Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ αντιλαμβάνονται ότι οι επερχόμενες Ευρωεκλογές θα αποτελέσουν σημαντικό σταθμό στην πορεία αναμόρφωσης του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού χώρου.
Αναγκαστικά κινούνται σε μια αντιφατική πορεία ανταγωνισμών, αλλά και συγκλίσεων στην προσπάθεια αντιπολίτευσης απέναντι στη ΝΔ. Χαρακτηριστική είναι η κοινή τους κάθοδος στην ΚΕΔΕ υπό το δήμαρχο Αθήνας Χάρη Δούκα σε ένα μέτωπο των «προοδευτικών δυνάμεων», όπως οι ίδιοι διακήρυξαν, ενάντια στην «παρακμή» που έχει φέρει η ΝΔ στην ΚΕΔΕ. Αντίστοιχο παράδειγμα είναι και η εξ ανάγκης συνεργασία τους (λόγω και των κοινοβουλευτικών συσχετισμών) για την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, που συνοδεύτηκε με κοκορομαχίες για το ποιος θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, καταφεύγοντας σε φραστικές κορόνες και εντυπωσιοθηρία.
Επίσης και η Νέα Αριστερά μπαίνει στο παιχνίδι των διεργασιών και των συγκλίσεων στο «χώρο της Κεντροαριστεράς», καθώς όπως δήλωσε ο Αλ. Χαρίτσης: «Σε καμία περίπτωση δε μας αφήνει αδιάφορους η συζήτηση για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς στη χώρα μας, όταν μάλιστα είμαστε αντιμέτωποι με την επικυριαρχία της Δεξιάς και της κυβέρνησης Μητσοτάκη», με την Έφη Αχτσιόγλου να συμπληρώνει, για το ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, ότι «δεν κλείνουμε την πόρτα σε κανέναν που έχει προοδευτικές θέσεις και ακολουθεί μια σοβαρή πολιτική γραμμή».
Άλλωστε, πέρα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, η στρατηγική τους σύμπλευση είναι προφανής, καθώς κοινό έδαφος αποτελούν η στρατηγική και οι κατευθύνσεις του κεφαλαίου και της ΕΕ. Tμήματα του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα, συνεχίζοντας την πορεία οργανωτικής προσέγγισης με την ευρω-ομάδα των σοσιαλιστών των προηγούμενων χρόνων, ανοίγουν επίσημα τη συζήτηση για ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με το ΠΑΣΟΚ στο PES (Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα - ΕΣΚ).
Παράλληλα, σταθερές είναι οι σχέσεις των ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Αριστεράς, αλλά και δυνάμεων εντός του ΠΑΣΟΚ (π.χ. του τμήματος που εκπροσωπεί ο Γ. Παπανδρέου) με τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ και την υιοθέτηση της ευρύτερης πολιτικής και ιδεολογικής ατζέντας τους, με χαρακτηριστικότερη πλευρά εκείνη του ατομικού δικαιωματισμού και του αυτοπροσδιορισμού.
Ενδεικτικό για την κοινή τους στόχευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ότι λίγους μήνες πριν υπήρξε κοινή πρόταση των Ζαχαριάδη - Θεοχαρόπουλου -Ραγκούση για αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από την ομάδα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και ένταξή του στους Σοσιαλιστές. Στο σχετικό κείμενο έγραφαν: «Τώρα είναι η ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία να κάνει μία μεγάλη επιλογή. Να αποφασίσει καθαρά ότι στοχεύει να αποτελέσει το κόμμα της μεγάλης Κεντροαριστεράς, τον κύριο εκφραστή της μεγάλης προοδευτικής παράταξης στη χώρα μας, που εκφράζει και –κυρίως– ενώνει τους πολίτες από την Αριστερά μέχρι το Κέντρο, που δεν ενσωματώνεται στη στρατηγική της συντηρητικής παράταξης (...).»
Και συμπληρώνουν: «Δεν είμαστε πια ούτε στο 2004, όταν ιδρύθηκε το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ούτε στα χρόνια των μνημονίων. Έχει επίσης αλλάξει πλέον και η γεωγραφία μέσα στην ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά. Τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας είναι ενδεικτικά», κάνοντας ειδική αναφορά στην πείρα των ιβηρικών χωρών, όπου υπενθυμίζουμε ότι στην Ισπανία το ΚΚ Ισπανίας (PCE) συμμετέχει εδώ και χρόνια στις διάφορες κεντροαριστερές συμπράξεις, ενώ στην Πορτογαλία το ΚΚ (PCP) πρόσφερε στήριξη στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Α. Κόστα.
