Ο καλύτερος τρόπος για να κατανοηθεί η πολιτική και γενικότερα η σχέση της ΕΕ με το Περιβάλλον είναι να φωτιστεί από τη σκοπιά των κεντρικών, των θεμελιωδών στόχων της. Η περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ μπορεί τελικά να κατανοηθεί μόνο μέσα από την κεντρική επιδίωξή της ως διακρατικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας, τη διασφάλιση της εξουσίας και την κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων της. Κάθε διαφορετική προσπάθεια εξέτασης της σχέσης της ΕΕ με το περιβάλλον, ανεξάρτητα από αυτές τις δομικές επιδιώξεις της, είναι τελικά λαθεμένη και αποπροσανατολιστική.
Στις σημερινές συνθήκες η ΕΕ δίνει μάχη διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων της απέναντι στον οξυνόμενο διεθνή ανταγωνισμό. Η μάχη αυτή στοιχειοθετεί και την ομώνυμη κεντρική πολιτική της ΕΕ όλη την προηγούμενη περίοδο, την πολιτική της ανταγωνιστικότητας. Η πολιτική αυτή είναι διαχρονική και εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ, με βασικές πλευρές τη διασφάλιση φθηνότερης εργατικής δύναμης από τη μια και την εξεύρεση νέων πεδίων κερδοφορίας για τους μονοπωλιακούς ομίλους της από την άλλη. Η επιδίωξη καθιέρωσης της πράσινης, αντιρρυπαντικής τεχνολογίας στοχεύει τόσο σε νέα πεδία κερδοφορίας για τους πρωτοπόρους, στον τομέα αυτό, ευρωπαϊκούς ομίλους, όσο και στην έμμεση εμπορική προστασία από τους ανταγωνιστές της, τα εμπορεύματα των οποίων κατατάσσονται στα «μη περιβαλλοντικά φιλικά». Την ίδια στιγμή, προχωράει σε άρση μιας σειράς περιορισμών και απαγορεύσεων που υπήρχαν από το προηγούμενο διάστημα, σε αντιδραστικοποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας με στόχο τη μείωση των φραγμών στη δράση των μονοπωλιακών ομίλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μεταβολές στην ευρωπαϊκή νομοθεσία περί γενετικά τροποποιημένων καρπών. Στη φάση που τα αμερικανικά μονοπώλια έχουν προβάδισμα, η ΕΕ ήταν ενδεδυμένη με το μανδύα της απαγόρευσής τους για λόγους προστασίας του καταναλωτή, απαγόρευση που αίρεται σταδιακά καθώς η σχετική τεχνογνωσία αποκτήθηκε και από ευρωπαϊκούς μονοπωλιακούς ομίλους.
Η πολιτική αυτή εμφανίζεται σε πρώτη ματιά ως αντιφατική. Προώθηση της πράσινης τεχνολογίας προστασίας του περιβάλλοντος και ταυτόχρονη άρση μιας σειράς περιορισμών. Ωστόσο η αντίφαση γίνεται κατανοητή όταν και όλες οι επιλογές αναλυθούν μέσα από το ταξικό κριτήριο, μέσα από τη στόχευση της ΕΕ για διασφάλιση ικανοποιητικής κερδοφορίας για τους ομίλους. Η πολιτική αυτή είναι φυσικά αντιφατική, αλλά οι αντιφάσεις αυτές δεν εκφράζουν «κακούς πολιτικούς υπολογισμούς». Αντίθετα αποτυπώνουν τον αντιφατικό χαρακτήρα του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, αντανακλούν τη βασική αντίφασή του ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της. Αντανακλούν την κυριαρχία του κεφαλαίου στην παραγωγή και τη συνεχή και αναγκαστική όξυνση της εκμετάλλευσης της εργασίας από αυτό.
Γενικά στον καπιταλισμό, αναγκαστικό και μοναδικό κριτήριο των επενδύσεων κάθε ξεχωριστού κεφαλαίου, «επί ποινή αφανισμού» του από τους άλλους ανταγωνιστές κεφαλαιοκράτες, είναι το ποσοστό κέρδους που θα επιτύχει. Οι καπιταλιστές προσπαθούν συνεχώς να διευρύνουν τα κέρδη τους, να βρουν νέες μεθόδους, νέα οικονομικά εδάφη. Αντίστοιχα η κρατική πολιτική στον καπιταλισμό υπηρετεί το γενικό συμφέρον της άρχουσας τάξης, στο επίπεδο της οικονομίας η κρατική πολιτική υπηρετεί τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών στον καπιταλισμό έρχεται ως πάρεργο αυτής της διαδικασίας αυτοαύξησης του κεφαλαίου.
