Η μελέτη των ντοκουμέντων της συνδιάσκεψης φέρνει το σημερινό αναγνώστη και την αναγνώστρια σε επαφή με τις συνθήκες που έζησαν οι πολιτικοί πρόσφυγες τον πρώτο καιρό της εγκατάστασής τους στις σοσιαλιστικές χώρες, εγκατάσταση που εξελίχθηκε σε μακροχρόνια και για τους περισσότερους σε οριστική. Σε αυτές τις συνθήκες έχει ιδιαίτερη σημασία το πώς εκφράστηκε ποικιλόμορφα ο διεθνισμός της εργατικής τάξης των χωρών υποδοχής προς τους πολιτικούς πρόσφυγες. Ζωντανά και ρεαλιστικά αναδεικνύονται τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι πρόσφυγες και τα προσφυγόπουλα στα ζητήματα της εργασίας, της εκμάθησης γλώσσας και τεχνικής κατάρτισης, ενώ άμεσα λύθηκαν ζητήματα στέγασης, χορήγησης αναπηρικών επιδομάτων για τις άμεσες ανάγκες τους. Στις πρώτες προτεραιότητες ήταν η φροντίδα για τους ανάπηρους μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ, τους τραυματίες και τους αρρώστους που βρίσκονταν στη φάση της ανάρρωσης. Επισημαίνουμε ότι λειτούργησαν ειδικά νοσοκομεία αποκλειστικά γι’ αυτό το σκοπό, όπως στο νησί Βόλιν στην Πολωνία και ειδικές υπηρεσίες για τη φυσική και ιατρική αποκατάσταση μέσω πρόσθετων τεχνητών μελών του σώματος στη Δρέσδη της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας. Ιδιαίτερη μέριμνα υπήρξε για τις έγκυες και για την προστασία της μητρότητας, σύμφωνα και με τους νόμους των νεοσύστατων Λαϊκών Δημοκρατιών.
Από το πλούσιο υλικό για την κατάσταση των πολιτικών προσφύγων, στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ παρουσιάζουμε το μέρος εκείνο που αφορά τη μέριμνα για τις συνθήκες ζωής και εργασίας των γυναικών, την εκμάθηση της γλώσσας, για την ένταξή τους στην παραγωγή, την εκπαίδευση και την ειδίκευσή τους. Επίσης παρουσιάζεται η ειδική φροντίδα και προστασία που παρείχε το σοσιαλιστικό κράτος στα παιδιά που στην πλειοψηφία τους ήταν χωρίς γονείς - είτε γιατί είχαν σκοτωθεί είτε γιατί βρίσκονταν στις φυλακές και στις εξορίες στην Ελλάδα είτε γιατί είχαν περάσει στις γειτονικές λαϊκές δημοκρατίες κατά τη διάρκεια του ΔΣΕ, θέλοντας οι ίδιοι οι γονείς τους, κυρίως αγωνιστές, να τα προστατεύσουν από τη φτώχεια, την πείνα, το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης, τον πόλεμο, την τρομοκρατία. Οσα παιδιά είχαν γονείς που μετά τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ πέρασαν στις σοσιαλιστικές χώρες, μετακινήθηκαν και ενώθηκαν με τις οικογένειές τους χωρίς να μειωθεί στο ελάχιστο η σοσιαλιστική κρατική προστασία και αγωγή προς αυτά. Ο τομέας αυτός δεν επιδέχεται καμιά σύγκριση ακόμα και με τις σημερινές καπιταλιστικές συνθήκες που τα παιδιά και τα τυχόν άλλα εξαρτημένα μέλη της οικογένειας αποτελούν αποκλειστική ευθύνη της γυναίκας στα πλαίσια του ατομικού νοικοκυριού, στερώντας της χρόνο και δυνάμεις από τη συμμετοχή στην κοινωνική ζωή και δράση.
Στις επιδιώξεις του αφιερώματος δεν είναι να δημιουργηθεί μια ωραιοποιημένη εικόνα. Αλλωστε και οι χώρες που φιλοξένησαν μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ ως πολιτικούς πρόσφυγες, είχαν πολύ πρόσφατα βγει από τις μεγάλες καταστροφές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και έβαζαν τα πρώτα θεμέλια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, εκτός της ΕΣΣΔ που είχε προηγηθεί. Ομως και από τα αρχειακά ντοκουμέντα αναδεικνύεται η συνεχής προσπάθεια, στα πλαίσια των δυνατοτήτων της κάθε χώρας και σε συνθήκες που δεν είχε ακόμα καταγραφεί πλήρως η κατάσταση των πολιτικών προσφύγων, να οργανωθεί όχι απλώς η αξιοπρεπής και υγιεινή διαβίωσή τους ως πρόσφυγες με επαρκείς παροχές, αλλά και η ένταξή τους στη σοσιαλιστική παραγωγή, η ενεργή και πρωτοπόρα συμμετοχή τους στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Μέσα από την ανάγνωση των υλικών αναδεικνύονται παράλληλα οι δυνατότητες του κράτους της εργατικής εξουσίας και των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής (ακόμα από τα πρώτα τους βήματα στην περίπτωση των Λαϊκών Δημοκρατιών) να διαθέτουν για την εργατική τάξη, όχι μόνο της χώρας τους, τις απαλλοτριωμένες κατοικίες (ιδιοκτησίες) των πρώην εκμεταλλευτών και να λύνουν ζητήματα κατοικίας, δημιουργίας χώρων ανάπαυσης, παιδικών σταθμών (οικοτροφείων, ορφανοτροφείων), πολιτιστικών κέντρων και άλλων υποδομών για το ανέβασμα της κοινωνικής ευημερίας. Χαρακτηριστικές και αδιαμφισβήτητες είναι οι εικόνες της εγκατάστασης των προσφυγόπουλων από την Ελλάδα στους πύργους των πρώην βασιλιάδων, γαιοκτημόνων, κεφαλαιοκρατών κ.α.
Η σύγκριση με τις συνθήκες ζωής των παιδιών στην καπιταλιστική Ελλάδα της εποχής, αλλά και με άλλες χώρες του ιερού και απαραβίαστου της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας δείχνει την ανωτερότητα του σοσιαλιστικού συστήματος και το μεγαλείο της κοινωνικής προσφοράς και των κατακτήσεων των σοσιαλιστικών κρατών. Αρκεί να θυμηθούμε το πώς το ελληνικό αστικό κράτος αντιμετώπισε τα παιδιά των αγωνιστών που είχαν πάρει μέρος στο ΕΑΜ, των μαχητών και μαχητριών του ΔΣΕ, των αιχμαλώτων του αστικού κράτους σε φυλακές και εξορίες. Χαρακτηριστικό και ταυτόχρονα ανατριχιαστικό είναι το γράμμα των παιδιών του αναμορφωτηρίου της Κηφισιάς που έστειλαν στον τύπο της εποχής (Ιούλης 1950) και αποτυπώνει τα βασανιστήρια που τα υπέβαλαν τα όργανα του ελληνικού αστικού κράτους, με ξύλο, υποσιτισμό, ομαδικούς βιασμούς με σκοπό να υπογράψουν δήλωση μετανοίας, να αποκηρύξουν το ΚΚΕ και τους γονείς τους*.
Για τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών του ελληνικού λαού εκείνης της εποχής αρκεί να θυμηθούμε το γεγονός πως ανέρχονταν σε εκατοντάδες χιλιάδες ο αγροτικός πληθυσμός που βίαια ξερίζωσε ο αστικός στρατός από αγροτικές και ορεινές περιοχές και στοίβαξε σε παραγκουπόλεις στα αστικά κέντρα. Ο σκοπός αυτού του ξεριζωμού ήταν να αποκόψει τον ΔΣΕ από εφεδρείες. Ταυτόχρονα αποτέλεσε μέσο για τη δημιουργία πληθώρας «εφεδρικού στρατού» για την καπιταλιστική ανάπτυξη, ρίχνοντας και τα παιδιά τους στην εκμετάλλευση, την αμάθεια και την εξαθλίωση, όπως και τα περισσότερα παιδιά της εργατικής τάξης.
Στις μαρτυρίες των γυναικών προβάλλει άμεσα και γλαφυρά (για το επίπεδο εκείνης της εποχής) η σύγκριση της ζωής ανάμεσα στα δύο κοινωνικοοικονομικά συστήματα, στην καπιταλιστική Ελλάδα και το σοσιαλισμό. Στην εισήγηση διαβάζουμε: «Η σ. Παναγιώτα Καραντζή έγινε με τη βοήθεια των Πολωνών από τις πρώτες υφαντουργίνες. Τώρα δουλεύει σε 4 αργαλειούς. Να τι λέει για την προηγούμενη ζωή της: “Ημουνα 12 χρονών όταν έπιασα δουλειά στη Σαλονίκη στο κλωστοϋφαντουργείο του Πιράκη. Η εκμετάλλευση ήταν άγρια. Βάζαν τα ρολόγια πίσω. Μας κρατούσαν 20-30 δραχμές για τα πολεμικά κονδύλια του Μεταξά. Μας διώχναν χωρίς λόγο. Αμα διαμαρτυρόσουν σε κλείναν και στη φυλακή. Τώρα στη Λαϊκή Δημοκρατία δουλεύουμε με όλη μας την καρδιά”…».