Στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ δημοσιεύουμε αποσπάσματα από δύο κορυφαία έργα του Β. Ι. Λένιν, «Τι να κάνουμε;» και «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», που παρότι γραμμένα περισσότερο από 100 χρόνια πριν, αποτελούν τη μεθοδολογική αφετηρία για την επίκαιρη διαπάλη με την αστική ιδεολογία και πολιτική και τις διάφορες εκφράσεις του σύγχρονου υποκειμενικού ιδεαλισμού.
Το έργο «Τι να κάνουμε;» γράφεται από τον Λένιν τα χρόνια 1901-1902, όταν στους κόλπους του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ) μαίνεται διαπάλη για το χαρακτήρα του Επαναστατικού Κόμματος ως συνένωσης της επαναστατικής θεωρίας με την επαναστατική δράση.
Ο Λένιν χρειάστηκε να συγκρουστεί με απόψεις που θεωρούσαν ότι η δράση του επαναστατικού κόμματος περιορίζεται μόνο στην ανάδειξη των συνεπειών της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και στη ζύμωση αντίστοιχων διεκδικήσεων∙ αντιλήψεις που αποθέωναν το αυθόρμητο στοιχείο στο εργατικό κίνημα και υποβάθμιζαν τη σημασία που έχει η προσπάθεια του επαναστατικού κόμματος να μετασχηματίσει την αυθόρμητη αντίδραση και συνείδηση του κινήματος σε ολοένα και πιο συνειδητή στόχευση της πραγματικής αιτίας, δηλαδή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, σε πιο συνειδητή δράση με βάση τους νόμους της ταξικής πάλης και σε πιο συνειδητή γνώση του τελικού στόχου του αγώνα του προλεταριάτου για την κατάκτηση της εξουσίας.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στο απόσπασμα με τίτλο «Τρεϊντ-γιουνιονιστική και σοσιαλδημοκρατική πολιτική»: «Η σοσιαλδημοκρατία», μιλώντας εκείνη την εποχή στη Ρωσία για το επαναστατικό Κόμμα, «καθοδηγεί τον αγώνα της εργατικής τάξης όχι μόνο για να πετύχει πιο ευνοϊκούς όρους πούλησης της εργατικής δύναμης, αλλά και για την κατάργηση του κοινωνικού καθεστώτος που αναγκάζει τους άπορους να πουλιούνται στους πλούσιους. Η σοσιαλδημοκρατία δεν αντιπροσωπεύει την εργατική τάξη στις σχέσεις της μόνο προς μια ορισμένη ομάδα εργοδοτών, αλλά και στις σχέσεις της προς όλες τις τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας, στις σχέσεις της προς το κράτος σαν οργανωμένη πολιτική δύναμη. Γι’ αυτό είναι ευνόητο, ότι οι σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο δεν μπορούν να περιορίζονται στην οικονομική πάλη, αλλά και δεν μπορούν να δεχτούν η οργάνωση οικονομικών αποκαλύψεων να αποτελεί την κύρια δράση τους. Πρέπει να καταπιαστούμε δραστήρια με την πολιτική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης, με την ανάπτυξη της πολιτικής της συνείδησης.»
Σε αυτή τη βάση αναδεικνύει την ανάγκη συνδυασμένης αξιοποίησης όλων των μορφών της ταξικής πάλης (οικονομική, πολιτική και ιδεολογική) στο εργατικό κίνημα, ως όρο για την πολιτική και ιδεολογική ωρίμανσή του. Δείχνει την καθοριστική σημασία της επαναστατικής θεωρίας σε αυτήν την κατεύθυνση και αντιπαρατίθεται με αντιλήψεις που υποστηρίζουν ότι η επαναστατική θεωρία δεν αφορά το εργατικό κίνημα. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε: «Το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι, είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος όρος δεν υπάρχει (γιατί η ανθρωπότητα δεν έχει επεξεργαστεί καμιά “τρίτη” ιδεολογία· και γενικά, σε μια κοινωνία που σπαράζεται από ταξικές αντιθέσεις, δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ εξωταξική ή υπερταξική ιδεολογία). Για τον λόγο αυτό κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση απ’ αυτήν σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας».
Τα παραπάνω αναδεικνύονται ιδιαίτερα στο απόσπασμα με τίτλο «Ο Ένγκελς για τη σημασία της θεωρητικής πάλης» όπου ο Λένιν σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα. Ό,τι κι αν πει κανείς γι’ αυτή τη σκέψη δε θα ήταν αρκετό, σε μια εποχή που μαζί με το κήρυγμα του οπορτουνισμού, που έχει γίνει της μόδας, συμβαδίζει η έλξη προς τις πιο στενές μορφές πραχτικής δράσης.»
Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα ιδιαίτερα σήμερα που οι ανάγκες της ιδεολογικής πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική, αποκτούν αναβαθμισμένο χαρακτήρα και περιεχόμενο.
Σε αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερη σημασία έχει το έργο του Λένιν «Υλισμός και εμπειριοκριτικισμός», που δίνει τη μεθοδολογική βάση για την αντιπαράθεση σε αντιδραστικές θεωρίες υποκειμενικού ιδεαλισμού, που είχαν εκείνη την εποχή ενστερνιστεί ακόμα και μπολσεβίκοι. Γράφεται στα χρόνια που ακολούθησαν την ήττα της αστικής επανάστασης του 1905 και αποτελεί μάχη ενάντια στην αντιδραστική επίθεση που είχε πλήξει και το ιδεολογικό και γνωσιολογικό πεδίο. Όπως έγραφε ο Λένιν στον Γκόρκι, που είχε επηρεαστεί από τις συγκεκριμένες θεωρίες, δεν ήταν μια μάχη με «θεωρητικές λεξούλες», αλλά μια μάχη για να μη «μολυνθεί» το «μυαλό» του Κόμματος. Παράλληλα, δεν έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον Πλεχάνοφ να εμφανίζεται ως ο υπερασπιστής και συνεχιστής του έργου των Μαρξ και Ένγκελς, αλλά αυτόν το ρόλο να τον αναλάμβανε ο μπολσεβικισμός.
Το απόσπασμα με τίτλο «Πώς αναιρούσαν μερικοί “μαρξιστές” τον υλισμό το 1908 και πώς τον αναιρούσαν μερικοί ιδεαλιστές το 1710», που αποτελεί και την εισαγωγή του συνολικού έργου, δίνει μια διεξοδική περιγραφή και αντιπαράθεση με την ιστορική συνέχεια του υποκειμενικού ιδεαλισμού από τον ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ τον 18ο αιώνα έως και την εποχή του Λένιν.
Είναι ένα πολύ χρήσιμο απόσπασμα, βοηθητικό και για την αντιπαράθεση με τις σύγχρονες εκφάνσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού, όπως το μεταμοντέρνο, ο ατομικός δικαιωματισμός, ο αυτοπροσδιορισμός και οι θεωρίες του «κοινωνικού φύλου». Φυσικά στην εισαγωγή του Λένιν δεν θα βρει ο αναγνώστης τη διαπάλη με τις σημερινές παραλλαγές του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Θα βρει όμως τη μέθοδο και την ιστορική αντιπαράθεση με αυτό το ρεύμα του ιδεαλισμού και τον αγνωστικισμό, που είναι απαραίτητη για τη βαθύτερη και αποτελεσματικότερη διαπάλη με τις σύγχρονες μεταμορφώσεις του.