Εισαγωγικό σημείωμα


ΚΟΜΕΠ

Με τη δημοσίευση της εργασίας του Β. Α. Βαζιούλιν «Υπέρ της ιστορικής προσέγγισης στο πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού», ολοκληρώνεται η παρουσίαση της άποψης του Βαζιούλιν για το συγκεκριμένο ζήτημα, μετά και από τη δημοσίευση της εργασίας του «Ο μεθοδολογικός ρόλος του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στις συγκεκριμένες επιστήμες» στο τεύχος 4/2019 της ΚΟΜΕΠ.

Πέρα από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν οι απόψεις του Β. Α.Βαζιούλιν πάνω σε ένα από τα πλέον κομβικά ζητήματα της διαλεκτικής λογικής, η δημοσίευση των συγκεκριμένων άρθρων στην ΚΟΜΕΠ συμβάλλει και στο να δοθεί απάντηση σε όσους επιχειρούν να παρουσιάσουν τη σοβιετική μαρξιστική φιλοσοφία ως δήθεν «ρηχή», περιοριζόμενη σε μια «τσιτατολογία» κι εξαντλώντας την όποια συνεισφορά της σε μια εγχειριδιακού τύπου παρουσίαση των βασικών αρχών του μαρξισμού, σε αντίθεση με τη συζήτηση για τον Μαρξ και το έργο του στη Δύση, από το ρεύμα του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού» (και όχι μόνο), όπου υποτίθεται η συζήτηση ήταν πιο πλούσια και γόνιμη. Όπως θα διαπιστώσει, όμως, ο αναγνώστης, η συζήτηση για τη συσχέτιση ιστορικού-λογικού στην κίνηση της νόησης και την πραγματική κίνηση της επιστημονικής σκέψης στη Σοβιετική Ένωση ήταν πλούσια, γόνιμη και πολύ υψηλού επιπέδου. Ενδεικτική του πλούτου αυτού είναι η αντανάκλαση της συζήτησης αυτής στην εργασία του Βαζιούλιν και στο παρόν εισαγωγικό σημείωμα, όπως επίσης και στα άλλα δυο κείμενα που συμπληρώνουν την ενότητα, τα οποία, αν και εκ της φύσης τους περιορισμένα, καθώς πρόκειται για λήμματα σε φιλοσοφικά λεξικά κι εγκυκλοπαίδειες, αναδεικνύουν κομβικές πλευρές της σχετικής προβληματικής.

Μάλιστα, η συζήτηση των διαφορετικών τοποθετήσεων, με οργανωμένο τρόπο μέσα στα όργανα και τους θεσμούς της σοβιετικής φιλοσοφικής κοινότητας, συνέβαλε στην προσπάθεια να κατανοηθούν σε μεγαλύτερο βάθος και ολόπλευρα όλες οι πτυχές ενός προβλήματος που είχε όχι μόνο θεωρητική, αλλά και πρακτική-πολιτική σημασία. Και αυτό, γιατί το ζήτημα που ουσιαστικά θέτει στο επίκεντρο το συγκεκριμένο φιλοσοφικό πρόβλημα αφορά το κατά πόσο μπορεί να μελετηθούν επιστημονικά μόνο οι αναπτυγμένες ιστορικά μορφές ενός φαινομένου ή όχι, ζήτημα που αντανακλάται άμεσα, μεταξύ άλλων, και στις προσπάθειες θεωρητικής επεξεργασίας άμεσων πολιτικών απαντήσεων σε προβλήματα που έφερνε στο προσκήνιο η προσπάθεια της εργατικής εξουσίας να οικοδομήσει τη σοσιαλιστική κοινωνία, όταν δηλαδή δεν είχε ακόμα αναπτυχθεί πλήρως η κομμουνιστική κοινωνία.

Μια επιπλέον διάσταση που αναδεικνύεται από την εργασία του Β. Α. Βαζιούλιν που δημοσιεύεται σε αυτό το τεύχος της ΚΟΜΕΠ έχει να κάνει με την αποφασιστική απάντηση που δίνει ο συγγραφέας ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 σε απόψεις που έχουν μια ορισμένη απήχηση και σήμερα, οι οποίες θέλουν ένα δήθεν «καθαρό» Μαρξ να έρχεται σε αντίθεση με τον Ένγκελς και τη συμβολή του στην ανάπτυξη του μαρξισμού, καλώντας έτσι σε «επαναπροσέγγιση» των κειμένων του Μαρξ. Αντιπαραβάλλοντας τον Μαρξ στον Ένγκελς ή και (σε άλλη εκδοχή της ίδιας προσπάθειας) τον Λένιν στον Μαρξ, οι οπορτουνιστικές θεωρήσεις που επιχειρούν μια τέτοια διάκριση επιδιώκουν να απονευρώσουν το μαρξισμό και τη δημιουργική του ανάπτυξη μέσα στο καμίνι της ταξικής πάλης από το επαναστατικό του περιεχόμενο, να φέρουν δηλαδή τον Μαρξ και το μαρξισμό στα μέτρα τους.

