Με τα δύο άρθρα που δημοσιεύονται στην ενότητα «Σοσιαλισμός», η ΚΟΜΕΠ συνεχίζει τη μακρόχρονη προσπάθεια να δώσει στους αναγνώστες της υλικό και προβληματισμούς σχετικά με τη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που έλαβε χώρα στον 20ό αιώνα, καθώς και τις αιτίες της αντεπαναστατικής ανατροπής της.
Η προσπάθεια εντάσσεται στο πλαίσιο της Απόφασης του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ «Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα με επίκεντρο την ΕΣΣΔ. Η αντίληψη του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό», όπου κωδικοποιούνται και μια σειρά ζητήματα που απαιτούν βαθύτερη μελέτη.
Το κάθε δημοσιευόμενο άρθρο πρέπει να προσεγγίζεται με βασική πυξίδα τα πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στα οποία έχουμε καταλήξει συλλογικά ως Κόμμα και με τη σαφή επίγνωση ότι η κάθε μεμονωμένη συγγραφική προσπάθεια φέρει αναντίρρητα μαζί της στοιχεία υποκειμενισμού. Πολλά από τα δημοσιευόμενα άρθρα, όπως τα δύο που ακολουθούν, εκφράζουν ή έχουν ως θεματικό αντικείμενο τις απόψεις διάφορων άμεσα συμμετεχόντων στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού, απόψεις που δεν μπορεί παρά να επηρεάζονται και από τη μερικότερη οπτική γωνία του καθενός, όπως αυτή διαμορφώνεται στη βάση της συγκεκριμένης σχέσης του με τις δομές της εργατικής εξουσίας. Φωτίζουν πλευρές της οικοδόμησης, αλλά δεν προσφέρονται αυτούσια για τελικές και ολοκληρωμένες απαντήσεις. Επιπλέον, το περιεχόμενο του κάθε άρθρου πρέπει να κρίνεται στο γενικότερο πλαίσιο (οικονομικό, πολιτικό, ιδεολογικό, διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων) της κάθε συγκεκριμένης φάσης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και όχι να κρίνεται μόνο στη βάση των γενικών αρχών του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
Θεμελιακό μεθοδολογικό εργαλείο για μια τέτοια προσέγγιση της μελέτης αποτελεί η αντίληψη ότι κάθε αρνητικό αποτέλεσμα στην πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού μπορεί να εμπεριέχει επιμέρους στοιχεία, που είναι διαλεκτικά δεμένα μεταξύ τους: α) Αντικειμενικές προσωρινές δυσκολίες στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, β) συνεχιζόμενη εκτεταμένη ύπαρξη μορφών ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, γ) υποκειμενικές αδυναμίες στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη της θεωρητικής σκέψης για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στη βάση της συσσωρευόμενης πείρας, δ) συνειδητή οπορτουνιστική αντίληψη και δράση, που δεν προκύπτει από θεωρητική ανεπάρκεια και αστοχία και ε) επίδραση των πιέσεων του καπιταλιστικού περίγυρου και του επιπέδου του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Σε κάθε καμπή ή πισωγύρισμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης πρέπει να ξεχωρίζουμε τους βασικούς, καθοριστικούς παράγοντες από τα παραπάνω στοιχεία. Μόνο έτσι μπορούμε ν’ αποκαλύψουμε «την αστική προπαγάνδα ότι ήταν ουτοπικός ο χαρακτήρας του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού εγχειρήματος»1, ότι δήθεν εμπεριείχε μέσα της νομοτελειακά τα σπέρματα της μελλοντικής ανατροπής της.
Το άρθρο «Οι απόψεις του Ο. Κ. Αντόνοφ για την οικονομία του σοσιαλισμού» έχει ως αντικείμενό του τις απόψεις ενός από τους κορυφαίους σχεδιαστές της σοβιετικής αεροναυπηγικής βιομηχανίας πάνω στα προβλήματα που συναντούσε ο κεντρικός σχεδιασμός τη δεκαετία του 1960.
Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανοικοδόμηση και η ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής έθεσαν νέες προκλήσεις στην καθοδήγηση του ΚΚΣΕ. Η ζωή έδειξε ότι δεν υπήρχε συλλογικά κατακτημένη θεωρητική δυναμική που θα μπορούσε να προσαρμόσει την κομμουνιστική στρατηγική στις προκλήσεις που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης στην κοινωνική παραγωγή. Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 σηματοδότησε σημείο οπορτουνιστικής στροφής στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή, μια σειρά προβλήματα που εμφανίστηκαν στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού «ερμηνεύτηκαν ως αναπόφευκτες αδυναμίες που έχει από τη φύση του ο κεντρικός σχεδιασμός και όχι ως αποτέλεσμα των αντιθέσεων από τις επιβιώσεις του παλιού, ως αποτέλεσμα των λαθών του μη επιστημονικά επεξεργασμένου σχεδίου. Έτσι, αντί η λύση να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και ισχυροποίηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής, αναζητήθηκε προς τα πίσω, στην αξιοποίηση εργαλείων και σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Η λύση αναζητήθηκε στη διεύρυνση της αγοράς, στο “σοσιαλισμό με αγορά”»2.
Τα διαφαινόμενα αρνητικά αποτελέσματα της αγοραίας αυτής στροφής, που προωθεί με επιταχυνόμενους ρυθμούς η πολιτική ηγεσία, τα διαπιστώνουν τόσο μια σειρά στελέχη που είναι άμεσα αναμεμιγμένα στην τεχνική οργάνωση και διεύθυνση της παραγωγής (όπως ο Αντόνοφ) όσο και Σοβιετικοί φιλόσοφοι, όπως ο Ιλιένκοφ, που γενικεύουν φιλοσοφικά το ζήτημα από τη σκοπιά των αντιφάσεων που νομοτελειακά χαρακτηρίζουν τη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και το πώς αυτές μπορούν να λυθούν προωθητικά. Το αρνητικό στοιχείο, που φαίνεται να προκαθορίζει και το αποτέλεσμα αυτής της ιδιόμορφης διαπάλης στις κορυφές του σοβιετικού κράτους, είναι ότι η ίδια η εργατική τάξη δε συμμετέχει ενεργά και πλατιά στη διαδικασία της αντίστοιχης συζήτησης.
Ο Όλεγκ Κονσταντίνοβιτς Αντόνοφ (1906-1984) δεν ήταν κάποιο τυχαίο τεχνικό στέλεχος της παραγωγής. Από τα νεανικά του χρόνια είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αερομοντελισμό. Το 1923 σχεδίασε και κατασκεύασε το πρώτο εκπαιδευτικό αεροπλάνο ΟΚΑ-1. Το 1925 εισήχθη στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο του Λένινγκραντ, στο τμήμα υδροπλάνων, απ’ όπου και αποφοίτησε. Από το 1930 και μετά εργάστηκε σε διάφορες αεροναυπηγικές επιχειρήσεις. Πολλοί τύποι αεροσκαφών που σχεδίασε κατείχαν το παγκόσμιο ρεκόρ σε διάφορους τομείς (χωρητικότητα, κατανάλωση καυσίμων κλπ.) και φέρουν μέχρι σήμερα το όνομά του.
Το 1941 έγινε μέλος του ΚΚΣΕ. Το 1958 εκλέχτηκε βουλευτής στο Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ, ενώ το 1960 έγινε μέλος της ΚΕ του ΚΚ Ουκρανίας. Για την επιστημονική και συνολικότερη προσφορά του παρασημοφορήθηκε πολλές φορές, μεταξύ των οποίων και με τα βραβεία Λένιν και Ήρωα της Σοσιαλιστικής Εργασίας.
Ο Αντόνοφ θέτει ενδιαφέροντες προβληματισμούς, ιδιαίτερα πάνω στα ζητήματα που αφορούν τους δείκτες ποιότητας της σοσιαλιστικής παραγωγής, στο έδαφος και της αυξανόμενης πολυπλοκότητας της σοβιετικής οικονομίας. Επικεντρώνει στην ανάγκη να ξεπεραστούν παλιότεροι, στενά ποσοτικοί δείκτες μέτρησης της αποτελεσματικότητας της παραγωγής, όπως ο ακαθάριστος όγκος της παραγωγής, ή δείκτες που προσιδιάζουν στον καπιταλισμό, όπως η κερδοφορία στο επίπεδο των μεμονωμένων επιχειρήσεων. Σημειώνουμε ότι οι τελευταίοι δείκτες προωθούνταν ως βασικά εργαλεία του κεντρικού σχεδιασμού στο πλαίσιο της αγοραίας πολιτικής που είχε χαραχτεί μετά από το 20ό Συνέδριο.
Η κατεύθυνση αυτή της σοβιετικής πολιτικής βρισκόταν σε εμφανή απόκλιση από τις αντιλήψεις του μη αγοραίου ρεύματος στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, όπως αυτές είχαν αποτυπωθεί από τον Στάλιν το 1952: «Αν πάρουμε την αποδοτικότητα όχι από την άποψη των μεμονωμένων επιχειρήσεων είτε κλάδων της παραγωγής και όχι στην περίοδο μιας χρονιάς, αλλά από την άποψη ολόκληρης της λαϊκής οικονομίας και σε περίοδο, ας πούμε, 10-15 χρόνων, που θα ήταν η μοναδικά σωστή αντιμετώπιση του ζητήματος, τότε η προσωρινή και ασταθής αποδοτικότητα των μεμονωμένων επιχειρήσεων ή κλάδων της παραγωγής δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συγκριθεί με εκείνη την ανώτερη μορφή σταθερής και μόνιμης αποδοτικότητας που μας δίνουν οι ενέργειες του νόμου της ισόμετρης ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας και η σχεδιοποίηση της λαϊκής οικονομίας»3.
Ο Αντόνοφ πρότεινε ακόμα, προκειμένου ν’ απλοποιηθεί η επεξεργασία των δεδομένων της παραγωγής, την εκτεταμένη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών στον κεντρικό σχεδιασμό, όπως είχε κάνει λίγα χρόνια νωρίτερα ο ακαδημαϊκός Β. Μ. Γκλουσκόφ.4 Πρέπει βέβαια να επισημανθεί εδώ ότι η βελτίωση του κεντρικού σχεδιασμού, η προωθητική ανάπτυξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν αποτελούν προβλήματα τεχνικής φύσης που μπορεί να επιλυθούν με την πιο ορθολογική χρήση των αντίστοιχων τεχνικών εργαλείων. Στον πυρήνα τους βρίσκεται η ανάγκη σχεδιασμένου και συνεχούς βαθέματος των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, δηλαδή των σχέσεων που αναπτύσσουν οι άμεσοι παραγωγοί στην ίδια τη διαδικασία της παραγωγής, σχέσεις που αποτυπώνονται, αντανακλώνται, οργανώνονται μέσω του κεντρικού σχεδιασμού.
Σχέσεις παραγωγής και παραγωγικές δυνάμεις δεν αποτελούν ανεξάρτητες μεταβλητές, αλλά πρέπει να βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία αντιστοίχησης. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 οι παραγωγικές δυνάμεις στη Σοβιετική Ένωση αναπτύχθηκαν ραγδαία, ξεπερνώντας κατά πολύ το κληρονομημένο από τον καπιταλισμό επίπεδο με το οποίο ξεκίνησε η σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αναντίρρητα, οι παραγωγικές δυνάμεις που κληρονόμησε η νέα εξουσία, σε συνδυασμό με τις καταστροφές που έφερε η ιμπεριαλιστική επέμβαση και ο εμφύλιος πόλεμος, επηρέασαν τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικοδόμησης (π.χ. στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920 τη δυνατότητα εξοπλισμού της αγροτικής παραγωγής με μηχανήματα). Το μεταγενέστερο όμως βάθεμα των σχέσεων παραγωγής στη βιομηχανία και στην αγροτική παραγωγή έδωσε σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Στη βάση αυτής της συσσωρευμένης πείρας, το μη αγοραίο ρεύμα στο Μπολσεβίκικο κόμμα αναδείκνυε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και τις δύο πλευρές ως αναγκαίες για το πέρασμα στον κομμουνισμό, θέτοντας τρεις βασικούς προκαταρκτικούς όρους για τούτο το πέρασμα:
«Την αδιάκοπη άνοδο όλης της κοινωνικής παραγωγής και κατά προτίμηση την άνοδο της παραγωγής των μέσων παραγωγής [...] να ανεβάσουμε την ιδιοκτησία των κολχόζ ως το επίπεδο της κοινωνικής ιδιοκτησίας και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, επίσης με βαθμιαία περάσματα να την αντικαταστήσουμε με το σύστημα της ανταλλαγής των προϊόντων ... να πετύχουμε μια τέτοια πολιτιστική άνοδο της κοινωνίας, που θα εξασφάλιζε σε όλα τα μέλη της κοινωνίας ολόπλευρη ανάπτυξη των φυσικών και πνευματικών τους ικανοτήτων [...] ώστε να γίνουν δραστήριοι παράγοντες της κοινωνικής ανάπτυξης»5.
