Εισαγωγικό σημείωμα


Το άρθρο του Michael Kubi δημοσιεύεται ως συνέχεια του αφιερώματος στα 200 χρόνια από τη γέννηση του Φρ. Ένγκελς (1820-1895). Αποτελεί μια αξιόλογη συμβολή σε μια προσπάθεια με στόχο αφενός να ενισχυθεί το ιδεολογικό μέτωπο στο πεδίο της φιλοσοφίας, εμβαθύνοντας σε νέα ζητήματα που αναδύονται και από την ανάπτυξη των επιστημών και αφετέρου να απαντηθούν πλευρές της διαχρονικά ασίγαστης προσπάθειας των ιδεολόγων της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού να επιτεθούν στο μαρξισμό και δη στην υλιστική διαλεκτική. Επίσης, συμβάλλει να καταδειχτεί η σημασία και η ανάγκη ώστε η νέα βάρδια της εργατικής τάξης, που η επιστημονικά ειδικευμένη εργασία της γίνεται αντικείμενο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, να αφομοιώσει τη μαρξιστική φιλοσοφία, προκειμένου να μπορεί να δει πώς μπορεί με την επιστημονική της γνώση και τη δράση της να συμβάλει στο στόχο της απελευθέρωσης της κοινωνίας και της επιστήμης από τα δεσμά της κεφαλαιοκρατίας, στην κομμουνιστική προοπτική.

Η Διαλεκτική της φύσης του Φρ. Ένγκελς αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη έργα της μαρξιστικής φιλοσοφίας, έστω κι αν ο συγγραφέας του δεν μπόρεσε να το ολοκληρώσει, μιας και δεν του το επέτρεψαν τα επαναστατικά καθήκοντά του, στα πρώτα βήματα ωρίμανσης του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος. Μαζί με το Αντι-Ντύρινγκ και το Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας αποτελούν βασικά έργα με τα οποία οι θεμελιωτές του μαρξισμού απέδειξαν ότι η ιστορική ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, ως μέρος της ιστορικά αναπτυσσόμενης κοινωνικής πρακτικής και μέσω αυτής, επιβεβαιώνει τη διαλεκτική ανάπτυξη όλων των προτσές της υλικής, φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Ο Λένιν, με τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, αλλά και τα Φιλοσοφικά Τετράδια, καθώς και με πολλά άλλα έργα και κείμενά του, συνέχισε σε αυτό το δρόμο, σε νέες φάσεις ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, αλλά και σε νέες συνθήκες κοινωνικής ανάπτυξης γενικά. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή ακριβώς η διάσταση των έργων αυτών έχει αποτελέσει αντικείμενο σφοδρής επίθεσης ήδη από τα χρόνια της έκδοσής τους. Το γεγονός ότι τόσο ο κόσμος όσο και η γνώση μας γι’ αυτόν αναπτύσσονται διαλεκτικά αποτελεί λυδία λίθο για το σύγχρονο υλισμό και τη στέρεα βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται η μαρξιστική θεώρηση για τη νομοτέλεια της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού από την εργατική τάξη που, παίρνοντας την εξουσία στα χέρια της, θα ανοίξει το δρόμο για την κομμουνιστική κοινωνία.

Πλευρές αυτής της συνεχιζόμενης επίθεσης επιχειρεί να απαντήσει το άρθρο που δημοσιεύεται στις επόμενες σελίδες της ΚΟΜΕΠ. Με δεδομένο ότι η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης θέτει συνεχώς νέες προκλήσεις σε όποιον επιχειρεί να γενικεύσει τα συμπεράσματα που απορρέουν από αυτή, οι τοποθετήσεις και η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει ο συγγραφέας έχουν ενδιαφέρον, ιδίως για κάποιον που επιχειρεί τα πρώτα του βήματα σε αυτά τα μονοπάτια σκέψης.

Το άρθρο ξεχωρίζει για τη μαχητικότητά του, για τη συνεπή δέσμευση του συγγραφέα στο θεμελιώδες ζήτημα της διαλεκτικής ανάπτυξης της αντικειμενικής πραγματικότητας στα πεδία που αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης από τις διάφορες φυσικές επιστήμες, αλλά και για τον εύστοχο τρόπο με τον οποίο επιχειρείται να συνδεθούν τα ζητήματα που πραγματεύεται με τη διαπάλη με το σύγχρονο ανορθολογισμό και διάφορα ρεύματα σκέψης στα οποία επενδύει η αστική τάξη, με διακριτό το ρόλο και τη συμβολή του οπορτουνισμού, στη σύγχρονη ιδεολογική επίθεση που εξαπολύει με στόχο την αποτροπή της επαναστατικής ανασύνταξης του εργατικού κινήματος (π.χ. κονστρουκτιβισμός, μεταμοντερνισμός, μεταδομισμός κ.ά.). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί να αντικρούσει την επίθεση στο μαρξισμό με άξονα το ρόλο της εργασίας στην πρώιμη ιστορία της ανάπτυξης του ανθρώπινου είδους και της κοινωνικής δραστηριότητας.

Ο συγγραφέας καταβάλλει αξιόλογη προσπάθεια να διατηρήσει ένα υψηλό επίπεδο εκλαΐκευσης, ώστε το κείμενο να είναι προσβάσιμο και σε αναγνώστες που δεν έχουν εξειδικευμένες γνώσεις επί των θεμάτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την απόλυτη ακρίβεια και τις απαιτήσεις αναγνωστών που είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με τα αντίστοιχα επιστημονικά πεδία. Έτσι, σε κάποια από τα επιχειρήματα που αναπτύσσει, επικαλούμενος παραδείγματα από τη σύγχρονη επιστήμη και την ιστορία της στην ενότητα «Η φύση είναι διαλεκτική», θα μπορούσε να υπάρξει αντίλογος, είτε με βάση την επιστημονική γνώση που έχει πλέον κατακτηθεί στα αντίστοιχα πεδία είτε από τη σκοπιά τού αν μπορούν να στηρίξουν τη φιλοσοφική γενίκευση που επιχειρεί ο συγγραφέας. Αντίστοιχα, ισχύει και για κάποια από τα επιχειρήματα που αναπτύσσει στην ενότητα «Άνθρωπος και εργασία», ιδίως σε ό,τι αφορά ζητήματα που αποτελούν πεδίο διεπιστημονικής διερεύνησης, όπως, π.χ., ζητήματα που αφορούν την ανάπτυξη της γλώσσας και της δραστηριότητας του ανθρώπου, για τα οποία, πέραν της βιολογίας και των νευροεπιστημών, έχουν πολλά να πουν η ψυχολογία και άλλες επιστήμες. Οι επισημάνσεις αυτές δεν αναιρούν την αξία της επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει ο συγγραφέας, που στο βασικό της άξονα είναι εύστοχη και αποδεικτική, όπως εύστοχα είναι και τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει. Ας σημειωθεί, ακόμα, ότι αρκετά από τα ζητήματα που τίθενται στο άρθρο παραμένουν ανοικτά στην ιστορική επιστημονική διερεύνηση.

Η προσέγγιση που υιοθετεί ο συγγραφέας συμβαδίζει με τον τρόπο που πραγματεύονται αντίστοιχα θέματα αρκετοί από τους μαρξιστές που καταπιάστηκαν με φιλοσοφικά ζητήματα που προκύπτουν από την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης στα πεδία των φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας. Τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στη ΓΛΔ και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η φιλοσοφική συζήτηση για τέτοια ζητήματα αποτελούσε μέρος της προσπάθειας ανάπτυξης του μαρξισμού-λενινισμού, στην οποία αντανακλώνται και όλες οι δυσκολίες και οι αντιφάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στις διάφορες φάσεις της. Ο αναγνώστης της ΚΟΜΕΠ μπορεί να ανατρέξει τόσο στο κείμενο του Ε. Β. Ιλιένκοφ «Σχετικά με την κατάσταση στη φιλοσοφία», που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 5 του 2016, για να δει πλευρές του σχετικού προβληματισμού, όσο και στο άρθρο «Ο μεθοδολογικός ρόλος του προβλήματος του ιστορικού και του λογικού στις συγκεκριμένες επιστήμες» του Β. Α. Βαζιούλιν, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 4 του 2019, για να δει τη σημασία που έχει η μελέτη της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης στα διάφορα πεδία των φυσικών επιστημών υπό το πρίσμα της υλιστικής διαλεκτικής, ως προς την προοπτική της περαιτέρω ανάπτυξης των ίδιων των επιστημονικών πεδίων. Μέρος της ίδιας συζήτησης αποτελεί και το άρθρο «Ο Μαρξ και η ενότητα της επιστήμης, φυσικής και κοινωνικής» του Μπ. Μ. Κεντρόφ, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 3 του 2018. Σε ό,τι αφορά ζητήματα τεχνολογίας, ιδιαίτερο ενδιαφέρον από την άποψη αυτή έχει και το άρθρο του Β. Ντ. Πιχόροβιτς «Για την ιστορία του πολιτικοοικονομικού Θερμιδώρ στην ΕΣΣΔ», που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1 του 2018, με πολλές από τις πλευρές που αναδεικνύονται σε αυτό να είναι εξαιρετικά επίκαιρες, στο φόντο της συζήτησης και της διαπάλης περί των προοπτικών της λεγόμενης «4ης βιομηχανικής επανάστασης».

Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά και τα εισαγωγικά σημειώματα που τα συνοδεύουν, ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ίσως ότι ο συγγραφέας του άρθρου που δημοσιεύεται στις επόμενες σελίδες φαίνεται να έχει επηρεαστεί ως ένα βαθμό από θεωρήσεις που έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από σημαντικούς μαρξιστές φιλοσόφους. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται να συσχετίζει ο Kubi την ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας με την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης (και, αντίστοιχα, τη φιλοσοφία της επιστήμης με τη φιλοσοφία εν γένει) μοιάζει να απηχεί κάποια από τα προβλήματα τα οποία ο Ιλιένκοφ εντοπίζει ως παράγοντες που αναστέλλουν τη δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού-λενινισμού στο πεδίο της φιλοσοφίας. Αντίστοιχα, στις σκέψεις που αναπτύσσει ο Kubi για το ζήτημα της ταξικότητας στην επιστήμη, παρότι αναφέρεται στην διαλεκτική αλληλεπίδραση επιστήμης και κοινωνίας, εστιάζει κυρίως στην αξιοποίηση της επιστήμης από τις άρχουσες τάξεις. Έτσι όμως δεν αποδίδεται ολοκληρωμένα η επίδραση του κοινωνικοοικονομικού πλαισίου εντός του οποίου αναπτύσσεται η επιστημονική γνώση, όχι μόνο στην αξιοποίησή της, αλλά και στο περιεχόμενο, τη μορφή και τον προσανατολισμό της ανάπτυξής της.

Η τοποθέτηση του συγγραφέα σε ορισμένα ζητήματα που άπτονται της φιλοσοφίας και της ιστορίας της (π.χ. στην κριτική του στον εμπειρισμό ή τη σχέση μεταξύ ιδεαλισμού και μεταφυσικής, στις διάφορες εκφράσεις τους κ.ά.) είναι κάπως μονοδιάστατη και ίσως απλουστευτική. Ενδεχομένως να πρόκειται για απόρροια της προσπάθειάς του να καταστήσει το κείμενο προσβάσιμο σε κοινό που δεν έχει ιδιαίτερη τριβή με τη σχετική προβληματική. Όμως δεν κατορθώνει να αντιτάξει στις θεωρήσεις στις οποίες ασκεί –εύστοχη κατά τα λοιπά– κριτική όλη τη δυναμική που μπορεί να αντιπαραβάλλει ο μαρξισμός-λενινισμός. Ως ένα βαθμό, ίσως επιδρά και το γεγονός ότι κάποιοι από τους συγγραφείς, στους οποίους επιχειρεί να στηριχτεί (όπως προκύπτει από τις αξιοποιούμενες παραπομπές), δεν τοποθετούνται από τις θέσεις του μαρξισμού.

Σε επόμενα τεύχη της ΚΟΜΕΠ θα συνεχίσουμε τη δημοσίευση άρθρων που καταπιάνονται με πλευρές της σύγχρονης ανάπτυξης των φυσικών επιστημών και τη σχετική φιλοσοφική διαπάλη, αναδεικνύοντας κι άλλες πτυχές, ιδιαίτερα σε συνθήκες που τα επιτεύγματα και οι ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, η αξιοποίησή τους αλλά και η αμφισβήτησή τους, γίνονται όλο και περισσότερο μέρος της ατζέντας της ευρύτερης πολιτικής συζήτησης.