Είναι, βέβαια, προφανές ότι τα άρθρα που δημοσιεύονται στην ενότητα δεν είναι αντιπροσωπευτικά για την πληρότητα των απόψεων που έχουν εκφραστεί γύρω από το ζήτημα της συσχέτισης λογικού-ιστορικού, είναι όμως ενδεικτικά του πλούτου των θέσεων που διατυπώθηκαν στη σχετική συζήτηση.

Διευκρινίζεται, τέλος, ότι για ορισμένες ορολογίες και εκφράσεις που ίσως δυσκολεύουν τον αναγνώστη η ευθύνη δε βαραίνει την ΚΟΜΕΠ, καθώς απορρέουν από τη συνθετότητα του λόγου και της σκέψης του Βαζιούλιν και τις δυσκολίες που αναπόφευκτα καλείται να αντιμετωπίσει ο μεταφραστής.

 

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΛΟΓΙΚΟΥ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ

Το ζήτημα της σχέσης ιστορικού-λογικού έχει απασχολήσει ιδιαίτερα πολλούς διαπρεπείς μαρξιστές φιλοσόφους, όπως οι Μ. Μ. Ρόζενταλ, Ε. Β. Ιλιένκοφ, Β. Α. Βαζιούλιν κ.ά.

Αφετηριακή θέση των συμμετεχόντων στη συζήτηση είναι ότι η λογική γνώση αντανακλά την ιστορική πορεία ανάπτυξης της αντικειμενικής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, δηλαδή, υποστηρίζουν ότι η νόηση αντανακλά την αντικειμενική πραγματικότητα σε αντιστοιχία με τους νόμους της ανάπτυξης αυτής. Έτσι, η διαλεκτική σχέση λογικού και ιστορικού αφορά τόσο την ανάπτυξη της γνώσης της αντικειμενικής πραγματικότητας όσο και την ιστορική ανάπτυξη της κοινωνικής πρακτικής και εν γένει της αντικειμενικής πραγματικότητας. Μια τέτοια προσέγγιση απηχεί και το νόημα της σχετικής τοποθέτησης του Λένιν, ο οποίος επισημαίνει: «[ν]α μην ξεχνάς βασική ιστορική σύνδεση, να βλέπεις κάθε ζήτημα από την άποψη του πώς εμφανίστηκε ένα ορισμένο φαινόμενο στην Ιστορία, ποια βασικά στάδια πέρασε το φαινόμενο αυτό στην εξέλιξή του, και από την άποψη αυτής της εξέλιξής του να βλέπεις πώς έχει το πράγμα αυτό τώρα»1. Έτσι, για παράδειγμα, ο Ρόζενταλ σημειώνει ως προς τον ιστορικό και το λογικό τρόπο έρευνας: «Η διαφορά των δυο αυτών τρόπων έρευνας είναι σχετική. Ο Ένγκελς όρισε το λογικό τρόπο επίσης σαν ιστορικό, που είναι μόνο απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή. Με βάση αυτά, ο ιστορικός τρόπος μπορεί να θεωρείται επίσης λογικός, μόνο ενσωματωμένος στην ιστορική μορφή. Αυτό σημαίνει ότι, μ’ όλο που διακρίνουμε το λογικό και τον ιστορικό τρόπο έρευνας σαν αυτοτελείς, σε καθέναν από αυτούς πραγματοποιείται η ενότητα, η σχέση του λογικού και του ιστορικού.»2

Ασκώντας κριτική στην αντίληψη που επικρατούσε ως προς τη σχέση λογικού-ιστορικού στη σοβιετική μαρξιστική βιβλιογραφία, ο Βαζιούλιν επισημαίνει ότι το πρόβλημα του ιστορικού και του λογικού συνήθως τίθεται μόνο ως προς τη σχέση μεταξύ εκείνων των πλευρών της ερευνητικής διαδικασίας για την ανάπτυξη του υπό μελέτη αντικειμένου ή φαινομένου, οι οποίες διατηρούνται στη διαδικασία της έκθεσης. Ο Βαζιούλιν υπογραμμίζει ότι η ερευνητική διαδικασία ποτέ δεν πραγματοποιείται μόνο με τη μορφή με την οποία το υπό μελέτη αντικείμενο ή φαινόμενο εμφανίζεται στην έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας.

Στην κριτική του, ο Βαζιούλιν υποστηρίζει ότι οι απόψεις των Ρόζενταλ, Ιλιένκοφ κ.ά. για τη σχέση ιστορικού-λογικού οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ιστορική εξέταση δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα στην κατανόηση των αναγκαίων όρων εμφάνισης του αντικειμένου. Εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, τότε αρκεί να απευθυνθεί κανείς μόνο στο ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης προκειμένου να κατανοήσει τους εσωτερικούς του νόμους. Με άλλα λόγια, δηλαδή, σύμφωνα με τον Βαζιούλιν, οι Ρόζενταλ και Ιλιένκοφ υποστηρίζουν εσφαλμένα ότι η αφαίρεση από την ιδιαιτερότητα του προγενέστερου σταδίου δεν επηρεάζει ουσιαστικά την έρευνα των εσωτερικών νόμων του ανώτερου σταδίου.