Το άρθρο για τις απόψεις του Αντόνοφ αναδεικνύει, τέλος, και την εσφαλμένη σκέψη του ότι στις επιχειρήσεις που παράγουν εμπορεύματα λαϊκής κατανάλωσης η παραγωγή και η κατανομή της θα έπρεπε να λαμβάνουν χώρα ουσιαστικά μέσα από μηχανισμούς της αγοράς, καθώς κάθε άλλη λύση, όπως υποστηρίζεται, θα ήταν «αντίθετη προς τις θεμελιώδεις αρχές και τους στόχους του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού». Σε μια εποχή που ο νόμος της αξίας και οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις γενικεύονταν σε όλες τις σφαίρες της παραγωγής, οι αντιλήψεις αυτές του Αντόνοφ είναι λαθεμένες, γιατί αφήνουν ανοιχτό το έδαφος για την αυταπάτη ότι μπορεί να υπάρξει ακόμα και οικοδόμηση του κομμουνισμού με τη χρήση μηχανισμών της αγοράς. Πολύ πιο συνεπείς από μια τέτοια άποψη ήταν οι αντιλήψεις του Ε. Β. Ιλιένκοφ που, επιχειρώντας ν’ απαντήσει στις σκόπιμες συγχύσεις που καλλιεργούσαν οι αγοραίες αντιλήψεις σχετικά με τη σφαίρα ενέργειας του νόμου της αξίας, τονίζει την ανάγκη να υπάρξει σαφής οριοθέτηση των εμπορευματικοχρηματικών σχέσεων στο πλάι της σοσιαλιστικής παραγωγής. Οι δύο όμως αυτές όψεις της οικονομίας στην ΕΣΣΔ δεν μπορούσαν, σύμφωνα με τον Ιλιένκοφ, να συνυπάρχουν εσαεί ως «παράλληλες ράγες», αλλά προκύπτουν από το γεγονός ότι «το νέο, που διαμορφώνεται σε σύστημα, δεν είχε ακόμα το χρόνο οργανικά να μετατρέψει το σύνολο των σχέσεων παραγωγής το οποίο κληρονόμησε»6.
Το άρθρο του Κουρτ Γκόσβαϊλερ «Τα αίτια της 17ης Ιούνη 1953» παρουσιάζει τη σύνθετη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και διαπάλη που οδήγησε στο ξέσπασμα των αντεπαναστατικών γεγονότων στη νεοσύστατη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία το 1953. Τα γεγονότα του δίχρονου 1952-1953 δεν μπορούν να ιδωθούν αποκομμένα από τη διαπάλη μέσα στο ΚΚΣΕ, ιδιαίτερα μετά από το θάνατο του Ι. Β. Στάλιν (Μάρτης 1953). Στη ΓΛΔ οι ίδιες οι αναγκαιότητες της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης και της ταξικής πάλης, αλλά και η πολιτική του ιμπεριαλισμού στη Δυτική Γερμανία έθεταν στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη να στερεωθεί γερά στα πόδια του το νέο κράτος (που είχε συσταθεί επίσημα στα τέλη του 1949) και να βαθύνει η οικοδόμηση των νέων σχέσεων παραγωγής, του σοσιαλισμού.
Οι συγχύσεις και οι αυταπάτες που υπήρχαν στις γραμμές των Γερμανών κομμουνιστών σχετικά με τη δυνατότητα να συνεχιστεί για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα η πολιτική της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου («αντιφασιστική δημοκρατική τάξη πραγμάτων», διατήρηση σε σημαντική έκταση καπιταλιστικών σχέσεων στην παραγωγή) αποτελούσαν απόρροια και μιας λαθεμένης, αντιδιαλεκτικής προσήλωσής τους στη γραμμή του αντιφασιστικού μετώπου της περιόδου του πολέμου. Στις συναντήσεις όμως της ηγεσίας του ΕΣΚΓ με την ηγεσία του ΚΚΣΕ τον Απρίλη του 1952 στη Μόσχα έγινε διάκριση μεταξύ των προτάσεων περί «ενιαίου, γερμανικού, αποστρατιωτικοποιημένου, αποναζιστικοποιημένου, δημοκρατικά οργανωμένου κράτους» ως προπαγανδιστικής τακτικής7 για το ξεσκέπασμα των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και των κατευθύνσεων κρατικής πολιτικής της ΓΛΔ.
