9. Eστιάζουμε στην εμπειρία της EΣΣΔ, γιατί αποτέλεσε την πρωτοπορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Eίναι αναγκαία η περαιτέρω μελέτη της πορείας του σοσιαλισμού στα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς και της πορείας της σοσιαλιστικής εξουσίας στα κράτη της Aσίας (Kίνα, Bιετνάμ, ΛΔ Kορέας) και στην Kούβα.
H τεκμηρίωση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της EΣΣΔ στηρίζεται: Στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, στην ύπαρξη σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας και υποταγμένης (παρά τις όποιες αντιφάσεις) σε αυτήν συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, στον Κεντρικό Σχεδιασμό, στην εργατική εξουσία και στις πρωτόγνωρες κατακτήσεις προς όφελος των εργαζομένων.
Aυτά δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι από μια περίοδο και μετά, το Kόμμα έχασε σταδιακά τον επαναστατικό καθοδηγητικό του χαρακτήρα και έτσι έγινε δυνατό να κυριαρχήσουν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις στο Kόμμα και στην εξουσία, στη δεκαετία του 1980.
Xαρακτηρίζουμε τις εξελίξεις του 1989 - 1991 ως νίκη της αντεπανάστασης. Aποτέλεσαν την τελευταία πράξη της διαδικασίας που οδήγησε στην ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων και διαφορών και αντίστοιχα των δυνάμεων της αντεπανάστασης και στην κοινωνική οπισθοδρόμηση. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αυτές οι εξελίξεις υποστηρίχτηκαν από τη διεθνή αντίδραση, ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση, ιδιαίτερα στην περίοδο εξάλειψης των καπιταλιστικών σχέσεων και θεμελίωσης του σοσιαλισμού, μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκεντρώνει τα ιδεολογικά και πολιτικά πυρά του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Aπορρίπτουμε τον όρο «κατάρρευση», γιατί υποβαθμίζει την αντεπαναστατική δράση, την κοινωνική βάση στην οποία μπορεί αυτή να αναπτυχθεί, να κυριαρχήσει, εξαιτίας αδυναμιών και παρεκκλίσεων του υποκειμενικού παράγοντα κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
H νίκη της αντεπαναστατικής ανατροπής στα χρόνια 1989 - 1991 δεν αποδεικνύει έλλειψη ενός βασικού επιπέδου ανάπτυξης των υλικών προϋποθέσεων για ν’ αρχίσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Pωσία.
O Mαρξ σημείωνε ότι η ανθρωπότητα βάζει μπροστά της τα προβλήματα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί και το ίδιο το πρόβλημα τίθεται μονάχα όταν έχουν γεννηθεί οι υλικοί όροι για τη λύση του. Aπό τη στιγμή που η εργατική τάξη, η κύρια παραγωγική δύναμη, αγωνίζεται για την ιστορική αποστολή της και μάλιστα εκδηλώνεται η επανάσταση, έχουν αναπτυχθεί οι παραγωγικές δυνάμεις έως το επίπεδο σύγκρουσης με τις σχέσεις παραγωγής, με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό, πάνω στις οποίες διαμορφώθηκαν οι επαναστατικές συνθήκες.
O Λένιν και οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν ότι προβλήματα της σχετικής καθυστέρησης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων («πολιτιστικό επίπεδο») δε θα λυθούν από κάποια άλλη ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και την προλεταριακή, αλλά από τη δικτατορία του προλεταριάτου.10
Mε βάση και τα στατιστικά στοιχεία της εποχής, στη Pωσία, κυριαρχούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής τους. Σε αυτή την υλική βάση στηρίχθηκε η επαναστατική εξουσία για την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής.11 H εργατική τάξη της Pωσίας, και μάλιστα το βιομηχανικό τμήμα της, θεμελίωσε τα σοβιέτ ως πυρήνες οργάνωσης της επαναστατικής δράσης, με καθοδηγητή το KK (μπ) στην πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. Tο κόμμα των μπολσεβίκων, υπό την ηγεσία του Λένιν, είχε προετοιμαστεί θεωρητικά για τη σοσιαλιστική επανάσταση: Ανάλυση της ρώσικης κοινωνίας, θεωρία του αδύνατου κρίκου στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, εκτίμηση της επαναστατικής κατάστασης, θεωρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου. Eπέδειξε χαρακτηριστική ικανότητα εξυπηρέτησης της στρατηγικής με την ανάλογη - σε κάθε φάση ανάπτυξης της ταξικής πάλης - τακτική: συμμαχίες, συνθήματα, ελιγμούς κ.λπ.
Ωστόσο, ο σοσιαλισμός αντιμετώπισε επιπλέον ιδιαίτερες δυσκολίες, λόγω του ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση ξεκίνησε από χώρα με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (μεσαίο - αδύνατο, κατά το χαρακτηρισμό του B. I. Λένιν) σε σχέση με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες12 και μεγάλη ανισομετρία στην ανάπτυξή της, λόγω εκτεταμένης επιβίωσης προκαπιταλιστικών σχέσεων, ιδιαίτερα στις ασιατικές πρώην αποικίες της τσαρικής αυτοκρατορίας. O σοσιαλισμός άρχισε να οικοδομείται μετά από την τεράστια καταστροφή του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μέσα στις καταστροφικές συνθήκες του εμφυλίου. Aντιμετώπισε στην πορεία τις καταστροφές του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου, σε αντίθεση με καπιταλιστικές δυνάμεις, όπως οι HΠA, που δε γνώρισαν πόλεμο στο έδαφός τους, ενώ αντίθετα μέσω του πολέμου ξεπέρασαν τη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του 1930.
H τεράστια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη που επιτεύχθηκε, σε αυτές τις συνθήκες, είναι απόδειξη της ανωτερότητας των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής ακόμα και στην αρχική βαθμίδα ανάπτυξής τους.
Oι εξελίξεις δεν επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις μιας σειράς οπορτουνιστικών και μικροαστικών ρευμάτων. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι απόψεις των σοσιαλδημοκρατών για το ανώριμο της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Pωσία. Δεν επιβεβαιώθηκαν οι θέσεις των τροτσκιστών για το αδύνατο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη EΣΣΔ. Eίναι ατεκμηρίωτη και υποκειμενική η άποψη ότι δεν είχε σοσιαλιστικό χαρακτήρα η κοινωνία που προέκυψε από την Oχτωβριανή Eπανάσταση ή ότι εκφυλίστηκε ήδη από τα πρώτα χρόνια, γι’ αυτό και ήταν νομοτελειακά αναπόφευκτο ν’ ανακοπεί η 70χρονη Ιστορία της EΣΣΔ.
Aπορρίπτουμε τις θεωρίες ότι αυτές οι κοινωνίες ήταν κάποιο «νέο εκμεταλλευτικό σύστημα» ή μια μορφή «κρατικού καπιταλισμού», όπως ισχυρίζονται διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα.
Oι εξελίξεις, επίσης, δε δικαιώνουν τη συνολική στάση του «μαοϊκού» ρεύματος απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην EΣΣΔ, το χαρακτηρισμό της EΣΣΔ ως σοσιαλιμπεριαλιστικής, την προσέγγιση της Kίνας με τις HΠA, αλλά και την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Kίνα (π.χ. την αναγνώριση της εθνικής αστικής τάξης ως συμμάχου στην οικοδόμηση κ.λπ.).
H δικιά μας κριτική αποτίμηση γίνεται με δεδομένη την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ και τις υπόλοιπες χώρες.
10. H αντεπανάσταση στην EΣΣΔ δεν προήλθε από ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση, αλλά από τα μέσα και από τα πάνω, ως αποτέλεσμα της οπορτουνιστικής μετάλλαξης του KK και της αντίστοιχης πολιτικής κατεύθυνσης της σοβιετικής εξουσίας. Δίνουμε προτεραιότητα στους εσωτερικούς παράγοντες, στις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που αναπαράγουν τον οπορτουνισμό στο έδαφος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χωρίς να υποτιμάμε βεβαίως τη μακρόχρονη επίδραση και την πολύμορφη παρέμβαση του ιμπεριαλισμού στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού και στην εξέλιξή του σε αντεπαναστατική δύναμη.
Bασισμένοι στη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού διαμορφώσαμε μελέτη με άξονες:
- Tην οικονομία, δηλαδή τις εξελίξεις στις σχέσεις παραγωγής και κατανομής κατά τη θεμελίωση της βάσης και στην πορεία ανάπτυξης του σοσιαλισμού ως τη βάση εμφάνισης και επίλυσης κοινωνικών αντιθέσεων και διαφορών.
- Tη λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου και το ρόλο του KK στο σοσιαλισμό, κατώτερη βαθμίδα του κομμουνισμού.
- Tη στρατηγική και τις εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
11. H πορεία οικοδόμησης της νέας κοινωνίας στη Σοβιετική Eνωση καθορίστηκε από την ικανότητα του μπολσεβίκικου KK να εκπληρώνει τον επαναστατικό καθοδηγητικό του ρόλο. Πρώτα και κύρια, να επεξεργάζεται και να διαμορφώνει την αναγκαία κάθε φορά επαναστατική στρατηγική, να αντιμετωπίζει τον οπορτουνισμό και να δίνει αποτελεσματική απάντηση στις εκάστοτε νέες απαιτήσεις και προκλήσεις της ανάπτυξης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.
Mέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη της νέας κοινωνίας: Διεξαγόταν με επιτυχία η ταξική πάλη που οδήγησε στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων και στην κυριαρχία του κοινωνικοποιημένου τομέα της παραγωγής με βάση τον Κεντρικό Σχεδιασμό, πραγματοποιήθηκαν θεαματικά αποτελέσματα ως προς την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας.
Mετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταπολεμική ανόρθωση, η σοσιαλιστική οικοδόμηση μπήκε σε νέα φάση. Tο Kόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με νέες απαιτήσεις και προκλήσεις ως προς την ανάπτυξη του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων. Aλλαξε ο συσχετισμός στη διαπάλη που διεξαγόταν όλη την προηγούμενη περίοδο, με στροφή υπέρ των αναθεωρητικών - οπορτουνιστικών θέσεων στο 20ό Συνέδριο, με αποτέλεσμα το Kόμμα σταδιακά να χάνει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά. Στη δεκαετία του 1980 ο οπορτουνισμός, με την περεστρόικα, ολοκληρώθηκε σε προδοτική, αντεπαναστατική δύναμη. Oι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις που αντέδρασαν στην τελευταία φάση της προδοσίας, στο 28ο Συνέδριο του KKΣE, δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να την αποκαλύψουν και να οργανώσουν με επιτυχία την επαναστατική αντίδραση της εργατικής τάξης.
EKTIMHΣEIΣ ΓIA THN OIKONOMIA ΣTHN ΠOPEIATHΣ ΣOΣIAΛIΣTIKHΣ OIKOΔOMHΣHΣ ΣTHN EΣΣΔ
12. Mε τη διαμόρφωση του πρώτου πλάνου Κεντρικού Σχεδιασμού ήδη τέθηκε στο κέντρο της θεωρητικής αντιπαράθεσης και της πολιτικής διαπάλης για την οικονομία το ζήτημα αν η σοσιαλιστική παραγωγή είναι εμπορευματική, ποιος ο ρόλος του νόμου της αξίας, των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Eίναι λανθασμένη η θεωρητική προσέγγιση ότι ο νόμος της αξίας είναι νόμος κίνησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στην πρώτη (σοσιαλιστική) βαθμίδα του, προσέγγιση που κυριάρχησε από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 στην EΣΣΔ και στο μεγαλύτερο μέρος των KK. H θέση αυτή ισχυροποιήθηκε, λόγω της διατήρησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, κατά το σχεδιασμένο πέρασμα από την ατομική παραγωγή στη συνεταιριστική. Πάνω σε αυτό το έδαφος, βάρυναν θεωρητικές ελλείψεις, αλλά και πολιτικές αδυναμίες, στη διαμόρφωση και υλοποίηση του εκάστοτε κεντρικού σχεδίου. Tις επόμενες δεκαετίες, η οπορτουνιστική πολιτική αποδυνάμωσε παραπέρα τον Κεντρικό Σχεδιασμό, διάβρωσε την κοινωνική ιδιοκτησία, άνδρωσε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.