Αυτός είναι και ο βαθύτερος, ο πραγματικός λόγος για τον οποίο η καπιταλιστική ανάπτυξη θυσιάζει το περιβάλλον, τόσο στη φάση της ανάπτυξης όσο και στη φάση της κρίσης. Βέβαια η επίδραση του ανθρώπου στη φύση είναι δεδομένη, είναι η άλλη όψη της ίδιας της κοινωνικής ανάπτυξης, σε όλα τα στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας. Η ανάπτυξη της γεωργίας σημαίνει εκχέρσωση δασών, η ανάπτυξη των πόλεων σημαίνει πλήρη αλλαγή φυσιογνωμίας ολόκληρων περιοχών κ.ο.κ. Στον καπιταλισμό η σχέση αυτή αποκτά νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Από τη μια λόγω των τεράστιων παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας στο καπιταλιστικό της στάδιο που συνδέονται με τη δυνατότητα μιας άνευ προηγουμένου επίδρασης του ανθρώπου στη φύση. Κυρίως όμως η φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στον οποίο κίνητρο της παραγωγής είναι το κέρδος, οδηγεί στην καταστρεπτική επίδραση στο περιβάλλον. Η ανθρώπινη κοινωνία και το περιβάλλον είναι αλληλένδετα. Η κοινωνία, ο άνθρωπος δεν υπάρχει παρά μόνο στο περιβάλλον. Ωστόσο η καπιταλιστική παραγωγή αντιμετωπίζει και την κοινωνία και το περιβάλλον ως αντικείμενο στη διαδικασία της παραγωγής. Γι’ αυτό και το περιβάλλον αντιμετωπίζεται σχεδόν αποκλειστικά ως πεδίο άντλησης πρώτων υλών, ως χώρος επέκτασης των δραστηριοτήτων, ως οικονομικός χώρος προς κατάκτηση στις ενδοκαπιταλιστικές αντιπαραθέσεις, ως πεδίο απόθεσης απορριμμάτων και λυμάτων, ενώ το εσωτερικό κίνητρο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η μεγιστοποίηση του κέρδους, δεν μπορεί να βάλει φραγμούς στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Το μέγιστο κέρδος θα προέλθει με τη χρησιμοποίηση της φθηνότερης δυνατής μεθόδου, με την απόληψη πρώτων υλών όσο το ποσοστό κέρδους είναι ικανοποιητικό, με την απόρριψη των λυμάτων και των απορριμμάτων με τη μικρότερη δυνατή επεξεργασία, με την αξιοποίηση του χώρου με γνώμονα την κερδοφορία.
Τα ιστορικά παραδείγματα που αποδεικνύουν αυτή την καταστρεπτική επίδραση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο περιβάλλον είναι πρακτικά αναρίθμητα. Από την καταστροφή των δασών στη Δυτική Ευρώπη και την όξινη βροχή τις προηγούμενες δεκαετίες μέχρι την τεράστια μόλυνση των υπόγειων υδάτων λόγω της εφαρμογής της υδραυλικής ρωγμάτωσης (hydraulic fracturing) από την ενεργειακή βιομηχανία στις σημερινές ΗΠΑ, από τις «τρελές αγελάδες» της ΕΕ μέχρι την απελευθέρωση γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον και την τεράστια κατάχρηση αντιβιοτικών στη σύγχρονη κτηνοτροφική βιομηχανία των ΗΠΑ, το φυσικό περιβάλλον είναι μόνιμο θύμα της καπιταλιστικής παραγωγής.
Ο ανεξέλεγκτος, ο αχαλίνωτος καπιταλισμός, αντιτείνουν συνεχώς οι απολογητές του συστήματος, έχει τέτοια χαρακτηριστικά. Ωστόσο, συνεχίζουν, το κράτος έρχεται να τον ελέγξει, να νομοθετήσει, να βάλει όρια, να αναγκάσει -όπως κάνει με τις οδηγίες της η ΕΕ- το «ρυπαίνοντα να πληρώνει» για τις ζημιές τις οποίες προκαλεί στο φυσικό περιβάλλον.