Σύμφωνα με το πρακτικό αυτών των συναντήσεων, ο Ι. Β. Στάλιν φέρεται να τονίζει:
«Ανεξάρτητα από το τι προτάσεις κάνουμε σχετικά με το Γερμανικό Ζήτημα, οι Δυτικές Δυνάμεις δε θα συμφωνήσουν με αυτές και δε θα φύγουν σε καμιά περίπτωση από τη Δυτική Γερμανία. Το να νομίζει κανείς ότι μπορούμε να πετύχουμε ένα συμβιβασμό ή ότι οι Αμερικανοί θα αποδεχτούν το σχέδιο της συνθήκης ειρήνης θα ήταν λάθος. […] Οι Αμερικανοί θα τραβήξουν τη Δυτική Γερμανία στο Ατλαντικό Σύμφωνο8. Θα σχηματίσουν δυτικογερμανικό στράτευμα […] Στην πραγματικότητα, ένα ανεξάρτητο κράτος δημιουργείται στη Γερμανία. Και εσείς πρέπει να οργανώσετε ένα ανεξάρτητο κράτος. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας πρέπει να θεωρείται σύνορο, και μάλιστα όχι ένα οποιοδήποτε σύνορο, αλλά ένα επικίνδυνο σύνορο […]
Οι κουλάκοι πρέπει να περικυκλωθούν. Πρέπει να δημιουργήσετε συλλογικά αγροκτήματα γύρω τους. Στη χώρα μας η οργάνωση των συλλογικών αγροκτημάτων έγινε παράλληλα με την απαλλοτρίωση των κουλάκων. Εσείς δε χρειάζεται να το κάνετε κατ’ αυτόν τον τρόπο […] Οι επιχειρήσεις που ανήκουν στην ιδιοκτησία του λαού επίσης σημαίνουν σοσιαλισμό […] Αλλά για την ώρα δεν πρέπει ακόμα να βροντοφωνάζετε γι’ αυτό, γιατί δεν έχετε ακόμα στην τσέπη σας τα συλλογικά αγροκτήματα ... Πρέπει να λέτε στους εργάτες σας: Μόλις μπήκαμε στο σοσιαλισμό. Αυτό δεν είναι ακόμα ολοκληρωμένος σοσιαλισμός, μια που έχετε ακόμα πολλούς ιδιώτες καπιταλιστές. Αλλά είναι η απαρχή του σοσιαλισμού, ένα μικρό κομμάτι σοσιαλισμού και ένας δρόμος προς το σοσιαλισμό»9.
Η γενική αυτή κατεύθυνση αποτυπώθηκε στη διάρκεια του 1952 σε μια σειρά συγκεκριμένα μέτρα περιορισμού των καπιταλιστικών στοιχείων στην πόλη και στην ύπαιθρο. Οι αναταράξεις στην παραγωγή που η εφαρμογή αυτών των μέτρων φυσιολογικά προκάλεσε, σε συνδυασμό με τις αυξημένες αμυντικές δαπάνες για την αντιμετώπιση των ιμπεριαλιστικών απειλών, δημιούργησαν προβλήματα στην επαρκή τροφοδοσία του πληθυσμού. Με δεδομένες τις αντικειμενικές δυσκολίες που δημιουργούσαν και οι τεράστιες καταστροφές της παραγωγικής βάσης της χώρας λόγω του πολέμου, ήταν σχεδόν αναπότρεπτο ότι οι εργαζόμενοι θα σήκωναν προσωρινά ένα σημαντικό βάρος αυτής της προσπάθειας.