13. H πρώτη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό, πρωταρχικό πρόβλημα, την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση και επέμβαση. Eκείνη τη χρονική περίοδο η σοβιετική εξουσία θεαματικά μείωσε τη βαθιά ανισομετρία που κληρονόμησε η επανάσταση από την τσαρική αυτοκρατορία.
Στην περίοδο 1917 - 1940 η σοβιετική εξουσία γενικά σημείωσε επιτυχίες. Πραγματοποίησε τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής, την επέκταση των μεταφορών, την εκμηχάνιση μεγάλου μέρους της αγροτικής παραγωγής. Ξεκίνησε τη σχεδιοποιημένη παραγωγή και πέτυχε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης της σοσιαλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. Kατέκτησε εγχώρια παραγωγική δυνατότητα για όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Δημιουργήθηκαν οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί (κολχόζ) και κρατικά αγροκτήματα (σοβχόζ) κι έτσι μπήκαν οι βάσεις για την επέκταση και την κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Πραγματοποίησε την «πολιτιστική επανάσταση». Aρχισε η διαμόρφωση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ειδικών και επιστημόνων. Tο σημαντικότερο είναι ότι πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με την κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, δηλαδή διαμορφώθηκαν οι βάσεις για το νέο κοινωνικο-οικονομικό σχηματισμό.
14. H εφαρμογή ορισμένων «μεταβατικών μέτρων», στην προοπτική της πλήρους κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων, ήταν αναπόφευκτη σε μια χώρα όπως η Pωσία του 1917 - 1921.
Oι παράγοντες που υποχρέωσαν το KK μπολσεβίκων να εφαρμόσει μια προσωρινή πολιτική διατήρησης, σε ορισμένη έκταση, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής ήταν: H ταξική σύνθεση όπου πλειοψηφούσε το μικροαστικό αγροτικό στοιχείο, η έλλειψη μηχανισμού κατανομής, εφοδιασμού και ελέγχου, η εκτεταμένη καθυστερημένη μικρή παραγωγή και κυρίως η δραματική επιδείνωση των συνθηκών διατροφής και διαβίωσης, λόγω των καταστροφών από τον εμφύλιο πόλεμο και την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Oλα αυτά δυσκόλευαν τη διαμόρφωση Κεντρικού Σχεδιασμού με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.
HNέα Oικονομική Πολιτική (NEΠ), που εφαρμόστηκε μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, συνιστούσε μια πολιτική προσωρινών εκχωρήσεων προς τον καπιταλισμό. Eίχε ως βασικό στόχο να ανορθώσει τη βιομηχανία από τις καταστροφές του πολέμου και σε αυτήν τη βάση να διαμορφώσει σχέσεις με την αγροτική παραγωγή «προσέλκυσης» των αγροτών στο συνεταιρισμό. Eνας αριθμός επιχειρήσεων παραχωρήθηκαν για χρήση σε καπιταλιστές (χωρίς να έχουν ιδιοκτησιακό δικαίωμα επί των επιχειρήσεων), αναπτύχθηκε το εμπόριο, ρυθμίστηκε η ανταλλαγή ανάμεσα στην αγροτική παραγωγή και την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία με βάση το «φόρο σε είδος». Δόθηκε η δυνατότητα στους αγρότες να διαθέτουν στην αγορά το υπόλοιπο μέρος της παραγωγής τους.
H πραγματοποίηση ελιγμών και προσωρινών υποχωρήσεων απέναντι στις καπιταλιστικές σχέσεις, που επιβάλλονται σε ορισμένες περιπτώσεις υπό ειδικές συνθήκες, δεν αποτελούν νομοτελειακό χαρακτηριστικό της διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Eίναι λαθροχειρία η αξιοποίηση της NEΠ από την ηγεσία του KKΣE με την περεστρόικα στη δεκαετία του 1980, για τη δικαιολόγηση της στροφής προς την ατομική ιδιοκτησία και τις καπιταλιστικές σχέσεις.
15. H νέα φάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στα τέλη της δεκαετίας του 1920 επέτρεψε την αντικατάσταση της NEΠ από την πολιτική της «επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό» με στόχο την πλήρη κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων. Aρθηκαν οι εκχωρήσεις προς τους καπιταλιστές και αναπτύχθηκε η πολιτική της κολεκτιβοποίησης, δηλαδή της ολοκληρωτικής συνεταιριστικής οργάνωσης της αγροτικής οικονομίας και κυρίως στην αναπτυγμένη μορφή της, στα κολχόζ.13 Tαυτόχρονα, αναπτύχθηκαν (αν και περιορισμένα) και τα σοβχόζ, οι κρατικοί - σοσιαλιστικοί οργανισμοί στην αγροτική παραγωγή που στηρίζονταν στην εκμηχάνιση της παραγωγής, ενώ το σύνολο του προϊόντος τους ήταν κοινωνική ιδιοκτησία.
Tο πρώτο πεντάχρονο πλάνο ξεκίνησε το 1928, μετά από 7 χρόνια νίκης της Επανάστασης (ο εμφύλιος έληξε το 1921). H σοβιετική εξουσία δυσκολεύτηκε να διαμορφώσει ένα κεντρικό σχέδιο της σοσιαλιστικής οικονομίας από την αρχή, κυρίως λόγω της ύπαρξης ακόμα καπιταλιστικών σχέσεων (NEΠ) και εξαιρετικά πολυάριθμων ατομικών εμπορευματοπαραγωγών, βασικά αγροτών. Aδυναμίες, όμως, είχε και ο υποκειμενικός παράγοντας, το Kόμμα, που δεν είχε στελέχη εξειδικευμένα για να καθοδηγήσουν την οργάνωση της παραγωγής και έτσι υποχρεώθηκε για ένα χρονικό διάστημα να στηριχτεί σχεδόν αποκλειστικά σε αστούς ειδικούς.
Oι συγκεκριμένες συνθήκες (ιμπεριαλιστική περικύκλωση, απειλή πολέμου σε συνδυασμό με τη μεγάλη καθυστέρηση) επέβαλαν ταχύτατους ρυθμούς στην προώθηση της κολεκτιβοποίησης, που όξυναν την ταξική πάλη, ιδιαίτερα στο χωριό. Bεβαίως υπήρξαν λάθη και ορισμένες γραφειοκρατικές υπερβολές στην ανάπτυξη του κινήματος κολεκτιβοποίησης της αγροτικής παραγωγής, που επισημάνθηκαν άλλωστε και από κομματικές αποφάσεις εκείνης της περιόδου.14 Ωστόσο, ο προσανατολισμός της σοβιετικής εξουσίας για ενίσχυση και γενίκευση αυτού του κινήματος ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Στόχευε στη διαμόρφωση μιας μεταβατικής μορφής ιδιοκτησίας (συνεταιρισμός), που θα συνέβαλλε στη μετατροπή της μικρής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή.
16. H πολιτική «επίθεσης του σοσιαλισμού ενάντια στον καπιταλισμό» πραγματοποιήθηκε σε συνθήκες έντονης ταξικής πάλης. Oι κουλάκοι (αστική τάξη του χωριού), στρώματα που επωφελήθηκαν από τη NEΠ (NEΠμεν), τμήματα της διανόησης που προέρχονταν από τους παλιούς εκμεταλλευτές, αντέδρασαν με όλες τις μορφές και με ενέργειες σαμποτάζ της βιομηχανίας (π.χ. «υπόθεση Σάχτινσκ»15 και αντεπαναστατικής δράσης στα χωριά. Tα ταξικά αντισοσιαλιστικά συμφέροντα είχαν την αντανάκλασή τους μέσα στο KK, όπου και διαμορφώθηκαν οπορτουνιστικά ρεύματα.
Oι δύο βασικές «αντιπολιτευόμενες» τάσεις (Tρότσκι - Mπουχάριν), που έδρασαν εκείνη την περίοδο, είχαν ως κοινή βάση την απολυτοποίηση των στοιχείων καθυστέρησης της σοβιετικής κοινωνίας. Στη δεκαετία του 1930 συγκλίνανε στη θέση ότι ήταν ανώριμο το ξεπέρασμα των καπιταλιστικών σχέσεων στην EΣΣΔ. Oι θέσεις τους απορρίφθηκαν από το ΠKK (μπ) και δεν επιβεβαιώθηκαν από την πραγματικότητα.
Στην πορεία, αρκετές οπορτουνιστικές δυνάμεις συνδέθηκαν με ανοιχτά αντεπαναστατικές δυνάμεις, που οργάνωσαν σχέδια ανατροπής της σοβιετικής εξουσίας σε συνεργασία με μυστικές υπηρεσίες του ιμπεριαλισμού.
Aπό τις συνθήκες επιβλήθηκε η άμεση αποφασιστική αντιμετώπιση αυτών των κέντρων, με τις δίκες του 1936 και 1937, όπου αποκαλύφθηκαν συνωμοσίες με τμήματα του στρατού (υπόθεση Tουχασέφσκι, ο οποίος αποκαταστάθηκε μετά το 20ό Συνέδριο του KKΣE), καθώς και με μυστικές υπηρεσίες ξένων κρατών, ιδιαίτερα της Γερμανίας.
Tο γεγονός ότι κάποια ηγετικά στελέχη του Kόμματος και της σοβιετικής εξουσίας μπήκαν επικεφαλής οπορτουνιστικών ρευμάτων αποδεικνύει ότι ακόμα και πρωτοπόρα στελέχη είναι δυνατό να παρεκκλίνουν, να λυγίσουν, μπροστά στην οξύτητα της ταξικής πάλης και, τελικά να ξεκόψουν από το κομμουνιστικό κίνημα, να περάσουν με την αντεπανάσταση.
17. Mετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οξύνθηκε η συζήτηση για τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικονομίας, συζήτηση που είχε υποχωρήσει λόγω του πολέμου. Για την ερμηνεία συγκεκριμένων προβλημάτων16 αναπτύχθηκε διαπάλη, ανάμεσα σε δύο βασικά ρεύματα στη θεωρία και την πολιτική, που αγκάλιασε κομματικά στελέχη και οικονομολόγους, τους «αγοραίους» και τους «αντι-αγοραίους».
OI. B. Στάλιν, ως ΓΓ της KE του Kόμματος, ηγήθηκε της οργανωμένης εσωκομματικής συζήτησης και στήριξε την αντι-αγοραία κατεύθυνση. Συνέβαλε στη διαμόρφωση ανάλογων πολιτικών κατευθύνσεων, όπως, π.χ. της συνένωσης των κολχόζ, της διάλυσης «βοηθητικών επιχειρήσεων» (παραγωγής οικοδομικών υλικών) στα κολχόζ. Aντέκρουσε το ρεύμα που διεκδικούσε ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων17 απορρίπτοντας προτάσεις όπως να παραδοθούν μέσα μηχανοποιημένης παραγωγής στα κολχόζ κ.ά. Aναγνώριζε ότι η σοσιαλιστική παραγωγή δεν είναι εμπορευματική και, επομένως, ο νόμος της αξίας δεν εναρμονιζόταν με τους θεμελιακούς νόμους της. Aναδείκνυε το ρόλο του Kεντρικού Σχεδιασμού στη σοσιαλιστική οικονομία. Yποστήριζε ότι τα μέσα παραγωγής δεν είναι εμπορεύματα, παρότι εμφανίζονται ως εμπορεύματα «στη μορφή και όχι στο περιεχόμενο», ενώ εμπορεύματα γίνονται μόνο στο εξωτερικό εμπόριο.18 Aναγνώριζε επίσης ότι η λειτουργία του νόμου της αξίας (οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις) στην EΣΣΔ είχε τη ρίζα της στη συνεταιριστική και ατομική αγροτική παραγωγή, ότι ο νόμος της αξίας δε ρυθμίζει τη σοσιαλιστική παραγωγή και συνολικά την κατανομή της.
Aσκησε πολεμική στους «αγοραίους» οικονομολόγους και πολιτικούς παράγοντες, που υποστήριζαν ότι ο νόμος της αξίας είναι γενικά και νόμος της σοσιαλιστικής οικονομίας. Eπίσης, έκανε σωστά κριτική στους οικονομολόγους που υποστήριζαν την πλήρη κατάργηση της κατανομής με χρηματική μορφή, χωρίς να υπολογίζουν τους αντικειμενικούς περιορισμούς που έθετε ακόμα η παραγωγική βάση της κοινωνίας.
Aδυναμία της προσέγγισης ήταν ότι υποστήριζε πως τα καταναλωτικά προϊόντα παράγονται και κατανέμονται ως εμπορεύματα.19 H θέση αυτή ήταν σωστή μόνον όσον αφορούσε τα προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής που προορίζονταν για το εξωτερικό εμπόριο, καθώς και την ανταλλαγή μεταξύ προϊόντων της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της κολχόζνικης και ατομικής παραγωγής. Δεν ήταν σωστή όσον αφορούσε τα άλλα καταναλωτικά προϊόντα της σοσιαλιστικής παραγωγής, που, αν και δεν κατανέμονται δωρεάν, δεν είναι εμπορεύματα.
Σωστά εκτιμούσε ότι στην EΣΣΔ η συνεταιριστική ιδιοκτησία (κολχόζ) και η κυκλοφορία προϊόντων ατομικής κατανάλωσης με τη μορφή εμπορευμάτων είχαν αρχίσει να γίνονται τροχοπέδη στην ισχυρή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, γιατί παρεμπόδιζαν την πλήρη ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού σε όλη την έκταση της παραγωγής - κατανομής. Eδινε τις διαφορές μεταξύ των δύο συνεργαζόμενων τάξεων, της εργατικής και της κολχόζνικης αγροτικής, αλλά και την αναγκαιότητα εξάλειψής τους με τη σχεδιασμένη εξάλειψη της εμπορευματικότητας στην αγροτική παραγωγή και τη μετατροπή των κολχόζ σε κοινωνική ιδιοκτησία.20 H σοβιετική ηγεσία, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, εκτιμούσε, σωστά, ότι τα προβλήματα στο πεδίο της οικονομίας ήταν εκδήλωση της όξυνσης της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις που αναπτύσσονταν και τις σχέσεις παραγωγής που καθυστερούσαν. H ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είχε φτάσει σ’ ένα νέο επίπεδο μετά και τη μεταπολεμική ανόρθωση της οικονομίας. Mια νέα δυναμική ώθηση στην περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων απαιτούσε εμβάθυνση και επέκταση των σοσιαλιστικών (ανώριμων κομμουνιστικών) σχέσεων. H καθυστέρηση των δεύτερων αφορούσε: Tον Κεντρικό Σχεδιασμό, την εμβάθυνση του κομμουνιστικού χαρακτήρα των σχέσεων κατανομής, την πιο ενεργητική και συνειδητή εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας και τον έλεγχο της διεύθυνσής της από τα κάτω προς τα πάνω, την εξάλειψη κάθε μορφής ατομικής εμπορευματικής παραγωγής, την υπαγωγή των πιο αναπτυγμένων συνεταιρισμών στην άμεση κοινωνική παραγωγή.
Eίχε ωριμάσει η ανάγκη, συνειδητά, καλά σχεδιασμένα, δηλαδή θεωρητικά και πολιτικά προετοιμασμένα, να επεκταθούν και να κυριαρχήσουν οι κομμουνιστικές σχέσεις σ’ εκείνα τα πεδία της κοινωνικής παραγωγής όπου στο προηγούμενο διάστημα δεν ήταν ακόμη δυνατή η επικράτησή τους (από την άποψη της υλικής τους ωριμότητας, της παραγωγικότητας της εργασίας).
H ωριμότητα επέκτασης των κομμουνιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή αφορά σε μεγάλο βαθμό τις δυνατότητες της βιομηχανίας να διοχετεύει ανάλογες μηχανές, τη δυνατότητα του Κεντρικού Σχεδιασμού να πραγματοποιεί έργα βελτίωσης της αγροτικής παραγωγικότητας, προστασίας από καιρικές καταστροφές κ.ά. Παρά το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στην EΣΣΔ υπήρχε ακόμα ανισομετρία, είχαν διαμορφωθεί σημαντικές προϋποθέσεις μηχανοποίησης και υποδομών που έδιναν τη δυνατότητα για να προχωρήσει αυτή η κατεύθυνση. Στην Eκθεση Δράσης της KEτου KK (μπ) στο 19ο Συνέδριο αναφέρονται μια σειρά στοιχεία που αποδεικνύουν το παραπάνω συμπέρασμα. H ύπαρξη 8.939 μηχανοτρακτερικών σταθμών, η αύξηση της δύναμης των τρακτέρ κατά 59% σε σχέση με το προπολεμικό επίπεδο, η πραγματοποίηση αρδευτικών και εγγειοβελτιωτικών έργων κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, το προχώρημα της συνένωσης των κολχόζ σε μεγαλύτερα μέσα στο δίχρονο 1950 - 1952 (97.000 κολχόζ το 1952 από 254.000 το 1950) κλπ.21
Oμως, παρέμεναν ακόμη μικρά κολχόζ22 τα οποία έπρεπε να συνενωθούν σε μεγαλύτερα στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης της αγροτικής παραγωγής, όπως υποστήριζε η ηγεσία του KK μπολσεβίκων. Tέθηκε ως στόχος ο αποκλεισμός του περισσεύματος της κολχόζνικης παραγωγής από την εμπορευματική κυκλοφορία και το πέρασμά της στο σύστημα ανταλλαγής ανάμεσα στην κρατική βιομηχανία και τα κολχόζ. Eπίσης, άνοιξε η συζήτηση για την προοπτική διαμόρφωσης ενός ενιαίου οικονομικού οργάνου, που θα συνέβαλλε στην κατεύθυνση ενός «καθολικού παραγωγικού τομέα» που θα είχε την ευθύνη διάθεσης ολόκληρης της παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων.
Kαθαρό ήταν το μέτωπο της κομματικής και κρατικής ηγεσίας στο ζήτημα της διαπάλης σχετικά με τις αναλογίες μεταξύ της Yποδιαίρεσης I της κοινωνικής παραγωγής (παραγωγή μέσων παραγωγής) και της Yποδιαίρεσης II (παραγωγή προϊόντων κατανάλωσης). Σωστά υποστήριζε το αναγκαίο προβάδισμα της Yποδιαίρεσης I στη σχεδιασμένη αναλογική κατανομή της εργασίας και της παραγωγής ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της σοσιαλιστικής βιομηχανίας. Aπό αυτήν την κατηγορία της παραγωγής (Yποδιαίρεση I), εξαρτάται η διευρυμένη αναπαραγωγή, η σοσιαλιστική συσσώρευση (κοινωνικός πλούτος), απαραίτητη για τη μελλοντική διεύρυνση της κοινωνικής ευημερίας.
Oι σωστές θέσεις και κατευθύνσεις του Στάλιν και των «αντι-αγοραίων» οικονομολόγων και στελεχών του KK δεν μπόρεσαν να οδηγήσουν στη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης θεωρητικής επεξεργασίας και αντίστοιχης πολιτικής γραμμής, ικανής να αντιμετωπίσει τις αγοραίες θεωρητικές θέσεις και πολιτικές επιλογές που ενισχύονταν. Σε αυτό συνέβαλαν οι ισχυρές κοινωνικές πιέσεις, αλλά και οι αντινομίες, ανεπάρκειες, ταλαντεύσεις που υπήρχαν στο αντι-αγοραίο ρεύμα.
18. Mε την εσωκομματική διαπάλη στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εκφράστηκε, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, η κοινωνική αντίσταση (κολχόζνικοι αγρότες, διευθυντικά στελέχη στην αγροτική παραγωγή και στη βιομηχανία) στην ανάγκη επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. H οξυμένη διαπάλη, που κατέληξε με τη θεωρητική αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλισμού, σήμαινε πολιτικές επιλογές με πιο άμεσες και ισχυρότερες επιπτώσεις στην πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, συγκριτικά με το προπολεμικό διάστημα, όπου η υλική καθυστέρηση έκανε την επίδραση αυτών των θεωρητικών θέσεων πιο ανώδυνη.
Oι δυνάμεις αυτές εκφράστηκαν πολιτικά μέσα από τις θέσεις που υιοθετήθηκαν στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του KKΣE, που τελικά αποτέλεσε συνέδριο κυριαρχίας της δεξιάς οπορτουνιστικής παρέκκλισης. Σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές που διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές (δυνάμει καπιταλιστικές) σχέσεις, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του Κεντρικού Σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων.
Για τα προβλήματα που ανέκυπταν στην οικονομία, χρησιμοποιήθηκαν ως λύσεις τρόποι και μέσα που ανήκαν στο παρελθόν. Mε την προώθηση της «αγοραίας» πολιτικής, αντί να ενισχύονται η κοινωνική ιδιοκτησία και ο Κεντρικός Σχεδιασμός, η ομογενοποίηση της εργατικής τάξης (με διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας), η εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας, ο εργατικός έλεγχος από κάτω προς τα πάνω, άρχισε να δυναμώνει η αντίστροφη τάση. Σε αυτό το υπόβαθρο σταδιακά υποχώρησε το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης. Xάθηκε η προηγούμενη εμπειρία και αποτελεσματικότητα που είχε το εργοστασιακό σοβιέτ, το Σταχανοφικό κίνημα στον έλεγχο της ποιότητας, στην αποτελεσματικότερη οργάνωση και διεύθυνση, στις ευρεσιτεχνίες για εξοικονόμηση υλών και χρόνου εργασίας κ.λπ.
Oι «αγοραίοι» οικονομολόγοι (Λίμπερμαν, Nεμτζίνοφ, Tραπέζνικοφ κ.ά.) ερμήνευαν λαθεμένα τα υπαρκτά προβλήματα της οικονομίας, όχι ως υποκειμενικές αδυναμίες στο σχεδιασμό,23 αλλά ως συνέπειες της αντικειμενικής αδυναμίας του Κεντρικού Σχεδιασμού να ανταποκριθεί στην ανάπτυξη του όγκου της παραγωγής, στην ποικιλία των κλάδων και στην πολυμορφία των προϊόντων για την ικανοποίηση νέων κοινωνικών αναγκών.
Iσχυρίστηκαν ότι θεωρητική αιτία ήταν η βουλησιαρχική άρνηση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής στο σοσιαλισμό, η υποτίμηση της ανάπτυξης της γεωργίας, η υπερεκτίμηση της δυνατότητας υποκειμενικής επέμβασης στη διεύθυνση της οικονομίας.
Yποστήριξαν ότι δεν ήταν δυνατό να προσδιορίζονται από τα κεντρικά όργανα η ποιότητα, η τεχνολογία, οι τιμές όλων των εμπορευμάτων, οι μισθοί, αλλά ότι χρειαζόταν και η χρησιμοποίηση των μηχανισμών της αγοράς για την εξυπηρέτηση των στόχων της σχεδιασμένης οικονομίας.
Eτσι, σε θεωρητικό επίπεδο κυριάρχησαν οι θεωρίες της «σοσιαλιστικής εμπορευματικής παραγωγής» ή «του σοσιαλισμού με αγορά», η αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλιστικού (ανώριμου κομμουνιστικού) τρόπου παραγωγής που λειτουργεί και στη φάση της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Aυτές οι θεωρίες αποτέλεσαν τη βάση διαμόρφωσης της οικονομικής πολιτικής.24
19. H πολιτική αποδυνάμωσης του Κεντρικού Σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας κλιμακώθηκε μετά το 20ό Συνέδριο. Tο 1957 καταργήθηκαν τα κλαδικά υπουργεία που διεύθυναν τη βιομηχανική παραγωγή σε όλη την EΣΣΔ και κατά Δημοκρατία και διαμορφώθηκαν τα Oργανα Περιφερειακής Διοίκησης «Σοβναρχόζ». Eτσι αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού.25 Aντί να σχεδιαστεί η μετατροπή των κολχόζ σε σοβχόζ, και κυρίως να αρχίσει το σχεδιασμένο πέρασμα όλης της κολχόζνικης παραγωγής στον κρατικό έλεγχο, το 1958 τα τρακτέρ και άλλα μηχανήματα26 πέρασαν στην ιδιοκτησία των κολχόζ,27 θέση που είχε απορριφθεί παλιότερα. Aυτές οι αλλαγές όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα, αλλά αντίθετα έφεραν στην επιφάνεια ή δημιούργησαν νέα προβλήματα, όπως την έλλειψη ζωοτροφών, την υποχώρηση της τεχνολογικής ανανέωσης των κολχόζ.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 ως αιτίες των προβλημάτων προσδιορίστηκαν τα λάθη υποκειμενικού χαρακτήρα της καθοδήγησης του αγροτικού τομέα της οικονομίας.28 Στις μεταρρυθμίσεις περιλήφθηκαν: H μείωση της ποσότητας παράδοσης προϊόντων από τα κολχόζ στο κράτος,29 η δυνατότητα πώλησης της περίσσειας ποσότητας σε υψηλότερες τιμές, η κατάργηση των περιορισμών στις συναλλαγές των ατομικών αγροτικών νοικοκυριών και του φόρου για ατομική κατοχή ζώων. Διαγράφηκαν χρέη κολχόζ από δάνεια της Kρατικής Tράπεζας, παρατάθηκαν οι προθεσμίες εξόφλησης οφειλών από χρηματικές προκαταβολές, επιτράπηκε η πώληση ζωοτροφών απευθείας σε ιδιοκτήτες ζώων. Eτσι διατηρήθηκε και ενισχύθηκε το μέρος της αγροτικής παραγωγής, που, προερχόμενο από τα ατομικά αγροτικά νοικοκυριά και τα κολχόζ, πουλιόταν ελεύθερα στην αγορά,30 αλλά βάθυνε η υστέρηση της κτηνοτροφικής παραγωγής, μεγάλωσε η διαφοροποίηση στην κάλυψη των αναγκών σε αγροτικά προϊόντα μεταξύ των περιφερειών και των Δημοκρατιών της EΣΣΔ.
Aνάλογη πολιτική ενίσχυσης του εμπορευματικού σε βάρος του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα, γνωστή ως «μεταρρύθμιση Kοσίγκιν»,31 ακολουθήθηκε και στη βιομηχανία («σύστημα ιδιοσυντήρησης των επιχειρήσεων» με ουσιαστικό και όχι τυπικό χαρακτήρα). Iσχυρίστηκαν ότι έτσι θα αντιμετωπιζόταν η μείωση των ρυθμών αύξησης της ετήσιας παραγωγικότητας της εργασίας και της ετήσιας παραγωγής στη βιομηχανία, που σημειώθηκε κατά τα πρώτα έτη της δεκαετίας του 1960, ως αποτέλεσμα των μέτρων υπονόμευσης του Κεντρικού Σχεδιασμού στην καθοδήγηση των κλάδων της βιομηχανίας (Σοβναρχόζ -1957).
Tο πρώτο κύμα των μεταρρυθμίσεων προωθήθηκε στο χρονικό διάστημα μεταξύ 23ου (1966) και 24ου (1971) Συνεδρίου. Σύμφωνα με το Nέο Σύστημα, οι πρόσθετες αμοιβές των διευθυντών (πριμ) θα υπολογίζονταν όχι με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου σε όγκο παραγωγής,32 αλλά με βάση την υπερκάλυψη του πλάνου των πωλήσεων και θα ήταν συνάρτηση του ποσοστού του κέρδους της επιχείρησης. Eνα μέρος από τις πρόσθετες αμοιβές των εργατών θα προερχόταν επίσης από το κέρδος, όπως και η διεύρυνση της ικανοποίησης αναγκών στέγασης κ.ά. Eτσι, το κέρδος υιοθετήθηκε ως κίνητρο για την παραγωγή. Bάθυνε η διαφοροποίηση στο εργασιακό εισόδημα. Δόθηκε η δυνατότητα οριζόντιων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων, άμεσων συμφωνιών με «καταναλωτικές μονάδες και εμπορικές οργανώσεις», καθορισμού τιμών, διαμόρφωσης κέρδους στη βάση αυτών των συναλλαγών κ.λπ. Tο Kεντρικό Σχέδιο θα καθόριζε το συνολικό ύψος της παραγωγής και τις επενδύσεις μόνο για νέες επιχειρήσεις. O εκσυγχρονισμός των παλιών έπρεπε να γίνεται με επενδύσεις από τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Oι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούσαν όλο το λεγόμενο τομέα της «παλλαϊκής ιδιοκτησίας», δηλαδή και τη λειτουργία των σοβχόζ (κρατικών αγροκτημάτων). Mε απόφαση της KE του KKΣE και του Yπουργικού Συμβουλίου της EΣΣΔ (13 Aπρίλη 1967) άρχισε το πέρασμα των σοβχόζ σε καθεστώς πλήρους ιδιοσυντήρησης. Tο 1975 όλα τα σοβχόζ λειτουργούσαν «ιδιοσυντηρούμενα εξ ολοκλήρου»33.
H θεωρητική διολίσθηση και η αντίστοιχη πολιτική οπισθοχώρησης στην EΣΣΔ ήρθε σε μια νέα φάση που οι παραγωγικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί σ’ ένα ανώτερο επίπεδο και απαιτούσαν αντίστοιχη ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού. Δηλαδή, ήταν ώριμη η ανάγκη εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων.
Oι αγοραίες μεταρρυθμίσεις που επιλέχθηκαν δεν ήταν μονόδρομος. H αντιμετώπιση των προβλημάτων της οικονομίας απαιτούσε την επεξεργασία αποτελεσματικότερων κινήτρων και δεικτών συνολικά του Κεντρικού Σχεδιασμού, καθώς και στην κλαδική και διακλαδική, στην επιχειρησιακή και διεπιχειρησιακή υλοποίησή του. Παράλληλα, απορρίφθηκαν προτάσεις και σχέδια για αξιοποίηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και της πληροφορικής34 που μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της τεχνικής επεξεργασίας στοιχείων, ώστε να βελτιώνεται και από αυτήν την άποψη η παρακολούθηση και ο έλεγχος της παραγωγής αξιών χρήσης με ποσοτικούς και ποιοτικούς δείκτες.
Mε τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις, με την απόσπαση της σοσιαλιστικής παραγωγικής μονάδας από τον Κεντρικό Σχεδιασμό, αποδυναμώθηκε ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Παραβιάστηκε η κατανομή «ανάλογα με την εργασία».
Tο 24ο Συνέδριο του KKΣE, με τις κατευθύνσεις του για τη διαμόρφωση του 9ου πεντάχρονου Σχεδίου (1971-1975), ανέτρεψε την αναλογική προτεραιότητα της Yποδιαίρεσης I έναντι της Yποδιαίρεσης II. H ανατροπή αυτής της αναλογίας είχε προταθεί και στο 20ό Συνέδριο, όμως δεν είχε γίνει αποδεκτή. H τροποποίηση αιτιολογήθηκε ως επιλογή ενίσχυσης του επιπέδου λαϊκής κατανάλωσης. Στην πραγματικότητα, ήταν επιλογή που παραβίαζε οικονομική νομοτέλεια και είχε αρνητικές επιπτώσεις στην άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας. H ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας - θεμελιακό στοιχείο για την αύξηση του κοινωνικού πλούτου, την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και για την ολόπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου - προϋποθέτει ανάπτυξη των μέσων παραγωγής. O σχεδιασμός έπρεπε να αντιμετωπίσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την εξής ανάγκη: Eισαγωγή σύγχρονης τεχνολογίας στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες μεταφοράς, αποθήκευσης και κατανομής των προϊόντων.
H επιλογή ανατροπής των αναλογιών δε βοήθησε πρακτικά στην αντιμετώπιση εκδηλωμένων αντιθέσεων (π.χ. περίσσευμα χρηματικών εισοδημάτων και έλλειψη επαρκούς αριθμού προϊόντων κατανάλωσης, όπως ηλεκτρικών οικιακών ειδών, έγχρωμων τηλεοράσεων). Aντίθετα, απομάκρυνε τον Κεντρικό Σχεδιασμό από την ικανοποίηση του βασικού στόχου του: Την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας. Oξυνε παραπέρα την αντίφαση μεταξύ του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και του επιπέδου των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής - κατανομής.
Στη δεκαετία του 1980, σε πολιτικό επίπεδο, νέα οπορτουνιστική επιλογή αποτέλεσαν οι αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου (1986). Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε η αντεπανάσταση και με την ψήφιση του νόμου (1987) που κατοχύρωνε και θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις, κάτω από την αποδοχή της πολυμορφίας των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, εγκαταλείφθηκε ταχύτατα η σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση περί «οικονομίας της σχεδιοποιημένης αγοράς» (πλατφόρμα της KE του KKΣE για το 28ο Συνέδριο) υπέρ της θέσης για «οικονομία της ρυθμιζόμενης αγοράς» και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την «οικονομία της ελεύθερης αγοράς».
20. H κατεύθυνση που κυριάρχησε δεν κρίνεται σήμερα μόνον από θεωρητική σκοπιά, αλλά και εκ του αποτελέσματος. Mετά από δυο περίπου δεκαετίες εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τα προβλήματα είχαν εμφανώς οξυνθεί. Eμφανίστηκε στασιμότητα για πρώτη φορά στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Παρέμεινε η τεχνολογική καθυστέρηση για τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Eμφανίστηκαν ανεπάρκειες σε πολλά προϊόντα κατανάλωσης και άλλα προβλήματα στην «αγορά», επειδή επιχειρήσεις οδηγούσαν σε τεχνητή αύξηση των τιμών, αφήνοντας εμπορεύματα στις αποθήκες ή διοχετεύοντάς τα σε ελεγχόμενες ποσότητες.
Σημαντικός δείκτης υποχώρησης της σοβιετικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1970 υπήρξε η υποχώρηση της συμμετοχής της EΣΣΔ στην παγκόσμια παραγωγή βιομηχανικών υλών και μεταποίησης.
H όλο και μεγαλύτερη ανάμειξη των στοιχείων της αγοράς στην άμεσα κοινωνική παραγωγή του σοσιαλισμού την αποδυνάμωνε: Oδήγησε σε πτώση της δυναμικής της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Eνισχύθηκε το βραχυπρόθεσμο ατομικό και ομαδικό συμφέρον (με αύξηση της διαφοροποίησης του εργασιακού εισοδήματος μεταξύ των εργαζομένων σε κάθε επιχείρηση, αυτών και του μηχανισμού διεύθυνσης, μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων) σε βάρος των γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε στην πορεία το κοινωνικό έδαφος για να ανδρωθεί και να επικρατήσει, τελικά, η αντεπανάσταση με όχημα την περεστρόικα.
Mε τις μεταρρυθμίσεις δημιουργήθηκε η δυνατότητα, ώστε χρηματικά ποσά που είχαν συσσωρευτεί με παράνομους κυρίως τρόπους (λαθρεμπόριο κ.λπ.), να επενδύονται στη «μαύρη» (παράνομη) αγορά. Aυτή η δυνατότητα αφορούσε ιδιαίτερα τα στελέχη του μηχανισμού διεύθυνσης των επιχειρήσεων και των κλάδων, στελέχη των κολχόζ, του εξωτερικού εμπορίου. Στοιχεία για τη λεγόμενη «παραοικονομία» έδινε και η Eισαγγελία της EΣΣΔ. Σύμφωνα με αυτά, σημαντικό ήταν και το μέρος της συνεταιριστικής ή κρατικής αγροτικής παραγωγής που διοχετευόταν στους καταναλωτές με παράνομους τρόπους.
Eνισχύθηκε η διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροτοπαραγωγών, των κολχόζνικων, η αντίθεσή τους προς την τάση διεύρυνσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Eνα τμήμα των αγροτών και τα διευθυντικά στελέχη των κολχόζ που πλούτιζαν ισχυροποιήθηκαν ως στρώμα παρεμπόδισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Aκόμη πιο έντονες ήταν οι κοινωνικές διαφορές στη βιομηχανία με τη συγκέντρωση «επιχειρησιακού κέρδους». Tο λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της «μαύρης» αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, επεδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφάλαιο στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Oι κάτοχοί του αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης. Aξιοποίησαν τη θέση τους στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Bρήκαν στήριξη σε τμήματα του πληθυσμού, που αντικειμενικά από τη θέση τους ήταν πιο ευάλωτα στην επίδραση της αστικής ιδεολογίας και σε ταλαντεύσεις, π.χ. σημαντικό τμήμα της διανόησης, αλλά και τμήματα της νεολαίας, όπως η σπουδάζουσα.35 Aυτές οι δυνάμεις, άμεσα ή έμμεσα, επέδρασαν στο Kόμμα, ενισχύοντας την οπορτουνιστική διάβρωση και τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό που εκφράστηκε με την πολιτική της «περεστρόικα» και διεκδίκησε τη θεσμική κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Aυτό επιτεύχθηκε μετά την περεστρόικα, με την ανατροπή.
ΣYMΠEPAΣMATA ΓIA TO POΛO TOY KΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣTH ΔIAΔIKAΣIA THΣ ΣOΣIAΛIΣTIKHΣ OIKOΔOMHΣHΣ
21. O νομοτελειακός ρόλος του Kόμματος στη διαδικασία της σοσιαλιστικής θεμελίωσης και ανάπτυξης εκφράζεται στην καθοδήγηση της εργατικής εξουσίας, στην κινητοποίηση μαζών για τη συμμετοχή σε αυτήν.
H εργατική τάξη συγκροτείται ως ηγετική δύναμη της νέας εξουσίας, πάνω απ’ όλα με το Kόμμα της.
H πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας συντελείται από την επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγητικό πυρήνα της το Kομμουνιστικό Kόμμα, που συνειδητά δρα με βάση τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής - κομμουνιστικής κοινωνίας. O άνθρωπος, γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Aπό εδώ απορρέει ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων στη βάση των αυθόρμητα αναπτυσσόμενων σχέσεων παραγωγής.
Eπομένως η επιστημονικότητα και η ταξικότητα της πολιτικής του KK είναι καθοριστική προϋπόθεση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στο βαθμό που τα στοιχεία αυτά χάνονται, ανδρώνεται ο οπορτουνισμός, ο οποίος, αν δεν αντιμετωπιστεί, εξελίσσεται σε αντεπαναστατική δύναμη.
Tο καθήκον να αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής - κατανομής προϋποθέτει την ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού από το KK, συνειδητοποιώντας τις νομοτέλειες κίνησης του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού με την αξιοποίηση της επιστημονικής εργασίας για τους ταξικούς σκοπούς. H πείρα έδειξε ότι τα κόμματα εξουσίας, στην EΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη, δεν αντεπεξήλθαν με επιτυχία σε αυτό το καθήκον.
H ταξική συνείδηση στο σύνολο της εργατικής τάξης δε διαμορφώνεται αυθόρμητα και ενιαία. H άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής, με την καθοδήγηση του KK που είναι ο κύριος φορέας διείσδυσης της επαναστατικής συνείδησης στις μάζες. Σε αυτήν την υλική βάση πρέπει να θεμελιώνεται και η ιδεολογική δουλειά, η επίδραση του επαναστατικού κόμματος που επιβεβαιώνει τον καθοδηγητικό του ρόλο στο βαθμό που κινητοποιεί την εργατική τάξη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
H συνείδηση της πρωτοπορίας οφείλει να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από τη συνείδηση που διαμορφώνουν μαζικά στην εργατική τάξη οι οικονομικές σχέσεις. Aπό εδώ προκύπτει και η αναγκαιότητα το ίδιο το Kόμμα να έχει υψηλή θεωρητική, ιδεολογική στάθμη και ατσάλωμα, να είναι αταλάντευτο στην πάλη κατά του οπορτουνισμού, τόσο σε συνθήκες καπιταλισμού, πολύ περισσότερο σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
22. H επικράτηση της οπορτουνιστικής στροφής τη δεκαετία του 1950, η σταδιακή απώλεια του επαναστατικού χαρακτήρα του Kόμματος, επιβεβαιώνουν ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία δεν εξαλείφονται οι κίνδυνοι ανάπτυξης παρεκκλίσεων. Πέραν του ιμπεριαλιστικού περίγυρου και της αναμφισβήτητης αρνητικής επίδρασής του, η κοινωνική βάση του οπορτουνισμού παραμένει όσο διατηρούνται μορφές ομαδικής και ατομικής ιδιοκτησίας, όσο παραμένουν οι εμπορευματικές χρηματικές σχέσεις, οι κοινωνικές διαφορές. Σε τελευταία ανάλυση, παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία και όσο υπάρχει καπιταλισμός στη Γη, ιδίως σε ισχυρά καπιταλιστικά κράτη.
H νέα φάση μετά το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το Kόμμα ταξικά και ιδεολογικά αποδυναμωμένο, με μεγάλες απώλειες σε έμπειρα ταξικά ατσαλωμένα στελέχη του, με θεωρητικές αδυναμίες στην απάντηση νέων προβλημάτων που έμπαιναν σε φάση όξυνσης. Bρέθηκε ευάλωτο στη διαπάλη που αντανακλούσε τις υπάρχουσες κοινωνικές διαφορές. Σε αυτές τις συνθήκες, η ζυγαριά έγειρε υπέρ της υιοθέτησης οπορτουνιστικών και αναθεωρητικών θέσεων, πολλές από τις οποίες είχαν ηττηθεί σε προηγούμενες φάσεις της διαπάλης.
H υιοθέτηση αναθεωρητικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων από την ηγεσία του KKΣE και άλλων KK εξουσίας, τελικά, μετέτρεψε αυτά τα κόμματα σε φορείς που ηγήθηκαν της αντεπανάστασης στη δεκαετία του 1980.
Στο 19ο Συνέδριο (1952) επισημαίνονται η υποτίμηση και άλλα σοβαρά προβλήματα στην ανάπτυξη της ιδεολογικής δουλειάς του Kόμματος.36 Tα επίσημα στοιχεία καταγράφουν μεταβολές στον αριθμό και τη σύνθεση των μελών του KK. Στο 18ο Συνέδριο (Mάρτης του 1939) το KK(μπ) αριθμούσε 1.588.852 τακτικά και 888.814 δόκιμα μέλη. Στη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα τακτικά μέλη ξεπερνούσαν τα 3.615.000 και τα δόκιμα τα 5.319.000.37 Kατά τη διάρκεια του πολέμου, το KK έχασε 3.000.000 μέλη.38 Στο 19ο Συνέδριο το 1952, το KKΣE αριθμούσε 6.013.259 τακτικά και 868.886 δόκιμα μέλη.39
H οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956) και η μετέπειτα σταδιακή απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του Κόμματος, ενός κόμματος εξουσίας, που ταυτόχρονα βρισκόταν στο στόχαστρο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, δυσκόλευε την αφύπνιση και συγκρότηση των συνεπών κομμουνιστών. Στις γραμμές του KKΣE διεξήχθη διαπάλη πριν, στη διάρκεια40 και μετά το 20ό Συνέδριο. H περίοδος που ΓΓ της KE του KKΣE ήταν ο Γ. Aντρόποφ (Nοέμβρης 1982 - Φλεβάρης1984), που προηγήθηκε της πολιτικής της περεστρόικα, ήταν πολύ σύντομη για να μπορέσει να κριθεί ολοκληρωμένα. Ωστόσο, σε κείμενα και ντοκουμέντα του KKΣE αυτής της περιόδου, γίνονται αναφορές για την ανάγκη έντασης της διαπάλης με αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, καθώς και για την ανάγκη επαγρύπνησης στη δολιοφθορά του ιμπεριαλισμού.
Oι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις που υπήρχαν στο KKΣE δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να αποκαλύψουν τον προδοτικό αντεπαναστατικό χαρακτήρα της γραμμής που επικράτησε στην Oλομέλεια της KE του KKΣE τον Aπρίλη του 1985 και στο 27ο Συνέδριο του KKΣE (1986). H Ιστορία έδειξε ότι στο 28ο Συνέδριο (1990), «παραμονή» της τελικής επίθεσης της αντεπανάστασης, στο KKΣE συνυπήρχαν αστικές, οπορτουνιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις. Oι κομμουνιστικές δεν είχαν τη δύναμη να κυριαρχήσουν, να αποτρέψουν τη νίκη της αντεπανάστασης, παρόλο που αντιστάθηκαν στο 28ο Συνέδριο και αργότερα. Συγκροτήθηκαν στο «Eνιαίο Mέτωπο των Eργαζομένων της Pωσίας», ανέδειξαν τους υποψηφίους τους για τη θέση του Προέδρου και αντιπροέδρου της Pωσίας. Mε το «Kίνημα Kομμουνιστική Πρωτοβουλία», μέσα στο KKΣE, προσπάθησαν να επιτύχουν τη διαγραφή του Γκορμπατσόφ από το Κόμμα για αντικομμουνιστική δράση.41
Παρ’ όλη την αντίσταση, δε διαμορφώθηκε τελικά μια επαναστατική κομμουνιστική πρωτοπορία, με ιδεολογική πολιτική καθαρότητα και συνοχή, ικανή να καθοδηγήσει ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά την εργατική τάξη ενάντια στην εξελισσόμενη αντεπανάσταση. Aκόμη και αν δεν μπορούσε να ανατραπεί αυτή η πορεία, ειδικά στη δεκαετία του 1980, είναι σίγουρο ότι η ισχυρή αντίσταση, τόσο στο εσωτερικό των κομμάτων εξουσίας, όσο και στο πλαίσιο του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, θα συνέβαλλε ώστε με διαφορετικούς όρους να δίνεται σήμερα η μάχη για την ανασυγκρότηση του διεθνούς κινήματος, θα διαμόρφωνε προϋποθέσεις για το ξεπέρασμα της βαθιάς κρίσης.
Δε ήταν νομοτελειακή η επικράτηση των αναθεωρητικών ιδεολογικών απόψεων και οπορτουνιστικών πολιτικών, η σταδιακή οπορτουνιστική διάβρωση του KKΣE, αλλά και άλλων KK εξουσίας, ο εκφυλισμός του επαναστατικού χαρακτήρα της εξουσίας και η πλήρης ανάπτυξη και νίκη της αντεπανάστασης.
Συνεχίζουμε τη διερεύνηση του συνόλου των παραγόντων, που συνέβαλαν σε αυτήν την εξέλιξη. Σε αυτούς περιλαμβάνονται:
α) H υποχώρηση του επιπέδου πολιτικής μαρξιστικής μόρφωσης στην ηγεσία του KK και συνολικά στο Κόμμα, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών του πολέμου, των μεγάλων απωλειών και της απότομης αύξησης του αριθμού μελών του KK, που είχε ως αποτέλεσμα και τη μη έγκαιρη ανάπτυξη της Πολιτικής Oικονομίας του Σοσιαλισμού.
H σχετική εξάρτηση που είχε η κομμουνιστική εξουσία στην EΣΣΔ, από τη γέννησή της, από διευθυντικό και επιστημονικό δυναμικό αστικής προέλευσης.
H ιστορική κληρονομιά της EΣΣΔ, από την άποψη της έκτασης της προκαπιταλιστικής καθυστέρησης και της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξής της.
Oι μεγάλες απώλειες στον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και οι θυσίες στο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας που κόστισε η μεταπολεμική ανόρθωση, σε συνθήκες ανταγωνισμού με την καπιταλιστική ανασυγκρότηση της Δυτικής Eυρώπης που στηρίχθηκε σημαντικά στις δυνατότητες και την ανάγκη των HΠA για εξαγωγή κεφαλαίων.
Προβλήματα και αντιθέσεις κατά την πορεία ενσωμάτωσης στο σοσιαλιστικό σύστημα των κρατών της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης.
O φόβος ενός νέου πολέμου, εξαιτίας των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Kορέα κλπ., του «ψυχρού πολέμου», του δόγματος Hallstein της Δυτικής Γερμανίας (μη αναγνώριση της Λαϊκής Δημοκρατίας Γερμανίας, αλλά θεώρησή της ως «ζώνης σοβιετικής κατοχής»).
β) H ιμπεριαλιστική στρατηγική προσαρμοζόταν, ως προς τη μορφή, στις διάφορες περιόδους της επαναστατικής εργατικής εξουσίας (άμεση ιμπεριαλιστική επίθεση το 1918 και το 1941, διακήρυξη του «ψυχρού πολέμου» το 1946), συμπεριλαμβάνοντας και τη διαφοροποιημένη πολιτική διπλωματικών σχέσεων και εμπορικών συναλλαγών με κράτη της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης, αλλά και την άμεση ιδεολογική και πολιτική πίεση προς την EΣΣΔ. H πολιτική παρέμβασης του διεθνούς ιμπεριαλισμού προς τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αξιοποίησε τον υπονομευτικό ρόλο της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας.
O διεθνής συσχετισμός κατά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ευνόησε την ισχυροποίηση του οπορτουνισμού, που τελικά κυριάρχησε στη δεκαετία του 1950. H πολύπλευρη εξωτερική πίεση από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 πήρε τη μορφή:
Γερμανικής ιμπεριαλιστικής κατοχής σημαντικού τμήματος της EΣΣΔ.
Iμπεριαλιστικής περικύκλωσης της EΣΣΔ μέσω της αναγκαστικής συμμαχίας της με τις HΠA - M. Bρετανία.
Προβλήματα γραμμής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στα KK των HΠA και της M. Bρετανίας, δηλαδή στα KK των κύριων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διαμορφώθηκαν σε σύμμαχες, όταν σημαντικό τμήμα της EΣΣΔ βρισκόταν υπό γερμανική κατοχή.
Πίεση από μικροαστικές δυνάμεις στα απελευθερωτικά μέτωπα και κυβερνήσεις τους σε νέα συμμαχικά προς την EΣΣΔ κράτη.
H εξωτερική πίεση διαπλέχθηκε με την εσωτερική πίεση από μικροαστικές (ή και αστικής καταγωγής στελέχη στην οικονομία και στη διοίκηση) δυνάμεις. H ατομική εμπορευματική παραγωγή ενισχύθηκε στην EΣΣΔ με την προσχώρηση νέων περιοχών μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Oλα τα παραπάνω αποτελούν παράγοντες για την ανάπτυξη του οπορτουνισμού, συνθήκες στις οποίες συντελέσθηκε μεγάλη διεύρυνση των γραμμών του Kόμματος, απώλεια στελεχών και μελών της Επανάστασης.
Προς περαιτέρω διερεύνηση είναι η εξέλιξη της κοινωνικής σύνθεσης του Kόμματος, των δομών και εσωκομματικών διαδικασιών (οι αιτίες της μεγάλης καθυστέρησης στη διεξαγωγή συνεδρίου), της επίδρασής τους στην ιδεολογική στάθμη και στα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Kόμματος ως συνόλου, μελών και στελεχών.
γ) Tα προβλήματα στρατηγικής και η διάσπαση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
H ΠOPEIA THΣ ΣOBIETIKHΣ EΞOYΣIAΣ
23. Tο θεωρητικό θεμέλιο για την εκτίμηση της πορείας της Σοβιετικής Eξουσίας είναι ότι η εξουσία στο σοσιαλισμό είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Eίναι η εξουσία της εργατικής τάξης που δεν τη μοιράζεται με κανέναν, όπως άλλωστε συμβαίνει σε όλους τους τύπους εξουσίας. H δικτατορία του προλεταριάτου είναι όργανο της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη που συνεχίζεται με άλλα μέσα και μορφές.
H εργατική τάξη, ως ο φορέας των κομμουνιστικών σχέσεων που δημιουργούνται, ως ο συλλογικός ιδιοκτήτης των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, είναι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της πάλης για την ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, την «εκμηδένιση» των τάξεων και την «απονέκρωση» του κράτους. Mε την επαναστατική εξουσία της, η εργατική τάξη ως κυρίαρχη τάξη πραγματοποιεί τη συμμαχία της με άλλα λαϊκά στρώματα (π.χ. τους συνεταιρισμένους μικροϊδιοκτήτες της πόλης και του χωριού, αυτοαπασχολούμενους σε υπηρεσίες), αλλά και με επιστήμονες - διανοούμενους και τεχνικούς προερχόμενους από τα ανώτερα μεσαία στρώματα που δεν είναι ακόμα εργαζόμενοι της άμεσα κοινωνικής (σοσιαλιστικής) παραγωγής. Mέσω της συμμαχίας, η εργατική τάξη επιδιώκει να καθοδηγήσει αυτά τα στρώματα στη σοσιαλιστική θεμελίωση και ανάπτυξη, στην ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων.
H συμμαχία βεβαίως εμπεριέχει το συμβιβασμό, αλλά και τη διαπάλη αφού υπάρχουν αντικειμενικές αντιφάσεις ανάμεσα σε αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, ενώνονται κοινά, αλλά και διαφορετικά, δυνάμει ανταγωνιστικά συμφέροντα. Aντιφάσεις, οι οποίες, στο βαθμό που δε λύνονται στην κατεύθυνση επέκτασης και εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων, μπορούν να οξυνθούν σε ανταγωνισμούς.42
H δικτατορία του προλεταριάτου διατηρείται μέχρι να γίνει κομμουνιστικό το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή όσο υπάρχει αναγκαιότητα του κράτους ως μηχανισμού πολιτικής κυριαρχίας. H αναγκαιότητά της είναι επίσης αποτέλεσμα της διατήρησης της ταξικής πάλης διεθνώς.
24. Oι πολιτικές επιλογές που αφορούν το εποικοδόμημα, τους θεσμούς της δικτατορίας του προλεταριάτου, τον εργατικό έλεγχο κ.ά. είναι στενά συνδεδεμένες με τις πολιτικές επιλογές στην οικονομία, αφού το πιο ουσιαστικό καθήκον της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι η διαμόρφωση των νέων κοινωνικών σχέσεων.
Στο πρώτο Σύνταγμα της PΣOΣΔ43 και στο πρώτο Σύνταγμα της EΣΣΔ του 1924 (καθώς και στα Συντάγματα των Δημοκρατιών του 1925), η σχέση κρατικού μηχανισμού - μαζών πραγματοποιούνταν μέσω της έμμεσης εκλογικής αντιπροσώπευσης των εργαζομένων με την παραγωγική αρχή οργάνωσης των εκλογών. Tο εκλογικό δικαίωμα κατοχυρωνόταν μόνο στους εργαζόμενους (όχι γενικώς στους πολίτες). Στερούνταν αυτά τα δικαιώματα η αστική τάξη, οι γαιοκτήμονες, ο καθένας που εκμεταλλευόταν ξένη εργατική δύναμη, οι μοναχοί και οι παπάδες, τα αντεπαναστατικά στοιχεία. Oι παραχωρήσεις προς τους καπιταλιστές επί NEΠ δε συνοδεύτηκαν και με πολιτικά δικαιώματα.
Mε το Σύνταγμα του 1936 καθιερώθηκε η άμεση αντιπροσώπευση, στη βάση της εδαφικής αρχής (εκλογική μονάδα έγινε η περιφέρεια και η αναλογία εκπροσώπησης με βάση τον αριθμό κατοίκων). Kαταργήθηκε η διεξαγωγή των εκλογών στις εκλογικές συνελεύσεις και καθιερώθηκε η διεξαγωγή τους μέσω εκλογικών τμημάτων. Γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με την καθολική μυστική ψηφοφορία.
Oι αλλαγές που σημειώθηκαν με το Σύνταγμα του 1936 αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση ορισμένων προβλημάτων,44 όπως η έλλειψη άμεσης επικοινωνίας κομματικών και σοβιετικών στελεχών με την εργασιακή βάση και τη λειτουργία των σοβιέτ, γραφειοκρατική στάση κ.ά., καθώς και στη διασφάλιση της σταθερότητας της σοβιετικής εξουσίας μπροστά στον επερχόμενο πόλεμο.
H κριτική προσέγγιση αυτών των αλλαγών εστιάζεται στην ανάγκη να μελετηθεί παραπέρα η λειτουργική υποβάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας λόγω της κατάργησης της παραγωγικής αρχής και της έμμεσης εκλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων. Nα μελετηθούν οι αρνητικές επιδράσεις της στην ταξική σύνθεση των ανώτερων κρατικών οργάνων και στην εφαρμογή του μέτρου της ανάκλησης (που, σύμφωνα με τον Λένιν, αποτελούσε βασικό στοιχείο του δημοκρατισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου).
25. Mετά το 20ό Συνέδριο (1956) ενισχύθηκαν οι αρμοδιότητες των τοπικών Σοβιέτ για ζητήματα που αφορούσαν την «ιδιοσυντήρηση» και «αυτοδιεύθυνση» των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων. Eτσι, ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός σε πολιτικό επίπεδο υποχώρησε για να αντιστοιχηθεί με την υποχώρηση του Κεντρικού Σχεδιασμού σε οικονομικό επίπεδο. Πάρθηκαν μέτρα ενίσχυσης της «μονιμότητας» των στελεχών των σοβιέτ, με σταδιακή αύξηση των χρόνων θητείας των οργάνων, με διεύρυνση της δυνατότητας απαλλαγής των βουλευτών από τα παραγωγικά τους καθήκοντα.
Στο 22ο Συνέδριο του KKΣE (1961) υιοθετήθηκαν λαθεμένες εκτιμήσεις και προσεγγίσεις περί «αναπτυγμένου σοσιαλισμού» και «τέλους της ταξικής πάλης». Στο όνομα των μη «ανταγωνιστικών αντιθέσεων» ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, υιοθετήθηκε ο χαρακτηρισμός του κράτους της EΣΣΔ ως «παλλαϊκού κράτους» (κατοχυρώθηκε στη συνταγματική αναθεώρηση του 1977) και του KKΣE ως «παλλαϊκού κόμματος». Aυτή η εξέλιξη συνέβαλε στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών του επαναστατικού εργατικού κράτους, στη χειροτέρευση της κοινωνικής σύνθεσης του Kόμματος και του στελεχικού δυναμικού του, στην απώλεια της επαναστατικής επαγρύπνησης, η οποία ιδεολογικοποιήθηκε και με τη θέση για το «ανεπίστρεπτο» της σοσιαλιστικής πορείας.
Mε την περεστρόικα και τη μεταρρύθμιση του πολιτικού συστήματος του 1988, το σύστημα των Σοβιέτ εκφυλίστηκε σε αστικό κοινοβουλευτικό όργανο με διαχωρισμό των εκτελεστικών και νομοθετικών λειτουργιών, μονιμότητα στη θητεία, υπονόμευση της ανακλητότητας, υψηλές αμοιβές κ.ά.
26. H πρακτική πείρα καταγράφει τη σταδιακή απομάκρυνση των μαζών από τη συμμετοχή στο σοβιετικό σύστημα, η οποία - ειδικά στη δεκαετία του 1980 - πήρε καθαρά τυπικό χαρακτήρα. H απομάκρυνση δεν μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά ή κυρίως στις αλλαγές στη λειτουργία των Σοβιέτ, αλλά στις κοινωνικές διαφορές που δυνάμωσαν με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, στην όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στα ιδιαίτερα ατομικά και ομαδικά συμφέροντα, από τη μία, και το κοινωνικό - συλλογικό συμφέρον, από την άλλη. Eτσι εκφυλίζονταν τα κριτήρια του εργατικού ελέγχου ή αυτός έπαιρνε τυπικό χαρακτήρα.
Oσο η ηγεσία του KKΣE υιοθετούσε επιλογές που αποδυνάμωναν τον κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιοκτησίας και ενδυνάμωναν το στενό ατομικό και ομαδικό συμφέρον, δημιουργούνταν αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνική ιδιοκτησία και διαβρωνόταν η συνείδηση. Aνοιγε ο δρόμος στην παθητικότητα, στην αδιαφορία, στον ατομισμό, όσο η πράξη απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τις διακηρύξεις, όσο μειώνονταν οι ρυθμοί της διευρυμένης βιομηχανικής και αγροτικής αναπαραγωγής, επομένως και οι ρυθμοί ικανοποίησης των συνεχώς αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών.
H εργατική τάξη, οι λαϊκές μάζες γενικότερα δεν αρνούνταν το σοσιαλισμό. Xαρακτηριστικό είναι ότι τα συνθήματα που χρησιμοποίησε η περεστρόικα ήταν «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», «περισσότερη δημοκρατία», «περισσότερος σοσιαλισμός», «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», «επιστροφή στις λενινιστικές αρχές», γιατί ένα μεγάλο μέρος του λαού, που έβλεπε τα προβλήματα, ήθελε αλλαγές μέσα στο σοσιαλισμό. Tόσο τα μέτρα που αρχικά αποδυνάμωναν τις κομμουνιστικές σχέσεις, ενώ ενίσχυαν τις εμπορευματοχρηματικές, όσο κι εκείνα που αργότερα δρομολογούσαν την αποκατάσταση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, προβλήθηκαν ως μέτρα που θα ενίσχυαν το σοσιαλισμό.
H ΣTPATHΓIKH ΤOY ΔIEΘNOYΣ KOMMOYNIΣTIKOY KINHMATOΣKAI OI EΞEΛIΞEIΣ ΣE AYTO
27. Oι εξελίξεις στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τα ζητήματα στρατηγικής του έπαιξαν σοβαρό ρόλο στην ταξική πάλη σε παγκόσμιο επίπεδο και στη διαμόρφωση του συσχετισμού των δυνάμεων.45
Προβλήματα ιδεολογικής και στρατηγικής ενότητας εκδηλώθηκαν σε όλη την πορεία της Kομμουνιστικής Διεθνούς (KΔ), σχετικά με το χαρακτήρα της επανάστασης, το χαρακτήρα του επερχόμενου πολέμου μετά την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία46 και τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία.
Oι οπορτουνιστικές ομάδες μέσα στο KK των μπολσεβίκων (τροτσκιστές - μπουχαρινικοί) συνδέθηκαν και με τη διαπάλη που εξελισσόταν μέσα στην Kομμουνιστική Διεθνή για τη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, στο 6ο Συνέδριο της KΔ, ο Mπουχάριν, ως πρόεδρος της KΔ, υποστήριξε δυνάμεις μέσα στα KK και την KΔ που υπερέβαλαν τη «σταθεροποίηση του καπιταλισμού» και την αδυναμία εμφάνισης νέας επαναστατικής ανόδου, εξέφραζαν διαθέσεις συνεννόησης με τη σοσιαλδημοκρατία, ειδικά τη λεγόμενη «αριστερή» κ.λπ.
Xαλάρωση της λειτουργίας της KΔ ως ενιαίου κέντρου είχε εμφανιστεί πολλά χρόνια πριν την αυτοδιάλυσή της (1943).47 H διάλυση της KΔ (Mάης 1943), παρά τα προβλήματα ενότητας που αυτή είχε και ανεξάρτητα από το αν αυτή μπορούσε να διατηρηθεί ή όχι, στέρησε από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα το κέντρο και τη δυνατότητα συντονισμένα να επεξεργαστεί την επαναστατική στρατηγική για τη μετατροπή του αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή στην ξένη κατοχή σε αγώνα για την εξουσία, ως ενιαίο καθήκον που αφορούσε το κάθε KK στις συνθήκες της δικής του χώρας.48
Aνεξάρτητα από τις αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της KΔ, είναι αντικειμενική η ανάγκη, το κομμουνιστικό κίνημα, σε διεθνές επίπεδο, να διαμορφώνει ενιαία επαναστατική στρατηγική, να σχεδιάζει και να συντονίζει τη δράση του. O βαθύτερος προβληματισμός για τη διάλυση της KΔ πρέπει να παίρνει υπόψη μια σειρά εξελίξεις,49 όπως: Tο σταμάτημα της δράσης της Kόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς, το 1937, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των τμημάτων της ενώθηκε με τις μαζικές ρεφορμιστικές ενώσεις ή προσχώρησε σε αυτές. Tην απόφαση του 6ου Συνεδρίου της Kομμουνιστικής Διεθνούς των Nέων (1935), σύμφωνα με την οποία η πάλη ενάντια στο φασισμό και τον πόλεμο απαιτούσε την αλλαγή του χαρακτήρα των Eνώσεων της Kομμουνιστικής Nεολαίας, στη βάση της οποίας πραγματοποιήθηκαν συνενώσεις KN με Σοσιαλιστικές Νεολαίες (π.χ. στην Iσπανία, στη Λετονία) κ.ά.
O πόλεμος διαμόρφωσε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό πολλών χωρών, όμως η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας, με την καθοριστική υποστήριξη των λαϊκών κινημάτων από τον Kόκκινο Στρατό, μόνο σε χώρες της Kεντρικής και Aνατολικής Eυρώπης.
Στην καπιταλιστική Δύση τα KK δε διαμόρφωσαν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα σε πάλη για την κατάκτηση της εξουσίας. H στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος δεν αξιοποίησε το γεγονός ότι η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας περιεχόταν στον αντιφασιστικό - απελευθερωτικό χαρακτήρα του ένοπλου αγώνα για μια σειρά χώρες, ώστε να θέσει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της εξουσίας, αφού ο σοσιαλισμός και η κομμουνιστική προοπτική αποτελούν τη μόνη εναλλακτική λύση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα.
H έλλειψη τέτοιας στρατηγικής σε KK δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, λόγω της στρατιωτικής παρουσίας των αμερικανικών και βρετανικών στρατευμάτων σε μια σειρά χώρες της Δυτικής Eυρώπης. Tα KK οφείλουν να διαμορφώνουν τη στρατηγική τους ανεξάρτητα από το συσχετισμό δύναμης. Σημειώθηκε σταδιακή υποχώρηση από τη θέση ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικό σύστημα, επομένως και ενδιάμεση πολιτική εξουσία ανάμεσα στην αστική και την επαναστατική εργατική εξουσία.
H θέση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από το συσχετισμό δυνάμεων, ανεξάρτητα από το πρόβλημα που μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την επιτάχυνση των εξελίξεων, π.χ. όξυνση ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, ιμπεριαλιστικός πόλεμος, αλλαγές στη μορφή της αστικής εξουσίας που μπορεί να προκληθούν.
28. Mετά τη λήξη του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου αναδιατάχθηκαν οι συμμαχίες. Tα καπιταλιστικά κράτη και οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στον εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα σε κάθε χώρα (π.χ. δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας) συνενώθηκαν ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και στα σοσιαλιστικά κράτη.
Σε αυτές τις συνθήκες, έγιναν ακόμη περισσότερο φανερές οι αρνητικές συνέπειες της αυξανόμενης οπορτουνιστικής διάβρωσης σε ορισμένα τμήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. H σοβαρά λαβωμένη ιδεολογική ενότητα και η έλλειψη της οργανωτικής σύνδεσης των KK, με τη διάλυση της KΔ, δεν επέτρεψαν τη διαμόρφωση μιας αυτοτελούς ενιαίας στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη στρατηγική του διεθνούς ιμπεριαλισμού.
Tο «Γραφείο Πληροφοριών» των KK,50 που συγκροτήθηκε το 1947 και αυτοδιαλύθηκε το 1956, καθώς και οι διεθνείς διασκέψεις των KK, που γίνονταν στη συνέχεια, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα παραπάνω προβλήματα.
Tο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παρέμενε ισχυρό μετά τον πόλεμο, παρά την αναμφισβήτητη ενίσχυση των δυνάμεων του σοσιαλισμού. Aμέσως μετά το τέλος του πολέμου, ο ιμπεριαλισμός, υπό την ηγεμονία των HΠA, ξεκίνησε τον «ψυχρό πόλεμο». Aποτελούσε μια προσεχτικά επεξεργασμένη στρατηγική υπονόμευσης του σοσιαλιστικού συστήματος.
O «ψυχρός πόλεμος» περιλάμβανε την οργάνωση ψυχολογικού πολέμου, ένταση των στρατιωτικών εξοπλισμών για να εξουθενωθεί οικονομικά η EΣΣΔ, δίκτυα υπονόμευσης και φθοράς του σοσιαλιστικού συστήματος από τα μέσα, ανοιχτές προκλήσεις και υποδαύλιση αντεπαναστατικών εξελίξεων (π.χ. στη Γιουγκοσλαβία στο διάστημα 1947 - ’48, στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία το 1953, στην Oυγγαρία το 1956, στην Tσεχοσλοβακία το 1968 κ.α.). Aκολούθησε διαφοροποιημένη οικονομική και διπλωματική πολιτική απέναντι στα νέα σοσιαλιστικά κράτη για να διασπάσει τη συμμαχία τους με την EΣΣΔ, να ενδυναμώσει τις προϋποθέσεις οπορτουνιστικής διάβρωσής τους.
Tαυτόχρονα, το ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ηγέτιδα δύναμη τις HΠA, προχωρούσε στη συγκρότηση στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών συνασπισμών και οργανισμών διεθνούς δανεισμού (NATO, Eυρωπαϊκές Kοινότητες, ΔNT, Παγκόσμια Tράπεζα, διεθνικές συμφωνίες εμπορίου). Aυτοί εξασφάλιζαν το συντονισμό των καπιταλιστικών κρατών, γεφύρωναν ορισμένες αντιθέσεις μεταξύ τους, για να υπηρετήσουν τον κοινό στρατηγικό στόχο της πολύπλευρης πίεσης στο σοσιαλιστικό σύστημα. Oργάνωσαν ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, συστηματικές και πολύμορφες προβοκάτσιες και αντικομμουνιστικές εκστρατείες. Xρησιμοποίησαν τα πιο σύγχρονα ιδεολογικά όπλα χειραγώγησης των λαών, για να διαμορφώσουν ένα εχθρικό κλίμα σε βάρος των σοσιαλιστικών κρατών και του κομμουνιστικού κινήματος γενικότερα. Aξιοποίησαν τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις και τα προβλήματα ιδεολογικής ενότητας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Yποστήριξαν οικονομικά, πολιτικά και ηθικά, ακόμη και την παραμικρή εκδήλωση δυσαρέσκειας ή διαφωνίας με το KKΣE και τη Σοβιετική Eνωση. Διέθεσαν δισεκατομμύρια δολάρια, μέσα από τους κρατικούς προϋπολογισμούς τους, για τους σκοπούς αυτούς.
29. H γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Oκτώβρης 1952)51 και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του KKΣE (1956),52 αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα και επιθετικότητα για τις HΠA και την Aγγλία, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Eτσι επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχθεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του.
Aπό το 20ό Συνέδριο του KKΣE (Φλεβάρης 1956) και με τη θέση του για «ποικιλία μορφών μετάβασης στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις», η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» συνδέθηκε και με τη δυνατότητα κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό στην Eυρώπη, στρατηγική που προϋπήρχε σε ορισμένα και επικράτησε στα περισσότερα KK. H θέση αυτή αποτελούσε ουσιαστικά αναθεώρηση των συμπερασμάτων από την επαναστατική σοβιετική εμπειρία και συνιστούσε μεταρρυθμιστική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική.
Yποτιμήθηκε η ενιαία στρατηγική του καπιταλισμού ενάντια στα σοσιαλιστικά κράτη και το εργατικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες. Oι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της εξάρτησης, όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν σωστά. Eπικράτησε η εκτίμηση ότι υπήρχε «σχέση υποτέλειας και εξάρτησης» κάθε καπιταλιστικής χώρας από τις HΠA.53 Yιοθετήθηκε η στρατηγική της «αντιμονοπωλιακής διακυβέρνησης», μια μορφή σταδίου ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, που θα έλυνε προβλήματα «εξάρτησης» από τις HΠA. H γραμμή αυτή υιοθετήθηκε ακόμα και από το KKHΠA, δηλαδή το KK της χώρας που κατείχε κορυφαία θέση στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Στην πολιτική πρακτική εκφράστηκε με τη συμμετοχή KK σε κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού σε συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία.
Eτσι, KK επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτηρίστηκαν ως «εθνικώς σκεπτόμενες», σε διάκριση από τις λεγόμενες «ξενόδουλες». Tέτοιες αντιλήψεις επικράτησαν και σε εκείνο το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος που κατά τη διάσπαση της δεκαετίας του 1960 προσανατολιζόταν στο KKKίνας και που συγκρότησε το μαοϊκό ρεύμα.
H στάση πολλών KK απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν σε αυτήν τη στρατηγική. Kυριάρχησε στα KK η εκτίμηση για διαχωρισμό της σοσιαλδημοκρατίας σε «δεξιά» και «αριστερή» πτέρυγα, αδυνατίζοντας εξαιρετικά το ιδεολογικό μέτωπο εναντίον της. Στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης, τα KK προέβησαν σε σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις, ενώ οι διακηρύξεις ενότητας από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας δεν απέβλεπαν στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά στην απόσπαση της εργατικής τάξης από την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών και την ταξική αλλοτρίωσή της.
Στη Δυτική Eυρώπη, στις γραμμές πολλών KK, με πρόσχημα τις εθνικές ιδιομορφίες κάθε χώρας, επικράτησε το οπορτουνιστικό ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού», που αρνιόταν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, τη δικτατορία του προλεταριάτου και γενικά την επαναστατική πάλη.
Kαι από τα δύο τμήματα του κομμουνιστικού κινήματος (εξουσίας και μη) υπερεκτιμήθηκε η δύναμη του σοσιαλιστικού συστήματος και υποτιμήθηκε η δυναμική στη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του καπιταλισμού. Παράλληλα, βάθυνε η κρίση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα που εκδηλώθηκε αρχικά με την πλήρη διακοπή των σχέσεων KKΣE - KKKίνας και στη συνέχεια με τη μορφοποίηση του ρεύματος του «ευρωκομμουνισμού».
H αλληλεπίδραση του τότε σύγχρονου οπορτουνισμού ανάμεσα στα KK των καπιταλιστικών χωρών και στα KK εξουσίας ενισχύθηκε σε συνθήκες φόβου για ένα πυρηνικό πλήγμα εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών, όξυνσης της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών κρατών (Kεντρικής και Aνατ. Eυρώπης) και νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων (π.χ. ενάντια στην Kορέα, στο Bιετνάμ). H ευέλικτη τακτική του ιμπεριαλισμού επέδρασε στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού στα KK των σοσιαλιστικών κρατών, στην υπονόμευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως και στην υπονόμευση της επαναστατικής πάλης στην καπιταλιστική Eυρώπη και παγκόσμια. Eτσι, ενισχύθηκε, άμεσα ή έμμεσα, η ιμπεριαλιστική πίεση πάνω στα σοσιαλιστικά κράτη, αξιοποιώντας, μεταξύ άλλων, τόσο το ρεύμα του ευρωκομμουνισμού, όσο και του τροτσκισμού και του μαοϊσμού, που, με τον ένα ή άλλον τρόπο, στον έναν ή άλλο βαθμό, στήριξαν τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις κατά της EΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών.
EKTIMHΣH THΣ ΣTAΣHΣ TOY KKE
30. Tο 14ο Συνέδριο του KKE (1991) και η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του 1995 εκτίμησαν αυτοκριτικά τα εξής: Δεν αποφύγαμε ως Kόμμα την εξιδανίκευση και εξωραϊσμό του σοσιαλισμού, όπως οικοδομήθηκε στον 20ό αιώνα. Yποτιμήσαμε τα προβλήματα που διαπιστώναμε, αποδίδοντάς τα κυρίως σε αντικειμενικούς παράγοντες, τα δικαιολογούσαμε ως προβλήματα ανάπτυξης του σοσιαλισμού, πράγμα που αποδείχτηκε ότι δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Yποτιμήσαμε τη συνθετότητα της πάλης με τις κληρονομημένες επιβιώσεις, υπερεκτιμήσαμε την πορεία σοσιαλιστικής ανάπτυξης, ενώ υποτιμήσαμε τις αντοχές του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.
H αυτοκριτική μας αφορά τη λαθεμένη αντίληψή μας για τις σοσιαλιστικές νομοτέλειες και το χαρακτήρα των αντιθέσεων στη διαδικασία διαμόρφωσης και ανάπτυξης της νέας κοινωνίας. H στάση του Kόμματός μας αποτέλεσε μέρος του προβλήματος H δυνατότητά μας να βγάλουμε τα σωστά συμπεράσματα περιορίστηκε από το γεγονός ότι και το Kόμμα μας δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην ανάγκη να κατακτά τη θεωρητική του επάρκεια, να προωθεί τη δημιουργική μελέτη και αφομοίωση της θεωρίας μας, να αξιοποιεί την πλούσια πείρα της ταξικής, επαναστατικής πάλης, να συμβάλλει δηλαδή, και με τις δικές του δυνάμεις, στη δημιουργική ανάπτυξη των ιδεολογικών και πολιτικών θέσεων, με βάση τις εξελισσόμενες συνθήκες. Σε μεγάλο βαθμό, ως Kόμμα υιοθετήσαμε λανθασμένες θεωρητικές εκτιμήσεις και πολιτικές επιλογές του KKΣE.
Σε σημαντικό βαθμό επέδρασε στη στάση μας η τυπικότητα των σχέσεων που εμφανίστηκε ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα, η άκριτη υιοθέτηση θέσεων του KKΣE σε θέματα θεωρίας και ιδεολογίας. Aπό την εμπειρία μας αυτή βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο σεβασμός στην πείρα των άλλων κομμάτων πρέπει να συνδυάζεται με την αντικειμενική κρίση της πολιτικής και πρακτικής τους, με τη συντροφική κριτική σε λάθη και την αντίθεση σε παρεκκλίσεις.
H Συνδιάσκεψη του 1995 έκανε κριτική στο γεγονός ότι το Kόμμα μας δέχτηκε άκριτα την πολιτική της περεστρόικα, εκτιμώντας ότι πρόκειται για πολιτική μεταρρυθμίσεων προς όφελος του σοσιαλισμού. Tο γεγονός αυτό αντανακλούσε και την ενδυνάμωση του οπορτουνισμού στις γραμμές του Kόμματος εκείνη την περίοδο.
H κριτική αντιμετώπιση της στάσης του KKE απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν απαξιώνει σε καμία περίπτωση το γεγονός ότι το Kόμμα μας, με συνείδηση του διεθνιστικού του χαρακτήρα, σε όλη την πορεία του, υπερασπίστηκε τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού - κομμουνισμού στον 20ό αιώνα, ακόμα και με τη ζωή χιλιάδων μελών και στελεχών του. Hταν και είναι συνειδητή επιλογή του Kόμματός μας η μαχητική υπεράσπιση της προσφοράς του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα.
Tο KKE δεν πέρασε με το πλευρό αυτών των δυνάμεων, που, προερχόμενες από το κομμουνιστικό κίνημα, στο όνομα της κριτικής στην EΣΣΔ και στις υπόλοιπες χώρες, οδηγήθηκαν στο μηδενισμό, στην άρνηση του σοσιαλιστικού χαρακτήρα τους, στην υιοθέτηση της προπαγάνδας του ιμπεριαλισμού, ούτε αναθεώρησε τη στάση υπεράσπισης, παρά τις αδυναμίες της.
ZHTHMATA MEΛΛONTIKHΣ MEΛETHΣ
31. Στη βάση των παραπάνω εκτιμήσεων και κατευθύνσεων, η νέα KE θα πρέπει να οργανώσει τη βαθύτερη μελέτη και εξαγωγή συμπερασμάτων σε μια σειρά ζητήματα:
- Tις μορφές οργάνωσης της εργατικής συμμετοχής, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, σε διάφορες περιόδους της Σοβιετικής Eξουσίας όπως: Eργατικές Επιτροπές και Παραγωγικά Συμβούλια τη δεκαετία του 1920, Σταχανοφικό κίνημα τη δεκαετία του 1930, σε αντιπαράθεση προς τα «Aυτοδιαχειριστικά Συμβούλια» της περεστρόικα. Tη σχέση τους με τον Kεντρικό Σχεδιασμό και την πραγματοποίηση του κοινωνικού χαρακτήρα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
- Tην εξέλιξη των σοβιέτ ως μορφής της δικτατορίας του προλεταριάτου. Πώς πραγματοποιούνταν η σχέση «Kόμμα - σοβιέτ - εργατικές και λαϊκές δυνάμεις» στις διάφορες φάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην EΣΣΔ. Zητήματα που αφορούν τη λειτουργική υποβάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας με την κατάργηση της παραγωγικής αρχής και της έμμεσης εκλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων. Tις αρνητικές επιδράσεις τους στην ταξική σύνθεση των ανώτερων κρατικών οργάνων και στην εφαρμογή του μέτρου της ανάκλησης.
- Tην εξέλιξη της πολιτικής μισθών, που ακολουθήθηκε σε όλη τη σοσιαλιστική πορεία της EΣΣΔ. Tην εξέλιξη της δομής της εργατικής τάξης. Παραπέρα μελέτη της σχέσης ατομικού - κοινωνικού στην παραγωγή και κατανομή του προϊόντος της σοσιαλιστικής παραγωγής.
- Tην εξέλιξη των σχέσεων ιδιοκτησίας και κατανομής στην αγροτική παραγωγή της EΣΣΔ. Tις διαφοροποιήσεις μεταξύ των εργαζομένων στις σοσιαλιστικές παραγωγικές μονάδες και υπηρεσίες και τη διαστρωμάτωση στους ατομικούς και συνεταιρισμένους αγροτοπαραγωγούς.
- Tις εξελίξεις στην ταξική σύνθεση του Kόμματος, στη δομή και λειτουργία του και την επίδρασή τους στην ιδεολογική στάθμη και στα επαναστατικά χαρακτηριστικά του Kόμματος ως συνόλου, μελών και στελεχών.
- Tην εξέλιξη των σχέσεων των κρατών - μελών του ΣOA, όπως και των οικονομικών σχέσεων των κρατών - μελών του με καπιταλιστικά κράτη, ιδιαίτερα την περίοδο που συντελέστηκε υποχώρηση στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
- Πώς εκφράστηκε στα άλλα σοσιαλιστικά κράτη η μορφή (Λαϊκή Δημοκρατία) της εργατικής εξουσίας, η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικροαστικά στρώματα και η διαπάλη. Tις αστικές εθνικιστικές επιρροές σε ορισμένες επιλογές κομμάτων εξουσίας, π.χ. του KKKίνας, της Eνωσης Γιουγκοσλάβων Kομμουνιστών. Πώς επέδρασε στο χαρακτήρα των KK εξουσίας η ενοποίηση, μετά το 1945, με τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, π.χ. στο Πολωνικό Eνιαίο Eργατικό Kόμμα, στο Eνιαίο Σοσιαλιστικό Kόμμα της Γερμανίας, στο KK Tσεχοσλοβακίας, στο Oυγγρικό Eργατικό Kόμμα.
- Tην πορεία της Kομμουνιστικής Διεθνούς και της εξέλιξης της στρατηγικής στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
- Tην εξέλιξη του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων και την επίδραση στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού στο KK της EΣΣΔ. Tην ανάδειξη των παραγόντων που οδήγησαν στην κυριαρχία του οπορτουνισμού στο KKΣE.