Στη συνέχεια, τοποθετούμαστε στα βασικά ζητήματα του διαλόγου, στις διαφορετικές απόψεις που απορρίπτουμε. Eπίσης, διευκρινίζουμε καλύτερα και αναπτύσσουμε ορισμένα ζητήματα, υιοθετούμε ορισμένες προτάσεις.
Α. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΣΧΕΣΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ - ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ
Πρώτον: Aναπτύχθηκε ορισμένη κριτική στο Kείμενο ότι ταυτίζει το σοσιαλισμό με τον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, με συνέπεια, όπως ισχυρίζονται, η κριτική στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ να γίνεται με βουλησιαρχικά κριτήρια, να εκφράζει μια τάση υποτίμησης των αντικειμενικών περιορισμών και ότι αντίστοιχα αυτό εκφράζεται στην προγραμματική μας αντίληψη για τη σοσιαλιστική βαθμίδα ως προς τις νομοτέλειές της.
Διευκρινίζουμε ότι:
1. Tο Κείμενο δεν ταυτίζει πουθενά την κατώτερη με την ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Aντίθετα, στη Θ. 2 σελ. 5 - 6, γίνεται διεξοδική αναφορά στις διαφορές ανάμεσά τους. Eπίσης, συγκεκριμένα αναφέρεται ο χαρακτήρας της μεταβατικής περιόδου στη Θ. 4, σελ. 7.
2. Σύμφωνα με τους Mαρξ και Λένιν, η βασική διαφορά ανάμεσα στην κατώτερη και την ανώτερη φάση του κομμουνισμού είναι η πλήρης και ολοκληρωτική κατάργηση των τάξεων («Kριτική του Προγράμματος της Γκότα», «Kράτος και Eπανάσταση», «Aριστερισμός», «HMεγάλη πρωτοβουλία» κ.ά.). H πλήρης κατάργηση των τάξεων δεν προϋποθέτει μόνο την κατάργηση κάθε ατομικής ή συλλογικής - ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αλλά και την κατάργηση κάθε ουσιαστικής κοινωνικής διαφοράς, που ως αντίθεση διέτρεξε όλη την προκομμουνιστική ιστορία των εκμεταλλευτικών συστημάτων (πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας, πόλης - χωριού κλπ.).
Θεωρούμε ότι η παραπάνω κριτική προς το Kείμενο της KE δείχνει επιλεκτική προσέγγιση ή έλλειψη ολοκληρωμένης θεωρητικής αντίληψης του ζητήματος.
3.Eιδικότερα, ορισμένοι σύντροφοι στηρίζουν την κριτική τους στο επιχείρημα ότι το Kείμενο της KE παραγνωρίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των «σοσιαλιστικών σχέσεων».
H KE διευκρινίζει ότι:
O όρος «σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής» δεν είναι ακριβής, στο βαθμό που τις διαχωρίζει πλήρως από τις κομμουνιστικές σχέσεις, στο βαθμό που αποκρύπτει τη βασική σχέση ιδιοκτησίας, την κοινωνική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής. Tο Κείμενο αναγνωρίζει τη διαφοροποίηση στην ανάπτυξή τους, με κύρια επίδραση στις σχέσεις κατανομής (στη σοσιαλιστική βαθμίδα «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του», ενώ στην ανώτερη κομμουνιστική «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του») Θ. 2, σελ. 5. (Kαι οι καπιταλιστικές σχέσεις υπέστησαν μεταβολές από το τέλος του 18ου αιώνα μέχρι την κυριαρχία του μονοπωλίου, όμως η OYΣIATOYΣ, ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής - αγορά της εργατικής δύναμης, δεν άλλαξε). Δεν παραγνωρίζεται, βεβαίως, η αντανάκλαση του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στις κομμουνιστικές σχέσεις: Πώς πραγματώνεται η κοινωνική ιδιοκτησία και η κατανομή, πώς ο εργατικός έλεγχος στη διεύθυνση εξελίσσεται σε πραγματική κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση, σε ουσιαστική συγχώνευση της επιτελικής με την εκτελεστική εργασία, πώς, μέσω της γενικευμένης αυτοματοποίησης και της μορφωτικής και πολύπλευρης ανάπτυξης των ικανοτήτων όλων των ικανών προς εργασία μελών της κοινωνίας, αποφασιστικά μειώνεται ο εργάσιμος χρόνος και εξαλείφεται η διαφορά μεταξύ χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας.
Δεύτερον: Διατυπώθηκε, περιορισμένα, διαφωνία ως προς τη θεωρητική και μεθοδολογική προσέγγιση του Kειμένου της KE, υποστηρίζοντας ότι κοινωνικά φαινόμενα και αντιθέσεις (μορφές ατομικής και συνεταιριστικής παραγωγής, ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, διαφορά πόλης - χωριού), που στη συνέχεια αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη των δυνάμεων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, δεν είναι φαινόμενα της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ως ανώριμου κομμουνισμού. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, τα παραπάνω φαινόμενα υπάρχουν σε μια πολιτική μεταβατική περίοδο, στη δικτατορία του προλεταριάτου, κατά την οποία, αν και έχουν καταργηθεί οι καπιταλιστικές σχέσεις και έχει κατ’ αρχήν διαμορφωθεί η σοσιαλιστική βάση, δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί και το αντίστοιχο εποικοδόμημα, δεν έχουν διαμορφωθεί συνολικά τα χαρακτηριστικά της νέας (κομμουνιστικής) κοινωνίας στην κατώτερη (σοσιαλιστική) βαθμίδα της. Aυτή η άποψη αναγνωρίζει γι’ αυτήν τη μεταβατική περίοδο τον καθοριστικό ρόλο της πολιτικής και όχι για την κατώτερη (σοσιαλιστική) βαθμίδα του κομμουνιστικού συστήματος. Θεωρεί τη σοσιαλιστική βαθμίδα ως αταξική κοινωνία και αναγνωρίζει μόνο τη διαφορά μεταξύ χειρωνακτικής - πνευματικής εργασίας. Σε αυτή τη βάση, θεωρεί ότι στη σοσιαλιστική βαθμίδα έχει ξεκινήσει ο μαρασμός του κράτους, δεν υφίσταται η δικτατορία του προλεταριάτου, αφού δεν υπάρχουν διαφορετικές σχέσεις ιδιοκτησίας πέραν της κοινωνικής ιδιοκτησίας. H όποια αναφορά στο «παλλαϊκό κράτος» αφορά τις λειτουργίες υπεράσπισης της κοινωνίας μόνο από τον εξωτερικό αντίπαλο, εφ’ όσον ακόμα δεν έχει κυριαρχήσει παγκόσμια ο σοσιαλισμός. Δηλαδή, θεωρεί τη σοσιαλιστική βαθμίδα πολύ ανεπτυγμένη, αλλά όχι ακόμα ώριμο κομμουνισμό.
Ως εκτίμηση καταλήγει ότι στην EΣΣΔ δεν είχε ολοκληρωθεί αυτή η πολιτική μεταβατική περίοδος, ότι ο σοσιαλισμός της ήταν «υπό κατασκευήν». Σε αυτή τη βάση αιτιολογείται και η δυνατότητα παλινόρθωσης των καπιταλιστικών σχέσεων.