Σύμφωνα με τον Βαζιούλιν, στην προσέγγιση των Ρόζενταλ και Ιλιένκοφ όλες οι διαστάσεις του προβλήματος ανάγονται σε μία, με αποτέλεσμα να δίνεται μονόπλευρα έμφαση στη στιγμή της ενότητας του ιστορικού και του λογικού. Ο Βαζιούλιν υπογραμμίζει ότι με αυτόν τον τρόπο παραγνωρίζεται το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα μιας αναπτυξιακής διαδικασίας (στο ανώτερο στάδιο ανάπτυξής της) δε διατηρούνται όλοι οι αναγκαίοι όροι εμφάνισης αυτής της διαδικασίας.

Ο Βαζιούλιν δίνει έμφαση στο ότι το λογικό και το ιστορικό συμπίπτουν όταν το αντικείμενο εξετάζεται στην πιο αναπτυγμένη μορφή του, αλλά διαφοροποιούνται όταν εξετάζεται στο προτσές της διαμόρφωσης της ολοκληρωμένης αυτής μορφής. Υποστηρίζει ότι το λογικό διαφέρει από το ιστορικό όχι μόνο ως προς τις ιστορικές τυχαιότητες, αλλά και ως προς τις ειδικές νομοτέλειες, ως προς τα αναγκαία χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Έτσι, ο Βαζιούλιν υποστηρίζει ότι μόνο εστιάζοντας σε αυτές ακριβώς τις διαφορές είναι δυνατό να κατανοηθεί η διαδικασία της έρευνας ως διαδικασία που έχει και κοινές, αλλά και ιδιαίτερες νομοτέλειες, σε σχέση με τη διαδικασία της έκθεσης, με το λογικό εν τέλει να αφορά τον τρόπο έκθεσης και το ιστορικό να αφορά τον τρόπο έρευνας.

Δεδομένου ότι το πρόβλημα της σχέσης ιστορικού-λογικού είναι ένα από τα βασικά ζητήματα που θέτει η διαλεκτική λογική, το ίδιο το γεγονός ότι η σοβιετική μαρξιστική φιλοσοφία δεν είχε κατορθώσει να κατακτήσει μια ενιαία αντίληψη για το ίδιο το αντικείμενο της διαλεκτικής λογικής δε θα μπορούσε παρά να αντανακλάται και στις ποικίλες προσεγγίσεις που πρόσφερε για το ζήτημα της σχέσης λογικού-ιστορικού.

Για παράδειγμα, ο Ρόζενταλ υποστηρίζει ότι το λογικό επεξεργάζεται το ιστορικό από την άποψη του σύγχρονου, του πιο αναπτυγμένου επιπέδου της γνώσης. Σύμφωνα με τον Ρόζενταλ, το λογικό αποτελεί συμπυκνωμένη, περιληπτική αναπαράσταση του ιστορικού, απαλλαγμένου από τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή της ανάπτυξης της γνώσης. Έτσι, το ιστορικό βρίσκεται στο λογικό σε μετασχηματισμένη μορφή, καθώς το λογικό αναπαράγει το ιστορικό σε ανώτερη βάση3. Δηλαδή, για τον Ρόζενταλ, τα αναγκαία ειδικά γνωρίσματα του λογικού και του ιστορικού όχι μόνο δεν παραγνωρίζονται, αλλά αντίθετα προκύπτει ότι τα πραγματικά αναγκαία γνωρίσματα που προσιδιάζουν σε κάθε ένα εξ αυτών δεν μπορεί να είναι καθοριστικά για τη μεταξύ τους συσχέτιση.

Αντίστοιχα, μπορούμε να δούμε ότι ισχύει και στην περίπτωση του Ιλιένκοφ, ο οποίος επίσης έχει καταπιαστεί εκτενώς με το ζήτημα της σχέσης λογικού-ιστορικού. Ως προς την πλευρά που τέθηκε προηγουμένως, ο Ιλιένκοφ επισημαίνει ότι «η λογική εξέταση του ανώτερου επιπέδου ανάπτυξης του αντικειμένου, του ήδη αναπτυγμένου συστήματος αλληλεπίδρασης, αποκαλύπτει την εικόνα εντός της οποίας διατηρούνται όλοι οι πραγματικά αναγκαίοι όροι εμφάνισής της και εξέλιξης και απουσιάζουν όλοι οι περισσότερο ή λιγότερο τυχαίοι, καθαρά ιστορικοί όροι της εμφάνισής της»4.

Ο Ιλιένκοφ5 επισημαίνει ότι η σύμπτωση του λογικού και του ιστορικού είναι το αποτέλεσμα και όχι η αφετηρία της ιστορικής ανάπτυξης της γνώσης. Σύμφωνα με τον Ιλιένκοφ, η σχέση λογικού και ιστορικού πρέπει να εξετάζεται τόσο ως προς τη σχέση της θεωρίας (δηλαδή της λογικής αντανάκλασης του αντικειμένου) με την ιστορία του ίδιου του αντικειμένου όσο και ως προς τη σχέση της με την ιστορία της γνώσης για το αντικείμενο αυτό, με την ιστορία της ίδιας της θεωρίας. Υπό την έννοια αυτή, ο Ιλιένκοφ υπογραμμίζει ότι σε καμία εκ των δυο περιπτώσεων δεν υφίσταται άμεση σύμπτωση του λογικού και του ιστορικού. Και αυτό, γιατί το καθολικό (αναγκαίο, νομοτελές) στην Ιστορία δεν υπάρχει καθ’ εαυτό, αλλά μόνο ως αντικειμενική λογική των γεγονότων που συμβαίνουν στο χρόνο και φέρουν τα άμεσα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ιστορικών γνωρισμάτων, στα οποία προφανώς συμπεριλαμβάνονται και τα τυχαία χαρακτηριστικά. Είναι ακριβώς αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων ιστορικών γνωρισμάτων του υπό μελέτη αντικειμένου που διαμορφώνουν τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή του. Αντίθετα, το καθολικό εμφανίζεται με μορφή αποκαθηρμένη από την ιστορική αμεσότητα, δηλαδή ως μια λογική μορφή, μόνο στη θεωρία.

Υπογραμμίζοντας ότι κάθε νέο στάδιο της λογικής αντανάκλασης ενός αντικειμένου είναι αναγκαστικά συνδεδεμένο με τον κριτικό μετασχηματισμό του προηγούμενου σταδίου της θεωρητικής ανάπτυξής του, που εκπληρώνεται μέσω της αντιπαραβολής της θεωρίας με τα γεγονότα, με την πραγματικότητα, ο Ιλιένκοφ εντοπίζει τη διαφορά μεταξύ της λογικής και της ιστορικής μεθόδου ως εξής: Με την ιστορική μέθοδο, η θεωρία αντιπαραβάλλεται με τα ίδια τα γεγονότα στη βάση των οποίων αναδείχτηκε, ενώ με τη λογική μέθοδο αντιπαραβάλλεται με τον υψηλότερο βαθμό ανάπτυξης του ίδιου του αντικειμένου. Μάλιστα, ο Ιλιένκοφ επισημαίνει ότι η λογική ανάλυση των γεγονότων και των εννοιών σχετίζεται με το ανώτατο στάδιο ανάπτυξης του ιδιαίτερου υπό μελέτη αντικειμένου, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία η ιστορία που το δημιούργησε δεν έχει ακόμα μελετηθεί συγκεκριμένα.

Προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας του, ο Ιλιένκοφ εστιάζει στο ότι η θεωρία, δηλαδή η λογική αντανάκλαση, ασχολείται με τα καθολικά και αναγκαία στοιχεία του υπό μελέτη αντικειμένου και δεν ενδιαφέρεται για εκείνες τις ιδιαίτερες στιγμές του κάθε σταδίου της ανάπτυξής του που εξαφανίζονται χωρίς να αφήνουν τα ίχνη τους σε μια άλλη. Όπως εξηγεί, οι πραγματικά αναγκαίες προϋποθέσεις και συνθήκες για την εμφάνιση κάθε ιδιαίτερου συστήματος αλληλεπιδρώντων φαινομένων παραμένουν σε όλη την ιστορία του, ενώ η εξαφάνιση ή καταστροφή τους θα ισοδυναμούσε με την καταστροφή του ίδιου του συστήματος, αφού κάθε αυτο-αναπτυσσόμενο σύστημα αλληλεπιδρώντων φαινομένων είναι αναγκαίο να αναπαράγει τις αναγκαίες και καθολικές συνθήκες και προϋποθέσεις για την ύπαρξή του (ή, τουλάχιστον, τη σχέση του με αυτές) με την κίνησή του.

Ανεξάρτητα από το αν κανείς συμφωνεί με την ανάλυση και την κριτική του Βαζιούλιν σε απόψεις όπως οι προαναφερθείσες, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η τοποθέτησή του προσφέρει πράγματι σημαντικές υπηρεσίες στην προσπάθεια να βαθύνει η κατανόηση της σχέσης ιστορικού-λογικού και πλευρές της μπορούν ίσως να ενισχύσουν τις πιο εμβριθείς από τις υπόλοιπες μαρξιστικές πραγματεύσεις του ζητήματος της διαλεκτικής ενότητας της λογικής και ιστορικής μεθόδου έρευνας και έκθεσης.

 

Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ Τ. ΠΑΒΛΟΦ

Η σημασία του προβλήματος της σχέσης λογικού-ιστορικού αναδεικνύεται από την κεντρική θέση που κατέχει στη μαρξιστική βιβλιογραφία περί διαλεκτικής λογικής. Για παράδειγμα, ο Βούλγαρος μαρξιστής φιλόσοφος Τ. Παβλόφ αφιερώνει στο συγκεκριμένο θέμα ένα κεφάλαιο του σημαντικού του έργου Η θεωρία της αντανάκλασης. Το κεφάλαιο φέρει τον τίτλο «Ενότητα της λογικής και ιστορικής μεθόδου έρευνας και έκθεσης». Ήδη από αυτό διαφαίνεται η διαφοροποίηση του Παβλόφ από την τοποθέτηση του Βαζιούλιν, καθώς ο Παβλόφ δεν εστιάζει στην όποια διάκριση της μεθόδου έρευνας και έκθεσης (ζήτημα που μεθοδολογικά αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην προσέγγιση του Βαζιούλιν), αλλά τις πραγματεύεται ενιαία και υπό το ίδιο πρίσμα.

Προτού παραθέσουμε συγκεκριμένες σκέψεις και επιχειρήματα που αναπτύσσει ο Παβλόφ ως προς το ζήτημα, αξίζει να τονιστεί εξαρχής ότι ο σπουδαίος αυτός μαρξιστής φιλόσοφος επιλέγει να πραγματευτεί το ζήτημα συσχετίζοντάς το με το θέμα του ρόλου της πρακτικής στη γνώση και το θέμα της κομματικότητας στη φιλοσοφία. Η συσχέτιση αυτή καταδεικνύει και τη σημασία του ζητήματος, καθώς καθιστά σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα περιφερειακό πρόβλημα που καλούνται να επιλύσουν οι μαρξιστές φιλόσοφοι, αλλά βρίσκεται στον πυρήνα της προβληματικής της υλιστικής διαλεκτικής.

Στον πυρήνα της τοποθέτησης του Παβλόφ βρίσκονται τα εξής τρία σημεία: Ο βαθύς ιστορισμός του περιεχομένου στη λογική μορφή έρευνας και έκθεσης, το πλεονέκτημα της λογικής μορφής έναντι της ιστορικής και η διαλεκτική τους ενότητα.

Ο Παβλόφ επισημαίνει ότι, «[σ]την πραγματικότητα, κάθε θεωρία (“λογική έρευνα”) είναι ιστορικό προϊόν και έχει την αφετηρία της στις πρωταρχικές, χαοτικές, εμπραγματοαισθητηριακές αντιλήψεις και παραστάσεις, δηλαδή στην ουσία κάθε θεωρία είναι ιστορική στο περιεχόμενό της και είναι υποχρεωμένη να παραμένει τέτοια. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ακριβώς θεωρία και όχι ιστορία των πραγμάτων, είναι, όπως έλεγε ο Λένιν για Το Κεφάλαιο, λογική, εφαρμοσμένη σε ξεχωριστό επιστημονικό τομέα, δηλαδή πρέπει να είναι (και είναι) στη μορφή της έρευνας και της έκθεσης λογική»6.

Όπως εξηγεί, «[σ]το βαθμό, λοιπόν, που οι γενικές έννοιες, κατηγορίες και νόμοι, που με τη βοήθειά τους δουλεύει η λογική μορφή (είτε μέθοδος) έρευνας και έκθεσης, είναι αποτέλεσμα της ιστορίας της γνώσης των πραγμάτων (Λένιν) και στο βαθμό που διαμορφώνονται, επαληθεύονται και εξελίσσονται παραπέρα σε οργανική συνάφεια ακριβώς με την πράξη, είναι ξεκάθαρο πως πάλι η πράξη είναι εκείνη που μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα: Πότε ακριβώς μια δοσμένη λογική έρευνα ή έκθεση είναι αντικειμενικά σωστή, πότε δηλαδή συμφωνεί με τα γενικά ιστορικά αποτελέσματα της γνώσης και πότε όχι. Και όταν και στο βαθμό που είναι αντικειμενικά σωστές, το αποτέλεσμα της λογικής μεθόδου δεν αντιφάσκει, παρά συμπέφτει με εκείνο της ιστορίας της γνώσης. Μ’ αυτό ακριβώς το νόημα η λογική μορφή έρευνας και έκθεσης αποδείχνεται και είναι υποχρεωμένη να είναι πάντα από το ίδιο της το περιεχόμενο, από την ίδια της την ουσία ιστοριακή. Ο ιστορισμός της λογικής έρευνας και έκθεσης βρίσκεται γι’ αυτόν το λόγο όχι στη μορφή της, που δε συμπέφτει με την ιστορική μορφή, παρά στην ίδια την επιστημονική της ουσία, στις βαθύτερές της επιστημονικές τάσεις και σημασία. Από εδώ πηγάζει πως, αν τη λογική μέθοδο την ορίσουμε, σύμφωνα με τον Ένγκελς και τον Λένιν, ως “ιστορική”, αλλά σε “αφηρημένη και θεωρητικά συνεπή μορφή”, την ιστορική θα πρέπει να την ορίσουμε ως “λογική με συγκεκριμένη μορφή”. Αυτό σημαίνει πως να γράφει κανείς σε ιστορική μορφή δε θα πει να αρμαθιάζει απλώς με χρονολογική σειρά γεγονότα, αλλά να παρακολουθεί πώς στα ιστορικά γεγονότα, πλούσια σε κάθε είδος συμπτωματικότητες και αποκλίσεις, φανερώνεται ορισμένος κοινωνικός νόμος»7.

Αναπτύσσοντας την τοποθέτησή του, ο Παβλόφ τονίζει στη συνέχεια: «Η θεωρία είναι ιστοριακή στο περιεχόμενο, ανιστοριακή στη μορφή. Η Ιστορία είναι ιστοριακή στη μορφή, είναι όμως θεωρητική στο περιεχόμενο. Η επιστήμη πάλι γενικά, που γι’ αυτή μιλάει ο Μαρξ, είναι ιστοριακή και στη μορφή, και στο περιεχόμενο και ως τέτοια είναι Ιστορία σε τελειωμένη μορφή. Η μορφή της είναι μορφή, που απορρόφησε όλο το επιστημονικό περιεχόμενο, ενώ το ίδιο της το περιεχόμενο είναι πια ολότελα διαμορφωμένο. Μα ως τέτοια η επιστήμη παραμένει απλώς ένα ύψιστο επιστημονικό ιδανικό, ενώ κάθε ρεαλιστική επιστήμη δουλεύει συνήθως και ως ιστορία του αντικειμένου, και ως θεωρία του.»8

Έχοντας ξεκαθαρίσει τα παραπάνω, ο Παβλόφ καταφέρεται εναντίον όσων εκμηδενίζουν τον ιστορισμό τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο, μπερδεύοντάς τον με το χοντροκομμένο εμπειρισμό, τον υποκειμενισμό και το σχετικισμό, επισημαίνοντας ότι στα χέρια τους οι λογικές μορφές μυστικοποιούνται, χάνεται κάθε συνάφεια με την πράξη, με αποτέλεσμα η λογική νόηση να χάνει το λογικό της χαρακτήρα και να ξεπέφτει στο σχολαστικό λογικισμό που προσιδιάζει στον αντικειμενικό ιδεαλισμό.

Αντίστοιχα, καταφέρεται εναντίον όσων φτάνουν στο άλλο άκρο, υποτιμώντας ή και αρνούμενοι πλήρως τη λογική μέθοδο και την επιδίωξη να προσδίδεται ιστορική μορφή σε κάθε γενικοθεωρητική (λογική) έρευνα και έκθεση, καταλήγοντας μάλιστα κάποιοι από αυτούς να θεωρούν ανιστορική κάθε λογική μορφή νόησης. Απέναντι σε αυτούς, ο Παβλόφ υπογραμμίζει ότι τα έργα των Μαρξ, Ένγκελς και Λένιν είναι υποδείγματα εφαρμογής της λογικής μεθόδου, η οποία όχι μόνο δεν αρνείται, αλλά απεναντίας προϋποθέτει βαθύ ιστορικό περιεχόμενο στις λογικές μορφές. Όπως χαρακτηριστικά τονίζει, «όταν ο Λένιν έγραψε τα περίφημα βιβλία του Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία, Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός, Κράτος και επανάσταση, δεν είχαν ακόμη γραφτεί οι επιστημονικές ιστορίες ούτε του κράτους και της προλεταριακής επανάστασης, ούτε της κρίσης της σύγχρονης Φυσικής, ούτε του καπιταλισμού στη Ρωσία. Ο Λένιν όχι μόνο δεν περίμενε να γραφτούν αυτές οι ιστορίες και έπειτα να βγάλει από αυτές “με τη μορφή της απλής επαγωγικής γενίκευσης” τις βασικές θέσεις των βιβλίων του, αλλά, απεναντίας, με τη συγγραφή των τελευταίων συνέβαλε εξαιρετικά πολύ στη σωστή επεξεργασία των ζητημάτων της ίδιας της επιστημονικής ιστορίας σ’ αυτούς και σ’ άλλους τομείς. Και τα τρία αυτά βιβλία, αν και ήταν και ακριβώς επειδή ήταν βαθιά λογικά στη μορφή τους (στη μέθοδό τους), διαδραμάτισαν ρόλο πρωταρχικής σημασίας στην ανάπτυξη της επιστημονικής ιστορίας»9.

Σε αυτήν τη βάση, ο Παβλόφ επισημαίνει ότι «μερικοί διαλεχτικοί υλιστές εργάτες της Φιλοσοφίας εξακολουθούν να μην μπορούν να κατανοήσουν πως είναι πια καιρός η λογική μέθοδος να πάρει ξανά και ολοκληρωτικά τη θέση που δικαιωματικά της ανήκει στην επιστημονική μας (ερευνητική και εκλαϊκευτική) δουλειά»10, συμπληρώνοντας ότι «[ε]ξακολουθούν να υπάρχουν συγγραφείς, ακόμα και διαλεχτικοί υλιστές, που βλέπουν τον ιστορισμό της επιστημονικής νόησης μονάχα ή κυρίως στην ιστορική μορφή και μονάχα ή κυρίως στην αφθονία των ιστορικών παρεκβάσεων και φυσικοεπιστημονικών και άλλων παραδειγμάτων. Τη συγκεκριμενότητα της σκέψης την αναζητούν και την βρίσκουν μόνο ή κυρίως σ’ αυτές τις ιστορικές παρεκβάσεις, στις απεικονίσεις και στα παραδείγματα, ενώ δε βλέπουν και δεν καταλαβαίνουν πως οι απεικονίσεις και τα παραδείγματα αυτά καθεαυτά απέχουν πολύ από το να είναι απόδειξη για τη λογική συγκεκριμενότητα της νόησης»11.

 

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ-ΛΟΓΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Ο Μαρξ, στον επίλογο της 2ης έκδοσης Του Κεφαλαίου, σημειώνει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Ο τρόπος της έκθεσης πρέπει να διαφέρει τυπικά από τον τρόπο της έρευνας. Η έρευνα πρέπει ν’ αφομοιώσει την ύλη στις λεπτομέρειες και ν’ ανακαλύψει τον εσωτερικό τους δεσμό. Μόνο όταν θα έχει τελειώσει αυτή η δουλειά, μπορεί να παρασταθεί όπως πρέπει η πραγματική κίνηση. Κι όταν επιτευχθεί αυτό έτσι που η ζωή της ύλης να καθρεφτίζεται ιδεατά, τότε μπορεί να φαίνεται σα νάχει να κάνει κανείς με ένα a priori [εκ των προτέρων] οικοδόμημα.»12 Σε αυτήν τη βάση, ο Μαρξ επισημαίνει ότι η λογική μορφή της διαλεκτικής, σε αντιδιαστολή με τη μυστικιστική μορφή που της προσέδιδε ο κλασικός γερμανικός ιδεαλισμός, συγκεντρώνει το μένος των αστών ιδεολόγων «γιατί στη θετική αντίληψη αυτού που υπάρχει περικλείνει ταυτόχρονα και την αντίληψη της άρνησής του, του αναγκαίου αφανισμού του, γιατί αντιλαμβάνεται κάθε συντελεσμένη μορφή μέσα στη ροή της κίνησης, επομένως την αντιλαμβάνεται και από την παροδική της πλευρά, γιατί τίποτε δεν μπορεί να της επιβληθεί και γιατί στην ουσία της είναι κριτική κι επαναστατική»13. Από τα παραπάνω συνάγεται η τοποθέτηση του ίδιου του Μαρξ για τη σχέση λογικού-ιστορικού, τόσο ως προς τη μεθοδολογική πλευρά της έρευνάς του όσο και –αυτό, εξάλλου, είναι το κύριο– ως προς την ίδια την ανάπτυξη της πραγματικής κίνησης.

Τα κείμενα που δημοσιεύονται στην ΚΟΜΕΠ και καταπιάνονται με το ζήτημα της συσχέτισης ιστορικού και λογικού μπορούν να συμβάλουν σε μια προσπάθεια αφομοίωσης των σημαντικών πτυχών που αναδεικνύονται από τη συζήτηση των σχετικών τοποθετήσεων για την καλύτερη κατανόηση της συνεπούς μαρξιστικής τοποθέτησης.

Από την άποψη αυτή, από τον πλούτο των τοποθετήσεων αυτών, θα μπορούσε να συναχθεί ότι ο λογικός και ο ιστορικός τρόπος έρευνας συγκλίνουν ως προς το ότι και οι δυο αναπαράγουν σε τελική ανάλυση τη διαδικασία ανάπτυξης από το απλό στο σύνθετο και διαφοροποιούνται ως προς το ότι ο μεν είναι απαλλαγμένος από την ιστορική τυχαιότητα, που εκ των πραγμάτων εκδηλώνεται στην ιστορική κίνηση, και ο δε όχι. Το δεδομένο, σε κάθε περίπτωση, είναι ότι η λογική ανάπτυξη χρειάζεται την ιστορική απεικόνιση, ως τη διαρκή επαφή με την πραγματικότητα.14 Υπό αυτήν την έννοια, είναι προφανές ότι τα επιμέρους ιδιαίτερα γνωρίσματα και νομοτέλειες που εκδηλώνονται τόσο στη λογική όσο και στην ιστορική ανάπτυξη του αντικειμένου της μελέτης όχι μόνο δεν παραγνωρίζονται, αλλά καθίσταται αδύνατη η ίδια η παρακολούθηση τόσο της λογικής όσο και της ιστορικής ανάπτυξης αν δεν καθοδηγείται η μελετητική δουλειά ακριβώς από αυτά.

Μια τέτοια προσέγγιση, εξάλλου, υιοθετεί και ο ίδιος ο Μαρξ, όταν υπογραμμίζει ότι η διαδοχή της ανάλυσης των οικονομικών κατηγοριών (που είναι λογικές μορφές) καθορίζεται από τη μεταξύ τους σχέση στο πλαίσιο της σύγχρονης αστικής κοινωνίας, η οποία είναι ουσιωδώς διαφορετική από τη θέση που παίρνουν ιστορικά οι οικονομικές σχέσεις στη διαδοχή των διάφορων κοινωνικών μορφών.15

Η θεώρηση αυτή, άλλωστε, βρίσκει έρεισμα και στις σχετικές επεξεργασίες του Φρ. Ένγκελς, ο οποίος σημειώνει σχετικά: «Η κριτική της πολιτικής οικονομίας, ακόμα και σύμφωνα με την καινούργια μέθοδο, μπορούσε να γίνει με δύο διαφορετικούς τρόπους: Ιστορικά ή λογικά (…) Η Ιστορία προχωράει συχνά με άλματα και με ζικ-ζακ και, αν θα έπρεπε να την παρακολουθεί κανείς παντού, θα ήταν υποχρεωμένος να συμπεριλάβει όχι μόνο πολύ υλικό δευτερεύουσας σημασίας, αλλά θα έπρεπε να διακόπτει συχνά την πορεία της σκέψης του (…) Έτσι, ο μόνος τρόπος προσέγγισης του ζητήματος που έχει τη θέση εδώ είναι ο λογικός. Αυτός όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο ιστορικός τρόπος απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή και από τις ενοχλητικές συμπτώσεις. Με ό,τι αρχίζει αυτή η ιστορία, μ’ αυτό πρέπει να αρχίσει και η πορεία της σκέψης και η παραπέρα συνέχισή της δε θα είναι τίποτε άλλο, από το καθρέφτισμα της ιστορικής πορείας σε αφηρημένη και θεωρητικά συνεπή μορφή. Ένα διορθωμένο καθρέφτισμα, διορθωμένο όμως σύμφωνα με τους νόμους που μας προσφέρει η ίδια η πραγματική ιστορική πορεία, όπου το καθετί μπορεί να εξεταστεί στο σημείο ανάπτυξης της πλήρους ωριμότητάς του, της κλασικής του μορφής.»16 Συμπληρώνοντας ουσιαστικά την τοποθέτηση αυτή, ο Ένγκελς σημειώνει: «Κατά συνέπεια, θα ήταν ακατόρθωτο και λανθασμένο να ακολουθήσουμε στην ανάλυσή μας τις οικονομικές κατηγορίες με τη σειρά που υπήρξαν καθοριστικές ιστορικά. Αντίθετα, η διαδοχή της ανάλυσής τους καθορίζεται από τη σχέση που έχουν η μία με την άλλη στη σύγχρονη αστική κοινωνία, η οποία είναι ακριβώς η αντίστροφη από εκείνη που εμφανίζεται σαν η φυσική τους σχέση ή από εκείνη που αντιστοιχεί στην ιστορική εξέλιξη.»17

Τα κείμενα που φιλοξενούνται στις σελίδες που ακολουθούν φωτίζουν με διεισδυτικές προσεγγίσεις τις διάφορες πτυχές του ζητήματος της συσχέτισης λογικού και ιστορικού στην κίνηση της νόησης, την πραγματική πορεία της επιστημονικής σκέψης και, ως εκ τούτου, η δημοσίευσή τους αποτελεί σημαντική συμβολή στην προσπάθεια για τη βαθύτερη κατανόησή του.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 39, σελ. 67, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

2. Μ. Μ. Ρόζενταλ, Αρχές διαλεκτικής λογικής, σελ. 157, εκδ. Γκαγκάριν, Αθήνα, 1962.

3. Μ. Μ. Ρόζενταλ, Αρχές διαλεκτικής λογικής, σελ. 182, εκδ. Γκαγκάριν, Αθήνα, 1962.

4. Ε. Β. Ιλιένκοφ, Η διαλεκτική του αφηρημένου και του συγκεκριμένου «Στο Κεφάλαιο» του Κ. Μαρξ, σελ. 195, εκδ. Ακαντεμιζντάτ, Μόσχα, 1960.

5. Βλ. Ε. Β. Ιλιένκοφ, «Λογικό και Ιστορικό», στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ.

6. Τ. Παβλόφ, Η Θεωρία της Αντανάκλασης: Βασικά ζητήματα της διαλεκτικοϋλιστικής γνωσιολογίας (Επιτομή), σελ. 51, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1974.

7. Τ. Παβλόφ, Η Θεωρία της Αντανάκλασης: Βασικά ζητήματα της διαλεκτικοϋλιστικής γνωσιολογίας (Επιτομή), σελ. 57-58, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1974.

8. Ό.π., σελ. 59.

9 . Τ. Παβλόφ, Η Θεωρία της Αντανάκλασης: Βασικά ζητήματα της διαλεκτικοϋλιστικής γνωσιολογίας (Επιτομή), σελ. 59-60, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1974.

10. Ό.π., σελ. 60.

11. Ό.π., σελ. 62.

12. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 25, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

13. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, σελ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

14. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 374, (Παράρτημα ΙΙ, Φρ. Ένγκελς, «Η “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας” του Καρλ Μαρξ»), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010.

15. Ό.π., σελ. 349, (Παράρτημα Ι, «Εισαγωγή στην “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας”»).

16. Κ. Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, σελ. 370-371, (Παράρτημα ΙΙ, Φρ. Ένγκελς, «Η “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας” του Καρλ Μαρξ»), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010.

17. Ό.π., σελ. 349, (Παράρτημα Ι, «Εισαγωγή στην “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας”»).