Ως προς το πώς τέτοιες θέσεις προωθούνται στο κίνημα, είναι πολύ χαρακτηριστική η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ETUC (Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων) σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.4 Μεταξύ άλλων, εκεί σημειώνεται ότι «η επιδίωξη για ειρήνη και δημοκρατία είναι θεμελιακή αξία του συνδικαλιστικού κινήματος και ουσιώδης συνθήκη για να διασφαλιστεί η ασφάλεια, η κοινωνική δικαιοσύνη και τα εργατικά και ανθρώπινα δικαιώματα» (ως παραλλαγή του προπαγανδιστικού σχήματος των ιμπεριαλιστικών επιτελείων ότι οι επεμβάσεις γίνονται για να εξασφαλιστεί η ειρήνη και η ασφάλεια των πληττόμενων από αυταρχικά καθεστώτα πληθυσμών που καταπατούν τα δικαιώματά τους), ώστε να στηριχτεί στη συνέχεια η τοποθέτηση πως «η ETUC υποστηρίζει όλες τις πολιτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες και κυρώσεις για να διασφαλιστεί η ειρήνη» (δηλαδή όλα εκείνα τα μέσα που επιστρατεύει σε πολιτικό επίπεδο το ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο ώστε να προωθήσει τις επιδιώξεις του σε σχέση με τη σύγκρουση με τη Ρωσία).
Η ETUC δηλώνει ότι είναι έτοιμη, μαζί με τις οργανώσεις-μέλη της, να «αναλύσει τις ιστορικές ρίζες αυτής της σύγκρουσης και τις σχετικές γεωπολιτικές εντάσεις και να αναπτύξει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για την οικοδόμηση της ειρήνης, της δημοκρατίας, της βιώσιμης ανάπτυξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη». Με αυτόν τον τρόπο, πλασάρει το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα περί ανάγκης για μια νέα «αρχιτεκτονική ασφάλειας» ως εγγύηση για την αποτροπή πολεμικών συγκρούσεων στο μέλλον, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να εγκλωβίσει το αγνό και υγιές φιλειρηνικό συναίσθημα των εργαζομένων της Ευρώπης στα δόκανα των ιμπεριαλιστικών διευθετήσεων που διαμορφώνουν τους όρους που προετοιμάζουν τις επικείμενες πολεμικές αντιπαραθέσεις. Αυτό, φυσικά, διόλου δεν την εμπόδισε να καλέσει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που είναι μέλη της να προχωρήσουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις, αποκλεισμούς και άλλες δράσεις «για να ασκήσουν πίεση σ’ εκείνες τις ευρωπαϊκές εταιρίες που έχουν επιλέξει να παραμείνουν στη Ρωσία ή να συνεχίσουν να έχουν οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες με τη Ρωσία». Πρόκειται για ένα κατάπτυστο κάλεσμα σε συνδικαλιστικές οργανώσεις να στηρίξουν έμπρακτα τις πολιτικές παρεμβάσεις του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.