Με άλλα λόγια, «κοινό πρόγραμμα» των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων στη χώρα μας αποτελούν επί της ουσίας οι κατευθύνσεις του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και η αντίστοιχη ατζέντα των Δημοκρατικών των ΗΠΑ, που αποτελεί δύναμη-πυλώνα της αστικής διαχείρισης στο επίπεδο της ΕΕ και αντίστοιχα του ΝΑΤΟ. Ένα πρόγραμμα που βάζει στο επίκεντρο τις ανάγκες των ευρωπαϊκών μονοπωλίων με βάση τις διακηρυγμένες στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ για τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», τον ψηφιακό μετασχηματισμό, όπως και την ανάγκη ισχυροποίησης της ΕΕ μέσα στο περιβάλλον των σύνθετων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Εκεί, στις ανάγκες των μονοπωλιακών ομίλων της ΕΕ, έχουν τα βάθρα τους τα προγράμματα όλων των πολιτικών δυνάμεων της αστικής διαχείρισης, φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, όλων των αποχρώσεων. Και εκεί άλλωστε βρίσκεται το έδαφος της βαθύτερης σύμπλευσης της ΝΔ, με το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και όλες τις δυνάμεις της αστικής διαχείρισης και στη χώρα μας.
Α) Η «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ» ΚΑΙ Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΕ
Η συζήτηση για τη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ αποκτά πλέον νέο περιεχόμενο συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Το συγκεκριμένο σύνθημα προβαλλόταν παλιότερα ως ζήτημα αυτονομίας της ΕΕ, που εστίαζε στην «ειρηνική» καπιταλιστική ανάπτυξη, αντιπαραθετικά με ένα ΝΑΤΟ που ήταν ο αποκλειστικός προπαγανδιστής του πολέμου.
Πλέον, η διασφάλιση της «στρατηγικής αυτονομίας» της ΕΕ εστιάζει φανερά στην πολεμική προετοιμασία της ΕΕ σε όλα τα επίπεδα, σε οικονομικό, κοινωνικό, κρατικό και στρατιωτικό. Προβάλλεται επίσημα η ανάγκη αναβάθμισης της ΕΕ, ως ικανού και αυτόνομου στρατιωτικά ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, που θα λειτουργήσει ενισχυτικά στο ΝΑΤΟ ή και πιο αυτοτελώς στην παγκόσμια αντιπαράθεση με το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.
Η κλιμάκωση των διεθνών ανταγωνισμών και των πολεμικών αναμετρήσεων σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή έχουν ανοίξει για τα καλά στην ΕΕ τον προβληματισμό γύρω από τους τρόπους ισχυροποίησής της μέσα σε αυτό το ρευστό διεθνές περιβάλλον, που διαμορφώνεται στο έδαφος της σκληρής διαπάλης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα για την πρωτοκαθεδρία.
Η εξωτερική πολιτική και λεγόμενη «πολιτική ασφάλειας», η ενεργειακή πολιτική, η ενίσχυση της πολεμικής της βιομηχανίας, καθώς και η ικανότητα ανάπτυξης ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων είναι θέματα που μπαίνουν στο άμεσο επίκεντρο.
Σε αυτήν την κατεύθυνση αστικές δυνάμεις παρουσιάζουν την ανάγκη αναβάθμισης της ΕΕ, την ενίσχυση της λεγόμενης «στρατηγικής αυτονομίας» της, ενώ αναζητούν και βήματα «απεξάρτησης» από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική-πολεμική ικανότητα, αλλά και το κατάλληλο μίγμα στις σύνθετες σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών που έχουν επιμέρους και διαφοροποιημένα συμφέροντα, τόσο με τις ΗΠΑ, όσο και με τα άλλα καπιταλιστικά κέντρα.
Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σε έναν όλο και πιο ανασφαλή κόσμο, η ΕΕ πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική της ασφάλεια και άμυνα. Θα εφαρμόσουμε μια ισχυρή Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας που θα συμπληρώνει το ΝΑΤΟ», μιλώντας παράλληλα για την ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής-πολεμικής βιομηχανίας, την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης αλλά και, ως πλευρά της ισχυροποίησης της ΕΕ, τη συνέχιση της πορείας διεύρυνσής της στα Δυτικά Βαλκάνια και αλλού (έναρξη διαπραγματεύσεων με Ουκρανία, Μολβαδία και καλλιέργεια του εδάφους με τη Γεωργία).
Αξίζει να υπενθυμίσουμε άλλωστε ότι ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει πρωτοστατήσει στην πολεμική προετοιμασία και την κούρσα των εξοπλισμών.
Υπενθυμίζουμε το εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ των 100 δισ. για τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων που προώθησε ο σοσιαλδημοκάτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς και τη γνωστή του ομιλία για το ιστορικό σημείο καμπής (η λεγόμενη «ομιλία Zeitenwende») στο οποίο μπαίνει η γερμανική στρατιωτική και εξωτερική πολιτική.
Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε Ισπανία και Πορτογαλία πρωταγωνίστησαν στη μαζική αποστολή βαρέος στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία και ας μην ξεχνάμε ότι με τη σφραγίδα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε Σουηδία και Φινλανδία τέθηκε το αίτημα ένταξής τους στο ΝΑΤΟ, δηλαδή της διεύρυνσης και ενίσχυσης της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Θέλουμε μια Ευρώπη όπου (...) μέσω του ευρωστρατού [τα κράτη-μέλη] θα νιώθουν ασφάλεια από τη Φινλανδία μέχρι την Κύπρο», ενώ σχετικά με την «αυτονομία» της ΕΕ τονίζει: «Θέλουμε μία αυτοδύναμη Ευρώπη, που η οικονομία της δεν εξαρτάται από αυταρχικά καθεστώτα τρίτων χωρών. Να στοχεύσουμε στην ενεργειακή της ανεξαρτησία (...) μέσα από την πράσινη συμφωνία για την ενεργειακή μετάβαση, τον επαναπατρισμό των γραμμών παραγωγής με μία άμυνα που δε θα εξαρτάται μόνο από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.»1
Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του λέει ότι «η ηγεσία της ΕΕ έχει παρουσιαστεί κατώτερη των περιστάσεων και παραμένει εξαρτημένη από τις στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ». Υποστηρίζει ότι πρέπει να αποκτήσει μια «ενιαία και στιβαρή Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας», επαναλαμβάνοντας και αυτός ότι πρέπει να αποκτήσει «περισσότερη «αυτονομία από το ΝΑΤΟ».
Και η Νέα Αριστερά επαναδιατυπώνει θέσεις που εξάλλου είδαμε στην κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, περί «πολυπολικού κόσμου» και τη συνακόλουθη ανάγκη «άσκησης μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», ενώ η ΕΕ κατακρίνεται ότι «υποτάχτηκε στους στόχους της αμερικανικής πολιτικής, απεμπόλησε τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες που είχε αναλάβει». Επαναλαμβάνει δε την ανάγκη της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, λέγοντας ότι η ΕΕ «αρνείται να δει ότι αποτελεί για την ίδια μονόδρομο, τόσο από γεωπολιτική όσο και από οικονομική σκοπιά, το να δράσει ως ανεξάρτητος πόλος, ικανός να διαμορφώνει επιθυμητές σχέσεις σε έναν πολυπολικό κόσμο».2
ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά παριστάνουν ότι «πιέζουν» για προοδευτικές αλλαγές, ενώ στην ουσία προωθούν τους επίσημους διακηρυγμένους στόχους της ΕΕ. Συνυπογράφουν και προωθούν ενεργά τις ανάγκες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να σταθεί στον οξύ ανταγωνισμό, με ενίσχυση του στρατιωτικού βραχίονα της ΕΕ, διεύρυνση των στρατιωτικών δαπανών, την ικανότητα ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων, εμφανίζοντάς τες ως αποτέλεσμα δικής τους πίεσης.
Ασφαλώς αυτά δεν απασχολούν μόνο τους σοσιαλδημοκράτες, αλλά αποτελούν κομμάτι του προβληματισμού όλου του αστικού πολιτικού φάσματος. Όπως έγραφε σε πρόσφατη παρέμβασή του ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ: «Ήρθε η ώρα να αναλάβουμε την ευθύνη της ασφάλειάς μας. Δεν μπορούμε πλέον να βασιζόμαστε σε τρίτους ή να είμαστε έρμαια των εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ ή αλλού.»
Πολύ χαρακτηριστικές ήταν και οι πρόσφατες δηλώσεις του Πολωνού πρωθυπουργού Ντ. Τουσκ (υπενθυμίζουμε ότι έχει διατελέσει πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως και επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος) ότι η Ευρώπη «έχει εισέλθει σε προπολεμική περίοδο». Όπως επισημαίνει: «Δε θέλω να τρομάξω κανέναν, αλλά ο πόλεμος δεν είναι πια μία ιδέα του παρελθόντος. Η απειλή του πολέμου για την Ευρώπη είναι πραγματική. Και η Ευρώπη είναι απροετοίμαστη», τονίζοντας ότι τα «επόμενα δύο χρόνια είναι κρίσιμα».
Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης γύρω από τη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί παράλληλα να διαφοροποιηθεί από τη γραμμή του «δεδομένου συμμάχου» που καταγγέλλεται ότι ακολουθεί η ΝΔ και προβάλλει ότι με τη δική του λεγόμενη «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική», η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αποσπάσει περισσότερα ανταλλάγματα.
Ασφαλώς ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν αμφισβητεί στο ελάχιστο το πλαίσιο της στρατηγικής της αστικής τάξης, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ, τον ευρωατλαντισμό, τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και συμμαχίες που συμμετέχει η χώρα μας, αλλά εμφανίζεται «βασιλικότερος του βασιλέως» χαρακτηρίζοντας (διά στόματος του προέδρου του Στ. Κασσελάκη) το ΝΑΤΟ το ως «μια συμμαχία ιερή», ενώ οι θέσεις του στο διεξαγόμενο πόλεμο στη Μ. Ανατολή θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί διά χειρός Μπάιντεν.
Παράλληλα εγκαλεί την κυβέρνηση για «έλλειψη εθνικής στρατηγικής» και επισημαίνει ότι «αντί να επαναπαύεται στο ρόλο του “δεδομένου συμμάχου”, που ικανοποιεί κάθε αμερικάνικο αίτημα, οφείλει να διεκδικεί συγκεκριμένα μέτρα από τις ΗΠΑ», ότι προωθεί τη λογική του «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης» αντί της λογικής του «πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης».3
Το επιχείρημά του επί της ουσίας λέει το εξής: Να διαπραγματεύεται περισσότερο η Ελλάδα της θέση της για πρόσθετα ανταλλάγματα και να μην εμφανίζεται ως «δεδομένη», ενώ από την άλλη το αντίπαλο αστικό επιχείρημα είναι ότι ακριβώς με το να εμφανίζεται ως σταθερός και αξιόπιστος σύμμαχος σε συνθήκες ρευστότητας στην περιοχή παίρνει τα περισσότερα ανταλλάγματα. Είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, που αφορούν τους όρους καλύτερης εξυπηρέτησης των συμφερόντων της αστικής τάξης, δεν αμφισβητούν τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες ΝΑΤΟ και ΕΕ, καθώς και την ολοένα βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο.
Εξάλλου, όλα αυτά τα λέει ένα κόμμα που ως κυβέρνηση πήρε τα εύσημα από τις ΗΠΑ για την «καλύτερη συνεργασία», πανηγυρίζει για τη ΝΑΤΟϊκή συμφωνία των Πρεσπών παρουσιάζοντάς την ως έναν από τους πυλώνες και από τα μεγαλύτερα ορόσημα της διακυβέρνησής του,4 λέγοντας μάλιστα ότι η χώρα πρέπει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Δυτικά Βαλκάνια.
Άλλωστε, ο ενδοαστικός προβληματισμός για το βαθμό προσέγγισης με τις ΗΠΑ και την αναζήτηση της πιο επωφελούς πολιτικής της αστικής τάξης της χώρας είναι ευρύτερος. Πολύ χαρακτηριστικά, ο καθηγητής Π. Ιωακειμίδης, στέλεχος του ΕΛΙΑΜΕΠ και με πυκνή αρθρογραφία στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, θέτει το ερώτημα: «Πόσο ευθυγραμμίζεται η ολοένα και στενότερη, οιονεί βαθιά ερωτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ με τη θέση και το ρόλο της χώρας στην ΕΕ; Και ειδικότερα με τις πρωτοβουλίες, σχεδιασμούς, πολιτικές που χαράσσονται αυτήν την περίοδο από κράτη-μέλη όπως η Γαλλία, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και για να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή κυριαρχία, στρατηγική αυτονομία και να ελαχιστοποιηθούν οι εξαρτήσεις της Ευρώπης κυρίως από τις ΗΠΑ (ενόψει και πιθανής επιστροφής του Ντ. Τραμπ);» Επιπλέον, δεν παραλείπει να επισημάνει ότι οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται στα μάτια των Ευρωπαίων εταίρων να μην ευθυγραμμίζονται με την ευρωπαϊκή στρατηγική. Το ίδιο και η αγορά των εξοπλισμών από τις ΗΠΑ (F-16 και F-35) που προκαλεί δυσαρέσκεια στη Γαλλία. «Συμπερασματικά, αναγκαία και επωφελής η στενή σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά το μέλλον της Ελλάδας βρίσκεται στην Ευρώπη», καταλήγει ο καθηγητής.5
Το ΚΚΕ έχει αναδείξει ότι η ΕΕ όχι μόνο δεν είναι «φιλειρηνική» σε αντίθεση με τις «φιλοπόλεμες» ΗΠΑ ή τα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, τη Ρωσία, την Κίνα, αλλά παίζει ενεργό ρόλο σήμερα στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και πολέμους.
Στηρίζει τη σφαγή του Παλαιστινιακού λαού από το Ισραήλ, πρωτοστατεί στον ιμπεριαλιστικό πόλεµο στην Ουκρανία και συνεργάζεται στενά µε την αστική τάξη της Ουκρανίας, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στη σύγκρουση που διεξάγεται µε την καπιταλιστική Ρωσία και τους συμμάχους της, την υποστηρίζει πολύπλευρα με οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Η ΕΕ έχει στηρίξει την κυβέρνηση Ζελένκσι με πάνω από 78 δισ., ενώ ήδη παίρνει θέση στους ανταγωνισμούς για την επικερδή για τα μονοπώλια «ανοικοδόμηση» της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ουκρανίας.
Στο πλαίσιο της «στρατηγικής αυτονομίας σχεδιάζει την ενίσχυση και των δικών της στρατιωτικών δυνάμεων, σύμφωνα µε τη λεγόμενη «Στρατηγική Πυξίδα» για τη ανάπτυξη «ευρωστρατού», ενώ πρόσφατα έστησε την ιμπεριαλιστική επιχείρηση «Ασπίδα» δίπλα στην αµερικανοβρετανική επιχείρηση «Φρουρός της Ευημερίας» στην Ερυθρά Θάλασσα, πολλαπλασιάζοντας τον κίνδυνο γενικότερης ανάφλεξης, με την ελληνική αστική τάξη να έχει αναβαθμισμένη συμμετοχή με τη φρεγάτα «Ύδρα».
Β) Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ «ΔΙΚΑΙΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ»
Ιδιαίτερα ενόψει των Ευρωεκλογών οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις θα ανασύρουν για ακόμη μια φορά τον αγαπημένο μύθο μιας τάχα «καλής» ΕΕ, που μπορεί να ακολουθήσει μια φιλολαϊκή ευρωενωσιακή πολιτική ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει τις χιλιοειπωμένες ψευδολογίες ότι η ΕΕ «κινείται μακριά από τα ιδρυτικά της ιδανικά του αντιφασισμού, της δημοκρατίας, της κοινής ευημερίας και της κοινωνικής συνοχής». Σε αυτήν τη βάση παρουσιάζεται ότι η ΕΕ χρειάζεται «αλλαγή πορείας» και ότι αυτή θα έρθει αν «ηττηθούν στις Ευρωεκλογές οι δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς».6
Το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει το στόχο για «μία κοινωνική Ευρώπη με ισχυρά κοινά εργαλεία αλληλεγγύης, που μειώνουν τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Νέα Αριστερά μιλάει για την ανάγκη «προοδευτικού μετασχηματισμού» της ΕΕ μέσα από την ήττα των «κυρίαρχων δυνάμεων» στις Ευρωεκλογές, για την αλλαγή της περιβόητης «αρχιτεκτονικής της ΕΕ», ώστε «να απεμπλακεί από το ασφυκτικό πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων θεσμών και την εμμονή στη λιτότητα (...) ώστε να ενισχυθούν οι διαδικασίες ουσιαστικής πολιτικής ενοποίησης».7
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει γνωστές προτάσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, για έναν «ισχυρό» κοινοτικό προϋπολογισμό, για μια «Δίκαιη, Κοινωνική και Πράσινη Ευρώπη», όπως λένε στο σχετικό σύνθημα, μια παραλλαγή ουσιαστικά του κεντρικού συνθήματος του ΕΣΚ για μια «Κοινωνική, Δημοκρατική και Βιώσιμη Ευρώπη».
Το ίδιο σύνθημα επί της ουσίας παραλλάσσει και η Νέα Αριστερά όταν μιλάει για τη διαμόρφωση «ενός Συμφώνου Σύγκλισης και Βιώσιμης Ανάπτυξης, με μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία, με κριτήρια περιφερειακής σύγκλισης, απασχόλησης και προώθησης της Πράσινης Συμφωνίας», ενώ, όπως επίσης χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η αναγκαία εμβάθυνση της δημοκρατίας απαιτεί ισχυρό ευρωπαϊκό κοινοβούλιο». Σε αυτό το πλαίσιο, η Νέα Αριστερά, που κατά τα άλλα παρουσιάζει ότι την χωρίζει «άβυσσος» με το ΣΥΡΙΖΑ, καλεί σε σύμπραξη «τα πολύμορφα προοδευτικά κινήματα των πολιτών και οι πολιτικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, της αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας και των Πρασίνων μπορούν και οφείλουν να δημιουργήσουν ένα πλατύ πανευρωπαϊκό μέτωπο».
Στην πραγματικότητα, η ΕΕ μόνο χειρότερη μπορεί να γίνεται για τους λαούς ακριβώς γιατί ιδρύθηκε ως ένωση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, ως μια διακρατική ιμπεριαλιστική συμμαχία, και δεν ήταν ποτέ ένας «φιλειρηνικός» οργανισμός που είχε «φιλολαϊκά» χαρακτηριστικά που απέκλιναν στην πορεία, ούτε μπορεί να αποκτήσει τέτοια, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου. Ουσιαστικά ο μύθος της «φιλολαϊκής ΕΕ» υπηρετεί τον εγκλωβισμό δυνάμεων στην πολιτική του ευρωμονόδρομου.
Όταν μιλάνε για την ΕΕ ως το «κοινό μας σπίτι», τη «μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια», δε λένε ότι η ΕΕ είναι η «μεγάλη οικογένεια» των μονοπωλίων, των κομμάτων και κυβερνήσεων, ενάντια στα δικαιώματα των λαών της Ευρώπης.
Αυτό επιβεβαιώνει η πορεία της ΕΕ/ΕΟΚ όλα τα προηγούμενα χρόνια. Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), που καταψήφισε µόνο το ΚΚΕ, την ΟΝΕ-Ευρωζώνη και τη Συνθήκη της Λισαβόνας, µέχρι το συνολικό σύγχρονο αντιλαϊκό οπλοστάσιο.
Όταν η ευρωπαϊκή και η ελληνική σοσιαλδημοκρατία μιλάει για την «πράσινη συμφωνία», κρύβει ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, με όποιον μανδύα και αν εμφανίζεται, έχει τις ίδιες νομοτέλειες, που αφορούν την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, τη ληστεία του λαϊκού εισοδήματος και το αρνητικό αποτύπωμα στο περιβάλλον.
Αποδείχτηκε περίτρανα τα τελευταία χρόνια ότι η «πράσινη ανάπτυξη» της ΕΕ σηµαίνει πανάκριβη ενέργεια για το λαό, απαξίωση ενεργειακών πόρων, διεύρυνση της ενεργειακής φτώχειας και καταστροφή του περιβάλλοντος προς όφελος των κερδών των «μαύρων» και «πράσινων» κολοσσών. Οι ψεύτικες διακηρύξεις περί προστασίας τάχα του περιβάλλοντος αποδείχτηκαν ευρωοδηγίες για την καταπάτηση και την καταστροφή περιοχών φυσικής ισορροπίας από τους ενεργειακούς οµίλους και την εγκατάσταση ΑΠΕ µε κριτήριο τα κέρδη τους και άγρια καταστολή σε όσους τα αντιπαλεύουν. Οι φόροι, που τάχα θα µειώνονταν, εκτοξεύτηκαν µε την προσθήκη των «πράσινων» χαρατσιών, την ώρα που οι µεγάλοι όµιλοι απολαµβάνουν φοροασυλία κι επιδοτήσεις.
Γ) ΤΟ «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ», Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΝΔ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ «ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ» ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΕΞΙΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ
Όλα τα χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ στη χώρα μας έχουμε δει το ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το ΠΑΣΟΚ, με διάφορες αφορμές να αναμασούν τη γνωστή ρηχή αντιδεξιά-αντικυβερνητική ρητορική, που βέβαια, στο φόντο της βαθιάς, στρατηγικής σύμπλευσης με τη ΝΔ, γίνεται όλο και περισσότερο κενή φρασεολογία.
Έχουμε δει ξανά και ξανά τις χρεοκοπημένες λογικές των λεγόμενων «αντιδεξιών» μετώπων, ενώ παράλληλα με αφορμή το ζήτημα της ανόδου των λεγόμενων «ακροδεξιών» δυνάμεων σε μια σειρά χώρες της ΕΕ, όπως και των αντίστοιχων κομμάτων και μορφωμάτων στη χώρα μας, θα επιχειρηθεί ο εγκλωβισμός λαϊκών δυνάμεων, αλλά και η πίεση προς το ΚΚΕ για συνεργασία των «αριστερών», «προοδευτικών» δυνάμεων.
Γνώριμο μοτίβο επίσης έχει αποτελέσει το πλαστό επιχείρημα ότι η «χώρα δεν ακολουθεί τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους», ότι παρεκκλίνει από το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», παρουσιάζοντας την ΕΕ ως δήθεν «παράδεισο» της ευημερίας, της οικονομικής σύγκλισης και της «δημοκρατίας» για τους λαούς.
Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες και με άξονα ζητήματα όπως η πορεία των ερευνών γύρω από τα Τέμπη, οι δικαστικές έρευνες σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών κ.ά., ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ επιδιώκουν να αναδείξουν σε αντικυβερνητική αιχμή τη λειτουργία του λεγόμενου «κράτους δικαίου» στη χώρα, αναπτύσσοντας και σχετικές αντιπολιτευτικές κορόνες για τον «αυταρχισμό» και την «αλαζονεία» της κυβέρνησης, για το ότι η Ελλάδα αποκλίνει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Ολόκληρη η πρόσφατη πρόταση μομφής που κατέθεσαν από κοινού ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας στηρίχτηκε σε αυτήν τη λογική, μιλώντας για «απαξίωση και σοβαρή παρακμή του κράτους δικαίου και των θεσμών στη χώρα μας, για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η κυβερνητική πλειοψηφία», κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι έτσι «η Ελλάδα μοιάζει όλο και λιγότερο με μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα».
Σε αυτό το πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να αξιοποιήσει την πορεία των ερευνών γύρω από τις «νόμιμες επισυνδέσεις» και την παρακολούθηση του προέδρου του, μιλώντας για το «βαθύ κράτος» της ΝΔ, ενώ παράλληλα, με αφορμές όπως η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, επαναφέρει τα περί αδιαφάνειας και «εξυπηρέτησης συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων» από την κυβέρνηση.
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για «αναξιόπιστη κυβέρνηση», ενώ σε ένα ξέφρενο κυνήγι εντυπώσεων υπερθεματίζει καλώντας σε διενέργεια εκλογών με «διεθνείς παρατηρητές».
Και η Νέα Αριστερά με τη σειρά της αναφέρει ότι «η κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα προκαλεί εξαιρετικά έντονη ανησυχία (...) οι μεθοδεύσεις του Μεγάρου Μαξίμου για να πέσει πέπλο σιωπής απασχολούν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Εκθέτουν τη χώρα μας και αποτελούν μια ανοιχτή πληγή στο σώμα της δημοκρατίας μας»8.
Πέρα από τον προφανή εξωραϊσμό της ΕΕ, εδώ τα κόμματα της αστικής διαχείρισης επιχειρούν να ξεπλύνουν και τις δικές τους ευθύνες, όπως για παράδειγμα για τη διαχρονική εγκληματική πολιτική διαχείρισης στους σιδηρόδρομους που διαδοχικά ακολούθησαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ,
ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, στηριγμένες μάλιστα στις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις.
Το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» λοιπόν για το οποίο μιλάνε οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις είναι κόλαση για τους λαούς.
Είναι ένωση της δικτατορίας του κεφαλαίου, ένωση καπιταλιστικών κρατών, που όλες τους οι λειτουργίες, η οικονομική, η κατασταλτική, η ιδεολογική, η πολιτική και η νομική έχουν στον πυρήνα τους τη διασφάλιση της εξουσίας της αστικής τάξης, την προώθηση των συμφερόντων των μονοπωλίων κάθε κράτους και την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.
Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα γνωρίζουν στο πετσί τους ότι το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» είναι τα μνημόνια διαρκείας της ΕΕ, οι ευρωπαϊκές οδηγίες των 13 ωρών εργασίας, της ελαστικής απασχόλησης και των mini jods, η ευρωπαϊκή «κανονικότητα» της ιδιωτικοποιημένης υγείας, παιδείας και πρόνοιας, των ιδιωτικών πανεπιστημίων, της ΚΑΠ που ξεκληρίζει τους αγρότες.
Στην ΕΕ και με βάση τη νομοθεσία της, τα προσωπικά δεδομένα είναι στα χέρια κρατικών υπηρεσιών, ιμπεριαλιστικών οργανισμών, επιχειρηματικών ομίλων, επιτρέπονται νόμιμα τα λογισμικά παρακολούθησης αλά «Predator», με βάση το ευρωενωσιακό και το εθνικό δίκαιο γίνονται κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες «νόμιμες» παρακολουθήσεις.
Στο «Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» της ΕΕ έχει νόμιμα απλωθεί ένα διαλειτουργικό δίχτυ: Εθνικές υπηρεσίες και βάσεις δεδομένων διασυνδέονται και επικοινωνούν με βάσεις δεδομένων της ΕΕ. Στοιχεία φτάνουν σε ευρωπαϊκές υπηρεσίες, όπως η Europol και η Eurojust, και καταλήγουν κατά περιπτώσεις στην Interpol. Από το 2016 –έτος ψήφισης του GDPR και της «αδελφής» του Αστυνομικής Οδηγίας– μέχρι το 2021, τα δεδομένα που αποθηκεύονται στη Europol αυξήθηκαν κατά 280%. Το 2022 νέος Κανονισμός (2022/991) ενίσχυσε τις σχετικές αρμοδιότητες της Europol. Το 2023 νέα Οδηγία (2023/977) ήρθε να διευκολύνει την αστυνομική διαβίβαση πληροφοριών σε όλη την Ένωση.
Στο «κράτος δικαίου» της ΕΕ ζουν και βασιλεύουν τα λόμπι και η προώθηση των επιχειρηματικών συμφερόντων. Το Ευρωκοινοβούλιο, καθώς και όλα τα όργανα της ΕΕ, γεννούν φανερή και κρυφή διαπλοκή µε επιχειρηµατικούς οµίλους, χρηµατισµό και διαφθορά, γιατί η ίδια η αποστολή τους είναι να προωθούν νόµους, κανονισµούς και οδηγίες για την καπιταλιστική κερδοφορία σε βάρος των λαών, με τα σκάνδαλα τύπου «Κατάρ-gate», Γιούνκερ, Αζερμπαϊτζάν να είναι στην ημερήσια διάταξη.
Η ΕΕ των «ευρωπαϊκών αξιών» έχει μετατραπεί σε υγρό τάφο για τους ξεριζωµένους των ιµπεριαλιστικών επεµβάσεων και γεμίζει με στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκµετάλλευσης των προσφύγων. Οι 27.000 νεκροί πρόσφυγες από τα πολύνεκρα ναυάγια στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο (την τελευταία δεκαετία) είναι η τραγική συνέπεια της πολιτικής της άγριας καταστολής στα σύνορα και έχει ως αναπόσπαστο κοµµάτι της τη Frontex, τις απελάσεις, τις επαναπροωθήσεις, τους «φράχτες», τον εγκλωβισµό στις υπερδοµές-φυλακές.
Παράλληλα, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, αθωώνοντας τον καπιταλισμό και τις νομοτέλειές του, την καπιταλιστική αγορά και εκμετάλλευση, τις πολιτικές του κεφαλαίου που χτυπάνε σήμερα το λαϊκό εισόδημα, και την ΕΕ, κάνουν λόγο για «διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων» ή για «πληθωρισμό της απληστίας», για τον οποίο ευθύνεται δήθεν σχεδόν αποκλειστικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη και όχι ο καπιταλισμός.
Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο εφοπλιστής ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί το κεφάλαιο ως «εργαλείο για τη μείωση των ανισοτήτων» και οραματίζεται μια Ελλάδα όπου ο καθένας θα μπορεί δήθεν να ζει το «καπιταλιστικό του όνειρο». Ενδεικτικό της σύμπλευσης στο πεδίο της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής είναι και ο τρόπος που παρουσίασε πρόσφατα ο ΣΥΡΙΖΑ τις οικονομικές του προτάσεις, στις οποίες, δίνοντας έμφαση στα ζητήματα φορολογίας και τη στήριξη της λεγόμενης «μεσαίας τάξης», τόνιζε σε όλους τους τόνους ότι οι τωρινές του προτάσεις είναι ρεαλιστικές, «κοστολογημένες» και τεχνοκρατικά επαρκείς. Πέραν της αναμενόμενης αντιπαράθεσης από την πλευρά της ΝΔ, η λογική αυτή έγινε αντικείμενο θετικής υποδοχής από μερίδα φιλοκυβερνητικών σχολιαστών. Ενδεικτικό άρθρο στην Καθημερινή σημείωνε ότι «είναι θετικό να έχουμε μια Αριστερά της λογικής, της μετριοπάθειας και των αξιόπιστων προτάσεων», προσθέτοντας: «ποιος θα διαφωνούσε, π.χ., με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις;».