Όπως γίνεται αντιληπτό από την ανάγνωση του προτεινόμενου Γ2 Τόμου του Δοκιμίου, ακολουθείται η ίδια μεθοδολογία με τους προηγούμενους τόμους: Εξετάζεται η πολιτική δράση του Κόμματος ως προϊόν των αποφάσεων των καθοδηγητικών οργάνων, της ΚΕ και του ΠΓ, των Συνεδρίων, με βασική πηγή το Αρχείο του Κόμματος. Φυσικά, η δράση του Κόμματος εξετάζεται στο έδαφος της οικονομικής και κοινωνικής-πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και των διεθνών σχέσεών της.
Έτσι, στο παρόν Δοκίμιο επαναλαμβάνεται το συμπέρασμα ότι η δικτατορία του 1967 βρήκε το ΚΚΕ ιδεολογικά-πολιτικά και οργανωτικά ανέτοιμο. Η κύρια αιτία βρισκόταν στη βαθιά ιδεολογική-πολιτική και οργανωτική κρίση που το διέτρεχε από την 6η Πλατιά Ολομέλεια (1956) έως και τη διάσπαση στη 12η Ολομέλεια (1968).
Η κρίση στο ΚΚΕ ήταν αποτέλεσμα λαθών και αντιφάσεων της στρατηγικής του σε όλη τη δεκαετία του 1940 (Συμφωνίες Λιβάνου, Καζέρτα, Βάρκιζας, καθυστέρηση έναρξης του αγώνα του ΔΣΕ), αλλά και των μετέπειτα συνθηκών: Διωγμοί, μέχρι και εκτελέσεις των παράνομων δυνάμεων στην Ελλάδα, συγκροτημένη υποχώρηση του ΔΣΕ, εγκατάσταση των μάχιμων δυνάμεών του στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και δεξιά οπορτουνιστική στροφή στο ΚΚΣΕ (20ό Συνέδριο, 1956) και στα άλλα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Τα προηγούμενα επέδρασαν αρνητικά στη διαμόρφωση της στρατηγικής και στη δράση του συνόλου των ΚΚ, όπως και στο εργατικό-λαϊκό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών. Το ιδιαίτερο της κρίσης του ΚΚΕ για την περίοδο 1956-1968 ήταν η παρουσία της καθοδήγησής του και μεγάλου μέρους των μελών του στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελούσε και η διάλυση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα και η διάχυση των κομματικών μελών στην ΕΔΑ (1958). Η παρατεταμένη έλλειψη συνδυασμού της νόμιμης και της παράνομης δουλειάς αποτέλεσε παράγοντα ενίσχυσης των κοινοβουλευτικών αυταπατών, στη βάση και της προϋπάρχουσας στρατηγικής των σταδίων, που ενσωμάτωνε πλέον και έναν εκάστοτε στόχο συνεργασίας με αστικές δημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, κυρίως με την Ένωση Κέντρου, με στόχο τον «εκδημοκρατισμό και την εξομάλυνση του αστικού πολιτικού συστήματος», που υποτίθεται πως θα έφερνε «άρση του μετεμφυλιακού καθεστώτος και της παράνομης θέσης του ΚΚΕ».
Με δεδομένα όλα τα προηγούμενα, προδικτατορικά άμεσα το ΚΚΕ, αλλά και μέσω της ΕΔΑ, κατήγγειλε επανειλημμένα τα αστικά σενάρια αναστολής του αστικού κοινοβουλευτισμού. Όμως, εκτιμούσε ότι αυτά εκπορεύονταν μόνο από το βασιλιά και τη λεγόμενη «δεξιά» πτέρυγα των αστικών πολιτικών δυνάμεων, σε συμμαχία με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Ταυτόχρονα, υποτιμούσε τον κίνδυνο μιας στρατιωτικής δικτατορίας (θεωρώντας πιθανότερο ένα εκλογικό πραξικόπημα) και πίστευε ότι η αντιμετώπιση μιας ενδεχόμενης αναστολής του κοινοβουλευτισμού απαιτούσε την ενδυνάμωση της συμμαχίας των λεγόμενων δημοκρατικών δυνάμεων. Ως συνέπεια, δεν υπήρξε μια ανάλογη προετοιμασία για τη δημιουργία του απαραίτητου μηχανισμού, που θα εξασφάλιζε το συντονισμό της εργατικής-λαϊκής αντίδρασης σε περίπτωση στρατιωτικού πραξικοπήματος και τη συνέχεια δράσης του Κόμματος σε συνθήκες επικράτησής του.
Όμως, η ιστορική πραγματικότητα επιβεβαίωσε για μια ακόμα φόρα ότι, για όσο διάστημα επικρατεί η καπιταλιστική εξουσία, η πολιτική μορφή που αυτή προσλαμβάνει (αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία οποιασδήποτε μορφής, στρατιωτική ή μη δικτατορία κλπ.) δεν εξαρτάται πρώτιστα από τη στάση και τη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος και του εργατικού-λαϊκού κινήματος, αλλά κυρίως από το ποια μορφή εξυπηρετεί την ίδια την καπιταλιστική εξουσία ή τουλάχιστον από το ποια μορφή επιλέγει το ισχυρότερο τμήμα της αστικής τάξης στις εκάστοτε συνθήκες.