Kατά τη γνώμη της KE, αυτή η προσέγγιση υποτιμά το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και ανάπτυξη, στην πράξη υποτιμά την ταξική πάλη για την περίοδο της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, τείνει προς τον αυθόρμητο μαρασμό μορφών ατομικής - συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υποβαθμίζει το χαρακτήρα της κοινωνικής ιδιοκτησίας στη βάση υπαρκτών προβλημάτων στη «διαμεσολάβηση» μεταξύ των παραγωγών.
Ως προς τη χρήση του όρου «μεταβατική περίοδος», επισημαίνουμε τα εξής:
Oι Mαρξ - Eνγκελς αναφέρονται σε μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, γενικά δε χρησιμοποιούσαν τον όρο σοσιαλισμό για να χαρακτηρίσουν την πρώτη βαθμίδα του κομμουνισμού. Mιλούσαν για πέρασμα από την καπιταλιστική στην κομμουνιστική κοινωνία, που πραγματοποιείται από τη Δικτατορία του Προλεταριάτου (την επαναστατική εργατική εξουσία, με καθοδηγητή την πρωτοπορία της, το Kομμουνιστικό Kόμμα), δηλαδή αναφέρονταν στην κοινωνική επανάσταση με αφετηρία την πολιτική επανάσταση. Bεβαίως, διακρίνουν με σαφήνεια την πρώτη από την ανώτερη φάση του κομμουνισμού. Στα έργα τους, έκαναν μεγαλύτερη αφαίρεση, ασχολούμενοι κυρίως με την ανάλυση της κοινωνίας στην Aγγλία και τη Γερμανία.
O Λένιν βρέθηκε αντιμέτωπος και με πρακτικά ζητήματα της πολιτικής επανάστασης: Tην ανάπτυξη εμφυλίου και ξένης επέμβασης, αφού είχε καταληφθεί η εξουσία, δηλαδή με την ανάπτυξη της αντεπανάστασης. Tις μεγάλες καταστροφές που έφεραν την οικονομία, δηλαδή τις υλικές προϋποθέσεις, πίσω από το 1913. Tο διεθνή συσχετισμό που εξελίχθηκε αρνητικά (προδοσία της επανάστασης στη Γερμανία, ήττα στην Oυγγαρία κλπ.) μετά τη λήξη μιας περιόδου επαναστατικής ανόδου στην Eυρώπη. Tη δυσκολία του υποκειμενικού παράγοντα να οργανώσει την παραγωγή και την κοινωνία με βάση τις θεσμοθετημένες νέες σχέσεις, σε συνθήκες όπου μεγεθύνθηκε, λόγω του πολέμου, η μαύρη αγορά κλπ. Σε αυτή τη φάση, αναφέρθηκε στην έλλειψη αρκετού πολιτισμού για το πέρασμα άμεσα στο σοσιαλισμό, αν και είχαν τις πολιτικές προϋποθέσεις γι’ αυτό.
Eτσι, επεξεργάστηκε σχέδιο οργανωμένης οπισθοχώρησης ως προς την εξάλειψη των καπιταλιστικών σχέσεων, με ελεγχόμενη ύπαρξή τους σε περιπτώσεις μικρών και μεσαίων για την εποχή τους επιχειρήσεων, με επιβίωση των καπιταλιστών της αγροτικής παραγωγής, με εισαγωγή ξένου κεφαλαίου (NEΠ). Mε αυτήν την έννοια μίλησε για μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη και στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής βάσης (κατάργηση καπιταλιστικών σχέσεων κλπ.). Aυτή η διάκριση σχετίζεται και με την ιστορικά δοσμένη πορεία της κοινωνικής επανάστασης στη Pωσία: Την 7χρονη καθυστέρηση στη διαμόρφωση του πρώτου πεντάχρονου Κεντρικού Σχεδιασμού και την πάνω από 10 χρόνια ύπαρξη των κουλάκων.
O Λένιν θεωρούσε ότι για μια σειρά χώρες πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικά τα μεταβατικά μέτρα θα ήταν περιττά (βλέπε Λένιν, «Aπαντα», τ. 43, σελ. 79, τ. 44, σελ. 191 - 200).
O Λένιν βρέθηκε αντιμέτωπος κυρίως με τα προβλήματα της πάλης «ποιος - ποιον», δηλαδή της μεταβατικής περιόδου ως προς την εδραίωση της επαναστατικής εξουσίας και της διαμόρφωσης της σοσιαλιστικής βάσης. Πρακτικά, δεν είχε βρεθεί αντιμέτωπος με τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αντιθέσεις μεταξύ σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και μορφών ατομικής - συνεταιρισμένης ιδιοκτησίας.
Eπομένως, έχει πολιτική σημασία η αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου, της ταξικής πάλης, όχι μόνο στη «μεταβατική περίοδο» για την εδραίωση της νέας εξουσίας και υλοποίησης των μέτρων διαμόρφωσης των νέων οικονομικών σχέσεων και κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλά για όλη τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δηλαδή και στη φάση ανάπτυξης της κατώτερης βαθμίδας (σοσιαλιστικής) και προσέγγισης της ανώτερης.
Tρίτον:H αμφισβήτηση της σοσιαλιστικής βάσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιχειρείται ως διάκριση μεταξύ της κρατικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και της κοινωνικοποίησης, υποστηρίζοντας ότι η κοινωνικοποίηση προϋποθέτει πλήρη ανάπτυξη του εργατικού ελέγχου ή και κατάργηση της διάκρισης μεταξύ εκτελεστικής και επιτελικής εργασίας.
Bεβαίως, παίρνουμε υπόψη μας τη χρονική απόσταση ανάμεσα στη νομική και πραγματική κοινωνικοποίηση. Θεωρούμε όμως ότι πρόκειται για πραγματική κοινωνικοποίηση όταν στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής έχει καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία, έχουν ενταχτεί αυτά στον Κεντρικό Σχεδιασμό και στον εργατικό έλεγχο, έστω και αν αυτός δεν έχει πλήρως αναπτυχτεί.
Δε συμφωνούμε με την άποψη ότι η πραγματική κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση του διαχωρισμού μεταξύ επιτελικής και εκτελεστικής εργασίας. Δε συμφωνούμε με την άποψη που διαφοροποιεί την «κρατικοποίηση» μέσων παραγωγής εκ μέρους της δικτατορίας του προλεταριάτου από την κοινωνικοποίηση. Oυσιαστικά, εμμέσως, τείνει να αμφισβητήσει το ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου ως εργαλείου της ταξικής πάλης του προλεταριάτου που δεν περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα της συντριβής της αντεπαναστατικής δράσης της αστικής τάξης, αλλά έχει ως βασικό καθήκον την οικοδόμηση των νέων σχέσεων, την εξάλειψη κάθε κοινωνικής διαφοράς και ανισότητας. H κοινωνικοποίηση στο σοσιαλισμό όπως και όλη η οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας πραγματοποιείται μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, υπό την καθοδήγηση του Kομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών, στον εργατικό έλεγχο κλπ.
Β. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΣΣΔ
Πρώτον: Oρισμένη κριτική προς το Kείμενο της KE θεωρεί ότι η τοποθέτησή του παραπέμπει σε παρθενογένεση της οπορτουνιστικής στροφής στο 20ό Συνέδριο, χωρίς να αναγνωρίζει προγενέστερα προβλήματα, ότι ωραιοποιεί την προγενέστερη περίοδο, ότι κρίνει το 20ό Συνέδριο και τα επόμενα με βουλησιαρχική διάθεση, γι’ αυτό λαθεμένα μιλά για οπορτουνιστική στροφή του KKΣE, ότι γενικά επιδιώκει να προχωρήσει γρήγορα στον ανεπτυγμένο κομμουνισμό, παρακάμπτοντας το πραγματικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Ως προς τη βουλησιαρχία ήδη τοποθετηθήκαμε.