Η άποψη αυτή είναι λαθεμένη, απολογητική, αποπροσανατολιστική. Καταρχάς η θέση αυτή βλέπει το κράτος ωσάν να βρίσκεται έξω από την πραγματική κοινωνία, από τις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτή, βλέπει το κράτος αταξικά. Θεωρεί πως είναι δυνατό το κράτος απλά να ρυθμίζει τις ανταγωνιστικές σχέσεις, όταν υπάρχουν συμφέροντα που δεν είναι τελείως παράλληλα. Όμως οι καπιταλιστικές κοινωνίες είναι ταξικές κοινωνίες και τα συμφέροντα της εργατικής και της αστικής τάξης είναι αντίρροπα. Το κράτος είναι μηχανισμός βίας, καθυπόταξης των υποτελών τάξεων από την άρχουσα τάξη. Συγχρόνως, ο οικονομικός ρόλος του κράτους συνίσταται στην εξασφάλιση των γενικών συμφερόντων της άρχουσας τάξης, της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Έτσι, στον καπιταλισμό, η νομοθετική προστασία του περιβάλλοντος δεν οδηγεί σ’ ένα περιβάλλον που ικανοποιεί τις λαϊκές ανάγκες, αλλά σ’ ένα περιβάλλον που δε θίγει την διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Λ.χ. η περιβαλλοντική νομοθεσία στην Ελλάδα δεν επιτρέπει την τοποθέτηση ανεμογεννητριών σε σημεία που να θίγουν την κερδοφορία των τουριστικών ομίλων, ενώ ταυτόχρονα τα σχετικά όρια για τα λαϊκά στρώματα είναι ανύπαρκτα. Παράλληλα, η προστασία του περιβάλλοντος αξιοποιείται άμεσα και ως μοχλός για την κερδοφορία του κεφαλαίου, είτε ως νέο πεδίο τοποθέτησης των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων είτε ως μηχανισμός έμμεσης εμπορικής προστασίας.
Ακόμα και όταν υπάρχουν σχετικοί νόμοι, ο σχεδιασμός της παραγωγικής διαδικασίας γίνεται με γνώμονα την κερδοφορία και οδηγεί στη μέγιστη επιτρεπτή καταστροφή του περιβάλλοντος, αφού ο καπιταλιστής δεν γνωρίζει κανένα άλλο κίνητρο.
Σε αυτό το πλαίσιο η πολιτική της ΕΕ προσπαθεί να συγκεράσει αντιφατικούς στόχους.
Ένας από τους στρατηγικούς στόχους της ΕΕ για την ανάκαμψη της οικονομίας της, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της ώστε να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση στον ανταγωνισμό με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις όταν ξεπεραστεί η κρίση, είναι η επιτάχυνση της μετάβασης προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα - «πράσινη οικονομία». Είναι η ενθάρρυνση επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες σε αυτή την κατεύθυνση, καθώς και μέτρα μείωσης της ενεργειακής της εξάρτησης. Έτσι η ΕΕ επιχειρεί να μειώσει την εξάρτησή της από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, ενώ προσπαθεί ν’ αυξήσει το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στην παραγωγή ενέργειας σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και να προωθήσει τις εξαγωγές ευρωανωσιακών προϊόντων και τεχνολογίας σε αυτόν τον τομέα. Γι’ αυτό και επιχειρεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη διαμόρφωση πολιτικών που αφορούν την κλιματική αλλαγή, ενώ από τη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης προωθείται η επιβολή παγκόσμιων δεσμευτικών στόχων μείωσης των ρύπων και δημιουργία αγοράς εκπομπών ρύπων για όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ.
Ακόμη, η ΕΕ επεκτείνει τις στρατιωτικές της δυνατότητες και στο πεδίο της «ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της ΕΕ» και «των κινδύνων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή», όπως οι συγκρούσεις για το νερό ή άλλους φυσικούς πόρους, οτιδήποτε μπορεί να αποτελεί πρόσχημα για εξαπόλυση της δολοφονικής βαρβαρότητας της ΕΕ ενάντια στους λαούς, για την εξασφάλιση των συμφερόντων των μονοπωλίων.
Η εξέταση της περιβαλλοντικής πολιτικής της ΕΕ αποκαλύπτει ότι στην πραγματικότητα, η ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από την οικονομική ανάπτυξη απαιτεί διαφορετικό κριτήριο στο σχεδιασμό της παραγωγής και συνεπακόλουθα διαφορετικές σχέσεις παραγωγής. Ο σχεδιασμός της παραγωγής με γνώμονα την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών απαιτεί ξερίζωμα του κέρδους, απαιτεί κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και της γης, οργάνωση της παραγωγής με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο.