Εισήγηση* του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ: Για το περιεχόμενο του Γ2 Τόμου του Δοκιμίου Ιστορίας (Περίοδος 1967- 1974)


Η Κεντρική Επιτροπή σήμερα συζητά ολοκληρωμένα την περίοδο ιστορίας του Κόμματος που σχετίζεται με την 7χρονη στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα (1967-1974).

Μέχρι τώρα, τμηματικά έχουν γίνει οι εξής συζητήσεις:

  1. Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Ιούνη του 2011 είχε εγκρίνει τον τότε Β΄ Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, που περιλάμβανε το κεφάλαιο 3.Β.12, όπου δινόταν ο χαρακτήρας και οι αιτίες επιβολής της δικτατορίας, καθώς και τα κεφάλαια 3.Β.19 και 3.Β.20, που αναφέρονταν στην υπονόμευση του ΚΚΕ από την οπορτουνιστική ομάδα μέσω της ΕΔΑ την περίοδο από τη 10η έως τη 12η Ευρεία Ολομέλεια, το Φλεβάρη του 1968, όπου έγινε η διάσπαση του Κόμματος.
  2. Ορισμένα ζητήματα αναφορικά με τις αιτίες επιβολής και το χαρακτήρα της στρατιωτικής δικτατορίας, με πλευρές της ιδεολογίας της και της οικονομικής της πολιτικής, αλλά και της στρατηγικής του Κόμματος συζητήθηκαν στο Πολιτικό Γραφείο με αφορμή την έκδοση του Τμήματος Ιστορίας Δικτατορία 1967-1974, που κυκλοφόρησε στην επέτειο των 40 χρόνων από την πτώση της δικτατορίας, το 2014.
  3. Πιο ολοκληρωμένα για τα παραπάνω θέματα η Κεντρική Επιτροπή συζήτησε το 2017, διαμορφώνοντας την Ανακοίνωση για τα 50 χρόνια από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας.
  4. Το 2019, στα 45 χρόνια από την πτώση της δικτατορίας, κυρίως το Πολιτικό Γραφείο, αλλά και την Κεντρική Επιτροπή απασχόλησε η διαμόρφωση της Εισαγωγής για την έκδοση των Πρακτικών της 18ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (24 Ιούνη - 2 Ιούλη 1973). Πρόκειται για την Ολομέλεια αλλαγής του Γραμματέα της ΚΕ και προετοιμασίας του 9ου Συνεδρίου του Κόμματος.

 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ Γ2 ΤΟΜΟΥ ΤΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ

Από το 2018 κι έπειτα, οπότε στην επέτειο των 100 χρόνων του Κόμματος κυκλοφόρησαν οι τόμοι Α1, Α2, Β1 και Β2 του Δοκιμίου Ιστορίας του Κόμματος που αφορούσαν την περίοδο 1918-1949, τέθηκε ο στόχος της αναμόρφωσης και συμπλήρωσης του παλιού Β΄ Τόμου του Δοκιμίου (1949-1968), με τρόπο που να περιλαμβάνει και την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας. Καταλήξαμε στο να διαμορφωθούν 2 τόμοι, ο ένας για την περίοδο 1949-1967 και ο άλλος για την περίοδο 1967-1974. Έτσι, το 2020 εκδόθηκε ο Τόμος Γ1 για την περίοδο 1949-1967, απαλλαγμένος από τις εκτεταμένες αναφορές του παλιού Β΄ Τόμου σε προηγούμενες περιόδους (που ήταν απαραίτητες, αφού δεν είχαν κυκλοφορήσει οι 4 τόμοι της περιόδου 1918-1949) και απ’ ό,τι περιλάμβανε για την περίοδο από την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας έως τη διάσπαση του Κόμματος. Ο Γ1 Τόμος στηρίχτηκε σε σημαντικό βαθμό στις υπάρχουσες επεξεργασίες του παλιού Β΄ Τόμου, γι’ αυτό και δε συζητήθηκε στην ΚΕ.

Η ιστορική έρευνα για τη συγγραφή του Γ2 Τόμου στηρίχτηκε στα πορίσματα των προηγούμενων επεξεργασιών και στο υλικό της έκδοσης Δικτατορία 1967-1974, καθώς και σε άρθρα που έχουν δημοσιευτεί τα προηγούμενα χρόνια στην Κομμουνιστική Επιθεώρηση με αντίστοιχο περιεχόμενο. Ταυτόχρονα, διερευνήθηκαν και νέα ζητήματα, τα οποία επισημάναμε στα περιεχόμενα του Τόμου, για τη διευκόλυνση του διαβάσματος των μελών της ΚΕ και της ΚΕΟΕ.

 

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΟΔΗΓΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ

Το προτεινόμενο Δοκίμιο σημειώνει ότι οι βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη στρατιωτική δικτατορία πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στους κόλπους του μετεμφυλιακού αστικού πολιτικού συστήματος, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά από τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κυρίως με την επαναφορά της βασιλείας και την ενσωμάτωση όλων των εθνικιστικών ένοπλων οργανώσεων στο αστικό κράτος και στη λειτουργία του αστικού πολιτικού συστήματος.

Όπως τεκμηριώνεται στους Β2 και Γ1 Τόμους του Δοκιμίου, η μεταπολεμική στερέωση της αστικής εξουσίας βασίστηκε στην ένοπλη καταστολή του εργατικού-λαϊκού κινήματος με τη βοήθεια και των διεθνών συμμάχων της αστικής τάξης. Η άρχουσα τάξη, προκειμένου να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και στη συνέχεια το ΔΣΕ, κινητοποίησε όλες τις δυνάμεις της, πρωταρχικά το στρατό και τους άλλους κατασταλτικούς κρατικούς μηχανισμούς (αστυνομία, χωροφυλακή, ΤΕΑ κλπ.), τις «παρακρατικές οργανώσεις», την αστική Δικαιοσύνη κ.ά. Ταυτόχρονα, όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, παρά τις μεταξύ τους διαφορές, είχαν συνταχτεί στο στόχο της ήττας του ΔΣΕ, με κοινή σημαία τους τον αντικομμουνισμό και με προεξάρχοντα το ρόλο του Παλατιού.

Ωστόσο, ο θεσμικός ρόλος της βασιλείας, που στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια αποτέλεσε μια ακόμα ασφαλιστική δικλείδα προστασίας της καπιταλιστικής εξουσίας, σταδιακά έπαψε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στις προτεραιότητές της στις συνθήκες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μια σειρά από αρμοδιότητες του Παλατιού, και ειδικότερα η δυνατότητά του να παρεμβαίνει στο σχηματισμό κυβερνήσεων και να ελέγχει το στρατό, έρχονταν σε αντίθεση, ακόμα και σε σύγκρουση, με την αστική κυβερνητική λειτουργία. Συνολικότερα, το διαμορφωμένο μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα γινόταν παρωχημένο απέναντι στην ανάγκη ομαλής χειραγώγησης και ενσωμάτωσης των εργατικών-λαϊκών μαζών.

Έτσι, τη δεκαετία του 1950 και περισσότερο τη δεκαετία του 1960 μέσα στους κόλπους της αστικής τάξης και των αστικών πολιτικών δυνάμεων αναπτύσσονταν τάσεις υπέρ του εκσυγχρονισμού του αστικού κράτους και του αστικού πολιτικού συστήματος. Οι αστικές κυβερνήσεις των Κ. Καραμανλή και Γ. Παπανδρέου, κατά τη δεκαετία του 1960, επιδίωξαν ορισμένους εκσυγχρονισμούς που αφορούσαν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητες της κυβέρνησης και του βασιλιά, επιχειρώντας να περιορίσουν το ρόλο του τελευταίου, ειδικά σε σχέση με τον έλεγχο του στρατού.

Στις κινήσεις αυτές δεν εναντιώθηκαν πάντα οι διεθνείς σύμμαχοι της αστικής τάξης, ειδικότερα ο αμερικανικός παράγοντας. Ταυτόχρονα, όμως, συνάντησαν τη σθεναρή αντίσταση του Παλατιού, με αποτέλεσμα να οξυνθούν οι προϋπάρχουσες αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά κόμματα και στο Παλάτι, που πραγματοποιούσε συμμαχίες πότε με το ένα και πότε με το άλλο κόμμα, ενώ άμεσα και άλλοτε έμμεσα ανέτρεπε με τους συμμάχους του και κυβερνήσεις.

Το Παλάτι, επίσης, ήταν φορέας του κυρίαρχου ωμού αντικομμουνισμού και της αντίστοιχης βίας, αντανακλώντας την αντίδραση της αστικής τάξης στον κίνδυνο απώλειας της εξουσίας της κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940. Ο μεταπολεμικός αντικομμουνισμός λάμβανε πολλές μορφές, από το θεσμικό αντικομμουνισμό των διώξεων της κομμουνιστικής δράσης και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων έως και την εκτεταμένη δράση των ανεπίσημων κατασταλτικών μηχανισμών του αστικού κράτους (παρακρατικών) και τη μαζική, όσο και χυδαία αντικομμουνιστική προπαγάνδα.

Από ένα σημείο κι έπειτα, ο ωμός αντικομμουνισμός δεν ευνοούσε την ενσωμάτωση ευρύτερων εργατικών-λαϊκών δυνάμεων στην αστική εξουσία και επομένως τη στερέωσή της. Γινόταν πλέον αναπόσπαστο τμήμα του φαύλου κύκλου απαξίωσης των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Έτσι, τμήμα των αστών πολιτικών, κυρίως των λεγόμενων «κεντρώων», άρχισε να αποστασιοποιείται από το χυδαίο αντικομμουνισμό, αν και παρέμενε βέβαια εξίσου αντικομμουνιστικό, συνεπές σε κάθε απόπειρα αμφισβήτησης και, πολύ περισσότερο, ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας.

Μέσα στο ίδιο πλαίσιο, πεδίο ενδοαστικής αντιπαράθεσης αποτέλεσαν η λειτουργία και τα όρια δράσης των παρακρατικών οργανώσεων, αν και το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων τις είχε αντιμετωπίσει μεταπολεμικά ως απαραίτητο συμπλήρωμα της επίσημης κρατικής καταστολής και ως σημαντικό εργαλείο εκφοβισμού του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Ωστόσο, στην πάροδο του χρόνου, η δράση των παρακρατικών οργανώσεων αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα για την ενσωμάτωση των εργατικών-λαϊκών μαζών, ενώ περαιτέρω πρόβλημα δημιούργησε και η χρησιμοποίησή τους στο πλαίσιο των ενδοαστικών αντιθέσεων.

Την ίδια περίοδο, οι διεθνείς σύμμαχοι της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας, με προεξάρχοντες το Ηνωμένο Βασίλειο και κυρίως τις ΗΠΑ, εκμεταλλευόμενοι τη συνεισφορά τους στη διάσωση της ελληνικής καπιταλιστικής εξουσίας, συνέχιζαν να επιδρούν σε θεσμούς του αστικού κράτους και στο παρακράτος, επιδιώκοντας την προώθηση της εξωτερικής τους πολιτικής στη γεωπολιτικά κρίσιμη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Όμως, από ένα σημείο κι έπειτα, η στερέωση της εγχώριας καπιταλιστικής εξουσίας ενδυνάμωσε εκείνη τη μερίδα των αστικών πολιτικών δυνάμεων που επιδίωκαν μια εξωτερική πολιτική η οποία, δίχως να αμφισβητεί τους βασικούς διεθνείς συμμάχους της καπιταλιστικής εξουσίας, θα ήταν περισσότερο αυτονομημένη από το σύνολο των επιδιώξεών τους, προτάσσοντας κυρίως όσους εξυπηρετούσαν την αναβάθμιση του ελληνικού κεφαλαίου.

Το γεγονός αυτό αναμφίβολα συνδεόταν με τους αντίπαλους σχεδιασμούς της ελληνικής και της τουρκικής αστικής τάξης στην περιοχή και στον προνομιακό τρόπο που αντιμετωπιζόταν η Τουρκία από το ΝΑΤΟ εξαιτίας του κρίσιμου γεωπολιτικού ρόλου της, τόσο στη διεθνή αντιπαράθεση καπιταλισμού-σοσιαλισμού όσο και στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Υπενθυμίζουμε ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 είχαν εκδηλωθεί αστικές ενστάσεις, επικεντρωμένες κυρίως στην απαίτηση εξασφάλισης σημαντικότερων ανταλλαγμάτων για την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ (1952) και για τη συμφωνία εγκατάστασης αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα (1953), κυρίως για τη μη αποθήκευση πυρηνικών. Οι ενστάσεις αυξήθηκαν σε συνθήκες που όλο και περισσότερα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης, εκμεταλλευόμενα τη μεταπολεμική καπιταλιστική τους ανάπτυξη, διαχωρίζονταν έως ένα βαθμό από την αμερικανική εξωτερική πολιτική και επιδίωκαν να διαμορφώσουν ένα διακριτό ιμπεριαλιστικό κέντρο.

Ενδεικτικά, το 1957 συγκροτήθηκε η ΕΟΚ και την επόμενη χρονιά ο Ντε Γκολ απαίτησε από το Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ την αναβάθμιση της Γαλλίας στο πλαίσιο της ΝΑΤΟϊκής διοίκησης. Τμήμα της αυτονόμησης της εξωτερικής πολιτικής κυρίως ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών αποτελούσε και η αύξηση των εμπορικών τους σχέσεων με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, δίχως αυτό να σήμαινε και παύση των υπονομευτικών ενεργειών εναντίον τους.

Οι διεθνείς εξελίξεις ανατροφοδότησαν και τις ενδοαστικές αντιθέσεις για την εξωτερική πολιτική του αστικού κράτους, οδηγώντας και στην κλιμάκωση της αντίθεσης μερίδας της αστικής τάξης με τις προτεραιότητες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Φυσικά, το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων συνέχιζε να βλέπει το μέλλον του αστικού κράτους συνυφασμένο με την ένταξή του τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΟΚ, αλλά ταυτόχρονα συνυπήρχαν και οξείες διαμάχες αναφορικά με τους όρους της συμμαχίας με τις δύο διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις και με την προτεραιότητά τους.

Παράλληλα, το Κυπριακό αποτελούσε μόνιμο «αγκάθι». Η ελληνική καπιταλιστική εξουσία είχε εγκαταλείψει το σύνθημα της Ένωσης, υπολογίζοντας την αντίδραση της συμμάχου Μ. Βρετανίας, γεγονός που τροφοδοτούσε αντιδράσεις σε Ελλάδα και Κύπρο και σχέδια διχοτόμησης και διπλής ένωσης, που στρέφονταν εναντίον των κυπριακών δυνάμεων που διεκδικούσαν ανεξαρτησία.

Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη προσανατολίστηκε στη λύση της ανεξαρτησίας, ως μόνης ικανής να διαφυλάξει την εξουσία της, και παράλληλα προχώρησε σε ανοίγματα προς την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, οι οποίες δεν επιθυμούσαν τη μετατροπή της Κύπρου σε ΝΑΤΟϊκό ορμητήριο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ελληνική αστική τάξη επιθυμούσε, από τη μια πλευρά, να διατηρήσει τις διεθνείς της συμμαχίες και, από την άλλη, να περιφρουρήσει το ρόλο της στην Κύπρο και να μην έρθει σε ρήξη με την ελληνοκυπριακή αστική τάξη. Το καθήκον αυτό αποδείχτηκε ιδιαίτερα σύνθετο, αναζωπυρώνοντας τις ενδοαστικές αντιθέσεις στην εξωτερική πολιτική.

Σε αυτές τις συνθήκες των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, επιδιώκοντας τον εκσυγχρονισμό του αστικού κράτους και την αναβάθμιση της θέσης της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, άρχισαν να διαμορφώνονται σχέδια για την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας, τόσο από κύκλους του Παλατιού και των αστικών πολιτικών κομμάτων όσο και από κύκλους της στρατιωτικής ιεραρχίας. Οι τελευταίοι στοιχίζονταν με τα μεν ή τα δε αλληλοσυγκρουόμενα αστικά πολιτικά σχέδια, που αφορούσαν την εσωτερική πολιτική του αστικού κράτους, αλλά και την εξωτερική.

Κάτω από την επίδραση των παραπάνω παραγόντων, διαμορφώθηκαν δύο τουλάχιστον ομάδες στρατιωτικών (των στρατηγών και των συνταγματαρχών) που επιδίωξαν τη δικτατορική αστική λύση. Τελικά, επικράτησε η ομάδα των συνταγματαρχών, η οποία γνώριζε τις κινήσεις των στρατηγών και κινήθηκε πιο αποφασιστικά. Βέβαια, ο ηγετικός πυρήνας των συνταγματαρχών είχε μακρά θητεία στις Ένοπλες Δυνάμεις, με ανάλογες διασυνδέσεις με αστούς πολιτικούς, εκδότες εφημερίδων, αλλά και με εφοπλιστές, βιομηχάνους, επιτελεία των ΗΠΑ κλπ.

Η δικτατορία των συνταγματαρχών γεννήθηκε, λοιπόν, μέσα από την κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος, με στόχο να το βγάλει από αυτήν. Ωστόσο, οι ηγέτες του πραξικοπήματος δεν είχαν ενιαία και καθαρή αντίληψη για το τι ακριβώς απαιτούσε η «εξυγίανση» ή «αναγέννηση» του συστήματος, όπως επικαλούνταν, και πόσος χρόνος θα απαιτούνταν για την εκπλήρωση αυτής της αποστολής. Πάντως, όπως επισημαίνεται στο Δοκίμιο, αδιαμφισβήτητος στόχος των πραξικοπηματιών ήταν η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος με νέα ενδεχομένως μορφή και σύνθεση των αστικών κομμάτων, με πιο ανοιχτή αντικομμουνιστική κατασταλτική κρατική παρέμβαση, που είχε χαλαρώσει τη δεκαετία του 1960, ιδιαίτερα μετά από την κυβερνητική ανάδειξη της Ένωσης Κέντρου.

Ο ταξικός χαρακτήρας της δικτατορίας, όπως και η κατεύθυνση της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, αποτυπώνεται σε ένα βαθμό και στα δύο Συντάγματα που προώθησε η δικτατορία, το 1968 και το 1973 αντίστοιχα. Οι βασικές αλλαγές που προώθησαν τα Συντάγματα της δικτατορίας (αρχικά περιορισμός και στη συνέχεια κατάργηση της βασιλείας, συγκρότηση Συνταγματικού Δικαστηρίου κλπ.) καταγράφονται στα υποκεφάλαια 15.2 και 39.1.

