Εισαγωγικό Σημείωμα


της ΚΟΜΕΠ

Σε ένα γράμμα του στον Μαρξ, στις 30 Μάη 1873, δηλαδή πριν από 150 χρόνια, ο Ένγκελς αποτυπώνει σε ένα σχεδιάγραμμα τις αντιλήψεις του για τις φυσικές επιστήμες και φανερώνει έτσι για πρώτη φορά μια σκέψη που είχε αρχίσει να τριβελίζει το μυαλό του, δηλαδή να γράψει μια εκτενή πραγματεία για τη διαλεκτική στη φύση. Σχεδόν 10 χρόνια αργότερα, στις 23 Νοέμβρη 1882, ο Ένγκελς έγραφε στον Μαρξ ότι έλπιζε να τελειώσει σύντομα το έργο αυτό. Όμως ο θάνατος του Μαρξ, το Μάρτη του 1883, τον υποχρέωσε να καταπιαστεί με «περισσότερο φλέγοντα καθήκοντα», όπως έλεγε ο ίδιος, δηλαδή με την τελική επεξεργασία κειμένων που είχε αφήσει ο Μαρξ. Τελικά, παρότι από το 1873 μέχρι και το θάνατό του το 1895 ο Ένγκελς συχνά καταπιανόταν με το θέμα και επεξεργαζόταν σχετικό υλικό, δεν κατόρθωσε να δώσει ολοκληρωμένη μορφή σε αυτό το έργο. Η Διαλεκτική της Φύσης δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1825 στη Μόσχα, σε ρωσική μετάφραση των χειρόγραφων του Ένγκελς και, παρότι μέρη της έχουν το χαρακτήρα προκαταρτικών πρόχειρων σχεδίων και αποσπασματικών σημειώσεων, έμελλε να αποτελέσει ένα από τα πιο σημαντικά έργα των κλασικών του μαρξισμού-λενινισμού, πυροδοτώντας και μια διαπάλη που παραμένει ζωηρή ως και τις μέρες μας. Ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στις σελίδες προηγούμενων τευχών της ΚΟΜΕΠ για να δει πλευρές αυτής της συζήτησης στη σχετική αρθρογραφία1.

Τα δύο κείμενα που δημοσιεύονται σε αυτή την ενότητα συμπληρώνουν, υπό μια έννοια, αυτή την αρθρογραφία, προεκτείνοντας παράλληλα τον προβληματισμό που μπορεί να αναπτυχτεί στη βάση της. Πρόκειται για κείμενα δύο σημαντικών σοβιετικών μαρξιστών φιλοσόφων, του Μπ. Μ. Κεντρόφ και του Π. Β. Κόπνιν, των οποίων η συμβολή στην ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφικής σκέψης γύρω από ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη της επιστήμης ήταν μεγάλη. Με τη δημοσίευση αυτών των δύο άρθρων, η ΚΟΜΕΠ συνεχίζει την προσπάθεια να αναδείξει μέσα από τις σελίδες της ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών και τη σχετική φιλοσοφική διαπάλη.

Από τα δύο αυτά κείμενα, το άρθρο του Κεντρόφ για «Το σπουδαίο βιβλίο του Ένγκελς» είναι αυτό που έχει πιο άμεση και εμφανή σχέση με τη Διαλεκτική της Φύσης, αφού αντικείμενό του αποτελεί η μελέτη της πορείας επεξεργασίας του σχετικού υλικού από τον Ένγκελς και η ανάδειξη και συζήτηση κάποιων ιδιαίτερων συμβολών του Ένγκελς στην ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας, αλλά και της επιστήμης εν γένει. Έτσι, για παράδειγμα, στο άρθρο βλέπουμε να υπογραμμίζεται η σημασία της έννοιας των «μορφών κίνησης της ύλης» που αναπτύσσει ο Ένγκελς στη Διαλεκτική της Φύσης ως καθοριστικό βήμα για την ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης. Αυτό που παρουσιάζει όμως ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο άρθρο του Κεντρόφ είναι η πρωτότυπη προσπάθειά του να αναδείξει ότι η Διαλεκτική της Φύσης συνδέεται οργανικά με Το Κεφάλαιο, καθώς σε αυτή αποτυπώνεται η αντικειμενική διαλεκτική ανάπτυξη της φύσης που αποτελεί βάση για την αντικειμενική διαλεκτική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Κεντρόφ, η Διαλεκτική της Φύσης αποτελεί τρόπον τινά ένα «Προ-Κεφάλαιο», μια εισαγωγή, από την οπτική των φυσικών επιστημών, Στο Κεφάλαιο. Παράλληλα, ο Κεντρόφ διαβλέπει στην προσπάθεια αυτή του Ένγκελς μια ιδιοφυή πρόβλεψη της διαδικασίας σύγκλισης μεταξύ φυσικών και κοινωνικών επιστημών, ένα ζήτημα το οποίο ο Κεντρόφ έχει αναπτύξει και στο άρθρο του «Ο Μαρξ και η ενότητα της επιστήμης, φυσικής και κοινωνικής», που έχει δημοσιευτεί στο τεύχος 3/2018 της ΚΟΜΕΠ.