Ακόμα πιο αποκαλυπτικά, όμως, είναι τα αιτήματα που προβάλλει η ETUC, απευθυνόμενη στους «διεθνείς θεσμούς και ιδίως στην ΕΕ και τα κράτη-μέλη της», δίνοντας έτσι και κατευθύνσεις για το πώς θα πρέπει να κινηθούν και οι ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες των οποίων ηγούνται σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και αποτελούν μέλη της στις διάφορες χώρες (μεταξύ των οποίων και η ΓΣΕΕ). Στα αιτήματα αυτά, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται και τα εξής:
– «Άμεση δράση με όλα τα δυνατά μέσα για να επιτευχθεί κατάπαυση πυρός και να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις για να ξεκινήσει μια ειρηνευτική διαδικασία, με σεβασμό στη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διεθνείς συνθήκες. Η ΕΕ θα πρέπει να βγει μπροστά ως θεσμός και να μην αφήσει τις διπλωματικές προσπάθειες και τις δράσεις για την ειρήνη σε μεμονωμένες κυβερνήσεις και ηγέτες.» Δηλαδή τα εργατικά συνδικάτα καλούνται αφενός να βγουν μπροστά για να στηρίξουν τις διεκδικήσεις εκείνων των αστικών δυνάμεων που επιδιώκουν την άμεση επίτευξη μιας ιμπεριαλιστικής ειρήνης με «το πιστόλι στον κρόταφο» των λαών, χωρίς να διαφοροποιείται τίποτε σε σχέση με τις συνθήκες που προκάλεσαν την πολεμική σύγκρουση, και αφετέρου να στηρίξουν εκείνες τις αστικές δυνάμεις που προσβλέπουν στη μεγαλύτερη αυτονομία της ΕΕ στο διεθνές κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι, χωρίς να διαρρηγνύεται η ενότητα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου από τις επιμέρους ξεχωριστές αστικές τάξεις ή τμήματά τους στα διάφορα κράτη και τις κυβερνήσεις τους.
– «Διασφάλιση της ασφάλειας και της προστασίας των συνόρων και των πληθυσμών των κρατών-μελών της ΕΕ και των γειτονικών χωρών που εκτίθενται περισσότερο στις τρέχουσες και δυνητικές ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.» Πρόκειται για ευθύ κάλεσμα στήριξης της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης της Ρωσίας, με ανάπτυξη περισσότερων στρατευμάτων, σύγχρονων εξοπλισμών και βάσεων, που, σε συνδυασμό με το παραπάνω, σημαίνει περαιτέρω ενίσχυση του Ευρωστρατού και άμεση υλοποίηση των κατευθύνσεων της «Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας» της ΕΕ.
– «Να ανοίξει ένας συγκεκριμένος διάλογος με την Ουκρανία σχετικά με τη διαδικασία ένταξης της χώρας στην ΕΕ. Ακόμα και αν μια τέτοια διαδικασία και η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις χρειαστεί αρκετό χρόνο και ακολουθηθούν όλα τα απαραίτητα βήματα σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, θα δώσει ένα πολύ ισχυρό σήμα στη Ρωσία και τη διεθνή κοινότητα ότι η Ουκρανία επιθυμεί να ενταχτεί στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και είναι ευπρόσδεκτη σε ένα πνεύμα ειρήνης και αλληλεγγύης. Ο ίδιος διάλογος θα πρέπει να ανοίξει με άλλες χώρες που έχουν συνδεθεί με την ΕΕ, όπως η Γεωργία και η Μολδαβία, ώστε να είναι εγγυημένη η σταθερότητα και η ισότιμη μεταχείριση αυτών των χωρών. Αυτό θα πρέπει να συμβεί δίχως να ζημιωθεί η συνεχιζόμενη ενταξιακή διαδικασία των Δυτικών Βαλκανίων.» Πρόκειται για τοποθέτηση με την οποία επιχειρείται μεν να συμβιβαστούν αντίρροπες προσεγγίσεις μεταξύ αστικών τάξεων στα διάφορα κράτη-μέλη σε σχέση με την προοπτική περαιτέρω διεύρυνσης της ΕΕ, αλλά διατηρείται στο επίκεντρο η βασική κατεύθυνση προώθησης της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης της Ρωσίας μέσω και της διεύρυνσης της ΕΕ (άρα και της ευρωπαϊκής αγοράς) με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που αποτελούν πεδίο έντονης ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης. Στις χώρες αυτές, άλλωστε, είναι ήδη έντονη η δραστηριοποίηση και ο ανταγωνισμός μονοπωλιακών ομίλων από την ΕΕ, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα. Είναι ακριβώς αυτές οι περιοχές που, μαζί με τη Ν/Α Μεσόγειο, αποτελούν τα γεωγραφικά σημεία στο χάρτη της Ευρώπης όπου τα αστικά επιτελεία από τα διάφορα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα εκτιμούν ότι είναι πιθανό να προεκταθεί η πολεμική σύγκρουση που αυτήν τη στιγμή διεξάγεται στην Ουκρανία.
Παράλληλα, η ETUC προειδοποιεί ότι η ΕΕ δεν πρέπει να γυρίσει στις εποχές «της λιτότητας και των περιοριστικών δημοσιοοικονομικών κανόνων, που θα επέτειναν ακόμα περισσότερο τις αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της σύγκρουσης και των σχετικών κυρώσεων», επισημαίνοντας, μάλιστα, ότι η ΕΕ θα πρέπει να λάβει μέριμνα για τον περιορισμό του αντίκτυπου του πολέμου στην οικονομία και την εργασία, «συνεχίζοντας τα έκτακτα μέτρα που επιτυχημένα χρησιμοποιήθηκαν από την ΕΕ για την αντιμετώπιση του ξεσπάσματος της COVID-19 (όπως το SURE), μέσω της επαναχρηματοδότησης και επανεστίασής τους». Δηλαδή επαναφέροντας το αστικό δίλημμα περί «περιοριστικής» ή «επεκτατικής» δημοσιονομικής πολιτικής ως απάντησης στα προβλήματα της καπιταλιστικής οικονομίας, προβάλλει ως διέξοδο για την ασφυκτική κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι εξαιτίας των αυξήσεων στις τιμές του ρεύματος, του φυσικού αερίου, των καυσίμων και πολλών βασικών καταναλωτικών αγαθών την εκτεταμένη κρατική χρηματοδοτική στήριξη της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω πόρων που αντλούνται από τη φορολεηλασία του εργαζόμενου λαού και το φόρτωμα νέων δανειακών βαρών στις πλάτες του. Είναι χαρακτηριστικό ότι επικαλείται ως θετικό παράδειγμα το πρόγραμμα SURE, δηλαδή τη χορήγηση δανείων με ευνοϊκούς όρους από την ΕΕ προς τα κράτη-μέλη της για τη δημιουργία ή παράταση εθνικών προγραμμάτων μερικής απασχόλησης, που στοχεύουν στην ανακύκλωση της ανεργίας, την απαλλαγή της εργοδοσίας από μεγάλο μέρος του μισθολογικού «κόστους» και τη διατήρηση της ζήτησης σε ένα ορισμένο επίπεδο για να διασφαλιστούν οι τζίροι των επιχειρηματικών ομίλων.5
Η «γραμμή» αυτή της ETUC, βέβαια, δεν κατεβαίνει αυτούσια στις διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις-μέλη της. Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας στις διάφορες χώρες προσαρμόζουν τις παρεμβάσεις τους στις εκάστοτε δεδομένες συνθήκες, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τη γενική κατεύθυνση που έχουμε δει. Μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Ver.di, της γερμανικής συνδικαλιστικής ομοσπονδίας στον κλάδο των υπηρεσιών. Το ενδιαφέρον εδώ έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Ver.di απευθύνει τις διεκδικήσεις της στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας όπου ηγείται το σοσιαλδημοκρατικό SPD, το οποίο και καθοδηγεί τη Ver.di. Το ζητούμενο για τη σοσιαλδημοκρατία, λοιπόν, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το πώς θα καταφέρει να ενσωματώσει πολιτικά τις αντιδράσεις των εργαζόμενων χωρίς να πλήξει την κυβερνητική πλειοψηφία που έχει κατακτήσει το SPD, αλλά ενισχύοντας τη δυναμική της παρέμβασής της στις διεθνείς εξελίξεις. Μιλάμε, άλλωστε, για μια χώρα όπου το συνδικαλιστικό κίνημα είναι διαχρονικά ισχυρό και πολιτικά παρεμβατικό (ανεξάρτητα από τον πολιτικό προσανατολισμό που του προσδίδουν οι σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες), συμβάλλοντας καθοριστικά στην εμπέδωση της λογικής του κοινωνικού εταιρισμού, αλλά και την προώθηση του αγωνιστικού ρεφορμισμού στις γραμμές της εργατικής τάξης.
