Η πρώτη περίοδος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ως βασικό, πρωταρχικό στόχο, την εξάλειψη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τη σχεδιασμένη αντιμετώπιση κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που κληροδότησε ο καπιταλισμός και όξυνε η ιμπεριαλιστική περικύκλωση κι επέμβαση. Εκείνη τη χρονική περίοδο η σοβιετική εξουσία μείωσε θεαματικά τη βαθιά ανισομετρία που κληρονόμησε η επανάσταση από την Τσαρική Αυτοκρατορία.
Στην περίοδο 1917-1940 η σοβιετική εξουσία γενικά σημείωσε επιτυχίες. Πραγματοποίησε τον εξηλεκτρισμό και την εκβιομηχάνιση της παραγωγής, την επέκταση των μεταφορών, την εκμηχάνιση μεγάλου μέρους της αγροτικής παραγωγής. Ξεκίνησε τη σχεδιοποιημένη παραγωγή και πέτυχε θεαματικούς ρυθμούς ανάπτυξης της σοσιαλιστικής βιομηχανικής παραγωγής. Κατέκτησε εγχώρια παραγωγική δυνατότητα για όλους τους βιομηχανικούς κλάδους. Δημιουργήθηκαν οι παραγωγικοί συνεταιρισμοί και τα κρατικά αγροκτήματα κι έτσι μπήκαν οι βάσεις για την επέκταση και την κυριαρχία των σοσιαλιστικών σχέσεων στην αγροτική παραγωγή. Άρχισε η διαμόρφωση μιας νέας γενιάς κομμουνιστών ειδικών κι επιστημόνων. Το σημαντικότερο είναι ότι πραγματοποιήθηκε η ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, με την κατάργηση της μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης.
Μέχρι το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαμορφώθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη της νέας κοινωνίας: Διεξαγόταν με επιτυχία η ταξική πάλη που οδήγησε στην κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων και στην κυριαρχία του κοινωνικοποιημένου τομέα της παραγωγής με βάση τον Κεντρικό Σχεδιασμό, πραγματοποιήθηκαν θεαματικά αποτελέσματα ως προς την άνοδο της κοινωνικής ευημερίας.
Μετά από το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεταπολεμική ανόρθωση, η σοσιαλιστική οικοδόμηση μπήκε σε νέα φάση. Το Κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με νέες απαιτήσεις και προκλήσεις. Ως σημείο στροφής ξεχωρίζει το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), επειδή σε αυτό υιοθετήθηκαν μια σειρά οπορτουνιστικές θέσεις για τα ζητήματα της οικονομίας, της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος και των διεθνών σχέσεων. Άλλαξε ο συσχετισμός στη διαπάλη που διεξαγόταν όλη την προηγούμενη περίοδο, με στροφή υπέρ των αναθεωρητικών-οπορτουνιστικών θέσεων στο 20ό Συνέδριο, με αποτέλεσμα το Κόμμα σταδιακά να χάνει τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά.
Με την εσωκομματική διαπάλη στις αρχές της δεκαετίας του 1950 εκφράστηκε, σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, η κοινωνική αντίσταση στην ανάγκη επέκτασης κι εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής από δυνάμεις όπως, π.χ., τα διευθυντικά στελέχη στην αγροτική παραγωγή και στη βιομηχανία, οι κολχόζνικοι αγρότες κλπ. H οξυμένη διαπάλη, που κατέληξε με τη θεωρητική αποδοχή του νόμου της αξίας ως νόμου του σοσιαλισμού, σήμαινε πολιτικές επιλογές με πιο άμεσες και ισχυρότερες επιπτώσεις στην πορεία της σοσιαλιστικής ανάπτυξης, συγκριτικά με το προπολεμικό διάστημα, όπου η υλική καθυστέρηση έκανε την επίδραση αυτών των θεωρητικών θέσεων πιο ανώδυνη.
Οι δυνάμεις αυτές εκφράστηκαν πολιτικά μέσα από τις θέσεις που υιοθετήθηκαν στις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, που τελικά αποτέλεσε συνέδριο επικράτησης της δεξιάς οπορτουνιστικής παρέκκλισης. Σταδιακά υιοθετήθηκαν πολιτικές επιλογές οι οποίες διεύρυναν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, που έστρωναν το έδαφος για τη διαμόρφωση των καπιταλιστικών σχέσεων σε μια πορεία. Και αυτό, στο όνομα της διόρθωσης των αδυναμιών του Κεντρικού Σχεδιασμού και της διεύθυνσης των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων.
Για τα προβλήματα που ανέκυπταν στην οικονομία, χρησιμοποιήθηκαν ως λύσεις τρόποι και μέσα που ανήκαν στο παρελθόν. Με την προώθηση της «αγοραίας» πολιτικής, αντί να ενισχύονται
– η κοινωνική ιδιοκτησία και ο Κεντρικός Σχεδιασμός,
– η ομογενοποίηση της εργατικής τάξης με συγκεκριμένα μέτρα, όπως η διεύρυνση της ικανότητας και δυνατότητας για πολυειδίκευση, για εναλλαγές στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας κ.ά.,
– η εργατική συμμετοχή στην οργάνωση της εργασίας,
– ο εργατικός έλεγχος από κάτω προς τα πάνω,
άρχισε να δυναμώνει η αντίστροφη τάση.
Σε αυτό το υπόβαθρο σταδιακά υποχώρησε το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης. Χάθηκε η προηγούμενη εμπειρία και αποτελεσματικότητα που είχε το εργοστασιακό Σοβιέτ, το σταχανοφικό κίνημα στον έλεγχο της ποιότητας, στην αποτελεσματικότερη οργάνωση και διεύθυνση, στις ευρεσιτεχνίες για εξοικονόμηση υλών και χρόνου εργασίας κλπ.
H θεωρητική διολίσθηση και η αντίστοιχη πολιτική οπισθοχώρησης στην ΕΣΣΔ ήρθε σε μια νέα φάση, που οι παραγωγικές δυνάμεις είχαν αναπτυχθεί σ’ ένα ανώτερο επίπεδο και απαιτούσαν αντίστοιχη ανάπτυξη του Κεντρικού Σχεδιασμού. Δηλαδή ήταν ώριμη η ανάγκη εμβάθυνσης των σοσιαλιστικών σχέσεων.
Στη δεκαετία του 1980 ο οπορτουνισμός, με την περεστρόικα, ολοκληρώθηκε σε προδοτική, αντεπαναστατική δύναμη.
Νέα οπορτουνιστική επιλογή αποτέλεσαν οι αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου (1986). Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε η αντεπανάσταση και με την ψήφιση του νόμου (1987) που κατοχύρωνε και θεσμικά τις καπιταλιστικές σχέσεις, κάτω από την αποδοχή της πολυμορφίας των σχέσεων ιδιοκτησίας. Οι συνεπείς κομμουνιστικές δυνάμεις, που αντέδρασαν στην τελευταία φάση της προδοσίας, στο 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, δεν κατόρθωσαν έγκαιρα να την αποκαλύψουν και να οργανώσουν με επιτυχία την επαναστατική αντίδραση της εργατικής τάξης.
Θεωρούμε ότι η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης», όπως αναπτύχθηκε τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ως ένα βαθμό στο 19ο (Οκτώβρης 1952) και κυρίως στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), αναγνώριζε την καπιταλιστική βαρβαρότητα κι επιθετικότητα για τις HΠΑ και την Αγγλία, για ορισμένα τμήματα της αστικής τάξης και των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων στα δυτικοευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη, όχι όμως ως σύμφυτο στοιχείο του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Έτσι επέτρεψε την καλλιέργεια ουτοπικών αντιλήψεων, ότι είναι δυνατόν ο ιμπεριαλισμός να αποδεχτεί μακροπρόθεσμα τη συμβίωση με δυνάμεις που έσπασαν την παγκόσμια κυριαρχία του.
Υποτιμήθηκε η ενιαία στρατηγική του καπιταλισμού ενάντια στα σοσιαλιστικά κράτη και το εργατικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες. Οι αντιθέσεις μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που βεβαίως περιείχαν και το στοιχείο της εξάρτησης, όπως συμβαίνει στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, δεν αναλύθηκαν σωστά.
H στάση πολλών ΚΚ απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία εντασσόταν σε αυτήν τη στρατηγική. Κυριάρχησε στα ΚΚ η εκτίμηση για διαχωρισμό της σοσιαλδημοκρατίας σε «δεξιά» και «αριστερή» πτέρυγα, αδυνατίζοντας εξαιρετικά το ιδεολογικό μέτωπο εναντίον της. Στο όνομα της ενότητας της εργατικής τάξης, τα ΚΚ προέβησαν σε σοβαρές ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις, ενώ οι διακηρύξεις ενότητας από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας δεν απέβλεπαν στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά στην απόσπαση της εργατικής τάξης από την επιρροή των κομμουνιστικών ιδεών και την ταξική αλλοτρίωσή της.
Στη Δυτική Ευρώπη, στις γραμμές πολλών ΚΚ, με πρόσχημα τις εθνικές ιδιομορφίες κάθε χώρας, επικράτησε το οπορτουνιστικό ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού», που αρνιόταν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, τη δικτατορία του προλεταριάτου και γενικά την επαναστατική πάλη.
H αλληλεπίδραση του τότε σύγχρονου οπορτουνισμού ανάμεσα στα ΚΚ των καπιταλιστικών χωρών και στα ΚΚ εξουσίας ενισχύθηκε σε συνθήκες φόβου για ένα πυρηνικό πλήγμα εναντίον των σοσιαλιστικών κρατών, όξυνσης της ταξικής πάλης στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων, όπως οι πόλεμοι ενάντια στην Κορέα και στο Βιετνάμ. H ευέλικτη τακτική του ιμπεριαλισμού επέδρασε στην ανάπτυξη του οπορτουνισμού στα ΚΚ των σοσιαλιστικών κρατών, στην υπονόμευση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως και στην υπονόμευση της επαναστατικής πάλης στην καπιταλιστική Ευρώπη και παγκόσμια. Έτσι, ενισχύθηκε, άμεσα ή έμμεσα, η ιμπεριαλιστική πίεση πάνω στα σοσιαλιστικά κράτη.
Γενικά, η κατεύθυνση που κυριάρχησε δεν κρίνεται σήμερα μόνο από θεωρητική σκοπιά, αλλά και εκ του αποτελέσματος. Μετά από μια πορεία εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων στην ΕΣΣΔ, τα προβλήματα είχαν εμφανώς οξυνθεί. Εμφανίστηκε στασιμότητα για πρώτη φορά στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Παρέμεινε η τεχνολογική καθυστέρηση για τη μεγάλη πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Εμφανίστηκαν ανεπάρκειες σε πολλά προϊόντα κατανάλωσης και άλλα προβλήματα στην «αγορά», επειδή επιχειρήσεις οδηγούσαν σε τεχνητή αύξηση των τιμών, αφήνοντας εμπορεύματα στις αποθήκες ή διοχετεύοντάς τα σε ελεγχόμενες ποσότητες.
Σημαντικός δείκτης υποχώρησης της σοβιετικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1970 υπήρξε η υποχώρηση της συμμετοχής της ΕΣΣΔ στην παγκόσμια παραγωγή βιομηχανικών υλών και μεταποίησης.
H όλο και μεγαλύτερη ανάμιξη των στοιχείων της αγοράς στην άμεσα κοινωνική παραγωγή του σοσιαλισμού την αποδυνάμωνε: Οδήγησε σε πτώση της δυναμικής της σοσιαλιστικής ανάπτυξης. Ενισχύθηκε το βραχυπρόθεσμο ατομικό και ομαδικό συμφέρον (με αύξηση της διαφοροποίησης του εργασιακού εισοδήματος μεταξύ των εργαζόμενων σε κάθε επιχείρηση, αυτών και του μηχανισμού διεύθυνσης, μεταξύ διαφορετικών επιχειρήσεων) σε βάρος των γενικών κοινωνικών συμφερόντων. Δημιουργήθηκε στην πορεία το κοινωνικό έδαφος για να ανδρωθεί και να επικρατήσει, τελικά, η αντεπανάσταση με όχημα την περεστρόικα.
Με τις μεταρρυθμίσεις δημιουργήθηκε η δυνατότητα ώστε χρηματικά ποσά που είχαν συσσωρευτεί με παράνομους κυρίως τρόπους (λαθρεμπόριο κλπ.) να επενδύονται στη «μαύρη» (παράνομη) αγορά. Αυτή η δυνατότητα αφορούσε ιδιαίτερα τα στελέχη του μηχανισμού διεύθυνσης των επιχειρήσεων και των κλάδων, στελέχη των κολχόζ, του εξωτερικού εμπορίου. Στοιχεία για τη λεγόμενη «παραοικονομία» έδινε και η Εισαγγελία της ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με αυτά, σημαντικό ήταν και το μέρος της συνεταιριστικής ή κρατικής αγροτικής παραγωγής που διοχετευόταν στους καταναλωτές με παράνομους τρόπους.
Ενισχύθηκε η διαφοροποίηση των εισοδημάτων των ατομικών αγροτοπαραγωγών, των κολχόζνικων, η αντίθεσή τους προς την τάση διεύρυνσης του άμεσα κοινωνικού χαρακτήρα της αγροτικής παραγωγής. Ένα τμήμα των αγροτών και τα διευθυντικά στελέχη των κολχόζ που πλούτιζαν ισχυροποιήθηκαν ως στρώμα παρεμπόδισης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ακόμη πιο έντονες ήταν οι κοινωνικές διαφορές στη βιομηχανία με τη συγκέντρωση «επιχειρησιακού κέρδους». Το λεγόμενο «σκιώδες κεφάλαιο», αποτέλεσμα όχι μόνο πλουτισμού από το επιχειρησιακό κέρδος, αλλά και της «μαύρης» αγοράς, εγκληματικών πράξεων σφετερισμού του κοινωνικού προϊόντος, επιδίωκε τη νόμιμη λειτουργία του ως κεφαλαίου στην παραγωγή, δηλαδή την ιδιωτικοποίηση των μέσων παραγωγής, την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Οι κάτοχοί του αποτέλεσαν την κινητήρια κοινωνική δύναμη της αντεπανάστασης. Αξιοποίησαν τη θέση τους στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό. Βρήκαν στήριξη σε τμήματα του πληθυσμού που αντικειμενικά από τη θέση τους ήταν πιο ευάλωτα στην επίδραση της αστικής ιδεολογίας και σε ταλαντεύσεις. Αυτές οι δυνάμεις, άμεσα ή έμμεσα, επέδρασαν στο Κόμμα, ενισχύοντας την οπορτουνιστική διάβρωση και τον αντεπαναστατικό εκφυλισμό, που εκφράστηκε με την πολιτική της «περεστρόικα» και διεκδίκησε τη θεσμική κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων. Αυτό επιτεύχθηκε μετά από την περεστρόικα, με την ανατροπή.