Φίλες και φίλοι.
Η λενινιστική θέση για τον ταξικό αντιδραστικό χαρακτήρα του αστικού κράτους βρίσκεται σταθερά στο στόχαστρο της κριτικής της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνιστικού ρεύματος. Μια λεπτομερής παρουσίαση της σχετικής ιδεολογικής διαπάλης ξεπερνά τα όρια της σημερινής συζήτησης. Θα σταθούμε, όμως, συνοπτικά σε ορισμένες βασικές πλευρές.
Δεσπόζουσα θέση στις οπορτουνιστικές αναλύσεις έχει η λαθεμένη προβολή του αστικού κράτους ως πεδίου της ταξικής πάλης, πεδίου στο οποίο αποτυπώνεται τάχα ο εκάστοτε συσχετισμός ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας. Η λενινιστική θέση παρουσιάζεται ως εργαλειακή αντίληψη, που αδυνατεί τάχα να συλλάβει τη ζωντανή λειτουργία του κράτους και αντιλαμβάνεται σχηματικά το κράτος ως ένα απλό «άψυχο» εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης.8 Αντίστοιχα, το αστικό Σύνταγμα παρουσιάζεται ως το ουδέτερο εγγυητικό πλαίσιο των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών του πολίτη.9 Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτές τις αναλύσεις, οι συνταγματικές διατάξεις αποτυπώνουν απλώς τον εκάστοτε συσχετισμό δύναμης της ταξικής πάλης και προσφέρουν ανάλογες κάθε φορά εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών.
Σε αυτήν τη βάση προβάλλεται ως προοδευτικός ο κοινωνικός εταιρισμός, η συμμετοχή εκπροσώπων του κεφαλαίου και της εργασίας σε κρατικούς θεσμούς, που υποτίθεται ότι προσπαθούν να συνθέσουν και να βρουν τη χρυσή τομή των διαφορετικών απόψεων. Μιλούν για διαφορετικές απόψεις και όχι για αντίθετα ταξικά συμφέροντα, που ασφαλώς δεν τέμνονται.
Η σχετική αυτοτέλεια του αστικού κράτους από τα άμεσα συμφέροντα κάθε μονοπωλιακού ομίλου διαστρεβλώνεται. Παρουσιάζεται ως αυτονομία της πολιτικής βούλησης του κράτους από τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Το αστικό κράτος εμφανίζεται «διαπερατό στα λαϊκά συμφέροντα».
Οι διαφορετικές λειτουργίες του αστικού κράτους προβάλλονται ως αυτοτελείς δομές, ως αυτοτελή πεδία στα οποία διεξάγεται ταξική αναμέτρηση. Αυτή η ανάλυση καταλήγει στη λαθεμένη θέση ότι μπορεί να αλλάξει ο συσχετισμός σε βάρος της άρχουσας τάξης μέσα σε ορισμένους μηχανισμούς του κράτους, όπως η εκπαίδευση.10
Και ποιος μπορεί τελικά να είναι ο φορέας του υποτιθέμενου φιλολαϊκού μετασχηματισμού του αστικού κράτους; Όλοι μαντεύουμε την απάντησή τους. Μια «προοδευτική, αριστερή, αντισυστημική» κυβέρνηση με τη στήριξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος.
Όποιος αρνείται –όπως το ΚΚΕ– να ακολουθήσει αυτόν το χρεοκοπημένο ιστορικά δρόμο, που οδήγησε σε στρατηγικές ήττες το κομμουνιστικό κίνημα, κατηγορείται ότι εγκαταλείπει τάχα την πάλη για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση άμεσων κατακτήσεων που θα βελτιώσουν τη ζωή του λαού στον καπιταλισμό και θα ανοίξουν σταδιακά το δρόμο προς το σοσιαλισμό.
Ας εξετάσουμε αυτούς του ισχυρισμούς.
Ασφαλώς, το αστικό κράτος, για να φέρει σε πέρας την ταξική αποστολή του, οφείλει να διατηρεί μια σχετική αυτοτέλεια από τα άμεσα συμφέροντα κάθε μονοπωλιακού ομίλου. Αυτό είναι απαραίτητο για να εκφράσει τα στρατηγικά συμφέροντα της εγχώριας αστικής τάξης και για να παρέμβει ρυθμιστικά στον ανταγωνισμό των διαφόρων ομίλων για τη διανομή των μεριδίων αγοράς και των κερδών.
Το κράτος μπορεί ακόμα και να περιορίσει τα επενδυτικά σχέδια ενός ομίλου ή την κερδοφορία του προκειμένου να θωρακίσει το γενικό στρατηγικό συμφέρον της άρχουσας τάξης. Παράλληλα, το αστικό κράτος οφείλει να παρακολουθεί άγρυπνα την πορεία της ταξικής πάλης και να παρεμβαίνει συνεχώς για να ενσωματώσει και να καταστείλει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Και αυτή η παρέμβαση απαιτεί τη ζωντανή, επιτελική λειτουργία του κράτους.
Για παράδειγμα, μπροστά στην έκρηξη της ενεργειακής φτώχειας το κράτος μπορεί να περιορίσει προσωρινά τα κέρδη των παραγωγών και προμηθευτών ενέργειας για να μη μειωθεί σημαντικά η ανταγωνιστικότητα των ενεργοβόρων βιομηχανιών. Μπορεί επίσης να επιδοτήσει τα λαϊκά νοικοκυριά για να μη μειωθεί απότομα η λαϊκή κατανάλωση και για να μην τροφοδοτήσει η αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας μια άνοδο του κινήματος και των ριζοσπαστικών αγωνιστικών διαθέσεων.
Πώς πρέπει να κατανοήσουμε αυτήν την εξέλιξη; Σημαίνει τάχα ότι υπάρχει πολιτική βούληση του κράτους, αυτόνομη από αυτήν της αστικής τάξης; Μετατρέπεται το κράτος σε ένα ουδέτερο γήπεδο ταξικής αναμέτρησης;
Το αντίθετο συμβαίνει. Το κράτος παρεμβαίνει ενεργά για να διασφαλίσει τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης, δε μετατοπίζεται σε φιλολαϊκή κατεύθυνση. Οι επιδοτήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονται από τη φορολογία των εργαζόμενων. Τα υπερκέρδη των ομίλων, που περιορίζονται, προέρχονται από τη λειτουργία της απελευθερωμένης αγοράς που κατοχυρώνει το ίδιο το κράτος και από τη στρατηγική της «πράσινης μετάβασης» που εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις.
Η ζωντανή λειτουργία του κράτους έχει στόχο να διασφαλίσει και να οργανώσει τη κυριαρχία της άρχουσας τάξης, να συμβάλλει στη διαμόρφωση της στρατηγικής της, να προωθήσει τις κοινωνικές συμμαχίες της, να καταστείλει και να ενσωματώσει το εργατικό-λαϊκό κίνημα.
Η διεθνής ιστορική πείρα έχει επίσης επιβεβαιώσει πλήρως το θεωρητικό συμπέρασμα ότι οι λειτουργίες του αστικού κράτους –ιδεολογικές, οικονομικές, νομικές, κατασταλτικές– δεν αυτονομούνται, διαπλέκονται και υπηρετούν ενιαία τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Το κράτος δεν τεμαχίζεται σε αυτόνομες δομές και μηχανισμούς, ούτε οι λειτουργίες του μπορούν να αποτελέσουν αυτοτελή πεδία ταξικής πάλης.
Για παράδειγμα, το σχολείο δεν αποτελεί ένα αποκλειστικά ιδεολογικό μηχανισμό. Υπάρχει ταυτόχρονα η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού για τη συμμόρφωσή του «προς τας υποδείξεις», υπάρχει η απειλή της απόλυσης ή η απειλή αποβολής των μαθητών. Άλλο παράδειγμα: Η οικονομική πολιτική των πλειστηριασμών υλοποιείται με τη συνδρομή των δικαστηρίων και της αστυνομίας.
Όλες οι λειτουργίες του αστικού κράτους υπηρετούν τον ίδιο στόχο. Αντίστοιχα, το αστικό Σύνταγμα αποτυπώνει και διαμορφώνει σε νομική μορφή τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, έχει ως στόχο τη διασφάλιση της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.11 Αποτελεί τη βασική νομοθετική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου και όχι τη νομική εγγύηση των λαϊκών ελευθεριών. Αν μπροστά σε κάθε νέα αντιδραστική αναθεώρηση του αστικού Συντάγματος υπερασπίζουμε το προηγούμενο, δίνουμε τη μάχη του μέλλοντος με τη σημαία του παρελθόντος.
Η αστική πολιτική προχωρά σε αναγκαίους εκσυγχρονισμούς του νομοθετικού πλαισίου, για παράδειγμα, στην αναθεώρηση αναχρονιστικών διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου, και κατοχυρώνει νομοθετικά καθολικά δικαιώματα που αποτελούν «γράμματα κενά περιεχομένου». Για παράδειγμα, κατοχυρώνει στα χαρτιά τα δικαιώματα όλων των πολιτών στη μόρφωση, στην υγεία, στην εργασία. Αυτές οι αλλαγές, καθώς και οι ανέξοδες διακηρύξεις, όχι μόνο δεν έρχονται σε αντίθεση, αλλά αντίθετα νομιμοποιούν στη λαϊκή συνείδηση τον αντιδραστικό ρόλο του αστικού κράτους. Δημιουργούν αυταπάτες για τη δυνατότητα μετασχηματισμού του κράτους σε προοδευτική, φιλολαϊκή κατεύθυνση.
Και η Ιστορία μάς έχει διδάξει ότι η επιλογή του δήθεν μικρότερου κακού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια από το κακό στο χειρότερο. Μόνο όταν το εργατικό-λαϊκό κίνημα σημαδεύει και συγκρούεται αγωνιστικά με τον πραγματικό αντίπαλό του, την αστική τάξη, μόνο όταν βαδίζει στο δρόμο της ανατροπής μπορεί να ανακόψει την επίθεση του κεφαλαίου και να αποσπάσει ορισμένες προσωρινές κατακτήσεις και νίκες. Αντίθετα, όταν το κίνημα μετατρέπεται σε υπηρέτη της κυβερνητικής εναλλαγής, ο λαός θα υποστεί σίγουρα νέες απώλειες.
Γι’ αυτό και ο λαός δεν πρέπει να εναποθέτει τις ελπίδες του στην αλλαγή αστικής κυβέρνησης. Καμιά αστική κυβέρνηση, όπως και αν αυτοχαρακτηρίζεται, «προοδευτική» ή «αριστερή», δεν μπορεί να παρακάμψει ή να υπονομεύσει τις νομοτέλειες με τις οποίες λειτουργεί η καπιταλιστική οικονομία. Καμιά διακυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού δεν μπορεί να σταθεί με πρόγραμμα που θα υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, την κερδοφορία του κεφαλαίου. Γι’ αυτό, παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις τους, όλες οι αστικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν μετεκλογικά τα αντιλαϊκά μέτρα των προηγούμενων και παίρνουν νέα μέτρα για να αυξηθεί παραπέρα ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Σκεφτείτε τι μας διδάσκει η διαδρομή από την κυβέρνηση Παπανδρέου, Σαμαρά και Τσίπρα στη συνέχεια, μέχρι τη σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Αντίστοιχα, στην ΕΕ όλες οι διαφορετικές αστικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών δεσμεύονται να εφαρμόσουν σήμερα τη στρατηγική της «πράσινης μετάβασης». Όλες επίσης προώθησαν την «απελευθέρωση της αγοράς» ενέργειας τις προηγούμενες δεκαετίες.
Παντού, στη Χιλή, στη Γαλλία, στην Ιταλία, μέχρι την Ελλάδα και την Κύπρο, αποδείχτηκε ότι το τρένο της αστικής διακυβέρνησης κινείται σταθερά στις ράγες που καθορίζει η εξουσία του κεφαλαίου, όσοι μηχανοδηγοί και αν αλλάξουν. Ακόμα και συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως πρόσφατα στη Βρετανία, υποχρεώθηκαν σε ελάχιστο χρόνο να αλλάξουν πολιτική μόλις δέχτηκαν τα κρατικά τους ομόλογα την επίθεση των αγορών.