Μάλιστα, στην περίπτωση της Γερμανίας, έχουμε να κάνουμε με εκείνη την ιμπεριαλιστική δύναμη που βρίσκεται –στην παρούσα φάση τουλάχιστον– σε σχετικά πιο δυσμενή θέση σε σχέση με άλλες δυνάμεις εντός της ΕΕ, αλλά πολύ περισσότερο σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, λόγω κυρίως του μεγάλου βαθμού ενεργειακής εξάρτησης της χώρας από το ρωσικό φυσικό αέριο –και δευτερευόντως πετρέλαιο– και τη δυσκολία να αναπτυχθούν όσο γρήγορα θα απαιτούνταν οι υποδομές που θα επέτρεπαν τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας που αξιοποιεί η γερμανική βιομηχανία. Παράλληλα, το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας με την Κίνα (και δη σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές βιομηχανικού εξοπλισμού προς την Κίνα και τις εισαγωγές υλικών απαραίτητων για τις «πράσινες» επενδύσεις της γερμανικής βιομηχανίας από την Κίνα) είναι σημαντικά μεγαλύτερο από των περισσότερων άλλων ευρωπαϊκών κρατών, με ιδιαίτερη βαρύτητα σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα κρατίδια και βιομηχανίες.
Με δεδομένα τα παραπάνω, μπορούμε πλέον να «αποκωδικοποιήσουμε» τις παρεμβάσεις της Ver.di σε σχέση με τα τεκταινόμενα αυτήν την περίοδο και να δούμε πως, πίσω από τη δήθεν αντιπαράθεσή της με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δίνει αποφασιστική ώθηση στην ενίσχυση της επιδραστικότητας των θέσεων της σοσιαλδημοκρατίας στο κίνημα. Σε ομιλία του σε συγκέντρωση για τη φετινή Εργατική Πρωτομαγιά6, ο επικεφαλής της Ver.di Φρ. Βέρνεκε καταφέρεται εναντίον της απόφασης της γερμανικής κυβέρνησης να συγκροτήσει ειδικό ταμείο ύψους 100 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση του εξοπλισμού του γερμανικού στρατού και να ανεβάσει στο 2% του προϋπολογισμού τις αμυντικές δαπάνες, αναγνωρίζοντας μεν ότι απαιτείται αναβάθμιση του εξοπλισμού, θεωρώντας όμως ότι τα 50 δισ. ευρώ το χρόνο που ήδη διατίθενται ως αμυντικές δαπάνες επαρκούν για το σκοπό αυτό και δε χρειάζεται να αυξηθούν.7 Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, «περιμένω από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει επιτέλους αυτά τα χρήματα με τέτοιο τρόπο ώστε ο γερμανικός στρατός να μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του ως αμυντικός στρατός, αντί να ζητά νέα δισεκατομμύρια. Ο στόχος μας πρέπει να παραμείνει ένας κόσμος με λιγότερα όπλα. Δε θέλουμε μια νέα κούρσα εξοπλισμών σε βάρος των επιτακτικά απαιτούμενων επενδύσεων σε κοινωνικά ζητήματα, εκπαίδευση και κλιματική προστασία», τονίζοντας, μάλιστα, πως απαιτούνται επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ σε υποδομές και ψηφιοποίηση. Για να γίνει κάτι τέτοιο, όπως υποστηρίζει, χρειάζεται να ανασταλεί το «φρένο του χρέους», δηλαδή να μην επανέλθουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που είχαν χαλαρώσει στην ΕΕ την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης και της πανδημίας την προηγούμενη διετία. Σε ό,τι αφορά το εισόδημα των εργαζόμενων που πλήττεται από τις αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, τις τιμές των τροφίμων και τον πληθωρισμό, η πρόταση που καταθέτει η Ver.di διά στόματος Werneke είναι να επιβληθεί «μια εισφορά στους πλούσιους, προκειμένου να εξισορροπηθεί το βάρος της αντιμετώπισης των άμεσων συνεπειών του πολέμου και της κρίσης και για τις επείγουσες επενδύσεις για το μέλλον», καθώς και να επιδιωχτεί στον επικείμενο γύρο διαπραγματεύσεων με τις εργοδοτικές οργανώσεις μια συμφωνία «για αποζημίωση για τον πληθωρισμό και –όπου είναι εφικτό– για πραγματικές αυξήσεις στο μισθό».
Πρόκειται για πραγματικά «μαεστρικό» τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να φέρει από το παράθυρο ό,τι υποτίθεται πως προσπαθεί να διώξει από την πόρτα:
– Αθωώνει την καθοριστική συμμετοχή και παρέμβαση της Γερμανίας σε πλήθος πολεμικών συγκρούσεων και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων τα τελευταία χρόνια, από το Κόσσοβο μέχρι την Αφρική, βαφτίζοντας «αμυντικό» το ρόλο και την αποστολή του γερμανικού στρατού (εξάλλου και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εμφάνισε την απόφαση αυτή ως αναγκαία για «την ενίσχυση της συμμαχικής και αμυντικής ικανότητας της Γερμανίας»).
– Συμφωνεί με το στόχο της αναβάθμισης του εξοπλισμού του ως ζητούμενο για να μπορεί να επιτελέσει το ρόλο που του επιφυλάσσει η αστική τάξη της Γερμανίας για την προάσπιση και προώθηση των συμφερόντων της.
– Εμφανίζει ως στόχο του κινήματος τη διαχρονική θέση της αστικής τάξης της Γερμανίας, που μέχρι σήμερα αντιστεκόταν σθεναρά στις πιέσεις των ΗΠΑ για αύξηση του μεριδίου της συμμετοχής της στις ΝΑΤΟϊκές δαπάνες μέσω της αύξησης των λεγόμενων «αμυντικών δαπανών» στο 2% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.
– Διατηρεί στο επίκεντρο τη βασική θέση της σοσιαλδημοκρατίας περί αύξησης της κρατικής χρηματοδοτικής παρέμβασης στην οικονομία ως τρόπο για την αντιμετώπιση των εντεινόμενων κοινωνικών ανισοτήτων.
– Στοιχίζει το εργατικό κίνημα πίσω από τις επιδιώξεις του γερμανικού κεφαλαίου να ηγηθεί της «πράσινης» και «ψηφιακής» καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ευρώπη.
– Προάγει την αντίληψη ότι η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια πιο ορθολογική κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των πιο πλούσιων και των πιο φτωχών, λες και η ένταση της ταξικής και εισοδηματικής διαφοροποίησης είναι ζήτημα ρύθμισης και όχι στο DNA του καπιταλισμού (παρεμπιπτόντως, στην Ελλάδα γνωρίζουμε πολύ καλά τι σημαίνουν στην πράξη τέτοιες εφάπαξ εισφορές, όπως αυτές, π.χ., των εφοπλιστών ή της λεγόμενης «εισφοράς αλληλεγγύης»).
– Περιορίζει το εύρος των διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κατακόρυφης αύξησης του κόστους ζωής σε μια τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών (δηλαδή διατήρηση του πραγματικού μισθού στα ίδια επίπεδα με πριν) ή σε μια μικρή αύξηση υπό προϋποθέσεις και κατά περίπτωση, την ώρα που τόσο ο πλούτος που παράγει η εργατική τάξη με τη δουλειά της όσο και οι σύγχρονες ανάγκες της που διευρύνονται και μπορούν να ικανοποιηθούν αξιοποιώντας τα επιτεύγματα της δουλειάς της είναι η αντικειμενική βάση για τη διεκδίκηση ουσιαστικών αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις.