Δικτατορία του κεφαλαίου: Το αληθινό πρόσωπο του «επιτελικού κράτους δικαίου»*


του Μάκη Παπαδόπουλου

Φίλες και φίλοι.

Αν κάποιος αμφιβάλλει για την αναγκαιότητα της σημερινής ημερίδας, αρκεί να ρίξει μια ματιά στο σίριαλ της κάλπικης αντιπαράθεσης μεταξύ κυβέρνησης, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ για την υπόθεση των υποκλοπών.

Πρόκειται για μια αντιπαράθεση που θυμίζει τον τίτλο της παλιάς ελληνικής κωμωδίας Φωνάζει ο κλέφτης. Όλοι οι συνένοχοι για τη διαμόρφωση του αντιδραστικού πλαισίου της ΕΕ, που επιτρέπει την προληπτική, μαζική παρακολούθηση όλων των πολιτών, παριστάνουν τώρα τους σωτήρες. Από τη μια, έχουμε την αστεία προσπάθεια της κυβέρνησης να υποβαθμίσει τις μεγάλες ευθύνες της και να παρουσιάσει το θέμα ως ένα απλό ζήτημα υπηρεσιακών αστοχιών και νομοθετικών κενών. Από την άλλη έχουμε την κριτική της σοσιαλδημοκρατίας για το «παρακράτος Μητσοτάκη», το υπερσυγκεντρωτικό μοντέλο διακυβέρνησης και, πάνω απ’ όλα, την παραβίαση των αρχών του «κράτους δικαίου», των αρχών που πρεσβεύει η ΕΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει ως κεντρικό το σύνθημα «Δικαιοσύνη παντού» και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ επαναλαμβάνει ότι η κοινωνική ευημερία προϋποθέτει ισχυρούς αστικούς θεσμούς.

Γι’ αυτό θεωρούμε αναγκαίο να ξεκινήσουμε τη διερεύνησή μας από το θεμελιακό ζήτημα. Να ξεκαθαρίσουμε δηλαδή ποια είναι τα ταξικά συμφέροντα που υπηρετεί το σημερινό αστικό κράτος και το αστικό δίκαιο.

 

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ;

Στην πολιτική συζήτηση για τα πιθανά νομοθετικά κενά και τις παραβιάσεις των νόμων πρέπει πάντα να ξεκινάμε από το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε Δικαίου, που δεν είναι άλλο από το συμφέρον της εκάστοτε κυρίαρχης τάξης, το οποίο υπηρετεί. Γι’ αυτό εξάλλου το εκάστοτε Δίκαιο προστατεύεται, διαμορφώνεται και επιβάλλεται από την οργανωμένη κρατική δύναμη της τάξης που έχει την εξουσία τη συγκεκριμένη περίοδο.1

Ήδη στην εποχή του, ο Μαρξ εξήγησε το πώς εμφανίζεται στον καπιταλισμό υψωμένη σε νόμο η βούληση της αστικής τάξης, η οποία πάντοτε φροντίζει να εμφανίζει τα δικά της συμφέροντα ως τα γενικά συμφέροντα της κοινωνίας.

Για παράδειγμα, η νομική κατηγορία της εθνικής ασφάλειας δε γεννήθηκε αυθαίρετα στο μυαλό κάποιων νομικών επιστημόνων. Υπηρετεί την αντικειμενική ανάγκη της αστικής τάξης να αντιμετωπίσει τόσο στο εσωτερικό της χώρας τον «εχθρό λαό» όσο και τις άλλες αστικές τάξεις στο διεθνή ανταγωνισμό για τα μερίδια και τον έλεγχο των αγορών.

Γι’ αυτό η «εθνική ασφάλεια» διατυπώνεται σκόπιμα με γενικό και αόριστο τρόπο ως συνταγματική πρόβλεψη και ταυτόχρονα προστατεύεται κάθε φορά συγκεκριμένα από πολλά ποινικά αδικήματα του ισχύοντος Ποινικού Κώδικα. Γι’ αυτό επίσης ο παλιός «κομμουνιστικός κίνδυνος» εμφανίζεται σήμερα με την εκσυγχρονισμένη μορφή του κινδύνου της ριζοσπαστικής ιδεολογίας της βίας και της τρομοκρατίας, που συνεχώς διευρύνεται ως έννοια από τα επιτελεία της ΕΕ.

Η ιστορική πείρα επιβεβαιώνει πλήρως αυτό το συμπέρασμα. Δεν υπάρχει ούτε ένα αστικό Σύνταγμα που να μη νομιμοποιεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο μέσα από την κατοχύρωση του ιερού δικαιώματος της ατομικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Όποιο επιμέρους θέμα και αν εξετάσουμε, στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε. Από τη θεσμοθέτηση των διαδικασιών αδειοδότησης «fast track» για τις μεγάλες καπιταλιστικές επενδύσεις, μέχρι τις νομοθετικές ρυθμίσεις για τους πλειστηριασμούς και τον ευρωτρομονόμο ίδιο είναι το αντιλαϊκό ταξικό πρόσημο. Αυτό είναι το αληθινό πρόσωπο της σημερινής αστικής νομιμότητας, του περιβόητου κράτους δικαίου. Αυτή είναι η κανονικότητα της περιβόητης «φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας».

Η ιστορική πείρα των τελευταίων 150 χρόνων αποκάλυψε πόσο απατηλός είναι ο ισχυρισμός ότι μπορεί τάχα να υπάρξει κρατική διακυβέρνηση που να υπηρετεί τόσο τα συμφέροντα του κεφαλαίου όσο και της εργατικής τάξης, του λαού. Αποκάλυψε πως δεν μπορεί να υπάρξει κοινό συμφέρον για τους θύτες και τα θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Επιβεβαίωσε πλήρως τη μαρξιστική ανάλυση που φώτισε γιατί η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η αύξηση της σχετικής εξαθλίωσης της εργατικής τάξης αποτελεί μονόδρομο για το κεφάλαιο και την εξουσία του. Απέδειξε ότι η άρχουσα τάξη των καπιταλιστών είναι έτοιμη να διαπράξει τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος του λαού προκειμένου να αυξήσει τα κέρδη της και να διατηρήσει την εξουσία της. Αυτό μας διδάσκει η ιστορία των παγκόσμιων πολέμων και των διεθνών καπιταλιστικών κρίσεων.

Όλο αυτό το διάστημα και ιδιαίτερα μετά από την ανατροπή της πρώτης προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα, οι εργαζόμενοι βλέπουν να αυξάνει η ψαλίδα ανάμεσα στο πώς ζουν και στο πώς θα μπορούσαν να ζουν με βάση τις δυνατότητες που γεννά η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Όλο αυτό το διάστημα αποδείχτηκε επίσης ότι απέναντί μας δεν υπάρχει ένα κράτος που υπηρετεί το συμφέρον της κοινωνίας, το «δημόσιο συμφέρον», αλλά αντίθετα υπάρχει ένα εχθρικό αστικό κράτος που είχε, έχει και θα έχει ως σταθερή αποστολή του να επιβάλλει και να διατηρεί ακλόνητη τη δικτατορία του κεφαλαίου.

Όποια μορφή διακυβέρνησης και αν εξετάσουμε, από το ναζιστικό κράτος της Γερμανίας του Χίτλερ, τη δικτατορία του Φράνκο στην Ισπανία ως τις σύγχρονες αστικές δημοκρατίες στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, θα καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα. Θα διαπιστώσουμε ότι το σύνολο των λειτουργιών του αστικού κράτους, η κατασταλτική, η οικονομική, η πολιτική και η ιδεολογική λειτουργία του, υπηρετούν και οργανώνουν την εξουσία της αστικής τάξης σε βάρος της εργατικής τάξης και της λαϊκής πλειοψηφίας. Η ανάδειξη του χαρακτήρα του κράτους ως οργάνου ταξικής κυριαρχίας, ως οργάνου καταπίεσης μιας τάξης από την άλλη, αποτελεί μια από τις θεμελιακές θέσεις της επαναστατικής κοσμοθεωρίας, του μαρξισμού-λενινισμού.2

Ο «ΜΑΝΔΥΑΣ» ΤΗΣ ΤΥΠΙΚΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Ορισμένοι μας ρωτούν καλοπροαίρετα: Γιατί μιλάτε για δικτατορία του κεφαλαίου όταν υπάρχει αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπου όλοι οι πολίτες είναι τυπικά ίσοι απέναντι στο νόμο, όλοι έχουν από μια ψήφο και υπάρχει το γενικό εκλογικό δικαίωμα;

Αυτός που μας ρωτά σκέφτεται ότι την κυβέρνηση την εκλέγουν με την ψήφο τους οι εργάτες, οι μισθωτοί, οι αυτοαπασχολούμενοι. Πράγματι, όλοι έχουμε από μια ψήφο. Δεν έχουμε, όμως, όλοι την ίδια δύναμη να επιδρούμε στη ζωή και στη συνείδηση των υπόλοιπων εργαζόμενων. Δεν έχουμε όλοι στα χέρια μας επιχειρήσεις για να προσλάβουμε ή να απολύσουμε, δεν έχουμε όλοι τράπεζες, δεν έχουμε όλοι τηλεοπτικούς σταθμούς, ποδοσφαιρικές ομάδες. Δεν έχουμε όλοι στο πλευρό μας το νομοθετικό πλαίσιο, την αστυνομία και τη Δικαιοσύνη.

Κάτω από το «μανδύα» της τυπικής ισότητας όλων των πολιτών απέναντι στο νόμο κρύβεται η ουσιαστική ανισότητα μεταξύ των ελάχιστων που κατέχουν τα μέσα παραγωγής, τα κλειδιά της οικονομίας και της μεγάλης πλειοψηφίας, που αν δεν πουλήσει την εργατική της δύναμη δεν μπορεί μακροπρόθεσμα να επιβιώσει. Πολίτης είναι και ο τραπεζίτης, ο μεγαλομέτοχος, το αφεντικό, πολίτης είναι και ο εργαζόμενος που διαθέτει την «ελευθερία» να διαλέξει το αφεντικό του.

Αυτή η «κουρτίνα» της τυπικής ισότητας κρύβει το ζυγό της μισθωτής σκλαβιάς, της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Κρύβει τη ζούγκλα του ανταγωνισμού της αγοράς μέσα στην οποία κινείται καθημερινά ο εργάτης και ο βιοπαλαιστής αυτοαπασχολούμενος για να επιβιώσει. Κρύβει τη μόνιμη αθέατη βία που ασκεί το κεφάλαιο στους εργαζόμενους.

Αυτό το τοξικό έδαφος, αυτή η οικονομική βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής εδραιώνει την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας και διευκολύνει την απόσπαση της συναίνεσης και της υποταγής των θυμάτων της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Ο Μαρξ διερεύνησε αυτό το θέμα πριν ακόμα συγγράψει με τον Ένγκελς το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ήδη στη μελέτη του για Το εβραϊκό ζήτημα3 ασκεί κριτική στην καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, της κοινωνίας των ιδιωτών, των αποξενωμένων ατομικοτήτων, όπου η ελευθερία νοείται ως το δικαίωμα του ανθρώπου στην ατομική, καπιταλιστική ιδιοκτησία, δηλαδή το δικαίωμα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ανέδειξε πώς η «ασφάλεια της ατομικής ιδιοκτησίας» είναι η «ύψιστη κοινωνική έννοια της κοινωνίας των ιδιωτών».

Πάνω σε αυτό το έδαφος υψώνεται απέναντι στην εργατική τάξη, στο λαό, τόσο η οργανωμένη βία του αστικού κράτους όσο και η συστηματική κρατική προσπάθεια ενσωμάτωσης στο σύστημα της λαϊκής δυσαρέσκειας και εγκλωβισμού της συνείδησης των εργαζόμενων –και ιδιαίτερα των νέων– στην κυρίαρχη ιδεολογία.

Οι εργαζόμενοι –και ιδιαίτερα οι νέοι– δέχονται καθημερινό ιδεολογικό βομβαρδισμό για να πειστούν ότι δεν υπάρχει διέξοδος από το σημερινό βάλτο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Σκεφτείτε πόσα κονδύλια ξοδεύονται κάθε χρόνο για να προβληθεί σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ η ανιστόρητη αντιδραστική θεωρία των δύο άκρων, που εξισώνει με θράσος το φασισμό με το μοναδικό ουσιαστικό του αντίπαλο, το σοσιαλισμό-κομμουνισμό και καθαγιάζει τη δικτατορία του κεφαλαίου με τη μορφή της αστικής δημοκρατίας.

Αυτός ο ιδεολογικός βομβαρδισμός διαβρώνει και καθηλώνει την ταξική συνείδηση των εργαζόμενων, ενισχύει τον ατομισμό, τη συντηρητικοποίηση, την παθητικότητα, το συντεχνιασμό.

 

ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Μήπως, όμως, η ανάλυσή μας υποτιμά τις υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στις διαφορετικές μορφές της δικτατορίας του κεφαλαίου, όπως ο φασισμός και η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία; Ασφαλώς, υπάρχει διαφορά στους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης αν υπάρχει κατάργηση της λειτουργίας των συνδικάτων, των πολιτικών κομμάτων, των αντιπολιτευόμενων μέσων ενημέρωσης.

Όμως, οι διαφορετικές μορφές της δικτατορίας του κεφαλαίου δε χωρίζονται με σινικά τείχη. Ακόμα και στην πιο εξελιγμένη μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας το περιεχόμενο της απόλυτης εξουσίας, δηλαδή της δικτατορίας της αστικής τάξης απέναντι στην εργατική τάξη και στο λαό, δεν αλλάζει. Η λειτουργία του αστικού κοινοβουλίου προσφέρει μεγαλύτερη σταθερότητα στην αστική εξουσία γιατί διασφαλίζει μεγαλύτερη στήριξη ή ανοχή της πλειοψηφίας του λαού στη στρατηγική του κεφαλαίου.

Στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, καθώς η αστική τάξη γίνεται όλο και πιο αντιδραστική για να φράξει το δρόμο της κοινωνικής απελευθέρωσης, τα όρια των δύο βασικών μορφών της δικτατορίας του κεφαλαίου, της κοινοβουλευτικής και της φασιστικής μορφής, γίνονται όλο και πιο θολά. Σε πολλά κράτη της ΕΕ τα Κομμουνιστικά Κόμματα και τα σύμβολά τους είναι σήμερα απαγορευμένα. Σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα το ΚΚΕ ήταν παράνομο για μια εικοσαετία. Σε συνθήκες κοινοβουλευτικής δημοκρατίας λειτούργησαν κολαστήρια από τη Μακρόνησο ως το Γκουαντάναμο.

Στον 20ό αιώνα, μια σειρά νοθεύσεις του εκλογικού αποτελέσματος και πραξικοπήματα ανέτρεψαν με την κρατική βία εκλεγμένες κυβερνήσεις, όπως του Αλιέντε στη Χιλή. Μια σειρά δημοψηφίσματα έμειναν στα χαρτιά όταν το αποτέλεσμα δεν ήταν αρεστό στην άρχουσα τάξη, π.χ. το ιρλανδικό δημοψήφισμα του 2008 που δεν ενέκρινε τη συνθήκη της Λισσαβόνας.

Η Ιστορία απέδειξε επίσης ότι όπου το ΚΚ έδωσε τη μάχη ενάντια στο φασισμό κάτω από τη σημαία της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας οδηγήθηκε σε πολιτικό αφοπλισμό και στρατηγική ήττα.4

Αυτό που θέλουμε, σε τελευταία ανάλυση, να υπογραμμίσουμε είναι ότι ο μεγάλος κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ανάγκες του λαού στον καπιταλισμό προέρχεται από την ίδια τη νόμιμη λειτουργία του κράτους δικαίου και όχι από τα όποια νομοθετικά κενά και τις παρεμβάσεις του.

 

ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ;

Ασφαλώς, με το πέρασμα του χρόνου οι λειτουργίες του αστικού κράτους εκσυγχρονίζονται και αξιοποιούν τη σύγχρονη τεχνολογία. Στην οικονομία, τα σχέδια κρατικής παρέμβασης αναβαθμίζονται, δε συγκρίνονται με την εποχή της Παρισινής Κομμούνας και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Γενικότερα, έχει αναβαθμιστεί σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν η επιτελικότητα του αστικού κράτους, δηλαδή η ικανότητά του να σχεδιάζει, να εφαρμόζει, να παρακολουθεί, να αξιολογεί, να διορθώνει και να συντονίζει τις επιμέρους πολιτικές του.5

Δικαιολογημένα κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί: Μήπως αυτή η αναβάθμιση των λειτουργιών του σύγχρονου αστικού κράτους μπορεί να οδηγήσει στο μετασχηματισμό του, σε ένα κράτος πιο φιλικό στο λαό;

Εξάλλου, αυτήν την υπόσχεση, ενός πιο αποτελεσματικού προς όφελος του λαού κράτους, δίνουν συνεχώς τα αστικά κόμματα. Ας θυμηθούμε τις διακηρύξεις για εκσυγχρονισμό του κράτους του Σημίτη, για «επανίδρυση του κράτους» του Καραμανλή, καθώς και τη σημερινή διαμάχη ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για το αν η κυβέρνηση θεμελιώνει το σύγχρονο επιτελικό κράτος ή αντίθετα αντιμετωπίζουμε το «παρακράτος Μητσοτάκη».

Κάθε φορά που σηκώνεται η αντιπαράθεση για την αποτελεσματικότητα και την επιτελικότητα του κράτους εμείς πρέπει να θέτουμε το ερώτημα: Επιτελικότητα για ποιον; Για τα συμφέροντα ποιας τάξης; Αποτελεσματικότητα για ποιο στόχο;

Η αλήθεια είναι ότι το αστικό κράτος προσαρμόζει κάθε φορά την πολιτική του, την οργάνωσή του, τη διάρθρωσή του, τις λειτουργίες του για να ανταποκριθεί στις εκάστοτε συγκεκριμένες ανάγκες της άρχουσας τάξης. Όμως, αυτό δεν αλλάζει τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους. Αντίθετα, οι όποιες αλλαγές γίνονται σταθερά σε αντιλαϊκή, αντιδραστική κατεύθυνση.

Για παράδειγμα, στις δύο πρώτες δεκαετίες μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη οι συγκεκριμένες ανάγκες του κεφαλαίου αφορούσαν τη γρήγορη κατασκευή μεγάλων αναγκαίων έργων υποδομής, την αντιμετώπιση της Σοβιετικής Ένωσης και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών, την ενσωμάτωση στο σύστημα του ισχυρού εργατικού κινήματος. Τα αστικά κράτη αξιοποίησαν εκείνη τη μεταπολεμική περίοδο τα μεγάλα περιθώρια που τους έδινε η άνοδος της παραγωγικότητας και η καταστροφή στον πόλεμο του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου. Έτσι, είχαμε κρατικές επιχειρήσεις που επωμίζονταν το έργο της ανοικοδόμησης. Είχαμε την πολιτική του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας» για να περιοριστεί η απόλυτη φτώχεια και να εδραιωθεί το κλίμα της ταξικής συνεργασίας.

Σήμερα, οι ιδιαίτερες ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης έχουν αλλάξει στην Ευρώπη. Η «4η Βιομηχανική Επανάσταση», η αύξηση της αναλογίας των μέσων παραγωγής σε σχέση με την εργατική δύναμη, ενισχύει την τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Το πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που δεν μπορεί να διασφαλίσει πλέον ικανοποιητική κερδοφορία έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και ο αγώνας για την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα οξύνεται. Τα αντικειμενικά περιθώρια ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας μέσα από εκτεταμένα μέτρα κοινωνικής πολιτικής περιορίζονται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάρρευση των δημόσιων συστημάτων υγείας την περίοδο της πανδημίας σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.

Για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες δυσκολίες και να υπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, το αστικό κράτος προσαρμόζει και αναβαθμίζει τις λειτουργίες του σε αντιδραστική κατεύθυνση. Αξιοποιεί τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες.

Η αστική πολιτική δεν παρακολουθεί παθητικά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Παρεμβαίνει πολύμορφα με το κράτος της για να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης σε κάθε κλάδο και στο σύνολο της οικονομίας και να διαχειριστεί τις συνέπειες από την τάση αύξησης της ανεργίας.

Παράλληλα, η αστική τάξη γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους τη συνεχή αναβάθμιση της σημασίας της γενικής επιστημονικής εργασίας ως άμεσης παραγωγικής δύναμης, την οποία ανέδειξε θεωρητικά ο Μαρξ.

Γι’ αυτό και τα αστικά κράτη και οι μονοπωλιακοί όμιλοι παρεμβαίνουν αποφασιστικά σε σχέση με τον προσανατολισμό, τις μεθόδους, τα κριτήρια της επιστημονικής έρευνας, τους όρους χρηματοδότησης, τους όρους εργασίας των επιστημόνων. Προσπαθούν να ελέγξουν τη ροή, τους τρόπους και τις μεθόδους αξιοποίησης της νέας επιστημονικής γνώσης. Θέτουν συνεχώς εμπόδια στην αναγκαία, όλο και βαθύτερη κοινωνικοποίηση της επιστημονικής εργασίας. Την ώρα που απαιτείται η πιο πλατιά και ανεμπόδιστη διεπιστημονική συνεργασία, εμφανίζονται ανταγωνιστικές ερευνητικές ομάδες και πατέντες.

Ταυτόχρονα, το αστικό κράτος επιχειρεί να εμφανίσει την αντιδραστική πολιτική προώθησης των στόχων του κεφαλαίου ως προοδευτική, που υπηρετεί τάχα το συμφέρον όλης της κοινωνίας.

Το επιτελικό αστικό κράτος προβάλλεται από τα αστικά κόμματα ως η προοδευτική απάντηση στο διεφθαρμένο, πελατειακό κράτος.6 Κανείς τους βέβαια δεν αναφέρεται στο ποιος διαφθείρει αστούς πολιτικούς και για ποιο σκοπό, όπως, για παράδειγμα, στα σκάνδαλα της Novartis και της Siemens. Κανείς δεν εξηγεί πώς μετατρέπεται το δικαίωμα στην εργασία σε δυνατότητα για πολιτικό ρουσφέτι. Κανείς δε μιλά για τη σαπίλα που γεννούν οι συναλλαγές πάνω και κάτω από το τραπέζι των ομίλων για να αυξήσουν τα κέρδη τους.

Η κρατική πολιτική για την πάταξη του κοινωνικού ριζοσπαστισμού και η ένταση του αντικομμουνισμού βαφτίζονται επίσης θωράκιση της δημοκρατίας από την υπονομευτική δράση των δύο άκρων. Η αλυσίδα των νομοθετικών ρυθμίσεων που περιορίζουν τα δικαιώματα στην απεργία, στις διαδηλώσεις, στη συνδικαλιστική δράση βαφτίζεται προστασία του δικαιώματος στην ομαλή οικονομική ζωή και στην ασφάλεια των επενδυτών.

 

ΤΟ ΤΑΞΙΚΟ ΠΡΟΣΗΜΟ ΤΟΥ ΨΗΦΙΑΚΟΥ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Αντίστοιχα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του αστικού κράτους προβάλλεται ως διασφάλιση της ισότιμης πρόσβασης όλων στις δημόσιες υποδομές, ως κατοχύρωση της διαφάνειας της κρατικής λειτουργίας και ως κατάργηση των χρονοβόρων γραφειοκρατικών εμποδίων στην εξυπηρέτηση του πολίτη.7 Έτσι, παρουσιάζονται σήμερα ως μέτρα εξυπηρέτησης του λαού το ηλεκτρονικό μητρώο πολιτών, το μητρώο ανθρώπινου δυναμικού του δημοσίου, η διασυνδεσιμότητα των κρατικών υπηρεσιών.

Στην πραγματικότητα, τη θέση των παλιών χάρτινων φακέλων της Ασφάλειας για όσους «δε συμμορφώνονταν προς τας υποδείξεις» έχει πάρει τώρα το προληπτικό ψηφιακό φακέλωμα του καθενός και της καθεμιάς, αφού συγκεντρώνεται σε ενιαία βάση για επεξεργασία και αξιοποίηση το σύνολο των ιατρικών, δικαστικών, οικονομικών και προσωπικών τους στοιχείων.

Και φυσικά, δεν αναφερόμαστε σε κάποια ελληνική πρωτοτυπία. Η δυνατότητα μαζικής παρακολούθησης και επ’ αόριστον αποθήκευσης και επεξεργασίας του συνόλου των ψηφιακών επικοινωνιών από την κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αποκαλυφτεί εδώ και πολλά χρόνια από τον πρώην πράκτορα της CIA Έντουαρντ Σνόουντεν. Γνωστή είναι επίσης η αμερικανική παρακολούθηση κυβερνήσεων κρατών του ΝΑΤΟ με το σύστημα Echelon.

Αντίστοιχα, συλλέγονται για να αξιοποιηθούν σε ενιαία βάση όλες οι αξιολογήσεις, οι υπηρεσιακές μεταβολές, οι συνδικαλιστικές ενέργειες των δημόσιων υπαλλήλων.

Πρόσφατα, ο αρμόδιος υπουργός εξήγησε πώς θα προχωρήσει το επόμενο διάστημα η αξιολόγηση όλων των δημόσιων υπαλλήλων με βάση τον έλεγχο της συμβολής τους στην προώθηση της στοχοθεσίας του κράτους, την οποία προσπάθησε να παρουσιάσει ως πολιτικά άχρωμη και ουδέτερη.

Ασφαλώς, η αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας προσφέρει αντικειμενικά μια μείωση του χρόνου εξυπηρέτησης από τις κρατικές υπηρεσίες.

Όμως, η ψηφιακή πρόσβαση των πολιτών στις κρατικές υπηρεσίες δεν καταργεί τους ταξικούς φραγμούς, ούτε τις κοινωνικές ανισότητες στην υγεία και στη μόρφωση. Όλοι μπορούμε θεωρητικά να ζητήσουμε ψηφιακά ραντεβού για μαγνητική τομογραφία σε δημόσιο νοσοκομείο, το θέμα είναι ποια είναι η κατάληξη, ποιο είναι το πρακτικό αποτέλεσμα αυτού του αιτήματος. Όλοι ξέρουμε πώς αξιοποιείται σήμερα από το αστικό κράτος η δυνατότητα «ψηφιακής άυλης συνταγογράφησης» για τον περιορισμό των κρατικών δαπανών στην υγεία.

Αντίστοιχα, τώρα που η κυβέρνηση διαφημίζει τις νέες επενδύσεις των Κέντρων Επεξεργασίας Ψηφιακών Δεδομένων, πρέπει να ανοίξουμε πιο ουσιαστικά την αντιπαράθεση σχετικά με το ποιος και με ποια κριτήρια αποφασίζει για το ποια δεδομένα συλλέγονται, με ποια διαδικασία, ποιον τρόπο επεξεργασίας, ποιες πληροφορίες εξάγονται και για ποιο σκοπό. Πώς θα αξιοποιηθούν όλ’ αυτά τα δεδομένα στα χέρια του κεφαλαίου.

 

ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Για να αναβαθμίσει την αποτελεσματικότητα των κρατικών λειτουργών σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου, το αστικό κράτος προσαρμόζει επίσης τη διάρθρωσή του με τη λεγόμενη πολυεπίπεδη διακυβέρνηση. Έτσι, ενισχύεται η κυβέρνηση ως ισχυρό επιτελικό κέντρο σχεδιασμού, λήψης και ελέγχου των αποφάσεων και υποβαθμίζεται η σημασία των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, συχνά σε μια γρήγορη, τυπική επικύρωση των αποφάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται προσπάθεια διαχωρισμού των κυβερνητικών οργάνων που σχεδιάζουν και διαμορφώνουν τις πολιτικές κατευθύνσεις και των οργάνων που ασκούν την υπηρεσιακή διοίκηση για την υλοποίηση αυτών των κατευθύνσεων. Αντίστοιχα, ενισχύεται η λήψη αποφάσεων στρατηγικής σημασίας στα επιτελεία ιμπεριαλιστικών κέντρων και οργανισμών (π.χ., στην Κομισιόν, στο ΔΝΤ).

Με το Ν. 4622/2019 διαμορφώνονται στην Ελλάδα μια σειρά όργανα για τον προγραμματισμό, την ενοποίηση και την παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου, όπως η Γενική Γραμματεία Συντονισμού, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Οικονομικής Πολιτικής και το παλαιότερο ΚΥΣΕΑ.

Παράλληλα, αποκεντρώνονται ορισμένες κεντρικές κρατικές αρμοδιότητες και μεταφέρονται στην ευθύνη τοπικών κρατικών οργάνων. Οι Περιφέρειες και οι Δήμοι ως κρατικοί θεσμοί βρίσκονται πιο κοντά στις τοπικές κοινωνίες και γι’ αυτό χρησιμοποιούνται για να ενσωματώνουν πιο εύκολα τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Τα εκλεγμένα όργανά τους λειτουργούν μέσα στα πλαίσια του ασφυκτικού κορσέ της έγκρισης των αποφάσεών τους από την κεντρική διοίκηση. Σχεδιάζουν επίσης σύμφωνα με συγκεκριμένους όρους για να λάβουν την κοινοτική χρηματοδότηση των προγραμμάτων στα οποία μετέχουν, όπως το ΕΣΠΑ. Πολλές αρμοδιότητες μεταφέρονται πλέον εκτός της λειτουργίας και των αποφάσεων των Δημοτικών Συμβουλίων. Μεταφέρονται, για παράδειγμα, στις Οικονομικές Επιτροπές και στις Επιτροπές Ποιότητας Ζωής των Δήμων.

Έτσι, τελικά χρεώνονται οι Δήμοι και όχι οι κυβερνήσεις τη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκαλεί ο περιορισμός της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς και η εμπορευματοποίηση βασικών κοινωνικών δομών και υπηρεσιών, όπως η αύξηση των δημοτικών τελών για τη διαχείριση των απορριμμάτων και οι γνωστές ελλείψεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς.

Τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων υπηρετεί επίσης η υποστελέχωση και ουσιαστική απαξίωση Τεχνικών κρατικών Υπηρεσιών και Επιθεωρήσεων, η προώθηση ιδιωτικών φορέων επίβλεψης των έργων και των τομέων που αφορούν την ασφάλεια της εργασίας, την προστασία του περιβάλλοντος, την προστασία του λαού από φυσικές καταστροφές. Με τις νέες νομοθετικές ρυθμίσεις στη θέση του κρατικού ελέγχου, καλούνται οι ιδιωτικοί όμιλοι να αυτοελέγχονται.

Το σύγχρονο επιτελικό κράτος στην Ελλάδα διαθέτει, από τη μια, 140.000 ένστολους και, από την άλλη, μόλις 18 επιθεωρητές περιβάλλοντος και 3 επιθεωρητές μεταλλείων.

Την ίδια στιγμή γίνεται προσπάθεια επέκτασης και εμβάθυνσης της κρατικής παρέμβασης σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον πολιτισμό, τις θεατρικές και κινηματογραφικές παραγωγές.

Στην οικονομική λειτουργία του κράτους η αστική πολιτική αξιοποιεί τις αρνητικές συνέπειες και τα αδιέξοδα του συστήματος για να προχωρήσει σε νέα επίθεση σε βάρος των εργαζόμενων. Η υψηλή ανεργία αξιοποιείται για να επεκταθεί η μερική απασχόληση και οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος αξιοποιείται για να εμφανιστεί ως μονόδρομος η τεράστια χρηματοδότηση των «πράσινων επενδύσεων».

Τα μίγματα οικονομικής διαχείρισης αλλάζουν, δεν αλλάζει, όμως, η ταξική κατεύθυνση άσκησης της οικονομικής βίας του κράτους. Η πυξίδα δείχνει σταθερά προς την επιβολή φτηνής εργατικής δύναμης. Να αυξηθεί δηλαδή το ξεζούμισμα, να δουλεύουμε περισσότερο και να αμειβόμαστε λιγότερο.

Το κεφάλαιο επιχειρεί να καταργήσει στην πράξη ακόμα και την τυπική οριοθέτηση του εργάσιμου χρόνου στην πνευματική εργασία. Με τις ασφυκτικές χρονικές προθεσμίες οδηγεί, π.χ., τον εργαζόμενο επιστήμονα να σκέφτεται ατελείωτες ώρες για την επίλυση προβλημάτων, ανεξάρτητα από την παραμονή στο χώρο εργασίας και το καθορισμένο ωράριο. Η αύξηση των άδικων έμμεσων φόρων που κατανέμουν ίδια βάρη σε άνισα εισοδήματα είναι επίσης κοινός τόπος όλων των αστικών κυβερνήσεων.

Απέναντί μας, σε τελευταία ανάλυση, έχουμε ένα κράτος πολύ ικανό και επιτελικό για να στηρίζει την κερδοφορία των ομίλων και ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο ανίκανο να ικανοποιήσει τις δικές μας ανάγκες.

Ένα κράτος και μια κυβέρνηση που πανηγυρίζει για το ρεκόρ προσέλκυσης επενδύσεων στην Ελλάδα την τελευταία διετία και κρύβει ότι πίσω από αυτήν την επιτυχία βρίσκεται η ισοπέδωση των εργατικών δικαιωμάτων και των μισθών με τα τρία Μνημόνια και τους νέους αντιλαϊκούς νόμους. Κρύβει ότι συνώνυμο αυτής της ανάπτυξης είναι η ακρίβεια και η ενεργειακή φτώχεια.

Απέναντί μας έχουμε ένα κράτος πολύ ικανό στο ηλεκτρονικό φακέλωμα όλων των πολιτών και στην υπονόμευση απεργιών και για τον ίδιο λόγο ανίκανο να περιορίσει τα εργατικά ατυχήματα και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις πυρκαγιές και τις πλημμύρες.

Όσο και αν αναβαθμίζεται ο αστικός επιτελικός σχεδιασμός, αποδεικνύεται ότι κανένα αστικό σχέδιο διαχείρισης δεν μπορεί να ακυρώσει τις αξεπέραστες αντιθέσεις και αντιφάσεις που γεννά η λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας. Οι υποσχέσεις για «δίκαιη ανάπτυξη για όλους» συντρίβονται στο σκληρό έδαφος της πραγματικότητας. Κάθε φάρμακο για το ένα σύμπτωμα αποδεικνύεται δηλητήριο για το άλλο. Η αύξηση των επιτοκίων, για παράδειγμα, για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη, αποδεικνύεται ότι επιταχύνει την πορεία προς την ύφεση και την εκδήλωση νέας οικονομικής κρίσης.

 

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΑΞΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Φίλες και φίλοι.

Η λενινιστική θέση για τον ταξικό αντιδραστικό χαρακτήρα του αστικού κράτους βρίσκεται σταθερά στο στόχαστρο της κριτικής της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνιστικού ρεύματος. Μια λεπτομερής παρουσίαση της σχετικής ιδεολογικής διαπάλης ξεπερνά τα όρια της σημερινής συζήτησης. Θα σταθούμε, όμως, συνοπτικά σε ορισμένες βασικές πλευρές.

Δεσπόζουσα θέση στις οπορτουνιστικές αναλύσεις έχει η λαθεμένη προβολή του αστικού κράτους ως πεδίου της ταξικής πάλης, πεδίου στο οποίο αποτυπώνεται τάχα ο εκάστοτε συσχετισμός ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας. Η λενινιστική θέση παρουσιάζεται ως εργαλειακή αντίληψη, που αδυνατεί τάχα να συλλάβει τη ζωντανή λειτουργία του κράτους και αντιλαμβάνεται σχηματικά το κράτος ως ένα απλό «άψυχο» εργαλείο στα χέρια της αστικής τάξης.8 Αντίστοιχα, το αστικό Σύνταγμα παρουσιάζεται ως το ουδέτερο εγγυητικό πλαίσιο των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών του πολίτη.9 Με άλλα λόγια, σύμφωνα με αυτές τις αναλύσεις, οι συνταγματικές διατάξεις αποτυπώνουν απλώς τον εκάστοτε συσχετισμό δύναμης της ταξικής πάλης και προσφέρουν ανάλογες κάθε φορά εγγυήσεις για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών.

Σε αυτήν τη βάση προβάλλεται ως προοδευτικός ο κοινωνικός εταιρισμός, η συμμετοχή εκπροσώπων του κεφαλαίου και της εργασίας σε κρατικούς θεσμούς, που υποτίθεται ότι προσπαθούν να συνθέσουν και να βρουν τη χρυσή τομή των διαφορετικών απόψεων. Μιλούν για διαφορετικές απόψεις και όχι για αντίθετα ταξικά συμφέροντα, που ασφαλώς δεν τέμνονται.

Η σχετική αυτοτέλεια του αστικού κράτους από τα άμεσα συμφέροντα κάθε μονοπωλιακού ομίλου διαστρεβλώνεται. Παρουσιάζεται ως αυτονομία της πολιτικής βούλησης του κράτους από τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Το αστικό κράτος εμφανίζεται «διαπερατό στα λαϊκά συμφέροντα».

Οι διαφορετικές λειτουργίες του αστικού κράτους προβάλλονται ως αυτοτελείς δομές, ως αυτοτελή πεδία στα οποία διεξάγεται ταξική αναμέτρηση. Αυτή η ανάλυση καταλήγει στη λαθεμένη θέση ότι μπορεί να αλλάξει ο συσχετισμός σε βάρος της άρχουσας τάξης μέσα σε ορισμένους μηχανισμούς του κράτους, όπως η εκπαίδευση.10

Και ποιος μπορεί τελικά να είναι ο φορέας του υποτιθέμενου φιλολαϊκού μετασχηματισμού του αστικού κράτους; Όλοι μαντεύουμε την απάντησή τους. Μια «προοδευτική, αριστερή, αντισυστημική» κυβέρνηση με τη στήριξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος.

Όποιος αρνείται –όπως το ΚΚΕ– να ακολουθήσει αυτόν το χρεοκοπημένο ιστορικά δρόμο, που οδήγησε σε στρατηγικές ήττες το κομμουνιστικό κίνημα, κατηγορείται ότι εγκαταλείπει τάχα την πάλη για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση άμεσων κατακτήσεων που θα βελτιώσουν τη ζωή του λαού στον καπιταλισμό και θα ανοίξουν σταδιακά το δρόμο προς το σοσιαλισμό.

Ας εξετάσουμε αυτούς του ισχυρισμούς.

Ασφαλώς, το αστικό κράτος, για να φέρει σε πέρας την ταξική αποστολή του, οφείλει να διατηρεί μια σχετική αυτοτέλεια από τα άμεσα συμφέροντα κάθε μονοπωλιακού ομίλου. Αυτό είναι απαραίτητο για να εκφράσει τα στρατηγικά συμφέροντα της εγχώριας αστικής τάξης και για να παρέμβει ρυθμιστικά στον ανταγωνισμό των διαφόρων ομίλων για τη διανομή των μεριδίων αγοράς και των κερδών.

Το κράτος μπορεί ακόμα και να περιορίσει τα επενδυτικά σχέδια ενός ομίλου ή την κερδοφορία του προκειμένου να θωρακίσει το γενικό στρατηγικό συμφέρον της άρχουσας τάξης. Παράλληλα, το αστικό κράτος οφείλει να παρακολουθεί άγρυπνα την πορεία της ταξικής πάλης και να παρεμβαίνει συνεχώς για να ενσωματώσει και να καταστείλει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Και αυτή η παρέμβαση απαιτεί τη ζωντανή, επιτελική λειτουργία του κράτους.

Για παράδειγμα, μπροστά στην έκρηξη της ενεργειακής φτώχειας το κράτος μπορεί να περιορίσει προσωρινά τα κέρδη των παραγωγών και προμηθευτών ενέργειας για να μη μειωθεί σημαντικά η ανταγωνιστικότητα των ενεργοβόρων βιομηχανιών. Μπορεί επίσης να επιδοτήσει τα λαϊκά νοικοκυριά για να μη μειωθεί απότομα η λαϊκή κατανάλωση και για να μην τροφοδοτήσει η αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας μια άνοδο του κινήματος και των ριζοσπαστικών αγωνιστικών διαθέσεων.

Πώς πρέπει να κατανοήσουμε αυτήν την εξέλιξη; Σημαίνει τάχα ότι υπάρχει πολιτική βούληση του κράτους, αυτόνομη από αυτήν της αστικής τάξης; Μετατρέπεται το κράτος σε ένα ουδέτερο γήπεδο ταξικής αναμέτρησης;

Το αντίθετο συμβαίνει. Το κράτος παρεμβαίνει ενεργά για να διασφαλίσει τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης, δε μετατοπίζεται σε φιλολαϊκή κατεύθυνση. Οι επιδοτήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό προέρχονται από τη φορολογία των εργαζόμενων. Τα υπερκέρδη των ομίλων, που περιορίζονται, προέρχονται από τη λειτουργία της απελευθερωμένης αγοράς που κατοχυρώνει το ίδιο το κράτος και από τη στρατηγική της «πράσινης μετάβασης» που εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις.

Η ζωντανή λειτουργία του κράτους έχει στόχο να διασφαλίσει και να οργανώσει τη κυριαρχία της άρχουσας τάξης, να συμβάλλει στη διαμόρφωση της στρατηγικής της, να προωθήσει τις κοινωνικές συμμαχίες της, να καταστείλει και να ενσωματώσει το εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Η διεθνής ιστορική πείρα έχει επίσης επιβεβαιώσει πλήρως το θεωρητικό συμπέρασμα ότι οι λειτουργίες του αστικού κράτους –ιδεολογικές, οικονομικές, νομικές, κατασταλτικές– δεν αυτονομούνται, διαπλέκονται και υπηρετούν ενιαία τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Το κράτος δεν τεμαχίζεται σε αυτόνομες δομές και μηχανισμούς, ούτε οι λειτουργίες του μπορούν να αποτελέσουν αυτοτελή πεδία ταξικής πάλης.

Για παράδειγμα, το σχολείο δεν αποτελεί ένα αποκλειστικά ιδεολογικό μηχανισμό. Υπάρχει ταυτόχρονα η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού για τη συμμόρφωσή του «προς τας υποδείξεις», υπάρχει η απειλή της απόλυσης ή η απειλή αποβολής των μαθητών. Άλλο παράδειγμα: Η οικονομική πολιτική των πλειστηριασμών υλοποιείται με τη συνδρομή των δικαστηρίων και της αστυνομίας.

Όλες οι λειτουργίες του αστικού κράτους υπηρετούν τον ίδιο στόχο. Αντίστοιχα, το αστικό Σύνταγμα αποτυπώνει και διαμορφώνει σε νομική μορφή τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, έχει ως στόχο τη διασφάλιση της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος και της κερδοφορίας του κεφαλαίου.11 Αποτελεί τη βασική νομοθετική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου και όχι τη νομική εγγύηση των λαϊκών ελευθεριών. Αν μπροστά σε κάθε νέα αντιδραστική αναθεώρηση του αστικού Συντάγματος υπερασπίζουμε το προηγούμενο, δίνουμε τη μάχη του μέλλοντος με τη σημαία του παρελθόντος.

Η αστική πολιτική προχωρά σε αναγκαίους εκσυγχρονισμούς του νομοθετικού πλαισίου, για παράδειγμα, στην αναθεώρηση αναχρονιστικών διατάξεων του Οικογενειακού Δικαίου, και κατοχυρώνει νομοθετικά καθολικά δικαιώματα που αποτελούν «γράμματα κενά περιεχομένου». Για παράδειγμα, κατοχυρώνει στα χαρτιά τα δικαιώματα όλων των πολιτών στη μόρφωση, στην υγεία, στην εργασία. Αυτές οι αλλαγές, καθώς και οι ανέξοδες διακηρύξεις, όχι μόνο δεν έρχονται σε αντίθεση, αλλά αντίθετα νομιμοποιούν στη λαϊκή συνείδηση τον αντιδραστικό ρόλο του αστικού κράτους. Δημιουργούν αυταπάτες για τη δυνατότητα μετασχηματισμού του κράτους σε προοδευτική, φιλολαϊκή κατεύθυνση.

Και η Ιστορία μάς έχει διδάξει ότι η επιλογή του δήθεν μικρότερου κακού οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια από το κακό στο χειρότερο. Μόνο όταν το εργατικό-λαϊκό κίνημα σημαδεύει και συγκρούεται αγωνιστικά με τον πραγματικό αντίπαλό του, την αστική τάξη, μόνο όταν βαδίζει στο δρόμο της ανατροπής μπορεί να ανακόψει την επίθεση του κεφαλαίου και να αποσπάσει ορισμένες προσωρινές κατακτήσεις και νίκες. Αντίθετα, όταν το κίνημα μετατρέπεται σε υπηρέτη της κυβερνητικής εναλλαγής, ο λαός θα υποστεί σίγουρα νέες απώλειες.

Γι’ αυτό και ο λαός δεν πρέπει να εναποθέτει τις ελπίδες του στην αλλαγή αστικής κυβέρνησης. Καμιά αστική κυβέρνηση, όπως και αν αυτοχαρακτηρίζεται, «προοδευτική» ή «αριστερή», δεν μπορεί να παρακάμψει ή να υπονομεύσει τις νομοτέλειες με τις οποίες λειτουργεί η καπιταλιστική οικονομία. Καμιά διακυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού δεν μπορεί να σταθεί με πρόγραμμα που θα υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, την κερδοφορία του κεφαλαίου. Γι’ αυτό, παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις τους, όλες οι αστικές κυβερνήσεις εφαρμόζουν μετεκλογικά τα αντιλαϊκά μέτρα των προηγούμενων και παίρνουν νέα μέτρα για να αυξηθεί παραπέρα ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Σκεφτείτε τι μας διδάσκει η διαδρομή από την κυβέρνηση Παπανδρέου, Σαμαρά και Τσίπρα στη συνέχεια, μέχρι τη σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Αντίστοιχα, στην ΕΕ όλες οι διαφορετικές αστικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών δεσμεύονται να εφαρμόσουν σήμερα τη στρατηγική της «πράσινης μετάβασης». Όλες επίσης προώθησαν την «απελευθέρωση της αγοράς» ενέργειας τις προηγούμενες δεκαετίες.