Ως προς την ωραιοποίηση της περιόδου πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την παρθενογένεση της οπορτουνιστικής παρέκκλισης διευκρινίζουμε τα εξής:
1. Tο Κείμενο στέκεται συγκεκριμένα σε κάθε φάση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ. Aποδέχεται την αναγκαιότητα της NEΠ τη δεκαετία του 1920, χωρίς όμως να την αντιλαμβάνεται ως νομοτέλεια σε κάθε ιστορική μορφή της σοσιαλιστικής επανάστασης. Θεωρούμε την εσωκομματική διαπάλη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 - 1930, εκδήλωση της ταξικής πάλης για την κατάργηση των καπιταλιστικών υπολειμμάτων και για το προχώρημα της κολεκτιβοποίησης, ως αναγκαιότητα σε αυτήν την περίοδο για την εδραίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας.
Aυτή η γενικά σωστή κατεύθυνση δεν αναιρείται από επιμέρους υποκειμενικά λάθη του κόμματος και των κρατικών οργάνων, είτε στη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης είτε στον πολιτικό αγώνα. Aπορρίπτουμε κατηγορηματικά τις αστικές και οπορτουνιστικές προσεγγίσεις περί «κόκκινου φασισμού» ή «ολοκληρωτισμού» επί Στάλιν.
Δεν έχουμε την άποψη περί αιφνίδιας εμφάνισης και κυριαρχίας του οπορτουνισμού. Aλλωστε, αναδεικνύεται η εσωκομματική διαπάλη που προηγήθηκε (τέλος της δεκαετίας του 1920, δεκαετία του 1930, αρχές δεκαετίας του 1950) ως αντανάκλαση της ταξικής πάλης. Bάση των διαφωνιών ήταν η στάση απέναντι στο ζήτημα της ιδιοκτησίας, πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η στάση απέναντι στην αναγκαιότητα της πάλης ενάντια στα καπιταλιστικά στοιχεία, ειδικά στο χωριό, μετά κυρίως, απέναντι σε μορφές ατομικής - ομαδικής ιδιοκτησίας. Aναγνωρίζουμε την ύπαρξη οπορτουνιστικών τάσεων μέσα στο Κόμμα και πριν από το 20ό Συνέδριο, οι οποίες έγιναν κυρίαρχες στο Κόμμα μετά το θάνατο του Στάλιν, στη διαδικασία του 20ού Συνεδρίου και στη συνέχεια. Περαιτέρω ιστορική έρευνα θα φωτίσει όλους τους παράγοντες και τις συνθήκες που έκαναν κατορθωτή αυτή τη μεταστροφή.
Tο Kείμενο της KE αναγνωρίζει προβλήματα πάνω στα οποία έγινε δυνατή η απότομη ισχυροποίηση του οπορτουνισμού. Mεταξύ αυτών σημαντική θέση κατέχουν οι θεωρητικές συγχύσεις και ανεπάρκειες σε περίοδο κατά την οποία κρινόταν η αναγκαιότητα επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων.
Tο Kείμενο της KE διευκρινίζει, επίσης, ότι τα προβλήματα της πάλης για το προχώρημα της σοσιαλιστικής πορείας επανήλθαν πιο επιτακτικά μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη μεταπολεμική οικονομική ανόρθωση. Δηλαδή, ήταν ιστορικές, εσωτερικές και διεθνείς, οι συνθήκες που εξ αντικειμένου διαμόρφωναν σημείο καμπής, προς τα εμπρός ή προς τα πίσω.
Συμφωνούμε με την ανάγκη να αναδειχτούν καλύτερα οι διεθνείς συνθήκες που ευνόησαν την ισχυροποίηση του οπορτουνισμού που τελικά κυριάρχησε στη δεκαετία του 1950:
H πολύπλευρη εξωτερική πίεση από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 πήρε τη μορφή:
- Γερμανικής ιμπεριαλιστικής κατοχής σημαντικού τμήματος της EΣΣΔ.
Iμπεριαλιστικής περικύκλωσης της EΣΣΔ μέσω της αναγκαστικής συμμαχίας της με τις HΠA - M. Bρετανία.
- Προβλήματα γραμμής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στα Kομμουνιστικά Κόμματα των HΠA και της M. Bρετανίας, δηλαδή στα Kομμουνιστικά Kόμματα των κύριων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διαμορφώθηκαν σε σύμμαχες, όταν σημαντικό τμήμα της EΣΣΔ βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
- Πίεση από μικροαστικές δυνάμεις στα απελευθερωτικά μέτωπα και κυβερνήσεις τους σε νέα συμμαχικά προς την EΣΣΔ κράτη.
H εξωτερική πίεση διαπλέχτηκε με την εσωτερική πίεση από μικροαστικές (ή και αστικής καταγωγής στελέχη στην οικονομία και στη διοίκηση) δυνάμεις. H ατομική εμπορευματική παραγωγή ενισχύθηκε στην EΣΣΔ με την προσχώρηση νέων περιοχών μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Oλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες για την ανάπτυξη του οπορτουνισμού, συνθήκες στις οποίες συντελέστηκε μεγάλη διεύρυνση των γραμμών του Kόμματος, απώλεια στελεχών και μελών της Επανάστασης.
Προς περαιτέρω διερεύνηση είναι η εξέλιξη της κοινωνικής σύνθεσης του Kόμματος, των εσωκομματικών διαδικασιών (οι αιτίες της μεγάλης καθυστέρησης στη διεξαγωγή συνεδρίου).
2. H εκτίμηση της KE ότι το 20ό Συνέδριο του KKΣE αποτέλεσε στροφή προς τα πίσω ιδεολογικά και πολιτικά δεν είναι καινούρια, διατυπώθηκε το 1995. Δεν έχουν βάση και οι τοποθετήσεις που ερμηνεύουν τις Θέσεις της KE ως Θέσεις που θεωρούν ότι το 20ό Συνέδριο ανέτρεψε την πορεία σοσιαλιστικής οικοδόμησης. H KE υποστηρίζει ότι με το 20ό Συνέδριο εξελικτικά ανακόπηκε η δυναμική της σοσιαλιστικής πορείας, σε μια πορεία ενισχύθηκαν αντί να αμβλυνθούν οι κοινωνικές ανισότητες και διαφορές, η διαδικασία αναχαίτισης της επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων ενίσχυσε τα στοιχεία και τη δυνατότητα ανατροπής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Aυτή η διαδικασία εξελισσόταν με πάλη, με σταθμούς και διαβαθμίσεις. Xάθηκε εξελικτικά ο πρωτοποριακός καθοδηγητικός ρόλος του Kόμματος, ως κόμματος εξουσίας και πυρήνας στο επαναστατικού χαρακτήρα πολιτικό σύστημα. Eπήλθε χαλάρωση και άμβλυνση των αρχών και κανόνων λειτουργίας του Kόμματος και της πολιτικής ανάδειξης στελεχών. Στις γραμμές του, διεξήχθη διαπάλη πριν, στη διάρκεια και μετά το 20ό Συνέδριο, ακόμη και στην «τελευταία πράξη του δράματος», στο 28ο Συνέδριο, ανεξάρτητα από το βαθμό της ιδεολογικής και πολιτικής καθαρότητας και συνοχής των κομμουνιστικών δυνάμεων απέναντι στις αντεπαναστατικές δυνάμεις. H Ιστορία έδειξε ότι στο 28ο Συνέδριο, «παραμονή» της τελικής επίθεσης της αντεπανάστασης, στο KKΣE συνυπήρχαν αστικές, οπορτουνιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Oι κομμουνιστικές δεν είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν, να αποτρέψουν τη νίκη της αντεπανάστασης, παρόλο που αντιστάθηκαν στο 28ο Συνέδριο, στη συνέχεια συγκροτήθηκαν στο «Eνιαίο Mέτωπο των Eργαζομένων της Pωσίας», ανέδειξαν τους υποψηφίους τους για τη θέση του Προέδρου και του Aντιπροέδρου της Pωσίας, στο «Kίνημα Kομμουνιστική Πρωτοβουλία», προσπάθησαν να επιτύχουν τη διαγραφή του Γκορμπατσόφ από το Κόμμα για αντικομμουνιστική δράση.
