Το ζήτημα της σχέσης ιστορικού-λογικού έχει απασχολήσει ιδιαίτερα πολλούς διαπρεπείς μαρξιστές φιλοσόφους, όπως οι Μ. Μ. Ρόζενταλ, Ε. Β. Ιλιένκοφ, Β. Α. Βαζιούλιν κ.ά.
Αφετηριακή θέση των συμμετεχόντων στη συζήτηση είναι ότι η λογική γνώση αντανακλά την ιστορική πορεία ανάπτυξης της αντικειμενικής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, δηλαδή, υποστηρίζουν ότι η νόηση αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα σε αντιστοιχία με τους νόμους της ανάπτυξης αυτής. Έτσι, η διαλεκτική σχέση λογικού και ιστορικού αφορά τόσο την ανάπτυξη της γνώσης της αντικειμενικής πραγματικότητας όσο και την ιστορική ανάπτυξη της κοινωνικής πρακτικής και εν γένει της αντικειμενικής πραγματικότητας. Μια τέτοια προσέγγιση απηχεί και το νόημα της σχετικής τοποθέτησης του Λένιν, ο οποίος επισημαίνει: «[ν]α μην ξεχνάς βασική ιστορική σύνδεση, να βλέπεις κάθε ζήτημα από την άποψη του πώς εμφανίστηκε ένα ορισμένο φαινόμενο στην Ιστορία, ποια βασικά στάδια πέρασε το φαινόμενο αυτό στην εξέλιξή του, και από την άποψη αυτής της εξέλιξής του να βλέπεις πώς έχει το πράγμα αυτό τώρα»1. Έτσι, για παράδειγμα, ο Ρόζενταλ σημειώνει ως προς τον ιστορικό και το λογικό τρόπο έρευνας: «Η διαφορά των δυο αυτών τρόπων έρευνας είναι σχετική. Ο Ένγκελς όρισε το λογικό τρόπο επίσης σαν ιστορικό, που είναι μόνο απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή. Με βάση αυτά, ο ιστορικός τρόπος μπορεί να θεωρείται επίσης λογικός, μόνο ενσωματωμένος στην ιστορική μορφή. Αυτό σημαίνει ότι, μ’ όλο που διακρίνουμε το λογικό και τον ιστορικό τρόπο έρευνας σαν αυτοτελείς, σε καθέναν από αυτούς πραγματοποιείται η ενότητα, η σχέση του λογικού και του ιστορικού.»2
Ασκώντας κριτική στην αντίληψη που επικρατούσε ως προς τη σχέση λογικού-ιστορικού στη σοβιετική μαρξιστική βιβλιογραφία, ο Βαζιούλιν επισημαίνει ότι το πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού συνήθως τίθεται μόνο ως προς τη σχέση μεταξύ εκείνων των πλευρών της ερευνητικής διαδικασίας για την ανάπτυξη του υπό μελέτη αντικειμένου ή φαινομένου, οι οποίες διατηρούνται στη διαδικασία της έκθεσης. Ο Βαζιούλιν υπογραμμίζει ότι η ερευνητική διαδικασία ποτέ δεν πραγματοποιείται μόνο με τη μορφή με την οποία το υπό μελέτη αντικείμενο ή φαινόμενο εμφανίζεται στην έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας.
Στην κριτική του, ο Βαζιούλιν υποστηρίζει ότι οι απόψεις των Ρόζενταλ, Ιλιένκοφ κ.ά. για τη σχέση ιστορικού-λογικού οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ιστορική εξέταση δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα στην κατανόηση των αναγκαίων όρων εμφάνισης του αντικειμένου. Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, τότε αρκεί να απευθυνθεί κανείς μόνο στο ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης προκειμένου να κατανοήσει τους εσωτερικούς του νόμους. Με άλλα λόγια, δηλαδή, σύμφωνα με τον Βαζιούλιν, οι Ρόζενταλ και Ιλιένκοφ υποστηρίζουν εσφαλμένα ότι η αφαίρεση από την ιδιαιτερότητα του προγενέστερου σταδίου δεν επηρεάζει ουσιαστικά την έρευνα των εσωτερικών νόμων του ανώτερου σταδίου.
Σύμφωνα με τον Βαζιούλιν, στην προσέγγιση των Ρόζενταλ και Ιλιένκοφ όλες οι διαστάσεις του προβλήματος ανάγονται σε μία, με αποτέλεσμα να δίνεται μονόπλευρα έμφαση στη στιγμή της ενότητας του ιστορικού και του λογικού. Ο Βαζιούλιν υπογραμμίζει ότι με αυτόν τον τρόπο παραγνωρίζεται το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα μιας αναπτυξιακής διαδικασίας (στο ανώτερο στάδιο ανάπτυξής της) δε διατηρούνται όλοι οι αναγκαίοι όροι εμφάνισης αυτής της διαδικασίας.
Ο Βαζιούλιν δίνει έμφαση στο ότι το λογικό και το ιστορικό συμπίπτουν όταν το αντικείμενο εξετάζεται στην πιο αναπτυγμένη μορφή του, αλλά διαφοροποιούνται όταν εξετάζεται στο προτσές της διαμόρφωσης της ολοκληρωμένης αυτής μορφής. Υποστηρίζει ότι το λογικό διαφέρει από το ιστορικό όχι μόνο ως προς τις ιστορικές τυχαιότητες, αλλά και ως προς τις ειδικές νομοτέλειες, ως προς τα αναγκαία χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Έτσι, ο Βαζιούλιν υποστηρίζει ότι μόνο εστιάζοντας σε αυτές ακριβώς τις διαφορές είναι δυνατό να κατανοηθεί η διαδικασία της έρευνας ως διαδικασία που έχει και κοινές, αλλά και ιδιαίτερες νομοτέλειες, σε σχέση με τη διαδικασία της έκθεσης, με το λογικό εν τέλει να αφορά τον τρόπο έκθεσης και το ιστορικό να αφορά τον τρόπο έρευνας.
Δεδομένου ότι το πρόβλημα της σχέσης ιστορικού-λογικού είναι ένα από τα βασικά ζητήματα που θέτει η διαλεκτική λογική, το ίδιο το γεγονός ότι η σοβιετική μαρξιστική φιλοσοφία δεν είχε κατορθώσει να κατακτήσει μια ενιαία αντίληψη για το ίδιο το αντικείμενο της διαλεκτικής λογικής δε θα μπορούσε παρά να αντανακλάται και στις ποικίλες προσεγγίσεις που πρόσφερε για το ζήτημα της σχέσης λογικού-ιστορικού.
Για παράδειγμα, ο Ρόζενταλ υποστηρίζει ότι το λογικό επεξεργάζεται το ιστορικό από την άποψη του σύγχρονου, του πιο αναπτυγμένου επιπέδου της γνώσης. Σύμφωνα με τον Ρόζενταλ, το λογικό αποτελεί συμπυκνωμένη, περιληπτική αναπαράσταση του ιστορικού, απαλλαγμένου από τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή της ανάπτυξης της γνώσης. Έτσι, το ιστορικό βρίσκεται στο λογικό σε μετασχηματισμένη μορφή, καθώς το λογικό αναπαράγει το ιστορικό σε ανώτερη βάση3. Δηλαδή, για τον Ρόζενταλ, τα αναγκαία ειδικά γνωρίσματα του λογικού και του ιστορικού όχι μόνο δεν παραγνωρίζονται, αλλά αντίθετα προκύπτει ότι τα πραγματικά αναγκαία γνωρίσματα που προσιδιάζουν σε κάθε ένα εξ αυτών δεν μπορεί να είναι καθοριστικά για τη μεταξύ τους συσχέτιση.
Αντίστοιχα, μπορούμε να δούμε ότι ισχύει και στην περίπτωση του Ιλιένκοφ, ο οποίος επίσης έχει καταπιαστεί εκτενώς με το ζήτημα της σχέσης λογικού-ιστορικού. Ως προς την πλευρά που τέθηκε προηγουμένως, ο Ιλιένκοφ επισημαίνει ότι «η λογική εξέταση του ανώτερου επιπέδου ανάπτυξης του αντικειμένου, του ήδη αναπτυγμένου συστήματος αλληλεπίδρασης, αποκαλύπτει την εικόνα εντός της οποίας διατηρούνται όλοι οι πραγματικά αναγκαίοι όροι εμφάνισής της και εξέλιξης και απουσιάζουν όλοι οι περισσότερο ή λιγότερο τυχαίοι, καθαρά ιστορικοί όροι της εμφάνισής της»4.
Ο Ιλιένκοφ5 επισημαίνει ότι η σύμπτωση του λογικού και του ιστορικού είναι το αποτέλεσμα και όχι η αφετηρία της ιστορικής ανάπτυξης της γνώσης. Σύμφωνα με τον Ιλιένκοφ, η σχέση λογικού και ιστορικού πρέπει να εξετάζεται τόσο ως προς τη σχέση της θεωρίας (δηλαδή της λογικής αντανάκλασης του αντικειμένου) με την ιστορία του ίδιου του αντικειμένου όσο και ως προς τη σχέση της με την ιστορία της γνώσης για το αντικείμενο αυτό, με την ιστορία της ίδιας της θεωρίας. Υπό την έννοια αυτή, ο Ιλιένκοφ υπογραμμίζει ότι σε καμία εκ των δυο περιπτώσεων δεν υφίσταται άμεση σύμπτωση του λογικού και του ιστορικού. Και αυτό, γιατί το καθολικό (αναγκαίο, νομοτελές) στην Ιστορία δεν υπάρχει καθ’ εαυτό, αλλά μόνο ως αντικειμενική λογική των γεγονότων που συμβαίνουν στο χρόνο και φέρουν τα άμεσα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ιστορικών γνωρισμάτων, στα οποία προφανώς συμπεριλαμβάνονται και τα τυχαία χαρακτηριστικά. Είναι ακριβώς αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ιστορικών γνωρισμάτων του υπό μελέτη αντικειμένου που διαμορφώνουν τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή του. Αντίθετα, το καθολικό εμφανίζεται με μορφή αποκαθηρμένη από την ιστορική αμεσότητα, δηλαδή ως μια λογική μορφή, μόνο στη θεωρία.
Υπογραμμίζοντας ότι κάθε νέο στάδιο της λογικής αντανάκλασης ενός αντικειμένου είναι αναγκαστικά συνδεδεμένο με τον κριτικό μετασχηματισμό του προηγούμενου σταδίου της θεωρητικής ανάπτυξής του, που εκπληρώνεται μέσω της αντιπαραβολής της θεωρίας με τα γεγονότα, με την πραγματικότητα, ο Ιλιένκοφ εντοπίζει τη διαφορά μεταξύ της λογικής και της ιστορικής μεθόδου ως εξής: Με την ιστορική μέθοδο, η θεωρία αντιπαραβάλλεται με τα ίδια τα γεγονότα στη βάση των οποίων αναδείχτηκε, ενώ με τη λογική μέθοδο αντιπαραβάλλεται με τον υψηλότερο βαθμό ανάπτυξης του ίδιου του αντικειμένου. Μάλιστα, ο Ιλιένκοφ επισημαίνει ότι η λογική ανάλυση των γεγονότων και των εννοιών σχετίζεται με το ανώτατο στάδιο ανάπτυξης του ιδιαίτερου υπό μελέτη αντικειμένου, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η ιστορία που το δημιούργησε δεν έχει ακόμα μελετηθεί συγκεκριμένα.
Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας του, ο Ιλιένκοφ εστιάζει στο ότι η θεωρία, δηλαδή η λογική αντανάκλαση, ασχολείται με τα καθολικά και αναγκαία στοιχεία του υπό μελέτη αντικειμένου και δεν ενδιαφέρεται για εκείνες τις ιδιαίτερες στιγμές του κάθε σταδίου της ανάπτυξής του που εξαφανίζονται χωρίς να αφήνουν τα ίχνη τους σε μια άλλη. Όπως εξηγεί, οι πραγματικά αναγκαίες προϋποθέσεις και συνθήκες για την εμφάνιση κάθε ιδιαίτερου συστήματος αλληλεπιδρώντων φαινομένων παραμένουν σε όλη την ιστορία του, ενώ η εξαφάνιση ή καταστροφή τους θα ισοδυναμούσε με την καταστροφή του ίδιου του συστήματος, αφού κάθε αυτο-αναπτυσσόμενο σύστημα αλληλεπιδρώντων φαινομένων είναι αναγκαίο να αναπαράγει τις αναγκαίες και καθολικές συνθήκες και προϋποθέσεις για την ύπαρξή του (ή, τουλάχιστον, τη σχέση του με αυτές) με την κίνησή του.
Ανεξάρτητα από το αν κανείς συμφωνεί με την ανάλυση και την κριτική του Βαζιούλιν σε απόψεις όπως οι προαναφερθείσες, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η τοποθέτησή του προσφέρει πράγματι σημαντικές υπηρεσίες στην προσπάθεια να βαθύνει η κατανόηση της σχέσης ιστορικού-λογικού και πλευρές της μπορούν ίσως να ενισχύσουν τις πιο εμβριθείς από τις υπόλοιπες μαρξιστικές πραγματεύσεις του ζητήματος της διαλεκτικής ενότητας της λογικής και ιστορικής μεθόδου έρευνας και έκθεσης.