Γενικότερα, από τη μελέτη της κατάστασης του ΚΚΕ κατά τις προδικτατορικές συνθήκες, αλλά και εκείνης κατά το πραξικόπημα της 21ης Απρίλη και στο πρώτο διάστημα της δικτατορίας, προκύπτει για μια ακόμα φορά το εξής καίριο και κρίσιμο συμπέρασμα, που καταγράφεται στο Δοκίμιο: Η ανάγκη προετοιμασίας, ετοιμότητας, επαγρύπνησης και λήψης των αντίστοιχων οργανωτικών και πολιτικών μέτρων ώστε το Κομμουνιστικό Κόμμα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Η προετοιμασία αυτή εξαρτάται από το Πρόγραμμα και τη συλλογική λειτουργία του Κόμματος, την κομματική οικοδόμηση στην εργατική τάξη και γενικότερα σε τομείς στρατηγικής σημασίας για την ταξική πάλη. Συντελείται στην καθημερινή πάλη, με τον όρο ότι αυτή είναι ενταγμένη και στοχοπροσηλωμένη, σε οποιεσδήποτε συνθήκες και εναλλαγές, στον αγώνα για την επαναστατική εργατική εξουσία, με γραμμή συσπείρωσης στο κοινωνικό επίπεδο που συμβάλλει να ανεβαίνει η εργατική-λαϊκή πείρα και συνείδηση.
Με την επιβολή της δικτατορίας, το Κόμμα βρέθηκε αντιμέτωπο με την ευθύνη οργάνωσης της αντιδικτατορικής πάλης. Όμως, η προσπάθειά του να ανταποκριθεί στα νέα του καθήκοντα υπονομευόταν από την εκδήλωση της προετοιμασμένης ορμητικής επίθεσης του εγχώριου δεξιού οπορτουνισμού και αναθεωρητισμού στις γραμμές του, που προσπαθούσε να παρεμποδίσει την ανασυγκρότηση των παράνομων Κομματικών Οργανώσεων.
Πριν περάσει ένας χρόνος από την επιβολή του πραξικοπήματος, με τη διάσπαση που σημειώθηκε στη 12η Ευρεία Ολομέλεια του 1968, το ΚΚΕ κατάφερε να λύσει, έστω στοιχειωδώς, το βασικό ζήτημα, δηλαδή να απαλλαγεί από το βάρος των διαμορφωμένων σε φράξια οπορτουνιστών, που επιδίωκαν τη συνέχιση της διάχυσης του Κόμματος σε διάφορα σχήματα πολιτικής συνεργασίας με αστικές δυνάμεις. Στη 12η Ολομέλεια κρίθηκε η ιστορική συνέχεια του ΚΚΕ, ενώ στη βάση των αποφάσεών της ξεκίνησε η ανασυγκρότηση του Κόμματος στην Ελλάδα, ιδρύθηκε η ΚΝΕ και επιχειρήθηκε η ανάκτηση και ισχυροποίηση ορισμένων μαρξιστικών-λενινιστικών χαρακτηριστικών, που είχαν υποχωρήσει με την οργανωτική αφομοίωση των κομμουνιστών στην ΕΔΑ.
Ωστόσο, παρά τη διάσπαση από την οπορτουνιστική ομάδα (που στη συνέχεια προχώρησε στην ίδρυση του λεγόμενου «ΚΚΕ Εσωτερικού») και την πολεμική που ξεδιπλώθηκε εναντίον της στη διάρκεια της δικτατορίας, δε σημειώθηκαν σημαντικά βήματα στη διόρθωση της στρατηγικής, δηλαδή στον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επιδιωκόμενης επανάστασης και εξουσίας. Κατά προέκταση, στις κομματικές αποφάσεις απουσίαζε η κριτική τοποθέτηση στις επιλογές που είχαν γίνει μετά από τη στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ, ιδιαίτερα έπειτα από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή της 6ης Ολομέλειας του 1956. Υπό αυτό το πρίσμα, ανάμεσα στις καινούργιες επεξεργασίες που περιλαμβάνει το προτεινόμενο Δοκίμιο, ιδιαίτερα σημαντική είναι η αποτίμηση της στάσης του ΚΚΕ απέναντι στην οπορτουνιστική ομάδα, όπως παρατίθεται στο υποκεφάλαιο 20.3.
Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι, ακόμα και μετά από τη διάσπαση με την οπορτουνιστική ομάδα, το ΚΚΕ εξακολουθούσε να έχει ως στρατηγική αυτή των σταδίων, η οποία, στις συνθήκες της δικτατορίας, εκφράστηκε με τη διεκδίκηση κυβέρνησης «όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων». Σε αυτήν τη βάση απευθυνόταν σε αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις και στην ίδια βάση τις κατέκρινε γιατί δεν ανταποκρίνονταν και δεν ήταν προσανατολισμένες στην ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος με τη μαζική συμμετοχή του εργατικού-λαϊκού παράγοντα. Όμως, ακόμα και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη και κοινή δράση των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, η πρόταξη της «κυβέρνησης όλων των αντιδικτατορικών δυνάμεων» καλλιεργούσε αυταπάτες στα ίδια τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος, αλλά και σε όσους συμπορεύονταν μαζί του, παρότι αυτό συνέβαινε σε συνθήκες εκτεταμένης κρατικής καταστολής, σκληρών διώξεων και βασανισμών.
Συνολικότερα, η δικτατορία παρέχει νέα πείρα για τον ουτοπικό χαρακτήρα της εκτίμησης του Κόμματος, που προέκυπτε και από τις αντίστοιχες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ότι ο δρόμος πάλης για την αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας αποτελεί πρόσφορο πεδίο συγκέντρωσης δυνάμεων και μεταβατικό στάδιο για την επαναστατική πάλη με στόχο το σοσιαλισμό. Το βασικό πρόβλημα, όπως εμφανίστηκε και στα ΚΚ άλλων χωρών, ήταν η απόσπαση της πάλης για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες από την πάλη για το σοσιαλισμό, με αποτέλεσμα στη συνείδηση αγωνιζόμενων εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, ακόμα και των πιο πρωτοπόρων τμημάτων τους, να βαραίνει ως αυτοσκοπός η πάλη για την «πιο καθαρή» αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Εξίσου προβληματική αποδείχτηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο και η προαναφερόμενη εκτίμηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος ότι η κατάκτηση του σοσιαλισμού δεν προϋπέθετε επαναστατική ρήξη με την καπιταλιστική εξουσία, αλλά μπορούσε να προκληθεί μέσα από μια κοινοβουλευτική νίκη σε συνεργασία με αστικές –κυρίως σοσιαλδημοκρατικές– πολιτικές δυνάμεις.
Με δεδομένα τα προηγούμενα, μπορούμε να πούμε ότι η συζήτηση και ο προβληματισμός που αναπτύχθηκε στην ΚΕ, αλλά και σε μέλη του Κόμματος κατά τη διάρκεια της εφταετίας στράφηκε κυρίως γύρω από το λεγόμενο «κομματικό οργανωτικό πρόβλημα». Αρχικά, επικράτησε η άποψη ότι η απόφαση «περάσματος» των κομματικών μελών στην ΕΔΑ ήταν σωστή, ενώ κρινόταν αρνητικά η μη συγκρότηση παράνομων Κομματικών Οργανώσεων στην Ελλάδα. Η θέση αυτή, που υιοθετήθηκε από την ΚΕ, περιείχε σαφή αντίφαση, καθώς δεν ήταν δυνατόν οι κομμουνιστές να συμμετέχουν σε δύο κόμματα ταυτόχρονα. Αρκετά αργότερα, στη 18η Ολομέλεια (1973), εκτιμήθηκε ότι η διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων ήταν θεμελιακό λάθος. Και πάλι όμως, η θέση αυτή δε συνδέθηκε με την επανεκτίμηση της στρατηγικής του Κόμματος.
Από αυτό το γεγονός, και συνολικότερα από τη μελέτη της κομματικής ιστορίας τη συγκεκριμένη περίοδο, πηγάζει ένα σημαντικό συμπέρασμα που καταγράφεται στο Δοκίμιο και αφορά την αξία της κομματικής συλλογικότητας, που δεν πρέπει να αναιρείται ή να καταργείται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες και τις δυσκολίες που αυτές ενέχουν. Αναμφισβήτητα, η συλλογικότητα σε όλη την κλίμακα του Κόμματος δε διασφαλίζεται με τον ίδιο τρόπο σε συνθήκες παρανομίας όπως σε συνθήκες νόμιμης δράσης. Απαιτείται συνεχής ένταση της προσπάθειας αναζήτησης μορφών και τρόπων περιφρούρησης της συλλογικότητας, καθώς και της ανάπτυξης της ατομικής πρωτοβουλίας, αφού ο κομμουνιστής/η κομμουνίστρια όπου κι αν βρεθεί, σε οποιεσδήποτε συνθήκες, πρέπει να δρα με βάση την ευθύνη του/της απέναντι στην εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώματα.
Ωστόσο, από τη μελέτη των πρακτικών των Ολομελειών της ΚΕ την περίοδο της εφταετίας, προκύπτει ότι η συλλογικότητα δεν τηρήθηκε. Αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο ότι το καθοδηγητικό κέντρο ήταν έξω από την Ελλάδα (με ένα τμήμα του να δρα μέσα στη χώρα), ούτε αποκλειστικά στις αντικειμενικές συνθήκες παρανομίας, που δυσκόλευαν τη συμμετοχή των μελών της ΚΕ από την Ελλάδα και την εκ μέρους τους έγκαιρη αποστολή παράνομου ενημερωτικού υλικού με συμπεράσματα, γνώμες και παρατηρήσεις σχετικά με τη δράση του Κόμματος. Η μακρόχρονη πείρα του Κόμματος έδειξε ότι, αν η συλλογικότητα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της προσοχής, υπάρχουν δυνατότητες αυτή να λειτουργεί με ορισμένους τρόπους και μορφές που εξασφαλίζουν στην ΚΕ τη δυνατότητα να ασκεί τον καθοδηγητικό της ρόλο, έχοντας στη διάθεσή της τη γνώμη των παρακάτω οργάνων και των Κομματικών Οργανώσεων Βάσης.
Στις τότε συνθήκες, με ευθύνη πριν απ’ όλα του ΠΓ, παραβιάστηκε η αρχή της συλλογικότητας όσον αφορά την ενημέρωση των μελών της ΚΕ, που αποτελεί το ανώτερο καθοδηγητικό όργανο, για την κατάσταση στο ΠΓ, για τη στάση των μελών της οπορτουνιστικής ομάδας και αργότερα για τα προβλήματα που προκαλούσε ο ΓΓ Κ. Κολιγιάννης. Το πρόβλημα ενημέρωσης της ΚΕ προϋπήρχε της δικτατορίας και διατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της. Μια έκφραση αυτού του προβλήματος ήταν οι πολύ αραιές συνεδριάσεις της ΚΕ, καθώς έγιναν μόνο 8 Ολομέλειες και το 9ο Συνέδριο μέσα σε 7 χρόνια. Η παραβίαση της συλλογικότητας οδήγησε στο συγκεντρωτισμό στις αποφάσεις και επιλογές, στη μείωση του κύρους της ΚΕ, που μόνο ως ένα βαθμό αποκαταστάθηκε μετά από τη 12η Ολομέλεια, ενώ σημαντικά βελτιώθηκε η λειτουργία της μετά από τη 17η Ολομέλεια και την ανάδειξη του Χ. Φλωράκη σε Α΄ Γραμματέα της ΚΕ.
Αναφορικά με την τήρηση της κομματικής συλλογικότητας, ανάμεσα στις καινούργιες επεξεργασίες, που έγιναν υπό το φως και νέων ιστορικών ντοκουμέντων, ιδιαίτερη αξία έχει η εξέταση της σύγκρουσης του Κ. Κολιγιάννη με το Πολιτικό Γραφείο που οδήγησε στην απαλλαγή του, όπως περιγράφεται στο υποκεφάλαιο 35.1, καθώς και η προσπάθεια σύγχρονης αποτίμησής της που δίνεται στο υποκεφάλαιο 35.3 και η γενική εκτίμηση για τον Κ. Κολιγιάννη, που γίνεται στο υποκεφάλαιο 36.3.
Η ουσία της εκτίμησης είναι: Ο Κώστας Κολιγιάννης ηγήθηκε της πάλης για την οργανωτική αυτοτέλεια του ΚΚΕ λίγο πριν και κατά τη διάρκεια της 12ης Πλατιάς Ολομέλειας (1968), αποδεικνύοντας ότι διέθετε αντανακλαστικά για την καταπολέμηση των πιο φανερών εκδηλώσεων του οπορτουνιστικού ρεύματος. Ωστόσο, ακόμα και έπειτα από την αποχώρηση της οπορτουνιστικής ομάδας στη διάρκεια της 12ης Ολομέλειας, ο Κώστας Κολιγιάννης επέμεινε να μη βλέπει το πραγματικό βάθος του οργανωτικού προβλήματος και να το αποσυνδέει από τις αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας του 1958 και του 8ου Συνεδρίου (1961) για τα κομματικά στηρίγματα, ενώ εκτιμούσε ότι αρκούσε η περιορισμένη διορθωτική κίνηση που επιχειρήθηκε με την απόφαση της 8ης Ολομέλειας του 1965, που μιλούσε για ενίσχυση των κομματικών στηριγμάτων. Δεν μπόρεσε να δει το θέμα αυτοκριτικά, ενώ επιπλέον για μεγάλο χρονικό διάστημα αμφισβητούσε και ότι υπήρχε απόφαση για διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων, ενώ ο ίδιος την είχε εισηγηθεί.
Ξεχωριστό μερίδιο ευθύνης, λόγω της χρέωσής του, έχει και για το γεγονός ότι η ΚΕ δε συνειδητοποίησε το ιδεολογικό-πολιτικό βάθος των διαφωνιών της οπορτουνιστικής ομάδας, που εκτεινόταν πολύ πέραν των οργανωτικών ζητημάτων. Βέβαια, για τη συνειδητοποίηση αυτού του ζητήματος απαιτούνταν η συλλογική υπέρβαση εκ μέρους των καθοδηγητικών οργάνων του ΚΚΕ των προβληματικών επεξεργασιών του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος την περίοδο 1956-1968, γεγονός που θα σηματοδοτούσε τη σύγκρουση με το ΚΚΣΕ.
Την ίδια περίοδο, η διαφωνία του Κολιγιάννη με άλλα μέλη του ΠΓ και της ΚΕ αναφορικά με την απόφαση διάλυσης των Κομματικών Οργανώσεων δυσχέρανε τη συλλογική λειτουργία των οργάνων και οδηγούσε σε σημαντικές καθυστερήσεις αναφορικά με την προετοιμασία του 9ου Συνεδρίου του ΚΚΕ. Ο Κώστας Κολιγιάννης έχει ξεχωριστή ευθύνη για την έλλειψη συλλογικότητας στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος, όπως και για το γεγονός ότι δεν προβληματίστηκε από την αντικειμενική κριτική που ασκούσαν μέλη της ΚΕ πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Είχε ακόμα ευθύνη για το γεγονός ότι το ΠΓ υποκατέστησε την ΚΕ ως καθοδηγητικό όργανο του Κόμματος, όπως και για τις αραιές χρονικά συνεδριάσεις του ΠΓ, οι οποίες μάλιστα αναβάλλονταν όταν αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Η συγκεκριμένη προβληματική λειτουργία, για την οποία βαρύνονται και άλλα μέλη των καθοδηγητικών οργάνων, δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της δράσης του Κόμματος, πόσω μάλλον στις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμόρφωνε η παράνομη δράση του Κόμματος σε συνθήκες στρατιωτικής δικτατορίας.
Παράλληλα, μέσα και από τη μελέτη των αρχείων τεκμαίρεται ότι και τα μέλη του ΠΓ που έθεσαν ζήτημα για τον Κ. Κολιγιάννη δεν ακολούθησαν διαδικασίες που θα διευκόλυναν την αποκατάσταση της κομματικής συλλογικότητας. Αντίθετα, έθεσαν το ζήτημα στη συνάντηση αντιπροσωπίας του ΚΚΕ με αντίστοιχη του ΚΚΣΕ, δίχως να έχουν ενημερώσει πρώτ’ απ’ όλα το ΠΓ και κυρίως να έχουν θέσει ζήτημα στην ίδια την ΚΕ για τα προβλήματα που προκαλούσε ο Α΄ Γραμματέας στη λειτουργία του καθοδηγητικού οργάνου, το οποίο ήταν και υπεύθυνο να κρίνει και να αποφασίσει. Η επιλογή τους εκδήλωνε αδικαιολόγητο δισταγμό και ατολμία να μπαίνουν ανοιχτά και καθαρά τα ζητήματα σε όλο το βάθος, παρά τις μεμονωμένες κριτικές που είχαν εκφραστεί σε προηγούμενες Ολομέλειες, ιδιαίτερα μετά από τη 14η Ολομέλεια.
Από την άλλη, η επιλογή των μελών του ΠΓ να θέσουν το ζήτημα στο ΚΚΣΕ δε δικαιώνει την αντίδραση του Κ. Κολιγιάννη, ούτε την κατηγορία εναντίον τους ότι συνιστούσαν φράξια. Όπως και η στάση του Κολιγιάννη και τα συνολικότερα προβλήματα που είχε προκαλέσει η πολιτική της διάλυσης των Κομματικών Οργανώσεων δε δικαιώνουν τη στάση των στελεχών του ΚΚΣΕ, που επιχείρησαν να παρουσιάσουν τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων ως αποκλειστική επιλογή της ηγεσίας του ΚΚΕ. Σχετικά με την απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του 1958, μπορεί το ΚΚΣΕ να μην πρότεινε ή να μην υποστήριξε ρητά τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων, όμως στην ουσία εκεί οδηγούσε η συμφωνία του με τη γνώμη της ηγεσίας του ΚΚΕ ότι απαιτούνταν στις συνθήκες της παρανομίας η ένταξη όλων των κομματικών δυνάμεων στο νόμιμο πολιτικό κόμμα της ΕΔΑ και η δημιουργία στενού κομματικού κέντρου, που ονομάστηκε Κλιμάκιο της ΚΕ.
Στην περίοδο μετά από τον Κολιγιάννη, ιδιαίτερη σημασία έχει η προπαρασκευή της 18ης Ολομέλειας για το 9ο Συνέδριο του Κόμματος, όπως παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο 40, καθώς και οι αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου και η αποτίμησή τους, όπως δίνεται στο Κεφάλαιο 45. Επρόκειτο για αποφάσεις που διατηρήθηκαν μετά από την πτώση της δικτατορίας και επηρέασαν τη στρατηγική του Κόμματος για πολλά χρόνια.
Στο Σχέδιο Προγράμματος που υιοθέτησε η 18η Ολομέλεια σωστά ασκήθηκε κριτική στον προηγούμενο προσδιορισμό της «μη μονοπωλιακής αστικής τάξης» ως «εθνικής αστικής τάξης», με τον οποίο αιτιολογούνταν τα προδικτατορικά χρόνια η ανάγκη συνεργασίας της ΕΔΑ με την Ένωση Κέντρου, που θεωρούνταν εκφραστής της λεγόμενης «εθνικής αστικής τάξης» και, επομένως, εχθρός των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Ωστόσο, η συγκεκριμένη κριτική συνέχιζε να υιοθετεί (στο πρότυπο αντίστοιχων επεξεργασιών του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος) τον αντιδιαλεκτικό χωρισμό της αστικής τάξης σε μονοπωλιακή και μη, καθώς και τον επίσης λαθεμένο χαρακτηρισμό συνολικά της εγχώριας αστικής τάξης ως εξαρτημένης από το ξένο κεφάλαιο.
Υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης ανάλυσης, ο ιμπεριαλισμός αποσπόταν από τις σύγχρονες καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής στο εσωτερικό κάθε χώρας, εκτιμώμενος αποκλειστικά ως εξωτερική πολιτικοοικονομική και στρατιωτική επέμβαση των πιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και κυρίως των ΗΠΑ στα εσωτερικά άλλων καπιταλιστικών κρατών και απέναντι στις θελήσεις ακόμα και δυναμικών τμημάτων της αστικής τάξης. Για τον ίδιο λόγο, η δικτατορία χαρακτηριζόταν ξενοκίνητη και αιτιολογούνταν αποκλειστικά στη βάση των επιδιώξεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ως συνέπεια, προτασσόταν η λαθεμένη στρατηγική επιδίωξης μιας εξουσίας που, απαλλαγμένη από την εξάρτηση του ξένου κεφαλαίου και των μονοπωλίων, θα στεκόταν ανάμεσα στην καπιταλιστική και στη σοσιαλιστική, ανοίγοντας πρακτικά το δρόμο προς τη δεύτερη.
Γι’ αυτό και το Σχέδιο Προγράμματος που υιοθέτησε η 18η Ολομέλεια όχι μόνο μιλούσε για μια ενιαία επαναστατική διαδικασία που θα περιλάμβανε το αντιιμπεριαλιστικό-αντιμονοπωλιακό στάδιο και το σοσιαλιστικό, αλλά υιοθετούσε και τη φάση της λεγόμενης «Νέας Δημοκρατίας» ως προθάλαμο του πρώτου σταδίου. Στο ίδιο πλαίσιο, το Σχέδιο Προγράμματος θεωρούσε ένα τμήμα της «μη μονοπωλιακής αστικής τάξης», όπως και την πλούσια αγροτιά, ως δυνητικά κινητήριες δυνάμεις του «καθεστώτος της Νέας Δημοκρατίας», δηλαδή ενός καθεστώτος που παρουσιαζόταν ως συνδεδεμένο με την κυβέρνηση των αντιδικτατορικών δυνάμεων.
Συνολικότερα, το Σχέδιο Προγράμματος προωθούσε έναν περαιτέρω κατακερματισμό της ήδη διασπασμένης σε δύο στάδια στρατηγικής του ΚΚΕ (το δημοκρατικό - αντιμονοπωλιακό - αντιιμπεριαλιστικό και το σοσιαλιστικό στάδιο), ενώ με την επιδίωξη της «Νέας Δημοκρατίας», το Κόμμα ήταν πρόθυμο να συμμετάσχει σε συμμαχία με αστικές πολιτικές δυνάμεις ή ακόμα και στη συγκρότηση μιας κυβέρνησης συνεργασίας για την επαναφορά της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ταυτόχρονα και αντιφατικά, το Σχέδιο Προγράμματος θεωρούσε ότι στην Ελλάδα υπήρχαν οι βασικές υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, καθώς και μια έμπειρη εργατική τάξη, με το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα της και ένας λαός δοκιμασμένος σε αγώνες, και διακήρυττε την ανάγκη ανατροπής της δικτατορίας από την εργατική-λαϊκή δράση.
Ακόμα, η σωστή κριτική στις προδικτατορικές αντιλήψεις περί της μετατροπής της ΕΔΑ σε ενιαίο κόμμα, όπως και η ορθή επισήμανση ότι η ΕΔΑ δεν μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο του νόμιμου εκφραστή του δημοκρατικού κινήματος, δε συνοδεύονταν με πιο ουσιαστικά συμπεράσματα για τη λεγόμενη «Αριστερά» (στην οποία περιλαμβάνονταν σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις ως σύμμαχες). Έτσι, συνεχιζόταν η επιδίωξη ενός νέου σχήματος πολιτικής συμμαχίας με σοσιαλδημοκρατικές, οπορτουνιστικές, αλλά και άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, που θα ήταν απαλλαγμένο από ορισμένα προβλήματα της ΕΔΑ. Αυτή η προσέγγιση εκφράστηκε τόσο στην αντιμετώπιση του ΠΑΜ όσο και στην αμβλυμένη κριτική απέναντι σε αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, όπως το ΠΑΚ, η Δημοκρατική Άμυνα, ακόμα και το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού».
Έτσι και αλλιώς, η γενικότερη κριτική στην οπορτουνιστική ομάδα χαρακτηριζόταν από τις συνεχιζόμενες αντιφάσεις στη στρατηγική του Κόμματος. Κατά συνέπεια, ενώ σωστά η συγκρότηση οπορτουνιστικής ομάδας στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος εντοπιζόταν αρκετά νωρίτερα από τη 12η Ολομέλεια (1968), αποσυνδέονταν οι απόψεις της από τη δεξιά οπορτουνιστική στροφή που συντελέστηκε στην 6η Ολομέλεια του 1956.
Οι αποφάσεις του 9ου Συνεδρίου σε μεγάλο βαθμό στηρίχτηκαν στην προπαρασκευή της 18ης Ολομέλειας. Το Κόμμα παρέμεινε εγκλωβισμένο σε προβληματικά κριτήρια ανάλυσης και εκτίμησης του καπιταλισμού στην Ελλάδα, χωρίς να ερμηνεύει αντικειμενικά την ανισομετρία, την ανισοτιμία στις διακρατικές καπιταλιστικές σχέσεις. Στην ανάλυση του 9ου Συνεδρίου, όπως και προηγούμενα, καθώς και στην εκτίμηση για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, βάραινε το κριτήριο της ανάπτυξης της βιομηχανίας μέσων παραγωγής και όχι συνολικά της περαιτέρω επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων σε διάφορους κλάδους της μεταποίησης και της οικονομίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, το 9ο Συνέδριο δεν έβλεπε ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα –ανεξάρτητα από το αν τα πιο αδύναμα τμήματά της δυσκολεύονταν να επιβιώσουν σε συνθήκες ενσωμάτωσης στην περιφερειακή ή παγκόσμια καπιταλιστική αγορά και οξυμένου ανταγωνισμού τους με τα ξένα μονοπώλια– ήταν σταθερά προσανατολισμένη στην αναβάθμισή της διεθνώς και αυτόν το στόχο υπηρετούσαν οι επιλογές της. Συνέχισε να θεωρεί την εξάρτηση της Ελλάδας ως υπεύθυνη για τη σχετική βιομηχανική καθυστέρηση της χώρας και να μην ανιχνεύει τους αντικειμενικούς παράγοντες που ωθούν τους εγχώριους καπιταλιστές στην επιλογή των επενδύσεων.
Δεν εκτιμούσε αντικειμενικά τους μακροχρόνιους ιστορικού χαρακτήρα παράγοντες που οδήγησαν στην υπερτροφική ανάπτυξη της ναυτιλίας, των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων κλπ. Αντίθετα, αντιμετώπιζε αυτήν την υπερτροφική ανάπτυξη ως συνέπεια και προέκταση της εξάρτησης. Ανάλογα ερμηνευόταν η μεγαλύτερη επιβίωση της μικρής εμπορευματικής παραγωγής (στην αγροτική παραγωγή και στη μεταποίηση) και γενικότερα η επιβίωση περισσότερων μικροαστικών στρωμάτων στις κατασκευές, στις χερσαίες και θαλάσσιες μεταφορές, ακόμα και στο εμπόριο συγκριτικά με άλλα καπιταλιστικά κράτη, κυρίως στη Δυτική Ευρώπη.
Για πολλά χρόνια, το Κόμμα αντιφατικά στεκόταν και ως προς το ρόλο των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Το Κόμμα αντιμετώπιζε τις ΑΞΕ ως παράγοντα υποδούλωσης και καθυστέρησης της καπιταλιστικής Ελλάδας, ως μοχλό εξάρτησής της από το ξένο κεφάλαιο και όχι και ως μέσο επέκτασης των καπιταλιστικών σχέσεων, ενίσχυσης της εγχώριας αστικής τάξης και επίτευξης καπιταλιστικής ανάπτυξης με όρους ανισομετρίας στην παγκόσμια ή περιφερειακή καπιταλιστική αγορά. Εξίσου λαθεμένα και αντιφατικά θεωρούσε τα ξένα κράτη υπεύθυνα για την καθυστέρηση βιομηχανικών επενδύσεων. Δεν έβλεπε ότι στον περιορισμένο προσανατολισμό των ΑΞΕ προς την Ελλάδα συνέβαλλε προπολεμικά το πολύ περιορισμένο μέγεθος της εσωτερικής καπιταλιστικής αγοράς και μεταπολεμικά και το γεγονός ότι, με εξαίρεση την Τουρκία, δε συνόρευε χερσαία με καπιταλιστικές οικονομίες.
Κάτω από το βάρος των προηγούμενων προβληματικών επεξεργασιών, το 9ο Συνέδριο δεν μπόρεσε να αποτιμήσει αντικειμενικά το χαρακτήρα της τότε καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Για την επεξεργασία-συγγραφή του Γ2 Τόμου μελετήθηκαν ορισμένα σχετικά άρθρα της περιόδου προετοιμασίας του 9ου Συνεδρίου, αλλά και τα πρακτικά της διεξαγωγής του, καθώς και αρθρογραφία Σοβιετικών ειδικών στο Νέο Κόσμο. Από αυτά προκύπτει ότι η καπιταλιστική οικονομική κρίση ταυτιζόταν με τον αμφιλεγόμενο και χρησιμοποιούμενο με διαφορετικούς προσδιορισμούς όρο της «γενικής κρίσης του καπιταλισμού», που είχε υιοθετηθεί από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα από τις πρώτες 10ετίες του 20ού αιώνα.
Ωστόσο, αν και πρόκειται για μια περίοδο που η καπιταλιστική οικονομική κρίση είχε συγχρονισμένο παγκόσμιο χαρακτήρα και σημαντικό βάθος και στον έναν ή άλλο βαθμό συνδέθηκε και με γεγονότα πολιτικής κρίσης σε κάποιες χώρες ή έντασης των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των συνεπειών τους, ούτε από το ΚΚΕ στην παρούσα συνεδριακή φάση, ούτε γενικότερα από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα συνδέθηκε με προβληματισμούς για ανίχνευση στοιχείων αρχόμενης επαναστατικής κατάστασης. Έτσι, την ίδια ώρα που υιοθετούνταν ο όρος «γενική κρίση του καπιταλισμού» και γινόταν η εκτίμηση ότι ο διεθνής ιμπεριαλισμός ήταν αποδυναμωμένος, οι πολιτικές που προωθούνταν παρέμεναν στο έδαφος της διαχείρισής του.
Εξαιτίας και όλων των παραπάνω, το Πρόγραμμα που ψήφισε το 9ο Συνέδριο, παρά τις βελτιώσεις που επέφερε σε σχέση με παλιότερες εκτιμήσεις και την κριτική προηγούμενων αποφάσεων, στην ουσία άφησε άθικτο τον κρίσιμης σημασίας πυρήνα του λαθεμένου Προγράμματος του 8ου Συνεδρίου, δηλαδή τη λογική των δύο σταδίων της επαναστατικής διαδικασίας, όπως και το ζήτημα της εκτίμησης της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και της αποτίμησης της θέσης του στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Αναπαρήγαγε την αντίφαση, αφενός, να εκτιμά ότι στην Ελλάδα υπήρχαν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και, αφετέρου, να προσδιορίζει το χαρακτήρα της επανάστασης με κριτήρια τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και το συσχετισμό δυνάμεων. Πρόβαλε την ύπαρξη δύο αντιθέσεων στην καπιταλιστική κοινωνία, τη βασική κεφαλαίου-εργασίας και μια άλλη ως κυρίαρχη, την αντίθεση ανάμεσα στις μονοπωλιακές και μη μονοπωλιακές δυνάμεις, περιλαμβάνοντας στις δεύτερες και τμήματα της αστικής τάξης και όλα τα μεσαία στρώματα. Αυτή ήταν η βάση και του μη αντικειμενικού ταξικά προσδιορισμού των αστικών πολιτικών δυνάμεων και της στάσης του Κόμματος απέναντί τους και τελικά της επιδίωξης μιας συνεργασίας μαζί τους και πολύ περισσότερο μιας ενδιάμεσης εξουσίας μεταξύ της καπιταλιστικής και της σοσιαλιστικής.
Έτσι και αλλιώς, ο προσδιορισμός του σοσιαλισμού ως «τελικού» σκοπού στο Πρόγραμμα που υπερψήφισε το 9ο Συνέδριο υποδήλωνε με σαφήνεια ότι υπήρχαν άλλοι άμεσοι, ενδιάμεσοι κοινωνικοπολιτικοί και οικονομικοί στόχοι, μεταβατικό πολιτικό καθεστώς στο έδαφος του καπιταλισμού. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αποσπόταν η καθημερινή πάλη από την πάλη για το σοσιαλισμό.
Οι προηγούμενες προσεγγίσεις έρχονταν σε αντίθεση με τη λενινιστική θέση ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Δεν τοποθετούνταν αντικειμενικά ως προς τη θέση των τάξεων, δηλαδή της αστικής και της εργατικής τάξης, αλλά και των ενδιάμεσων στρωμάτων απέναντι στην αστική εξουσία και στο χαρακτήρα της επανάστασης.
Είναι ενδεικτικό ότι ο όρος «επαναστατική κατάσταση» ως αντικειμενικός παράγοντας για πραγματοποίηση της επαναστατικής εξέγερσης για την ανατροπή της αστικής πολιτικής εξουσίας, τo τσάκισμα του αστικού κράτους, το επαναστατικό πέρασμα στην εργατική εξουσία, δεν υπήρξε στα ντοκουμέντα του 9ου Συνεδρίου. Είναι δύσκολο να ερμηνευτεί αυτή η ανεπάρκεια μόνο ως θεωρητική, καθώς ήταν γνωστή η σχετική ανάλυση του Λένιν. Περισσότερο μπορεί να εξηγηθεί από τη μεταρρυθμιστική αντίληψη που σε τελευταία ανάλυση διακατέχει τη στρατηγική των σταδίων, αφού στο πρώτο δεν υπάρχει σύγκρουση με την αστική τάξη και το κράτος της, ενώ το δεύτερο στάδιο προκύπτει εξελικτικά σε σχέση με το πρώτο. Έτσι, ακόμα κι όταν η έναρξη του πρώτου σταδίου συνδεόταν με πιο δυναμική ή και ένοπλη μορφή πάλης, αυτό δε συνιστούσε επαναστατική ανατροπή, αφού σε αυτή συμμετείχε και τμήμα των αστικών δυνάμεων, ενώ δεν έθιγε την καπιταλιστική ιδιοκτησία. Άλλωστε, μια ένοπλη μορφή πάλης μπορεί να εκδηλωθεί και σε ένα μη επαναστατικό (με την έννοια της αλλαγής τάξης στην εξουσία) αγώνα, π.χ. εθνικοαπελευθερωτικό, αντιαποικιακό.
Η στρατηγική που υιοθέτησε το ΚΚΕ στο Πρόγραμμα του 9ου Συνεδρίου του είχε επιπτώσεις στην παραπέρα πορεία του Κόμματος, από την αρχή ακόμα της Μεταπολίτευσης έως και το 1996, όταν με το Πρόγραμμα που υιοθέτησε το 15ο Συνέδριο ξεκαθάρισε το ζήτημα του χαρακτήρα της επικείμενης επανάστασης στην Ελλάδα ως σοσιαλιστικής, προσδιόρισε τις κινητήριες δυνάμεις και απέρριψε τη μεταβατική εξουσία ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό. Η επεξεργασία ολοκληρώθηκε και διορθώθηκε σε σημεία με το Πρόγραμμα στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 2013. Το 19ο Συνέδριο ολοκληρωμένα καθόρισε το χαρακτήρα της πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ, με την επεξεργασία του χαρακτήρα και του ρόλου της Κοινωνικής Συμμαχίας, του ρόλου του εργατικού επαναστατικού μετώπου σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.