 

Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΚΟΛΠΟΥΣ ΤΗΣ

Η εδραίωση της Χούντας, όπως καταγράφεται στο Κεφάλαιο 6, συνοδεύτηκε από την προσπάθεια ελέγχου όλων των μηχανισμών του καπιταλιστικού κράτους, τη διάλυση όλων των μαζικών εργατικών-λαϊκών οργανώσεων και την οργάνωση ενός νέου θεσμικού πλαισίου καταστολής. Παράλληλα, η δικτατορία επιχείρησε να προσεταιριστεί και τμήματα των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων μέσα από την πολύμορφη προπαγάνδα της, που αξιοποιούσε τα ΜΜΕ, τις εκδόσεις, τον αθλητισμό και τον κινηματογράφο (υποκεφάλαιο 5.3 και 5.4), και μέσω της κοινωνικής πολιτικής.

Συνολικότερα, αναφορικά με την οικονομική πολιτική της δικτατορίας, επισημαίνεται στο Δοκίμιο –όπως και σε προηγούμενες επεξεργασίες– ότι ακολούθησε τη γενική επεκτατική (σε άμεσες επενδύσεις) γραμμή των μεταπολεμικών αστικών κυβερνήσεων έως την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης το 1973, οπότε απαιτήθηκαν αλλαγές, κυρίως στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική. Το οικείο κεφάλαιο στο παρόν Δοκίμιο στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην ανάλογη επεξεργασία της έκδοσης Δικτατορία 1967-1974, με εξαίρεση μια προσπάθεια καλύτερης καταγραφής της σχέσης της Χούντας με το εφοπλιστικό κεφάλαιο και της ναυτιλιακής της πολιτικής, που δίνεται στο υποκεφάλαιο 8.4. Επίσης, δίνεται πιο αναλυτικά η τότε κριτική του Κόμματος προς την οικονομική πολιτική της δικτατορίας (υποκεφάλαιο 8.10).

Οι προτεραιότητες της δικτατορίας, ειδικότερα αναφορικά με τον εκσυγχρονισμό του αστικού πολιτικού συστήματος και την εξωτερική πολιτική, προσδιόρισαν και το πλαίσιο των αντιθέσεών της με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και το βασιλιά, που αναφέρονται στο Κεφάλαιο 7 και πυροδότησαν το βασιλικό κίνημα του 1967, που αναπτύσσεται στο Κεφάλαιο 13, και αργότερα το κίνημα του Ναυτικού (υποκεφάλαιο 38.2). Φυσικά, η στάση των αστικών πολιτικών δυνάμεων δεν ήταν ενιαία, ούτε και σταθερή κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, αν και σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι διαμορφώθηκαν δύο τάσεις: Η πρώτη θεωρούσε ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες της λεγομένης «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας και η αποδοχή αξιωμάτων στο πλαίσιό της αποτελούσε τον καταλληλότερο δρόμο για την ομαλή επιστροφή στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Η δεύτερη εκτιμούσε την αποχή από τους θεσμούς της δικτατορίας και τη «φιλελευθεροποίηση» ως προϋπόθεση προκειμένου σημαντικές αστικές πολιτικές δυνάμεις να ανακτήσουν το χαμένο κύρος τους. Και οι δύο τάσεις επιθυμούσαν εξίσου τον εκσυγχρονισμό του αστικού πολιτικού συστήματος και επιδίωκαν να αποτρέψουν μια ανατροπή της δικτατορίας από το μαζικό εργατικό-λαϊκό κίνημα. Με βάση τα προηγούμενα, επιχειρείται να καταγραφεί η διαχρονική στάση των αστικών πολιτικών δυνάμεων (υποκεφάλαια 17.1, 23.1, 30.2, 34.2, 38.1, 42.2, 42.4) απέναντι στη δικτατορία και τα χουντικά σχέδια «φιλελευθεροποίησης», με αποκορύφωμα το λεγόμενο πείραμα Μαρκεζίνη.

Ταυτόχρονα, με άξονα τις κεντρικές επιλογές της δικτατορίας, διαμορφώθηκαν οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της που αφορούσαν το χρόνο και τη μορφή της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και τη στάση του καθεστώτος απέναντι στις διεθνείς σχέσεις του καπιταλιστικού κράτους. Στο παρόν Δοκίμιο επιχειρείται για πρώτη φορά μια εκτεταμένη καταγραφή αυτών των αντιθέσεων σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας, που αποτυπώνεται σε αντίστοιχα υποκεφάλαια (5.1, 13.4, 18.3, 28.1, 30.1, 34.1, 34.2) και στο Κεφάλαιο 44 που αναφέρεται στην ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη.

 

ΒΑΣΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ

Όπως αναφέρθηκε ήδη, στο επίκεντρο των ενδοαστικών αντιθέσεων βρισκόταν πριν τη δικτατορία και στη διάρκειά της και η εξωτερική πολιτική του καπιταλιστικού κράτους και ειδικότερα η στάση του απέναντι στο Κυπριακό. Γι’ αυτό, στα Κεφάλαια 9 και 27 επιχειρείται μια πιο αναλυτική καταγραφή των βασικών κατευθύνσεων της χουντικής εξωτερικής πολιτικής.

Το Δοκίμιο σημειώνει ότι, όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, η πολιτική της δικτατορίας αναφορικά με τις διεθνείς σχέσεις του ελληνικού αστικού κράτους αποτελούσε στο μεγαλύτερο μέρος της συνέχεια της πολιτικής των μεταπολεμικών αστικών κυβερνήσεων. Βασικό συστατικό αυτής της πολιτικής ήταν η στενή συνεργασία του ελληνικού κράτους με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Γι’ αυτό και η Χούντα επιχείρησε από την πρώτη στιγμή την αναγνώριση της κυβέρνησής της από τις ΗΠΑ και τις καλές σχέσεις με το ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, η δικτατορία προσπαθούσε να διατηρήσει και να εμβαθύνει τις σχέσεις με τις χώρες της ΕΟΚ (θυμίζουμε ότι η Ελλάδα βρισκόταν σε διαδικασία σύνδεσης). Η δικτατορική κυβέρνηση απέστειλε μνημόνιο στην ΕΟΚ, με το οποίο δήλωνε την αποδοχή των πολιτικών όρων της ευρωπαϊκής ενοποίησης και υποσχόταν τη γρήγορη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στις απαιτήσεις της οικονομικής ολοκλήρωσης, εκφράζοντας την άποψη ότι η συνέχιση της διαδικασίας σύνδεσης για την ένταξη ήταν προς το συμφέρον και των δύο πλευρών.

Επίσης, η δικτατορία επιχείρησε να συνεχίσει τα «ανοίγματα» του αστικού κράτους προς αραβικά και αφρικανικά κράτη. Ωστόσο, οι καλές μεταπολεμικές σχέσεις του ελληνικού αστικού κράτους με τα αραβικά κράτη ήταν η αιτία των κακών σχέσεών του με το Ισραήλ, βασικό σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Στην πράξη, η δικτατορία, όπως και οι κοινοβουλευτικά προερχόμενες αστικές κυβερνήσεις, προσπαθούσε να αποκομίσει τα μέγιστα οφέλη, διαφοροποιούμενη σε ένα βαθμό από την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στα αραβικά κράτη, χωρίς όμως να διαταράσσει τις διακρατικές ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Εξάλλου, η διαφοροποιημένη στάση του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους απέναντι στα αραβικά κράτη ήταν και προς το συμφέρον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία από τη μια στήριζε ενεργά το Ισραήλ, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να σπρώξει και τα αραβικά καπιταλιστικά κράτη σε μια στενότερη συνεργασία με την ΕΣΣΔ και τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το ίδιο συνέβαινε και σε περιπτώσεις αφρικανικών κρατών, όπως η Λιβύη και άλλες πρώην αποικίες.

Παράλληλα, η δικτατορία επιδίωξε από ένα σημείο κι έπειτα να διευρύνει τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της με την ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χωρίς να σταματά και τις διαβρωτικές ενέργειες εναντίον τους. Η συγκεκριμένη φαινομενικά αντιφατική πολιτική πατούσε σε ορισμένα δεδομένα της εποχής. Από τη μια πλευρά, στο βαθμό που στην αρχή της δεκαετίας του 1970 άρχισε να προωθείται η λεγόμενη πολιτική της ύφεσης στις διεθνείς σχέσεις, πολλοί Έλληνες διπλωμάτες και στελέχη της δικτατορίας έβλεπαν, όπως παλιότερα και ορισμένοι αστοί πολιτικοί, μια ευκαιρία για την αύξηση των επωφελών οικονομικών και εμπορικών σχέσεων με τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, σε μια εποχή που σε ανάλογες ενέργειες προχωρούσαν και άλλα καπιταλιστικά κράτη.

Από την άλλη πλευρά, η εξωτερική πολιτική των καπιταλιστικών κρατών προσπαθούσε εκείνη την περίοδο να αξιοποιήσει διαβρωτικά τις όποιες συμφωνίες, αλλά και τις αντιθέσεις των σοσιαλιστικών κρατών. Παρόμοια κινήθηκε και η πολιτική της Χούντας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, έπειτα από την προσέγγιση των ΗΠΑ με τη ΛΔ της Κίνας, η δικτατορία προχώρησε άμεσα στην αναγνώριση της ΛΔ της Κίνας, ενώ προχώρησε και σε εμπορική συμφωνία με τη ΣΔ της Αλβανίας, δίχως να άρει την κατάσταση πολέμου. Πολύ περισσότερο, η δικτατορία αξιοποίησε τις αντιθέσεις της ΣΔ της Αλβανίας, της ΣΔ της Ρουμανίας (που είχε διαφωνήσει με τη διεθνιστική βοήθεια των στρατευμάτων της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968) και της ΟΣΔ της Γιουγκοσλαβίας (με την οποία το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος διατηρούσε σχέσεις από τον καιρό του αγώνα του ΔΣΕ) προσπαθώντας να διαμορφώσει ένα βαλκανικό σύμφωνο στο οποίο θα συμπαρέσυρε και τη ΛΔ Βουλγαρίας, με απώτερο σκοπό να οξύνει τις αντιθέσεις στο πλαίσιο του Συμφώνου της Βαρσοβίας και να απομονώσει περισσότερο την ΕΣΣΔ και τους στενούς συμμάχους της. Ταυτόχρονα, επιχειρούσε βελτίωση των σχέσεών της και με τους τελευταίους, επιδιώκοντας πιο άμεσα οικονομικά οφέλη.

Με δεδομένο ότι η διαμόρφωση σχέσεων της δικτατορίας με τα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης γενικά αποτελούσε μια δύσκολη υπόθεση, η ανάπτυξη σχέσεων με την ΕΣΣΔ και τους στενούς της συμμάχους ήταν ακόμα πιο σύνθετη και αντιφατική. Στις καταγγελίες της ΕΣΣΔ και των στενών της συμμάχων εναντίον της δικτατορίας, στην εναντίωσή τους απέναντι στους χειρισμούς της στο Κυπριακό και στην αντίθεση κυρίως των ΗΠΑ απέναντι σε μια τέτοια προσέγγιση, ερχόταν να προστεθεί και ο επίσημος λόγος του χουντικού καθεστώτος, που υποστήριζε ότι η επιβολή του θεωρήθηκε απαραίτητη προκειμένου να αποτρέψει τη διαβρωτική δράση των κομμουνιστών, δηλαδή του ΚΚΕ, που λίγο έως πολύ παρουσιαζόταν –όπως και σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο– ως πράκτορας της Μόσχας και των στενών συμμάχων της.

Η ηγεσία της δικτατορίας εκτιμούσε αρχικά ως διστακτική τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στους εταίρους της (ΗΠΑ, Μ. Βρετανία, Τουρκία κλπ.) και στις αξιώσεις του Μακαρίου για ανεξαρτησία του κυπριακού κράτους.

Ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής της δικτατορίας να αναβαθμίσει τη θέση της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα δέχτηκε ένα πρώτο πλήγμα το Μάη του 1967, όταν έπειτα από πιέσεις του Κογκρέσου οι ΗΠΑ αποφάσισαν την απαγόρευση πώλησης βαρέος οπλισμού στην Ελλάδα. Επρόκειτο για μια πράξη περισσότερο συμβολική, η οποία ουσιαστικά μπήκε στο περιθώριο όταν τον επόμενο μήνα ξέσπασε ο Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος και οι βάσεις αναδείχτηκαν κρίσιμες για την έκβαση της σύγκρουσης στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Παράλληλα, βασικά στελέχη της δικτατορίας θεώρησαν ότι η σύγκρουση του Ισραήλ, βασικού συμμάχου των ΗΠΑ στην περιοχή, με τα αραβικά κράτη, που στηρίζονταν από την ΕΣΣΔ και τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ήταν αυτή που θα μπορούσε να αναβαθμίσει το γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας και γι’ αυτό ο Παττακός υποσχέθηκε στον πρέσβη των ΗΠΑ την παροχή κάθε δυνατής βοήθειας προς το ΝΑΤΟ.

Συνολικότερα, η στάση των ΗΠΑ απέναντι στο χουντικό καθεστώς είχε δύο όψεις, που πήγαζαν εξίσου από τις ανάγκες της εξωτερικής τους πολιτικής. Από τη μια πλευρά, η ανάγκη διατήρησης της ηγεμονικής τους θέσης στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και στην αντιπαράθεση με τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, διεθνώς και ειδικότερα στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, καθιστούσε χρήσιμο σύμμαχο το χουντικό καθεστώς για τη συνέχιση της χρήσης των στρατιωτικών βάσεων και τη σταθερότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Από την άλλη πλευρά, η προπαγάνδα μέσα από την οποία οι ΗΠΑ προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν και κατά συνέπεια να αναπαράγουν την ηγεμονική τους θέση επικαλούνταν την πάλη του «ελεύθερου και δημοκρατικού κόσμου» απέναντι στις δυνάμεις του ολοκληρωτισμού. Αυτό έκανε και απαραίτητες τις πιέσεις των ΗΠΑ προς τη δικτατορία για την αποκατάσταση ενός τύπου αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Έτσι κι αλλιώς, το προδικτατορικό κοινοβουλευτικό καθεστώς δε δημιούργησε σημαντικά προβλήματα στην προώθηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ενώ μια αποκατάστασή του δε σήμαινε απαραίτητα και την κατοχύρωση έστω και στοιχειωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, όπως είχε αποδειχτεί και στην περίοδο μετά από τον αγώνα του ΔΣΕ και μέχρι τη δικτατορία. Φυσικά, οι δύο όψεις της στάσης των ΗΠΑ κατέληγαν πάντα στην άμεση ή έμμεση στήριξη της δικτατορίας, παρά τη διακηρυγμένη τους θέση για αποκατάσταση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τουλάχιστον για όσο διάστημα θεωρούσαν εφικτή τη διατήρηση της σταθερότητας του δικτατορικού καθεστώτος και εξασφαλισμένα τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Αυτό σήμαινε και ότι δεν ήταν διατεθειμένες να αποδεχτούν οποιαδήποτε μονομερή ενέργεια της δικτατορίας εναντίον της Τουρκίας.

Σε συμβολικό επίπεδο κινήθηκαν και οι αντιδράσεις των καπιταλιστικών κρατών-μελών της ΕΟΚ, αφού συνεχίστηκαν και βάθυναν οι οικονομικές και εμπορικές σχέσεις τους με τη δικτατορία και δεν αμφισβητήθηκε η διαδικασία σύνδεσης (συμφωνία για τους εμπορικούς και τελωνειακούς δασμούς). Περισσότερο επικριτικά εμφανίστηκαν ορισμένα σκανδιναβικά καπιταλιστικά κράτη, που συμμετείχαν στην, ανταγωνιστική της ΕΟΚ, Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (Δανία, Σουηδία, Φινλανδία). Εξάλλου, στο σύνολό τους δεν είχαν σημαντικές οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος, ενώ ορισμένες από αυτές (Σουηδία και Φινλανδία) δεν ανήκαν στο ΝΑΤΟ.

 

Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ ΤΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ

Από την πλευρά των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και από τα κυβερνώντα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα εκφράστηκε από την πρώτη στιγμή η πολιτική καταγγελία της δικτατορίας, γεγονός που οδήγησε στην αλληλεγγύη προς τους διωκόμενους και το αντιδικτατορικό κίνημα, αλλά δε συνοδεύτηκε με διακοπή των εμπορικών και διπλωματικών σχέσεων. Η διατήρηση των διπλωματικών σχέσεων σχετιζόταν με την επιλογή της ΕΣΣΔ να πραγματοποιήσει άμεσα Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για την Ειρήνη και την Ασφάλεια, γεγονός που προϋπέθετε να μην αποκλειστεί κανένα ευρωπαϊκό κράτος, άρα και τα αστικά κράτη στα οποία είχε ανασταλεί η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία). Επίσης, οι εμπορικές σχέσεις σοσιαλιστικών κρατών με την Ελλάδα εξυπηρετούσαν την εισαγωγή μεσογειακών αγροτικών προϊόντων. Αντίστροφα, το ελληνικό κράτος και πριν την επιβολή της δικτατορίας εισήγαγε εργαλειομηχανές, αγροτικά μηχανήματα από την ΕΣΣΔ και τα άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Σε αυτήν τη βάση είχαν προωθηθεί προδικτατορικά εμπορικές συμφωνίες, που δεν ακυρώθηκαν μετά από την 21η Απρίλη. Ταυτόχρονα, οι χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ιδιαίτερα η ΕΣΣΔ φρόντιζαν να εκπροσωπούνται από εμπορικούς ακόλουθους των πρεσβειών τους (ή, στην περίπτωση που δε διέθεταν, μόνο από τον πρέσβη τους και όχι από κάποιον κρατικό αξιωματούχο) στις περιπτώσεις εγκαινίων έργων στην Ελλάδα που είχαν συμφωνηθεί πριν τη δικτατορία.

Η πολιτική της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών, παρά το γεγονός ότι η Χούντα κινήθηκε στην ίδια γραμμή του αντικομμουνισμού και αντισοσιαλισμού-αντισοβιετισμού των μεταπολεμικών αστικών κυβερνήσεων, καθορίστηκε με βάση την αντίληψη ότι η κρατική τους πολιτική απέναντι σε κάθε καπιταλιστικό κράτος δεν έπρεπε να καθορίζεται από τη μορφή που λάμβανε η καπιταλιστική εξουσία σε αυτό. Με αυτήν την οπτική, είδαν στα οικονομικά «ανοίγματα» της δικτατορίας και των άλλων καπιταλιστικών κρατών μια ευκαιρία αμοιβαίως επωφελών οικονομικών συμφωνιών. Η πραγματικότητα ήταν ότι τα καπιταλιστικά κράτη χρησιμοποιούσαν αυτές τις σχέσεις ως κανάλι διάβρωσης των σοσιαλιστικών κρατών για να ανοίξει ο δρόμος στην παλινόρθωση της καπιταλιστικής εξουσίας. Η πλειοψηφία των κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης λαθεμένα εκτιμούσε τα «ανοίγματα» ως δείγμα της ενδυνάμωσης του σοσιαλιστικού μπλοκ και του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες και της ευρείας αποδοχής των απόψεών τους, που εξανάγκαζε τις καπιταλιστικές εξουσίες να αποδεχτούν την ύφεση στις διεθνείς σχέσεις και να συνηγορήσουν στην εξασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης.

Η συγκεκριμένη στάση σε σημαντικό βαθμό ήταν προϊόν της οπορτουνιστικής αντίληψης περί δυνατότητας ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα στο σοσιαλισμό και στον καπιταλισμό και ειρηνικής κοινοβουλευτικής μετάβασης από την καπιταλιστική στη σοσιαλιστική εξουσία. Οι αντιλήψεις αυτές αποκρυσταλλώνονταν στις οικονομικές σχέσεις μεταξύ σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών κρατών, στις οποίες δε συνυπολογίζονταν μια σειρά κριτήρια, όπως οι διώξεις του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Με αυτήν την έννοια, η προβληματική οπτική των σοσιαλιστικών κρατών δεν αφορούσε μόνο τη στάση τους απέναντι στους Έλληνες κομμουνιστές την περίοδο της δικτατορίας ή αργότερα τις σχέσεις τους με την Αργεντινή την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας του Βιντέλα, αλλά και την αντιμετώπιση αστικών κοινοβουλευτικών καθεστώτων που δίωκαν κομμουνιστές, όπως το τυπικά δημοκρατικό αστικό αιγυπτιακό καθεστώς του Νάσερ, που προσπαθούσε να συντρίψει το κομμουνιστικό κίνημα.

Όπως έχουμε εκτιμήσει και σε προηγούμενους τόμους του Δοκιμίου, η οπορτουνιστική ανάλυση και πολιτική της «ειρηνικής συνύπαρξης» υιοθετούνταν και από ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών. Εξ αντικειμένου ακύρωνε τις νομοτέλειες της διεθνούς ταξικής πάλης και τα πολύτιμα συμπεράσματα από την ιστορία της Οκτωβριανής Επανάστασης και απ’ όλες τις στιγμές κορύφωσης της ταξικής πάλης, οδηγώντας σταδιακά τα ΚΚ των καπιταλιστικών κρατών σε πλήρη ενσωμάτωση και σε αντεπαναστατική επίθεση στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Τα διπλωματικά «ανοίγματα» της δικτατορίας προς τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και ειδικότερα οι οικονομικές και εμπορικές συμφωνίες χρησιμοποιήθηκαν για να ενταθεί η προπαγανδιστική επίθεση στο ΚΚΕ εκ μέρους διάφορων οπορτουνιστικών σχημάτων (με επικεφαλής το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού»), αλλά και από αστικές πολιτικές δυνάμεις. Φυσικά, τα επιχειρήματα ήταν σαθρά, αφού τα οπορτουνιστικά σχήματα επιδίωκαν συνεργασία με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, ενώ η δικτατορία είχε πολύ στενότερες –οικονομικές-εμπορικές, αλλά και διπλωματικές-στρατιωτικές– σχέσεις με τα καπιταλιστικά κράτη στα οποία επικρατούσαν κυβερνήσεις απ’ όλο το αστικό πολιτικό φάσμα και τα οποία συμμετείχαν από κοινού με τη δικτατορία σε διακρατικούς καπιταλιστικούς οργανισμούς (όπως το ΝΑΤΟ).

Ειδικότερα το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα, αλλά και το «φιλοκινεζικό» αξιοποίησαν αυτά τα προβλήματα της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ στην πολεμική τους, αν και στο οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο η δικτατορία είχε στενότερες σχέσεις με εκείνες τις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που είχαν καλύτερες σχέσεις με το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού» και άλλες οπορτουνιστικές ομάδες (ΣΔ της Ρουμανίας, ΟΣΔ Γιουγκοσλαβίας, Αλβανία, ΛΔ της Κίνας).

Συμπερασματικά, το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ, καθώς και άλλων σοσιαλιστικών κρατών, στις αναλύσεις του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος αντανακλούσε το συνολικότερο πρόβλημα της επικράτησης οπορτουνιστικών τάσεων, τόσο στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης όσο και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής και της ταξικής πάλης, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ

Όπως αναδείχτηκε και πρωτύτερα, κομβικής σημασίας ζήτημα στην εξωτερική πολιτική της δικτατορίας, όπως και συνολικότερα του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, αποτέλεσε το Κυπριακό. Γι’ αυτό, σε κεφάλαια του κειμένου (κυρίως στα 12, 25, 31 και 47 και σημειακά σε άλλα) επιχειρείται μια πιο ολοκληρωμένη καταγραφή των τοποθετήσεων της δικτατορίας και των διαφορετικών κύκλων της απέναντι στο Κυπριακό, αλλά και η στάση των κυπριακών πολιτικών δυνάμεων.

Η δικτατορία ανακίνησε για πρώτη φορά το Κυπριακό το Σεπτέμβρη του 1967, επιχειρώντας μια γρήγορη επίλυση που θα την παρουσίαζε ως επιτυχία της. Στην πραγματικότητα, η πρόταση της Χούντας αποτελούσε επανάληψη μιας άτυπης και μη δεσμευτικής συμφωνίας των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας (Δεκέμβρης 1966), που μιλούσε για την πιθανότητα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα με αντάλλαγμα την παραχώρηση στην Τουρκία της βάσης της Δεκέλειας, τη συμμετοχή των Τουρκοκύπριων στη διοίκηση του Νησιού και τον αφοπλισμό της Κύπρου. Μάλιστα, η δικτατορία ήταν διατεθειμένη να δεχτεί ακόμα και την παραχώρηση περισσότερων εδαφικών ανταλλαγμάτων. Όταν όμως ο Μακάριος δήλωσε ότι δεν επρόκειτο να παραχωρήσει κομμάτι κυπριακής γης και η Τουρκία υπαναχώρησε, απειλήθηκε να προκληθεί πολεμική σύρραξη. Τότε, στους ηγετικούς κύκλους της δικτατορίας διαμορφώθηκαν δύο αντίθετες τάσεις. Την πρώτη και κυρίαρχη τάση εξέφρασε ο Παπαδόπουλος και άλλα στελέχη του δικτατορικού καθεστώτος, που παραιτήθηκαν από το σενάριο μιας άμεσης και δυναμικής επίλυσης, ευθυγραμμιζόμενοι ουσιαστικά με τις προδικτατορικές κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις. Η δεύτερη τάση συνέχιζε να τάσσεται υπέρ της δυναμικής επίλυσης. Η σύγκρουση των δύο τάσεων θα εξελισσόταν σε διάφορες φάσεις της δικτατορίας, επηρεάζοντας και τους εσωτερικούς συσχετισμούς.

Τελικά, έπειτα από την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Ιωαννίδη επιχειρήθηκε η λεγόμενη «δυναμική επίλυση», όταν η δικτατορία οργάνωσε και στήριξε το πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου. Το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο και η εισβολή του τουρκικού στρατού που ακολούθησε υπήρξαν η κορύφωση όσων προηγήθηκαν. Η ανατροπή της κυβέρνησης Μακαρίου δεν ήταν έξω από τους προβληματισμούς των ελληνικών προδικτατορικών κυβερνήσεων και της δικτατορίας επί Παπαδόπουλου. Το έργο ωστόσο τόλμησε να επιτελέσει η χουντική κυβέρνηση Ιωαννίδη, πάντοτε στo πλαίσιo του διαχρονικά επιδιωκόμενου στόχου για αναβάθμιση της Ελλάδας στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Το προτεινόμενο Δοκίμιο θέτει το εξής ερώτημα: Σε ποια δεδομένα στηρίχτηκε η Χούντα ώστε να θεωρεί ότι μια πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου θα λειτουργούσε αισίως –και απρόσκοπτα– στην κατεύθυνση υλοποίησης των γενικότερων σχεδιασμών της; Την ίδια στιγμή, μάλιστα, που προφανώς και γνώριζε ότι κάτι τέτοιο θα πρόσφερε γερό πάτημα στην Τουρκία, ως εγγυήτρια δύναμη (όπως οριζόταν από τις Συνθήκες της Ζυρίχης και του Λονδίνου), να επέμβει στρατιωτικά. Επιπλέον, δεν μπορεί να αγνοούσε πως η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για ΗΠΑ-ΝΑΤΟ τότε ήταν μεγαλύτερη από εκείνη της Ελλάδας (και επομένως, σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση Ελλάδας-Τουρκίας, το πιο πιθανό ήταν να συνταχτούν με τη δεύτερη).

Η διατύπωση μιας ιστορικά τεκμηριωμένης απάντησης σε αυτό το ερώτημα θα απαιτούσε πρόσβαση σε αρχειακά υλικά (μιας σειράς κρατών και υπηρεσιών, όπως των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ, της Μ. Βρετανίας, της Ελλάδας, της Τουρκίας κ.ά.), τα οποία είτε παραμένουν απόρρητα είτε έχουν καταστραφεί. Φως στην υπόθεση θα μπορούσαν ακόμη να ρίξουν οι συζητήσεις διάφορων επιτελείων (που –αν καταγράφηκαν– δεν έχουν δημοσιοποιηθεί, τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία), καθώς και οι καταθέσεις μιας σειράς πρωταγωνιστών των γεγονότων του 1974 (που ωστόσο κράτησαν το στόμα τους κλειστό). Στη μη διαλεύκανση της υπόθεσης συνέβαλε αναμφίβολα επίσης το γεγονός ότι καμιά κυβέρνηση της Ελλάδας, μετά από το 1974, δεν οδήγησε τους πρωταίτιους σε δίκη.

Σε κάθε περίπτωση, βάσει των διαθέσιμων πηγών, το Δοκίμιο προχωρά στη διατύπωση ορισμένων πολιτικών εκτιμήσεων.

Όπως διαφαίνεται, οι ηγετικοί παράγοντες της δικτατορίας προχώρησαν στο στρατιωτικό πραξικόπημα στην Κύπρο δίχως ενιαία θέση ή αντίληψη για το ωφέλιμο και ρεαλιστικό της πραγματοποίησής του. Οι υπάρχουσες αντιθέσεις στο εσωτερικό της Χούντας εκδηλώθηκαν με ακόμα πιο εμφατικό τρόπο κατά την τουρκική εισβολή που ακολούθησε το πραξικόπημα. Η έλλειψη ενιαίας γραμμής και η αλληλοϋπονόμευση στους κόλπους της Χούντας δημιουργούν ερωτήματα και για το κατά πόσο υπήρξε ενιαίο μελετημένο και καταστρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης της αντίδρασης που θα προκαλούσε στην Τουρκία η επιτυχής έκβαση του πραξικοπήματος.

Το τμήμα της Χούντας (κυρίως ο Ιωαννίδης και ο στενός κύκλος γύρω από αυτόν) που επέλεξε να ενεργήσει το πραξικόπημα φαίνεται πως υπολόγιζε ότι οι ΗΠΑ θα υποχρέωναν την Τουρκία σε αποδοχή των τετελεσμένων στην Κύπρο, μη θέλοντας να ρισκάρουν το γκρέμισμα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ με έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο. Εξάλλου, από τα τετελεσμένα αυτά θα μπορούσε να προκύψει και μια «αμοιβαία επωφελής» –για τις αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας– συμβιβαστική λύση (όπως αυτή που είχε τεθεί στο τραπέζι στις 9-10 Σεπτέμβρη 1967). Φαίνεται ακόμα πως ο Ιωαννίδης είχε λάβει εγγυήσεις από μερίδα τουλάχιστον των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ ότι η Τουρκία δε θα επέμβει σε μια ενδεχόμενη ανατροπή του Μακαρίου, όπως πολλές φορές υποστήριξε.

Σε κάθε περίπτωση, οι σχεδιασμοί της Χούντας «σκόνταψαν» σε μια σειρά γεγονότα και παράγοντες. Κατά πρώτον, στο ότι ο Μακάριος κατάφερε να διαφύγει και αναγνωριζόταν ως επικεφαλής της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας, από το λεγόμενο «Κίνημα των Αδεσμεύτων», αλλά και από τον ΟΗΕ και την κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας. Κατά δεύτερον, στις αντιθέσεις στους κόλπους της, που κορυφώθηκαν κατά την τουρκική εισβολή και λειτούργησαν διαβρωτικά. Τη στιγμή που ο Ιωαννίδης διέταξε τη γενική επιστράτευση, οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων και ο Φ. Γκιζίκης βρίσκονταν ήδη σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ και σημαντικό μέρος των αστικών πολιτικών δυνάμεων για τον τερματισμό της δικτατορίας και τη μετάβαση στον αστικό κοινοβουλευτισμό, ενώ σε καμιά περίπτωση δε σκόπευαν να διακινδυνεύσουν έναν πόλεμο με την Τουρκία (εκτιμώντας πως θα έβαινε σε βάρος της Ελλάδας). Οι εξελίξεις –κατά τρίτον– διευκόλυναν και τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στην περιοχή, τόσο αναφορικά με την Ελλάδα όσο και με την Κύπρο. Γι’ αυτό και δεν επιχείρησαν να παρέμβουν για να αποτρέψουν την επέλαση του Αττίλα II, που σημειώθηκε μετά από την πτώση της δικτατορίας.

 

Η ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Όπως γίνεται αντιληπτό από την ανάγνωση του προτεινόμενου Γ2 Τόμου του Δοκιμίου, ακολουθείται η ίδια μεθοδολογία με τους προηγούμενους τόμους: Εξετάζεται η πολιτική δράση του Κόμματος ως προϊόν των αποφάσεων των καθοδηγητικών οργάνων, της ΚΕ και του ΠΓ, των Συνεδρίων, με βασική πηγή το Αρχείο του Κόμματος. Φυσικά, η δράση του Κόμματος εξετάζεται στο έδαφος της οικονομικής και κοινωνικής-πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και των διεθνών σχέσεών της.

Έτσι, στο παρόν Δοκίμιο επαναλαμβάνεται το συμπέρασμα ότι η δικτατορία του 1967 βρήκε το ΚΚΕ ιδεολογικά-πολιτικά και οργανωτικά ανέτοιμο. Η κύρια αιτία βρισκόταν στη βαθιά ιδεολογική-πολιτική και οργανωτική κρίση που το διέτρεχε από την 6η Πλατιά Ολομέλεια (1956) έως και τη διάσπαση στη 12η Ολομέλεια (1968).

Η κρίση στο ΚΚΕ ήταν αποτέλεσμα λαθών και αντιφάσεων της στρατηγικής του σε όλη τη δεκαετία του 1940 (Συμφωνίες Λιβάνου, Καζέρτα, Βάρκιζας, καθυστέρηση έναρξης του αγώνα του ΔΣΕ), αλλά και των μετέπειτα συνθηκών: Διωγμοί, μέχρι και εκτελέσεις των παράνομων δυνάμεων στην Ελλάδα, συγκροτημένη υποχώρηση του ΔΣΕ, εγκατάσταση των μάχιμων δυνάμεών του στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και δεξιά οπορτουνιστική στροφή στο ΚΚΣΕ (20ό Συνέδριο, 1956) και στα άλλα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Τα προηγούμενα επέδρασαν αρνητικά στη διαμόρφωση της στρατηγικής και στη δράση του συνόλου των ΚΚ, όπως και στο εργατικό-λαϊκό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών. Το ιδιαίτερο της κρίσης του ΚΚΕ για την περίοδο 1956-1968 ήταν η παρουσία της καθοδήγησής του και μεγάλου μέρους των μελών του στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελούσε και η διάλυση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα και η διάχυση των κομματικών μελών στην ΕΔΑ (1958). Η παρατεταμένη έλλειψη συνδυασμού της νόμιμης και της παράνομης δουλειάς αποτέλεσε παράγοντα ενίσχυσης των κοινοβουλευτικών αυταπατών, στη βάση και της προϋπάρχουσας στρατηγικής των σταδίων, που ενσωμάτωνε πλέον και έναν εκάστοτε στόχο συνεργασίας με αστικές δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, κυρίως με την Ένωση Κέντρου, με στόχο τον «εκδημοκρατισμό και την εξομάλυνση του αστικού πολιτικού συστήματος», που υποτίθεται πως θα έφερνε «άρση του μετεμφυλιακού καθεστώτος και της παράνομης θέσης του ΚΚΕ».

Με δεδομένα όλα τα προηγούμενα, προδικτατορικά άμεσα το ΚΚΕ, αλλά και μέσω της ΕΔΑ, κατήγγειλε επανειλημμένα τα αστικά σενάρια αναστολής του αστικού κοινοβουλευτισμού. Όμως, εκτιμούσε ότι αυτά εκπορεύονταν μόνο από το βασιλιά και τη λεγόμενη «δεξιά» πτέρυγα των αστικών πολιτικών δυνάμεων, σε συμμαχία με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ταυτόχρονα, υποτιμούσε τον κίνδυνο μιας στρατιωτικής δικτατορίας (θεωρώντας πιθανότερο ένα εκλογικό πραξικόπημα) και πίστευε ότι η αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης αναστολής του κοινοβουλευτισμού απαιτούσε την ενδυνάμωση της συμμαχίας των λεγόμενων δημοκρατικών δυνάμεων. Ως συνέπεια, δεν υπήρξε μια ανάλογη προετοιμασία για τη δημιουργία του απαραίτητου μηχανισμού, που θα εξασφάλιζε το συντονισμό της εργατικής-λαϊκής αντίδρασης σε περίπτωση στρατιωτικού πραξικοπήματος και τη συνέχεια δράσης του Κόμματος σε συνθήκες επικράτησής του.

Όμως, η ιστορική πραγματικότητα επιβεβαίωσε για μια ακόμα φόρα ότι, για όσο διάστημα επικρατεί η καπιταλιστική εξουσία, η πολιτική μορφή που αυτή προσλαμβάνει (αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία οποιασδήποτε μορφής, στρατιωτική ή μη δικτατορία κλπ.) δεν εξαρτάται πρώτιστα από τη στάση και τη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος και του εργατικού-λαϊκού κινήματος, αλλά κυρίως από το ποια μορφή εξυπηρετεί την ίδια την καπιταλιστική εξουσία ή τουλάχιστον από το ποια μορφή επιλέγει το ισχυρότερο τμήμα της αστικής τάξης στις εκάστοτε συνθήκες.

Γενικότερα, από τη μελέτη της κατάστασης του ΚΚΕ κατά τις προδικτατορικές συνθήκες, αλλά και εκείνης κατά το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη και στο πρώτο διάστημα της δικτατορίας, προκύπτει για μια ακόμα φορά το εξής καίριο και κρίσιμο συμπέρασμα, που καταγράφεται στο Δοκίμιο: Η ανάγκη προετοιμασίας, ετοιμότητας, επαγρύπνησης και λήψης των αντίστοιχων οργανωτικών και πολιτικών μέτρων ώστε το Κομμουνιστικό Κόμμα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Η προετοιμασία αυτή εξαρτάται από το Πρόγραμμα και τη συλλογική λειτουργία του Κόμματος, την κομματική οικοδόμηση στην εργατική τάξη και γενικότερα σε τομείς στρατηγικής σημασίας για την ταξική πάλη. Συντελείται στην καθημερινή πάλη, με τον όρο ότι αυτή είναι ενταγμένη και στοχοπροσηλωμένη, σε οποιεσδήποτε συνθήκες και εναλλαγές, στον αγώνα για την επαναστατική εργατική εξουσία, με γραμμή συσπείρωσης στο κοινωνικό επίπεδο που συμβάλλει να ανεβαίνει η εργατική-λαϊκή πείρα και συνείδηση.

Με την επιβολή της δικτατορίας, το Κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με την ευθύνη οργάνωσης της αντιδικτατορικής πάλης. Όμως, η προσπάθειά του να ανταποκριθεί στα νέα του καθήκοντα υπονομευόταν από την εκδήλωση της προετοιμασμένης ορμητικής επίθεσης του εγχώριου δεξιού οπορτουνισμού και αναθεωρητισμού στις γραμμές του, που προσπαθούσε να παρεμποδίσει την ανασυγκρότηση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων.

Πριν περάσει ένας χρόνος από την επιβολή του πραξικοπήματος, με τη διάσπαση που σημειώθηκε στη 12η Ευρεία Ολομέλεια του 1968, το ΚΚΕ κατάφερε να λύσει, έστω στοιχειωδώς, το βασικό ζήτημα, δηλαδή να απαλλαγεί από το βάρος των διαμορφωμένων σε φράξια οπορτουνιστών, που επιδίωκαν τη συνέχιση της διάχυσης του Κόμματος σε διάφορα σχήματα πολιτικής συνεργασίας με αστικές δυνάμεις. Στη 12η Ολομέλεια κρίθηκε η ιστορική συνέχεια του ΚΚΕ, ενώ στη βάση των αποφάσεών της ξεκίνησε η ανασυγκρότηση του Κόμματος στην Ελλάδα, ιδρύθηκε η ΚΝΕ και επιχειρήθηκε η ανάκτηση και ισχυροποίηση ορισμένων μαρξιστικών-λενινιστικών χαρακτηριστικών, που είχαν υποχωρήσει με την οργανωτική αφομοίωση των κομμουνιστών στην ΕΔΑ.

Ωστόσο, παρά τη διάσπαση από την οπορτουνιστική ομάδα (που στη συνέχεια προχώρησε στην ίδρυση του λεγόμενου «ΚΚΕ Εσωτερικού») και την πολεμική που ξεδιπλώθηκε εναντίον της στη διάρκεια της δικτατορίας, δε σημειώθηκαν σημαντικά βήματα στη διόρθωση της στρατηγικής, δηλαδή στον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επιδιωκόμενης επανάστασης και εξουσίας. Κατά προέκταση, στις κομματικές αποφάσεις απουσίαζε η κριτική τοποθέτηση στις επιλογές που είχαν γίνει μετά από τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ, ιδιαίτερα έπειτα από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή της 6ης Ολομέλειας του 1956. Υπό αυτό το πρίσμα, ανάμεσα στις καινούργιες επεξεργασίες που περιλαμβάνει το προτεινόμενο Δοκίμιο, ιδιαίτερα σημαντική είναι η αποτίμηση της στάσης του ΚΚΕ απέναντι στην οπορτουνιστική ομάδα, όπως παρατίθεται στο υποκεφάλαιο 20.3.

Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι, ακόμα και μετά από τη διάσπαση με την οπορτουνιστική ομάδα, το ΚΚΕ εξακολουθούσε να έχει ως στρατηγική αυτή των σταδίων, η οποία, στις συνθήκες της δικτατορίας, εκφράστηκε με τη διεκδίκηση κυβέρνησης «όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων». Σε αυτήν τη βάση απευθυνόταν σε αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις και στην ίδια βάση τις κατέκρινε γιατί δεν ανταποκρίνονταν και δεν ήταν προσανατολισμένες στην ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος με τη μαζική συμμετοχή του εργατικού-λαϊκού παράγοντα. Όμως, ακόμα και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και κοινή δράση των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, η πρόταξη της «κυβέρνησης όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων» καλλιεργούσε αυταπάτες στα ίδια τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος, αλλά και σε όσους συμπορεύονταν μαζί του, παρότι αυτό συνέβαινε σε συνθήκες εκτεταμένης κρατικής καταστολής, σκληρών διώξεων και βασανισμών.

Συνολικότερα, η δικτατορία παρέχει νέα πείρα για τον ουτοπικό χαρακτήρα της εκτίμησης του Κόμματος, που προέκυπτε και από τις αντίστοιχες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ότι ο δρόμος πάλης για την αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας αποτελεί πρόσφορο πεδίο συγκέντρωσης δυνάμεων και μεταβατικό στάδιο για την επαναστατική πάλη με στόχο το σοσιαλισμό. Το βασικό πρόβλημα, όπως εμφανίστηκε και στα ΚΚ άλλων χωρών, ήταν η απόσπαση της πάλης για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες από την πάλη για το σοσιαλισμό, με αποτέλεσμα στη συνείδηση αγωνιζόμενων εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, ακόμα και των πιο πρωτοπόρων τμημάτων τους, να βαραίνει ως αυτοσκοπός η πάλη για την «πιο καθαρή» αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Εξίσου προβληματική αποδείχτηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο και η προαναφερόμενη εκτίμηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ότι η κατάκτηση του σοσιαλισμού δεν προϋπέθετε επαναστατική ρήξη με την καπιταλιστική εξουσία, αλλά μπορούσε να προκληθεί μέσα από μια κοινοβουλευτική νίκη σε συνεργασία με αστικές –κυρίως σοσιαλδημοκρατικές– πολιτικές δυνάμεις.

Με δεδομένα τα προηγούμενα, μπορούμε να πούμε ότι η συζήτηση και ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε στην ΚΕ, αλλά και σε μέλη του Κόμματος κατά τη διάρκεια της εφταετίας στράφηκε κυρίως γύρω από το λεγόμενο «κομματικό οργανωτικό πρόβλημα». Αρχικά, επικράτησε η άποψη ότι η απόφαση «περάσματος» των κομματικών μελών στην ΕΔΑ ήταν σωστή, ενώ κρινόταν αρνητικά η μη συγκρότηση παράνομων Κομματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα. Η θέση αυτή, που υιοθετήθηκε από την ΚΕ, περιείχε σαφή αντίφαση, καθώς δεν ήταν δυνατόν οι κομμουνιστές να συμμετέχουν σε δύο κόμματα ταυτόχρονα. Αρκετά αργότερα, στη 18η Ολομέλεια (1973), εκτιμήθηκε ότι η διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων ήταν θεμελιακό λάθος. Και πάλι όμως, η θέση αυτή δε συνδέθηκε με την επανεκτίμηση της στρατηγικής του Κόμματος.

Από αυτό το γεγονός, και συνολικότερα από τη μελέτη της κομματικής ιστορίας τη συγκεκριμένη περίοδο, πηγάζει ένα σημαντικό συμπέρασμα που καταγράφεται στο Δοκίμιο και αφορά την αξία της κομματικής συλλογικότητας, που δεν πρέπει να αναιρείται ή να καταργείται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και τις δυσκολίες που αυτές ενέχουν. Αναμφισβήτητα, η συλλογικότητα σε όλη την κλίμακα του Κόμματος δε διασφαλίζεται με τον ίδιο τρόπο σε συνθήκες παρανομίας όπως σε συνθήκες νόμιμης δράσης. Απαιτείται συνεχής ένταση της προσπάθειας αναζήτησης μορφών και τρόπων περιφρούρησης της συλλογικότητας, καθώς και της ανάπτυξης της ατομικής πρωτοβουλίας, αφού ο κομμουνιστής/η κομμουνίστρια όπου κι αν βρεθεί, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, πρέπει να δρα με βάση την ευθύνη του/της απέναντι στην εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώματα.

Ωστόσο, από τη μελέτη των πρακτικών των Ολομελειών της ΚΕ την περίοδο της εφταετίας, προκύπτει ότι η συλλογικότητα δεν τηρήθηκε. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι το καθοδηγητικό κέντρο ήταν έξω από την Ελλάδα (με ένα τμήμα του να δρα μέσα στη χώρα), ούτε αποκλειστικά στις αντικειμενικές συνθήκες παρανομίας, που δυσκόλευαν τη συμμετοχή των μελών της ΚΕ από την Ελλάδα και την εκ μέρους τους έγκαιρη αποστολή παράνομου ενημερωτικού υλικού με συμπεράσματα, γνώμες και παρατηρήσεις σχετικά με τη δράση του Κόμματος. Η μακρόχρονη πείρα του Κόμματος έδειξε ότι, αν η συλλογικότητα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της προσοχής, υπάρχουν δυνατότητες αυτή να λειτουργεί με ορισμένους τρόπους και μορφές που εξασφαλίζουν στην ΚΕ τη δυνατότητα να ασκεί τον καθοδηγητικό της ρόλο, έχοντας στη διάθεσή της τη γνώμη των παρακάτω οργάνων και των Κομματικών Οργανώσεων Βάσης.

Στις τότε συνθήκες, με ευθύνη πριν απ’ όλα του ΠΓ, παραβιάστηκε η αρχή της συλλογικότητας όσον αφορά την ενημέρωση των μελών της ΚΕ, που αποτελεί το ανώτερο καθοδηγητικό όργανο, για την κατάσταση στο ΠΓ, για τη στάση των μελών της οπορτουνιστικής ομάδας και αργότερα για τα προβλήματα που προκαλούσε ο ΓΓ Κ. Κολιγιάννης. Το πρόβλημα ενημέρωσης της ΚΕ προϋπήρχε της δικτατορίας και διατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της. Μια έκφραση αυτού του προβλήματος ήταν οι πολύ αραιές συνεδριάσεις της ΚΕ, καθώς έγιναν μόνο 8 Ολομέλειες και το 9ο Συνέδριο μέσα σε 7 χρόνια. Η παραβίαση της συλλογικότητας οδήγησε στο συγκεντρωτισμό στις αποφάσεις και επιλογές, στη μείωση του κύρους της ΚΕ, που μόνο ως ένα βαθμό αποκαταστάθηκε μετά από τη 12η Ολομέλεια, ενώ σημαντικά βελτιώθηκε η λειτουργία της μετά από τη 17η Ολομέλεια και την ανάδειξη του Χ. Φλωράκη σε Α΄ Γραμματέα της ΚΕ.

Αναφορικά με την τήρηση της κομματικής συλλογικότητας, ανάμεσα στις καινούργιες επεξεργασίες, που έγιναν υπό το φως και νέων ιστορικών ντοκουμέντων, ιδιαίτερη αξία έχει η εξέταση της σύγκρουσης του Κ. Κολιγιάννη με το Πολιτικό Γραφείο που οδήγησε στην απαλλαγή του, όπως περιγράφεται στο υποκεφάλαιο 35.1, καθώς και η προσπάθεια σύγχρονης αποτίμησής της που δίνεται στο υποκεφάλαιο 35.3 και η γενική εκτίμηση για τον Κ. Κολιγιάννη, που γίνεται στο υποκεφάλαιο 36.3.

Η ουσία της εκτίμησης είναι: Ο Κώστας Κολιγιάννης ηγήθηκε της πάλης για την οργανωτική αυτοτέλεια του ΚΚΕ λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της 12ης Πλατιάς Ολομέλειας (1968), αποδεικνύοντας ότι διέθετε αντανακλαστικά για την καταπολέμηση των πιο φανερών εκδηλώσεων του οπορτουνιστικού ρεύματος. Ωστόσο, ακόμα και έπειτα από την αποχώρηση της οπορτουνιστικής ομάδας στη διάρκεια της 12ης Ολομέλειας, ο Κώστας Κολιγιάννης επέμεινε να μη βλέπει το πραγματικό βάθος του οργανωτικού προβλήματος και να το αποσυνδέει από τις αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας του 1958 και του 8ου Συνεδρίου (1961) για τα κομματικά στηρίγματα, ενώ εκτιμούσε ότι αρκούσε η περιορισμένη διορθωτική κίνηση που επιχειρήθηκε με την απόφαση της 8ης Ολομέλειας του 1965, που μιλούσε για ενίσχυση των κομματικών στηριγμάτων. Δεν μπόρεσε να δει το θέμα αυτοκριτικά, ενώ επιπλέον για μεγάλο χρονικό διάστημα αμφισβητούσε και ότι υπήρχε απόφαση για διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων, ενώ ο ίδιος την είχε εισηγηθεί.

Ξεχωριστό μερίδιο ευθύνης, λόγω της χρέωσής του, έχει και για το γεγονός ότι η ΚΕ δε συνειδητοποίησε το ιδεολογικό-πολιτικό βάθος των διαφωνιών της οπορτουνιστικής ομάδας, που εκτεινόταν πολύ πέραν των οργανωτικών ζητημάτων. Βέβαια, για τη συνειδητοποίηση αυτού του ζητήματος απαιτούνταν η συλλογική υπέρβαση εκ μέρους των καθοδηγητικών οργάνων του ΚΚΕ των προβληματικών επεξεργασιών του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος την περίοδο 1956-1968, γεγονός που θα σηματοδοτούσε τη σύγκρουση με το ΚΚΣΕ.

Την ίδια περίοδο, η διαφωνία του Κολιγιάννη με άλλα μέλη του ΠΓ και της ΚΕ αναφορικά με την απόφαση διάλυσης των Κομματικών Οργανώσεων δυσχέρανε τη συλλογική λειτουργία των οργάνων και οδηγούσε σε σημαντικές καθυστερήσεις αναφορικά με την προετοιμασία του 9ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Ο Κώστας Κολιγιάννης έχει ξεχωριστή ευθύνη για την έλλειψη συλλογικότητας στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος, όπως και για το γεγονός ότι δεν προβληματίστηκε από την αντικειμενική κριτική που ασκούσαν μέλη της ΚΕ πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Είχε ακόμα ευθύνη για το γεγονός ότι το ΠΓ υποκατέστησε την ΚΕ ως καθοδηγητικό όργανο του Κόμματος, όπως και για τις αραιές χρονικά συνεδριάσεις του ΠΓ, οι οποίες μάλιστα αναβάλλονταν όταν αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Η συγκεκριμένη προβληματική λειτουργία, για την οποία βαρύνονται και άλλα μέλη των καθοδηγητικών οργάνων, δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της δράσης του Κόμματος, πόσω μάλλον στις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμόρφωνε η παράνομη δράση του Κόμματος σε συνθήκες στρατιωτικής δικτατορίας.

Παράλληλα, μέσα και από τη μελέτη των αρχείων τεκμαίρεται ότι και τα μέλη του ΠΓ που έθεσαν ζήτημα για τον Κ. Κολιγιάννη δεν ακολούθησαν διαδικασίες που θα διευκόλυναν την αποκατάσταση της κομματικής συλλογικότητας. Αντίθετα, έθεσαν το ζήτημα στη συνάντηση αντιπροσωπίας του ΚΚΕ με αντίστοιχη του ΚΚΣΕ, δίχως να έχουν ενημερώσει πρώτ’ απ’ όλα το ΠΓ και κυρίως να έχουν θέσει ζήτημα στην ίδια την ΚΕ για τα προβλήματα που προκαλούσε ο Α΄ Γραμματέας στη λειτουργία του καθοδηγητικού οργάνου, το οποίο ήταν και υπεύθυνο να κρίνει και να αποφασίσει. Η επιλογή τους εκδήλωνε αδικαιολόγητο δισταγμό και ατολμία να μπαίνουν ανοιχτά και καθαρά τα ζητήματα σε όλο το βάθος, παρά τις μεμονωμένες κριτικές που είχαν εκφραστεί σε προηγούμενες Ολομέλειες, ιδιαίτερα μετά από τη 14η Ολομέλεια.

Από την άλλη, η επιλογή των μελών του ΠΓ να θέσουν το ζήτημα στο ΚΚΣΕ δε δικαιώνει την αντίδραση του Κ. Κολιγιάννη, ούτε την κατηγορία εναντίον τους ότι συνιστούσαν φράξια. Όπως και η στάση του Κολιγιάννη και τα συνολικότερα προβλήματα που είχε προκαλέσει η πολιτική της διάλυσης των Κομματικών Οργανώσεων δε δικαιώνουν τη στάση των στελεχών του ΚΚΣΕ, που επιχείρησαν να παρουσιάσουν τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων ως αποκλειστική επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ. Σχετικά με την απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του 1958, μπορεί το ΚΚΣΕ να μην πρότεινε ή να μην υποστήριξε ρητά τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων, όμως στην ουσία εκεί οδηγούσε η συμφωνία του με τη γνώμη της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι απαιτούνταν στις συνθήκες της παρανομίας η ένταξη όλων των κομματικών δυνάμεων στο νόμιμο πολιτικό κόμμα της ΕΔΑ και η δημιουργία στενού κομματικού κέντρου, που ονομάστηκε Κλιμάκιο της ΚΕ.

Στην περίοδο μετά από τον Κολιγιάννη, ιδιαίτερη σημασία έχει η προπαρασκευή της 18ης Ολομέλειας για το 9ο Συνέδριο του Κόμματος, όπως παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο 40, καθώς και οι αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου και η αποτίμησή τους, όπως δίνεται στο Κεφάλαιο 45. Επρόκειτο για αποφάσεις που διατηρήθηκαν μετά από την πτώση της δικτατορίας και επηρέασαν τη στρατηγική του Κόμματος για πολλά χρόνια.

Στο Σχέδιο Προγράμματος που υιοθέτησε η 18η Ολομέλεια σωστά ασκήθηκε κριτική στον προηγούμενο προσδιορισμό της «μη μονοπωλιακής αστικής τάξης» ως «εθνικής αστικής τάξης», με τον οποίο αιτιολογούνταν τα προδικτατορικά χρόνια η ανάγκη συνεργασίας της ΕΔΑ με την Ένωση Κέντρου, που θεωρούνταν εκφραστής της λεγόμενης «εθνικής αστικής τάξης» και, επομένως, εχθρός των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, η συγκεκριμένη κριτική συνέχιζε να υιοθετεί (στο πρότυπο αντίστοιχων επεξεργασιών του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος) τον αντιδιαλεκτικό χωρισμό της αστικής τάξης σε μονοπωλιακή και μη, καθώς και τον επίσης λαθεμένο χαρακτηρισμό συνολικά της εγχώριας αστικής τάξης ως εξαρτημένης από το ξένο κεφάλαιο.

Υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης ανάλυσης, ο ιμπεριαλισμός αποσπόταν από τις σύγχρονες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο εσωτερικό κάθε χώρας, εκτιμώμενος αποκλειστικά ως εξωτερική πολιτικοοικονομική και στρατιωτική επέμβαση των πιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και κυρίως των ΗΠΑ στα εσωτερικά άλλων καπιταλιστικών κρατών και απέναντι στις θελήσεις ακόμα και δυναμικών τμημάτων της αστικής τάξης. Για τον ίδιο λόγο, η δικτατορία χαρακτηριζόταν ξενοκίνητη και αιτιολογούνταν αποκλειστικά στη βάση των επιδιώξεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ως συνέπεια, προτασσόταν η λαθεμένη στρατηγική επιδίωξης μιας εξουσίας που, απαλλαγμένη από την εξάρτηση του ξένου κεφαλαίου και των μονοπωλίων, θα στεκόταν ανάμεσα στην καπιταλιστική και στη σοσιαλιστική, ανοίγοντας πρακτικά το δρόμο προς τη δεύτερη.

Γι’ αυτό και το Σχέδιο Προγράμματος που υιοθέτησε η 18η Ολομέλεια όχι μόνο μιλούσε για μια ενιαία επαναστατική διαδικασία που θα περιλάμβανε το αντιιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό στάδιο και το σοσιαλιστικό, αλλά υιοθετούσε και τη φάση της λεγόμενης «Νέας Δημοκρατίας» ως προθάλαμο του πρώτου σταδίου. Στο ίδιο πλαίσιο, το Σχέδιο Προγράμματος θεωρούσε ένα τμήμα της «μη μονοπωλιακής αστικής τάξης», όπως και την πλούσια αγροτιά, ως δυνητικά κινητήριες δυνάμεις του «καθεστώτος της Νέας Δημοκρατίας», δηλαδή ενός καθεστώτος που παρουσιαζόταν ως συνδεδεμένο με την κυβέρνηση των αντιδικτατορικών δυνάμεων.

Συνολικότερα, το Σχέδιο Προγράμματος προωθούσε έναν περαιτέρω κατακερματισμό της ήδη διασπασμένης σε δύο στάδια στρατηγικής του ΚΚΕ (το δημοκρατικό - αντιμονοπωλιακό - αντιιμπεριαλιστικό και το σοσιαλιστικό στάδιο), ενώ με την επιδίωξη της «Νέας Δημοκρατίας», το Κόμμα ήταν πρόθυμο να συμμετάσχει σε συμμαχία με αστικές πολιτικές δυνάμεις ή ακόμα και στη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνεργασίας για την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

Ταυτόχρονα και αντιφατικά, το Σχέδιο Προγράμματος θεωρούσε ότι στην Ελλάδα υπήρχαν οι βασικές υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, καθώς και μια έμπειρη εργατική τάξη, με το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα της και ένας λαός δοκιμασμένος σε αγώνες, και διακήρυττε την ανάγκη ανατροπής της δικτατορίας από την εργατική-λαϊκή δράση.

Ακόμα, η σωστή κριτική στις προδικτατορικές αντιλήψεις περί της μετατροπής της ΕΔΑ σε ενιαίο κόμμα, όπως και η ορθή επισήμανση ότι η ΕΔΑ δεν μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο του νόμιμου εκφραστή του δημοκρατικού κινήματος, δε συνοδεύονταν με πιο ουσιαστικά συμπεράσματα για τη λεγόμενη «Αριστερά» (στην οποία περιλαμβάνονταν σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις ως σύμμαχες). Έτσι, συνεχιζόταν η επιδίωξη ενός νέου σχήματος πολιτικής συμμαχίας με σοσιαλδημοκρατικές, οπορτουνιστικές, αλλά και άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, που θα ήταν απαλλαγμένο από ορισμένα προβλήματα της ΕΔΑ. Αυτή η προσέγγιση εκφράστηκε τόσο στην αντιμετώπιση του ΠΑΜ όσο και στην αμβλυμένη κριτική απέναντι σε αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, όπως το ΠΑΚ, η Δημοκρατική Άμυνα, ακόμα και το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού».

Έτσι και αλλιώς, η γενικότερη κριτική στην οπορτουνιστική ομάδα χαρακτηριζόταν από τις συνεχιζόμενες αντιφάσεις στη στρατηγική του Κόμματος. Κατά συνέπεια, ενώ σωστά η συγκρότηση οπορτουνιστικής ομάδας στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος εντοπιζόταν αρκετά νωρίτερα από τη 12η Ολομέλεια (1968), αποσυνδέονταν οι απόψεις της από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στην 6η Ολομέλεια του 1956.

Οι αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκαν στην προπαρασκευή της 18ης Ολομέλειας. Το Κόμμα παρέμεινε εγκλωβισμένο σε προβληματικά κριτήρια ανάλυσης και εκτίμησης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, χωρίς να ερμηνεύει αντικειμενικά την ανισομετρία, την ανισοτιμία στις διακρατικές καπιταλιστικές σχέσεις. Στην ανάλυση του 9ου Συνεδρίου, όπως και προηγούμενα, καθώς και στην εκτίμηση για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, βάραινε το κριτήριο της ανάπτυξης της βιομηχανίας μέσων παραγωγής και όχι συνολικά της περαιτέρω επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων σε διάφορους κλάδους της μεταποίησης και της οικονομίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, το 9ο Συνέδριο δεν έβλεπε ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα –ανεξάρτητα από το αν τα πιο αδύναμα τμήματά της δυσκολεύονταν να επιβιώσουν σε συνθήκες ενσωμάτωσης στην περιφερειακή ή παγκόσμια καπιταλιστική αγορά και οξυμένου ανταγωνισμού τους με τα ξένα μονοπώλια– ήταν σταθερά προσανατολισμένη στην αναβάθμισή της διεθνώς και αυτόν το στόχο υπηρετούσαν οι επιλογές της. Συνέχισε να θεωρεί την εξάρτηση της Ελλάδας ως υπεύθυνη για τη σχετική βιομηχανική καθυστέρηση της χώρας και να μην ανιχνεύει τους αντικειμενικούς παράγοντες που ωθούν τους εγχώριους καπιταλιστές στην επιλογή των επενδύσεων.

Δεν εκτιμούσε αντικειμενικά τους μακροχρόνιους ιστορικού χαρακτήρα παράγοντες που οδήγησαν στην υπερτροφική ανάπτυξη της ναυτιλίας, των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων κλπ. Αντίθετα, αντιμετώπιζε αυτήν την υπερτροφική ανάπτυξη ως συνέπεια και προέκταση της εξάρτησης. Ανάλογα ερμηνευόταν η μεγαλύτερη επιβίωση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής (στην αγροτική παραγωγή και στη μεταποίηση) και γενικότερα η επιβίωση περισσότερων μικροαστικών στρωμάτων στις κατασκευές, στις χερσαίες και θαλάσσιες μεταφορές, ακόμα και στο εμπόριο συγκριτικά με άλλα καπιταλιστικά κράτη, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη.

Για πολλά χρόνια, το Κόμμα αντιφατικά στεκόταν και ως προς το ρόλο των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Το Κόμμα αντιμετώπιζε τις ΑΞΕ ως παράγοντα υποδούλωσης και καθυστέρησης της καπιταλιστικής Ελλάδας, ως μοχλό εξάρτησής της από το ξένο κεφάλαιο και όχι και ως μέσο επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων, ενίσχυσης της εγχώριας αστικής τάξης και επίτευξης καπιταλιστικής ανάπτυξης με όρους ανισομετρίας στην παγκόσμια ή περιφερειακή καπιταλιστική αγορά. Εξίσου λαθεμένα και αντιφατικά θεωρούσε τα ξένα κράτη υπεύθυνα για την καθυστέρηση βιομηχανικών επενδύσεων. Δεν έβλεπε ότι στον περιορισμένο προσανατολισμό των ΑΞΕ προς την Ελλάδα συνέβαλλε προπολεμικά το πολύ περιορισμένο μέγεθος της εσωτερικής καπιταλιστικής αγοράς και μεταπολεμικά και το γεγονός ότι, με εξαίρεση την Τουρκία, δε συνόρευε χερσαία με καπιταλιστικές οικονομίες.

Κάτω από το βάρος των προηγούμενων προβληματικών επεξεργασιών, το 9ο Συνέδριο δεν μπόρεσε να αποτιμήσει αντικειμενικά το χαρακτήρα της τότε καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Για την επεξεργασία-συγγραφή του Γ2 Τόμου μελετήθηκαν ορισμένα σχετικά άρθρα της περιόδου προετοιμασίας του 9ου Συνεδρίου, αλλά και τα πρακτικά της διεξαγωγής του, καθώς και αρθρογραφία Σοβιετικών ειδικών στο Νέο Κόσμο. Από αυτά προκύπτει ότι η καπιταλιστική οικονομική κρίση ταυτιζόταν με τον αμφιλεγόμενο και χρησιμοποιούμενο με διαφορετικούς προσδιορισμούς όρο της «γενικής κρίσης του καπιταλισμού», που είχε υιοθετηθεί από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα από τις πρώτες 10ετίες του 20ού αιώνα.

Ωστόσο, αν και πρόκειται για μια περίοδο που η καπιταλιστική οικονομική κρίση είχε συγχρονισμένο παγκόσμιο χαρακτήρα και σημαντικό βάθος και στον έναν ή άλλο βαθμό συνδέθηκε και με γεγονότα πολιτικής κρίσης σε κάποιες χώρες ή έντασης των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των συνεπειών τους, ούτε από το ΚΚΕ στην παρούσα συνεδριακή φάση, ούτε γενικότερα από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα συνδέθηκε με προβληματισμούς για ανίχνευση στοιχείων αρχόμενης επαναστατικής κατάστασης. Έτσι, την ίδια ώρα που υιοθετούνταν ο όρος «γενική κρίση του καπιταλισμού» και γινόταν η εκτίμηση ότι ο διεθνής ιμπεριαλισμός ήταν αποδυναμωμένος, οι πολιτικές που προωθούνταν παρέμεναν στο έδαφος της διαχείρισής του.

Εξαιτίας και όλων των παραπάνω, το Πρόγραμμα που ψήφισε το 9ο Συνέδριο, παρά τις βελτιώσεις που επέφερε σε σχέση με παλιότερες εκτιμήσεις και την κριτική προηγούμενων αποφάσεων, στην ουσία άφησε άθικτο τον κρίσιμης σημασίας πυρήνα του λαθεμένου Προγράμματος του 8ου Συνεδρίου, δηλαδή τη λογική των δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας, όπως και το ζήτημα της εκτίμησης της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και της αποτίμησης της θέσης του στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Αναπαρήγαγε την αντίφαση, αφενός, να εκτιμά ότι στην Ελλάδα υπήρχαν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και, αφετέρου, να προσδιορίζει το χαρακτήρα της επανάστασης με κριτήρια τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και το συσχετισμό δυνάμεων. Πρόβαλε την ύπαρξη δύο αντιθέσεων στην καπιταλιστική κοινωνία, τη βασική κεφαλαίου-εργασίας και μια άλλη ως κυρίαρχη, την αντίθεση ανάμεσα στις μονοπωλιακές και μη μονοπωλιακές δυνάμεις, περιλαμβάνοντας στις δεύτερες και τμήματα της αστικής τάξης και όλα τα μεσαία στρώματα. Αυτή ήταν η βάση και του μη αντικειμενικού ταξικά προσδιορισμού των αστικών πολιτικών δυνάμεων και της στάσης του Κόμματος απέναντί τους και τελικά της επιδίωξης μιας συνεργασίας μαζί τους και πολύ περισσότερο μιας ενδιάμεσης εξουσίας μεταξύ της καπιταλιστικής και της σοσιαλιστικής.

Έτσι και αλλιώς, ο προσδιορισμός του σοσιαλισμού ως «τελικού» σκοπού στο Πρόγραμμα που υπερψήφισε το 9ο Συνέδριο υποδήλωνε με σαφήνεια ότι υπήρχαν άλλοι άμεσοι, ενδιάμεσοι κοινωνικοπολιτικοί και οικονομικοί στόχοι, μεταβατικό πολιτικό καθεστώς στο έδαφος του καπιταλισμού. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αποσπόταν η καθημερινή πάλη από την πάλη για το σοσιαλισμό.

Οι προηγούμενες προσεγγίσεις έρχονταν σε αντίθεση με τη λενινιστική θέση ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Δεν τοποθετούνταν αντικειμενικά ως προς τη θέση των τάξεων, δηλαδή της αστικής και της εργατικής τάξης, αλλά και των ενδιάμεσων στρωμάτων απέναντι στην αστική εξουσία και στο χαρακτήρα της επανάστασης.

Είναι ενδεικτικό ότι ο όρος «επαναστατική κατάσταση» ως αντικειμενικός παράγοντας για πραγματοποίηση της επαναστατικής εξέγερσης για την ανατροπή της αστικής πολιτικής εξουσίας, τo τσάκισμα του αστικού κράτους, το επαναστατικό πέρασμα στην εργατική εξουσία, δεν υπήρξε στα ντοκουμέντα του 9ου Συνεδρίου. Είναι δύσκολο να ερμηνευτεί αυτή η ανεπάρκεια μόνο ως θεωρητική, καθώς ήταν γνωστή η σχετική ανάλυση του Λένιν. Περισσότερο μπορεί να εξηγηθεί από τη μεταρρυθμιστική αντίληψη που σε τελευταία ανάλυση διακατέχει τη στρατηγική των σταδίων, αφού στο πρώτο δεν υπάρχει σύγκρουση με την αστική τάξη και το κράτος της, ενώ το δεύτερο στάδιο προκύπτει εξελικτικά σε σχέση με το πρώτο. Έτσι, ακόμα κι όταν η έναρξη του πρώτου σταδίου συνδεόταν με πιο δυναμική ή και ένοπλη μορφή πάλης, αυτό δε συνιστούσε επαναστατική ανατροπή, αφού σε αυτή συμμετείχε και τμήμα των αστικών δυνάμεων, ενώ δεν έθιγε την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Άλλωστε, μια ένοπλη μορφή πάλης μπορεί να εκδηλωθεί και σε ένα μη επαναστατικό (με την έννοια της αλλαγής τάξης στην εξουσία) αγώνα, π.χ. εθνικοαπελευθερωτικό, αντιαποικιακό.

Η στρατηγική που υιοθέτησε το ΚΚΕ στο Πρόγραμμα του 9ου Συνεδρίου του είχε επιπτώσεις στην παραπέρα πορεία του Κόμματος, από την αρχή ακόμα της Μεταπολίτευσης έως και το 1996, όταν με το Πρόγραμμα που υιοθέτησε το 15ο Συνέδριο ξεκαθάρισε το ζήτημα του χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα ως σοσιαλιστικής, προσδιόρισε τις κινητήριες δυνάμεις και απέρριψε τη μεταβατική εξουσία ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό. Η επεξεργασία ολοκληρώθηκε και διορθώθηκε σε σημεία με το Πρόγραμμα στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 2013. Το 19ο Συνέδριο ολοκληρωμένα καθόρισε το χαρακτήρα της πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ, με την επεξεργασία του χαρακτήρα και του ρόλου της Κοινωνικής Συμμαχίας, του ρόλου του εργατικού επαναστατικού μετώπου σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.

 

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑΣ

Στα συμπεράσματα του προτεινόμενου Δοκιμίου υπογραμμίζεται ότι, ανεξάρτητα από τις αδυναμίες στη στρατηγική του Κόμματος που διασυνδέονταν με αδυναμίες στις επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, το ΚΚΕ έδωσε από την πρώτη στιγμή τις περισσότερες θυσίες στον αντιδικτατορικό αγώνα. Χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες συνελήφθησαν, δικάστηκαν, βασανίστηκαν, εξορίστηκαν. Ορισμένοι πρόσφεραν και τη ζωή τους, δολοφονημένοι από τα όργανα της Χούντας ή πεθαίνοντας από βασανιστήρια και κακουχίες στις φυλακές και στις εξορίες. Η δράση τους, που αποτυπώνεται σε πολλά κεφάλαια του Δοκιμίου, πρέπει να αποτελέσει δίδαγμα για την ανάγκη δράσης σε όλες τις συνθήκες και ανεξάρτητα από το συσχετισμό δυνάμεων, όπως και παράδειγμα για όλους μας και ειδικότερα για τις νεότερες γενιές κομμουνιστών.

Είμαστε περήφανοι, ακριβώς επειδή το ΚΚΕ και η ΚΝΕ πρόταξαν την πιο μαζική, οργανωμένη και σταθερή σε διάρκεια αντίσταση στη Χούντα. Το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα που στήριζε την επιδίωξη ανατροπής της δικτατορίας στον οργανωμένο αγώνα του εργατικού-λαϊκού παράγοντα. Με αυτόν το στόχο, καθόρισε ως αφετηρία και πεδίο δράσης τα εργατικά και λαϊκά προβλήματα, ανέδειξε διεκδικήσεις και συνθήματα ώστε οι αγώνες να εξελιχτούν σε μαζικές πολιτικές εκδηλώσεις κατά της Χούντας. Πρόβαλλε αιτήματα για την απελευθέρωση των κρατούμενων, τη χορήγηση γενικής αμνηστίας, την κατάργηση των μετεμφυλιακών και χουντικών αντιλαϊκών-αντικομμουνιστικών νόμων, τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Δε συμμετείχε και, πολύ περισσότερο, καταδίκασε ανοιχτά τα αστικά σχέδια «φιλελευθεροποίησης» της δικτατορίας.

Η δράση του ΚΚΕ στη διάρκεια της δικτατορίας επηρεάστηκε από τις πολιτικές του επεξεργασίες και τις οργανωτικές του αδυναμίες, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να εξεταστεί και αυτοτελώς. Η διαδικασία συγκρότησης, στην πραγματικότητα εκ νέου συγκρότησης, των Κομματικών Οργανώσεων σε συνθήκες δικτατορίας, που καταγράφεται στο Δοκίμιο, αποδείχτηκε δύσκολη.

Οι παράγοντες που επιδρούσαν ανασχετικά στην καθημερινή δράση των κομμουνιστών και κομμουνιστριών στην Ελλάδα μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

Πρώτο: Οι προσπάθειες του Κλιμακίου της ΚΕ στην Ελλάδα και των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων να δράσουν και να αναπτυχθούν βρίσκονταν αντιμέτωπες με τους διωκτικούς μηχανισμούς της Χούντας. Οι συλλήψεις και τα «χτυπήματα» που πέτυχε η Ασφάλεια στο ίδιο το Κλιμάκιο και στις κατά τόπους Οργανώσεις αποδιοργάνωναν σε μεγάλο βαθμό την πορεία ανασυγκρότησης του Κόμματος. Πολλές φορές η δουλειά έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή, ενώ, πλάι στα άμεσα, πρακτικά προβλήματα που δημιουργούσαν τα «χτυπήματα» (απώλεια στελεχών, συνδέσεων, σπιτιών), επιδρούσαν και στο ηθικό των μελών του Κόμματος, ενίσχυαν το κλίμα φόβου για διείσδυση της Ασφάλειας.

Δεύτερο: Ως αποτέλεσμα της διάλυσης των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων και της απουσίας σχεδιασμού δράσης σε περίπτωση επιβολής της δικτατορίας, ένα μεγάλο μέρος των στελεχών με εμπειρία παράνομης κομματικής δράσης είχαν συλληφθεί από τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος, ενώ πολλοί απ’ όσους απέμεναν ελεύθεροι δε διέθεταν εμπειρία δουλειάς στην παρανομία και των συνωμοτικών μέτρων που απαιτούσε. Σε αυτές τις συνθήκες, οι Κομματικές Οργανώσεις είχαν περιορισμένο κύκλο δράσης και απεύθυνσης, ενώ τις επηρέαζε και μια λαθεμένη αντίληψη περί συνωμοτικότητας και προφύλαξης των Οργανώσεων. Οι νεαρές παράνομες Κομματικές Οργανώσεις αδυνατούσαν να συνδυάσουν την παράνομη με τη νόμιμη δουλειά, έτσι ώστε η αναγκαιότητα προφύλαξης των Κομματικών Οργανώσεων να συνδυάζεται με το καθήκον της δημιουργίας ερεισμάτων μαζικής πάλης των εργαζόμενων, αξιοποίησης και της παραμικρής χαραμάδας νόμιμης δράσης, σε συνθήκες απαγόρευσης της πολιτικής δράσης και μαζικών διώξεων. Παρότι η αδυναμία αυτή έγκαιρα εντοπίστηκε από τα καθοδηγητικά όργανα, δεν έγινε δυνατό να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά.

Τρίτο: Στην ανασυγκρότηση του Κόμματος επέδρασε αρνητικά η υπονομευτική-διαλυτική δράση της οπορτουνιστικής ομάδας πριν τη 12η Ολομέλεια και μετά από αυτήν. Αρνητικά επέδρασε και η αρχική επιλογή της καθοδήγησης του Κόμματος να προσπαθήσει να παραμείνουν στο ΚΚΕ τα στελέχη της, ώστε να κριθούν οι αποφάσεις της 12ης Ολομέλειας με τη σύγκληση αντιπροσωπευτικού Σώματος.

Τέταρτο: Το γεγονός ότι για μεγάλο διάστημα το Κόμμα προσπαθούσε να διατηρήσει και το σχήμα της ΕΔΑ, ενώ αυτή στην ουσία είχε ξεπεραστεί από την απαγόρευση δράσης της, την πλήρη αποδυνάμωσή της, τη χρησιμοποίηση της «ταμπέλας» της από τη διασπαστική οπορτουνιστική ομάδα σε βάρος του ΚΚΕ. Το ίδιο προβληματική ήταν η προσπάθεια διατήρησης και ενίσχυσης του ΠΑΜ, ο τίτλος του οποίου επίσης χρησιμοποιούνταν από τους οπορτουνιστές, ενώ δεν είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει γύρω του αξιόλογες δυνάμεις. Ανασταλτικά στην ανάπτυξη της ΚΝΕ λειτουργούσαν αντίστοιχα οι αποφάσεις υπέρ της διατήρησης και ενίσχυσης της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη και του ΠΑΜ Νέων.

Από τη σκοπιά της άντλησης πείρας από τη δράση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων στη διάρκεια της δικτατορίας, διδάγματα διαχρονικής σημασίας προκύπτουν από τις σύγχρονες εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα από τα χτυπήματα της Ασφάλειας, έτσι όπως αυτά καταγράφονται στο υποκεφάλαιο 46.2. Σε αυτό επισημαίνεται ότι το ΠΓ απέστειλε από την αρχή της δικτατορίας στελέχη του Κόμματος για να ενισχύσουν την δουλειά των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων, ενώ μετά από τα πρώτα χτυπήματα της Ασφάλειας συγκρότησε επιτροπές προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες και να καταλήξουν σε εκτιμήσεις και συμπεράσματα. Γι’ αυτόν το σκοπό, σωστά, γινόταν προσπάθεια να φτάσουν στην καθοδήγηση του Κόμματος και να μελετηθούν οι γνώμες και εκτιμήσεις στελεχών που είχαν συλληφθεί και εκείνων που δρούσαν μέσα στην Ελλάδα με την οργάνωση «ταχυδρομικού» καναλιού διαβίβασης του σχετικού υλικού. Ωστόσο, εξ αντικειμένου αυτή η διαδικασία ήταν χρονοβόρα.

Στις συνεδριάσεις της ΚΕ, με βάση τα στοιχεία των πορισμάτων που βασίζονταν σε ατομικά σημειώματα, γίνονταν εκτιμήσεις και κριτική στο ΠΓ πρώτα απ’ όλα για τον τρόπο που προετοίμαζε και έπαιρνε τα μέτρα για τις αποστολές και την καταλληλότητα ορισμένων στελεχών που συμμετείχαν σε αυτές. Επιπλέον, γινόταν κριτική για το κατά πόσο έπαιρνε υπόψη –όσο ήταν δυνατόν- την ετοιμότητα των βασικών κομματικών οργάνων μέσα στην Ελλάδα να περιφρουρήσουν και να αναπτύξουν τη δουλειά με τη βοήθεια των στελεχών που έμπαιναν παράνομα στην Ελλάδα.

Τα παραπάνω αναδεικνύουν ότι το ΠΓ, πριν αλλά και μετά από τη 12η Ολομέλεια, δεν είχε πλήρως αντικειμενική εικόνα για την κατάσταση και τις δυνατότητες των κομματικών δυνάμεων, ιδιαίτερα την πρώτη περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας, αλλά και στην πορεία. Σε ορισμένες περιπτώσεις βρέθηκε αντιμέτωπο και με την ωραιοποίηση των εκτιμήσεων και απολογισμών, είτε γιατί δεν υπήρχε συλλογική εικόνα από τα στελέχη στην Ελλάδα είτε γιατί στις δύσκολες συνθήκες επικρατούσαν μειωμένες απαιτήσεις. Ωστόσο, υπήρχαν και περιπτώσεις που δεν υπολόγισε την εκτίμηση του Κλιμακίου της ΚΕ ή του Γραφείου της ΚΟΑ ότι δεν υπήρχε δυνατότητα υποδοχής στελέχους από το εξωτερικό. Όπως υπήρχαν και περιπτώσεις που το ΠΓ ανέθετε στις παράνομες Κομματικές Οργανώσεις καθήκοντα αναντίστοιχα των πραγματικών τους δυνατοτήτων.

Συνολικότερα, το ΠΓ δρούσε συγκεντρωτικά, περιορίζοντας τις ευθύνες που αναλογούσαν –από τα ίδια τα πράγματα– στο Κλιμάκιο της ΚΕ στην Ελλάδα. Έτσι, χανόταν χρόνος λόγω της δύσκολης επικοινωνίας με σημειώματα για οδηγίες και κατευθύνσεις που έπρεπε να εγκριθούν, ακόμα και για ζητήματα που δεν ήταν καίριας σημασίας. Επιπρόσθετα, παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν για την εξαγωγή συμπερασμάτων από τα χτυπήματα στην Ελλάδα, επέδειξε αδικαιολόγητα μεγάλη καθυστέρηση σε αυτό το καθήκον μετά από το πρώτο σοβαρό χτύπημα που δέχτηκε το Κόμμα με τη σύλληψη της ομάδας των στελεχών με επικεφαλής τον Γρ. Φαράκο. Αυτή η καθυστέρηση εμπόδισε την αξιοποίηση των συμπερασμάτων στις επόμενες αποστολές, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται τα ίδια λάθη. Είναι ενδεικτικό ότι, παρά την προσπάθεια για εξαγωγή συμπερασμάτων από τα χτυπήματα της Ασφάλειας, σε καμία από τις Ολομέλειες της ΚΕ, όπου μελετήθηκαν οι εκθέσεις για τα χτυπήματα, δεν κρίθηκαν ολοκληρωμένες για να μπουν στη διαδικασία της έγκρισής τους από το καθοδηγητικό όργανο, ώστε να αποτελούν ένα συλλογικό πόρισμα.

Εκτός από την κύρια κριτική προς το ΠΓ με βάση και τις εκθέσεις που διαμορφώνονταν, ασκούνταν κριτική και στα στελέχη που έμπαιναν στην Ελλάδα και σε άλλα που ήδη δρούσαν στη χώρα, κυρίως σε ζητήματα παραβιάσεων των κανόνων της παράνομης δουλειάς, του συνωμοτισμού. Πράγματι, τα καθοδηγητικά στελέχη στην Ελλάδα, πολλές φορές, επιδείκνυαν αδημονία και βιασύνη στη διαδικασία ανασυγκρότησης του Κόμματος, κάτω από την πίεση βεβαίως των αναγκών του μαζικού αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά και των χτυπημάτων από τις συλλήψεις, με αποτέλεσμα να καταστρατηγούνται οι κανόνες της επαγρύπνησης. Δεν έδειξαν την απαιτούμενη προσοχή και επαγρύπνηση στην τήρηση της βασικής κατεύθυνσης του διαχωρισμού του κεντρικού μηχανισμού από αυτόν της ΚΟ Αθήνας, στην επιλογή κατάλληλων συνδέσμων, συνεργατών, σπιτιών, μεταφορικών μέσων, ενώ, κάτω από την έλλειψη συνδέσμων και μέσων στήριξης, σε ορισμένες περιπτώσεις κατέφευγαν στην επαφή με συγγενείς.

Ταυτόχρονα, υπήρχε μια ορισμένη υποτίμηση των μηχανισμών της Ασφάλειας και της δυνατότητάς της να παρακολουθεί χωρίς να συλλαμβάνει άμεσα τα στελέχη, ώστε να ολοκληρώνει την εικόνα της αναφορικά με ποιους συνεργάζονταν. Επίσης, κάτω και από το βάρος των συνθηκών της δικτατορίας, δεν αντιμετωπίστηκε το πρόβλημα των εφεδρειών σε στελέχη και προσωπικό του μηχανισμού ώστε οι συλλήψεις να μην οδηγούν στη διακοπή της δράσης.

Επίσης, τα στελέχη που στέλνονταν ως καθοδηγητές και μέλη του Κλιμακίου της ΚΕ ήταν δοκιμασμένα ολόπλευρα στις δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες πάλης του Κόμματος, στην Κατοχή, στο ΔΣΕ, στους μεγάλους εργατικούς αγώνες, ενώ διατηρούσαν δεσμούς μέσα στην Ελλάδα. Όμως, αρκετά πράγματα είχαν αλλάξει στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή Ελλάδα κατά το χρονικό διάστημα της ζωής τους στην πολιτική προσφυγιά και στις συνθήκες του σοσιαλισμού. Είχαν επίσης αλλάξει οι μέθοδοι και οι μηχανισμοί παρακολούθησης της Ασφάλειας. Εξάλλου, δεν ήταν δεδομένο ότι όλα τα μέλη της ΚΕ διέθεταν, εκτός από την αφοσίωση και τη διάθεση προσφοράς, και τις άλλες απαιτούμενες ικανότητες για να τα βγάλουν πέρα σε αυτές τις σύνθετες συνθήκες.

Ανάλογο πρόβλημα είχαν και οι κομμουνιστές και κομμουνίστριες που ζούσαν στην Ελλάδα, ιδιαίτερα εκείνοι και εκείνες που μακρόχρονα διαπαιδαγωγήθηκαν σε συνθήκες μη ύπαρξης των Κομματικών Οργανώσεων, που είχαν συμφιλιωθεί με την ΕΔΑΐτικη οπτική στα θέματα της λειτουργίας, της περιφρούρησης και επαγρύπνησης, ενώ σε άλλους, νεότερης ηλικίας, δεν υπήρχε καθόλου η εμπειρία συνδυασμού νόμιμης και παράνομης δουλειάς.

Επιπρόσθετα, από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα, κομμουνιστές και κομμουνίστριες απελευθερώνονταν και πέρναγαν σε συνθήκες νομιμότητας, δηλαδή επέστρεφαν στα σπίτια ή και στις δουλειές τους. Όμως, ένα μεγάλο μέρος τους, και πριν απ’ όλα τα ηγετικά στελέχη του Κόμματος που ήταν γνωστά στην Ασφάλεια (άλλωστε για το λόγο αυτόν εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν για την παράνομη δράση τους), συνέχιζαν να βρίσκονται κάτω από συνεχή παρακολούθηση και ήταν εξαιρετικά δύσκολο να συνδυάζουν τη νόμιμη ζωή και την παράνομη δουλειά.

Με δεδομένα τα προηγούμενα και τις ευθύνες του ίδιου, το ΠΓ παρέμβαινε προκειμένου να αντιμετωπίσει αδυναμίες, να στηρίξει τη δουλειά του Κλιμακίου, να ενισχύσει την κομματική οικοδόμηση και δράση στην Ελλάδα. Σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν η προσπάθεια για τη συγκρότηση εφεδρικού καθοδηγητικού οργάνου και ανάλογου τεχνικού μηχανισμού, όπως και η απόφαση –που δεν υλοποιήθηκε– για πέρασμα στην παρανομία όλων των μελών του Γραφείου του Κλιμακίου και άλλων στελεχών.

Ιδιαίτερης σημασίας συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το Δοκίμιο είναι ότι η κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση στην οργανωτική συγκρότηση και λειτουργία του Κόμματος, που καθορίζονται από τους σκοπούς και τον επαναστατικό χαρακτήρα του, αναπτύσσεται και στεριώνει στο πλαίσιο της επαναστατικής στρατηγικής, αλλά και μέσα από τη συμμετοχή των μελών του Κόμματος στις Κομματικές Οργανώσεις, στη συζήτηση για τη διαμόρφωση της πολιτικής του και στη δράση για την προώθησή της, στην εκλογή των οργάνων και τον έλεγχο της δράσης τους με τη διαδικασία της κριτικής και αυτοκριτικής, στην υπεράσπιση και τήρηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, της συλλογικότητας και εσωκομματικής δημοκρατίας, στη συνεχή προσπάθεια για την ιδεολογικοπολιτική επαναστατική ενότητα του Κόμματος, την υπεράσπιση των αρχών και του Καταστατικού του, στην αδιάλλακτη στάση απέναντι σε κάθε μορφής οπορτουνισμό, οργανωτικό φιλελευθερισμό.

Το γεγονός ότι το Κόμμα είχε ανάγκη ανασυγκρότησης μέσα στην Ελλάδα από την επόμενη μέρα της δικτατορίας ήταν προφανές. Αυτή η ανάγκη όφειλε να μην ερχόταν σε αντιπαράθεση με τη διάθεση χρόνου προετοιμασίας στοιχειώδους μηχανισμού υποδοχής, διαμονής και δράσης των παράνομων στελεχών και των μελών των οργάνων, δημιουργίας εφεδρειών, της εξασφάλισης των αναγκαίων οικονομικών πόρων. Ως αποτέλεσμα των προηγούμενων αδυναμιών, οι συλλήψεις οδηγούσαν στην αποδιοργάνωση του παράνομου μηχανισμού και στην ανάγκη ανασυγκρότησής του σχεδόν από την αρχή, άρα επιβράδυναν την πορεία πλήρους ανασυγκρότησής του.

Κάτω και από αυτές τις συνθήκες, το επίπεδο της αντιδικτατορικής πάλης, ειδικά τα πρώτα χρόνια, ήταν κατώτερο των αναγκών. Οι δυσκολίες στην ανασυγκρότηση του ΚΚΕ, αλλά και το γενικότερο κλίμα της τρομοκρατίας επιδρούσαν στο επίπεδο του κινήματος, όπως και οι συνθήκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης που διευκόλυναν την αποδοχή της δικτατορίας από τμήματα των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων.

Ωστόσο και την πρώτη περίοδο της δικτατορίας, η δράση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, ακόμα και όταν δεν είχε μαζικά χαρακτηριστικά, ήταν σημαντική για να δημιουργήσει ρήγμα στο κλίμα της τρομοκρατίας και της ηττοπάθειας. Ομοίως, η ηρωική στάση πολλών μελών και στελεχών του ΚΚΕ στην ανάκριση, στα βασανιστήρια, στα στρατοδικεία ενίσχυε ηθικά και ιδεολογικά το αντιδικτατορικό κίνημα, όταν όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα».

Χρειάστηκε, όμως, να περάσει αρκετός χρόνος μέχρι να εκδηλωθούν τα πρώτα μαζικά σκιρτήματα αντίδρασης, κύρια σε χώρους φοιτητών και σπουδαστών, για να φτάσουμε στη συνέχεια στις μεγάλες κινητοποιήσεις της νεολαίας και στον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου, όπου στο πλευρό των αγωνιζόμενων φοιτητών συσπειρώθηκαν εργατοϋπάλληλοι και λαϊκά στρώματα. Σε αυτές τις κινητοποιήσεις σημαντική ήταν η παρέμβαση και η συμμετοχή του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.

 

Ο ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ-ΛΑΪΚΟΣ ΞΕΣΗΚΩΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ

Στο Δοκίμιο επιχειρείται μια προσπάθεια βαθύτερης ανάλυσης και χαρακτηρισμού του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου και των φοιτητικών και λαϊκών κινητοποιήσεων τις ίδιες μέρες σε άλλα αστικά κέντρα της χώρας. Αυτή η προσπάθεια παρουσιάζεται περισσότερο ολοκληρωμένη στην έκδοση Πολυτεχνείο, Νοέμβρης 1973, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2023. Ορισμένα βασικά σημεία που μπορούμε να σημειώσουμε περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο 43.

Ο φοιτητικός και εργατικός-λαϊκός ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου προέκυψε αυθόρμητα, με την έννοια ότι δεν ήταν αποτέλεσμα του συνειδητού σχεδιασμού και της δράσης του ΚΚΕ και της ΚΝΕ ή κάποιας άλλης πολιτικής ή αντιστασιακής οργάνωσης (όπως συνέβη στην περίπτωση της πρώτης κατάληψης της Νομικής που σχεδιάστηκε από μέλη της ΚΝΕ και της Αντι-ΕΦΕΕ). Ταυτόχρονα, βέβαια, αποτέλεσε καρπό της προηγούμενης σχεδιασμένης δράσης, εξέφραζε την ανάγκη κορύφωσης της αντιδικτατορικής πάλης και ώριμες διαθέσεις. Το ίδιο εξέφρασαν και οι φοιτητικές και εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις που ξέσπασαν τις ίδιες μέρες στα άλλα αστικά κέντρα.

Από αυτήν τη σκοπιά, η αναφορά της Πανσπουδαστικής Νο. 8 περί 250-300 προβοκατόρων του Ρουφογάλλη που εισήλθαν στο Πολυτεχνείο ήταν ατεκμηρίωτη και αποπροσανατολιστική, όχι επειδή δε σημειώθηκε εκτεταμένη δράση των κατασταλτικών μηχανισμών τις μέρες του εργατικού-λαϊκού ξεσηκωμού, αλλά επειδή οι διάφορες κρατικές υπηρεσίες (όπως το Σπουδαστικό της Ασφάλειας) δρούσαν «υπόγεια» στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος και των συγκεντρωμένων, χωρίς όμως και να μπορέσουν να καθορίσουν την τροπή των γεγονότων. Εξίσου είναι πολιτικά λαθεμένη η δημόσια καταγγελία κάποιου προσώπου ως εντεταλμένου μυστικών υπηρεσιών (στη συγκεκριμένη περίπτωση του Δ. Μαυρογένη) αν δεν υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις γι’ αυτό. Βέβαια, χρειάζεται η καταγγελία ενεργειών οι οποίες αντικειμενικά δίνουν λαβές για χτύπημα του οργανωμένου κινήματος και χρειάζεται επίσης η πολιτική αντιμετώπιση όσων λειτουργούν προβοκατόρικα συνειδητά ή ασυνείδητα.

Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ, με τις παράνομες Οργανώσεις τους, στήριξαν με όλες τους τις δυνάμεις τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου. Τα μέλη, τα στελέχη και οι φίλοι της ΚΝΕ μέσα στο Πολυτεχνείο συμμετείχαν δραστήρια και έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση της κατάληψης και με ισχυρές δυνάμεις στην πρώτη και στη δεύτερη Συντονιστική Επιτροπή συνέβαλαν στην αντιιμπεριαλιστική-αντιδικτατορική γραμμή πάλης που διαμορφώθηκε.

Η ΚΟΑ, όταν πληροφορήθηκε την κατάληψη του Πολυτεχνείου, κινητοποίησε και κατάφερε να συντονίσει όλες της τις δυνάμεις και ιδιαίτερα των οικοδόμων που έδωσαν μαχητικό «παρών» μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο.

Στην κινητοποίηση του λαού της Αθήνας συνέβαλε και ο ραδιοσταθμός του ΚΚΕ «Φωνή της Αλήθειας», ενώ το ΠΓ της ΚΕ στις 16 Νοέμβρη κάλεσε «την εργατική τάξη και το λαό να εκδηλώσει ακόμα πιο μαζικά τη συμπαράσταση και τη βοήθειά του προς τους φοιτητές».

Ωστόσο, η παρέμβαση του Κόμματος παρουσίασε μια σειρά αδυναμίες, άλλες υποκειμενικές και άλλες σε ένα βαθμό αντικειμενικές λόγω των συνθηκών της παρανομίας, του επιπέδου της οργανωτικής ανάπτυξης του ΚΚΕ και της ΚΝΕ και ενός όγκου καθηκόντων, ανάμεσά τους και η προετοιμασία της διεξαγωγής του 9ου Συνεδρίου.

Η κατάληψη έγινε γνωστή στην καθοδήγηση του Κόμματος και της ΚΝΕ με καθυστέρηση λίγων ωρών. Παρότι το Κόμμα επιδίωκε την ανατροπή της Χούντας με όρους μαζικής παρέμβασης του εργατικού-λαϊκού παράγοντα και γενικά εκτιμούσε ότι ήταν πιθανό να υπάρξουν και απότομα αγωνιστικά ξεσπάσματα, δεν πήρε υπόψη ότι κάποια γεγονότα μπορούν να αναδειχτούν σε κρίκους απότομης ανόδου του κινήματος, όχι μόνο σε συνθήκες αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά και σε συνθήκες αναστολής της. Το Γραφείο του Κλιμακίου της ΚΕ στην Ελλάδα δεν είχε προβληματιστεί για το ενδεχόμενο τέτοιων εκδηλώσεων. Και αυτό, ενώ είχαν προηγηθεί γεγονότα όπως οι δύο καταλήψεις της Νομικής και το μαζικό συλλαλητήριο στο μνημόσυνο του Γ. Παπανδρέου, που έδειχναν ότι τέτοιες μορφές αγώνα είναι πιθανές. Μάλιστα, μετά από τα γεγονότα της Νομικής δεν υπήρξε μια ολοκληρωμένη και συλλογική εκτίμηση τόσο γι’ αυτά όσο και άλλων μαζικών εκδηλώσεων που ακολούθησαν.

Ταυτόχρονα, μεγάλο μέρος της κομματικής δουλειάς από το προηγούμενο διάστημα ήταν προσανατολισμένο στην προετοιμασία του 9ου Συνεδρίου του ΚΚΕ.

Η γενική θέση του Γραφείου του Κλιμακίου της ΚΕ (και της ΚΝΕ) ότι πρέπει να αποφεύγονται «απρογραμμάτιστες» ενέργειες, προκειμένου να διαφυλάσσονται οι οργανωμένες δυνάμεις από την παγίδα των μαζικών συλλήψεων, δίχως άλλη επεξεργασία και ανάλογη οργανωτική και ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία για παρέμβαση των κομματικών δυνάμεων για την καθοδήγηση τέτοιων αγωνιστικών διεργασιών, ήταν προβληματική. Το Κόμμα όφειλε να έχει μια ορισμένη ικανότητα πρόβλεψης των «υπόγειων ρευμάτων» ή τυχαίων σε ένα βαθμό γεγονότων που μπορούν να λειτουργήσουν ως «κρίκοι» για λαϊκά ξεσπάσματα, καθώς και ένα γενικό σχέδιο δράσης για τέτοιες περιπτώσεις.

Παράλληλα, παρότι τόσο το Κλιμάκιο όσο και η ΚΟΑ κινήθηκαν προς την οργάνωση της λαϊκής συμπαράστασης με την κινητοποίηση όλων των κομματικών δυνάμεων, δεν πάρθηκε απόφαση για τη δημιουργία ενός ενιαίου καθοδηγητικού κέντρου Κόμματος-ΚΝΕ. Το γεγονός αυτό δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στην παρέμβαση των δυνάμεων της ΚΝΕ μέσα στο Πολυτεχνείο. Έτσι, δεν υπήρχε ενιαία γραμμή, ενώ διάφορες θέσεις «κατέβαιναν σα γραμμή της καθοδήγησης, χωρίς να μπορεί να εξακριβώσει κανείς τότε ποια ήταν η γνήσια».

Φυσικά, η πολιτική κατεύθυνση που θέλησαν να δώσουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ που δρούσαν στο Πολυτεχνείο ήταν ανάλογη της τότε στρατηγικής του Κόμματος και, με αυτήν την έννοια, δεν υπερέβαινε το στόχο της αποκατάστασης της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε συνεργασία με οπορτουνιστικές και αστικές πολιτικές δυνάμεις. Αυτό αποτελούσε και τον κοινό τόπο όσων συμμετείχαν στο Πολυτεχνείο, ανεξάρτητα από το βαθμό ιδεολογικής ωρίμανσης και την πολιτική τους προέλευση. Ακόμα, όμως και στο πλαίσιο της συγκεκριμένης στόχευσης, δεν υπήρξε ο απαραίτητος μηχανισμός και η ανάλογη προετοιμασία για την πιθανότητα όξυνσης της σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το χαμηλό επίπεδο ιδεολογικής-πολιτικής ωρίμανσης και συνδικαλιστικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, έθεσε αντικειμενικά και τα όρια του εργατικού-λαϊκού ξεσηκωμού.

Αυτό δε σημαίνει ότι ο φοιτητικός και εργατικός-λαϊκός ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου ήταν μάταιος ή ότι πήγε χαμένος. Αντίθετα, το αίμα που χύθηκε στο Πολυτεχνείο όξυνε τις εσωτερικές αντιθέσεις της δικτατορίας, συνετέλεσε στη διάρρηξη των δεσμών της με ευρύτερα τμήματα των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, γεγονός που σε συνδυασμό με την τρέχουσα καπιταλιστική οικονομική κρίση και τη μετέπειτα επέμβαση της δικτατορίας στην Κύπρο συνέβαλαν στην πτώση της.

Ένα ζήτημα που σχετίζεται με το φοιτητικό και εργατικό-λαϊκό ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου και απασχόλησε το Δοκίμιο ήταν ο ηγετικός στην τότε φάση ρόλος του φοιτητικού κινήματος στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Το φοιτητικό κι ευρύτερα το κίνημα των διάφορων τμημάτων της νεολαίας δεν ήταν γενικά και δεν μπορεί να είναι η πρωτοπορία του αγώνα στην ταξική πάλη, στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Ο ηγετικός ρόλος, και θεωρητικά και πρακτικά, ανήκει στην εργατική τάξη και στο κίνημά της, το οποίο επιδρά στο μαθητικό και φοιτητικό κίνημα. Στο βαθμό που αυτά συμβαδίζουν και συναντιούνται με το εργατικό κίνημα, μπορούν να παίξουν βεβαίως σπουδαίο ρόλο στους πολιτικούς ταξικούς αγώνες. Υπό αυτό το πρίσμα, το γεγονός ότι ο εργατικός-λαϊκός ξεσηκωμός ξεκίνησε από το φοιτητικό κίνημα φαίνεται αντιφατικό, αλλά έχει την εξήγησή του:

Πρώτο. Το φοιτητικό κίνημα στην Ελλάδα είχε τις δικές του παραδόσεις αγώνων και συγκρούσεων με σκοταδιστικές αντιλήψεις και τους μηχανισμούς επιβολής τους στα ΑΕΙ. Είχε πείρα αγώνων για δημοκρατικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες στη δεκαετία του 1960 ενάντια στην αστυνομική βία, στις απαγορεύσεις. Οι παράγοντες αυτοί τροφοδότησαν ένα εξεγερτικό πνεύμα. Γενικότερα, τα Πανεπιστήμια ήταν πάντα από τη φύση τους χώροι ιδεολογικής και πολιτικής πάλης, ακόμη και σε περιόδους έντονης καταστολής και τρομοκρατίας.

Δεύτερο. Η υπεροχή του φοιτητικού κινήματος σχετίζεται και με τις δυσκολίες και καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Η Χούντα είχε αποκεφαλίσει το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα από τους φυσικούς του ηγέτες, από τα πιο συνεπή και πρωτοπόρα στοιχεία. Παράλληλα, εξαιτίας των προβλημάτων στη στρατηγική του ΚΚΕ και της μακροχρόνιας απουσίας παράνομων Κομματικών Οργανώσεων στην εργατική τάξη, η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος στις συνθήκες της δικτατορίας αποδείχτηκε ένα σύνθετο και δύσκολο καθήκον. Επιπρόσθετα, η αποκλειστικά νόμιμη δράση των κομμουνιστών από το 1958 κι έπειτα εξ αντικειμένου διευκόλυνε τα χτυπήματα των κατασταλτικών μηχανισμών, όπως αναφέρθηκε.

Αντίθετα, στο φοιτητικό κίνημα εντάχτηκαν σε αρκετές περιπτώσεις άγνωστοι στις Αρχές καταστολής και, επομένως, με μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Δεν πρέπει να λησμονείται εξάλλου ότι η δικτατορία αντιμετώπισε με επιτυχία όσους πρωτοστατούσαν στο προδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και κατόρθωσε να σμπαραλιάσει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των φοιτητών. Αυτές μπόρεσαν να αναπτυχθούν και πάλι σε συνθήκες που επέτρεπαν μια σχετικά μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων, ειδικά έπειτα από τα «μέτρα φιλελευθεροποίησης» της Χούντας, ανάμεσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν και η ελεύθερη συγκρότηση των εθνικοτοπικών φοιτητικών συλλόγων.

Μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων υπήρχε και λόγω των συγκρούσεων μερίδας των αστικών πολιτικών δυνάμεων με τη δικτατορία, που σταδιακά μεταφέρθηκαν στα Πανεπιστήμια, τόσο μέσα από τα παιδιά της αστικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων, που κατά πλειοψηφία φοιτούσαν σε αυτά, όσο και μέσω μερίδας των καθηγητών Πανεπιστημίων.

 

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ

Ένα ιδιαίτερο θέμα στην κομματική ιστορία της περιόδου, που όμως διαρθρώνεται με τη συνολικότερη εξέλιξη των πολιτικών επεξεργασιών του ΚΚΕ, αποτελεί η υπόθεση του Νίκου Ζαχαριάδη. Το προηγούμενο διάστημα συνεχίσαμε την ιστορική έρευνα και την αναζήτηση αρχειακού υλικού που αφορούσε τις συνθήκες ζωής του στη Σοβιετική Ένωση και κυρίως τις συνθήκες θανάτου του Νίκου Ζαχαριάδη την 1η Αυγούστου 1973, γεγονός που εντάσσεται στην περίοδο που εξετάζει ο Τόμος Γ2. Στη βάση αυτή, διαμορφώθηκαν ορισμένα υποκεφάλαια (10.2, 16.4, 22.5) που εκτείνονται σε όλη τη χρονική περίοδο που μελετά το Δοκίμιο, καθώς και το Κεφάλαιο 41, όπου περιγράφονται τα γεγονότα που οδήγησαν στην αυτοκτονία του Νίκου Ζαχαριάδη και γίνεται μια συνολική εκτίμηση της πορείας και της δράσης του.

Φυσικά, η αποκάλυψη της αυτοκτονίας του ως πράξης πολιτικής διαμαρτυρίας και επομένως η απόρριψη της επίσημης εκδοχής του θανάτου από φυσικά αίτια είχε πραγματοποιηθεί εδώ και χρόνια, ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 1990, με την ολοκλήρωση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και τη διάλυσή της. Στον παρόντα Τόμο παρατίθενται όσα αρχειακά υλικά αποκτήθηκαν κυρίως από τις επισκέψεις και την ερευνητική εργασία στα Ρωσικά Αρχεία. Από το αρχειακό υλικό προκύπτει η συνυπευθυνότητα και των δύο κομμάτων –του ΚΚΕ και του ΚΚΣΕ– για την εξορία του Ν. Ζαχαριάδη, αν και το προβάδισμα του ενός ή του άλλου διαφοροποιείται ανά χρονική περίοδο.

Συνοψίζοντας αυτήν τη συνυπευθυνότητα, που αφορά όλη την περίοδο από την εγκατάσταση των βασικών δυνάμεων του ΔΣΕ και της ηγεσίας του ΚΚΕ στην ΕΣΣΔ και τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, θα λέγαμε το εξής: Στελέχη της δεξιάς οπορτουνιστικής πτέρυγας του ΚΚΕ πρωτοστάτησαν με επιστολές και άλλες πρωτοβουλίες προς την ηγεσία του ΚΚΣΕ στη συκοφάντηση του Νίκου Ζαχαριάδη ως κύριου υπεύθυνου στη «λαθεμένη» επιλογή συγκρότησης του ΔΣΕ, της πορείας ήττας του και της ανάλυσης των αιτίων της. Η συκοφάντηση έφτασε ως το χαρακτηρισμό του «προδότη-πράχτορα» του ταξικού εχθρού. Οι δυνάμεις αυτές υποστηρίχτηκαν ενεργά από την ηγεσία του ΚΚΣΕ μετά από το θάνατο του Στάλιν και την ανάδειξη του Χρουστσόφ ως Γενικού Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΣΕ, στην προσπάθειά τους να αλλάξει η ηγεσία του ΚΚΕ.

Η καθαίρεση του Νίκου Ζαχαριάδη δεν οδήγησε μόνο στην εξορία του, για την οποία ευθύνονται ΚΚΕ και ΚΚΣΕ και η οποία δεν του επιβλήθηκε αμέσως, αλλά κυρίως στην παραπέρα οπορτουνιστική διάβρωση του ΚΚΕ, στη διάλυση των Κομματικών του Οργανώσεων και στη διάχυση των κομμουνιστών στην ΕΔΑ. Πρόκειται για πολιτικές επιλογές που βαραίνουν αντικειμενικά τη δράση και τις επεξεργασίες του Κόμματος κατά την εξεταζόμενη περίοδο.

Μετά από την κρίση και τη διάσπαση του ΚΚΕ με τη 12η Ευρεία Ολομέλεια (Φλεβάρης 1968), αλλά κυρίως μετά από την αλλαγή Α΄ Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ στη 17η Ολομέλεια (Δεκέμβρης 1972), όταν ανέλαβε αυτήν τη χρέωση ο Χ. Φλωράκης, η στάση του ΚΚΕ έγινε πιο διαλλακτική απέναντι στον Νίκο Ζαχαριάδη, αλλά προσέκρουσε στην αντίδραση του ΚΚΣΕ. Ωστόσο, το ΚΚΕ ευθύνεται για την παράλειψη πράξεων που μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποτροπή της αυτοκτονίας του Νίκου Ζαχαριάδη.

 

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Το γενικό περίγραμμα της τοποθέτησής μας αναφορικά με την πορεία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και της σχέσης του με το ΚΚΕ έχει δοθεί στους 5 τόμους του Δοκιμίου Ιστορίας, στα ντοκουμέντα του 18ου Συνεδρίου του Κόμματος (Φλεβάρης 2009) και στο πιο πρόσφατο άρθρο του ΠΓ «Συμπεράσματα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό (Με αφορμή τα 75 χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου)».

Στο παρόν κείμενο, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στο γεγονός ότι στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα βάραιναν όλο και περισσότερο προβλήματα στρατηγικής. Η ιδεολογική αντιμετώπιση των ακραίων αναθεωρητικών απόψεων του λεγόμενου «ευρωκομμουνισμού» εκ μέρους ΚΚ χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (που καταγράφεται στο υποκεφάλαιο 3.2 του κειμένου) δεν τα προφύλαξε από προβληματικές θεωρίες περί «ειρηνικής» συνύπαρξης σοσιαλισμού-καπιταλισμού, από πολιτικές που αποδυνάμωναν τον κεντρικό σχεδιασμό της σοσιαλιστικής οικονομίας και την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, με αποτέλεσμα να αυξάνονται και να ενισχύονται οι κοινωνικές δυνάμεις που είχαν συμφέρον από την καπιταλιστική παλινόρθωση και την επιδίωκαν.

Γενικότερα, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα ήταν τριχοτομημένο (φιλοσοβιετικό, «ευρωκομμουνιστικό», φιλοκινεζικό), αλλά από κανένα τμήμα του δεν υπήρχε ουσιαστική προσπάθεια επαναστατικής ανασυγκρότησής του, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. Η διαπάλη του φιλοσοβιετικού τμήματος με τον «ευρωκομμουνισμό» αποδυναμωνόταν λόγω της αμοιβαίας αποδοχής του ειρηνικού περάσματος στο σοσιαλισμό, των αγοραίων αντιλήψεων για το σοσιαλισμό, της πολιτικής συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία, ενώ το ΚΚ Κίνας συμμαχούσε ανοιχτά με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Από αυτήν τη σκοπιά, ιδιαίτερης σημασίας είναι το υποκεφάλαιο 24.6, όπου και παρουσιάζεται η προσέγγιση ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη ΛΔ της Κίνας, αλλά και το υποκεφάλαιο 3.4, όπου καταγράφεται η όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στο ΚΚΣΕ και στο ΚΚ Κίνας. Από τη μελέτη των συγκεκριμένων, όπως και συνολικότερα από τη μελέτη της ιστορίας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος τη συγκεκριμένη περίοδο, προκύπτει ότι η διαπάλη μεταξύ φιλοσοβιετικού και φιλοκινεζικού μέρους δε γινόταν από καμία πλευρά στη βάση των επαναστατικών αρχών του κομμουνιστικού κινήματος, του προλεταριακού διεθνισμού, της σταθερά προσανατολισμένης ταξικής πάλης ενάντια σε οποιοδήποτε καπιταλιστικό κράτος και ιμπεριαλιστική συμμαχία.