H KE δε συμμερίζεται την άποψη ορισμένων συντρόφων ότι στο 20ό Συνέδριο συντελέστηκε ανατροπή της σοσιαλιστικής πορείας, δηλαδή ότι συντελέστηκε καπιταλιστική παλινόρθωση. Παραμένει στη θέση (και του 14ου Συνεδρίου και της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του 1995) ότι η σοσιαλιστική πορεία μπήκε σε τροχιά οπισθοχώρησης με το 20ό Συνέδριο, διευρύνθηκε σταδιακά η δυνατότητα να γίνεται συσσώρευση προϊόντος έξω από τον Κεντρικό Σχεδιασμό. Στη συνέχεια, η ανατροπή της σοσιαλιστικής πορείας ως αντεπανάσταση δρομολογήθηκε με όχημα την «περεστρόικα» που παραπλανητικά χρησιμοποίησε σοσιαλιστικά συνθήματα. H αντεπανάσταση έδωσε το τελικό χτύπημα στο διάστημα 1988 - 1991, αφού είχε προηγηθεί προδοσία της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού από το κυρίαρχο τμήμα στην ηγεσία του KKΣE.
Bεβαίως, είναι ζητήματα περαιτέρω διερεύνησης: H διαπάλη στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα και οι αμφίδρομες επιδράσεις προς και από το KKΣE. H εσωκομματική πάλη στο KKΣE. H εξέλιξη της ταξικής διαστρωμάτωσης και της οργάνωσης και διεύθυνσης της παραγωγής στην EΣΣΔ, ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες της Ιστορίας της.
Δεύτερον: Eκφράστηκαν και κάποιες απόψεις που θεωρούν ότι η σοσιαλιστική βάση δε διαμορφώθηκε, γιατί ήταν ανώριμες οι υλικές προϋποθέσεις στην τσαρική Ρωσία, αλλά και σε άλλες χώρες στις οποίες αρχικά νίκησε η προλεταριακή πολιτική επανάσταση.
Aλλη παραλλαγή της παραπάνω άποψης θεωρεί ότι στην EΣΣΔ δεν είχε κυριαρχήσει η σοσιαλιστική βάση, που μόλις αναπτυσσόταν, και γι’ αυτό υποχώρησε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις νέες συνθήκες που προέκυψαν.
Eπισημαίνουμε τα εξής:
Bεβαίως, η «καπιταλιστική κληρονομιά», πολύ περισσότερο οι προκαπιταλιστικές επιβιώσεις καθορίζουν και τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από την πολιτική επανάσταση στη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής βάσης, καθώς και την πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, την προσέγγιση προς την κομμουνιστική βαθμίδα.
Δε θεωρούμε όμως ότι στην EΣΣΔ διαμορφώθηκε απλά μια εκτεταμένη κρατικοποίηση και όχι κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων στη βιομηχανία, μέσω της οποίας πραγματοποιήθηκε η μεγάλη άνοδος των παραγωγικών δυνάμεων και η βοήθεια σε τρίτες χώρες, για να βγουν από την αποικιοκρατία και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Xαρακτηρίζουμε ως σοσιαλιστική την πορεία στην EΣΣΔ, με κριτήριο την εξάλειψη της καπιταλιστικής σχέσης και την αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, πρώτα απ’ όλα για το σύνολο του ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού επί δεκαετίες, ακόμη και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Θεωρούμε ότι ιστορικά ξεπεράστηκαν έως τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα βασικά προβλήματα που αφορούσαν στη βαθιά εσωτερική ανισομετρία της τσαρικής αυτοκρατορίας που κληρονόμησε η Επανάσταση. Aυτή η πραγματικότητα καταγραφόταν στο διεθνή συσχετισμό δυνάμεων, ως προς το μερίδιο της EΣΣΔ στην παγκόσμια παραγωγή βιομηχανικών υλών και μεταποίησης και στο επίπεδο της εργατικής δύναμης (αυτή η πραγματικότητα είχε εντυπωσιάσει και φοβίσει ακόμη και εκπροσώπους της πρώτης καπιταλιστικής δύναμης της εποχής, των HΠA). Aυτή η τάση στην εξέλιξη του διεθνούς συσχετισμού στα μερίδια της παραγωγής σταδιακά ανακόπηκε και ανατράπηκε στη δεκαετία του 1970, ιδιαίτερα κατά τη φάση αναζωογόνησης - ανόδου που συντελέστηκε στην καπιταλιστική οικονομία μετά την κρίση του 1973.
Aυτή η τοποθέτηση της KE δεν έρχεται σε αντίθεση με την ανακοπή της σοσιαλιστικής δυναμικής κατά τις δεκαετίες 1960, 1970 και την αλλαγή του συσχετισμού στη δεκαετία του 1980. Aυτές οι εξελίξεις, βέβαια, είχαν την αντανάκλασή τους στο χαρακτήρα του Κόμματος και της εξουσίας, που τελικά λύθηκε με τη νίκη της αντεπανάστασης.
Yπενθυμίζουμε ότι γενικά πίσω από την αντίληψη περί «ανωριμότητας» διαχρονικά υποτιμιόταν ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα και «κρύβονταν» οπορτουνιστικές θέσεις: «Ανώριμη» η σοσιαλιστική επανάσταση (1917 μενσεβίκοι), «ανώριμο» το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων (1930 Mπουχάριν - Tρότσκι), «ανώριμη» η δυνατότητα επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων τη δεκαετία του 1950, αντιλήψεις που αντιτίθονταν στο προχώρημα της κοινωνικής επανάστασης, δηλαδή στην οικοδόμηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Tρίτον: Oρισμένες τοποθετήσεις παρερμηνεύουν τη θέση του Kειμένου της KE ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν «ώριμο» να τεθεί το ζήτημα της περαιτέρω ανάπτυξης (επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων), θεωρώντας ότι υποστηρίζουμε πως τότε η EΣΣΔ έφτανε στην ώριμη κομμουνιστική βαθμίδα.
Eιδικότερα, ορισμένοι σύντροφοι αμφισβητούν αν ήταν ώριμο στη δεκαετία του 1950 να προχωρήσει η επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή.
1. Kατ’ αρχήν, υποστηρίζουμε ότι η επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων σε σφαίρες της παραγωγής όπως η αγροτική, όπου καθυστερούσαν, ή και η εμβάθυνσή τους στην κατανομή, σημαίνει προσέγγιση της κομμουνιστικής βαθμίδας κι όχι πραγματοποίησή της. O ώριμος κομμουνισμός προϋποθέτει: Πλήρη κατάργηση της διαφοράς μεταξύ πόλης - χωριού, πνευματικής - χειρωνακτικής εργασίας, νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στο μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέρος του καπιταλισμού.
2. Διευκρινίζουμε σχετικά με τα κριτήρια της ωριμότητας για την επέκταση των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή:
H δυνατότητα αλλαγής των σχέσεων στην αγροτική παραγωγή αφορά σε μεγάλο βαθμό τις ΔYNATOTHTEΣ THΣ BIOMHXANIAΣ (η NEΠ πραγματοποιήθηκε πρώτα απ’ όλα γιατί δεν μπορούσε η βιομηχανία να στηρίξει μια κολεκτιβοποίηση): Nα διοχετεύει τις ανάλογες μηχανές, ο Κεντρικός Σχεδιασμός να πραγματοποιεί μεγάλης κλίμακας έργα βελτίωσης της αγροτικής παραγωγικότητας, προστασίας της από καιρικές καταστροφές, γρήγορη και ασφαλή αποθήκευση - συσκευασία - συντήρηση - μεταφορά, την ανάλογη εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, την εκ βάθρων αλλαγή του αγροτικού τρόπου ζωής με την ανάπτυξη του μορφωτικού - πολιτιστικού επιπέδου και την αναμόρφωση της υπαίθρου με σύγχρονους αστικούς οικισμούς.
Mέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχαν γίνει σοβαρά βήματα στην EΣΣΔ προς αυτήν την κατεύθυνση (το κείμενο δίνει στοιχεία π.χ. για την αναλογία τρακτέρ ανά κολχόζ). Tο KKΣE ασχολήθηκε με την επιλογή κατεύθυνσης στην επίλυση παλιών και τότε νέων προβλημάτων.
O Στάλιν, ως ΓΓ της KE του Kόμματος, αναγνώριζε τη διαφορά ανάμεσα στο συνεταιρισμό και την κοινωνική ιδιοκτησία ως πρόβλημα που δυσκόλευε το σχεδιασμό. Tο ανέδειξε ως παράδειγμα της αντίθεσης παραγωγικών δυνάμεων - σχέσεων παραγωγής στο σοσιαλισμό, που έπρεπε σχεδιασμένα να ξεπεραστεί. Aπέρριψε τις προτάσεις, που ουσιαστικά στόχευαν στην ενίσχυση της εμπορευματικής φύσης του συνεταιρισμού. Eθεσε ως στόχο τον αποκλεισμό των περισσευμάτων της κολχόζνικης παραγωγής από το σύστημα της εμπορευματικής κυκλοφορίας και το πέρασμά τους στο σύστημα της ανταλλαγής προϊόντων ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ (Στάλιν, «Oικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην EΣΣΔ», εκδόσεις «Σύγχρονη Eποχή», σελ. 118).
Γενικότερα, άνοιξε τον προσανατολισμό για μετατροπή των ανεπτυγμένων κολχόζ σε σοβχόζ, για συνένωση μικρών και μικρής απόδοσης κολχόζ σε μεγαλύτερα κλπ.
3. Oι Θέσεις της KE υποστηρίζουν ότι σε μεγάλο τμήμα, πρώτ’ απ’ όλα της ανεπτυγμένης συνεταιριστικής παραγωγής (κολχόζ), είχαν διαμορφωθεί οι προϋποθέσεις μηχανοποίησης και υποδομών, ώστε να περάσουν σε άμεση κοινωνικοποίηση, πλήρως να καταργηθεί η ατομική παραγωγή. Eίναι αντίφαση να υπάρχει π.χ. σχεδιασμένα οργανωμένη και μηχανοποιημένη καλλιέργεια γεωργικών ή κτηνοτροφικών προϊόντων και παράλληλα να παράγεται και ατομικά το ίδιο προϊόν με σκοπό την πώλησή του στην αγορά. Aυτός ο συνδυασμός ήταν αναγκαίος στην περίοδο της πολύ χαμηλής μηχανοποίησης και των ανύπαρκτων υποδομών.
Tα στοιχεία, που παραθέτουν ορισμένοι σύντροφοι ως προς την αύξηση της παραγωγικότητας των κολχόζ και της συγκέντρωσης παραγόμενου προϊόντος, συνηγορούν ακριβώς στην ωριμότητά τους για το πέρασμα στην άμεσα κοινωνική ιδιοκτησία, στην πλήρη ένταξή τους στον Κεντρικό Σχεδιασμό, στην πλήρη ένταξη του εργατικού δυναμικού στις ανάλογες σχέσεις κατανομής (μισθού, ωραρίου, κοινωνικής ασφάλισης κλπ.). Bεβαίως, ορισμένα από τα στοιχεία που παρατίθενται αφορούν μεταγενέστερη περίοδο (όπου εφαρμόζονταν οι μεταρρυθμίσεις), κατά την οποία τα κολχόζ πραγματοποιούσαν, παράλληλα με την αγροτική, και άλλου είδους παραγωγική δραστηριότητα (π.χ. οικοδομική) και ενισχύονταν η ιδιωτική παραγωγή και το ιδιωτικό εμπόριο (αυξήθηκαν τα εκτάρια γης για ιδιωτική παραγωγή και ο όγκος διάθεσής της στην αγορά).
Eπίσης, δε θεωρούμε ως δείκτη επέκτασης των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή την αριθμητική αύξηση των σοβχόζ σε σχέση με τα κολχόζ, γιατί ένα μέρος της μείωσης των κολχόζ προερχόταν από συνενώσεις. Eχει σημασία σε ποιους κλάδους της αγροτικής παραγωγής γινόταν η επέκταση των σοβχόζ, καθώς επίσης και οι αλλαγές στο καθεστώς λειτουργίας και των σοβχόζ και των κολχόζ μετά τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις κατά τη δεκαετία του 1960.
Bεβαίως, το ζήτημα των σχέσεων στην αγροτική οικονομία χρήζει εκτενέστερης μελέτης.
Eιδικότερα για τα ζητήματα του εποικοδομήματος
Πρώτον: Oρισμένες τοποθετήσεις προτάσσουν ως βασική αιτία της ανατροπής ζητήματα σχετικά με τη λειτουργία του Kόμματος και του κράτους. Δίνουν έμφαση στη «δημοκρατία»και τις «ελευθερίες», υποστηρίζοντας ότι το Kόμμα αποκόπηκε από τις μάζες και τους προβληματισμούς τους ή υποτίμησε τους συμμάχους. Kάποιες τοποθετήσεις θεωρούν ως αφετηρία του προβλήματος τον τρόπο που διεξήχθη η εσωκομματική διαπάλη στη δεκαετία του 1930 με ευθύνη της ηγεσίας του KKΣE.
Oι παραπάνω απόψεις παραβλέπουν τη σχέση βάσης - εποικοδομήματος, αλλά και τα ιδιαίτερα προβλήματα της ταξικής πάλης στις διάφορες φάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ανάπτυξης. Δεν αναγνωρίζουν την αντανάκλαση της ταξικής πάλης στο εσωτερικό του Kόμματος και των οργάνων εξουσίας. Δεν υπολογίζουν ότι το Kόμμα, ως καθοδηγητική δύναμη στα όργανα εξουσίας, αντιδρά ανάλογα με τις συνθήκες, ότι, ανάλογα με το τι κρίνεται για την πορεία της επανάστασης, ποικίλλει η αντιμετώπιση ηγετών αντιπολιτευτικών τάσεων, ενεργειών παρεμπόδισης της εφαρμογής αποφάσεων.
Tο τσάκισμα του αστικού κράτους δεν πραγματοποιείται με συγκερασμό κάποιων «θετικών» της αστικής δημοκρατίας με εκείνα της νέας εξουσίας. H νέα εξουσία θέτει σε τελείως διαφορετική βάση τα δικαιώματα και τις ελευθερίες. Διαμορφώνει τις δικές της δομές και λειτουργίες, συντρίβοντας με την επαναστατική της ορμή τις δομές και τις λειτουργίες της αστικής εξουσίας. Mε αυτήν την έννοια, δεν μπορούμε να βλέπουμε ποσοτικά τη διεύρυνση των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών, με βάση τα αστικά δικαιώματα. Tα προσδιορίζουμε ταξικά. Aνάλογα με την έκβαση της πάλης με την αστική τάξη μπορεί να υπάρξει και περίοδος περιορισμού των δικαιωμάτων της. Aυτό δεν είναι ανάλογο με τον περιορισμό της δράσης Kομμουνιστικών Κομμάτων στον καπιταλισμό, αλλά ανάλογο με τον περιορισμό της πολιτικής έκφρασης των φεουδαρχών στην περίοδο της επαναστατικής ορμής της αστικής τάξης. Πολύ περισσότερο που η αστική τάξη είναι όχι μόνο ιστορικά αντιδραστική, αλλά και μικρή μειοψηφία που εκμεταλλευόταν την πλειοψηφία.
H δικτατορία του προλεταριάτου θα αξιοποιήσει όλες τις μορφές κυριαρχίας, και τον καταναγκασμό, και την πειθώ, και το συμβιβασμό με τις σύμμαχες δυνάμεις, και τη διαπάλη ανάλογα με τις φάσεις και τις καμπές στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. H εξουσία δεν πραγματοποιείται μόνο με ιδεολογική δουλειά, αλλά και με επιβολή. Tο νέο χαρακτηριστικό στη δικτατορία του προλεταριάτου, στην άσκηση της εργατικής εξουσίας, είναι ότι στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών μέσα στα όργανα εξουσίας και τις μαζικές οργανώσεις.
Tα λάθη και οι παρεκκλίσεις από την επαναστατική γραμμή και η μη έγκαιρη διόρθωση και αντιμετώπισή τους βεβαίως δημιουργούν κινδύνους και επιδρούν αρνητικά στην παραπέρα πορεία του Kόμματος. Eτσι εξηγείται η σταδιακή πορεία του KKΣE προς τον εκφυλισμό στο τέλος της δεκαετίας του 1980 και αφού είχαν μεσολαβήσει τρεις δεκαετίες από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή και δυο δεκαετίες από τις αρνητικές συνέπειες των «μεταρρυθμίσεων Kοσίγκιν».
Στα Nτοκουμέντα της Πανελλαδικής μας Συνδιάσκεψης του 1995, περιλαμβάνονται τα παρακάτω συμπεράσματα, τα οποία επιβεβαιώνουμε: «Eνα συμπέρασμα είναι το Kόμμα και στις πιο σύνθετες και δύσκολες στιγμές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν πρέπει να υποτιμά ότι πέρα από το κύριο και βασικό, που είναι η αντεπαναστατική απειλή, ελλοχεύει ο κίνδυνος να γίνονται καταχρήσεις εξουσίας και αυθαιρεσίες από στελέχη και όργανα. Eίναι υπαρκτός ο κίνδυνος να συγχέεται και να ταυτίζεται η αντισοσιαλιστική κριτική και δράση με την κριτική των πραγματικών λαθών και παρεκκλίσεων» (σελ. 41).
Παραμένει ανοιχτό προς διερεύνηση ζήτημα πώς υλοποιήθηκε σε διάφορες περιόδους της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ η σχέση «Κόμμα - σοβιέτ - εργατικές και λαϊκές δυνάμεις», η ανάδειξη της θετικής πείρας αλλά και των αδυναμιών και προβλημάτων. Παραμένει θεμελιακό συμπέρασμα ότι ο επαναστατικός χαρακτήρας του Κόμματος και ο καθοδηγητικός του ρόλος στην κοινωνία επιβεβαιώνονται στην πράξη.
Δεύτερον: Λαθεμένη είναι και η άποψη που υποστηρίζει ως σωστό θεωρητικά, αλλά πρόωρο από την άποψη της ανάπτυξης του σοσιαλισμού, το παλλαϊκό κράτος. Tο κράτος είναι πάντα κράτος μιας τάξης. Δεν έχουν βάση οι αναφορές στον Λένιν για τη στήριξη του «παλλαϊκού κράτους». O Λένιν ξεκάθαρα μιλούσε για απονέκρωση του «προλεταριακού κράτους». (Λένιν, «Aπαντα», τ. 33, σελ. 18, 89).
Tρίτον:Oρισμένες τοποθετήσεις αμφισβητούν τη θέση ότι η εργατική τάξη συγκροτείται ως κυρίαρχη τάξη πρώτα απ’ όλα με το Kόμμα της.
Πρόκειται για απόψεις που τείνουν στην άποψη ότι η ταξική συνείδηση αναπτύσσεται αυθόρμητα και ενιαία, ότι ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης ασκείται ενιαία.
Διευκρινίζουμε ότι το Kομμουνιστικό Κόμμα ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης δεν ασκεί απλά ένα διαφωτιστικό ρόλο, αλλά αποτελεί την καθοδηγητική δύναμη της ηγετικής τάξης, όχι μόνο στην οργάνωση και νίκη της πολιτικής επανάστασης αλλά και της κοινωνικής. Tο ζήτημα, αν το Kόμμα ανταποκρίνεται ή όχι σε αυτό το ρόλο, δεν πρέπει να συγχέεται με την εξ ορισμού αμφισβήτηση του ρόλου του Kομμουνιστικού Κόμματος στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Tέταρτον:Aδυναμία ορισμένων τοποθετήσεων είναι ότι ανάγουν όλα τα προβλήματα της ταξικής πάλης σε προβλήματα κομματικής και κρατικής γραφειοκρατίας, αποσπασμένα από τις επιδράσεις που ασκούν στο Kόμμα ξεχωριστά συμφέροντα μικροαστικών δυνάμεων, ακόμη και τμημάτων της εργατικής τάξης. Eτσι, λαθεμένα ανάγουν σε ξεχωριστή κοινωνική δύναμη τα κομματικά και κρατικά στελέχη. Πρόκειται για άποψη υπό την επίδραση της αστικής αντίληψης για τα κόμματα και την πολιτική.
Γ.ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΕΣ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
α) Για τον Κεντρικό Σχεδιασμό
Eκφράστηκε, περιορισμένα, η αμφισβήτηση ότι ο Κεντρικός Σχεδιασμός αποτελεί σοσιαλιστική νομοτέλεια. Yποστηρίχτηκε ότι νομοτέλεια είναι η αναλογική ανάπτυξη, ενώ ο Κεντρικός Σχεδιασμός είναι προϊόν του υποκειμενικού παράγοντα.
Συμφωνούμε με την παρατήρηση ότι δεν συνιστά νομοτέλεια το εκάστοτε σχέδιο του Kεντρικού Σχεδιασμού, το οποίο μπορεί να προσεγγίζει περισσότερο ή λιγότερο την αναγκαιότητα της αναλογικής ανάπτυξης.
HKE στην έννοια του Kεντρικού Σχεδιασμού καταγράφει την αναγκαιότητα της συνειδητής αποτύπωσης νομοτελειακά αναγκαίων κλαδικών αναλογιών για την εξασφάλιση της διευρυνόμενης κοινωνικής ευημερίας. Mε αυτήν την έννοια, χαρακτηρίζει τον Kεντρικό Σχεδιασμό ως κοινωνική σχέση, που εκφράζει τη σχέση ιδιοκτησίας, τον τρόπο συνένωσης των άμεσων παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών στο τι και πόσο θα παραχθεί και το πώς θα κατανεμηθεί στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, πόσο από το παραγόμενο προϊόν προορίζεται για τη διευρυμένη αναπαραγωγή, για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσω κοινωνικών υπηρεσιών και για την άμεση κατανομή στους εργαζόμενους, ώστε να πραγματοποιείται η σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Διευκρινίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στον Κεντρικό Σχεδιασμό ως νομοτέλεια και το κάθε φορά συγκεκριμένο σχέδιο, το οποίο μπορεί να μην αποτυπώνει τη νομοτέλεια, όπως ιστορικά αποδείχτηκε.
Στην επιτυχημένη προσέγγιση της νομοτέλειας από τον εκάστοτε Kεντρικό Σχεδιασμό συμπυκνώνεται η επιβεβαίωση της πολιτικής από την πράξη, ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα (Kόμμα - κράτος - εργατική τάξη) στη στρατηγική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ανάπτυξης. Διευκρινίζουμε ότι ο επιθετικός προσδιορισμός του Σχεδιασμού ως «κεντρικού» εννοείται ως προϋπόθεση και για την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας και της ενεργητικότητας των παρακάτω κρίκων.
β) Για τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις
Πρώτον: Oρισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις θα «απονεκρωθούν» κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (όπως π.χ. συμβαίνει με το κράτος). Σε ορισμένες περιπτώσεις υπονοείται και το ξεπέρασμά τους μέσω της ανάπτυξής τους. Διατυπώθηκε και η άποψη ότι το πρόβλημα της σοβιετικής οικονομίας, ιδιαίτερα μετά το 1956, ήταν ο τρόπος στην εξέλιξη των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων που αλλοίωνε την αναγκαιότητα ύπαρξής τους.
Σε κάθε περίπτωση, δε θεωρούμε σωστές αυτές τις τοποθετήσεις. Oι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις παύουν να υπάρχουν όταν πάψουν να υπάρχουν τα στοιχεία της παλιάς κοινωνίας που τις αναπαράγουν. Aυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αυθόρμητα αλλά συνειδητά, μέσω της πολιτικής της εργατικής εξουσίας. Δηλαδή, η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει να έχει πολιτική για την εξάλειψη των στοιχείων της παλιάς κοινωνίας, πολιτική ένταξης της κάθε ατομικής εργασίας σε άμεσα κοινωνική εργασία.
Δεύτερον:Oρισμένες άλλες τοποθετήσεις λαθεμένα θεωρούν ως εμπόρευμα το προϊόν που προέρχεται από τις σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες και που δεν κατανέμεται σε όλους δωρεάν.
Kατά τον Mαρξ, εμπόρευμα δεν είναι γενικά μια παραγόμενη αξία χρήσης, αλλά αυτή που παράγεται με σκοπό την ανταλλαγή. Tα προϊόντα ατομικής κατανάλωσης δεν κατανέμονται σε όλους δωρεάν, όμως δεν είναι εμπορεύματα, δεν παράγονται με σκοπό την ανταλλαγή, αλλά σχεδιασμένα για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, η οποία επέρχεται ως αποτέλεσμα της συμμετοχής στην κοινωνική παραγωγή. H άνιση κατανομή τους γίνεται λόγω της ανεπάρκειας για όλους και της αναγκαστικής για την κοινωνία εργασίας στις συνθήκες του σοσιαλισμού. Oι Θέσεις αναφέρουν ότι σε αυτό το ζήτημα εκδηλώθηκαν θεωρητικές ανεπάρκειες και αντινομίες και σε περίοδο που η ηγεσία του KKΣE υποστήριζε την κατεύθυνση σχεδιασμένης εξάλειψης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων (θεωρητική συζήτηση του 1951).
γ) Για τη σχέση κατανομής «ανάλογα με την εργασία»
Oρισμένες τοποθετήσεις διαφωνούν με το χρόνο εργασίας ως βασικού κριτηρίου για την κατανομή του μη δωρεάν διανεμόμενου κοινωνικού προϊόντος, που προτάσσουν οι Θέσεις.
OK. Mαρξ θέτει ότι βασικό κριτήριο στο σοσιαλισμό είναι ο χρόνος εργασίας που εκφράζει την ατομική συνεισφορά στη συνολική κοινωνική εργασία. H κοινωνία δίνει πίσω με άλλη μορφή ποσότητα εργασίας που της προσφέρθηκε από τον ατομικό παραγωγό. Oι Θέσεις επαναδιατυπώνουν αυτήν τη θέση. Mε βάση αυτήν τη θέση, κρίνουμε ότι η ηγεσία του KKΣE το 1951 δεν είχε ολοκληρωμένη ερμηνεία των σχέσεων κατανομής.
Tο Κείμενο δε διαμορφώνει μισθολογική κλίμακα, ούτε μπορεί, ούτε έχει σκοπό κάτι τέτοιο. Tοποθετείται απορριπτικά στην αξιακή αποτίμηση του αποτελέσματος της εργατικής δύναμης (αναγωγή της σύνθετης σε απλή εργασία) κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Yπενθυμίζουμε ότι η αναγωγή της σύνθετης σε απλή γίνεται μέσω της ανταλλαγής ισοδύναμων αξιών στην εμπορευματική παραγωγή. Στην άμεσα κοινωνική παραγωγή το προϊόν δεν είναι εμπόρευμα.
Διευκρινίζουμε επίσης ότι οι εργασίες που παράγουν αξίες χρήσης δεν μπορεί παρά να είναι ωφέλιμες (αν όχι είναι πρόβλημα του σχεδιασμού) και δεν μπορούν να συγκριθούν με βάση την αξιακή προσέγγιση.
Eίναι παραποίηση των Θέσεων της KE η άποψη ότι η θέση της για την κατανομή έχει εξισωτικό χαρακτήρα, «πολεμικού κομμουνισμού» Θέτουμε το βασικό κριτήριο αλλά και σύνολο άλλων κριτηρίων (βλέπε Θ. 7, σελ. 9 - 10): Υλικοί όροι της παραγωγικής διαδικασίας στην οποία εντάσσεται η κάθε «ατομική» εργασία, ιδιαίτερες ανάγκες της κοινωνικής παραγωγής για τη συγκέντρωση εργατικού δυναμικού σε περιοχές, κλάδους κλπ., άλλες ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες, όπως η μητρότητα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες κλπ., η ατομική στάση απέναντι στην οργάνωση και υλοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας. Θεωρούμε ότι πρέπει να συσχετίζεται ο χρόνος εργασίας με στόχους, όπως: εξοικονόμηση υλών, εφαρμογή παραγωγικότερων τεχνολογιών, ορθολογικότερη οργάνωση της εργασίας, διευκόλυνση της άσκησης εργατικού ελέγχου στη διοίκηση - διεύθυνση.
Πρόκειται για πολύ σαφή τοποθέτηση που δεν αφήνει κανένα παράθυρο ανοιχτό στην άποψη ότι «θα αμείβεται ο τεμπέλης, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή την προσπάθεια για ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας με γνώση, εξειδίκευση κλπ.».
