Ο πόλεμος όμως δεν εξελισσόταν όπως είχαν «υποσχεθεί» στο γερμανικό λαό τα στρατιωτικά επιτελεία. Ο γερμανικός στρατός δε βάδιζε σε μια «γρήγορη και νικηφόρα προέλαση», αλλά το αντίθετο. Και ο λαός, όσο περνούσαν οι μήνες και στη συνέχεια τα χρόνια, πλήρωνε το μεγάλο τίμημα του πολέμου. Πάνω από δύο εκατομμύρια ήταν οι νεκροί στα πεδία των μαχών. Μεγάλες καταστροφές στη βιομηχανία, κατακόρυφη πτώση της αγροτικής παραγωγής, η χώρα πεινούσε.
Η κατάσταση αυτή άρχιζε να ξυπνά από το λήθαργο όλο και περισσότερους εργάτες και στρατιώτες, να διαλύει σιγά-σιγά την εθνικιστική ομίχλη που είχε τυφλώσει τις μάζες στην έναρξη του πολέμου, στον οποίο είχαν αρχικά ριχτεί με «πατριωτικό» πάθος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, άρχισαν και μέσα στο SPD να διευρύνονται οι δυνάμεις, εκτός από τους Σπαρτακιστές, που δυσφορούσαν με την ανοιχτά φιλοπόλεμη πολιτική του κόμματος. Πρόκειται βέβαια για ετερόκλητες δυνάμεις μέσα στο κόμμα, άλλες με πασιφιστικές τάσεις, άλλες που εξέφραζαν τον κεντρισμό, με στελέχη όπως ο Χάαζε, ο Λέντεμπουρ, αλλά και ο Μπερνστάιν και ο Κάουτσκι που άρχιζαν να αποστασιοποιούνται από την επίσημη πολιτική του SPD. Ο Κάουτσκι, προτάσσοντας το σύνθημα για «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις», επαναλάμβανε με διαφορετικό τρόπο τα προπολεμικά συνθήματα περί «καθολικού αφοπλισμού», ενώ ουσιαστικά διατύπωνε την αυταπάτη για έναν «ανώδυνο» τερματισμό του πολέμου, την επιστροφή σε μια ήρεμη «προπολεμική» κατάσταση όπου η σοσιαλδημοκρατία θα μπορούσε να συνεχίσει ανενόχλητη το μακάριο έργο του ειρηνικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Στις δυνάμεις αυτές μάλιστα, η μαχητική στάση του Λίμπκνεχτ και των Σπαρτακιστών χαρακτηριζόταν ως «ανεύθυνος σεχταρισμός», καθώς θεωρούσαν ότι πρέπει να δρουν ως «πιστή αντιπολίτευση» στην ηγεσία του SPD. Παράλληλα, για την ηγεσία του SPD η ύπαρξη μιας τέτοιας μετριοπαθούς αντιπολίτευσης είχε και μια επιπλέον χρησιμότητα, ως μοχλός για την απομόνωση των Σπαρτακιστών.
Πώς όμως στελέχη όπως ο Κάουτσκι και ο Μπερνστάιν πέρασαν από την «πιστή αντιπολίτευση» στην αποχώρηση από το SPD και την ίδρυση τελικά του USPD (του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος ή και εν συντομία «ανεξάρτητοι»), που κάτω από τη σκέπη του βρέθηκαν μαζί με τον Λίμπκνεχτ; Ορισμένες λεπτομέρειες θα φωτίσουν τόσο τη διαδικασία, το ρόλο αυτών των δυνάμεων, όσο και τις συνεχιζόμενες αναστολές των Σπαρτακιστών.
Όταν τον Ιούνη του 1915 η γερμανική κυβέρνηση διακήρυξε και επίσημα πια την πρόθεσή της για εδαφικές προσαρτήσεις και η ηγεσία του SPD συμφώνησε, οι δυνάμεις της «πιστής αντιπολίτευσης» βρέθηκαν σε δύσκολη θέση. Σε ένα πολύ προσεκτικά διατυπωμένο κείμενο με την υπογραφή των Μπερνστάιν, Κάουτσκι και Χάαζε στην εφημερίδα Leipziger Volkszeitung εξέφρασαν τη διαφωνία τους. Το κείμενο ήταν διατυπωμένο έτσι, ώστε να μην καταδικάζεται η στάση του κόμματος από τον Αύγουστο του 1914, επισημαίνοντας όμως ότι τώρα είχε φτάσει η ώρα που, για το καλό της Γερμανίας, πρέπει να δοθεί έμφαση στο κομμάτι του προγράμματος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που δεν ήταν στην προμετωπίδα μέχρι εκείνη τη στιγμή και το οποίο μιλούσε για «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις».29
Παρά το χλιαρό χαρακτήρα της αντίδρασης, η κυβέρνηση ενοχλήθηκε. Η Leipziger Volkszeitung απαγορεύτηκε, ενώ παράλληλα η ηγεσία του κόμματος σκλήρυνε τη στάση της. Το Δεκέμβρη του 1915, σε μια συνεδρίαση του Ράιχσταγκ, 22 βουλευτές της σοσιαλδημοκρατικής κοινοβουλευτικής ομάδα επέλεξαν την αποχώρηση για να αποφύγουν τη σχετική ψηφοφορία. Η ρήξη οριστικοποιήθηκε, όταν το Μάη του 1916 μια μερίδα βουλευτών καταψήφισε την ανανέωση της κατάστασης πολιορκίας που είχε επιβάλει η κυβέρνηση. Η κοινοβουλευτική ομάδα διέγραψε αυτούς τους 33 βουλευτές, οι οποίοι συγκρότησαν ξεχωριστή ομάδα. Επί της ουσίας, το SPD παρέμενε θεωρητικά σε εκείνη τη φάση ένα ενιαίο κόμμα, στο οποίο υπήρχαν 2 κοινοβουλευτικές ομάδες και 3 (τουλάχιστον) τάσεις.
Η ηγεσία του SPD δεν περίμενε παθητικά τις εσωκομματικές εξελίξεις, αλλά σήκωσε το γάντι και έγινε πιο επιθετική για τον πλήρη έλεγχο του κόμματος, της κοινοβουλευτικής ομάδας και του κομματικού μηχανισμού.
Τον Οκτώβρη, οι στρατιωτικές Αρχές κατέλαβαν τα γραφεία της ιστορικής σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας Vorwärts, «φρούριο» των κεντριστών γύρω από τον Χίλφερντιγκ, και τα παρέδωσαν στην ηγεσία, ενώ με αφορμή μια σύσκεψη που οργανώθηκε το Γενάρη του 1917 με πρωτοβουλία των βουλευτών που είχαν διαγραφεί από την κοινοβουλευτική ομάδα, η ηγεσία ξεκίνησε μια συστηματική εκκαθάριση και αποπομπή των διαφωνούντων από το κόμμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στη σύσκεψη αυτή, κανείς σε εκείνη τη φάση, ούτε και οι εκπρόσωποι των Σπαρτακιστών, δεν είχε θέσει ζήτημα αποχώρησης ή διάσπασης του SPD. Έθεσαν μόνο ζήτημα εξασφάλισης της έκφρασης των απόψεών τους, τη μη κατάσχεση των εφημερίδων τους κλπ.
Μπορεί αυτή η ετερόκλητη αντιπολίτευση να ήταν διστακτική, αλλά από τη μεριά της η ηγεσία αποδείχθηκε πολύ πιο αποφασισμένη. Όπου οι υποστηρικτές της ηγεσίας είχαν την πλειοψηφία, η μειοψηφία διαγραφόταν άμεσα από το κόμμα. Όπου συνέβαινε το αντίθετο, η ηγεσία διέγραφε ολόκληρη την τοπική οργάνωση και την ανασυγκροτούσε με πιστά σε εκείνη μέλη.
Με άλλα λόγια, η ίδρυση του USPD τον Απρίλη του 1917 έγινε τελικά όχι με πρωτοβουλία των δυνάμεων που διαφωνούσαν με το SPD, αλλά αφού είχε πια διαμορφωθεί το τετελεσμένο της εκδίωξής τους από το κόμμα.
Το κόμμα χωρίστηκε ουσιαστικά σχεδόν στα δύο, με γνωστούς ηγέτες της προπολεμικής σοσιαδημοκρατίας, όπως ο Κάουτσκι, ο Χίλφερντινγκ, ο Μπερνστάιν, ο Χάαζε, μαζί με τους Σπαρτακιστές της Λούξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ να προσχωρούν στο νέο κόμμα.30 Και σε εκείνη τη φάση οι Σπαρτακιστές δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν αμέσως το χαρακτήρα του νέου αυτού κόμματος και δεν έθεσαν αμέσως για τους εαυτούς τους το καθήκον συγκρότησης κόμματος κομμουνιστικού.
Η διάσπαση του SPD και η ίδρυση του USPD ουσιαστικά προέκυψε ως συνδυασμός της πίεσης από την αγανάκτηση της εργατικής τάξης λόγω των συσσωρευόμενων δεινών του πολέμου, από τη μία, και της σκλήρυνσης της στάσης της ηγεσίας του κόμματος, που ήθελε να καταπνίξει κάθε εσωκομματική αντίσταση, καθώς ίσως διέβλεπε την όξυνση της ταξικής πάλης και ήθελε να είναι έτοιμη. Σε κάθε περίπτωση, η πλευρά αυτή είχε πάρει την πρωτοβουλία, ενώ η αντιπολίτευση κωλυσιεργούσε πιστεύοντας μάταια σε κάποια αλλαγή μέσα στο κόμμα.
Όπως εύγλωττα επισημαίνει ένας ιστορικός: «Οι ηγέτες του νέου κόμματος, που αγωνίστηκαν για χρόνια ώστε να αποφευχθεί η διάσπαση, βρέθηκαν ξαφνικά επικεφαλής ενός κόμματος που προέκυψε από διάσπαση», ουσιαστικά παρά τη θέλησή τους.31
ΒΑΔΙΖΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΕΜΒΡΗ
Μαζί με τα δεινά του πολέμου που μεγάλωναν, μεγάλη επίδραση πάνω στη γερμανική εργατική τάξη είχε, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, το ξέσπασμα της επανάστασης στη Ρωσία, το γκρέμισμα του τσαρισμού το Φλεβάρη του 1917 και η Οκτωβριανή Επανάσταση στη συνέχεια. Ήδη και από τα προηγούμενα χρόνια, πολλοί στρατιώτες στο ανατολικό μέτωπο άρχισαν να μολύνονται από τον «ιό» του μπολσεβικισμού που εξαπλωνόταν στους Ρώσους στρατιώτες. Η στρατιωτική διοίκηση έπαιρνε μέτρα μεταθέτοντας στρατιώτες από το ανατολικό στο δυτικό μέτωπο, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να διασπείρεται πλατύτερα το κλίμα αμφισβήτησης και εναντίωσης στον πόλεμο.
Πολύ περισσότερο που οι κινήσεις της νεαρής σοβιετικής εξουσίας, η οποία πίεζε για υπογραφή ειρήνης, ξεσήκωσαν τη συμπάθεια του γερμανικού προλεταριάτου, καθώς το ίδιο ποθούσε και εκείνο. Αντίθετα, η γερμανική αστική τάξη και ο αυτοκράτορας ήθελαν συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων, πιστεύοντας ότι με την επιβολή ληστρικών όρων θα στραγγάλιζαν το σοσιαλισμό στη Ρωσία, αλλά και θα κατέπνιγαν το επαναστατικό κίνημα στη χώρα τους.
Σημαντική στιγμή στην πορεία όξυνσης του ταξικού αγώνα ήταν η απεργία του Γενάρη του 1918 και ενόσω διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις για την υπογραφή ειρήνης με τη Ρωσία. Ήταν ουσιαστικά ένα προμήνυμα για τα όσα θα ακολουθούσαν το Νοέμβρη.
Οι απεργίες του Γενάρη ξεχωρίζουν γιατί, πέρα από τα αιτήματα που αφορούσαν τους όρους ζωής των Γερμανών εργατών και στρατιωτών, είχαν επίσης το χαρακτήρα αλληλεγγύης προς τους Ρώσους επαναστατημένους εργάτες και τη σοβιετική εξουσία που μόλις είχε ξεπηδήσει, αφού απαιτούσαν τον άμεσο τερματισμό του πολέμου, ενάντια στα σχέδια της γερμανικής κυβέρνησης.
Την πρώτη κιόλας μέρα της απεργίας πήραν μέρος 400.000 εργάτες της πολεμικής βιομηχανίας μόνο στην περιοχή του Βερολίνου. Το ίδιο μαζική ήταν η συμμετοχή στο Μαγδεβούργο, τη Χάλε, τη Νυρεμβέργη, στα μεγάλα ναυπηγεία του Αμβούργου, στο Ντάντσιχ, στο Κίελο. Ήταν μια ηρωική απεργιακή μάχη ενάντια στο καθεστώς της κατάστασης πολιορκίας και της λογοκρισίας. Σε πολλές πόλεις σημειώθηκαν ισχυρές συγκρούσεις με τμήματα της αστυνομίας και τη χωροφυλακής.
Στο Βερολίνο άρχισαν να συγκροτούνται εργατικά συμβούλια (Räte), κάτω και από την επίδραση της συγκρότησης των ρωσικών σοβιέτ. Στα συμβούλια αυτά σημαντική δράση είχαν εργαζόμενοι που επηρεάζονταν από τους Σπαρτακιστές, τους «ανεξάρτητους», αλλά και την ομάδα των λεγόμενων «Επαναστατών Αντιπροσώπων»32.
Ο «Σπάρτακος» συμμετείχε ασφαλώς μαχητικά στον απεργιακό αγώνα, χωρίς όμως να μπορεί να προσδιορίσει με πλήρη σαφήνεια τα καθήκοντα που προέκυπταν για τις επαναστατικές δυνάμεις από την άνοδο της ταξικής πάλης. Όχι μόνο δε διαχωριζόταν από τη θολή γραμμή των «ανεξάρτητων», αλλά ούτε και οι εργαζόμενοι έβλεπαν το Σπάρτακο ως μια αυτοτελή ομάδα με τη δική της χωριστή πολιτική γραμμή.
Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες κινήθηκαν με μεγάλη διορατικότητα και ευελιξία, καθώς διέκριναν χωρίς δεύτερες σκέψεις πόσο σημαντικό είναι να κινηθούν αποφασιστικά για τη χειραγώγηση του κινήματος. Αυτή η πρακτική θα ξεδιπλωθεί σε όλο της το μεγαλείο στα γεγονότα του Νοέμβρη και ύστερα.
Κορυφαίοι ρεφορμιστές σοσιαλδημοκράτες, όπως οι Φ. Έμπερτ και Φ. Σάιντεμαν, κατάφεραν να εκλεγούν στην ηγεσία των οργάνων των Συμβουλίων, πασχίζοντας ουσιαστικά για την πυρόσβεση του κινήματος. «Συμμετείχα στην ηγεσία της απεργίας με τη συγκεκριμένη πρόθεση να τελειώσει το γρηγορότερο και να αποφευχθεί έτσι η ζημιά στη χώρα μας», εξιστορούσε αργότερα ο Έμπερτ. Και ο Σάιντεμαν συμπλήρωνε: «Αν δε συμμετείχαμε εμείς στην απεργία τότε, κατά τη γνώμη μου και ο πόλεμος και όλα θα είχαν τελειώσει ήδη από το Γενάρη... Χάρη στη δική μας δουλειά η απεργία σύντομα σταμάτησε και όλα ρυθμίστηκαν ομαλά.»33
Μετά το Γενάρη, ακολούθησε το καλοκαίρι του 1918, όπου ολόκληρη η χώρα κατακλύστηκε ξανά από κύμα διαμαρτυριών. Σε απεργίες κατέβηκαν οι εργάτες στα ορυχεία της Άνω Σιλεσίας, οι ανθρακωρύχοι της Σαξονίας, οι μεταλλωρύχοι και μεταλλουργοί στη Βαυαρία. Τον Αύγουστο του 1918 πάνω από 100.000 ήταν οι απεργοί στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ. Η εξάπλωση των απεργιών και της συγκρότησης συμβουλίων άρχισε να καθιστά όλο και πιο φανερό στην αστική τάξη, αλλά και στα στρατιωτικά επιτελεία, τον αναβαθμισμένο ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν οι σοσιαλδημοκράτες για τη χειραγώγηση του επαναστατικού κινήματος που φούντωνε.
Η στιγμή δε θα αργούσε, θα ερχόταν τον Οκτώβρη του 1918.
Καθώς η πορεία των στρατιωτικών αναμετρήσεων στο δυτικό μέτωπο απέβαινε όλο και πιο καταστροφική, η αστική τάξη και ο αυτοκράτορας άρχισαν να αναζητούν την κυβέρνηση που θα μπορούσε να υπογράψει, με όσο ευνοϊκότερους όρους, την ειρήνη με τις χώρες της Αντάντ. Μια ειρήνη στην οποία η Γερμανία θα ήταν ηττημένη και με τις κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις να οξύνονται. Άρχισαν να σκέφτονται τους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να διασφαλίσουν τους λιγότερους τριγμούς στην εξουσία τους, ακόμη και αν αναγκάζονταν να κάνουν μεγάλους ελιγμούς και παραχωρήσεις.
Έτσι, στις 3 Οκτώβρη η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον πρίγκιπα Μαξ της Βάδης, γόνο μεγάλης αριστοκρατικής και στρατιωτικής οικογένειας, ο οποίος ήταν διατεθειμένος να συνεργαστεί με τους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες, καλώντας τους αμέσως να συμμετέχουν στην κυβέρνησή του. Με το σύνθημα «δεν εγκαταλείπουμε την πατρίδα στην τύχη της την ώρα του κινδύνου», το SPD έστειλε ως υπουργούς τούς Φ. Σάιντεμαν και Γκ. Μπάουερ και έσπευσε να προσχωρήσει στην κυβέρνηση «μεταρρυθμίσεων» του πρίγκιπα Μαξ.
Από αυτήν την άποψη, εκπρόσωποι του γερμανικού κεφαλαίου, όπως ο μεγαλοβιομήχανος Ρ. Μπος (R. Bosch), παρέδωσαν μαθήματα πολιτικής οξυδέρκειας από τη σκοπιά των αστικών συμφερόντων με τη γνωστή ιστορική του φράση: «Για να σβήσει το σπίτι σου, που καίγεται, θα χρησιμοποιήσεις και βρομόνερα.» Αυτά τα «βρομόνερα» ήταν το SPD.34
Παράλληλα με τη συγκρότηση της κυβέρνησης του πρίγκιπα Μαξ, οι εκπρόσωποι του μεγάλου κεφαλαίου άρχισαν να εφαρμόζουν παραχωρήσεις προς τους ηγέτες των συνδικάτων, για να εξασφαλιστεί η εργασιακή ειρήνη.
Ο Κ. Ντούισμπεργκ, διευθυντής ενός μεγάλου εργοστασίου της χημικής βιομηχανίας, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Από τη μέρα που είδα ότι το υπάρχον κυβερνητικό σύστημα είχε ήδη χρεοκοπήσει, χαιρέτισα με ευχαρίστηση το πέρασμα σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα (…) και, όπου αυτό είναι δυνατό, εργάζομαι χέρι-χέρι με τα συνδικάτα και προσπαθώ με αυτόν τον τρόπο να σώσω ό,τι μπορεί να σωθεί.»35
Ο «Σπάρτακος», βλέποντας ότι απέναντι στο επαναστατικό εργατικό κίνημα που ισχυροποιείται αρχίζει να ξεδιπλώνεται μια μεθοδική προσπάθεια υπονόμευσης και εγκλωβισμού, προειδοποιεί: «Το πρώτο σκίρτημα της επανάστασης βρίσκει την αντεπανάσταση στο πόστο της.»
Παρ’ όλ’ αυτά, ούτε ο ελιγμός της κυβέρνησης του Οκτώβρη αρκούσε, καθώς η λαϊκή οργή θα σάρωνε και τη μοναρχία και θα απαιτούσε βαθύτερες αλλαγές. Εκεί, οι σοσιαλδημοκράτες αποδείχθηκαν το «τελευταίο οχυρό» για την εξασφάλιση της αστικής εξουσίας, όπως θα δείξουν τα γεγονότα της επανάστασης του Νοέμβρη.
Το επαναστατικό ξέσπασμα του Νοέμβρη ξεκίνησε από τους ναύτες του Κιέλου, στη βόρεια Γερμανία, και εξαπλώθηκε μέσα σε λίγες μέρες σε ολόκληρη τη χώρα.
Οι ναύτες δήλωσαν ανυπακοή στη διαταγή απόπλου που τους δόθηκε για επίθεση στο βρετανικό στόλο, τη στιγμή μάλιστα που όλα έδειχναν ολοφάνερα ότι ο πόλεμος είχε ήδη πια χαθεί. Θεώρησαν ότι η στρατιωτική διοίκηση ήταν αποφασισμένη να «θυσιάσει» άσκοπα αρκετές χιλιάδες ναυτών σε μια προκαταβολικά καταδικασμένη επίθεση, με σκοπό να καλλιεργηθεί ένα τελευταίο κύμα εθνικιστικής «συστράτευσης» ενάντια στις αυξανόμενες φωνές για τερματισμό του πολέμου που αναπτύσσονταν στο γερμανικό λαό, αλλά και να αποτελέσει ίσως ένα τελευταίο χαρτί ενόψει των επικείμενων ιμπεριαλιστικών διαπραγματεύσεων για την ειρήνη.
Τα πληρώματα μιας σειράς πολεμικών πλοίων που είχαν συγκεντρωθεί κοντά στο Βιλχελμσχάφεν αρνήθηκαν να υπακούσουν, δε σήκωσαν άγκυρες. Σε άλλα πλοία οι θερμαστές έσβησαν τα καζάνια, ενώ σε 2 πλοία σηκώθηκε κόκκινη σημαία. Περίπου 1.000 ναύτες φυλακίστηκαν για τις πράξεις ανταρσίας.
Στις 3 Νοέμβρη χιλιάδες ναύτες πραγματοποίησαν συγκέντρωση με συνθήματα «Ελευθερία στους συντρόφους μας», «Κάτω ο Κάιζερ» και κατευθύνθηκαν προς τις φυλακές. Τα πιστά στην κυβέρνηση στρατεύματα απάντησαν με τα όπλα. 8 νεκροί και σχεδόν 30 τραυματίες έμειναν στο λιθόστρωτο.
Η καταστολή αποτέλεσε σπινθήρα πιο αποφασιστικής δράσης. Την επομένη, στις 4 Νοέμβρη, συγκροτήθηκε από αντιπροσώπους των ναυπηγείων και των μεγάλων εργοστασίων το Εργατικό Συμβούλιο του Κιέλου, που κάλεσε σε απεργία για την απελευθέρωση των συλληφθέντων. Οι μονάδες πεζικού που στάλθηκαν ενάντια στους ναύτες και τους εργάτες πέρασαν τελικά με το μέρος τους. Μέχρι το βράδυ, είχαν απελευθερωθεί οι συλληφθέντες και ουσιαστικά ο έλεγχος της πόλης του Κιέλου είχε περάσει στα χέρια των εξεγερμένων εργατών και ναυτών.
Οι εξεγερμένοι έστειλαν αντιπροσώπους σε πόλεις της βόρειας Γερμανίας. Στις 5 και 6 του μήνα πέρασαν στα χέρια των επαναστατημένων το Λίμπεκ, το Αμβούργο, η Βρέμη και άλλες πόλεις, στα λιμάνια του γερμανικού Βορρά. Στις 7 του Νοέμβρη η κόκκινη σημαία υψώνεται στο Ρόστοκ, στο Αννόβερο, στη Φρανκφούρτη και αλλού. Η φλόγα κατεβαίνει στο Νότο, στο Μόναχο, στο Άουγκσμπουργκ στη Νυρεμβέργη.
Με το ξέσπασμα της εξέγερσης στο Κίελο, η κυβέρνηση κινήθηκε ευέλικτα. Έστειλε το σοσιαλδημοκράτη Γκ. Νόσκε για να χαλιναγωγήσει την κατάσταση. Πολλοί από τους εξεγερμένους στρατιώτες και εργάτες, μεγαλωμένοι στις παραδόσεις της σοσιαλδημοκρατίας, θεωρούσαν τον Νόσκε και τα στελέχη του SPD σχεδόν ως φυσικούς και άξιους ηγέτες τους. Αξιοποιώντας την πολιτική ευπιστία των εξεγερμένων και ποντάροντας σε αυτήν άλλωστε, μόλις ο Νόσκε έφτασε στο Κίελο αυτοανακηρύχθηκε σε εκπρόσωπο των εξεγερμένων, ενώ παράλληλα ορίστηκε από την κυβέρνηση ως διοικητής της πόλης. Διαβεβαιώνοντας τους επαναστατημένους ότι θα δουλέψει μαζί τους «για την παραπέρα ανάπτυξη του κινήματος», κατόρθωσε επιπλέον να αναδειχθεί πρόεδρος του Συμβουλίου των εξεγερμένων. Με αυτόν τον τρόπο, όπως παρατηρεί ο Ανατολικογερμανός ιστορικός Β. Ρούγκε, «συνένωσε και
πήρε στα χέρια του, στο πλαίσιο μιας αντιφατικής διπλής λειτουργίας, και την εκτελεστική εξουσία του παλιού αντεπαναστατικού μηχανι-
σμού και την εξουσιοδότηση του οργάνου πάλης της επανάστασης»36.
Δεν είχε άδικο ασφαλώς ο πρίγκιπας Μαξ που δήλωνε βαθιά ευγνώμων στον Νόσκε για την «υπεράνθρωπη» προσφορά του.
Η φλόγα της επανάστασης είχε όμως ήδη μεταδοθεί και μέσα σε λίγες μέρες έφτασε και το Βερολίνο.
Στις 8 Νοέμβρη, οι Σπαρτακιστές και η Εκτελεστική Επιτροπή του Εργατικού Συμβουλίου του Βερολίνου, που συγκροτήθηκε από αντιπροσώπους που είχαν εκλεγεί από τα εργοστάσια στην απεργία του περασμένου Γενάρη, κάλεσαν σε απεργία τους εργαζόμενους της πρωτεύουσας, με σύνθημα την κατάργηση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικής δημοκρατίας.
Εν τω μεταξύ, στις 23 του Οκτώβρη ο Λίμπκνεχτ έχει βγει από φυλακή με αμνηστία, ενώ άλλα στελέχη των Σπαρτακιστών, όπως η Λούξεμπουργκ και ο Λ. Γιόγκιχες, θα βγουν αφότου ξεσπάσει η επανάσταση.
Στις 9 Νοέμβρη από το πρωί, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και στρατιώτες πραγματοποίησαν τεράστιες συγκεντρώσεις.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ανακάλεσε τους δύο υπουργούς του από την κυβέρνηση και άρχισε τις διαπραγματεύσεις με τον πρίγκιπα Μαξ.
Ο Μαξ, διορατικός και σε αυτήν τη στιγμή, κατάλαβε ότι η μόνη διέξοδος ήταν η ανάληψη της κυβέρνησης από τους σοσιαλδημοκράτες. «Στην κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατό να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Έμπερτ. Αυτός μόνο θα μπορέσει να εκτρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα.»37
Για τις κινήσεις του εκείνες τις μέρες και την απόφασή του να προσφύγει στη «σωτήρια» παρέμβαση των σοσιαλδημοκρατών, ο πρίγκιπας Μαξ αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Σκέφτηκα: είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως όμως μπορούμε να την πνίξουμε.»38
Η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Έμπερτ από τον πρίγκιπα Μαξ ενέχει και μια μικρή λεπτομέρεια νομικής φύσης, που έχει όμως τη σημασία της. Προσέδιδε στην κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών έναν βαθμό νομιμότητας και «συνέχειας του κράτους», στοιχείο σημαντικό για τους πολλούς δημόσιους υπαλλήλους και κρατικούς λειτουργούς, που συνεργάστηκαν έτσι με τη νέα κυβέρνηση χωρίς να θεωρούν ότι προδίδουν τους όρκους καθήκοντος που είχαν δώσει προς τη Γερμανική Αυτοκρατορία.39
Με άλλα λόγια, ήταν ένας τρόπος ομαλής μετάβασης του κρατικού μηχανισμού και της υπαλληλίας του, των κρατικών στελεχών, ώστε να μπορέσει η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση να ασκήσει αποτελεσματικά τις «πυροσβεστικές» της λειτουργίες. Και να μπορεί να αντλεί η νέα προσωρινή κυβέρνηση πρόσθετη νομιμοποίηση σε σχέση με την αναδυόμενη δύναμη των Συμβουλίων.
Την ίδια μέρα, μιλώντας στα πλήθη των ξεσηκωμένων εργατών και στρατιωτών, ο Σάιντεμαν ανακοινώνει την κατάργηση της μοναρχίας και ανακηρύσσει τη Γερμανία «λαϊκή δημοκρατία». Ο Έμπερτ, που ήλπιζε στη διατήρηση της μοναρχίας, αγανάκτησε με τη βιασύνη του Σάιντεμαν, αλλά η λαϊκή οργή που φούντωνε δεν είχε αφήσει περιθώρια για πολλούς ελιγμούς. Ο Κάιζερ είχε σαρωθεί και, αν οι σοσιαλδημοκράτες δεν κινούνταν έξυπνα, θα μπορούσαν να σαρωθούν και οι ίδιοι.
Το SPD πρότεινε τόσο στους σοσιαλδημοκράτες των «ανεξάρτητων» όσο και στον Λίμπκνεχτ να συμμετέχουν στην κυβέρνηση. Ο Λίμπκνεχτ αντέτεινε ότι μόνο αν ανακηρυσσόταν η Γερμανία σε σοσιαλιστική δημοκρατία και περνούσε όλη η εξουσία στα συμβούλια των εργατών και στρατιωτών θα μπορούσε να πάρει μέρος σε μια κυβέρνηση και αρνήθηκε. Οι «ανεξάρτητοι» έστειλαν στην κυβέρνηση τρεις εκπροσώπους, τους Χ. Χάαζε, Ε. Μπαρτ και Β. Ντίτμαν. Η καινούργια κυβέρνηση Έμπερτ - Χάαζε, όπως συχνά ονομάζεται, σφετεριζόμενη την ιδέα των εργατικών συμβουλίων που ενέπνεε τις μάζες, πήρε το όνομα «Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων».
Παράλληλα, αποφασίστηκε η σύγκληση ενός μεγάλου συνεδρίου των συμβουλίων για την επόμενη μέρα, στις 10 του Νοέμβρη το απόγευμα στην αίθουσα του Τσίρκου Μπους (Busch Zirkus), αφού θα είχε προηγηθεί το πρωί εκλογή αντιπροσώπων από τα συμβούλια των εργατών (1 ανά 1.000 εργάτες) και των στρατιωτών (1 ανά τάγμα).
Χωρίς χρονοτριβές, οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών αντιλήφθηκαν την κρισιμότητα του ελέγχου του Συνεδρίου. Κινήθηκαν γρήγορα και με το κύρος που διέθεταν τα έμπειρα στελέχη και την εμπιστοσύνη που τους έδειχναν οι εργαζόμενοι, εξασφάλισαν ισχυρή εκπροσώπηση στα συμβούλια των εργατών και ιδιαίτερα των στρατιωτών. Παραπλανώντας με το ψευδεπίγραφο σύνθημα της «ενότητας των σοσιαλιστών», προσπαθούσαν να εξαπατήσουν τις μάζες και να απομονώσουν τις δυνάμεις των Σπαρτακιστών και κάθε ριζοσπαστική φωνή. Όλο το βράδυ, κάτω από την καθοδήγηση του σοσιαλδημοκράτη Βελς τυπώθηκαν πάνω από 40.000 προκηρύξεις, για να οργανωθεί η προπαγάνδα των σοσιαλδημοκρατών προς τους εργάτες και τους στρατιώτες. H Vorwärts κυκλοφόρησε τη μέρα του συνεδρίου με πρωτοσέλιδο «Όχι στον αδελφοκτόνο πόλεμο [μεταξύ των σοσιαλιστών]».
Οι κινήσεις αυτές αποδείχθηκαν σημαντικές, καθώς έδωσαν τη δυνατότητα στους σοσιαλδημοκράτες να εγκλωβίσουν τις λαϊκές μάζες, καλλιεργώντας την ψευδαίσθηση ότι τάχα στήριζαν τα συμβούλια, ενώ στην ουσία σκόπευαν να αφοπλίσουν τα ίδια τα συμβούλια και να τα «χρησιμοποιήσουν» για την υπονόμευση της επανάστασης.
Όταν λοιπόν συγκλήθηκε το συνέδριο των Συμβουλίων του Βερολίνου όπου συγκεντρώθηκαν πάνω από 1.500 εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, το SPD είχε διαμορφώσει τις προϋποθέσεις ώστε να μπορέσει να ελέγξει την έκβασή του.
Την εισηγητική ομιλία έκανε ο Έμπερτ, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος τις λαϊκές απαιτήσεις, έθεσε πρώτα το θέμα του άμεσου τερματισμού του πολέμου, μίλησε για «ανασυγκρότηση της οικονομίας πάνω στις αρχές του σοσιαλισμού» και κάλεσε σε «ενότητα όλων των σοσιαλιστών».
Ο Λίμπκνεχτ ανέβηκε στο βήμα και έγινε αρχικά δεκτός με θερμό χειροκρότημα, καθώς έχαιρε ξεχωριστού κύρους και σεβασμού. Ωστόσο το κλίμα άρχισε να μεταβάλλεται όταν στην ομιλία του κάλεσε σε επαγρύπνηση, τονίζοντας ότι παρά τις πρώτες επαναστατικές επιτυχίες η αντεπανάσταση καραδοκεί. «Πρέπει να ρίξουμε νερό στο κρασί του ενθουσιασμού», τόνισε (θυμίζοντας επί της ουσίας τα λόγια του Λένιν στις «Θέσεις του Απρίλη»). «Η αντεπανάσταση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη (...) και βρίσκεται ανάμεσά μας», συνέχισε, για να τον υποδεχτούν τα αρνητικά σχόλια και οι αποδοκιμασίες του πλήθους, ενώ πολλοί στρατιώτες αντέδρασαν φωνάζοντας «Ενότητα!», «Ενότητα!», παγιδευμένοι από τους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες.
Το συνέδριο, κάτω από την πολιτική επιρροή των σοσιαλδημοκρατών του SPD, αποφάσισε μεν διακηρυκτικά ότι «η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών», αλλά την ίδια ώρα επικύρωσε την καινούργια κυβέρνηση που είχε μόλις συγκροτηθεί και ουσιαστικά παρέδωσε την εκτελεστική εξουσία στο υπουργικό συμβούλιο των σοσιαλδημοκρατών. Η συνέλευση του Τσίρκου Μπους αποτελεί ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο, καθώς αναδεικνύει τόσο τις ευέλικτες κινήσεις των σοσιαλδημοκρατών όσο και πλευρές γύρω από τις αδυναμίες του Σπάρτακου, αλλά παράλληλα αποτυπώνει και ένα συσχετισμό με πιο βαθιά χαρακτηριστικά στο γερμανικό εργατικό κίνημα, όπου βάραινε η κληρονομιά των σοσιαλδημοκρατικών αυταπατών και του κοινοβουλευτισμού.40 Στην ουσία το Συνέδριο παρέδωσε την εξουσία στο κυβερνητικό συμβούλιο και ο Έμπερτ μετατράπηκε ταυτόχρονα σε επικεφαλής και της «νόμιμης» και της «επαναστατικής» κυβέρνησης...
Η κυβέρνηση Έμπερτ - Χάαζε αυτοονομάστηκε σοσιαλιστική, αλλά επί της ουσίας ήταν αστική. Όπως θα αποδειχθεί, ήταν μια κυβέρνηση της αντεπανάστασης, που είχε μεταμφιεστεί με τη φορεσιά της επανάστασης.
Πριν καλά-καλά τελειώσει η συνεδρίαση στο Τσίρκο Μπους, ο Έμπερτ τηλεφώνησε στο στρατηγό Γκρένερ στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση. Αυτό που έμεινε στην Ιστορία ως συμφωνία ή και συνωμοσία «Έμπερτ - Γκρένερ» σηματοδοτούσε τη συνεργασία ανάμεσα στους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες και το γερμανικό στρατό, ο οποίος στην ουσία διοικούνταν ακόμη από τους μοναρχικούς στρατηγούς, για την εξασφάλιση της σταθερότητας και της εξουσίας του κεφαλαίου.
Ο Γκρένερ προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Έμπερτ με την προϋπόθεση ότι η κυβέρνησή του θα έβαζε τέλος στον επαναστατικό αναβρασμό και θα επανέφερε την τάξη. Όπως ομολογούσε σε κατοπινή του μαρτυρία: «Το σώμα των αξιωματικών δεν μπορούσε να συνεργαστεί παρά μόνο με μία κυβέρνηση που θα αναλάμβανε τον αγώνα ενάντια στον μπολσεβικισμό (...). Ο Έμπερτ ήταν αποφασισμένος γι’ αυτό. Δεν υπήρχε άλλο κόμμα που να είχε αρκετή επιρροή στις μάζες για να μπορέσει με τη βοήθεια του στρατού να αποκαταστήσει μια κυβερνητική εξουσία.» Υπήρχε μάλιστα χωριστή - μυστική τηλεφωνική γραμμή που συνέδεε άμεσα την Ανώτατη Διοίκηση με το γραφείο του καγκελάριου, μια γραμμή που δεν περιλαμβανόταν στο γενικό τηλεφωνικό δίκτυο και έτσι δεν μπορούσε να ελεγχθεί από τα Συμβούλια.
Ο Σπάρτακος είχε καθαρή ματιά για το ρόλο της κυβέρνησης των σοσιαλδημοκρατών: «Δεν έχει λυθεί το ζήτημα με την καθαίρεση μερικών Χόεντσολερν, πολύ λιγότερο αν προστεθούν στην ηγεσία μερικοί κυβερνητικοί σοσιαλιστές παραπάνω. Αυτοί υποστηρίζουν εδώ και τέσσερα χρόνια την αστική τάξη και δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να συνεχίσουν να την υποστηρίζουν. Μην εμπιστεύεστε αυτούς που πιστεύουν ότι έχουν το δικαίωμα να διευθύνουν τις τύχες σας από την έδρα του καγκελάριου του Ράιχ και τις υπουργικές καρέκλες.»41
Οι μέρες του Νοέμβρη ώθησαν αντικειμενικά το Σπάρτακο στην ανάγκη επιπλέον βημάτων για τη συγκρότηση των δυνάμεών του. Στις 9 Νοέμβρη, μέσα στα επαναστατικά γεγονότα, μια ομάδα Σπαρτακιστών προχώρησε σε κατάληψη των εγκαταστάσεων μιας αντιδραστικής εφημερίδας (Lokal Anzeiger) και άρχισε να τυπώνει την εφημερίδα του Σπάρτακου, τη Rote Fahne (Κόκκινη Σημαία), που αποτέλεσε και σημαντικό όργανο προβολής των θέσεων της ομάδας μέσα σε αυτήν την επαναστατική θύελλα.
Στις 11 του Νοέμβρη αποφασίστηκε η οργανωτική συγκρότηση της ομάδας, η έκδοση κομματικών βιβλιαρίων και η μετονομασία της σε «Ένωση Σπάρτακος». Ορίστηκε 13μελής ΚΕ, με τους Κ. Λίμπκνεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ (που είχε αποφυλακιστεί πριν κάποιες μέρες), Λέο Γιόγκιχες, Φραντς Μέρινγκ, Βίλχελμ Πικ, Χέρμαν Ντούνκερ και άλλους. Το βήμα αυτό ήταν αποφασιστικό για τους Γερμανούς κομμουνιστές, αν και αναντίστοιχο με τις ανάγκες. Η «Ένωση Σπάρτακος» συνέχισε όμως να διατηρεί τους πολιτικούς και οργανωτικούς δεσμούς με το USPD, ενώ τόσο η Λούξεμπουργκ όσο και τα περισσότερα στελέχη του Σπάρτακου πίστευαν στη δυνατότητα σύγκλησης ενός έκτακτου συνεδρίου το οποίο θα μπορούσε να καθαιρέσει από την ηγεσία του κεντριστές και να τραβήξει την πλειοψηφία των μελών του κόμματος σε επαναστατικές θέσεις.
Παράλληλα, για τον προγραμματικό τους διαχωρισμό επεξεργάστηκαν το μανιφέστο «Τι θέλει ο Σπάρτακος», που δημοσιεύτηκε τις επόμενες μέρες και προσπαθούσε να βάλει τα βασικά καθήκοντα της ταξικής πάλης για ένα μαρξιστικό κόμμα. Έγραφαν χαρακτηριστικά: «Στη βία της αστικής αντεπανάστασης πρέπει να αντιπαρατεθεί η επαναστατική δύναμη του προλεταριάτου. Στα κοινοβουλευτικά τερτίπια της αστικής τάξης η πλούσια σε δράση οργάνωση της μάζας των εργατών και των στρατιωτών (…). Όχι εκεί που κάθονται δίπλα-δίπλα, μέσα σε μια ψεύτικη ισότητα ο μισθωτός σκλάβος με τον καπιταλιστή να συζητήσουν σε κοινοβουλευτικό επίπεδο τα ζωτικά τους ζητήματα, αλλά εκεί που η πολυάριθμη προλεταριακή μάζα παίρνει με τη ροζιασμένη της γροθιά ολόκληρη την κρατική εξουσία για να την στρέψει ενάντια στην αστική τάξη, μόνο εκεί υπάρχει δημοκρατία και όχι απάτη σε βάρος του λαού.»
ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ ΄Ή ΑΣΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ; ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΗ
Ο λαϊκός επαναστατικός αναβρασμός είχε οδηγήσει στην εξάπλωση του κινήματος δημιουργίας συμβουλίων σε όλες τις πόλεις, τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα, αλλά και τις αγροτικές περιοχές της Γερμανίας. Τα συμβούλια συγκροτούνταν γύρω από αιτήματα και διεκδικήσεις για τη βελτίωση των μισθών και των συνθηκών εργασίας, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις με συνθήματα όπως ο «έλεγχος της παραγωγής» και η «κοινωνικοποίηση της παραγωγής».
Συχνά, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις άρχιζαν να σφετερίζονται τον όρο, για να συγκροτούν τις δυνάμεις της αντεπανάστασης δημιουργώντας «συμβούλια πολιτών» (όπως για παράδειγμα στην Κολονία, όπου επικεφαλής ανέλαβε ο Κ. Αντενάουερ, μετέπειτα πρώτος καγκελάριος μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), ενώ στην ύπαιθρο οι μεγαλογαιοκτήμονες συγκροτούσαν δήθεν «αγροτικά συμβούλια» με την πρωτοβουλία τους.42
Ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα έδειξαν και οι κεφαλαιοκράτες. Στα μέσα Νοέμβρη, μια ομάδα από μεγαλοβιομήχανους, ανάμεσα στους οποίους οι Στίνες, Μπόρζινγκ και Σπρίγκερουμ που εκπροσωπούσαν ορισμένα από τα μεγαθήρια της γερμανικής βιομηχανίας, υπέγραψαν συμφωνία με τους εκπροσώπους των συνδικάτων, ουσιαστικά αναγνωρίζοντας ως «παραχωρήσεις» τα δικαιώματα που οι εργάτες είχαν ήδη επιβάλει με την επαναστατική τους δράση. Οι ηγεσίες των συνδικάτων συναίνεσαν, θέτοντας το πλαίσιο για την αποκατάσταση της τάξης και της εργασιακής ειρήνης.
Παράλληλα, οι αστικές δυνάμεις και τα αστικά κόμματα άρχισαν να αναδιοργανώνονται μέσα στα νέα δεδομένα. Επίσης, οι στρατιωτικοί κύκλοι άρχισαν να κινούνται δραστήρια για τη συγκρότηση στρατιωτικών σωμάτων, ένοπλων ομάδων και παραστρατιωτικών οργανώσεων για το χτύπημα της επανάστασης, όπως η «Ταξιαρχία Έρχαρντ», η «Βαλτική Άμυνα» και άλλα ένοπλα σώματα «εθελοντών», που θα στελεχώσουν στην πορεία τις δυνάμεις κρούσης ενάντια στην εργατική τάξη.
Πρώτο δείγμα τέτοιων συγκρούσεων αποτέλεσε η ένοπλη επίθεση που οργανώθηκε από τέτοιες ομάδες στις 6 Δεκέμβρη, ενάντια σε μια διαδήλωση επαναστατημένων στρατιωτών του μετώπου. Η επίθεση είχε 16 νεκρούς διαδηλωτές, ενώ παράλληλα έγινε επίθεση και στα γραφεία της Rote Fahne. Ως απάντηση διοργανώθηκαν τις επόμενες μέρες συλλαλητήρια χιλιάδων και χιλιάδων εργατών και στρατιωτών, με συνθήματα όπως «Κάτω η κυβέρνηση Έμπερτ - Σάιντεμαν, των ενόχων της αιματοχυσίας», «Να συγκροτηθούν παντού ένοπλα σώματα της Κόκκινης Φρουράς», «Ζήτω η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας».
Λίγες μέρες αργότερα, στις 8 Δεκέμβρη, ο αρχιστράτηγος Χίντεμπουργκ, από την πλευρά της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης, σε γράμμα του προς τον Έμπερτ, επιβεβαίωσε τη συμμαχία του με το σοσιαλδημοκράτη επικεφαλής της κυβέρνησης, θέτοντάς του όμως δύο άμεσα καθήκοντα για τη συνέχιση της συνεργασίας. Το πρώτο ήταν η «εξαφάνιση» των Συμβουλίων και το δεύτερο η άμεση σύγκληση της εθνοσυνέλευσης. Ο συνδυασμός των δύο αιτημάτων δείχνει καθαρά την παρέμβαση πάνω στο κρίσιμο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας: Εξουσία των συμβουλίων ή αστικό κοινοβούλιο;
Και οι δύο όροι του Χίντεμπουργκ όπως θα δούμε εκπληρώθηκαν...
Στις 21 Δεκέμβρη συγκλήθηκε το πανγερμανικό συνέδριο των Συμβουλίων των εργατών και στρατιωτών. Εδώ απέδωσε σοβαρούς καρπούς η μεθοδική υπονομευτική προσπάθεια των σοσιαλδημοκρατών για τον έλεγχο και τη χειραγώγηση των Συμβουλίων, ουσιαστικά ενάντια στον ίδιο το σκοπό και τη φύση τους.
Η σύνθεση των αντιπροσώπων με βάση τις ιστορικές καταγραφές δίνει 288 που πρόσκεινται στους συμβιβασμένους σοσιαλδημοκράτες του SPD, 87 του USPD, 25 που πρόσκεινται σε αστικές πολιτικές δυνάμεις, 27 στρατιώτες χωρίς κομματική ταύτιση και μόνο 10 Σπαρτακιστές (Φ. Χέκερτ, Ε. Λεβινέ κ.ά.).
Τη μέρα έναρξης του Συνεδρίου οι Σπαρτακιστές οργάνωσαν τεράστια διαδήλωση, καλώντας το Συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία σε σοσιαλιστική δημοκρατία, να δώσει όλη την κρατική εξουσία στα Συμβούλια, να αφοπλίσει τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με αυτά τα συνθήματα πάνω από 250.000 διαδηλωτές βάδισαν μπροστά από το μέγαρο που συνεδρίασαν οι αντιπρόσωποι των Συμβουλίων.
Ο συσχετισμός όμως στο Συνέδριο ήταν δεδομένος. Το Συνέδριο των Συμβουλίων ενέκρινε την πρόταση των κυβερνητικών σοσιαλδημοκρατών για σύγκληση συντακτικής εθνικής συνέλευσης και στο μεταξύ να μεταβιβαστεί η εξουσία στο κυβερνητικό συμβούλιο. Με αυτήν την απόφαση τα ίδια τα Συμβούλια όχι μόνο παρέδωσαν την εξουσία στο υπουργικό συμβούλιο, αλλά στην ουσία υπέταξαν τον εαυτό τους σε έναν αστικό κοινοβουλευτικό θεσμό, τη συντακτική συνέλευση. Στην ουσία, το ίδιο το συνέδριο των Συμβουλίων δήλωσε με σαφήνεια ότι αντιτίθεται στην «εξουσία των συμβουλίων».
Η απόφαση για σύγκληση της Συντακτικής αποτέλεσε τη «θανατική ποινή» για τα συμβούλια, όπως περιέγραφε ένας αγωνιστής της εποχής. Ήταν οικειοθελής παραχώρηση της εξουσίας και αυτοχειριασμός των Συμβουλίων. Με τον τρόπο αυτόν, το συνέδριο «έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης»43.
Το κυβερνητικό στρατόπεδο άρχισε να νιώθει όλο και πιο σίγουρο και να μεθοδεύει με μεγαλύτερη ένταση τις επιθέσεις του. Σε ένα επεισόδιο που έχει όλα τα στοιχεία προβοκάτσιας, η κυβέρνηση αποφάσισε στις 23 Δεκέμβρη να σταματήσει την καταβολή μισθών στη Λαϊκή Ναυτική Μεραρχία (Volksmarinedivision), ένα σώμα με πάνω από 3.000 ναύτες που είχαν περάσει με το μέρος της επανάστασης. Απέναντι στις διαμαρτυρίες των ναυτών απάντησε με πυροβολισμούς, που είχαν ως αποτέλεσμα δύο νεκρούς. Οι ναύτες ως αντίποινα συνέλαβαν το σοσιαλδημοκράτη φρούραρχο.
Τη επόμενη μέρα, στις 24 Δεκέμβρη, η κυβέρνηση χτύπησε με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις τους χώρους που είχαν οχυρωθεί οι ναύτες, οι οποίοι ανταπάντησαν, και μετά από μάχες η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προσέλθει σε συμβιβασμό εγκαταλείποντας τα σχέδια βίαιης διάλυσης της μεραρχίας.
Οι συγκρούσεις των «αιματηρών Χριστουγέννων», είχαν και την εξής παρενέργεια: κάτω από το βάρος των γεγονότων, οι «ανεξάρτητοι» σοσιαλδημοκράτες αναγκάστηκαν να αποσύρουν τους υπουργούς τους από την κυβέρνηση. Τις θέσεις τους κατέλαβαν οι σοσιαλδημοκράτες του SPD, Νόσκε και Βίσελ. Παράλληλα, η ηγεσία των «ανεξάρτητων» αρνιόταν πεισματικά το αίτημα των σπαρτακιστών που καλούσαν σε σύγκληση έκτακτου συνεδρίου του USPD.
Σε σύσκεψη που πραγματοποίησε η «Ένωση Σπάρτακος» στις 29 Δεκέμβρη, αποφασίστηκε ότι δεν μπορούσε πια να μένει στο πλαίσιο του USPD. Αποφασίστηκε η σύγκληση ιδρυτικού συνεδρίου Κομμουνιστικού Κόμματος. Όλο το προηγούμενο διάστημα ομάδες του Σπάρτακου είχαν συγκροτηθεί σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας, διαμορφώνοντας ένα σημαντικό δίκτυο των επαναστατικών δυνάμεων.44
Την επόμενη μέρα, στις 30 Δεκέμβρη, συνήλθαν σε σώμα 83 αντιπρόσωποι, στους οποίους προστέθηκαν και 29 αντιπρόσωποι των «Διεθνών Κομμουνιστών». Το συνέδριο χαιρέτισε ο Κ. Ράντεκ εκ μέρους του κόμματος των Μπολσεβίκων, ο οποίος θα συνεχίσει και στη συνέχεια να έχει στενή εμπλοκή εκ μέρους της ΚΔ με τις γερμανικές υποθέσεις.
Στο συνέδριο δε λύθηκαν ασφαλώς μεμιάς όλα τα προβλήματα. Ανάμεσα στα άλλα αξίζει να αναφέρουμε 2 χαρακτηριστικές αδυναμίες: κάτω από το βάρος των οδυνηρών εμπειριών από το ρόλο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, το συνέδριο αποφάσισε την αποχή από τις επερχόμενες εκλογές για τη συντακτική συνέλευση, όπως και την απόσυρση των μελών του ΚΚ από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που ελέγχονταν από τις ρεφορμιστικές δυνάμεις. Επιχειρηματολογώντας σχετικά, ο Ρίγκερ υποστήριξε ότι είναι ασυμβίβαστο το να είναι κανείς και μέλος του ΚΚ και των ρεφορμιστικών συνδικάτων, ενώ ο Π. Φρέλιχ πρόβαλε το σύνθημα «Έξω από τα συνδικάτα». Η Λούξεμπουργκ, ο Λίμπκνεχτ αλλά και πολλά στελέχη της ηγεσίας του «Σπάρτακου», όπως ο Π. Λεβί, εξηγούσαν την ανάγκη συμμετοχής στις εκλογές και της πολιτικής δουλειάς μέσα στους εργαζόμενους, αλλά υπερίσχυσαν οι οπαδοί του μποϊκοτάζ.
Παρ’ όλες τις αδυναμίες, τις καθυστερήσεις και τις αντιφάσεις, η σημασία ίδρυσης του ΚΚ Γερμανίας είχε ιστορικό χαρακτήρα. Ο Λένιν έγραφε, τονίζοντας τη βαρύτητα που είχε αυτή η εξέλιξη συνολικά για το επαναστατικό εργατικό κίνημα: «Από τη στιγμή που η “Ένωση Σπάρτακος” με ηγέτες τόσο διάσημους και περίφημους, τόσο πιστούς στην εργατική τάξη όπως οι Λίμπκνεχτ, Λούξεμπουργκ, Τσέτκιν, Μέρινγκ (...), τιτλοφορήθηκε σε “Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας”, από τη στιγμή αυτή η ίδρυση της ΙΙΙ Διεθνούς, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, πραγματικά προλεταριακής, πραγματικά διεθνιστικής, πραγματικά επαναστατικής, έγινε γεγονός. Τυπικά η ίδρυση αυτή δεν κατοχυρώθηκε ακόμη, αλλά στην πράξη η ΙΙΙ Διεθνής ήδη υπάρχει.»45
Μετά τα γεγονότα των Χριστουγέννων, οι αντεπαναστατικές δυνάμεις άρχισαν να επιταχύνουν τις προετοιμασίες τους για κλιμάκωση της επίθεσης. Στρατιωτικές δυνάμεις πιστές στην κυβέρνηση άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βερολίνο. Οι κυβερνητικοί σοσιαλδημοκράτες είχαν στρέψει όλα τους τα πυρά στις δυνάμεις του Σπάρτακου, που δικαίως τις θεωρούσαν επικίνδυνες για την πορεία των εξελίξεων. Όλο το Δεκέμβρη διάφορες δυνάμεις καλλιεργούσαν το φλογερό μίσος ενάντια στους «ταραξίες» Σπαρτακιστές και καλούσαν σε βία και θάνατο.
Σε μια πράξη που αποτέλεσε ανοιχτή πρόκληση προς τους επαναστατημένους εργάτες και στρατιώτες, στις 4 Γενάρη του 1919 η κυβέρνηση απέπεμψε από τη θέση του τον Ε. Άιχορν, ο οποίος είχε αναλάβει τα καθήκοντα της αστυνομικής διεύθυνσης στο Βερολίνο μετά την επανάσταση του Νοέμβρη και ανήκε πολιτικά στους «ανεξάρτητους». Ο Άιχορν, λόγω της δράσης του κατά τα επαναστατικά γεγονότα, είχε μεγάλη λαϊκή δημοφιλία, ενώ η αποπομπή του θεωρήθηκε δικαιολογημένα ως επιθετική κίνηση της κυβέρνησης για τον πλήρη έλεγχο της αστυνομίας. Ο Άιχορν αρνήθηκε να εγκαταλείψει τη θέση του. «Η επανάσταση με έβαλε σε αυτό το πόστο, μόνο η επανάσταση μπορεί να με απομακρύνει», είχε πει.46
Το βράδυ της μέρας εκείνης, σε σύσκεψη που συμμετείχαν εκπρόσωποι του νεοσυσταθέντος ΚΚ, μαζί με στελέχη από τους «επαναστάτες αντιπροσώπους» και εκπροσώπους των «ανεξάρτητων», πάρθηκε η απόφαση να εμποδιστεί μαχητικά η απομάκρυνση του Άιχορν. Καλέστηκε συλλαλητήριο την επόμενη μέρα και, αν χρειαζόταν, το πέρασμα σε ανοιχτή εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης. Εκλέχτηκε επιτροπή στην οποία συμμετείχαν από το ΚΚ ο Πικ και ο Λίμπκνεχτ.
Σε συνεδρίασή της η ΚΕ του KPD την ίδια νύχτα αποφάσισε την πλήρη στήριξη των διαδηλώσεων, θεώρησε όμως ότι με βάση τα δεδομένα δεν υπήρχαν προϋποθέσεις για να τεθεί θέμα ανατροπής της κυβέρνησης.
Η διαδήλωση που έγινε στις 5 Γενάρη ήταν μεγαλειώδης. Οι ξεσηκωμένοι εργάτες και στρατιώτες ζήτησαν την επαναφορά του Άιχορν στη θέση του και τον οπλισμό του προλεταριάτου. Οι ξεσηκωμένοι εργάτες και στρατιώτες συγκεντρώθηκαν στο αρχηγείο της αστυνομίας για να υπερασπιστούν τον Άιχορν. Η επαναστατική επιτροπή όμως έριξε και το σύνθημα ανατροπής της κυβέρνησης Έμπερτ και δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της συγκροτώντας «επαναστατική κυβέρνηση».47
Την επόμενη μέρα οργανώθηκε στο Βερολίνο γενική απεργία και βγήκαν στους δρόμους 500 χιλιάδες εργάτες. Στις 7-8 Γενάρη και με την πόλη νεκρωμένη από την απεργία, οι εργάτες κυρίευσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, ενώ επίσης κατέλαβαν τα τυπογραφεία της σοσιαλδημοκρατικής εφημερίδας Vorwärts, αλλά δεν υπήρχε σχέδιο για τα επόμενα βήματα.
Οι ηγέτες των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών είχαν μεν προωθήσει το σύνθημα για ανατροπή της κυβέρνησης Έμπερτ (χωρίς ασφαλώς κατάλληλη προετοιμασία και σχέδιο), αλλά τώρα άρχιζαν τις διαπραγματεύσεις μαζί της, δίνοντας μάλιστα χρόνο στην αντεπανάσταση να συγκεντρώσει δυνάμεις. Με βάση αυτήν τη στάση, η ΚΕ του KPD ανακάλεσε τους εκπροσώπους της Λίμπκνεχτ και Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Μετά από διάφορες παλινωδίες και αφού ναυάγησαν οι όποιες συνομιλίες των «ανεξάρτητων» με το SPD, οι «ανεξάρτητοι» ξανακάλεσαν τους εργάτες στα όπλα. Όμως αυτά πλέον ήταν μόνο λόγια.
Όπως έγραφε δηκτικά η Rote Fahne αργότερα, κάνοντας έναν πικρό απολογισμό και αναδεικνύοντας την αναποφασιστικότητα ειδικά των «ανεξάρτητων»: «Αυτό που ζήσαμε στο Βερολίνο ήταν ίσως η μεγαλύτερη προλεταριακή δράση. Οι προλετάριοι βάδιζαν, η μια σειρά πίσω από την άλλη. Είχαν φέρει τα όπλα τους και ανέμιζαν τα κόκκινα πανό τους. Ήταν έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε, να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους. Τότε συνέβη το απίστευτο. Οι μάζες ήταν εκεί από νωρίς, από τις 9 το πρωί μέσα στο κρύο και την ομίχλη. Η ομίχλη έγινε πιο βαριά, αλλά οι μάζες συνέχιζαν να περιμένουν ακόμη. Αλλά οι ηγέτες συσκέπτονταν. Ήρθε το μεσημέρι φέρνοντας μαζί του το κρύο. Και οι ηγέτες συσκέπτονταν (...). Οι εργάτες στέκονταν έξω, στην Αλεξάντερπλατς, με τα τουφέκια στο χέρι. Μέσα οι ηγέτες ακόμη συσκέπτονταν. Συνεδρίαζαν όλο το απόγευμα και συνεδρίαζαν όλη τη νύχτα (...). Συζητούσαν και συζητούσαν και συζητούσαν.»
Τις μέρες εκείνες, οι δυνάμεις της κυβέρνησης με το στρατό προετοιμάστηκαν για ένα αποφασιστικό χτύπημα στο βερολινέζικο προλεταριάτο. Εκεί απέκτησε και τη φήμη του ο Νόσκε σαν «αιμοβόρο σκυλί», όπως ο ίδιος αυτοαποκλήθηκε γεμάτος περηφάνια για την αντεπαναστατική βία με την οποία αντιμετώπισε τους Γερμανούς εργάτες.
Στις 11 Γενάρη η κυβέρνηση και ο στρατός άρχισαν να περνάνε σε σκληρή καταστολή. Απέναντι στους εργάτες χρησιμοποιήθηκε βαρύς οπλισμός και πολυβόλα. Το ΚΚ τέθηκε εκτός νόμου, ενώ οι μονάδες «εθελοντών», τα αντεπαναστατικά ένοπλα σώματα άρχισαν να οργώνουν τις εργατικές συνοικίες και να τουφεκίζουν επιτόπου.
Στις 13 Γενάρη οι ανεξάρτητοι μαζί με τους επαναστάτες αντιπροσώπους βρίσκονταν πια σε αδιέξοδο και κήρυξαν τη λήξη της απεργίας.
Η αντεπανάσταση, με την καθοδήγηση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, περνάει σε λυσσασμένη επίθεση. Η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ περνάνε στην παρανομία, καθώς έχουν στοχοποιηθεί και έχει εξαπολυθεί ένα άγριο κυνήγι εναντίον τους. Χαρακτηριστικά, ένα «Συμβούλιο Πολιτών του Βερολίνου» έγραφε σε προκήρυξή του:
«Θέλετε ειρήνη; Τότε όλοι πρέπει να φροντίσετε να μπει τέλος στην εξουσία του τρόμου των Σπαρτακιστών.
Θέλετε ελευθερία; Τότε εξολοθρεύστε τους ένοπλους οπαδούς του Λίμπκνεχτ.
Ζήτω ο Νόμος και η Τάξη.
Κάτω η δικτατορία των αναρχικών.»48
Στις 15 Γενάρη η Ρόζα και ο Λίμπκνεχτ δολοφονούνται άγρια και ύπουλα. Η σοσιαλδημοκρατία βάφει με τον πιο ατιμωτικό τρόπο τα χέρια της στο αίμα των εργατών.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες άγριας τρομοκρατίας έγιναν μετά από μερικές μέρες οι εκλογές για τη συντακτική εθνοσυνέλευση, στις 19 Γενάρη.
Το SPD αναδείχθηκε πρώτο κόμμα με 11,5 εκατομμύρια ψήφους (37,86% και 165 έδρες) και συγκρότησε κυβέρνηση με τα δύο επόμενα σε εκλογική κατάταξη κόμματα, το λεγόμενο «Κόμμα του Κέντρου» (Zentrum) και το Γερμανικό Δημοκρατικό Κόμμα, που και τα τρία μαζί αντιπροσώπευαν πάνω από το 75% των ψήφων. Το USPD αναδείχθηκε τέταρτο σε δύναμη κοινοβουλευτικό κόμμα με 7,62%, συγκεντρώνοντας 2,3 εκατομμύρια ψήφους και 22 έδρες. Ας σημειωθεί ότι τα δύο «σοσιαλιστικά» αυτά κόμματα συγκέντρωσαν μαζί περίπου το 45,5% των ψήφων. Το ΚΚ με βάση την απόφασή του δεν πήρε μέρος στις εκλογές.
Η εθνοσυνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 Φλεβάρη στη Βαϊμάρη. Τη μέρα εκείνη ταυτόχρονα το κεντρικό όργανο των Συμβουλίων των Εργατών και Στρατιωτών αποφάσισε να παραδώσει την εξουσία που είχε λάβει στην αστική εθνοσυνέλευση. Ουσιαστικά αποφάσισε την αυτοαναίρεσή του.