Στο άρθρο του Κεντρόφ ξεχωρίζει η προσπάθεια να αναδειχτεί ότι οι κατηγορίες και οι νόμοι της υλιστικής διαλεκτικής, η διαλεκτική λογική αποτελούν λογικά «εργαλεία» για τη θεωρητική έρευνα, τα οποία αποδεικνύονται αποτελεσματικά ακριβώς επειδή αντανακλούν πτυχές της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η επιμονή αυτή του Κεντρόφ πηγάζει από την προσπάθειά του να καταδείξει ότι η αφετηρία της σκέψης που διατυπώνει ο Λένιν στα Φιλοσοφικά Τετράδια, περί ταυτότητας της διαλεκτικής, της λογικής και της θεωρίας της γνώσης του σύγχρονου υλισμού βρίσκεται ήδη στη Διαλεκτική της Φύσης και Στο Κεφάλαιο, έργα στα οποία εφαρμόζεται με παραδειγματικό τρόπο.

Αυτό είναι και το σημείο στο οποίο η προβληματική που αναπτύσσεται στο άρθρο του Κεντρόφ συναντιέται με τις σκέψεις που αναπτύσσει ο Κόπνιν στο άρθρο που δημοσιεύεται σε αυτό το τεύχος και αποτελεί την πρώτη γνωριμία του αναγνωστικού κοινού της ΚΟΜΕΠ με το έργο του.

Αν και το άρθρο του Κόπνιν δεν καταπιάνεται με τη Διαλεκτική της Φύσης και την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών το 19ο αιώνα, αλλά με τις μεταγενέστερες εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης και σκέψης κατά τον 20ό αιώνα, ο αναγνώστης θα μπορέσει να εντοπίσει το νήμα που συνδέει τη σκέψη των δύο συγγραφέων.

Ο Κόπνιν (όπως και ο Κεντρόφ, αλλά φυσικά πριν από αυτούς και οι Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν) επιμένει να υπογραμμίζει ότι η ανάπτυξη της επιστήμης θέτει νέα καθήκοντα στη φιλοσοφία, η οποία καλείται να εμπλουτίζει διαρκώς το οπλοστάσιό της προκειμένου να μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις που τίθενται από την ίδια την ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητας του ανθρώπου στις διάφορες πτυχές της, μεταξύ των οποίων και η επιστήμη. Επιχειρώντας να διεισδύσει σε νέα γνωρίσματα της επιστημονικής σκέψης, όπως αυτά αναδεικνύονται με την αλματώδη ανάπτυξη της επιστήμης στον 20ό αιώνα, ο Κόπνιν δε διστάζει να παραδεχτεί ότι η φιλοσοφική σκέψη –και δη η διαλεκτική λογική και η επιστημολογία– χρειάζεται να εντείνει τις προσπάθειές της για να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που απορρέουν γι’ αυτή.