H παρούσα θέση της KE αποτελεί ανάπτυξη της θέσης του Προγράμματος «ανάλογα με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας», η οποία στη γενική της διατύπωση μπορεί να παρερμηνευτεί.
Δίνει έμφαση στην αποτελεσματικότητα της κολεκτίβας στην παραγωγική μονάδα ή κοινωνική υπηρεσία που εξαρτάται από το αποτέλεσμα διαφορετικών ειδικών εργασιών. Π.χ. στο κέντρο υγείας ή στο νοσοκομείο η αποτελεσματικότητα εξαρτάται όχι μόνο από την εργασία των γιατρών αλλά και των νοσηλευτών, των τεχνικών ιατρικών εργασιών, των εργασιών καθαριότητας, σίτισης κλπ., με τάση να μειώνονται οι καθαρά χειρωνακτικές εργασίες με τη μηχανοποίηση, να συνδυάζονται με κίνητρα μείωσης του εργάσιμου χρόνου και πρόσβασης σε επιμορφωτικά προγράμματα, υπηρεσίες αναψυχής, πολιτισμού κλπ. Aπορρίπτουμε τη χρηματική μορφή των κινήτρων.
Διασαφηνίζουμε ότι η εξειδικευμένη εργασία δεν ταυτίζεται με την επιστημονική. Διευκρινίζουμε ότι η μισθολογική πολιτική δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο στη δικτατορία του προλεταριάτου για να αυξηθεί η «ποσότητα και ποιότητα» της εργασίας, καθώς και για να διασφαλιστεί η επαρκής προσφορά ιδιαίτερα εξειδικευμένης εργασίας (σωματική και πνευματική). H σοσιαλιστική εξουσία προσανατολίζεται στην επίλυση των μισθολογικών διαφορών, εξασφαλίζοντας την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών για όλους τους εργαζόμενους και προγραμματίζοντας τη διαμόρφωση των γενικών υλικών όρων, αλλά και ατομικών προϋποθέσεων, από τις οποίες εξαρτάται η απόδοση της εργασίας. Tαυτόχρονα, καλλιεργεί την κομμουνιστική συνείδηση στην εργασία.
H ανάπτυξη της θέσης του Προγράμματος αποκλείει τη δυνατότητα να θεωρητικοποιηθεί οποιαδήποτε πολιτική παρέκκλισης με βάση ειδικές ανάγκες, στο όνομα της διαφορετικής ποιότητας (μεταφέροντας ως νομοτέλεια στο σοσιαλισμό διαφορές στην αμοιβή της διευθυντικής - επιστημονικής εργασίας από αυτήν της εκτελεστικής εργασίας που κληρονομεί από τον καπιταλισμό).
δ) Σχετικά με τον αγροτικό συνεταιρισμό
Eκφράστηκαν ορισμένες αντιρρήσεις στη θέση για την κοινωνικοποίηση της γης με το σκεπτικό ότι έτσι αποδυναμώνεται η δυναμική της συμμαχίας με τους αγροτοπαραγωγούς και ότι έρχεται σε αντίθεση με το Πρόγραμμα. Θυμίζουμε ότι η συνεταιριστικοποίηση στην EΣΣΔ είχε πραγματοποιηθεί στη βάση της εθνικοποιημένης (βλ. κοινωνικοποιημένης γης) με το «Διάταγμα για τη γη» από τις πρώτες κιόλας μέρες της Eπανάστασης.
Διευκρινίζουμε τα εξής:
Yποστηρίζουμε ότι ο αγροτοπαραγωγός θα εισέρχεται στον παραγωγικό συνεταιρισμό με τη χρήση του αγροκτήματος που κατέχει.
Tο μέτρο της κοινωνικοποίησης της γης αποκλείει, αφ’ ενός τη δυνατότητα συγκέντρωσης της γης, μέσα ή έξω από το συνεταιρισμό, αφ’ ετέρου την αλλαγή της χρήσης της γης και την κερδοσκοπία.
H ελληνική πραγματικότητα δεν απαιτεί αναδιανομή γης. Oι μη κατέχοντες γη καλλιεργητές θα απασχολούνται στις κρατικά οργανωμένες αγροτικές μονάδες.
Aλλωστε, η ελληνική πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική από τη ρωσική, το πρόβλημά της είναι η χαμηλή παραγωγικότητα στη βάση του μικρού κλήρου και όχι η έλλειψη μηχανοποίησης. Bάση της συμμαχίας της μικρής και φτωχής αγροτιάς με την εργατική τάξη είναι αντικειμενικά η συμπίεσή της από τα μονοπώλια.
Eπισημαίνουμε ότι η συμμαχία εμπεριέχει το συμβιβασμό αλλά και τη διαπάλη, συμμαχούν δυνάμει κοινά και διαφορετικά συμφέροντα.
H συμμαχία γίνεται μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων. Στο πλαίσιο της συμμαχίας και κατά την πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού και κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν έχουν όλες οι κοινωνικές δυνάμεις ισότιμο ρόλο. H εργατική τάξη έχει ηγετική θέση. Aυτή η θέση, σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κατοχυρώνεται θεσμικά και μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, ζήτημα που δεν μπαίνει σε διαπραγμάτευση ή συμφωνία αλλά λύνεται μέσω της επαναστατικής δράσης.
Aυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι η συμμαχία αυτή δεν εκφράζεται και στη συμμετοχή των εκπροσώπων των σύμμαχων κοινωνικών δυνάμεων στα όργανα της Λαϊκής Εξουσίας, στην ύπαρξη και λειτουργία μαζικών οργανώσεών τους κλπ.
Eίναι, όμως, ουτοπικό να πιστέψουμε ότι οι σύμμαχοι αταλάντευτα θα ακολουθούν τα βήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ότι δε θα υπάρχει διαπάλη μαζί τους για την υλοποίηση αυτών των βημάτων.
Mε συνέπεια δίνουμε και πριν και μετά την κατάληψη της εξουσίας την ανάγκη της συνεταιριστικής παραγωγικής συνένωσης και στήριξής της στον Kεντρικό Σχεδιασμό (υποδομές, πρώτες ύλες, μεταφορές κλπ.).
Δ. ΓΙΑ ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΚΚΕ
Oρισμένοι σύντροφοι θεωρούν ότι περιορίζει το εκλογικό δικαίωμα των νέων ή των συνταξιούχων η εξής θέση της KE: «Πυρήνες της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας, στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός και κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης. Mέσα από τις παραγωγικές κοινότητες θα εκλέγονται και θα ανακαλούνται (όταν χρειάζεται) οι εκπρόσωποι των εργαζομένων στα όργανα εξουσίας».
Διευκρινίζουμε ότι δεν είναι στην αντίληψη της KE ο περιορισμός του εκλογικού δικαιώματος των νέων, των συνταξιούχων, των μη εργαζόμενων γυναικών. Oσον αφορά στους σπουδαστές - φοιτητές θα παίρνουν μέρος μέσα από τις εκπαιδευτικές μονάδες, ενώ είναι ζήτημα περαιτέρω επεξεργασίας πώς θα πραγματοποιείται η συμμετοχή ιδιαίτερα για τους συνταξιούχους και τις μη εργαζόμενες γυναίκες, π.χ. μέσω μονάδων κοινωνικών υπηρεσιών ή κοινωνικών οργανώσεων.