Πρόκειται για μια περίοδο στενέματος της λαϊκής κατανάλωσης, που η ιστορική πείρα δείχνει ότι συνοδεύει πολλές φορές τα πρώτα βήματα της επαναστατικής ανατροπής της αστικής τάξης. Τα μέτρα που υιοθετήθηκαν στη ΓΛΔ στα τέλη του 1952 και στις αρχές του 1953 απαντούσαν σε αυτήν τη στενότητα εφοδιασμού και δεν οφείλονταν μόνο στις συστάσεις της Σοβιετικής Επιτροπής Ελέγχου, όπως φαίνεται να υποστηρίζει με μια μονομέρεια ο συγγραφέας του άρθρου.
Τα συγκεκριμένα μέτρα προσωρινού περιορισμού των κοινωνικών δαπανών αξιοποιήθηκαν από τις αντεπαναστατικές δυνάμεις στο εσωτερικό της ΓΛΔ, προφανώς σε άρρηκτη συνεργασία με τις μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού, προκειμένου να διογκώσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, ιδιαίτερα ανάμεσα στα μικροαστικά στρώματα, και να την μετατρέψουν σε ανοιχτή δράση ενάντια στην εργατική εξουσία. Η ύπαρξη μιας τέτοιας σπίθας που ανάβει την πυρκαγιά αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι τα καθαυτό αντεπαναστατικά γεγονότα λαμβάνουν χώρα μία ολόκληρη βδομάδα μετά από την ανακοίνωση από το ΠΓ της ΚΕ του ΕΣΚΓ της απόσυρσης των περισσότερων μέτρων.
Ο συγγραφέας του άρθρου εκθέτει με παραστατικό τρόπο όλο το παρασκήνιο που οδήγησε στην απόσυρση των μέτρων και το πώς αυτή συνδέθηκε από τη νέα σοβιετική ηγεσία με την ανάγκη ανατροπής της συνολικής μέχρι τότε πολιτικής για την ενίσχυση των βάσεων του σοσιαλισμού, με πρόταξη του καθήκοντος «για την ένωση της Γερμανίας σε δημοκρατική και ειρηνική βάση» και με προσέλκυση «ιδιωτικού κεφαλαίου σε διάφορους κλάδους της μικρής και οικιακής βιομηχανίας, στην αγροτική παραγωγή και στο εμπόριο».
Γίνεται φανερό ότι μια τέτοια αντιμετώπιση των υπαρκτών προβλημάτων από τη σοβιετική ηγεσία άνοιγε τους ασκούς του Αιόλου για τη μετέπειτα πορεία της ΓΛΔ.
Ανεξάρτητα από τις όποιες υποκειμενικές αδυναμίες του ενός ή του άλλου άρθρου που δημοσιεύεται στις σελίδες της ΚΟΜΕΠ, η μελέτη τους μπορεί να προσφέρει χρήσιμα διδάγματα. Βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι να κατανοείται ότι:
«Η γέννηση και η ανάπτυξη της κομμουνιστικής κοινωνίας δεν μπορεί παρά να φέρουν, σε σημαντικό βαθμό, τα σημάδια του καπιταλιστικού παρελθόντος της, αλλά και τις συνέπειες της κυριαρχίας του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτές οι συνέπειες –οι οποίες συναντιούνταν σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής της ΕΣΣΔ– αποτελούσαν επιβιώσεις της παλιάς κοινωνίας μέσα στα σπλάχνα της νέας, επιβιώσεις που δεν είχαν αντιμετωπιστεί ακόμα ριζικά, δεν είχαν μετασχηματιστεί ακόμα πλήρως όλες οι κοινωνικές σχέσεις σε κομμουνιστικές.
Η αστική και μικροαστική κριτική στην Ιστορία της ΕΣΣΔ συγκαλύπτει συνειδητά ότι πρόκειται για την ιστορία της ανώριμης βαθμίδας της κομμουνιστικής κοινωνίας. Επισημαίνει αδυναμίες και λάθη από τη σκοπιά μιας ιδανικής κομμουνιστικής κοινωνίας, προκειμένου να σπιλώσει και να αποτρέψει την επαναστατική εργατική δράση. Ταυτόχρονα, η πολύμορφη αστική προπαγάνδα επινοεί εγκλήματα, όπως βαφτίζει το δικαίωμα της εργατικής εξουσίας να υπερασπίζεται τον εαυτό της από την εξωτερική υπονόμευση, ενώ ταυτόχρονα πλαστογραφεί την Ιστορία, ταυτίζοντας τον κομμουνισμό με το φασισμό»10.