Δεν αρκείται όμως μόνο σε μια τέτοια διαπίστωση, αλλά επιχειρεί να εξηγήσει και το πώς διαμορφώνεται το πεδίο σε ό,τι αφορά και τη διαπάλη μεταξύ της μαρξιστικής φιλοσοφικής σκέψης και των διάφορων ρευμάτων της αστικής φιλοσοφίας που επηρεάζουν σημαντικά την κοσμοαντίληψη των επιστημόνων. Έτσι, ο αναγνώστης θα βρει στο κείμενο του Κόπνιν αρκετές σκέψεις που σχετίζονται με την πορεία της φιλοσοφίας της επιστήμης στον 20ό αιώνα, τα κομβικά ζητήματα με τα οποία αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη στο έδαφος της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης αλλά και του κοινωνικού πλαισίου εντός του οποίου αυτή συντελέστηκε και, κυρίως, μια συστηματική προσπάθεια να αναδειχτεί με συγκεκριμένο τρόπο η ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης της υλιστικής διαλεκτικής ως μονόδρομου για να αντιμετωπιστούν οι σύγχρονες προκλήσεις που εγείρονται έναντι της φιλοσοφίας από την ανάπτυξη της επιστήμης. Μάλιστα, οι πιο εξοικειωμένοι με τα γνωρίσματα της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης αναγνώστες θα βρουν στις σελίδες του κειμένου του Κόπνιν αναφορές σε επιστημολογικά ζητήματα που ταλανίζουν τη σύγχρονη επιστήμη ακόμα και στις μέρες μας.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η σκέψη που διατυπώνει ο Κόπνιν σχετικά με τον «επιστημονισμό» και τη διαπάλη με αυτόν από μέρος της αστικής φιλοσοφίας. Ο Κόπνιν εντοπίζει τα αδιέξοδα στα οποία είναι αναγκαστικά εγκλωβίζεται η αστική φιλοσοφική σκέψη, στις διάφορες παραλλαγές της, αδυνατώντας να συνδέσει οργανικά τον υλισμό με τη διαλεκτική, όπως επιτάσσει η ίδια η κίνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας και η θεωρητική της αντανάκλαση στη σκέψη του ανθρώπου, τροφοδοτώντας τη μετασχηματιστική του κοινωνική δραστηριότητα. Η συγκεκριμένη συζήτηση έχει και ιδιαίτερα επίκαιρο ενδιαφέρον, σε συνθήκες που τα επιτεύγματα και οι ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, η αξιοποίησή τους αλλά και η αμφισβήτησή τους γίνονται όλο και περισσότερο μέρος της ατζέντας της ευρύτερης πολιτικής συζήτησης.

Κοινό σημείο στη σκέψη του Κεντρόφ και του Κόπνιν είναι ότι η υλιστική διαλεκτική εξαντλείται σε «αξιώματα» στα οποία προσαρμόζουμε τα παραδείγματα που μπορούμε να αντλήσουμε από την επιστήμη, όπως σημειώνει ο πρώτος, ή σε «πατενταρισμένες φόρμουλες» προς εφαρμογή από τις διάφορες επιστήμες. Με επιμονή εστιάζουν στην ανάγκη να αναπτυχθούν περαιτέρω οι κατηγορίες και οι νόμοι της διαλεκτικής λογικής μέσα από τη φιλοσοφική ερμηνεία και σύνθεση των σύγχρονων επιστημονικών γνώσεων, την ανάλυση των κύριων τάσεων στην ανάπτυξή τους, ώστε να αναπτυχτεί και η φιλοσοφική μας κοσμοθεώρηση, η μαρξιστική-λενινιστική διαλεκτική ως λογική και θεωρία της γνώσης.

Από διαφορετική αφετηρία, αλλά συγκλίνοντας στα συμπεράσματά τους, τα δύο κείμενα θέτουν ζητήματα που διαχρονικά αποτελούν σημεία διαπάλης σε ό,τι αφορά τη μαρξιστική φιλοσοφία και, συνακόλουθα, την επαναστατική πολιτική που θεμελιώνεται σε αυτή. Πρόκειται για κείμενα που παρουσίαζαν σημαντικές μεταφραστικές προκλήσεις, εξ ου και ο αναγνώστης παρακαλείται να δει με συμπάθεια τις όποιες ατέλειες στην προσπάθεια να αποδοθεί με πιστότητα τόσο η σαφήνεια και ακρίβεια στις διατυπώσεις των συγγραφέων όσο και το ιδιαίτερο ύφος και πνεύμα του κάθε κειμένου.