Τα παραπάνω καθόρισαν και την πορεία των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Έτσι, ακόμα και όταν αντιμετωπίστηκαν οι προσπάθειες ανατροπής της σοσιαλιστικής εξουσίας, όπως στην Ουγγαρία το 1956 και στην Τσεχοσλοβακία το 1968, αυτό δεν οδήγησε και σε μια προσπάθεια διόρθωσης της ακολουθούμενης στρατηγικής, γεγονός που μοιραία προκάλεσε την ανατροφοδότηση των δυνάμεων της αντεπανάστασης.

Στο προτεινόμενο Δοκίμιο, μελετώντας και νέα αρχεία που αποχαρακτηρίστηκαν τα τελευταία χρόνια, καταγράφουμε στο υποκεφάλαιο 2.2 την αλληλουχία των γεγονότων που οδήγησαν στην εκδήλωση της αντεπανάστασης στην Τσεχοσλοβακία. Πιο συγκεκριμένα, φωτίζουμε τη σύνδεση ανάμεσα στις κεντρικές πολιτικές επιλογές της ηγεσίας της ΣΔ Τσεχοσλοβακίας και τη διόγκωση των κοινωνικών-ταξικών δυνάμεων που είχαν συμφέρον από την αντεπανάσταση και την επιδίωκαν, την αλληλοτροφοδότηση των εσωκομματικών οπορτουνιστικών και των εξωκομματικών αντεπαναστατικών δυνάμεων, τη σχέση ανάμεσα στις αντεπαναστατικές οργανώσεις και στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Επιχειρούμε να αντλήσουμε ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία της αντεπανάστασης στην Τσεχοσλοβακία, που αποτελεί μια κλασική περίπτωση της επικράτησης των αγοραίων θεωριών του σοσιαλισμού. Αυτές, στο επίπεδο της κομματικής συγκρότησης, συνοδεύτηκαν από τις αντιλήψεις του παλλαϊκού κόμματος και του παλλαϊκού κράτους. Ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας Νοβότνι, που ανατράπηκε από τις οπορτουνιστικές δυνάμεις που πρωτοστάτησαν στην αντεπανάσταση, αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους υπέρμαχους των αποφάσεων του 20ού Συνεδρίου και του σοσιαλισμού με αγορά, οι οποίες αντικειμενικά τόνωσαν την κοινωνική-ταξική βάση της αντεπανάστασης και αλλοίωσαν το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος ως επαναστατικής πρωτοπορίας, ενώ συνέτειναν και στη διάβρωση των θεσμών της σοσιαλιστικής εξουσίας. Όπως ήταν επόμενο, η ενίσχυση των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων και η αποδυνάμωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού θα οδηγούσε αργά ή περισσότερο γρήγορα και στην προσπάθεια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και μάλιστα σε συνθήκες αδυναμίας δράσης των υγιών κομμουνιστικών δυνάμεων, πολλές από τις οποίες είχαν ήδη απομακρυνθεί από το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας.

Ωστόσο, η αντίδραση της ΕΣΣΔ, των υπόλοιπων κρατών-μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας και των όποιων υγιών κομμουνιστικών δυνάμεων στο εσωτερικό του ΚΚ Τσεχοσλοβακίας αδυνατούσε να επιφέρει τη συντριπτική νίκη των επαναστατικών δυνάμεων, αφού στις βασικές από αυτές τις δυνάμεις είχαν επικρατήσει επίσης οι απόψεις του αγοραίου σοσιαλισμού. Κατά συνέπεια, αντιδρούσαν απλά στις ανοιχτά αντικομμουνιστικές εκφάνσεις της αντεπανάστασης στην Τσεχοσλοβακία, στην ταχύτητα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και στην αλλαγή του γεωπολιτικού στάτους κβο, την ίδια στιγμή που και οι ίδιοι έστρωναν με την πολιτική τους το χαλί στην καπιταλιστική παλινόρθωση.

Αυτό φανέρωσαν και οι συνεχείς συμβιβαστικές προσπάθειες της ΕΣΣΔ πριν και μετά από το ξέσπασμα της αντεπανάστασης, η διατήρηση του Ντούμπτσεκ στην ηγεσία του Κόμματος ακόμα και μετά από την ήττα των αντεπαναστατικών δυνάμεων και, τέλος, η πολιτική που ακολούθησε το ΚΚ Τσεχοσλοβακίας τα επόμενα χρόνια. Ενδεικτικό είναι και ότι λίγα χρόνια έπειτα από τα αντεπαναστατικά γεγονότα του 1968 στην πλειοψηφία των κομματικών μελών που συμμετείχαν σε αυτά δόθηκε η δυνατότητα της επανένταξής τους στο Κόμμα, αφού η ηγεσία του θεώρησε ότι μόνο μερικές εκατοντάδες των οπορτουνιστικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην αντεπανάσταση πέρασαν στην ταξική προδοσία.

Η Τσεχοσλοβακία του 1968 ήταν το τελευταίο μήνυμα για τα ΚΚ εξουσίας ότι είχαν φτάσει στο σταυροδρόμι χωρίς επιστροφή: Της αποφασιστικής μάχης με τον οπορτουνισμό σε όλα τα πεδία –οικονομικό, ιδεολογικό, πολιτικό– στο εσωτερικό και στην εξωτερική πολιτική, απέναντι στο διεθνή καπιταλισμό με στόχο την κομμουνιστική σταθεροποίηση και εμβάθυνση ή το σταδιακό εκφυλισμό και την αντεπαναστατική ανατροπή. Η μετέπειτα εξέλιξη έδειξε ότι χάθηκε αυτή η τελευταία ευκαιρία, γεγονός που στοίχισε ακριβά στην κοινωνική εξέλιξη, επιβραδύνοντας το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, με όλες τις βαριές συνέπειες στη ζωή των λαών όχι μόνο των χωρών του πρώτου ιστορικού κύκλου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά παγκόσμια.

Τα προβλήματα στη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος είχαν αρνητικό αντίκτυπο και στο εργατικό-λαϊκό κίνημα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, που στη δεδομένη χρονική περίοδο παρουσίασε μια ορισμένη ανάταση υπό το βάρος και της επερχόμενης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, που συντάραξε τα σημαντικότερα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Αυτό επιχειρεί να αποτυπώσει το Δοκίμιο στο Κεφάλαιο 1 σε δύο κατηγορίες καπιταλιστικών κρατών με διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης του εργατικού-λαϊκού κινήματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Στην περίπτωση του γαλλικού Μάη του 1968 και του θερμού φθινοπώρου του 1969 στην Ιταλία, αναφερόμαστε σε κινήματα που εκδηλώθηκαν σε χώρες όπου τα ΚΚ διέθεταν σημαντικές οργανωμένες δυνάμεις, βρίσκονταν στην καθοδήγηση των σημαντικότερων συνδικάτων και άλλων μαζικών οργανώσεων και είχαν μεγάλη εκλογική επιρροή. Και στις δύο περιπτώσεις, η πρώτη σημαντική μεταπολεμική μείωση του βιοτικού επιπέδου των εργατικών-λαϊκών μαζών τις παραμονές της επερχόμενης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης εκφράστηκε με μεγαλύτερη οξύτητα αρχικά στις κινητοποιήσεις των φοιτητών και της νεολαίας, όπου και οι περιορισμοί της όποιας αγωνιστικής δράσης ήταν λιγότεροι. Στη συνέχεια, σημαντικά τμήματα της βιομηχανικής κυρίως εργατικής τάξης συμμετείχαν σε σκληρούς ταξικούς αγώνες. Ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις τα ΚΚ, υποτάσσοντας την άνοδο της ταξικής πάλης στη ρεφορμιστική στρατηγική τους, που αποσκοπούσε στην κοινοβουλευτική τους επικράτηση σε συνεργασία με αστικοποιημένες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, αντιμετώπισαν τους ταξικούς αγώνες ως εν δυνάμει ενισχυτές της εκλογικής τους δύναμης. Έτσι, συνεισέφεραν στην αποφυγή περαιτέρω κλονισμού της καπιταλιστικής εξουσίας (ειδικά στην περίπτωση της Γαλλίας), αφού παρουσίασαν την επιδίωξη κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ως την πολιτική προέκταση των εργατικών-λαϊκών αγώνων. Στην πράξη, αυτός ο δρόμος οδήγησε όχι μόνο στην ενσωμάτωση των εργατικών-λαϊκών αγώνων, αλλά σε μια μακρότερη πορεία στην ενσωμάτωση των ίδιων των ΚΚ στο αστικό πολιτικό σύστημα.

Οι περιπτώσεις του Ιταλικού και του Γαλλικού ΚΚ συμπυκνώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις αρνητικές συνέπειες της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που θεωρούσε ότι είναι δυνατή η κατάκτηση της σοσιαλιστικής εξουσίας χωρίς επαναστατική ρήξη.

Οι περιπτώσεις του φοιτητικού και αντιπολεμικού κινήματος στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και του κινήματος των μαύρων και του αντιπολεμικού κινήματος στις ΗΠΑ αφορούν χώρες στις οποίες τα κομμουνιστικά κόμματα βρίσκονταν στην παρανομία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτά τα ΚΚ είχαν αντιμετωπίσει τις μαζικές διώξεις των αστικών κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, την εποχή μάλιστα της ταχύρρυθμης καπιταλιστικής ανάπτυξης που ακολούθησε τον ιμπεριαλιστικό Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δίνοντας στην καπιταλιστική εξουσία τη δυνατότητα ενσωμάτωσης εργατικών-λαϊκών δυνάμεων. Ως αποτέλεσμα, οι οργανωμένες δυνάμεις των κομμουνιστικών κομμάτων ήταν ιδιαίτερα περιορισμένες, όπως εξάλλου και η απήχησή τους στην εργατική τάξη και στους συμμάχους της.

Σε αυτές τις χώρες, όσο η απρόσκοπτη καπιταλιστική ανάπτυξη έφτανε στο τέλος της και κατά συνέπεια διαταράσσονταν οι κοινωνικές συμμαχίες της αστικής τάξης, τόσο ορμητικά έρχονταν στην επιφάνεια ζητήματα αστικού εκσυγχρονισμού (όπως η λεγόμενη αποναζιστικοποίηση του γερμανικού κράτους ή η αναγνώριση των δικαιωμάτων των μαύρων). Ταυτόχρονα, η όξυνση της παγκόσμιας αντιπαράθεσης καπιταλισμού-σοσιαλισμού και ο κίνδυνος ενός θερμοπυρηνικού πολέμου τροφοδοτούσαν με ευρεία κοινωνική αποδοχή το αντιπολεμικό κίνημα. Σε αυτές τις συνθήκες, τα κομμουνιστικά κόμματα αντιμετώπισαν τα συγκεκριμένα κινήματα ως πρόσφορο πεδίο για την αποκατάσταση των δεσμών τους με την εργατική τάξη και τη νεολαία. Όμως, λόγω και των μικρών οργανωμένων δυνάμεών τους, αλλά και εξαιτίας της απουσίας μιας επεξεργασμένης επαναστατικής στρατηγικής που θα συνέδεε αυτά τα κινήματα με το στόχο ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας, το αστικό πολιτικό σύστημα κατόρθωσε γρήγορα να ενσωματώσει τις όποιες αντιδράσεις και να αναζωογονηθεί από αυτές, προχωρώντας παράλληλα σε ορισμένους αστικούς εκσυγχρονισμούς.

Σε αυτές τις περιπτώσεις αποδείχτηκε περίτρανα ότι η πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες, στο βαθμό που στρατηγικά δε συνδέεται με την πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, οδηγεί στη διεκδίκηση μιας πιο «καθαρής» αστικής δημοκρατίας, κλιμακώνει τις αυταπάτες για τη δυνατότητα μιας φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού.

Από άλλη πλευρά, το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και για τις περιπτώσεις των ΚΚ στη Χιλή και στην Πορτογαλία, τα οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα πρωταγωνίστησαν στους αγώνες για την αποφυγή της στρατιωτικής δικτατορίας και για την ανατροπή της. Αυτά αποτυπώνονται στα υποκεφάλαια 24.9 και 24.10 αντίστοιχα.

Αναφορικά με την περίπτωση της Χιλής, το ΚΚ συμμετείχε στη Λαϊκή Ενότητα, μια πολιτική συμμαχία με σοσιαλδημοκρατικές και άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, που προωθούσε τον εκσυγχρονισμό του αστικού πολιτικού συστήματος και μεταρρυθμίσεις στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομίας, που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση τμημάτων της εγχώριας αστικής τάξης έναντι των μονοπωλίων των ΗΠΑ. Όταν το Σεπτέμβρη του 1970, η Λαϊκή Ενότητα κέρδισε τις προεδρικές εκλογές, το ΚΚ Χιλής συμμετείχε στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Πρόεδρος Αλιέντε με τρία υπουργεία και ένα πρόγραμμα παρόμοιο με αυτό του ΚΚΕ την ίδια περίοδο. Με άλλα λόγια, υιοθετούσε το στόχο μιας επαναστατικής διαδικασίας δύο σταδίων, με το πρώτο να συνδέεται με την εξάλειψη των φεουδαρχικών κατάλοιπων στην οικονομία και την απεξάρτηση της χώρας από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό και το δεύτερο με το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ενότητας είχε αρχικά την υποστήριξη ενός σημαντικού τμήματος της χιλιανής αστικής τάξης. Ωστόσο, έπειτα από την εκδήλωση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και με τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Λαϊκής Ενότητας να μην αποδίδουν τα προσδοκώμενα, η κυρίαρχη μερίδα της αστικής τάξης, καθώς και κρατικοί μηχανισμοί των ΗΠΑ πριμοδότησαν μια σειρά απεργίες και κινητοποιήσεις μεσαίων αστικών στρωμάτων που προκάλεσαν κοινωνική αναταραχή, ανοίγοντας το δρόμο στο πραξικόπημα του Πινοσέτ που πραγματοποιήθηκε το Σεπτέμβρη του 1973. Το πραξικόπημα στήριξε η συντριπτική πλειοψηφία της στρατιωτικής ηγεσίας, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση Αλιέντε, φοβούμενη τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, είχε αρνηθεί το μαζικό εξοπλισμό τους που είχε προτείνει το ΚΚ Χιλής.

Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα έβγαλε λαθεμένα συμπεράσματα από την ήττα του λαϊκού κινήματος στη Χιλή. Αντί να την αναλύσει και να την αναδείξει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα απόδειξης ότι ήταν αδύνατο να ανοίξει ειρηνικά ο δρόμος προς το σοσιαλισμό μέσα από τη διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας σε συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικές και άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις και τη στήριξη μιας κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, εκτίμησε ότι στην ήττα επέδρασαν καθοριστικά αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες που δε σχετίζονταν με τη στρατηγική του ΚΚ Χιλής.

Από την άλλη πλευρά, στην Πορτογαλία επικρατούσε για δεκαετίες μια στρατιωτική δικτατορία. Το ΚΚ Πορτογαλίας θεωρούσε τη μονοπωλιακή αστική τάξη ως δύναμη στήριξής της και κατέτασσε στις κοινωνικές δυνάμεις που είχαν συμφέρον από την ανατροπή της την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, καθώς και τη μη μονοπωλιακή αστική τάξη. Έπειτα από την κρίση της αποικιοκρατίας και υπό την πίεση της παράνομης δράσης και του ΚΚ Πορτογαλίας στο πλαίσιο του στρατεύματος, ξέσπασε το αντιδικτατορικό «Κίνημα των Ενόπλων Δυνάμεων» (ΚΕΔ), που υποστηρίχτηκε από σημαντικές εργατικές-λαϊκές δυνάμεις. Στο ΚΕΔ, πέρα από το ΚΚ, συμμετείχαν και σοσιαλδημοκρατικές και άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, μια και σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης θεωρούσαν ότι ήταν απαραίτητοι ορισμένοι αστικοί εκσυγχρονισμοί, αφού η δικτατορία δεν μπορούσε να υπηρετήσει τους σκοπούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η επικράτηση του πολιτικά και ταξικά ετερογενούς κινήματος έμεινε στην Ιστορία ως «Επανάσταση των Γαριφάλων».

Στη συνέχεια, το ΚΚ Πορτογαλίας, το οποίο όπως και το ΚΚΕ υιοθετούσε τη στρατηγική των σταδίων, αναγνώρισε το νέο αστικό Σύνταγμα που προχωρούσε σε ορισμένους αστικούς εκσυγχρονισμούς, θεωρώντας ότι αυτό άνοιγε το δρόμο για ένα μελλοντικό ειρηνικό πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Βέβαια, τόσο το Πρόγραμμα του ΚΚΠ, όσο και το Σύνταγμα, παρά τις φραστικές διακηρύξεις του τελευταίου ότι η Πορτογαλία θα κινούνταν στο δρόμο του σοσιαλισμού και ότι οι τάξεις θα καταργούνταν, δεν άνοιγε το δρόμο προς το σοσιαλισμό, αφού το αστικό κράτος διατηρούνταν και ισχυροποιούνταν, ενώ οι σχέσεις παραγωγής παρέμεναν καπιταλιστικές. Η κρατικοποίηση (που ονομάστηκε κοινωνικοποίηση) σειράς επιχειρήσεων συνυπήρχε με τη μεγάλη καπιταλιστική ιδιοκτησία, ως τέτοια περιεχόταν και στα προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που επίσης διακήρυτταν θεωρητικά το σοσιαλισμό. Το ίδιο και η αγροτική μεταρρύθμιση, για την οποία είχαν διεξαχθεί σκληροί αγώνες επί πολλά χρόνια. Ακόμα, το θετικό μέτρο της αναγνώρισης της ανεξαρτησίας των αποικιών, για την οποία το ΚΚΠ επίσης είχε δώσει αγώνες και στην οποία παρέμενε αταλάντευτο, αποτελούσε αναγκαστική δικαίωση του αντιαποικιοκρατικού κινήματος, σε μια περίοδο που η αποικιοκρατία είχε σαρωθεί κατά κράτος σε όλο τον κόσμο.

9.9.2023

Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ

 

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Η Εισήγηση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ εγκρίθηκε από τη Σύνοδο της ΚΕ στις 27 Σεπτέμβρη 2023.