Επιστήμη και Έρευνα: Στην υπηρεσία του καπιταλιστικού κέρδους ή των λαϊκών αναγκών;*


του Μάκη Παπαδόπουλου

Ολοκληρώνοντας τις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, ο Καρλ Μαρξ, που φέτος γιορτάζουμε τα 200 χρόνια από τη γέννησή του, τόνισε ότι «οι φιλόσοφοι έχουν απλώς ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους, αυτό που έχει σημασία είναι να τον αλλάξουμε».

Το επαναστατικό πρόταγμα του Μαρξ είναι σήμερα επίκαιρο όσο ποτέ. Η δυνατότητα να υλοποιηθεί επιβεβαιώθηκε ιστορικά με το κορυφαίο γεγονός του 20ού αιώνα, τη νικηφόρα Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, που απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος και ότι μπορεί να ξεκινήσει η οικοδόμηση μιας ανώτερης οργάνωσης της κοινωνίας, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Επιβεβαιώνεται με αρνητικό τρόπο σήμερα, που βιώνουμε καθημερινά πως η καπιταλιστική βαρβαρότητα ακυρώνει τις τεράστιες δυνατότητες που έχουν δημιουργηθεί για να διασφαλιστεί η κοινωνική ευημερία.

Όποιον τομέα της παραγωγής, όποιον επιστημονικό κλάδο και αν εξετάσουμε, μπορούμε να εντοπίσουμε το μεγάλο ένοχο που εμποδίζει να αξιοποιηθούν προς όφελος των αναγκών της κοινωνίας οι μεγάλες δυνατότητες που γεννά η δουλειά των εργαζόμενων, τις οποίες διευρύνει η ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας.

Την ίδια ώρα που αναπτύσσονται ραγδαία κι επαναστατικοποιούνται σε σχέση με το παρελθόν τα μέσα παραγωγής, την ίδια ώρα που αναβαθμίζονται οι υλικές συνθήκες για την ανάπτυξη της επιστήμης, βλέπουμε να δυναμώνει γύρω μας η σχετική στασιμότητα σε σχέση με το τι θα μπορούσε να παραχθεί ποσοτικά και ποιοτικά, αν δεν υπήρχε το καπιταλιστικό κέρδος ως βασικό κίνητρο, ως σκοπός της παραγωγής και της επιστημονικής έρευνας.

Χιλιάδες εφευρέσεις κατοχυρώνονται ως πατέντες, ως ιδιοκτησία επιχειρηματικών ομίλων και δεν τίθενται σχεδιασμένα, γρήγορα, ανεμπόδιστα στην υπηρεσία των αναγκών της κοινωνίας.

Παράλληλα με τους περιορισμούς στη διάχυση της τεχνολογίας, η επιστημονική γνώση αξιοποιείται για τον περιορισμό της διάρκειας ζωής των προϊόντων, την τεχνητή παλαίωση, την ενσωματωμένη γρήγορη αχρήστευσή τους.

Τα επιστημονικά επιτεύγματα που αφορούν την πληροφορική, τη ρομποτική, την αυτοματοποίηση, τα οποία αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας και μπορούν αντικειμενικά να μειώσουν τον εργάσιμο χρόνο, μετατρέπονται στα χέρια της αστικής τάξης σε όπλο για να αυξηθεί η εντατικοποίηση όσων εργάζονται, την ίδια ώρα που αυξάνεται ο εφεδρικός στρατός των ανέργων.

Το κεφάλαιο μετατρέπει επιστημονικά επιτεύγματα σε καταστροφικές δυνάμεις για την κοινωνία, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παραγωγή πυρηνικών και χημικών όπλων μαζικής καταστροφής.

Δεν έχει νόημα να συνεχίσουμε αυτόν τον ατέλειωτο κατάλογο παραδειγμάτων σχετικής στασιμότητας. Ούτε να αναφερθούμε στο κορυφαίο ζήτημα της ανεργίας που γεννά η καπιταλιστική ανάπτυξη και αφορά την καταστροφή της κύριας παραγωγικής δύναμης, του εργαζόμενου ανθρώπου. Αξίζει να εξετάσουμε πολύ συνοπτικά τις αντίστοιχες επιπτώσεις που έχει η υποταγή της επιστημονικής έρευνας και του επιστημονικού δυναμικού στους στόχους αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας κι ενίσχυσης της εξουσίας του κεφαλαίου.

 

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Εύκολα μπορούμε να εντοπίσουμε τις αρνητικές συνέπειες για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών σε σχέση με τον προσανατολισμό, το περιεχόμενο, τις μεθόδους και τα κριτήρια της έρευνας, τους όρους χρηματοδότησης, τους όρους εργασίας των επιστημόνων και τα εμπόδια που δημιουργούνται για το απαιτούμενο βάθεμα του κοινωνικού χαρακτήρα της επιστημονικής εργασίας και ιδιαίτερα της επιστημονικής έρευνας.

Ας δούμε επιγραμματικά ορισμένα παραδείγματα:

Πώς καθορίζεται η ιεράρχηση των στόχων και της χρηματοδότησης της εφαρμοσμένης έρευνας στο φάρμακο; Με ποιο κριτήριο επιλέγεται ως προτεραιότητα η αντιμετώπιση μιας ασθένειας των κατοίκων της Ευρώπης, συγκριτικά με ένα πρόβλημα που αφορά τη Αφρική; Όλοι γνωρίζουμε γενικά την απάντηση. Οι προτεραιότητες καθορίζονται με γνώμονα το ποσοστό κέρδους και τα μερίδια αγοράς των ανταγωνιζόμενων ομίλων. Και εκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να υποφέρουν, γιατί το φάρμακο και η ίδια η υγεία αποτελούν σήμερα εμπορεύματα.

Πώς καθορίζονται οι προτεραιότητες και οι μέθοδοι για την επιστημονική αντιμετώπιση του επαγγελματικού κινδύνου, για την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών και μεγάλων τεχνολογικών ατυχημάτων, για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζόμενων; Μας καλούν να συνυπολογίσουμε το κόστος για τους εργαζόμενους, για τις επιχειρήσεις και το κράτος και να προσδιορίσουμε βέλτιστες λύσεις. Βέλτιστες λύσεις ως προς τι και για ποιον;

Οι ίδιες οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ προτάσσουν ως βασικό κριτήριο του σχεδιασμού διαχείρισης κινδύνων την οικονομική αποδοτικότητα και την προφύλαξη των μεγάλων περιουσιακών στοιχείων των μονοπωλιακών ομίλων και των μεγαλοϊδιοκτητών γης.

Αντίστοιχα, η έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες, η οικονομική και η ιστορική έρευνα ωθούνται όλο και πιο ασφυκτικά στην κατεύθυνση της απολογητικής του καπιταλισμού, του ανορθολογισμού και της κατασυκοφάντησης του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα. Φυσικά η αξιοποίηση των αστικών οικονομικών και κοινωνικών θεωριών για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της κυρίαρχης ιδεολογίας δεν είναι νέο φαινόμενο. Ήδη ο Μαρξ στην εποχή του μιλούσε για το θάνατο της αστικής πολιτικής οικονομίας, με κριτήριο την επιστημονική αναζήτηση της αλήθειας.

Όμως στις μέρες μας είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις πλέον πολλές αστικές επιστημονικές προσεγγίσεις από τη χυδαία, φτηνή προπαγάνδα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι καταγέλαστες θεωρίες για το τέλος της Ιστορίας και της ταξικής πάλης και οι ανιστόρητες κατασκευές της θεωρίας των δύο άκρων που τολμούν να ταυτίζουν το φασισμό με το μόνο πραγματικό αντίπαλό του στην Ιστορία, τον κομμουνισμό.

Αντίστοιχα, προβάλλονται στον τομέα της οικονομίας οι θεωρίες του «καζινοκαπιταλισμού» που προσπαθούν να συσκοτίσουν το χαρακτήρα της οικονομικής κρίσης ως κρίσης που οφείλεται στην υπερσυσσώρευση κεφαλαίου το οποίο δεν μπορεί να επενδυθεί με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους, προσπαθούν δηλαδή να συσκοτίσουν ότι πρόκειται για κρίση του ίδιου του καπιταλισμού.

Στα χέρια της εξουσίας του κεφαλαίου οι κοινωνικές επιστήμες υποτάσσονται όλο και περισσότερο στο σκοπό της αστικής τάξης να εμφανίζει το συμφέρον της ως το συμφέρον όλων των μελών της κοινωνίας και το καπιταλιστικό σύστημα ως αξεπέραστο και αθάνατο.

Η αστική τάξη γνωρίζει επίσης πολύ καλά τις αντικειμενικές δυσκολίες πλήρους εμπορευματοποίησης του περιεχομένου της επιστημονικής γνώσης. Ακόμα και μετά από την πώληση του περιεχομένου μιας επιστημονικής έρευνας, η νέα επιστημονική γνώση εξακολουθεί να αποτελεί πνευματικό κτήμα των επιστημόνων που δούλεψαν στη σχετική έρευνα.

Γι’ αυτό και η αστική τάξη, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, παρεμβαίνει πολύμορφα για να ελέγξει κυρίως τη ροή της επιστημονικής γνώσης, τους τρόπους και τις μεθόδους αξιοποίησης της νέας επιστημονικής γνώσης στην παραγωγή, την εφευρετική δραστηριότητα, την ανάπτυξη των προτύπων στη βιομηχανία.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η επιστημονική έρευνα χρηματοδοτείται και προσανατολίζεται με συγκεκριμένα προγράμματα από το αστικό κράτος, ενώ μεγάλο μέρος τις εφαρμοσμένης έρευνας πραγματοποιείται απευθείας από μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους ή πανεπιστημιακά ιδρύματα που συνδέονται άμεσα με αυτούς. Στην ίδια κατεύθυνση γρήγορης ιδιοποίησης κι εμπορικής αξιοποίησης της επιστημονικής έρευνας εντάσσονται οι νέες μορφές καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας, όπως οι τεχνοβλαστοί (spin off) και οι νεοφυείς επιχειρήσεις (start up).

Το αστικό κράτος και οι διακρατικές συνεργασίες σηκώνουν το βάρος της χρηματοδότησης σε εκείνους τους τομείς που είναι δυσβάσταχτο για τους μεμονωμένους ομίλους και που δεν αποτελούν προτεραιότητα με γνώμονα το ποσοστό κέρδους. Το CERN είναι ένα παράδειγμα βασικής έρευνας που τα επιτεύγματά της αξιοποιούνται στη συνέχεια σε διάφορους τομείς της βιομηχανίας. Ήδη έχουν προχωρήσει διεργασίες στο CERN για πιο άμεση εμπλοκή του σε κερδοφόρα ερευνητική δραστηριότητα.

Η στρατηγική της ΕΕ για την επιστημονική έρευνα αποτυπώνεται στη στόχευση για διαμόρφωση κι ενίσχυση του λεγόμενου Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου Έρευνας, στόχο που έθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας το Μάρτη του 2000. Η ρητά διατυπωμένη κατεύθυνση της Κομισιόν ήδη από το 2005 είναι «η χρηματοδότηση της έρευνας να είναι βασισμένη περισσότερο στον ανταγωνισμό», κάτι που έκτοτε αποτυπώνεται σε όλες τις σχετικές εξελίξεις, με πιο χαρακτηριστική εξ αυτών τον «Ορίζοντα 2020», το μεγάλο χρηματοδοτικό πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα στην ΕΕ, στο οποίο εκφράζεται η ανάγκη περαιτέρω προσαρμογής του χώρου της έρευνας στις επιταγές της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στο πλαίσιο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Το ότι η πίτα της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης για την έρευνα αυξήθηκε με τον «Ορίζοντα 2020» καταδεικνύει την αυξημένη βαρύτητα που αποδόθηκε στο χώρο της επιστημονικής έρευνας στο έδαφος, και πλέον στον απόηχο, της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης.

Γενικότερα η χρηματοδότηση μεταβάλλεται, αυξομειώνεται με βάση τον καπιταλιστικό κύκλο περιοδικής εμφάνισης της κρίσης στην οικονομία, με βάση την ανισόμετρη ανάπτυξη των κλάδων και την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής. Στις προκηρύξεις χρηματοδοτούμενων ερευνητικών σχεδίων από την ΕΕ ή από εθνικούς ερευνητικούς οργανισμούς όλο και περισσότερο βαραίνει ως κριτήριο επιλογής η προοπτική άμεσου κέρδους.

Πέρα όμως από τους ασταθείς όρους χρηματοδότησης, το σημαντικότερο είναι τα εμπόδια που δημιουργεί η ζούγκλα της καπιταλιστικής αγοράς στην αναγκαία όλο και βαθύτερη κοινωνικοποίηση της επιστημονικής εργασίας. Την ώρα που απαιτείται η πιο πλατιά και ανεμπόδιστη επιστημονική και διεπιστημονική συνεργασία, εμφανίζονται ανταγωνιστικές ερευνητικές ομάδες και σπατάλη επιστημονικής εργασίας στο ίδιο αντικείμενο, ερευνητικές ομάδες που κρύβουν η μια από την άλλη τις επιστημονικές κατακτήσεις τους. Παράλληλα, διαμορφώνεται ένας γραφειοκρατικός λαβύρινθος για την αναζήτηση χρηματοδότησης, που επίσης συμβάλλει στην πλήρη υποταγή στις προτεραιότητες του κεφαλαίου.

Στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν αποτελεί στην ουσία βασικό κίνητρο της επιστημονικής έρευνας η ίδια η παραγωγή νέας επιστημονικής γνώσης για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Δεσπόζει το κίνητρο της συμβολής της επιστημονικής έρευνας στη βελτίωση της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικής θέσης των διάφορων μονοπωλιακών ομίλων. Στην πράξη, η υπαγωγή της επιστημονικής έρευνας στις ανάγκες διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου μπαίνει φραγμός στην ελεύθερη, ανεμπόδιστη επιστημονική έρευνα. Υπονομεύει τη δημιουργική, αντικειμενική κριτική εξέταση των ανεπαρκειών της ήδη κατακτημένης γνώσης σε κάθε επιστημονικό τομέα με γνώμονα την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Υπονομεύει τη δημιουργικότητα του ερευνητή, την ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων μεταξύ των επιστημόνων, με στόχο την ίδια τη διανοητική παραγωγή νέας επιστημονικής γνώσης προς όφελος της κοινωνικής ευημερίας.

Την ίδια στιγμή, καθώς η κοινωνικοποίηση της διαδικασίας παραγωγής βαθαίνει, καθώς αυξάνει η συνθετότητα της οργάνωσης και του καταμερισμού της εργασίας, καθώς αξιοποιούνται σύγχρονες, πιο περίπλοκες τεχνολογικές διατάξεις, αυξάνουν και αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό οι ανάγκες της κοινωνίας. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, τις ενεργειακές ανάγκες ή τις εκπαιδευτικές ανάγκες των εργαζόμενων σήμερα σε σχέση με τις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι, στο μονοπωλιακό καπιταλισμό διευρύνεται το χάσμα ανάμεσα στις επιστημονικές και τεχνολογικές δυνατότητες από τη μια και στην ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας από την άλλη.

Ποια είναι όμως η δεσπόζουσα τάση σχετικά με την ταξική θέση των επιστημόνων;

Η μεγάλη πλειοψηφία των επιστημόνων πουλά πλέον την ειδικευμένη εργατική της δύναμη και όχι το αποτέλεσμα της εργασίας της στα εργαστήρια και στα ερευνητικά κέντρα των ομίλων και του αστικού κράτους. Αντιμετωπίζουν την ανασφάλεια, τον κίνδυνο της απόλυσης και την απαξίωση των επιστημονικών ικανοτήτων τους σε περίπτωση μακροχρόνιας ανεργίας. Η απαιτούμενη ευελιξία για συχνές μετακινήσεις από τόπο σε τόπο για την υλοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων έχει επίσης αρνητικές επιπτώσεις στην προσωπική ζωή των νέων ερευνητών.

Η μετανάστευση χιλιάδων νέων επιστημόνων από την Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης αποτελεί ένα εμβληματικό παράδειγμα, για το οποίο θα μπορούσαμε να συζητάμε αρκετές ώρες όσοι βρισκόμαστε σήμερα εδώ.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΓΝΩΣΗ

Τι αναδεικνύουν όσα προαναφέραμε, φίλες και φίλοι;

Επιβεβαιώνουν ότι δεν υπάρχει ταξικά ουδέτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων γενικά και της επιστήμης ως άμεσης παραγωγικής δύναμης ειδικότερα. Επιβεβαιώνουν ότι οι εκάστοτε σχέσεις παραγωγής καθορίζουν το σκοπό, τα κίνητρα, τις ιεραρχήσεις, το ρυθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Επιβεβαιώνουν τη μαρξιστική θέση ότι η άρχουσα τάξη, που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της υλικής παραγωγής, διαθέτει ταυτόχρονα και τα μέσα της πνευματικής παραγωγής.

Επιβεβαιώνουν ότι η επιστήμη αναπτύσσεται μέσα στο πλαίσιο του συγκεκριμένου σε κάθε ιστορική περίοδο τρόπου παραγωγής. Δεν αναπτύσσεται ταξικά ουδέτερα, ανεξάρτητα από τους στόχους της εκάστοτε άρχουσας τάξης και την πορεία της ταξικής πάλης.

Φυσικά, η σημερινή ομιλία δε στοχεύει σε μια αναλυτική ιστορική περιγραφή της εξέλιξης της επιστήμης ως άμεσης παραγωγικής δύναμης και του στρατηγικού ρόλου της στην οργάνωση της παραγωγής και της σύγχρονης κοινωνικής ζωής.

Αυτό που θέλουμε να τονίσουμε είναι ότι στον καπιταλισμό το κεφάλαιο καθορίζει τι, πώς, πότε και πόσο θα παραχθεί με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος. Με το ίδιο κριτήριο καθορίζεται ο προσανατολισμός, η αξιοποίηση της επιστημονικής έρευνας. Ταυτόχρονα, η πάλη των τάξεων σε θεωρητικό και πολιτικό επίπεδο επιδρά στο περιεχόμενο της έρευνας.

Γι’ αυτό και είναι βαθιά λαθεμένες οι θεωρητικές προσεγγίσεις που ερμηνεύουν την επιστημονική τεχνική πρόοδο ως αυτόνομο παράγοντα που δρα τάχα ανεξάρτητα από τις ταξικές δυνάμεις, από τους κοινωνικούς σχηματισμούς που την πραγματοποιούν.

Τόσο η δαιμονοποίηση της τεχνολογίας όσο και η ουτοπική, ντετερμινιστική προσδοκία της κοινωνικής ευημερίας, που τάχα θα προκύψει αυτόματα από την τεχνολογική πρόοδο, αποτελούν τις δύο όψεις αυτής της ανιστόρητης, εσφαλμένης, αδιέξοδης θεωρητικής προσέγγισης.

Την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας που δημιουργεί η τεχνολογική πρόοδος, την καρπώνεται στον καπιταλισμό το κεφάλαιο. Η αντικειμενική δυνατότητα για γενική μείωση του χρόνου εργασίας με αύξηση των αποδοχών μεταφράζεται από την εξουσία του κεφαλαίου σε αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης και του εφεδρικού στρατού των ανέργων.

Επομένως, δεν κινδυνεύουμε ως κοινωνία από τη νέα τεχνολογία, αλλά από την καπιταλιστική αξιοποίησή της. Η λύση δεν είναι να καθηλωθούμε στην παλιά τεχνολογία, ούτε να αντιμετωπίσουμε φοβικά την εκτεταμένη αξιοποίηση των ρομπότ στην παραγωγή. Αντίθετα, η σύγχρονη πρόκληση είναι να εκμεταλλευτούμε το δυναμικό της νέας τεχνολογίας και των ρομπότ, να εκμεταλλευτούμε την αύξηση της παραγωγικότητας προς όφελος της ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών και όχι για την αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Ο μαρξισμός φώτισε διαλεκτικά την αλληλεπίδραση των σχέσεων παραγωγής και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στο πλαίσιο του εκάστοτε τρόπου παραγωγής.

Ο Μαρξ τόνισε ότι μόνο η εργατική τάξη μπορεί να μεταμορφώσει την επιστήμη από εργαλείο ταξικής κυριαρχίας σε δύναμη προς όφελος του λαού. Θεμελίωσε τον ηγετικό, πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης στην υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης, φωτίζοντας την καθοριστική θέση της στην κοινωνική παραγωγή. Η εργατική τάξη αποτελεί την κύρια παραγωγική δύναμη της καπιταλιστικής κοινωνίας και ταυτόχρονα είναι η μόνη τάξη που δεν έχει να χάσει τίποτα εκτός από τις αλυσίδες της.

Γι’ αυτό, μπορεί οικονομικά και πολιτικά να εκφράσει τα πραγματικά συμφέροντα της τεράστιας κοινωνικής πλειοψηφίας και να ηγηθεί της σοσιαλιστικής επανάστασης, της κατάργησης της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Η εργατική τάξη μπορεί να διαμορφώσει και να ηγηθεί στην κοινωνική συμμαχία που θα οδηγήσει στη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Ο Λένιν στη συνέχεια, μελετώντας την ιστορική εποχή του ιμπεριαλισμού, ανέδειξε τα στοιχεία του παρασιτισμού και της σχετικής στασιμότητας του καπιταλισμού σε σύγκριση με τη δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής να απελευθερώσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και ιδιαίτερα της επιστήμης, προς όφελος της κοινωνίας.

 

Ο ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Η νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης του 1917 στη Ρωσία απέδειξε τον ευεργετικό, απελευθερωτικό χαρακτήρα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

Ο Οκτώβρης του ’17 ανέδειξε την υπεροχή του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στο στέρεο έδαφος της εργατικής εξουσίας, της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Η εξάλειψη της ανεργίας και του αναλφαβητισμού, η γενική υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση, το οκτάωρο, η πραγματική ισοτιμία αντρών και γυναικών στη δουλειά και στη ζωή, η απελευθέρωση από ρατσιστικές προκαταλήψεις, το άλμα της διερεύνησης του Διαστήματος, το έπος της μετατροπής της ειρηνικής σε πολεμική βιομηχανία πριν και μέσα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα για τις πρώτες δεκαετίες της σοβιετικής εξουσίας.

Για να κατανοήσουμε τη σημασία αυτών των επιτευγμάτων στη Σοβιετική Ένωση, πρέπει να σκεφτούμε τις ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες επιτεύχθηκαν. Οι κατακτήσεις της σοβιετικής εξουσίας επιτεύχθηκαν σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής εισβολής, ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, μόνιμης διεθνούς απειλής και εσωτερικής υπονόμευσης της παραγωγής. Η σοβιετική εξουσία κάλυψε επίσης γρήγορα την πολύ μεγάλη απόσταση που χώριζε την προεπαναστατική τσαρική Ρωσία από τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία.

Το άλμα των πρώτων δεκαετιών στη Σοβιετική Ένωση αποδεικνύει ότι, με την επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, απογειώθηκε η παραγωγικότητα της εργασίας και οι καινοτόμες τεχνολογικές εφαρμογές στην οικονομία. Άλλαξε ο σκοπός και ο ρυθμός ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Απελευθερώθηκε από τα δεσμά του ο εργαζόμενος άνθρωπος, η κύρια παραγωγική δύναμη, αφού δεν αναζητούσε πλέον κάποιο αφεντικό μέσα στη ζούγκλα της καπιταλιστικής αγοράς για να πουλήσει την εργατική του δύναμη. Δημιουργήθηκε μια νέα στρατιά επιστημόνων από τα παιδιά της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς.

Η εργατική εξουσία θεμελιώθηκε στο στέρεο έδαφος της Γενικής Συνέλευσης των εργαζόμενων σε κάθε χώρο δουλειάς, με ανακλητούς αντιπροσώπους της Συνέλευσης στα ανώτερα όργανα εξουσίας, σε κάθε κλάδο. Αυτό ήταν ένα σημαντικό βήμα για την ουσιαστική άσκηση της εργατικής εξουσίας.

Αναδείχτηκε η υπεροχή του κεντρικού σχεδιασμού της εργατικής εξουσίας απέναντι στην καπιταλιστική αγορά, όπου οι μονοπωλιακοί όμιλοι σχεδιάζουν και ανταγωνίζονται για να διασφαλίσουν μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους, μεγαλύτερο μερίδιο.

Ο τομέας της εκπαίδευσης και η δυνατότητα που διασφάλιζε το σοσιαλιστικό κράτος για την απόκτηση νέας εξειδίκευσης και αλλαγής εργασιακού αντικειμένου είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Από το 1928 επιχειρήθηκε ο σχεδιασμός της ανάπτυξης της επιστήμης στη βάση των αναγκών της κοινωνίας μέσα από τα πεντάχρονα πλάνα του κεντρικού σχεδιασμού. Οι ρυθμοί ανάπτυξης των Ανώτατης Εκπαίδευσης στην ΕΣΣΔ ήταν αλματώδεις και δε σταμάτησαν ούτε μέσα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα προγράμματα σπουδών στόχευαν ταυτόχρονα στη διασφάλιση ευρύτερης γενικής επιστημονικής μόρφωσης και σε βάθος γνώση του συγκεκριμένου πεδίου κάθε επιστήμης.

Η ουσιαστική εκπαίδευση και μόρφωση ήταν ένα από τα μεγαλύτερα όπλα της σοβιετικής εξουσίας στον ανταγωνισμό της με το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

 

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ

Δικαιολογημένα ορισμένοι σκέφτεστε: Αφού υπήρξαν όλα αυτά τα επιτεύγματα, γιατί δεν άντεξε και ανατράπηκε ο σοσιαλισμός;

Η πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αντικειμενικά δεν είναι περίπατος, δεν προχωρά ομαλά και ευθύγραμμα. Μια σειρά υπαρκτά προβλήματα που εμφανίστηκαν τον 20ό αιώνα, όπως, για παράδειγμα, καθυστερήσεις στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας με αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα και στην επάρκεια προϊόντων, ερμηνεύτηκαν λαθεμένα ως εγγενείς αδυναμίες των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Ιδιαίτερα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να αναβαθμίσει την παραγωγή και τις υπηρεσίες της στη βάση ενός νέου, ανώτερου επιπέδου κοινωνικών αναγκών. Έπρεπε να λύσει το πρόβλημα αυτό σε συνθήκες τρομακτικών ανθρώπινων απωλειών στις πιο παραγωγικές ηλικίες.

Ήταν ένα ιδιαίτερα σύνθετο πρόβλημα, που αφορούσε την ποιοτική αναβάθμιση των προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης, τη διασφάλιση της αναλογικής ανάπτυξης όλων των κλάδων της παραγωγής, την προτεραιότητα στην παραγωγή μέσων παραγωγής, την επέκταση της αυτοματοποίησης σε πολλούς κλάδους της οικονομίας, τα αναγκαία βήματα για να μην οξυνθεί η αντίθεση διευθυντικής κι εκτελεστικής εργασίας.

Σε αυτήν την κρίσιμη καμπή η λύση έπρεπε να δοθεί με το βλέμμα προς τα εμπρός, με τη σχεδιασμένη επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

Ωστόσο στη δεκαετία του ’50 φάνηκε ότι δεν υπήρχε συλλογικά κατακτημένη θεωρητική δυναμική για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά αυτά τα προβλήματα. Υπήρξε διαπάλη εσωκομματική στο Μπολσεβίκικο Κόμμα, όπου οι επαναστατικές δυνάμεις αντιστάθηκαν στους οπαδούς της αγοράς. Όμως τα βήματα ανάπτυξης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ήταν ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που αφορούσαν την ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών και τον αποτελεσματικό σχεδιασμό για την ικανοποίησή τους. Ήταν ανεπαρκή για να διαμορφώσουν σαφείς κατευθύνσεις, μεθόδους και δείκτες για τον υπολογισμό και απολογισμό της ανάπτυξης και της απόδοσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής, με βάση τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες και τις νέες απαιτήσεις της κοινωνικοποιημένης παραγωγής.

Φυσικά, η δυσκολία να ξεπεραστούν θεωρητικές ανεπάρκειες, καθώς και η ιδεολογική διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ και τα υπόλοιπα ΚΚ, είχε ως υπόβαθρο την ύπαρξη διαφορετικών υλικών συμφερόντων μέσα στις σοσιαλιστικές χώρες.

Σε πολλές σοσιαλιστικές χώρες δεν είχε ακόμα καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία στην αγροτική παραγωγή. Δεν είχε καταργηθεί πλήρως ούτε καν το δικαίωμα μίσθωσης εργατικής δύναμης. Στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, εκτός από τη διατήρηση της ομαδικής ιδιοκτησίας των κολχόζ στον αγροτικό τομέα, υπήρξε η αποδυνάμωση της εργατικής συμμετοχής και του εργατικού ελέγχου και η διατήρηση των εισοδηματικών διαφορών. Οξύνθηκε η αντίθεση διευθυντικής κι εκτελεστικής εργασίας.

Μεταπολεμικά και ιδιαίτερα μετά από το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956, άνοιξε ο δρόμος για τις ανατροπές, για το πισωγύρισμα της Ιστορίας. Αντί η λύση των προβλημάτων να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και την εμβάθυνση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, αναζητήθηκε λύση προς τα πίσω, με την αξιοποίηση εργαλείων και σχέσεων παραγωγής του καπιταλισμού. Αδυνάτισε η κεντρική διεύθυνση του σχεδιασμού της οικονομίας. Η κάθε μεμονωμένη παραγωγική μονάδα προσδιόριζε ανεξάρτητα δικούς της στόχους αποδοτικότητας, κατακερματίζοντας ουσιαστικά τους συνολικούς στόχους της κοινωνικής παραγωγής. Η αγορά και η εμπορευματική παραγωγή ανέκτησε έδαφος, οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν, η ατομική και ομαδική ιδιοκτησία δυνάμωσε ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα.

Η αντεπανάσταση δε θα είχε νικήσει αν υπήρχε έγκαιρη συλλογική θεωρητική και πολιτική προετοιμασία για να απαντηθούν τα δύσκολα προβλήματα που έθετε το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής.

Σήμερα ξέρουμε ότι η απάντηση στα νέα προβλήματα που θα γεννά η σοσιαλιστική οικοδόμηση δεν είναι η επιστροφή στις λύσεις της αγοράς, αλλά η επέκταση και πλήρης επικράτηση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής στην οικονομία, η επιστημονική αναβάθμιση και η συνεχής προσαρμογή του κεντρικού σχεδιασμού στις νέες απαιτήσεις που θέτει το νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής.

Συνοψίζοντας, οι πρώτες δεκαετίες της ιστορίας της Σοβιετικής Ένωσης απέδειξαν ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής δημιουργούν τη δυνατότητα να τεθεί κάτω από συνειδητό, σχεδιασμένο κοινωνικό έλεγχο η διαδικασία της παραγωγής στο σύνολό της. Επιβεβαίωσαν τη δυνατότητα του συλλογικού νου της εργατικής εξουσίας να απελευθερώσει την επιστήμη ως άμεση παραγωγική δύναμη, προς όφελος των αναγκών της κοινωνίας.

Ο σοσιαλισμός έλυσε πολύ πιο γρήγορα και αποτελεσματικά από τον καπιταλισμό προβλήματα όπως η έλλειψη βασικής μόρφωσης σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Στη συνέχεια, λόγω των προβλημάτων που προαναφέραμε, δεν κέρδισε το στοίχημα της μαζικής διαμόρφωσης του νέου τύπου ανθρώπου που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις δυνάμεις της αντίδρασης και της οπισθοδρόμησης.

Ωστόσο η σοσιαλιστική οικοδόμηση, ιδιαίτερα στις πρώτες δεκαετίες, απέδειξε ότι οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής αποτελούν τη μόνη διέξοδο για να ξεφύγουμε από την καπιταλιστική βαρβαρότητα, για να αποκτήσει η εργασία γενικά και η επιστημονική εργασία ειδικότερα το δημιουργικό, απελευθερωτικό περιεχόμενό της.

Έχουν όμως πρακτική αξία αυτές οι θεωρητικές διαπιστώσεις;

Εύκολα θα σκεφτείτε αρκετοί ότι ο διεθνής συσχετισμός δύναμης σε βάρος του επαναστατικού εργατικού κινήματος παραμένει ιδιαίτερα αρνητικός μετά από τις ανατροπές και την καπιταλιστική παλινόρθωση στην Ευρώπη.

Έχουμε, λοιπόν, λόγους να διατηρούμε την επαναστατική μας αισιοδοξία στις σημερινές συνθήκες; Από πού αντλούμε την αισιοδοξία μας;

Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντλούμε την αισιοδοξία μας από το γεγονός ότι οξύνεται αντικειμενικά η βασική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας ανάμεσα στην ωρίμανση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, της παραγωγής, και στην ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της παραγωγής από το κεφάλαιο, τους μονοπωλιακούς ομίλους. Γενικά η αισιοδοξία μας απορρέει από την ικανότητα της επαναστατικής πρωτοπορίας και συνολικά της εργατικής τάξης να γνωρίσει τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας και να τους αξιοποιήσει στην επαναστατική ταξική πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση.

 

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ «4ης ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ»

Όμως αξίζει να σταθούμε συγκεκριμένα στις σύγχρονες συνθήκες και να φωτίσουμε ορισμένες νέες αντικειμενικές δυνατότητες του κομμουνιστικού κινήματος:

Καταρχήν τις νέες δυνατότητες που γεννά η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος, που η αστική σκέψη τις έχει κωδικοποιήσει ως 4η Βιομηχανική Επανάσταση. Δε θα σπαταλήσουμε το χρόνο μας για να κρίνουμε τον αδόκιμο όρο και την επιφανειακή αστική περιοδολόγηση, που αντιμετωπίζει την εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων ως ανεξάρτητη μεταβλητή.

Στην ουσία αναφερόμαστε στη δυνατότητα των μηχανικών συστημάτων να συντονίζονται μεταξύ τους και με τους εργαζόμενους και να συμβάλλουν στη λήψη αποφάσεων, χάρη στην πρόοδο της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής και της πληροφορικής, σχετικά με τη γρήγορη συλλογή κι εντατική επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων. Γνωρίζετε πλήθος σχετικών παραδειγμάτων, όπως ολόκληρα τμήματα της παραγωγής και αποθήκευσης προϊόντων στη βιομηχανία, όπου δεν παρεμβαίνει πλέον άμεσα το χέρι του εργαζόμενου στην παραγωγική διαδικασία.

Βλέπετε καλύτερα απ’ όλους τα γρήγορα βήματα που γίνονται στη δημιουργία και αξιοποίηση νέων, καινοτόμων υλικών στην παραγωγή, στην αξιοποίηση σύγχρονης υποδομής και νέων μεθόδων που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας. Βλέπετε πόσο γρήγορα προχωρά αναγκαστικά η διεπιστημονική συνθετική προσέγγιση της έρευνας για να αντιμετωπίζονται σύνθετα επιστημονικά και τεχνικά προβλήματα.

Ας σκεφτούμε λοιπόν πόσοι τεχνικοί περιορισμοί που υπήρχαν στη Ρωσία το 1917 και στη Σοβιετική Ένωση το 1950, για την επιτυχία του κεντρικού σχεδιασμού, για την επιτυχία των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, δεν υπάρχουν σήμερα. Ας σκεφτούμε πόσο έχουν αυξηθεί πλέον οι δυνατότητες για τον κεντρικό σχεδιασμό της μελλοντικής εργατικής εξουσίας, για να λαμβάνει βέλτιστες αποφάσεις σε σύνθετα προβλήματα και να διασφαλίζει όχι μόνο την επάρκεια, αλλά και την ταχεία βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων. Ας σκεφτούμε τις δυνατότητες που δίνει η αύξηση της παραγωγικότητας για την αύξηση του ελεύθερου χρόνου και την ενίσχυση του δημιουργικού περιεχομένου της εργασίας κάθε εργαζόμενου.

Αντίστροφα και αντίθετα με ό,τι προβάλλει η αστική προπαγάνδα, αυτή η τεχνολογική εξέλιξη οξύνει τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και καθιστά μονόδρομο τη συνεχή επίθεση της αστικής πολιτικής προς τα δικαιώματα των εργαζόμενων.

Όπως γνωρίζουμε από τη μαρξιστική πολιτική οικονομία, όσο αυξάνεται το επίπεδο τεχνικής ανάπτυξης της παραγωγής, όσο αυξάνει η αναλογία των μέσων παραγωγής σε σχέση με την εργατική δύναμη στη διαδικασία παραγωγής, όσο αυξάνει η τεχνική και η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, τόσο ενισχύεται η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πηγή της εκμετάλλευσης, η πηγή της υπεραξίας και του καπιταλιστικού κέρδους είναι ο απλήρωτος χρόνος του μισθωτού εργάτη, η απλήρωτη εργασία πάνω από την αξία της εργατικής δύναμής του, που την κλέβει και την ιδιοποιείται δωρεάν ο καπιταλιστής. Μόνο η ζωντανή εργατική δύναμη και όχι τα ρομπότ δημιουργούν υπεραξία.

Φυσικά, η αστική πολιτική δεν παρακολουθεί παθητικά αυτήν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Παρεμβαίνει πολύμορφα για να αναχαιτίσει αυτήν την τάση και να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζόμενων σε κάθε κλάδο και στο σύνολο της οικονομίας.

