963, σελ. 19.
  56. Β. Ι. Λένιν, «Λόγος στη συνδιάσκεψη των εργατών της Πρέσνια», Άπαντα, τόμ. 37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 377.
  57. Β. Ι. Λένιν, «Θέσεις και εισήγηση για την αστική δημοκρατία και τη δικτατορία του προλεταριάτου» (Ομιλία στο 1ο Συνέδριο της ΚΔ), Άπαντα, τόμ. 37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 505-506. Επίσης, πολύ χαρακτηριστικά, απέναντι σε απόψεις εντός των μπολσεβίκων που υποστήριζαν τις μέρες του Οκτώβρη ότι το ζήτημα της εξουσίας έπρεπε να τεθεί πρώτα στο υπό σύγκλιση συνέδριο των Σοβιέτ που ήταν προγραμματισμένο για τις 25 Οκτώβρη του 1917, ο Λένιν απαντάει: «Παίρνοντας την εξουσία σήμερα, την παίρνουμε, όχι ενάντια στα Σοβιέτ, αλλά για τα Σοβιέτ (...). Θα ήταν καταστροφή η προσκόλληση στους τύπους να περιμένουμε την επισφαλή ψηφοφορία της 25ης του Οκτώβρη, ο λαός έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να λύνει παρόμοια ζητήματα όχι με ψηφοφορίες, αλλά με τη βία.» Βλ. «Γράμμα προς τα μέλη της ΚΕ», Άπαντα, τόμ. 34, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 435-436.
  58. Για τη μετάφραση, βλ. το σχετικό αφιέρωμα του Ριζοσπάστη στα 100 χρόνια από τη δολοφονία της Λούξεμπουργκ, 12-13.1.2019.