Παντού, στη Χιλή, στη Γαλλία, στην Ιταλία, μέχρι την Ελλάδα και την Κύπρο, αποδείχτηκε ότι το τρένο της αστικής διακυβέρνησης κινείται σταθερά στις ράγες που καθορίζει η εξουσία του κεφαλαίου, όσοι μηχανοδηγοί και αν αλλάξουν. Ακόμα και συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως πρόσφατα στη Βρετανία, υποχρεώθηκαν σε ελάχιστο χρόνο να αλλάξουν πολιτική μόλις δέχτηκαν τα κρατικά τους ομόλογα την επίθεση των αγορών.

 

Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Φίλες και φίλοι.

Η ιστορική πείρα και οι σημερινές εξελίξεις φωτίζουν ότι το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο δεν μπορεί να εξανθρωπιστεί, να γίνει φιλολαϊκό. Η επιδείνωση των συνθηκών εργασίας και ζωής, παρά την άνοδο της παραγωγικότητας, αφορά σήμερα ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο και τα πιο ανεπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη.

Οι δυνατότητες να ζήσουμε πολύ καλύτερα, δυνατότητες που γεννά η δουλειά των εργαζόμενων, η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνικής και ο κοινωνικός χαρακτήρας της παραγωγής, ακυρώνονται και θυσιάζονται σήμερα στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Η διασφάλιση του καπιταλιστικού κέρδους ακυρώνει σήμερα τη δυνατότητα να δουλεύουμε λιγότερες ώρες με πιο δημιουργικό περιεχόμενο, να έχουμε όλοι δουλειά χωρίς τον εφιάλτη της ανεργίας, να απολαμβάνουμε υψηλού επιπέδου δωρεάν υπηρεσίες μόρφωσης και υγείας. Γεννά και διογκώνει την ενεργειακή φτώχεια, τις περικοπές στη θέρμανση, στην κίνηση και στην ηλεκτροδότηση της λαϊκής οικογένειας. Γεν-
νά την ψηφιακή φτώχεια σε σχέση με την αξιοποίηση του φάσματος σχετικών υπηρεσιών. Όσο το κεφάλαιο αποφασίζει για τους στόχους της παραγωγής, όσο η αστική τάξη καθορίζει την οργάνωση της κοινωνίας, δεν πρόκειται να ικανοποιηθούν οι ανάγκες μας. Δε θα δούμε άσπρη μέρα.

Όποιο πρόβλημα και αν εξετάσουμε, από τις οικονομικές κρίσεις μέχρι τον κίνδυνο ενός νέου μεγάλου ιμπεριαλιστικού πολέμου, στο ίδιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε: Απαιτείται μια ανώτερου τύπου οργάνωση της κοινωνίας, που θα βάλει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Απαιτείται να αλλάξει ο σκοπός της παραγωγής, να μην είναι πλέον το καπιταλιστικό κέρδος, αλλά η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας που συνεχώς διευρύνονται, η ολόπλευρη ανάπτυξη όλων των μελών της κοινωνίας. Απαιτείται να πάρει η εργατική τάξη στα χέρια της τα κλειδιά της οικονομίας και το τιμόνι της εξουσίας.

Αυτή η ανώτερη οργάνωση της κοινωνίας, που διαφέρει ριζικά απ’ όλα τα συστήματα που προηγήθηκαν ιστορικά και είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, είναι ο σοσιαλισμός. Είναι η εργατική εξουσία και η κοινωνική ιδιοκτησία που διαμορφώνουν τη δυνατότητα να εφαρμοστεί ο κεντρικός σχεδιασμός της παραγωγής, της οικονομίας και να καθοριστούν επιστημονικά στόχοι με γνώμονα την κοινωνική ευημερία.

Συχνά συναντάμε τον αντίλογο ότι και στον καπιταλισμό υπάρχουν και υλοποιούνται σχέδια. Σχέδια παρουσιάζουν οι ΕΕ και τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, οι αστικές κυβερνήσεις, οι μονοπωλιακοί όμιλοι. Πού βρίσκεται η διαφορά;

Τα σχέδια των ομίλων έχουν στόχο να αυξήσουν τα κέρδη τους και τα μερίδιά τους στην αγορά. Τα κρατικά σχέδια και η πολιτική των αστικών κυβερνήσεων προωθούν τα εκάστοτε στρατηγικά συμφέροντα της άρχουσας τάξης των καπιταλιστών, τα συμφέροντα των εγχώριων ομίλων στο διεθνή ανταγωνισμό. Πάνω απ’ όλα, έχουν στόχο να διασφαλίσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου σε βάρος του λαού.

Στο σοσιαλισμό δεν αλλάζει μόνο η ιδιοκτησία και ο σκοπός της παραγωγής. Αλλάζει ριζικά και ο ρόλος των εργαζόμενων. Οι εργαζόμενοι δεν αναζητούν πλέον αγοραστή, αφεντικό για να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη μέσα στη ζούγκλα της καπιταλιστικής αγοράς. Συμμετέχουν με σχέσεις αμοιβαίας αλληλοβοήθειας στη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής. Αξιοποιούν τη δύναμη της συνεργασίας για να δώσουν ώθηση στην κοινωνική πρόοδο, μια δύναμη που είναι ασύγκριτα ισχυρότερη από τη δύναμη του ανταγωνισμού των ατόμων που ζουν κάτω από το ζυγό της μισθωτής σκλαβιάς.

Στο χώρο εργασίας δε βασιλεύει πλέον η αόρατη βία του κεφαλαίου, που αποφασίζει ποιος θα πάρει αύξηση, ποιος θα απολυθεί, ποιος θα προσληφθεί, η αόρατη βία που διασπά την αναγκαία για την κοινωνική πρόοδο ουσιαστική συνεργασία των εργαζόμενων.

Απέναντι στην ανταγωνιστική αρένα του καπιταλισμού, που απομονώνει και αποξενώνει τον άνθρωπο από τους συνανθρώπους του, υψώνεται η απελευθερωτική δύναμη της συλλογικότητας του Επιστημονικού Κεντρικού Σχεδιασμού του σοσιαλισμού. Στο σοσιαλι-
σμό οι εργαζόμενοι συμμετέχουν ενεργά στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων, σχετικά με το τι, πώς, πότε θα παραχθεί, πώς θα κατανεμηθεί, πώς θα οργανωθεί η κοινωνική ζωή. Διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για να απελευθερωθεί η δημιουργική πρωτοβουλία των εκατομμυρίων.

Ο σοσιαλισμός μπορεί να ξεκλειδώσει τις δημιουργικές ικανότητες και την πρωτοβουλία των εργαζόμενων, γιατί τους βγάζει από το παρασκήνιο και τους φέρνει στο προσκήνιο της Ιστορίας. Γιατί μπορεί να μειώσει τον εργάσιμο χρόνο, να ενισχύσει το δημιουργικό περιεχόμενο της εργασίας και να αναβαθμίσει το μορφωτικό επίπεδο των εργαζόμενων. Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, δεν υπάρχει πλέον η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας που συνεχώς βαθαίνει και στην ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της από το κεφάλαιο, από μια χούφτα μεγαλομετόχους των ομίλων.

Ο Επιστημονικός Κεντρικός Σχεδιασμός της εργατικής εξουσίας διαφέρει, λοιπόν, ριζικά από τα ανταγωνιστικά σχέδια των μονοπωλιακών ομίλων και των αστικών κυβερνήσεων. Δεν αποτελεί ένα συγκριτικά καλύτερο, πιο ολοκληρωμένο τεχνοκρατικό σχέδιο στην ίδια κατεύθυνση με τα προηγούμενα. Εκφράζει το ριζικά διαφορετικό τρόπο που συνενώνονται πλέον οι εργαζόμενοι με τα μέσα παραγωγής σε σχέση με τον καπιταλισμό. Είναι κοινωνική σχέση παραγωγής που δεν καθορίζεται από την καπιταλιστική ιδιοκτησία, αλλά από την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.12

Για πρώτη φορά στην Ιστορία, διαμορφώνεται σχεδιασμένη οργάνωση της παραγωγής σε παγκοινωνική κλίμακα προς όφελος εκατομμυρίων εργαζόμενων. Η λαϊκή ευημερία γίνεται πλέον κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Η κατανόηση του Επιστημονικού Κεντρικού Σχεδιασμού ως σοσιαλιστικής σχέσης παραγωγής βοηθά να προσεγγίσουμε ουσιαστικά αυτό το ζήτημα, χωρίς να εγκλωβιστούμε στο σχηματικό αντιδιαλεκτικό ερώτημα αν πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση «η ενίσχυση της πολιτικής εργατικής δημοκρατίας ή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Ορισμένες προσεγγίσεις του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού» προτάσσουν αυτό το μηχανιστικό δίπολο για να ερμηνεύσουν την πορεία της ΕΣΣΔ.

Στην πραγματικότητα, ο ενεργός πολιτικός ρόλος των εργαζόμενων στη σοσιαλιστική οικοδόμηση απελευθερώνει και ενισχύει την παραγωγική τους δύναμη, την ανάπτυξη των σωματικών και πνευματικών τους ικανοτήτων. Αντίστροφα, η απελευθέρωση και η αναβάθμιση της κύριας παραγωγικής δύναμης, του εργαζόμενου ανθρώπου, της εργατικής τάξης, αυξάνει τη δυνατότητα της εργατικής εξουσίας να ανοίγει το δρόμο για την πλήρη κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Μια πιθανή εξασθένιση του ενεργού ρόλου των εργαζόμενων στα όργανα της εργατικής εξουσίας θα έχει αργά ή γρήγορα αρνητική επίδραση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Ταυτόχρονα, όμως, ο σοσιαλισμός αποτελεί μια ανώριμη, κατώτερη βαθμίδα, όπου γεννιέται και αναπτύσσεται η κομμουνιστική κοινωνία. Ο δρόμος προς την πλήρη κοινωνική απελευθέρωση, προς τον κομμουνισμό, παραμένει ακόμα μακρύς και δύσβατος, δεν αποκλείονται τα πισωγυρίσματα, όπως μας δίδαξε η ιστορία του 20ού αιώνα.

Η νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια χώρα ή μια ομάδα χωρών δεν εξαλείφει αμέσως τα σημάδια του καπιταλιστικού παρελθόντος, π.χ., του ατομισμού στη συνείδηση των εργαζόμενων.

Τα ιμπεριαλιστικά κέντρα θα συνεχίσουν να υπονομεύουν με κάθε τρόπο την προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η κυριαρχία του καπιταλισμού σε διεθνές επίπεδο και οι συνέπειές της δε θα εξαφανιστούν με κάποιο μαγικό ραβδί.

 

Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΣΑΚΙΣΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Τι υπογραμμίζουν όσα προαναφέραμε;

Μας βοηθούν να κατανοήσουμε γιατί η εργατική τάξη δεν μπορεί να παραλάβει τον αστικό κρατικό μηχανισμό και να τον χρησιμοποιήσει προς όφελός της για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Να κατανοήσουμε ότι αντίθετα πρέπει να τον τσακίσει και να τον αντικαταστήσει με το δικό της κράτος, το κράτος της εργατικής εξουσίας.

Για να φωτίσει τη σημασία αυτής της θεμελιακής θέσης της επαναστατικής θεωρίας, ο Μαρξ, αφού μελέτησε την πείρα της Παρισινής Κομμούνας, έκανε τη μοναδική διόρθωση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, στον Πρόλογο της τελευταίας έκδοσής του που συνυπέγραψε με τον Ένγκελς, το 1872. Ο Λένιν ανέπτυξε δημιουργικά αυτήν τη θέση για την ανάγκη τσακίσματος του αστικού κράτους στην εποχή του ιμπεριαλισμού, του μονοπωλιακού καπιταλισμού, με το κορυφαίο έργο του Κράτος και επανάσταση. Ανέδειξε τη σημασία του κράτους της εργατικής εξουσίας για την επιτυχία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ανέδειξε το καθήκον του εργατικού κράτους, το καθήκον της επαναστατικής πολιτικής να δημιουργήσει μια νέα κοινωνικοοικονομική βάση, την κοινωνικοποιημένη παραγωγή, για να μπορούν να λειτουργήσουν οι νομοτέλειες ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αυτές οι νομοτέλειες δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς τον ενεργό ρόλο της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, χωρίς την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης που συνεχίζεται. Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν κληρονομεί μετά από την ανατροπή του καπιταλισμού προϋπάρχουσες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Αυτή είναι και μια μεγάλη διαφορά με τις αστικές επαναστάσεις.

Όπως απέδειξε η Ιστορία του 20ού αιώνα, η σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν είναι μια εύκολη ανέμελη πορεία που οδηγεί αυτόματα στον κομμουνισμό. Είναι μια πολύ δύσκολη αποστολή. Ο Κεντρικός Σχεδιασμός αντιμετωπίζει αντικειμενικούς περιορισμούς. Στην αρχή δεν μπορεί κάθε εργαζόμενος να αμείβεται ανάλογα με τις ανάγκες του. Το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δεν επιτρέπει την πρόσβαση σε όλο το κοινωνικό προϊόν με βάση το σύνολο των αναγκών των εργαζόμενων.

Ο Επιστημονικός Κεντρικός Σχεδιασμός πρέπει να αναβαθμίζεται συνεχώς, να προσαρμόζεται διαρκώς στις νέες απαιτήσεις, στις νέες ανάγκες που γεννά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αυτή η αποστολή δεν μπορεί να υλοποιηθεί από τους θεσμούς του αστικού κράτους. Το τυπικό δικαίωμα της ψήφου κάθε 4 χρόνια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δεν μπορεί να διασφαλίσει την ενεργό καθημερινή συμμετοχή των εργαζόμενων στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων. Απαιτούνται νέοι θεσμοί της εργατικής εξουσίας που θα έχουν στον πυρήνα τους τον ίδιο το χώρο της εργασίας και θα εξασφαλίζουν τη συνεχή ουσιαστική συμμετοχή των εργαζόμενων. Θεσμοί που θα διασφαλίζουν τη συχνή εκλογή αντιπροσώπων των εργαζόμενων σε όλα τα επίπεδα της εξουσίας, με αφετηρία τις συνελεύσεις στους χώρους δουλειάς και εκπαίδευσης. Αντιπροσώπων που θα είναι άμεσα ανακλητοί απ’ όσους τους εξέλεξαν.

 

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Φίλες και φίλοι.

Όλα όσα προαναφέραμε δεν αποτελούν μια αυθαίρετη θεωρητική υπόθεση εργασίας. Τέτοιοι θεσμοί και όργανα αναδείχτηκαν στην ιστορία της ταξικής πάλης με την Παρισινή Κομμούνα, με τα Σοβιέτ πριν τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, με τα εργατικά συμβούλια στη Γερμανία και στην Ιταλία τη δεκαετία του 1920. Λαογέννητοι θεσμοί, όπως της Λαϊκής Δικαιοσύνης και της Λαϊκής Αυτοδιοίκησης, αναδείχτηκαν και στην Ελλάδα την περίοδο των ένοπλων αγώνων του ΕΑΜ και του ΔΣΕ, με περιορισμένο, όμως, περιεχόμενο μέσα στο αστικό πλαίσιο.

Στο σοσιαλισμό, λοιπόν, ο εργαζόμενος μπορεί να εκλέγει και να εκλέγεται σε όλα τα όργανα εξουσίας, μπορεί να ελέγχει ουσιαστικά, να ανακαλεί συμβούλους και αντιπροσώπους. Βάθρο της εργατικής εξουσίας είναι η υποχρέωση καθενός και καθεμιάς να εργάζεται. Με βάση το χώρο εργασίας του ασκεί τα δικαιώματά του και τις υποχρεώσεις του προς τα όργανα εξουσίας, από τη συνέλευση των εργαζόμενων μέχρι τα περιφερειακά και το ανώτατο όργανο. Αυτή η λειτουργία και αυτά τα νέα όργανα είναι απαραίτητα για να εκπληρώσει το εργατικό κράτος τόσο την αμυντική και κατασταλτική του λειτουργία απέναντι στους εχθρούς του σοσιαλισμού όσο και τη δημιουργική, οικονομική και πολιτιστική αποστολή του.

Σε όλα τα επίπεδα των οργάνων εξουσίας θα ανήκει η απονομή της Λαϊκής Δικαιοσύνης. Σε όλα τα δικαστικά όργανα θα συμμετέχουν εκλεγμένοι εκπρόσωποι των εργαζόμενων, αλλά φυσικά θα συμβάλλει εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, δικαστές και δικηγόροι.

Οι νομικοί επιστήμονες έχουν σοβαρό ρόλο να επιτελέσουν στην αποτελεσματική εφαρμογή και έρευνα των νέων προβλημάτων του σοσιαλιστικού Δικαίου. Πρέπει να συμβάλλουν ώστε να βαθαίνουν, να επεκτείνονται οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής. Δεν υποτιμάμε τη σχετική αυτοτέλεια του νομικού εποικοδομήματος, που ασφαλώς καθορίζεται από την οικονομική βάση, αλλά ταυτόχρονα επιδρά στις αλλαγές στην οικονομία. Δεν υποτιμάμε το πλήθος παραγόντων που μπορούν να οδηγήσουν στην παραβίαση της σοσιαλιστικής νομιμότητας.

Η πορεία προς τον κομμουνισμό, προς την απονέκρωση του κράτους, προς την ιστορική περίοδο όπου τα καθήκοντα σχεδιασμού και ελέγχου της παραγωγής θα χάσουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα, δεν περνά μέσα από την εξασθένιση, αλλά μέσα από την αναβάθμιση της αποτελεσματικής λειτουργίας του σοσιαλιστικού κράτους.

Μόνο η αναρχική αφέλεια μπορεί να παραβλέψει την ιστορική πείρα. Ας θυμηθούμε την ιμπεριαλιστική περικύκλωση, τις μεγάλες στρατιωτικές επεμβάσεις και τη διαρκή υπονόμευση της Σοβιετικής Ένωσης σε όλη τη διάρκεια της ζωής της και τη συνεχή σπίλωση των επιτευγμάτων της μέχρι σήμερα.

Σε πείσμα των αστικών αναλύσεων, η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης απέδειξε τι μπορούν να πετύχουν οι εργαζόμενοι όταν γίνουν κυρίαρχοι των μέσων παραγωγής, όταν κατακτήσουν την πολιτική εξουσία. Στη Σοβιετική Ένωση εξασφαλίστηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα στην εργασία, μπήκαν τα θεμέλια για την κατάργηση της γυναικείας ανισοτιμίας, αναπτύχθηκε πολύ νωρίτερα από τον καπιταλισμό η δωρεάν, υψηλού επιπέδου υγεία και παιδεία. Έγιναν άλματα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, από το γρήγορο εξηλεκτρισμό μιας απέραντης χώρας μέχρι την κατάκτηση του Διαστήματος. Η ενέργεια, τα τρόφιμα, το νερό, τα φάρμακα και, πάνω απ’ όλα, η ίδια η εργατική δύναμη σταμάτησαν να αποτελούν εμπορεύματα. Εξαλείφτηκε η ενεργειακή φτώχεια.

Όμως, την υπεροχή του σοσιαλισμού υπογραμμίζει και η αρνητική πείρα του 20ού αιώνα. Γιατί και αυτή η ιστορική πείρα υπογραμμίζει τις αρνητικές συνέπειες όταν υπονομεύεται και εξασθενεί, αντί να αναβαθμίζεται, ο Κεντρικός Σχεδιασμός, όταν ενισχύονται, αντί να υποχωρούν, οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και οι δυνάμεις της ομαδικής ιδιοκτησίας, όταν αυξάνει, αντί να μειώνεται, η απόσταση ανάμεσα στη διευθυντική και στην εκτελεστική εργασία.13 Όλη αυτή η αρνητική πορεία, που άνοιξε το δρόμο στη δημιουργία σκιώδους κεφαλαίου και τελικά στη νίκη της αντεπανάστασης, ανέδειξε τις ολέθριες συνέπειες της θεωρητικής αδυναμίας και της οπορτουνιστικής διάβρωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σοβιετική Ένωση. Χαρακτηριστική πλευρά αυτής της αρνητικής ιστορικής πείρας ήταν η πορεία από την εξασθένιση της λειτουργίας των Σοβιέτ με τη μετατόπισή της από το χώρο εργασίας στο χώρο κατοικίας, μέχρι την ανακήρυξη του «παλλαϊκού κράτους» το 1961 και την επίσημη αναθεώρηση της λενινιστικής θέσης για την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Ωστόσο, σήμερα έχουμε αποκτήσει πολύτιμη θεωρητική γνώση για να μην επαναλάβουμε ίδια λάθη. Παράλληλα, σήμερα έχουν εκλείψει μια σειρά επιστημονικοί και τεχνικοί περιορισμοί για την επιτυχία του Κεντρικού Σχεδιασμού και το βάθεμα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής συγκριτικά με το 1917 στη Ρωσία και το 1950 στη Σοβιετική Ένωση.

Σήμερα, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις νέες δυνατότητες για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση που γεννά η εποχή της «ψηφιακής οικονομίας» και της «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης». Να αξιοποιήσουμε προς όφελος της λαϊκής ευημερίας τις μεγάλες δυνατότητες που γεννά η αύξηση του βαθμού κοινωνικοποίησης της εργασίας.

 

ΟΙ ΝΕΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΣΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ

Οι νέες δυνατότητες για γρήγορη συλλογή και εντατική επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων και πληροφοριών μπορούν να αξιοποιηθούν για να ληφθούν γρήγορες και βέλτιστες αποφάσεις που αφορούν τη συνδυασμένη ικανοποίηση του συνόλου των αναγκών της κοινωνίας.

Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας μπορεί να αξιοποιηθεί για να αυξηθεί ο ελεύθερος χρόνος και να ενισχυθεί το δημιουργικό περιεχόμενο της εργασίας. Η αλματώδης τεχνολογική ανάπτυξη μπορεί να αξιοποιηθεί για να αναβαθμιστεί το γενικό μορφωτικό επίπεδο των εργαζόμενων, της κύριας παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας.

Η διασφάλιση αρκετού ελεύθερου χρόνου και της πρόσβασης όλων σε πλούσιο μορφωτικό και πολιτιστικό περιεχόμενο δρα απελευθερωτικά για την ανάπτυξη των πνευματικών και σωματικών ικανοτήτων των ανθρώπων.

Οι νέες δυνατότητες για τη βελτίωση της οργάνωσης και του ελέγχου της παραγωγής, οι δυνατότητες που παρέχει η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης θα αξιοποιηθούν τόσο για τη διασφάλιση της ποιότητας και της επάρκειας των προϊόντων όσο και για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των κινδύνων από φυσικές καταστροφές και βιομηχανικά ατυχήματα μεγάλης έκτασης.

Γενικότερα, υπάρχουν πλέον πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες για να προσανατολίσουμε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο στόχο της ολόπλευρης ανάπτυξης της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου, της απελευθέρωσης του κοινωνικά εργαζόμενου ανθρώπου.

Ταυτόχρονα, μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να ικανοποιήσει προς όφελος του λαού τις νέες ανάγκες του 21ου αιώνα. Ο σοσιαλισμός μπορεί να ανταποκριθεί στις αναγκαίες αλλαγές στο περιεχόμενο της εργασίας, στις αναγκαίες μετακινήσεις εργαζόμενων σε νέα καθήκοντα και αντικείμενα εργασίας, σε νέους κλάδους, χωρίς αυτοί να κινδυνεύουν και να ζουν με το φόβο να μείνουν άνεργοι, ανασφάλιστοι, χωρίς ιατρική περίθαλψη, όπως στον καπιταλισμό.

Ο σοσιαλισμός είναι η απάντηση για τον 21ο αιώνα. Όμως, εμείς δεν περιμένουμε παθητικά να ξημερώσει κάποια μεγάλη μέρα που αυτό θα επιβεβαιωθεί στη ζωή.

Οι δυνάμεις του ΚΚΕ μπαίνουμε καθημερινά μπροστά για να οργανωθεί η μεγάλη εργατική-λαϊκή αντεπίθεση απέναντι στη στρατηγική του κεφαλαίου, που συνθλίβει τα δικαιώματα και το εισόδημά μας. Βρισκόμαστε στην πρώτη γραμμή του αγώνα ενάντια στην ακρίβεια και στην ενεργειακή φτώχεια, ενάντια στην κρατική καταστολή που δυναμώνει. Παλεύουμε για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, για την κατάργηση των άδικων έμμεσων φόρων στα βασικά είδη κατανάλωσης και σημαδεύουμε τον πραγματικό αντίπαλο, την εξουσία του κεφαλαίου, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ που την στηρίζουν, τα αστικά κόμματα, τη ΝΔ, το ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, που την υπηρετούν.

Παλεύουμε όχι μόνο για να επιβιώσει ο λαός, αλλά για να ζήσει επιτέλους τη ζωή που του αξίζει. Δίνουμε τη μάχη για να σταματήσει η εμπλοκή της χώρας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για την αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, με το λαό στο τιμόνι της εξουσίας.

Συνεχίζουμε να βαδίζουμε αποφασιστικά στο δρόμο της ανατροπής χωρίς ταλαντεύσεις. Η μαζική πανελλαδική απεργία στις 9 Νοέμβρη έδειξε τις δυνατότητες που υπάρχουν. Δίνουμε τη μάχη για να μην εναποθέσει ξανά ο λαός τις ελπίδες του στο στημένο παιχνίδι της εναλλαγής στην κυβέρνηση των κομμάτων που είναι συνένοχα για τα εγκλήματα σε βάρος του. Δίνουμε τη μάχη για να συμπορευτεί με το ΚΚΕ και να «ρίξει κόκκινο στη νύχτα», να ακυρώσει τα σχέδιά τους.

Έχουμε εμπιστοσύνη στη δύναμη της εργατικής τάξης, στη δύναμη του λαού. Η Ιστορία δεν τελειώνει με τη δικτατορία του κεφαλαίου. Ο λαός θα βάλει τη σφραγίδα του στις εξελίξεις και θα βγει από το βάλτο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Σήμερα, έχουμε τη γνώση και θα βρούμε τη δύναμη για να ξαναγυρίσει ο τροχός της Ιστορίας προς τα εμπρός, για να ξαναγίνει νόμος «το δίκιο του εργάτη»!

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Κεντρική Εισήγηση του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στην ημερίδα που διοργάνωσαν το Τμήμα Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ και η Τομεακή Οργάνωση Δικαιοσύνης της ΚΟΑ του ΚΚΕ, στις 24 Νοέμβρη 2022.

  1. Π. Ι. Στούτσκα, Ο επαναστατικός ρόλος του Δικαίου και του κράτους, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  2. Β. Ι. Λένιν, Κράτος και επανάσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  3. Καρλ Μαρξ, Το εβραϊκό ζήτημα, εκδ. Οδυσσέας.
  4. Διημερίδα της ΚΕ του ΚΚΕ, Η εμφάνιση της εργατικής τάξης, ο ρόλος της στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες στον 20ό αιώνα και η στρατηγική του ΚΚΕ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  5. Απόστολος Παπατόλιας, Θεωρία και πράξη του επιτελικού κράτους, εκδ. Σάκκουλα.
  6. Βλ. ενδεικτικά την ομιλία του υπουργού Επικρατείας Γιώργου Γεραπετρίτη στη Βουλή, 30.1.2022.
  7. Συνέντευξη του υπουργού Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερακάκη, «Από κράτος - εμπόδιο, κράτος - αρωγός», εφημερίδα Καθημερινή, 12.12.2021.
  8. «Η ανάδυση των οργάνων εργατικής πολιτικής», εφημερίδα Πριν, 6-7.11.2022.
  9. Δ. Σαραφιανός, άρθρο «Ύβριν μίσει. Θαρσείν χρη», 15.9.2022.
  10. Ενδεικτικά, Νίκος Πουλαντζάς, Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, εκδ. Θεμέλιο.
  11. Ιδεολογική Επιτροπή & Τμήμα Δικαιοσύνης της ΚΕ του ΚΚΕ, Η συνταγματική έκφραση της δικτατορίας του κεφαλαίου, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  12. Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ, Σοσιαλισμός, η απάντηση για τον 21ο αιώνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  13. Βλ. Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό.