Για το δικαίωμα στην πατρότητα.
Οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες δημιούργησαν τον πλήρη διαχωρισμό μεταξύ μητρότητας και πατρότητας. Βέβαια, είχε μια ορισμένη αντικειμενική βάση, καθώς η γυναίκα λόγω του ρόλου της στην αναπαραγωγική διαδικασία έχει μια ορισμένη σχέση φυσικής εξάρτησης με το κυοφορούμενο έμβρυο και στη συνέχεια με το βρέφος. Στο πρωτόγονο κοινοτικό νοικοκυριό συντελούνταν όχι μόνο η αναπαραγωγή του είδους, αλλά και εργασίες παραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, η κατανομή του γινόταν ισότιμα σε όλα τα μέλη της κοινότητας, βέβαια σ’ ένα πολύ χαμηλό επίπεδο. Σ’ εκείνη τη φάση της κοινωνικής εξέλιξης τα μέσα που διέθετε ο άνθρωπος στην παραγωγή και στην αναπαραγωγική διαδικασία ήταν σε τόσο χαμηλό επίπεδο –από την άποψη της γνώσης της επιστήμης και της αντίστοιχης τεχνικής-τεχνολογίας– που ο άνθρωπος ήταν υποταγμένος στη φύση. Σ’ εκείνη την ιστορική περίοδο, ο άντρας είχε δυνατότητα εργασίας πιο μακριά από την κοινοτική εστία, αφού δεν ήταν δεσμευμένος στις ευθύνες φροντίδας των εξαρτώμενων μελών του κοινοτικού νοικοκυριού, όπως των παιδιών, τα οποία δεν τον είχαν άμεση ανάγκη, αλλά και η πατρότητα δεν είχε στενά ατομικό χαρακτήρα. Σε μια μακρόχρονη πορεία, μπόρεσε να επιδράσει στη φύση, να εργαστεί συλλογικά με άλλους άντρες, με τρόπο ώστε να δημιουργηθεί ένα στοιχειώδες πλεόνασμα προϊόντων –που περίσσευαν από εκείνα που είχαν ανάγκη για τη στοιχειώδη κάλυψη των αναγκών της κοινότητας– δημιουργήθηκε το υπερπροϊόν. Αυτό δεν μπόρεσε να γίνει μαζικά από την εργασία των γυναικών λόγω της σχέσης με τη μητρότητα, τον εγκλωβισμό στις άμεσα κοινοτικές εργασίες.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ένγκελς:
«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη, το καθοριστικό στοιχείο στην Ιστορία είναι σε τελική ανάλυση: Η παραγωγή και η αναπαραγωγή της άμεσης ζωής. Αυτή όμως με τη σειρά της έχει διπλό χαρακτήρα. Από τη μια μεριά, η παραγωγή των μέσων συντήρησης, αντικειμένων για τη διατροφή, το ντύσιμο, την κατοικία και των εργαλείων που χρειάζονται γι’ αυτά. Από την άλλη μεριά, η παραγωγή των ίδιων των ανθρώπων, η αναπαραγωγή του είδους. Οι κοινωνικοί θεσμοί όπου ζουν οι άνθρωποι μιας ορισμένης ιστορικής εποχής και μιας ορισμένης χώρας καθορίζονται και από τα δύο είδη της παραγωγής.»13
Βέβαια, η ωραιοποιημένη άποψη για τη μητρότητα και την πατρότητα διαμορφώθηκε ως ένα βαθμό στον ύστερο καπιταλισμό των ημερών μας. Γιατί ακόμα και στα πρώιμα στάδιά του ο καπιταλισμός, όπως και στη φεουδαρχία, ιδιαίτερα στη δουλοκτησία, δεν έδινε αξία στην ανθρώπινη ζωή, ούτε στα δικαιώματα των παιδιών και τις υποχρεώσεις των γονιών απέναντί τους, προκειμένου για τις τάξεις που υφίσταντο την εκμετάλλευση. Είναι χαρακτηριστικά τα αποσπάσματα των έργων του Μαρξ και του Ένγκελς για τις άθλιες συνθήκες εργασίας των παιδιών στην Αγγλία, συνθήκες που εξακολουθούν να υπάρχουν σε χώρες που έχουν πολύ βαθιά ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη, όπως είναι η Ινδία, αλλά και σε άλλες χώρες της Ασίας, της Αφρικής.
Η αναγνώριση της μητρότητας και της πατρότητας, από τη δουλοκτητική κοινωνία μέχρι τον πρώιμο καπιταλισμό, αφορούσε τις άρχουσες τάξεις και όχι τις εκμεταλλευόμενες τάξεις. Αυτός ο διαχωρισμός μητρότητας-πατρότητας (ως γονικής μέριμνας) έχει μεγάλο βάθος και δεν μπορεί να αποσπάται από την ιστορική προέλευσή του: Την ατομική ιδιοκτησία και την απώλεια του κοινωνικού χαρακτήρα της γυναικείας εργασίας, που συντέλεσε στην ιστορική υποταγή του γυναικείου φύλου στο αντρικό σε συνθήκες ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας. Σε αυτό το έδαφος έγινε αναγκαία η κληρονομικότητα στα γνήσια τέκνα. Εξάλλου, και το αστικό Οικογενειακό Δίκαιο διαμορφώθηκε για να καλύψει τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας, που η περιουσία πρέπει να περνάει από τη μια γενιά στην άλλη, με δεδομένο ότι υπάρχει ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και κατ’ επέκταση σε άλλα περιουσιακά στοιχεία.
Βέβαια, οι εξελίξεις στο θεσμό της οικογένειας στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, που έχει ως βάση την πιο μαζική συμμετοχή της γυναίκας στην κοινωνική εργασία, ως μισθωτή και ως αυτοαπασχολούμενη, δεν έχει την απόλυτη αντίστοιχη αντανάκλαση στο Οικογενειακό Δίκαιο, ιδιαίτερα στη ρύθμιση της επιμέλειας των παιδιών μεταξύ των δύο γονέων μετά τη λύση του γάμου ή της συμβίωσης. Γι’ αυτό εκφράστηκε ο αστικός προβληματισμός για τη θεσμοθέτηση της συνεπιμέλειας, επιδιώκοντας να αλλάξει ό,τι είχε παραλάβει ο καπιταλισμός στα πρώτα του βήματα ή και ό,τι με χρονική καθυστέρηση αντιμετώπιζε, ακόμα και όσα κατοχυρώνει το αστικό δίκαιο για τα δικαιώματα, την προστασία των παιδιών, τις υποχρεώσεις των γονιών απέναντί τους.
Στον καπιταλισμό και η πατρότητα εξελίσσεται πιο περίπλοκα. Π.χ. το δικαίωμα και η απόφαση του άντρα στην εκπλήρωση της πατρότητας πρέπει να συμπέσει με την αντίστοιχη απόφαση μιας γυναίκας που τον ενδιαφέρει ως ερωτικός σύντροφος. Η όλη κοινωνική υποστήριξη και η κοινωνική αντίληψη να υποβοηθά σε αυτό που καταλήγει σε αβίαστη κοινή επιλογή δύο ανθρώπων. Φυσικά υπάρχει και η δυνατότητα της ιατρικώς υποβοηθούμενης πατρότητας με παρένθετη μητέρα. Ωστόσο, κι εδώ παραβιάζεται η «μητρότητα» παίρνοντας εμπορευματικό χαρακτήρα.
Είναι πολλά και σύνθετα τα ζητήματα βιοηθικής που πρέπει να μελετήσουμε.
Ειδικότερα για τη γονική (μητρική-πατρική) και κρατική ευθύνη.
Στον καπιταλισμό η σχετικά ελεύθερη από φυσικούς καταναγκασμούς ένταξη του εργατικού δυναμικού στην κοινωνική εργασία είναι προϋπόθεση για τη μαζική ένταξη της αγωγής των παιδιών σε κρατικό σύστημα (σε σχέση με προγενέστερους κοινωνικο-οικονομικούς σχηματισμούς). Είναι προσαρμογές που γίνονται με αντιφάσεις και οπισθοχωρήσεις, αφού δεν πρέπει να εμποδίζουν, αλλά αντίθετα πρέπει να υπηρετούν τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό και οι κυβερνητικές αρχές μιλάνε για τη μητρότητα ανάλογα και με τις εκάστοτε ανάγκες του κράτους, τη φάση του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου, το μέγεθος της μετανάστευσης κ.ά.
Ως Κόμμα υποστηρίζουμε ως βασική αρχή για το ζήτημα της γονικής μέριμνας στην περίπτωση λύσης του γάμου ότι οι διαζευγμένοι γονείς πρέπει να έχουν κοινή ευθύνη στη φροντίδα και αγωγή των παιδιών. Ό,τι υπάρχει ως υποχρέωση των γονιών απέναντι στα παιδιά εντός γάμου, πρέπει να ισχύει και για τους γονείς εκτός γάμου. Αλλά κάτω από ποιους όρους μπορεί να πραγματοποιηθεί; Ακόμα και στη ρύθμιση της επιμέλειας των παιδιών μετά από ένα διαζύγιο επιδρά ο οικονομικός παράγοντας, η οικονομική εξάρτηση, με κύριο χαρακτηριστικό τη ρύθμιση της διατροφής. Ακόμα και οι σχέσεις των διαζευγμένων γονιών μεταξύ τους για να συνεννοούνται και να λαμβάνουν από κοινού τις αποφάσεις για όλα τα σοβαρά θέματα του παιδιού, που είναι πολύ σύνθετο και δύσκολο ζήτημα, επηρεάζονται από τις κυρίαρχες αξίες της καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως ο ανταγωνισμός, ο ατομικισμός, ο «θάνατός σου η ζωή μου», που διαπερνούν και τις προσωπικές σχέσεις, επηρεάζονται από την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς, τις εξοντωτικές συνθήκες εργασίας, π.χ., για τις γυναίκες στο εμπόριο, στον τουρισμό, στα νοσοκομεία, στην καθαριότητα.
Το θέμα, λοιπόν, δεν μπορεί να περιορίζεται σε ορισμένες νομοθετικές ρυθμίσεις για τις γονικές σχέσεις, αλλά αφορά τις οικονομικές, κοινωνικές προϋποθέσεις ώστε οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, να ζουν μια πολιτισμένη, αξιοπρεπή ζωή με σταθερή δουλειά, σταθερό ωράριο εργασίας και αξιοπρεπείς μισθούς, για να μπορούν να φροντίζουν ουσιαστικά τα παιδιά τους με κοινωνική στήριξη. Η σχέση αγάπης και φροντίδας, η δημιουργική σχέση του γονιού με το παιδί μέσα από το παιχνίδι, τις άλλες πολιτιστικές δραστηριότητες, μπορεί να αναπτυχθεί αν απαλλαγεί και η εργαζόμενη μητέρα και ο εργαζόμενος πατέρας από την άχαρη καθημερινότητα, τη γεμάτη υποχρεώσεις για τη φροντίδα των παιδιών, των άλλων εξαρτώμενων μελών (φαγητό, διαρκές τρέξιμο για τις δραστηριότητες, το φροντιστήριο, τη βοήθεια στη μελέτη κλπ.). Διαχρονικά, οι αστικές κυβερνήσεις φορτώνουν όλα τα βάρη της φροντίδας των παιδιών στους γονείς, στην οικογένεια. Ακόμα και το πρόγραμμα δωρεάν σχολικών γευμάτων δεν είναι γενικευμένο σε όλο το μαθητικό πληθυσμό. Αν φύγουν όλοι οι οικονομικοί και κοινωνικοί καταναγκασμοί που αναπαράγονται στον καπιταλισμό, τότε οι σχέσεις γονιών-παιδιών μπορούν να είναι πιο δημιουργικές, αλλά και οι σχέσεις των διαζευγμένων γονιών να είναι πολιτισμένες.
Το στοιχείο του οικονομικού και κοινωνικού καταναγκασμού σχετίζεται και με μια σειρά αντιδραστικές εξελίξεις και στο δικαίωμα των γυναικών στην αναπαραγωγική υγεία. Όλη αυτήν την περίοδο, το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, μετά και από την απαράδεκτη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, η οποία ανατρέπει τη δικαστική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ του 1973, Roe εναντίον Wade, που προστάτευε το δικαίωμα στην άμβλωση σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ωστόσο, το γεγονός ότι καμία κυβέρνηση δεν κατοχύρωσε νομοθετικά αυτό το δικαίωμα, άφησε ανοιχτό το δρόμο γι’ αυτήν την εξέλιξη. Βέβαια, αντίστοιχες απαγορεύσεις υπάρχουν και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες.
Τέτοιες σκοταδιστικές, οπισθοδρομικές απόψεις και πολιτικές πρακτικές σε βάρος του αδιαπραγμάτευτου δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση αναπτύσσονται στο έδαφος της σύγχρονης αντιδραστικοποίησης της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, στην οποία τα δικαιώματα των εργαζόμενων γυναικών στην αναπαραγωγική υγεία «μπαίνουν στο κρεβάτι του Προκρούστη», ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, τη φάση στον καπιταλιστικό οικονομικό κύκλο.
Υποστηρίζουμε τη δυνατότητα και ελευθερία κάθε γυναίκας στην άμβλωση, με την αναγκαία δωρεάν επιστημονική, κοινωνική στήριξη και προστασία της, προκειμένου να είναι ουσιαστική η όποια ατομική επιλογή. Όμως, αντιπαλεύουμε την «κάλπικη» ελευθερία «κάνω το σώμα μου ό,τι θέλω», που μεταφέρει αποκλειστικά στη γυναίκα την ατομική ευθύνη για τις επιλογές της και γίνεται κάλυμμα για να κρυφτούν τα οικονομικά, κοινωνικά εμπόδια που συναντά. «Ασπίδα προστασίας» απέναντι στην αντιδραστικοποίηση είναι η πάλη για τα σύγχρονα δικαιώματα των γυναικών και όχι τα διαστρεβλωμένα κριτήρια περί «ελευθερίας του ατόμου».
Η πηγή αυτής της οπισθοδρόμησης δεν είναι άσχετη με τις οικονομικές-κοινωνικές εξελίξεις, την ανησυχία των καπιταλιστικών επιτελείων στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα, ως προς τη δημογραφική εξέλιξη και μάλιστα στη σύνθεσή της σε σχέση και με τους μετανάστες. Γιατί αν και εμποδίζουν την πλήρη ενσωμάτωση των μεταναστών, αφού τους διατηρούν ως φθηνότερο εργατικό δυναμικό, φοβούνται την εξέλιξη της «εθνικής συνοχής» σε συνδυασμό με το ότι η υπογεννητικότητα είναι μεγαλύτερη στο γηγενή πληθυσμό απ’ ό,τι στους μετανάστες. Από την άλλη μεριά, το στοιχείο της «εθνικής συνείδησης» παίρνει υπόψη του ότι, παρά το μεγάλο βαθμό διεθνοποίησης του κεφαλαίου, εξακολουθεί το μεγαλύτερο μέρος της συσσώρευσής του να παράγεται σε εθνοκρατικό επίπεδο. Αυτό δημιουργεί ορισμένες αντιφάσεις και στην εκάστοτε κρατική οικογενειακή πολιτική. Για παράδειγμα, ο αστικός προβληματισμός και στην Ελλάδα σε σχέση με το δημογραφικό πρόβλημα σχετίζεται όχι μόνο με τη διαχρονική φθίνουσα πορεία του ελληνικού πληθυσμού, αλλά και με την τάση συγκράτησης αυτής της φθίνουσας πορείας από τις μεταναστευτικές-προσφυγικές ροές. Παρόλο που περιορίζονται οι θάνατοι, το ισοζύγιο στην Ελλάδα είναι επί μία δεκαετία αρνητικό, δηλαδή είναι περισσότεροι οι θάνατοι από τις γεννήσεις.14
Βέβαια, υπάρχει ένα γενικότερο ζήτημα. Όσο αναπτύσσεται ο άνθρωπος, όσο αναπτύσσεται η παραγωγική του ικανότητα, αναπτύσσεται και ο έλεγχος της αναπαραγωγής του είδους, γίνεται αυτόβουλη (όσο αυτό είναι δυνατό μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών καταναγκασμών μιας ταξικής κοινωνίας) υπόθεση η επιλογή και ο χρόνος τεκνοποίησης και συνολικά μειώνεται η αναλογία γεννήσεων ανά γυναίκα στην παραγωγική της ηλικία.
Σε αυτό το έδαφος, αναπτύσσονται και τάσεις σε αστικές πολιτικές δυνάμεις, καθώς και τοποθετήσεις της Εκκλησίας στη χώρα μας, σε βάρος του αδιαπραγμάτευτου δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πρόσφατα το Δελτίο Τύπου της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας, που καλούσε να διαβαστεί στις Εκκλησίες εγκύκλιος «Περί της προστασίας της ανθρώπινης ζωής και αποφυγής των αμβλώσεων» στις 8 Σεπτέμβρη, κατά την «εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου».
Όσο αναπτύσσεται ο άνθρωπος, όσο αναπτύσσεται η παραγωγική του ικανότητα, τόσο η αναπαραγωγική διαδικασία, η απόφαση δημιουργίας οικογένειας ή όχι αποκτά πιο συνειδητά χαρακτηριστικά. Η απόφαση ενός ζευγαριού να κάνει παιδιά εξαρτάται από τις οικονομικές, κοινωνικές συνθήκες, που αλληλεπιδρούν με παράγοντες που σχετίζονται με την πολιτιστική παράδοση, με την κουλτούρα του λαού, με την εξέλιξη της θέσης της γυναίκας στην κοινωνία, στην εργασία, στην οικογένεια. Όλα αυτά επιδρούν στον περιορισμό των γεννήσεων και στην εξέλιξη των δημογραφικών δεικτών.
Πρόκειται για κοινωνικό ζήτημα, που σχετίζεται με τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της κοινωνίας. Γιατί αν η γυναίκα στην ηλικία των 18-25 ετών, στην πιο γόνιμη ηλικιακή περίοδο της ζωής της, είχε πλήρη στήριξη για συνέχιση επιστημονικών ή καλλιτεχνικών σπουδών ή μια μόνιμη και σταθερή εργασία, δωρεάν πρόληψη και μαιευτική περίθαλψη, αν είχε κρατική στήριξη για τη φροντίδα του παιδιού από την προσχολική ηλικία, δηλαδή όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που είχαν οι φοιτήτριες και οι εργαζόμενες στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες, δε θα αποφάσιζε να αναβάλει την τεκνοποίηση για την ηλικία των 35-40 ετών και πλέον, που πέφτει η γονιμότητα και αναγκάζεται να προσφύγει σε μεθόδους της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Άλλωστε στη χώρα μας υπάρχει απόλυτη κυριαρχία των ιδιωτικών επιχειρήσεων και σε αυτόν τον τομέα της Υγείας. Από τις περίπου 55 μονάδες Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και τράπεζες κρυοσυντήρησης που λειτουργούν στη χώρα μας, όπως αποτυπώνεται στον κατάλογο που είναι αναρτημένος στην ιστοσελίδα της Εθνικής Αρχής Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, η συντριπτική πλειοψηφία είναι ιδιωτικές δομές. Μόνο 6 Μονάδες Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής και 5 τράπεζες κρυοσυντήρησης υπάρχουν στα δημόσια νοσοκομεία και 1 στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αθήνας.15 Βέβαια, και σε αυτές τις υπηρεσίες των δημόσιων νοσοκομείων δεν υπάρχει το αναγκαίο επιστημονικό προσωπικό, όλων των ειδικοτήτων, ο αναγκαίος εξοπλισμός για τις αναγκαίες διαγνωστικές, προληπτικές εξετάσεις και προγεννητικού ελέγχου, οι οποίες πρέπει να γίνονται σε καθορισμένη ημερομηνία. Το αποτέλεσμα είναι η γυναίκα, το νέο ζευγάρι, να αναγκάζονται να απευθύνονται και να τις χρυσοπληρώνουν στα ιδιωτικά μεγαθήρια της Υγείας.
Το σύνθετο ζήτημα της βελτίωσης των ρυθμών γεννήσεων στην Ελλάδα και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες απασχολεί τα αστικά επιτελεία, όχι με κριτήριο τις ανάγκες γυναικών και αντρών που θέλουν να τεκνοποιήσουν, αλλά από μια σκοπιά εθνικιστική-κεφαλαιοκρατική. Γιατί έχουν συμφέρον από την αύξηση του εργατικού δυναμικού μέσα από την ανεκμετάλλευτη «δεξαμενή» του οικονομικά ενεργού γυναικείου πληθυσμού, θεωρώντας την προϋπόθεση για τη βελτίωση της κερδοφορίας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων στον ανταγωνισμό τους με εκείνα των ΗΠΑ, της Κίνας, της Ινδίας, της Ιαπωνίας. Αποτυπώνεται, δηλαδή, το αντικειμενικό γεγονός ότι η μισθωτή εργατική δύναμη είναι πηγή της υπεραξίας, του κέρδους, πολύ περισσότερο όταν οι ανισοτιμίες και διακρίσεις σε βάρος των γυναικών γίνονται πηγή απομύζησης μεγαλύτερου βαθμού εκμετάλλευσης, πρόσθετου κέρδους, μέσο γενικότερης μείωσης μισθών, αλλά και πολιτικής χειραγώγησης. Η συγκεκριμένη κατεύθυνση προχωρά με αντιφάσεις, συνυπάρχοντας με τα μεγάλα ποσοστά γυναικείας ανεργίας και υποαπασχόλησης, καθώς επηρεάζεται από τις συνθήκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, την ανισομετρία που υφίσταται μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, αλλά και στο εσωτερικό κάθε κράτους. Επίσης συνυπάρχει με την απόσυρση από την εργασία γυναικών με μικρά παιδιά. Όμως όλες οι κυβερνήσεις δε θέλουν και δεν μπορούν να διαχειριστούν τις οξυμένες συνέπειες από την επέκταση της μισθωτής εργασίας των γυναικών και την έλλειψη στήριξης της μητρότητας, σε συνθήκες που οι στρατηγικές επιλογές της ΕΕ οδηγούν στη συρρίκνωση και εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών υγείας - πρόνοιας. Στην πραγματικότητα, διαχρονικά η αστική πολιτική φέρνει σε αντιπαράθεση το δικαίωμα της γυναίκας στην εργασία με την κοινωνική ανάγκη προστασίας της μητρότητας, προκαλώντας προβλήματα και αδιέξοδα.
Η γυναίκα στη Σοβιετική Ένωση είχε τέτοιες κατακτήσεις, χωρίς να ωραιοποιούμε την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα και τα προβλήματα που συλλογικά ως Κόμμα έχουμε αναδείξει και απαιτούν πιο εκτεταμένη και βαθύτερη μελέτη. Ωστόσο, η γυναίκα είχε εξασφαλισμένο το καθολικό κοινωνικό δικαίωμα στην εργασία και τη στήριξη του εργατικού κράτους μέσα από ένα εκτεταμένο κρατικό δίκτυο παιδικών σταθμών με δωρεάν υπηρεσίες, ακόμα και μέσα στα πανεπιστήμια, συμβουλευτικών σταθμών για την οικογένεια, κέντρων υγείας με έμφαση στην πρόληψη κ.ά. Μάλιστα, ορισμένα «προνόμια» για τα νέα ζευγάρια οδηγούσαν τους νέους και τις νέες στην ηλικία των 18-20 ετών αβίαστα ν’ αποφασίζουν να κάνουν παιδί, επειδή είχαν προτεραιότητα στο να πάρουν διαμέρισμα και σε ορισμένα άλλα προϊόντα, όπως κάποιες σύγχρονες ηλεκτρικές συσκευές, που υπήρχε μια ορισμένη δυσκολία να εξασφαλιστούν για κάθε ατομικό νοικοκυριό, υπήρχε λίστα προτεραιότητας.
Τα επιτεύγματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ είχαν ως αποτέλεσμα τη ριζική αλλαγή στη θέση των γυναικών, ακόμα και σε τμήματα της ΕΣΣΔ με έντονη προκαπιταλιστική καθυστέρηση, όπου υπήρχαν προβλήματα προκαταλήψεων, αντιδραστικής νοοτροπίας και αντίληψης για το ρόλο της γυναίκας, όπως αποτυπώνονται, όχι μόνο σε ντοκουμέντα, βιβλιογραφία, αλλά και σε λογοτεχνικά έργα. Βέβαια, γνωρίζουμε ότι οι νέες αξίες και αντιλήψεις της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας αποκρυσταλλώνονται σταδιακά στο βαθμό που αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις στην οικονομία και εδραιώνεται η νέα κοινωνία, σε συνδυασμό και με την οργανωμένη κρατική παρέμβαση –υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος– για τη διαμόρφωση κομμουνιστικής συνείδησης και στάσης. Σε αυτήν τη βάση επαναστατικοποιούνται οι απόψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων, όπως και γενικά οι ιδέες των ανθρώπων, ενώ διαμορφώνονται νέοι κανόνες ηθικής, κοινωνικών υποχρεώσεων του ανθρώπου και στις διαπροσωπικές σχέσεις, στις σχέσεις γονιών-παιδιών κλπ.
Με αυτήν την έννοια δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σχηματικά ότι «στο σοσιαλισμό οι άνθρωποι θα διατηρούν μια ιδανική ερωτική σχέση συμβίωσης εφ’ όρου ζωής». Η διάρκεια της επιλογής συμβίωσης με ερωτικό σύντροφο προϋποθέτει δύο άνθρωποι ν’ αναπτύσσονται προς την ίδια κατεύθυνση, ενδεχομένως στον ίδιο βαθμό, με βάση τις δυνατότητες που εξασφαλίζει η σοσιαλιστική κοινωνία. Όμως, δεν είναι δεδομένο ότι θα συμβαδίζει η εξέλιξη και των δύο στην ίδια πορεία, ώστε να θέλουν να ζήσουν μαζί «εφ’ όρου ζωής». Το πρόβλημα που θέτουμε ως Κόμμα είναι να εξασφαλίζονται οι κοινωνικές προϋποθέσεις ώστε δύο άνθρωποι αμοιβαία ν’ αποφασίζουν ότι θα είναι μαζί, θα συμβιώνουν, ότι θέλουν σε αυτήν τη φάση να κάνουν παιδιά, αναλαμβάνοντας την αντίστοιχη γονική ευθύνη. Ή μπορεί να είναι μια επιλογή συντροφικότητας και συμβίωσης σε μια πιο ώριμη ηλικία, που έχει άλλες απαιτήσεις. Και αυτή η απόφασή τους δεν πρέπει να παρακινείται από οικονομικά ή άλλα κίνητρα, τα οποία δε σχετίζονται με αυτήν την καθαρά ατομική επιλογή ερωτικής, συντροφικής συμβίωσης. Αλλά ο σοσιαλισμός δεν εγγυάται μια «ιδανική σχέση εφ’ όρου ζωής». Διαφορετικά, θα κυριαρχήσει η θεοκρατική άποψη που υποστηρίζει ότι ένα ζευγάρι, άπαξ και παντρεύτηκε, δεν έχει δικαίωμα να χωρίσει, αναπαράγοντας απαγορεύσεις και δυσκολίες στη λύση του γάμου που ακόμα επικρατούν στο Αστικό Δίκαιο ορισμένων κρατών. Το βάθος των σχέσεων είναι πολύ σύνθετο ζήτημα, που σχετίζεται με το πώς αναπτύσσεται, πώς εξελίσσεται η κάθε ξεχωριστή προσωπικότητα, βέβαια σε συνάρτηση με τις κοινωνικές συνθήκες.
Με βάση όλα τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι οι αποφάσεις κάθε νέας και νέου για την πορεία της ζωής του δε διαμορφώνονται μόνο από το «εγώ», το οποίο δεν αναπτύσσεται έξω από την κοινωνία. Και στην κοινωνία ανήκει και η οικογένεια, το σχολείο και το εργασιακό περιβάλλον. Είναι ο πολιτισμός, ο οποίος διοχετεύεται μέσα απ’ όλα τα κανάλια του συστήματος και κατευθύνει αντίστοιχα την κοινωνική συνείδηση. Σε προηγούμενη χρονική περίοδο, τα μέσα διοχέτευσης κριτηρίων, των αισθητικών και κοινωνικών επιλογών διαμόρφωσης της συνείδησης ήταν πιο περιορισμένα και λιγότερο προσβάσιμα, π.χ. ο κινηματογράφος, το θέατρο, η λογοτεχνία. Σήμερα είναι γενικευμένη η πρόσβαση στην τηλεόραση, στο διαδίκτυο. Υπάρχουν πάρα πολλές επιρροές, που διαμορφώνουν μαζικά πρότυπα διαπροσωπικών, ερωτικών σχέσεων, στάσης ζωής, και δεν είναι σε θέση η εργατική - λαϊκή οικογένεια να παρέμβει με ουσιαστικό τρόπο –όχι απαγορευτικό– γι’ αυτό το περιεχόμενο που μαζικά προβάλλεται.
Για παράδειγμα, μαζικά προβάλλεται η «εργασία στο σεξ» ως ζήτημα «ατομικής επιλογής». Το πραγματικό ζήτημα είναι να προσδιοριστεί τι είναι ο «αγοραίος έρωτας», δηλαδή η εμπορευματοποιημένη σεξουαλική επαφή. Μπορεί να υπάρχει ελευθερία, προσωπική ικανοποίηση από τη στιγμή που η «επιλογή», η σεξουαλική πράξη, γίνεται με σκοπό το χρηματικό έσοδο; Όχι. Η εμπορευματοποίηση του σεξ, γυναίκας ή άντρα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ελεύθερη συνειδητή επιλογή. Αποκαλυπτικό είναι το λογοτεχνικό έργο του Βίκτορα Ουγκό, γραμμένο το 19ο αιώνα. Αυτό αφορά και τα τρανς (διεμφυλικά, μεσοφυλικά) άτομα. Εξετάζοντας το φαινόμενο της πορνείας ιστορικά, από την αυγή του καπιταλισμού έως σήμερα, αναδεικνύεται πως οι αιτίες που οδηγούν γυναίκες –ακόμα και άντρες και παιδιά σήμερα– να πουλήσουν το σώμα τους έναντι αμοιβής είναι οι οικονομικοί και κοινωνικοί καταναγκασμοί που γεννά η καπιταλιστική κοινωνία. Την πορνεία γεννά η ανέχεια και ο περιορισμός στη σεξουαλικότητα (για θρησκευτικούς, κοινωνικούς λόγους). Δεν έχει σήμερα την ίδια έκφραση, όπως στην εμβληματική ταινία Τα κόκκινα φανάρια. Αλλά υπάρχει και η πιο ανεπίσημη μορφή, που δεν είναι απευθείας η αγοραπωλησία της ερωτικής πράξης, αλλά η έμμεση με ακριβά δώρα, ενοικίαση ή αγορά σπιτιού, αυτοκινήτου κ.ά. Ακόμα και αν ορισμένες φορές αυτός ο καταναγκασμός δε φαίνεται με την πρώτη ματιά, δηλαδή η σύναψη καταναγκαστικής σεξουαλικής σχέσης για λόγους οικονομικούς, η ουσία δεν αλλάζει. Υπάρχει ευθύνη του συστήματος που αφήνει ανενόχλητη ή και καλλιεργεί την προπαγάνδα ότι υπάρχει τρόπος γρήγορης κι εύκολης απόκτησης εισοδήματος, αξιοποιώντας την ομορφιά του σώματος, καλλιεργώντας τη σεξουαλική ελκυστικότητα. Όλ’ αυτά πλασάρονται με δελεαστικό τρόπο μέσα από δήθεν πιο εξευγενισμένα εμπορικά κυκλώματα του μόντελινγκ. Συχνά διασυνδέονται με κυκλώματα εκμετάλλευσης μεταναστών, προσφύγων, πατάνε πάνω στην απελπισία ανθρώπων.
Ακόμα και όταν οι εκδιδόμενες φτάνουν στα όριά τους, εμποδίζονται να ξεφύγουν, να σταματήσουν. Είναι σύνηθες φαινόμενο να καταφεύγουν στη χρήση ναρκωτικών ουσιών για ν’ αντέξουν αυτήν την κόλαση. Για το λόγο αυτό, η χρήση ναρκωτικών ουσιών είναι αρκετά διαδεδομένη στις εκδιδόμενες. Η νομιμοποίηση της πορνείας, η οποία παρουσιάζεται ως «ελεύθερη επιλογή», δεν αναπτύσσεται σε «κενό αέρος». Στον καπιταλισμό, στο βωμό του κέρδους υποτάσσονται όλες οι εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, εμπορευματοποιείται ακόμα και η σεξουαλικότητα, αποφέροντας τεράστια κέρδη σε επιχειρήσεις, σε κράτη, σε κυκλώματα πορνείας, είτε παράνομα είτε νόμιμα.
Η πορνεία, λοιπόν, είναι καταναγκασμός και όχι συνειδητή ατομική επιλογή. Είτε απόλυτα κανονικές γυναίκες είτε τρανς, αυτές είναι θύματα της κραυγαλέας μορφής εμπορευματοποίησης και εκμετάλλευσης του ανθρώπινου σώματος, μιας σοβαρής παθογένειας που γέννησαν και γεννούν οι ταξικές εκμεταλλευτικές κοινωνίες.
Το ΚΚΕ και η ΚΝΕ παλεύουμε για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για την κατάργηση κάθε μορφής οικονομικού και κοινωνικού καταναγκασμού, για την απελευθέρωση των γυναικών από κάθε κοινωνική καταπίεση και την κατάργηση κάθε κοινωνικής διάκρισης. Σε αυτόν τον αγώνα εντάσσεται και η θέση μας για την κατάργηση της πορνείας. Διότι το ζήτημα δεν περιορίζεται στα δικαιώματα που πρέπει να έχουν οι εκδιδόμενες γυναίκες, υιοθετώντας έτσι στην ουσία τη νομιμοποίηση της πορνείας, αλλά στο πώς θα καταργηθούν οι οικονομικές και κοινωνικές αιτίες που την γεννούν, με βασική προϋπόθεση την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και την εξασφάλιση σε όλες και όλους καθολικά του δικαιώματος στη σταθερή δουλειά, πρόσβαση στην εκπαίδευση κι εξειδίκευση. Φυσικά, η ένταξη των πρώην εκδιδόμενων γυναικών ή και αντρών στην κοινωνική εργασία χρειάζεται να στηρίζεται σ’ ένα κρατικό δίκτυο δομών, που θα παρέχει δωρεάν υπηρεσίες, που θα εξασφαλίζει την απαραίτητη κοινωνική, οικονομική, ψυχολογική υποστήριξή τους. Βέβαια, το ξερίζωμα τέτοιων κοινωνικών φαινομένων, που έχουν τη ρίζα τους βαθιά στις εκμεταλλευτικές κοινωνίες, δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη, ακόμα και στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που θέτει τις βάσεις για την πραγματική χειραφέτηση κάθε ανθρώπου.
Ως Κόμμα δίνουμε βάρος στην κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση, ώστε καθένας και καθεμιά να αναπτύσσει ορισμένα χαρακτηριστικά στην κομμουνιστική συγκρότηση της προσωπικότητάς του, αγωνιστική και ανυπότακτη απέναντι στις δυσκολίες της ζωής σε όλα τα πεδία, ζήτημα που αφορά και τις διαπροσωπικές, τις ερωτικές, τις οικογενειακές σχέσεις, που πρέπει να τις διατρέχει ο αλληλοσεβασμός, η ειλικρίνεια, η ευθύνη, η αγάπη και η συντροφικότητα, ακόμα και όταν ένα ζευγάρι αποφασίζει να χωρίσει. Όλα αυτά συνδέονται με την ιδεολογική, πολιτική, πολιτιστική συνολικά ανάπτυξη, αφορούν την κομμουνιστική αντίληψη και συνείδηση, με ικανότητα να διαπερνά τη συμπεριφορά, την κάθε σχέση. Χωρίς να είναι δεδομένο ότι σε ατομικό επίπεδο αυτή η κατεύθυνση θα εκφράζεται πάντα και με τον καλύτερο τρόπο, ακόμα κι αν έχουμε την ίδια ιδεολογική-πολιτική προσέγγιση, είναι όμως στην υποχρέωση κάθε κομμουνιστή και κομμουνίστριας και για τις σημερινές συνθήκες της ταξικής πάλης, όχι μόνο για το σοσιαλισμό. Έτσι, μπορούμε να ανοίξουμε δρόμους, να δημιουργήσουμε ρήγματα σε σχέση με ό,τι αντιδραστικό επικρατεί για τις σχέσεις των δύο φύλων στη νομοθεσία, στην εκπαίδευση, ξεμπερδεύοντας οριστικά και αμετάκλητα με τη μεταφυσική επίδραση κάθε θρησκευτικού δόγματος. Αυτόν το δρόμο άνοιξαν οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες, το Κόμμα συλλογικά, όλα αυτά τα χρόνια.
Βάζουμε ψηλά τον πήχη των απαιτήσεων για να είμαστε προετοιμασμένοι και προετοιμασμένες για το σοσιαλισμό. Μπορούμε να παλέψουμε και στις πιο ατομικές επιλογές και στην κοινωνική μας δράση, με συνειδητή πολιτική σκέψη. Σε συμπόρευση με το ΚΚΕ και την ΚΝΕ, μπορούμε να βάλουμε το λιθαράκι στη γνώση και στον αγώνα για τη σοσιαλιστική-κομμουνιστική κοινωνία, που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για πραγματικά πολιτισμένη, ανθρώπινη ζωή.