Αξιοποιεί την αύξηση της παραγωγικότητας και την εντατικοποίηση της εργασίας για να αυξήσει τον κλεμμένο χρόνο και να μειώσει το μέρος της εργάσιμης μέρας που χρειάζεται ο εργάτης για να αναπαράγει την εργατική του δύναμη, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες της οικογένειάς του. Καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις για να δώσει νέα ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Όμως, ενώ η αστική πολιτική μπορεί ξεζουμίζοντας και τσακίζοντας τους εργαζόμενους να αυξάνει τα κέρδη του κεφαλαίου, δεν μπορεί να αντιστρέψει ουσιαστικά την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, παρά μόνο να την επιβραδύνει.

 

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΑΞΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ

Παράλληλα, η αστική επίθεση δημιουργεί την αντικειμενική βάση δυσαρέσκειας των μισθωτών εργαζόμενων. Εδώ περιλαμβάνεται πλέον ένα μεγάλο μέρος των μισθωτών επιστημόνων.

Τονίζουμε ότι οι επιστήμονες, ιδιαίτερα στις σύγχρονες συνθήκες, δεν αποτελούν ενιαία ταξική κατηγορία. Ασφαλώς υπάρχουν απόφοιτοι των πανεπιστημίων που είναι μεγαλοεργοδότες και διευθυντικά στελέχη ομίλων, δηλαδή ανήκουν στην αστική τάξη. Ασφαλώς υπάρχουν τεχνικοί σύμβουλοι, ακαδημαϊκοί και επόπτες ερευνητικών ομάδων που ανήκουν στα μεσαία στρώματα, καθώς και ερευνητές που μετεξελίσσονται σε κεφαλαιοκράτες.

Ασφαλώς υπάρχουν αυτοαπασχολούμενοι μελετητές που πουλάνε το προϊόν, το αποτέλεσμα της εργασίας τους, π.χ., μια μελέτη. Επιστήμονες που εργάζονται μοναχικά, ατομικά, με ένα-δυο συνεργάτες κι επιβιώνουν δύσκολα στην αρένα της καπιταλιστικής αγοράς, σηκώνοντας δυσανάλογα φορολογικά και ασφαλιστικά βάρη.

Όμως δίπλα σ’ αυτούς υπάρχει πλέον μια μεγάλη στρατιά μισθωτών επιστημόνων κι ερευνητών που επιβιώνουν πουλώντας την ειδικευμένη εργατική τους δύναμη. Παίζουν εκτελεστικό ρόλο στην έρευνα και στην παραγωγή, δουλεύουν ομαδικά και είναι σχετικά χαμηλόμισθοι. Με βάση τα λενινιστικά κριτήρια, ανήκουν ή προσεγγίζουν τη σύγχρονη εργατική τάξη, ως μισοπρολετάριοι. Ο μεμονωμένος ανεξάρτητος ερευνητής ανήκει στο παρελθόν.

Στις σύγχρονες συνθήκες του μονοπωλιακού καπιταλισμού, η αντίθεση διευθυντικής κι εκτελεστικής εργασίας γίνεται πιο σύνθετη συγκριτικά με το παρελθόν, διαπερνά τους ίδιους τους εργαζόμενους της πνευματικής εργασίας. Δεν πρέπει επομένως να συγχέεται με την αντίθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας.

Φυσικά, οι περισσότεροι από αυτούς τους επιστήμονες είναι μισθωτοί εργάτες πρώτης γενιάς, με μικροαστικές καταβολές και ασταθή διάρκεια παραμονής στην εργατική τάξη. Ορισμένοι μεταπηδούν στην εργατική αριστοκρατία. Πολλοί μπορούν να γίνουν προσωρινά φορείς της μικροαστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα.

Όμως, για τη μεγάλη πλειοψηφία των μισθωτών επιστημόνων η σημερινή ταξική τους θέση εδραιώνεται και η σχετική επιδείνωση, η σχετική εξαθλίωσή τους είναι γεγονός.

Γνωρίζετε καλύτερα από τον καθένα τα εξοντωτικά ωράρια που διαλύουν την προσωπική ζωή, την ανασφάλεια, τον κίνδυνο της ανεργίας και της γρήγορης απαξίωσης της κατακτημένης ειδικευμένης επιστημονικής γνώσης.

Γνωρίζετε τα εξοντωτικά χρονικά όρια παράδοσης κάθε έργου (dead line) που συνοδεύονται από απατηλές διακηρύξεις της εργοδοσίας για ελεύθερο ωράριο του μισθωτού επιστήμονα ερευνητή.

Γνωρίζετε καλά την αβεβαιότητα των ερευνητών και των μελετητών για το τι θα γίνει μόλις τελειώσει κάθε δίχρονο ή τρίχρονο πρότζεκτ. Τις ατέλειωτες ώρες που απαιτούνται για έξυπνες παρουσιάσεις σε συνέδρια και ημερίδες και δημόσιες σχέσεις, αντί για δημιουργική, ουσιαστική επιστημονική εργασία. Το θλιβερό κυνήγι της χρηματοδότησης, όπου ο κάθε ερευνητής τονίζει πόσο επικερδής είναι η έρευνά του.

Βιώνετε με τι όρους αξιολογείται από το κεφάλαιο το περιεχόμενο και η πορεία της έρευνας κάθε ερευνητή. Βιώνετε τη σύγκριση σχετικά με 
το ύψος των κονδυλίων που προσέλκυσε και διασφάλισε κάθε ερευνητική ομάδα σε κάθε ερευνητικό κέντρο, ως κριτήριο αξιολόγησης.

Γνωρίζετε τους άνισους όρους μόρφωσης και εργασίας ανάμεσα στα πανεπιστήμια και ινστιτούτα των πιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και στα υπόλοιπα. Στο πλαίσιο της σημερινής εισήγησης δε θα επεκταθούμε στο πολύ ενδιαφέρον θέμα της σχέσης της έρευνας με την εκπαιδευτική δραστηριότητα.

Γνωρίζετε επίσης από τη διεθνή πείρα ότι κανένας εκσυγχρονισμός της σύγχρονης παραγωγής δεν οδηγεί σε σταθερή, δημιουργική, ασφαλή εργασία μέσα στη ζούγκλα του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Ας θυμηθούμε το παράδειγμα της ΝΟΚΙΑ, που απέλυσε 10.000 εργαζόμενους μετά από τη διεθνή κρίση του 2008-2009 και, αφού εξαγοράστηκε από τη Microsoft, προχώρησε σε δεύτερο κύμα 12.500 απολύσεων.

Όμως, όλες αυτές οι δυσκολίες δεν πρέπει να μας κρύβουν το κύριο: Η εργατική τάξη αποκτά νέες δυνάμεις και νέες δυνατότητες να γνωρίσει επιστημονικά και να καθορίσει επαναστατικά την κοινωνική εξέλιξη. Η στρατιά των μισθωτών επιστημόνων αυξάνει τη δύναμή της, για να φέρει σε πέρας την ιστορική της αποστολή.

Παράλληλα, η τεχνολογική και κοινωνική εξέλιξη συμβάλλει να ξεπεραστούν μια σειρά αντικειμενικοί, ιστορικοί περιορισμοί στην εξέλιξη της επιστημονικής και φιλοσοφικής σκέψης.

Βοηθά να κατανοούμε βαθύτερα βασικές επιστημονικές έννοιες 
που είναι αναγκαίες για την εξέλιξη κάθε θετικής ή κοινωνικής επιστήμης. Ένα κλασικό παράδειγμα που φωτίζει στην εποχή του ο Μαρξ είναι τα αντικειμενικά ιστορικά όρια στην επιστημονική σκέψη του Αριστοτέλη. Στην αρχαία δουλοκτητική κοινωνία υπάρχουν αντικειμενικά πολύ λιγότερες δυνατότητες να εμβαθύνει κανείς στις έννοιες της αλληλεπίδρασης και της ανταλλαγής, συγκριτικά με την καπιταλιστική κοινωνία. 
Γι’ αυτό, η ελεύθερη πτώση των σωμάτων κατά τον Αριστοτέλη δεν περιέχει καμιά σκέψη αλληλεπίδρασης με τη Γη. Αντίστοιχα, δε θα μπορούσε να συλλάβει ο Αριστοτέλης τις έννοιες της αφηρημένης εργασίας ή της αξίας, παρά το μεγαλοφυή εντοπισμό της έννοιας της αξίας χρήσης.

 

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ

Ας προσθέσουμε λοιπόν έναν ακόμα παράγοντα που εδραιώνει την επαναστατική αισιοδοξία: Είναι η συμβολή της δημιουργικής ανάπτυξης του μαρξισμού-λενινισμού στη διαδικασία της γνώσης, στη θεμελίωση βασικών επιστημονικών εννοιών, στην επιστημονική πρόοδο.

Με άλλα λόγια, η αισιοδοξία μας εδράζεται στα ευεργετικά αποτελέσματα που μπορούν να προκύψουν από τη δημιουργική αλληλεπίδραση της ανάπτυξης της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας και της εξειδικευμένης επιστημονικής έρευνας σε κάθε κλάδο και σε επιμέρους επιστημονικό αντικείμενο.

Η αφομοίωση της επιστημονικής κατακτημένης γνώσης του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, σχετικά με τους νόμους εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας, η κατανόηση της διαλεκτικής λογικής, αποτελεί το στέρεο φιλοσοφικό υπόβαθρο που μπορεί να αναπτύξει την επιστημονική έρευνα σε κάθε τομέα. Η γνώση της λογικο-ιστορικής μεθόδου για την εξέταση των αντιθέσεων, των αντιφάσεων που καθορίζουν την κίνηση στη φύση και στην κοινωνία αποτελεί μέθοδο αντίληψης κι επιστημονικής εργασίας, η οποία αποτελεί απαραίτητο εφόδιο στη μελετητική κι ερευνητική εργασία κάθε επιστήμονα.

Αξίζει να διαβάσετε ένα άρθρο του Φρ. Ένγκελς, γραμμένο το 1878, που αποδεικνύει με παραδείγματα της εποχής του πως ακόμα και σημαντικοί φυσικοί επιστήμονες, χωρίς τη γνώση της υλιστικής διαλεκτικής μεθόδου έρευνας, μπορούν να φτάσουν στα πιο παράλογα συμπεράσματα. Πρόκειται για το άρθρο: «Οι φυσικές επιστήμες στο χώρο των πνευμάτων», όπου ο Ένγκελς αναδεικνύει το αδιέξοδο στο οποίο μπορεί να οδηγήσει η αβαθής θεωρητικά, εμπειρική επαγωγική μέθοδος.

Η συμβολή του μαρξισμού για να απαλλαγεί ουσιαστικά κάθε επιστήμονας από την εμπειρική του συνείδηση, να απαλλαγεί από τους φραγμούς της μηχανιστικής και της θετικιστικής σκέψης ώστε να μπορέσει να συλλάβει τις αιτίες, τους εσωτερικούς δεσμούς, την πραγματική εσωτερική κίνηση κάθε φυσικού ή κοινωνικού φαινομένου που εξετάζει, είναι σήμερα αναμφισβήτητη.

Με άλλα λόγια, η γνώση των εννοιών, των κοινωνικών κατηγοριών και της μεθόδου του διαλεκτικού ιστορικού υλισμού παίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της νόησης σε κάθε ερευνητική διαδικασία, στη διεύρυνση και στην ανασύσταση κάθε αντικειμένου επιστημονικής έρευνας, κάθε ειδικού θέματος επιστημονικής μελέτης. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, πόσο φτωχή και αναποτελεσματική θα ήταν κάθε προσπάθεια επιστημονικής έρευνας οποιουδήποτε θέματος σχετίζεται με την εξέλιξη της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, χωρίς γνώση της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και της λενινιστικής θεωρίας για το δίκαιο και το κράτος.

Αντίστροφα, η ανάπτυξη των φυσικών και κοινωνικών επιστημών μπορεί να δώσει σημαντική ώθηση στη δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας, της επιστήμης της κοινωνικής εξέλιξης και της επαναστατικής πολιτικής.

Ο μαρξισμός-λενινισμός δεν είναι μια συλλογή δογμάτων και θέσεων αποσπασμένων από τον ιστορικό χρόνο. Δεν αποτελεί μια κλειστή, αποστεωμένη, τελειωμένη διδασκαλία. Ο μόνος τρόπος ύπαρξης και συνεχούς επιβεβαίωσης του μαρξισμού ως επαναστατικής κοσμοθεωρίας είναι η συνεχής δημιουργική ανάπτυξή του. Δημιουργική ανάπτυξη που δεν έχει φυσικά καμιά σχέση με την αναθεώρηση αρχών, νομοτελειών, κατηγοριών που κατακτήθηκαν μέχρι σήμερα. Δεν έχει καμιά σχέση με τις οπορτουνιστικές, δήθεν νέες κριτικές αναγνώσεις του Μαρξ, που επιχειρούν να εξουδετερώσουν το επαναστατικό πρόταγμα του μαρξισμού και να τον εμφανίσουν ως μια απλή μέθοδο για τη μελέτη ενός αθάνατου καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο μπορεί να σηματοδοτεί το τέλος της Ιστορίας.

Οι κλασικοί του μαρξισμού ανέδειξαν τις θεμελιώδεις νομοτέλειες, τις βαθιές αντιθέσεις και αντιφάσεις που τεκμηριώνουν την ιστορική εμφάνιση, την ιστορική εξέλιξη και τα ιστορικά όρια του καπιταλισμού. Εστίασαν στη βασική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, που μπορεί να λυθεί μόνο επαναστατικά.

Η δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού-λενινισμού απλά δεν περιορίζεται στην υπεράσπιση της επαναστατικής κατεύθυνσης, στην απλή επανάληψη, διάδοση κι εκλαΐκευση αυτών των βασικών θέσεων. Αντίθετα, επιχειρεί να ερευνήσει, να αξιοποιήσει, να σκύψει πάνω από κάθε νέο, σύνθετο γνωστικό αντικείμενο το οποίο γεννά η τεχνολογική κι επιστημονική εξέλιξη, καθώς και η ιστορική εξέλιξη της ταξικής πάλης και γενικότερα της κοινωνίας.

Ας σκεφτούμε πόσα νέα επιστημονικά δεδομένα και αντικείμενα έρευνας διαμορφώνει η εξέλιξη των φυσικών επιστημών, η αναβάθμιση της πληροφορικής, της ρομποτικής, της βιοτεχνολογίας, καθώς και η σχετική διεπιστημονική συνεργασία.

Ας σκεφτούμε τα νέα δεδομένα και νέα ερευνητικά καθήκοντα που γέννησε η σοσιαλιστική οικοδόμηση και οι ανατροπές στον 20ό αιώνα, για την ιστορική, οικονομική και κοινωνιολογική έρευνα, και συνολικά για τη μαρξιστική-λενινιστική κοσμοθεωρία.

Αυτή η προσπάθεια διαπερνά όλη την ιστορία εξέλιξης της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας από την εμφάνισή της. Ο Λένιν συνόψισε εύστοχα τους όρους εμφάνισης του μαρξισμού, γράφοντας ότι αποτελεί το νόμιμο διάδοχο ό,τι καλύτερου δημιουργήθηκε από την ανθρωπότητα το 19ο αιώνα με τη μορφή της γερμανικής φιλοσοφίας, της αγγλικής πολιτικής οικονομίας και του γαλλικού σοσιαλισμού, στο επίπεδο της πολιτικής.

Ο ίδιος δεν αρκέστηκε στη διάδοση κι εκλαΐκευση του έργου Του Κεφαλαίου, αλλά αξιοποίησε την κατακτημένη γνώση των νομοτελειών κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας για να μελετήσει την εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού.

Ανέδειξε στις νέες ιστορικές συνθήκες τη δυνατότητα νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία χώρα ή μια ομάδα χωρών, που δεν υπήρχε στις αρχικές επεξεργασίες του Μαρξ και του Ένγκελς.

Μιλώντας το 1920 στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Ένωσης Νεολαίας της Ρωσίας, τόνιζε ότι για τη μελέτη του κομμουνισμού δεν αρκεί να γνωρίσουμε όσα λένε τα κομμουνιστικά έργα και τα εκλαϊκευτικά φυλλάδια, γιατί έτσι θα βγάλουμε κομμουνιστές παπαγάλους. Και υπενθυμίζουμε το ενδιαφέρον του Μαρξ για τα μαθηματικά, τη χημεία, τη βιολογία.

Μόνο αν συνεχίσουμε αποφασιστικά σ’ αυτόν το δημιουργικό δρόμο της μαρξιστικής έρευνας, μόνο αν σκύψουμε τολμηρά σε κάθε αντίφαση, κάθε ασυμφωνία της υπάρχουσας θεωρητικής επεξεργασίας με την πραγματικότητα, μόνο αν αξιοποιήσουμε την εξέλιξη των σύγχρονων επιστημών, θα μπορέσουμε να συμβάλουμε αποτελεσματικά στην επαναστατική δράση για την κοινωνική απελευθέρωση.

 

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Φυσικά, όλες αυτές οι αντικειμενικές δυνατότητες θα μείνουν για πάντα αναξιοποίητες χωρίς την αποφασιστική δράση της επαναστατικής πρωτοπορίας, του Κομμουνιστικού Κόμματος, χωρίς τη δράση του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

Μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα, ως φορέας της διαλεκτικής ενότητας της επαναστατικής θεωρίας με την επαναστατική πράξη, μπορεί να διασφαλίσει ότι αυτές οι δυνατότητες θα αξιοποιηθούν προς όφελος της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα έχει καθήκον –όπως προαναφέραμε– να αναπτύσσει τη μαρξιστική θεωρία, καθώς αναπτύσσεται και το αντικείμενο που μελετά η θεωρία, δηλαδή η ίδια η ζωή σ’ όλες τις μορφές της. Και σ’ αυτό το καθήκον είναι κεντρικής σημασίας οι δεσμοί του με τον κόσμο της επιστήμης και ιδιαίτερα της έρευνας.

Το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, που φέτος συμπληρώνει έναν αιώνα αγώνων και θυσιών, είναι περήφανο γιατί απέδειξε ότι είναι το μόνο κόμμα της ελληνικής κοινωνίας που παλεύει σταθερά για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Οι αμέτρητες σελίδες της ηρωικής δράσης του συμβαδίζουν με την προσπάθεια συμβολής του στην ανώτερη μορφή ταξικής πάλης, στη θεωρητική, παρά τα όποια λάθη και αδυναμίες της στρατηγικής του σε διάφορες περιόδους.

Το ΚΚΕ ξεκίνησε από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του την προσπάθεια για μετάφραση, έκδοση, διάδοση κι εκλαΐκευση βασικών έργων της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας. Μέσα από την έκδοση του Ριζοσπάστη και της Κομμουνιστικής Επιθεώρησης ανέδειξε τα ζητήματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στην Ελλάδα.

Αντιπάλεψε την αστική αντίληψη της Μεγάλης Ιδέας, την οικονομική ανάλυση της «Ψωροκώσταινας», το θρησκευτικό σκοταδισμό, τις προκαταλήψεις σε βάρος των γυναικών. Φώτισε τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης.

Μέσα σε συνθήκες ήττας του ΔΣΕ και πολιτικής προσφυγιάς, το Κόμμα αποφάσισε την έκδοση των Διαλεχτών Έργων των Μαρξ-Ένγκελς το 1949 και στη συνέχεια την έκδοση Του Κεφαλαίου το 1951, σε ελληνική μετάφραση.

Γενικότερα, σε πολύ δύσκολες συνθήκες το ΚΚΕ μπόρεσε να εμπνεύσει δημιουργικά, να εξοπλίσει θεωρητικά πλήθος επιστημόνων στο συγκεκριμένο έργο τους και ταυτόχρονα να αξιοποιήσει τη δουλειά τους στα διαφορετικά επιστημονικά αντικείμενα για να αναβαθμίσει την ιδεολογική-πολιτική παρέμβαση του Κόμματος.

Στη δεκαετία του ’90, σε συνθήκες νίκης της αντεπανάστασης και μεγάλης υποχώρησης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, το ΚΚΕ προσπάθησε να εξετάσει αυτοκριτικά, με βάση τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που επέτρεψε τη νίκη της αντεπανάστασης και τα προβλήματα της στρατηγικής που ακολούθησε το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες.

Την ίδια ώρα, το Κόμμα ξεκινούσε την προσπάθεια για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και αντιπάλευε την πολιτική επίθεση του κεφαλαίου, που φυσικά κλιμακώθηκε.

Καρπός αυτής της σύνθετης κι επίπονης προσπάθειας για σύγχρονη επιστημονική μαρξιστική επεξεργασία ήταν η νέα στρατηγική αντίληψη που αποτυπώθηκε στο νέο Πρόγραμμα του ΚΚΕ το 2013 και τα συμπεράσματα της πείρας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που αποτυπώθηκαν στο 18ο Συνέδριο του Κόμματος.

Πρόκειται για μια δύσκολη προσπάθεια που συνεχίζεται, παράλληλα με τις πρωτοβουλίες του ΚΚΕ για την ανασυγκρότηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, όπως, για παράδειγμα, η έκδοση της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης. Βήμα Διαλόγου.

Σ’ αυτόν το δρόμο συνεχίζουμε αποφασιστικά. Σ’ αυτόν το δρόμο καλούμε κάθε προοδευτικό επιστήμονα, και ιδιαίτερα τους μισθωτούς επιστήμονες να συμπορευτούν με το επαναστατικό εργατικό κίνημα, να συμβάλουν στην αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών, στην ισχυροποίηση του ΚΚΕ.

Καλούμε τους μισθωτούς επιστήμονες κι ερευνητές, τους μεταπτυχιακούς υπότροφους, να αγωνιστούν μαζί με τους υπόλοιπους εργαζόμενους για συμβάσεις εργασίας για όλους, με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, στο ύψος των σύγχρονων αναγκών.

Καλούμε κάθε προοδευτικό επιστήμονα να προσπαθήσει να αφομοιώσει τη μαρξιστική κοσμοθεωρία και να συμβάλει στη διαλεκτική υλιστική προσέγγιση του ιδιαίτερου επιστημονικού αντικειμένου του.

Καλούμε όλους τους επιστήμονες να αντιταχτούν ενεργά και πολύμορφα στα επικίνδυνα σχέδια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, που αυξάνουν τον κίνδυνο για έναν πιο γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Καλούμε κάθε επιστήμονα να συμβάλει με κάθε δυνατό τρόπο για να έρθει πιο γρήγορα το μέλλον, να γυρίσει ξανά ο τροχός της Ιστορίας μπροστά, να καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Η σημερινή εκδήλωση αποτελεί σταθμό για μια πιο συστηματική προσπάθεια αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης, για τη νίκη του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Η παρουσία σας σήμερα εδώ είναι ελπιδοφόρα, δείχνει ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε.

Καλούς αγώνες, σύντροφοι και φίλοι!

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Η κεντρική ομιλία του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στην επιστημονική ημερίδα του ΚΚΕ στη Γενεύη, 1 Δεκέμβρη 2018.