Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και ιμπεριαλιστικός πόλεμος


του Δημήτρη Κοιλάκου

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ προβάλλουν τα πεπραγμένα διάφορων κυβερνητικών σχημάτων με καθοριστική συμμετοχή δυνάμεων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ως πρότυπα κυβερνητικής διαχείρισης με διαφορετικό, «προοδευτικό» στίγμα σε σχέση με την κυβέρνηση της ΝΔ. Επιχειρούν με αυτόν τον τρόπο να στηρίξουν το κάλεσμά τους για υιοθέτηση ενός διαφορετικού μίγματος αστικής διαχείρισης που υπόσχεται περιορισμό των διογκούμενων κοινωνικών ανισοτήτων και τερματισμό του πολεμικού εφιάλτη, ώστε να εγκλωβίσουν τη διογκούμενη λαϊκή αγανάκτηση και δυσαρέσκεια. Όσο πλησιάζει η ώρα της κάλπης, τέτοιου είδους επιχειρηματολογία θα εντείνεται.

Το παρόν κείμενο επιδιώκει να συμβάλει στην ενίσχυση του οπλοστασίου που μπορεί να αξιοποιηθεί στη διαπάλη με τις θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας, εστιάζοντας σε εξελίξεις γύρω από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία. Στόχος είναι να αναδειχτούν οι τρόποι με τους οποίους οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας επιχειρούν να στηρίξουν τα συμφέροντα της εκάστοτε εγχώριας αστικής τάξης και των συμμαχιών που αυτή επιλέγει, επιτελώντας παράλληλα τον ιδιαίτερο ρόλο τους στην ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, τόσο άμεσα, μέσα από τις θέσεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, όσο και έμμεσα, μέσα από τη δράση τους στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Χρειάζεται εξαρχής να επισημανθεί ότι κάθε απόπειρα συνοπτικής καταγραφής των θέσεων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στις σημερινές συνθήκες είναι εκ των πραγμάτων δέσμια των γενικεύσεων, με επίγνωση ότι σε ένα τέτοιο εγχείρημα θα λειανθούν σημαντικές διαφορές και διαφοροποιήσεις μεταξύ διάφορων τμημάτων και κομμάτων της, από χώρα σε χώρα, αλλά ακόμα και εντός της ίδιας χώρας. Αυτές οι διαφορές και διαφοροποιήσεις, όμως, δεν αναιρούν το κύριο, ότι δηλαδή οι δήθεν προοδευτικές κυβερνήσεις και οι πολιτικές προτάσεις των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων δεν μπορούν να αποτελέσουν φιλολαϊκή εναλλακτική επιλογή για όσους βρίσκονται αντιμέτωποι με τις βαριές για τη ζωή και το εισόδημά τους συνέπειες της βίαιης όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ενδοαστικών αντιθέσεων.

 

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ» ΔΙΝΟΥΝ ΤΟ ΡΥΘΜΟ ΣΤΑ «ΤΥΜΠΑΝΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ»

Σήμερα, σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ηγούνται ή συμμετέχουν σε 13 αστικές κυβερνήσεις στην ΕΕ: Σε Γερμανία, Ισπανία, Σουηδία, Πορτογαλία, Δανία, Φινλανδία και Μάλτα ως επικεφαλής των αστικών κυβερνήσεων και ως κυβερνητικοί εταίροι σε Ιταλία, Ρουμανία, Βέλγιο, Σλοβενία, Λουξεμβούργο και, τουλάχιστον μέχρι και την πρόσφατη υπερψήφιση πρότασης μομφής, στη Βουλγαρία. Αντίστοιχα, σε 14 από τα 30 κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, στους κυβερνητικούς θώκους βρίσκονται κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης ή με συμμετοχή σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι επικεφαλής του ευρωατλαντικού στρατοπέδου βρίσκονται οι ΗΠΑ, με το σύνολο των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων ανά τον κόσμο να ανταγωνίζονται πριν την εκλογή του Προέδρου Μπάιντεν για το ποιος θα καλλιεργήσει τις περισσότερες απατηλές προσδοκίες στους λαούς.

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται για ακόμη μια φορά στην «εμπροσθοφυλακή» του κεφαλαίου, σε συνθήκες που η αναμέτρηση του ευρωατλαντικού με το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο έχει πάρει το χαρακτήρα μιας ήδη ανοικτής πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία. Οι δήθεν προοδευτικές αστικές κυβερνήσεις δεν διαφοροποιούνται από τους πολιτικούς ανταγωνιστές τους στο αστικό πολιτικό σύστημα σε ό,τι αφορά την εμπλοκή στην πολεμική κλιμάκωση, την ψήφιση πολεμικών προϋπολογισμών και τεράστιων εξοπλιστικών προγραμμάτων για τις ιμπεριαλιστικές τους στοχεύσεις, την αποστολή στρατιωτικού υλικού στην Ουκρανία και τη στήριξη των ένοπλων δυνάμεών της, τη στήριξή τους στην επικίνδυνη στρατηγική της ευρωατλαντικής διεύρυνσης και των κυρώσεων προς τη Ρωσία, που ρίχνουν κι άλλο «λάδι στη φωτιά» των ανταγωνισμών και του πολέμου, με θύματα τους λαούς.

Δεν πρόκειται για κάτι πρωτόγνωρο ιστορικά. Από τη ΝΑΤΟϊκή επίθεση στη Γιουγκοσλαβία1, μέχρι την πολυμέτωπη σύγκρουση στη Συρία, με ενδιάμεσους σταθμούς το Αφγανιστάν, το Ιράκ και δεκάδες άλλα μέτωπα ανά τον κόσμο όπου το ευρωπαϊκό κεφάλαιο επιχειρούσε να προωθήσει με τη δύναμη των όπλων τα συμφέροντά του –για να περιοριστούμε μόνο σε όσα έχουν συμβεί μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ευρώπη– έχουμε δει τις κυβερνητικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας να επιτελούν με συνέπεια τον ίδιο ρόλο που παίζουν και σήμερα.

Τα πράγματα δεν διαφοροποιούνται επί της ουσίας ούτε και στις περιπτώσεις σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που βρίσκονται στα έδρανα της αντιπολίτευσης, όπως, π.χ., συμβαίνει στη χώρα μας με τις θέσεις και παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ (αλλά και του 
ΜέΡΑ25, που τόσο στην ελληνική εκδοχή του όσο και στο διεθνές σχήμα του DiEM25 εκφράζει, με κατά περίπτωση προσαρμογές, τις θέσεις της υποτιθέμενης «αριστερής πτέρυγας» των Δημοκρατικών των ΗΠΑ), στη Βρετανία με τους «Εργατικούς», στη Γαλλία, με τον εκλογικό συνασπισμό «NUPES» (όπου συμμετέχουν το κόμμα «Ανυπότακτη Γαλλία», το Σοσιαλιστικό Κόμμα, οι «Πράσινοι» και το μεταλλαγμένο ΚΚ Γαλλίας) υπό το σοσιαλδημοκράτη Μελανσόν να αναδεικνύεται δεύτερη δύναμη στις πρόσφατες εκλογές κ.α.

Στις περιπτώσεις αυτές, οι θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας πλασάρονται με ενισχυμένες δόσεις του δηλητηρίου των αυταπατών για το πώς μια δήθεν «προοδευτική κυβέρνηση» στη θέση μιας «νεοφιλελεύθερης» μπορεί να δώσει φιλολαϊκή απάντηση στα προβλήματα που συσσωρεύονται για την εργατική τάξη, τους βιοπαλαιστές της πόλης και της υπαίθρου, τη νεολαία, τους απομάχους της δουλειάς και τις γυναίκες της λαϊκής οικογένειας.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, στις διάφορες εκδοχές και παραλλαγές της, ανάλογα και με τους συσχετισμούς στο αστικό πολιτικό σύστημα της κάθε χώρας, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας τραβούν το κάρο που σέρνει τους λαούς στο ιμπεριαλιστικό σφαγείο, ντύνοντας παράλληλα τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα με διάφορα δήθεν «φιλειρηνικά» προσχήματα.

Φυσικά, οι ανταγωνισμοί μεταξύ των αστικών τάξεων των διάφορων κρατών και των διάφορων τμημάτων τους δεν κοπάζουν, ακόμα και αν συγκυριακά συγκαταλέγονται στο ίδιο ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Το γεγονός αυτό αντανακλάται και στις διαφορές στις τοποθετήσεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα επιμέρους θέματα, αφού το ζητούμενο στην περίπτωση καθενός εξ αυτών είναι να εκφράσει πολιτικά την αστική τάξη της χώρας του, αναδεικνυόμενο σε καλύτερο διαχειριστή των συμφερόντων της. Τη σημαία των συμφερόντων αυτών θέλουν να κάνουν λάβαρο του εργατικού-λαϊκού κινήματος, προκειμένου να ενσωματώσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να το παρασύρουν στην ενεργητική ή παθητική υποστήριξή τους.

 

ΟΙ ΔΗΘΕΝ ΦΙΛΕΙΡΗΝΙΚΟΙ ΠΟΜΦΟΛΥΓΕΣ ΔΕΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ ΠΟΥ ΑΚΟΝΙΖΟΝΤΑΙ

Στη σύνοδο των ηγετών του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στα τέλη του φετινού Ιούνη, περίσσεψαν οι εκκλήσεις για σταμάτημα του πολέμου και για την ανάγκη να τερματιστεί η ρωσική εισβολή, για διπλωματικές πρωτοβουλίες για την κατάπαυση του πυρός, για ανάσχεση των επιπτώσεων της κρίσης και των κυρώσεων στους λαούς της Ευρώπης και άλλα τέτοια εύηχα. Λίγες μόλις μέρες αργότερα, όσοι από τους συμμετέχοντες ηγούνται αστικών κυβερνήσεων σε κράτη-μέλη του 
ΝΑΤΟ συμμετείχαν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Εκεί, έβαλαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους στην επικαιροποίηση του επικίνδυνου για τους λαούς ΝΑΤΟϊκού δόγματος και την ισχυροποίηση της επιθετικής «Στρατηγικής ΝΑΤΟ 2030», σύμφωνα με την οποία δεκαπλασιάζονται οι ΝΑΤΟϊκές στρατιωτικές δυνάμεις ταχείας επέμβασης, ξεπερνώντας τις 300.000, με επίκεντρο την Ανατολική Ευρώπη και προωθείται η επέκταση της δράσης του ΝΑΤΟ σε όλη την υδρόγειο, με το βλέμμα στραμμένο κυρίως στην περιοχή του «Ινδοειρηνικού», στο πλαίσιο του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Κίνας για την πρωτοκαθεδρία στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Πρόκειται για ξεδιάντροπη υποκρισία των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, που μιλάνε για την ειρήνη την ώρα που φροντίζουν να μη σβήσει η φωτιά του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει, άλλωστε, ότι οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας πρωτοστάτησαν και όλα τα προηγούμενα χρόνια στη συσσώρευση του εύφλεκτου υλικού που τελικά οδήγησε στο ξέσπασμα της ιμπεριαλιστικής πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία. Ήταν και είναι οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας αυτές που, είτε από κυβερνητικούς θώκους είτε στο πλαίσιο των διάφορων οργάνων του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, πρωταγωνιστούν την τελευταία δεκαετία στους ανταγωνισμούς και τις επεμβάσεις για το μοίρασμα αγορών και σφαιρών επιρροής:

– Σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις πρωταγωνιστούσαν όλα τα προηγούμενα χρόνια στη μεθόδευση και προώθηση της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής περικύκλωσης της Ρωσίας, επεμβαίνοντας, μεταφέροντας ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις και εγκαθιστώντας βάσεις και σύγχρονα όπλα γύρω από τη Ρωσία (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που ήταν πιο διστακτικές στην προώθηση αυτών των σχεδιασμών).

– Πολλές ήταν οι κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης που υπερψήφισαν τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την ενσωμάτωση στις τάξεις του χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών, μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, παρότι αυτό υποτίθεται ότι αποτελούσε το λόγο ύπαρξής του (σύμφωνα τουλάχιστον με τα όσα διακήρυτταν οι αστικές δυνάμεις στα πρώτα χρόνια από την ίδρυση του ΝΑΤΟ).

– Νυν, πρώην και επίδοξες κυβερνητικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας στις διάφορες χώρες της Ευρώπης στήριξαν και στηρίζουν τη διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων και γυμνασίων που προωθούν και προετοιμάζουν τα πολεμικά σχέδια του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου στη Βόρεια Θάλασσα, στην Ανατολική Ευρώπη, στη Μαύρη Θάλασσα, στη Βαλτική με μέτωπο απέναντι στη Ρωσία.

– Σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ υποστήριξαν και οργάνωσαν μαζί με ισχυρά τμήματα της ουκρανικής αστικής τάξης την «πορτοκαλί επανάσταση» το 2004 και το αιματηρό πραξικόπημα του 2014, αξιοποιώντας και στηρίζοντας ακροδεξιές φασιστικές δυνάμεις με στόχο την εγκαθίδρυση φιλικού σε αυτές καθεστώτος και πανηγύριζαν για την αποκαθήλωση σοβιετικών μνημείων και συμβόλων.

Άλλωστε, την ίδια πολιτική υπηρετούν με συνέπεια οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στις διάφορες χώρες και όλους αυτούς τους μήνες που διαρκεί η πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία. Τις επιλογές τους αυτές τις πληρώνουν άμεσα και πανάκριβα οι εργαζόμενοι των χωρών τους, αφού αυτοί είναι που, μέσω της φορολεηλασίας, επωμίζονται τα τεράστια κόστη για την αγορά και συντήρηση των στρατιωτικών εξοπλισμών για τους πολεμικούς σκοπούς των ιμπεριαλιστών, αλλά και τις συνέπειες από την επιβολή των κυρώσεων στη Ρωσία, τις οποίες υπερψήφισαν και εφαρμόζουν όλες οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Το ίδιο έκαναν, σε πολλές περιπτώσεις, και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που βρίσκονται στα έδρανα της αντιπολίτευσης –εκτός από κάποιες περιπτώσεις που προτίμησαν να προβάλουν ήσσονος σημασίας ζητήματα για να κρύψουν την επί της ουσίας στήριξή τους στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και να αποφύγουν τη συμπερίληψη των ονομάτων τους σε όσους σήκωσαν το χεράκι τους για να πουν «ναι» στην επιβολή των μέτρων.

Ο κατάλογος των παραδειγμάτων που θα μπορούσαν να αναφερθούν είναι ατελείωτος. Ας αρκεστούμε σε κάποια από αυτά:

– Από τις πρώτες βδομάδες κιόλας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η γερμανική κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του SPD, αποφάσισε να προχωρήσει στην υλοποίηση εξοπλιστικού προγράμματος ύψους 100 δισ. ευρώ, το μεγαλύτερο στην ιστορία της Γερμανίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

– Η ιταλική κυβέρνηση του «κεντρώου» Ντράγκι, στην οποία συμμετέχουν και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, αποφάσισε να διαθέσει άμεσα 174,4 εκατ. ευρώ για την αύξηση της στρατιωτικής της παρουσίας στο ΝΑΤΟ.

– Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Ισπανίας και της Πορτογαλίας –τα «καμάρια» της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα– ήταν από τις πρώτες που πρωταγωνίστησαν στη μαζική αποστολή επιθετικού στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία. Μάλιστα, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας ξεπέρασε ακόμα και την κυβέρνηση της ΝΔ στον τρόπο με τον οποίο επιχείρησε να παραπλανήσει το λαό σε σχέση με τις αποστολές στρατιωτικού εξοπλισμού. Αν στην περίπτωση της χώρας μας έγινε προσπάθεια να αποσιωπηθεί η αποστολή εξοπλισμού, η ισπανική κυβέρνηση έσπευσε στις αρχές Μάρτη να «διαφημίσει» την αποστολή τους ως ανθρωπιστική βοήθεια, προσθέτοντας ότι πρόκειται για «μη θανατηφόρο εξοπλισμό». Πολύ λίγος χρόνος χρειάστηκε να περάσει μέχρις ότου αποκαλυφθεί ότι είχε ήδη στείλει 784 στρατιώτες στην Ανατ. Ευρώπη, άρματα μάχης στη Λετονία, στρατιώτες, άρματα μάχης και φρεγάτες στη Μ. Θάλασσα και, όπως ο ίδιος ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Π. Σάντσεθ διευκρίνισε, «επιθετικό στρατιωτικό υλικό στην ουκρανική αντίσταση». Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι τίποτε δεν μπορεί να ξεπλύνει από τα χέρια της «προοδευτικής» κυβέρνησης Σάντσεθ το αίμα από τη φρικιαστική σφαγή της Μελίγια στα σύνορα Ισπανίας-Μαρόκου στις 24 Ιούνη, με δεκάδες νεκρούς και εκατοντάδες τραυματισμένους μετανάστες να στοιβάζονται σε έναν ανθρώπινο σωρό, έχοντας δεχτεί άγρια επίθεση από τις κατασταλτικές δυνάμεις της Ισπανίας και του Μαρόκου, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν από την πείνα και τους πολέμους.

– Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε Σουηδία και Φινλανδία είναι αυτές που έσπευσαν να ξεκινήσουν τις διαδικασίες ένταξης των κρατών τους στο ΝΑΤΟ, ανατρέποντας την από δεκαετιών πολιτική επιλογή όλων των προκατόχων τους (ομοϊδεατών και μη) περί μη ένταξης. Είναι, μάλιστα, τόσο «προοδευτικές», που στο βωμό αυτό αποφάσισαν ακόμα και να συνεργαστούν με την Τουρκία, προκειμένου να αποσπάσουν τη στήριξή της στο αίτημά τους, για την έκδοση διωκόμενων από αυτή δήθεν τρομοκρατών, αποδεικνύοντας έτσι έμπρακτα πώς κατανοούν την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

– Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Δανίας οργάνωσε στις αρχές Ιούνη δημοψήφισμα με στόχο την άρση των όποιων εξαιρέσεων στη συμμετοχή της χώρας στην «Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας» της ΕΕ απέρρεαν από το «Όχι» του λαού της Δανίας στο δημοψήφισμα για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Αν θέλουμε να δούμε και περιπτώσεις σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων που βρίσκονται στα έδρανα της αντιπολίτευσης, καλό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση της Γαλλίας. Εκεί, ο πολυδιαφημισμένος ως «αριστερός» και «ριζοσπάστης» σοσιαλδημοκράτης Μελανσόν είχε υπογραμμίσει σε προεκλογικές του δηλώσεις ότι «την ευθύνη για τον πόλεμο επωμίζεται ο Πούτιν. Δεν ήταν το ΝΑΤΟ που παραβίασε τα σύνορα με τα τανκς του», ενώ, πλειοδοτώντας στις κυρώσεις που ακριβοπληρώνει –και– ο γαλλικός λαός, είχε τονίσει ότι, «αποσταθεροποιώντας τον Πούτιν με την αποσταθεροποίηση των Ρώσων ολιγαρχών, νομίζω ότι αυτό θα είναι αποτελεσματικό». Θα ήταν ουτοπικό να περίμενε κανείς κάτι διαφορετικό, βέβαια, από κάποιον που έχει διατελέσει σύμβουλος των κυβερνήσεων Μιτεράν, υποστήριζε με ζέση την καμπάνια του «Ναι» στο γαλλικό δημοψήφισμα για την έγκριση της Συνθήκης του Μάαστριχτ και ως ευρωβουλευτής ψήφιζε υπέρ της ζώνης απαγόρευσης πτήσεων στη Λιβύη, πρακτικά δηλαδή υπέρ των βομβαρδισμών των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.

 

ΟΙ «ΠΡΑΣΙΝΟΙ» ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Μια παρέκβαση εδώ είναι χρήσιμη σε ό,τι αφορά το ρόλο και τη στάση δυνάμεων όπως οι «Πράσινοι», που σε πολλές περιπτώσεις συνεργάζονται με τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, είτε από τα κυβερνητικά έδρανα είτε από αυτά της αντιπολίτευσης: Π.χ. στη Γερμανία συνεργάζονται με το SPD στο πλαίσιο του κυβερνητικού συνασπισμού και στη Γαλλία συμμετείχαν στον εκλογικό συνασπισμό υπό τον Μελανσόν μαζί με άλλες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Πρόκειται για δυνάμεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «βασιλικότεροι του βασιλέως» στην προώθηση των στόχων του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Τα πεπραγμένα τους ως κυβερνητική δύναμη στη Γερμανία είναι αποκαλυπτικά, με τους «Πράσινους» να στηρίζουν ως «ρεαλιστική» και «αναγκαία» τόσο τη χρηματοδότηση του ταμείου για την αναβάθμιση της Bundeswehr όσο και την προμήθεια βαρέων όπλων στην Ουκρανία. Μάλιστα, προσπερνώντας ακόμα και την τοποθέτηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Σολτς, το κόμμα των «Πρασίνων» υποστηρίζει μετ’ επιτάσεως τη «συνέχιση και, όπου είναι δυνατόν, την επιτάχυνση της παράδοσης του αναγκαίου εξοπλισμού στην Ουκρανία», ώστε «να ενισχυθούν οι αμυντικές δυνατότητες της Ουκρανίας πέρα από τους επόμενους μήνες». Πρόκειται για θέσεις που είναι πιο κοντά στις τοποθετήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν στη σχετική διαπάλη που έχει ξεσπάσει στους κόλπους του ευρωατλαντικού στρατοπέδου, μια διαπάλη που, ως ένα βαθμό, εκφράζεται και στους κόλπους του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία, με την ΥΠΕΞ A. Μπέρμποκ να επιδιώκει να ηγηθεί των δυνάμεων που επιζητούν τη στενότερη συνεργασία με τις ΗΠΑ, ασκώντας έτσι πίεση στο SPD. Το κόμμα των «Πρασίνων» έχει, άλλωστε, μεγάλο παρελθόν σε «πολεμοκάπηλες» τοποθετήσεις –δεν έχουν περάσει, άλλωστε, και τόσα πολλά χρόνια ώστε να ξεχαστεί ο ρόλος του πρώην ηγέτη του Γ. Φίσερ στην επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία και στην αποστολή μονάδων της Bundeswehr στο Κόσοβο.

Άλλωστε, οι οικολογικές ανησυχίες των «Πρασίνων» στη Γερμανία αλλά και σε όλη την Ευρώπη «πάνε περίπατο» όταν η συζήτηση αφορά το καταστροφικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα των ιμπεριαλιστικών πολέμων, γεγονός που επιβεβαιώνει και ότι η τοποθέτησή τους σε σχέση με τα ζητήματα του κλίματος δεν εμφορείται από τις περιβαλλοντικές ανησυχίες που εύλογα έχουν οι εργαζόμενοι σε όλη την Ευρώπη, αλλά από την επιδίωξη να πρωταγωνιστήσουν στην προώθηση των στόχων του κεφαλαίου για την «πράσινη» καπιταλιστική ανάπτυξη, αδιαφορώντας για τον περιβαλλοντικό της αντίκτυπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αντιδράσεις των «Πρασίνων» της Γερμανίας σε σχέση με την κατασκευή και λειτουργία του αγωγού Nord Stream ΙΙ ξεκινούσαν δήθεν από τη θέση περί μείωσης της συμμετοχής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό μίγμα, προτού πέσουν οι μάσκες και αποκαλυφθεί στα μάτια και των τελευταίων που διατηρούσαν επιφυλάξεις κι αμφιβολίες η στράτευσή τους με το ευρωατλαντικό στρατόπεδο στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Γι’ αυτό, εξάλλου, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να υποδεχτούν ως καλή εξέλιξη την προοπτική ανάπτυξης υποδομών για την εισροή στο γερμανικό ενεργειακό σύστημα αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (που μάλιστα παράγεται με την πλέον περιβαλλοντικά επιβλαβή μέθοδο «fracking»), που συνεπάγεται και μεγαλύτερο περιβαλλοντικό αντίκτυπο στα θαλάσσια οικοσυστήματα, λόγω της μεταφοράς του σε τεράστιες αποστάσεις με πετρελαιοκίνητα κατά κύριο λόγο πλοία.

 

«ΠΑΓΙΔΑ» ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΝΕΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ»

Όσα αναφέρθηκαν μέχρι εδώ, αποδεικνύουν ότι το αστικό πολιτικό σύστημα, σε όλο το φάσμα του, τοποθετείται με γνώμονα τις θέσεις τμημάτων του κεφαλαίου σε σχέση με τις διενέξεις που προκύπτουν στο έδαφος της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ενδοαστικών αντιπαραθέσεων. Εξ ου και τα πεπραγμένα και οι τοποθετήσεις των –κυβερνητικών ή μη– δυνάμεων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας συγκλίνουν, στο βασικό τους πυρήνα, με τις άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Όμως, για να συμπληρωθεί η αποτύπωση της στάσης και των θέσεων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις γύρω από την ιμπεριαλιστική σύγκρουση στην Ουκρανία, χρειάζεται να εντοπίσουμε το πιο ιδιαίτερο στίγμα τους, αυτό που την ξεχωρίζει ως ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα και σχετίζεται ακόμα πιο άμεσα με τον καταλυτικό αντίκτυπο που μπορεί να έχει στην απονεύρωση της δυναμικής του εργατικού-λαϊκού κινήματος η επίδραση των θέσεών της.

Οι τοποθετήσεις των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων σε κάθε χώρα απορρέουν από την προσπάθειά τους να εκφράσουν πολιτικά τμήματα της αστικής τάξης των χωρών τους και το γενικό συμφέρον του ντόπιου κεφαλαίου στη διεκδίκηση του μέγιστου δυνατού μερτικού από το μοίρασμα ορυκτού πλούτου, ενεργειακών πόρων και υποδομών, και μεριδίων των αγορών. Στο έδαφος αυτής της γενικευμένης διαπάλης προκύπτουν αντικειμενικά και επιμέρους διαφοροποιήσεις στις συγκεκριμένες επιλογές για τον τρόπο συμμετοχής και στήριξης των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, άρα και διαφορές μεταξύ των τοποθετήσεων των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων σε κάθε χώρα ή από χώρα σε χώρα. Εξάλλου, οι διάφορες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις επεξεργάζονται πολιτικές αστικής διαχείρισης για ένα αξεδιάλυτο κουβάρι αντιθέσεων που αφορούν, για παράδειγμα, τον τρόπο και ρυθμό προώθησης της «πράσινης» μετάβασης, τη διαχείριση της συνέχισης του πολέμου και των συνεπειών του, τις σχέσεις με την Κίνα, τον εκρηκτικό συνδυασμό του διαφαινόμενου στασιμοπληθωρισμού με αυξημένο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, τη διαχείριση των προσφυγικών ροών, τα ζητήματα της μελλοντικής «αρχιτεκτονικής» της ΕΕ κ.ά. Με τα συμφέροντα και τους σχεδιασμούς των αστικών τάξεων της κάθε χώρας να μην ταυτίζονται ως προς αυτά και άλλα ζητήματα, είναι προφανές ότι οι διαφορές αυτές αντανακλώνται και στις θέσεις των διάφορων κομμάτων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που σε καμία περίπτωση δεν εμφανίζεται συμπαγής. Το ίδιο, άλλωστε, ισχύει και για τις άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Έτσι εξηγείται γιατί η γερμανική κυβέρνηση υπό το SPD, εκφράζοντας τα συμφέροντα σημαντικών κλάδων και μονοπωλίων της γερμανικής βιομηχανίας, εμφανίζεται υπέρ μιας σχετικά πιο «μετριοπαθούς» αντιμετώπισης σε σχέση με τις κυρώσεις επί των ρωσικών ενεργειακών προϊόντων σε σχέση με σοσιαλδημοκρατικά κόμματα (κυβερνητικά ή μη) άλλων κρατών. Αντίστοιχα, έτσι εξηγείται γιατί κάποιες σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις και κόμματα εμφανίζονται πιο «ζεστά» στην επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης της Ουκρανίας ή της Μολδαβίας στην ΕΕ σε σχέση με τα υποψήφια προς ένταξη κράτη των Δυτικών Βαλκανίων.

Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να εντοπίσουμε ένα διακριτό στίγμα στις παρεμβάσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ιδίως από την άποψη που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, δηλαδή την αντιπαράθεση με τις θέσεις της από τη σκοπιά των συμφερόντων και των αναγκών της σύγχρονης εργατικής τάξης και των κοινωνικών της συμμάχων.

Αν και δε λείπουν από τους κόλπους των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων που συμπαρατάσσονται με το ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο οι υποστηρικτές της ανοιχτής κλιμάκωσης των πολεμικών σχεδιασμών του ΝΑΤΟ, το βασικό περιεχόμενο των θέσεων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας αφορά την πρόταξη των διπλωματικών μέσων για τη διευθέτηση της πολεμικής σύγκρουσης στην Ουκρανία και την αποτροπή της περαιτέρω κλιμάκωσής της.2 Η επίκληση στην ανάγκη πρόταξης της διπλωματίας για την κατάπαυση του πυρός και την επιβολή της ιμπεριαλιστικής ειρήνης συχνά συνοδεύεται και με την επίκληση της ανάγκης για πιο αναβαθμισμένη πολιτική-διπλωματική παρέμβαση της ΕΕ, αλλά και με κάλεσμα για αναβάθμιση του ρόλου του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας του. Πρόκειται για γραμμή που επιδρά παραλυτικά στο κίνημα, αφού οι εργαζόμενοι καλούνται να εναποθέσουν τις ελπίδες τους για τη λήξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου στις διευθετήσεις και τα παζάρια των ιμπεριαλιστών που γέννησαν τη σύγκρουση και επωάζουν τις επόμενες.

Μια από τις βασικές θέσεις που προβάλλει σήμερα η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία είναι ότι οι εξελίξεις στην Ουκρανία αποδεικνύουν στην πράξη την αποτυχία του μέχρι σήμερα εδραιωμένου «δυτικού συστήματος ασφάλειας» να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τον 21ο αιώνα. Στην κατεύθυνση αυτή, υποστηρίζει ότι υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη «στρατηγική αυτονομία της ΕΕ» σε πολιτικό-στρατιωτικό επίπεδο ως παράγοντα των διεθνών εξελίξεων, ώστε να καταστεί ισχυρότερος πόλος στο «νέο σύστημα διεθνούς ασφάλειας». Στην αντίληψη αυτή, η ΕΕ θα πρέπει να καταστεί πιο αποτελεσματική στην άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, με ενίσχυση της λεγόμενης «κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας», του Ευρωστρατού και από κοινού ανάληψη εξοπλιστικών προγραμμάτων. Σημαντικό μέρος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (αν και με διαφοροποιήσεις που οφείλονται κυρίως στη θέση των διάφορων καπιταλιστικών οικονομιών στο συσχετισμό εντός της ΕΕ, αλλά και στον ανταγωνισμό με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα), συνοδεύει την ανάλυση αυτή με προτάσεις για αλλαγές και στην «αρχιτεκτονική» της ΕΕ, με εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης με γεωπολιτικό αποτύπωμα. Με αυτόν τον τρόπο, υποτίθεται ότι μια πιο ισχυρή στη διεθνή της παρουσία ΕΕ μπορεί να αποτελέσει παράγοντα ειρήνης.

Στην πραγματικότητα, η θεώρηση αυτή λαμβάνει υπόψη ότι, ως αποτέλεσμα αλλαγών στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ των διάφορων ιμπεριαλιστικών κέντρων, η ΕΕ έχει βρεθεί σε δυσμενέστερη θέση από τις ΗΠΑ και την Κίνα και, σε αυτήν τη βάση, θέτει ως ζητούμενο την αναβάθμισή της προς όφελος των συμφερόντων των ευρωπαϊκών μονοπωλιακών ομίλων σε σχέση με τον εντεινόμενο διεθνή ανταγωνισμό. Έτσι, η πρόταση για ένα «νέο σύστημα διεθνούς ασφάλειας» δεν εκφράζει τίποτε άλλο παρά την επιδίωξη για την αναβάθμιση της θέσης της ΕΕ στην αναδιάταξη των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, σε συνθήκες έντασης της μεταξύ τους διαπάλης για το ξαναμοίρασμα αγορών και εδαφών. Όσο κι αν η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία προσπαθεί να ντύσει την πρότασή της με φιλειρηνικό περίβλημα, δεν μπορεί να κρυφτεί ότι πρόκειται για πρόταση που αφορά τη διαμόρφωση των όρων που θα οδηγήσουν στους νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους.

Η θέση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας περί της ανάγκης για ένα «νέο σύστημα διεθνούς ασφάλειας με ενισχυμένο ρόλο της ΕΕ» αποτελεί παραλλαγή –ή, καλύτερα, συγκεκριμένη εφαρμογή στις δεδομένες συνθήκες και από την άποψη κομμάτων που επιδιώκουν να ηγηθούν αστικών κυβερνήσεων– μιας θεώρησης που δουλεύεται εδώ και χρόνια από διάφορα ιδεολογικά επιτελεία που επιδρούν στη διαμόρφωση των πολιτικών των σοσιαλδημοκρατικών και οπορτουνιστικών κομμάτων. Σύμφωνα με αυτήν, η ύπαρξη πολλών διεθνών «πόλων» στη σύγχρονη, μετα-ψυχροπολεμική πραγματικότητα επιβάλλει την αναγνώριση του σημαντικού ρόλου που έχουν να παίξουν στο διεθνές γίγνεσθαι νέες και ανερχόμενες ισχυρές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που είχαν περιορισμένη θέση ισχύος στα διάφορα διεθνή φόρα και διεθνικούς θεσμούς του πρόσφατου παρελθόντος (βλ. κυρίως Κίνα, αλλά και Ρωσία, Ινδία κ.ά.). Καθώς ο καθένας από τους διάφορους «πόλους» θα ελέγχει τον άλλο, υποτίθεται ότι η ενσωμάτωσή τους στις νέες δομές του «διεθνούς συστήματος ασφάλειας» και η συμπερίληψη των θέσεων και των ανησυχιών τους στις διαβουλεύσεις για τη διευθέτηση των διεθνών ζητημάτων είναι συνθήκη που μπορεί να καταστήσει εφικτή τη διασφάλιση της διεθνούς ειρήνης.

Πρόκειται για θεώρηση που είναι αποπροσανατολιστική για το εργατικό κίνημα και τους λαούς, καθώς υποθάλπει την καλλιέργεια αυταπατών ότι μπορεί δήθεν να υπάρξει και «μη επιθετικός» ιμπεριαλισμός, ένας δήθεν «φιλειρηνικός» καπιταλισμός, εφόσον στο τιμόνι των αστικών κυβερνήσεων βρεθούν «προοδευτικές» δυνάμεις –μια θέση που ζυμώνεται και από πολλές δήθεν «αριστερές» οπορτουνιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη.3 Είναι πολλαπλά επικίνδυνη θέση, καθώς:

– Κρύβει τον πραγματικό χαρακτήρα του ιμπεριαλιστικού πολέμου και επί της ουσίας αθωώνει το μονοπωλιακό ανταγωνισμό για τις εκατόμβες θυμάτων που προκύπτουν στο έδαφος της νομοτελούς ανάπτυξης των αντικειμενικά εγγενών του αντιφάσεων.

– Καλλιεργεί την αυταπάτη της κυβερνητικής εναλλαγής με αδιασάλευτες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής ως υποτιθέμενη διέξοδο για την αφόρητη για τις ζωές και τις ανάγκες των εργαζόμενων πραγματικότητα που διαμορφώνεται από την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ενδοαστικών αντιπαραθέσεων.

– Συμβάλλει στη διαμόρφωση προϋποθέσεων «κινηματικής» στήριξης της διεκδίκησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, στο όνομα της εξασφάλισης μιας ιμπεριαλιστικής ειρήνης που υποτίθεται ότι θα απαλλάξει τους λαούς από τα βάρη που τους φορτώνει η παράταση της πολεμικής σύγκρουσης και ο κίνδυνος περαιτέρω κλιμάκωσής της.

– Εντείνει τις πιέσεις στις ταξικά προσανατολισμένες δυνάμεις στο εργατικό κίνημα και στα ΚΚ, ώστε να συμπράξουν με αστικές δυνάμεις, κάνοντας λάβαρο του αγώνα όχι το δίκιο, τις ανάγκες και την ιστορική αποστολή και προοπτική της εργατικής τάξης, αλλά την ξένη γι’ αυτούς σημαία των συμφερόντων δυνάμεων του κεφαλαίου που βλέπουν τις θέσεις τους να υποχωρούν στον ανταγωνισμό με άλλες.

 

Ο ΒΡΟΜΙΚΟΣ ΚΑΙ ΥΠΟΥΛΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Ως προς το πώς τέτοιες θέσεις προωθούνται στο κίνημα, είναι πολύ χαρακτηριστική η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της ETUC (Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων) σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.4 Μεταξύ άλλων, εκεί σημειώνεται ότι «η επιδίωξη για ειρήνη και δημοκρατία είναι θεμελιακή αξία του συνδικαλιστικού κινήματος και ουσιώδης συνθήκη για να διασφαλιστεί η ασφάλεια, η κοινωνική δικαιοσύνη και τα εργατικά και ανθρώπινα δικαιώματα» (ως παραλλαγή του προπαγανδιστικού σχήματος των ιμπεριαλιστικών επιτελείων ότι οι επεμβάσεις γίνονται για να εξασφαλιστεί η ειρήνη και η ασφάλεια των πληττόμενων από αυταρχικά καθεστώτα πληθυσμών που καταπατούν τα δικαιώματά τους), ώστε να στηριχτεί στη συνέχεια η τοποθέτηση πως «η ETUC υποστηρίζει όλες τις πολιτικές και διπλωματικές πρωτοβουλίες και κυρώσεις για να διασφαλιστεί η ειρήνη» (δηλαδή όλα εκείνα τα μέσα που επιστρατεύει σε πολιτικό επίπεδο το ευρωατλαντικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο ώστε να προωθήσει τις επιδιώξεις του σε σχέση με τη σύγκρουση με τη Ρωσία).

Η ETUC δηλώνει ότι είναι έτοιμη, μαζί με τις οργανώσεις-μέλη της, να «αναλύσει τις ιστορικές ρίζες αυτής της σύγκρουσης και τις σχετικές γεωπολιτικές εντάσεις και να αναπτύξει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για την οικοδόμηση της ειρήνης, της δημοκρατίας, της βιώσιμης ανάπτυξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη». Με αυτόν τον τρόπο, πλασάρει το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα περί ανάγκης για μια νέα «αρχιτεκτονική ασφάλειας» ως εγγύηση για την αποτροπή πολεμικών συγκρούσεων στο μέλλον, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να εγκλωβίσει το αγνό και υγιές φιλειρηνικό συναίσθημα των εργαζομένων της Ευρώπης στα δόκανα των ιμπεριαλιστικών διευθετήσεων που διαμορφώνουν τους όρους που προετοιμάζουν τις επικείμενες πολεμικές αντιπαραθέσεις. Αυτό, φυσικά, διόλου δεν την εμπόδισε να καλέσει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις που είναι μέλη της να προχωρήσουν σε απεργιακές κινητοποιήσεις, αποκλεισμούς και άλλες δράσεις «για να ασκήσουν πίεση σ’ εκείνες τις ευρωπαϊκές εταιρίες που έχουν επιλέξει να παραμείνουν στη Ρωσία ή να συνεχίσουν να έχουν οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες με τη Ρωσία». Πρόκειται για ένα κατάπτυστο κάλεσμα σε συνδικαλιστικές οργανώσεις να στηρίξουν έμπρακτα τις πολιτικές παρεμβάσεις του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

Ακόμα πιο αποκαλυπτικά, όμως, είναι τα αιτήματα που προβάλλει η ETUC, απευθυνόμενη στους «διεθνείς θεσμούς και ιδίως στην ΕΕ και τα κράτη-μέλη της», δίνοντας έτσι και κατευθύνσεις για το πώς θα πρέπει να κινηθούν και οι ξεπουλημένες συνδικαλιστικές ηγεσίες των οποίων ηγούνται σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και αποτελούν μέλη της στις διάφορες χώρες (μεταξύ των οποίων και η ΓΣΕΕ). Στα αιτήματα αυτά, μεταξύ άλλων, συμπεριλαμβάνονται και τα εξής:

«Άμεση δράση με όλα τα δυνατά μέσα για να επιτευχθεί κατάπαυση πυρός και να διευκολυνθούν οι διαπραγματεύσεις για να ξεκινήσει μια ειρηνευτική διαδικασία, με σεβασμό στη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις διεθνείς συνθήκες. Η ΕΕ θα πρέπει να βγει μπροστά ως θεσμός και να μην αφήσει τις διπλωματικές προσπάθειες και τις δράσεις για την ειρήνη σε μεμονωμένες κυβερνήσεις και ηγέτες.» Δηλαδή τα εργατικά συνδικάτα καλούνται αφενός να βγουν μπροστά για να στηρίξουν τις διεκδικήσεις εκείνων των αστικών δυνάμεων που επιδιώκουν την άμεση επίτευξη μιας ιμπεριαλιστικής ειρήνης με «το πιστόλι στον κρόταφο» των λαών, χωρίς να διαφοροποιείται τίποτε σε σχέση με τις συνθήκες που προκάλεσαν την πολεμική σύγκρουση, και αφετέρου να στηρίξουν εκείνες τις αστικές δυνάμεις που προσβλέπουν στη μεγαλύτερη αυτονομία της ΕΕ στο διεθνές κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι, χωρίς να διαρρηγνύεται η ενότητα του ευρωατλαντικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου από τις επιμέρους ξεχωριστές αστικές τάξεις ή τμήματά τους στα διάφορα κράτη και τις κυβερνήσεις τους.

– «Διασφάλιση της ασφάλειας και της προστασίας των συνόρων και των πληθυσμών των κρατών-μελών της ΕΕ και των γειτονικών χωρών που εκτίθενται περισσότερο στις τρέχουσες και δυνητικές ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.» Πρόκειται για ευθύ κάλεσμα στήριξης της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης της Ρωσίας, με ανάπτυξη περισσότερων στρατευμάτων, σύγχρονων εξοπλισμών και βάσεων, που, σε συνδυασμό με το παραπάνω, σημαίνει περαιτέρω ενίσχυση του Ευρωστρατού και άμεση υλοποίηση των κατευθύνσεων της «Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας» της ΕΕ.

«Να ανοίξει ένας συγκεκριμένος διάλογος με την Ουκρανία σχετικά με τη διαδικασία ένταξης της χώρας στην ΕΕ. Ακόμα και αν μια τέτοια διαδικασία και η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις χρειαστεί αρκετό χρόνο και ακολουθηθούν όλα τα απαραίτητα βήματα σύμφωνα με τους κανόνες της ΕΕ, θα δώσει ένα πολύ ισχυρό σήμα στη Ρωσία και τη διεθνή κοινότητα ότι η Ουκρανία επιθυμεί να ενταχτεί στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και είναι ευπρόσδεκτη σε ένα πνεύμα ειρήνης και αλληλεγγύης. Ο ίδιος διάλογος θα πρέπει να ανοίξει με άλλες χώρες που έχουν συνδεθεί με την ΕΕ, όπως η Γεωργία και η Μολδαβία, ώστε να είναι εγγυημένη η σταθερότητα και η ισότιμη μεταχείριση αυτών των χωρών. Αυτό θα πρέπει να συμβεί δίχως να ζημιωθεί η συνεχιζόμενη ενταξιακή διαδικασία των Δυτικών Βαλκανίων.» Πρόκειται για τοποθέτηση με την οποία επιχειρείται μεν να συμβιβαστούν αντίρροπες προσεγγίσεις μεταξύ αστικών τάξεων στα διάφορα κράτη-μέλη σε σχέση με την προοπτική περαιτέρω διεύρυνσης της ΕΕ, αλλά διατηρείται στο επίκεντρο η βασική κατεύθυνση προώθησης της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης της Ρωσίας μέσω και της διεύρυνσης της ΕΕ (άρα και της ευρωπαϊκής αγοράς) με χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης που αποτελούν πεδίο έντονης ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης. Στις χώρες αυτές, άλλωστε, είναι ήδη έντονη η δραστηριοποίηση και ο ανταγωνισμός μονοπωλιακών ομίλων από την ΕΕ, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα. Είναι ακριβώς αυτές οι περιοχές που, μαζί με τη Ν/Α Μεσόγειο, αποτελούν τα γεωγραφικά σημεία στο χάρτη της Ευρώπης όπου τα αστικά επιτελεία από τα διάφορα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα εκτιμούν ότι είναι πιθανό να προεκταθεί η πολεμική σύγκρουση που αυτήν τη στιγμή διεξάγεται στην Ουκρανία.

Παράλληλα, η ETUC προειδοποιεί ότι η ΕΕ δεν πρέπει να γυρίσει στις εποχές «της λιτότητας και των περιοριστικών δημοσιοοικονομικών κανόνων, που θα επέτειναν ακόμα περισσότερο τις αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της σύγκρουσης και των σχετικών κυρώσεων», επισημαίνοντας, μάλιστα, ότι η ΕΕ θα πρέπει να λάβει μέριμνα για τον περιορισμό του αντίκτυπου του πολέμου στην οικονομία και την εργασία, «συνεχίζοντας τα έκτακτα μέτρα που επιτυχημένα χρησιμοποιήθηκαν από την ΕΕ για την αντιμετώπιση του ξεσπάσματος της COVID-19 (όπως το SURE), μέσω της επαναχρηματοδότησης και επανεστίασής τους». Δηλαδή επαναφέροντας το αστικό δίλημμα περί «περιοριστικής» ή «επεκτατικής» δημοσιονομικής πολιτικής ως απάντησης στα προβλήματα της καπιταλιστικής οικονομίας, προβάλλει ως διέξοδο για την ασφυκτική κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι εξαιτίας των αυξήσεων στις τιμές του ρεύματος, του φυσικού αερίου, των καυσίμων και πολλών βασικών καταναλωτικών αγαθών την εκτεταμένη κρατική χρηματοδοτική στήριξη της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω πόρων που αντλούνται από τη φορολεηλασία του εργαζόμενου λαού και το φόρτωμα νέων δανειακών βαρών στις πλάτες του. Είναι χαρακτηριστικό ότι επικαλείται ως θετικό παράδειγμα το πρόγραμμα SURE, δηλαδή τη χορήγηση δανείων με ευνοϊκούς όρους από την ΕΕ προς τα κράτη-μέλη της για τη δημιουργία ή παράταση εθνικών προγραμμάτων μερικής απασχόλησης, που στοχεύουν στην ανακύκλωση της ανεργίας, την απαλλαγή της εργοδοσίας από μεγάλο μέρος του μισθολογικού «κόστους» και τη διατήρηση της ζήτησης σε ένα ορισμένο επίπεδο για να διασφαλιστούν οι τζίροι των επιχειρηματικών ομίλων.5

Η «γραμμή» αυτή της ETUC, βέβαια, δεν κατεβαίνει αυτούσια στις διάφορες συνδικαλιστικές οργανώσεις-μέλη της. Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας στις διάφορες χώρες προσαρμόζουν τις παρεμβάσεις τους στις εκάστοτε δεδομένες συνθήκες, χωρίς όμως να αποκλίνουν από τη γενική κατεύθυνση που έχουμε δει. Μια πολύ χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή της Ver.di, της γερμανικής συνδικαλιστικής ομοσπονδίας στον κλάδο των υπηρεσιών. Το ενδιαφέρον εδώ έχει να κάνει με το γεγονός ότι η Ver.di απευθύνει τις διεκδικήσεις της στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας όπου ηγείται το σοσιαλδημοκρατικό SPD, το οποίο και καθοδηγεί τη Ver.di. Το ζητούμενο για τη σοσιαλδημοκρατία, λοιπόν, στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι το πώς θα καταφέρει να ενσωματώσει πολιτικά τις αντιδράσεις των εργαζόμενων χωρίς να πλήξει την κυβερνητική πλειοψηφία που έχει κατακτήσει το SPD, αλλά ενισχύοντας τη δυναμική της παρέμβασής της στις διεθνείς εξελίξεις. Μιλάμε, άλλωστε, για μια χώρα όπου το συνδικαλιστικό κίνημα είναι διαχρονικά ισχυρό και πολιτικά παρεμβατικό (ανεξάρτητα από τον πολιτικό προσανατολισμό που του προσδίδουν οι σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες), συμβάλλοντας καθοριστικά στην εμπέδωση της λογικής του κοινωνικού εταιρισμού, αλλά και την προώθηση του αγωνιστικού ρεφορμισμού στις γραμμές της εργατικής τάξης.

Μάλιστα, στην περίπτωση της Γερμανίας, έχουμε να κάνουμε με εκείνη την ιμπεριαλιστική δύναμη που βρίσκεται –στην παρούσα φάση τουλάχιστον– σε σχετικά πιο δυσμενή θέση σε σχέση με άλλες δυνάμεις εντός της ΕΕ, αλλά πολύ περισσότερο σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, λόγω κυρίως του μεγάλου βαθμού ενεργειακής εξάρτησης της χώρας από το ρωσικό φυσικό αέριο –και δευτερευόντως πετρέλαιο– και τη δυσκολία να αναπτυχθούν όσο γρήγορα θα απαιτούνταν οι υποδομές που θα επέτρεπαν τη μεγαλύτερη διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας που αξιοποιεί η γερμανική βιομηχανία. Παράλληλα, το εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας με την Κίνα (και δη σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές βιομηχανικού εξοπλισμού προς την Κίνα και τις εισαγωγές υλικών απαραίτητων για τις «πράσινες» επενδύσεις της γερμανικής βιομηχανίας από την Κίνα) είναι σημαντικά μεγαλύτερο από των περισσότερων άλλων ευρωπαϊκών κρατών, με ιδιαίτερη βαρύτητα σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα κρατίδια και βιομηχανίες.

Με δεδομένα τα παραπάνω, μπορούμε πλέον να «αποκωδικοποιήσουμε» τις παρεμβάσεις της Ver.di σε σχέση με τα τεκταινόμενα αυτήν την περίοδο και να δούμε πως, πίσω από τη δήθεν αντιπαράθεσή της με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, δίνει αποφασιστική ώθηση στην ενίσχυση της επιδραστικότητας των θέσεων της σοσιαλδημοκρατίας στο κίνημα. Σε ομιλία του σε συγκέντρωση για τη φετινή Εργατική Πρωτομαγιά6, ο επικεφαλής της Ver.di Φρ. Βέρνεκε καταφέρεται εναντίον της απόφασης της γερμανικής κυβέρνησης να συγκροτήσει ειδικό ταμείο ύψους 100 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση του εξοπλισμού του γερμανικού στρατού και να ανεβάσει στο 2% του προϋπολογισμού τις αμυντικές δαπάνες, αναγνωρίζοντας μεν ότι απαιτείται αναβάθμιση του εξοπλισμού, θεωρώντας όμως ότι τα 50 δισ. ευρώ το χρόνο που ήδη διατίθενται ως αμυντικές δαπάνες επαρκούν για το σκοπό αυτό και δε χρειάζεται να αυξηθούν.7 Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, «περιμένω από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει επιτέλους αυτά τα χρήματα με τέτοιο τρόπο ώστε ο γερμανικός στρατός να μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του ως αμυντικός στρατός, αντί να ζητά νέα δισεκατομμύρια. Ο στόχος μας πρέπει να παραμείνει ένας κόσμος με λιγότερα όπλα. Δε θέλουμε μια νέα κούρσα εξοπλισμών σε βάρος των επιτακτικά απαιτούμενων επενδύσεων σε κοινωνικά ζητήματα, εκπαίδευση και κλιματική προστασία», τονίζοντας, μάλιστα, πως απαιτούνται επενδύσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ σε υποδομές και ψηφιοποίηση. Για να γίνει κάτι τέτοιο, όπως υποστηρίζει, χρειάζεται να ανασταλεί το «φρένο του χρέους», δηλαδή να μην επανέλθουν οι δημοσιονομικοί περιορισμοί που είχαν χαλαρώσει στην ΕΕ την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης και της πανδημίας την προηγούμενη διετία. Σε ό,τι αφορά το εισόδημα των εργαζόμενων που πλήττεται από τις αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, τις τιμές των τροφίμων και τον πληθωρισμό, η πρόταση που καταθέτει η Ver.di διά στόματος Werneke είναι να επιβληθεί «μια εισφορά στους πλούσιους, προκειμένου να εξισορροπηθεί το βάρος της αντιμετώπισης των άμεσων συνεπειών του πολέμου και της κρίσης και για τις επείγουσες επενδύσεις για το μέλλον», καθώς και να επιδιωχτεί στον επικείμενο γύρο διαπραγματεύσεων με τις εργοδοτικές οργανώσεις μια συμφωνία «για αποζημίωση για τον πληθωρισμό και –όπου είναι εφικτό– για πραγματικές αυξήσεις στο μισθό».

Πρόκειται για πραγματικά «μαεστρικό» τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να φέρει από το παράθυρο ό,τι υποτίθεται πως προσπαθεί να διώξει από την πόρτα:

– Αθωώνει την καθοριστική συμμετοχή και παρέμβαση της Γερμανίας σε πλήθος πολεμικών συγκρούσεων και ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων τα τελευταία χρόνια, από το Κόσσοβο μέχρι την Αφρική, βαφτίζοντας «αμυντικό» το ρόλο και την αποστολή του γερμανικού στρατού (εξάλλου και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εμφάνισε την απόφαση αυτή ως αναγκαία για «την ενίσχυση της συμμαχικής και αμυντικής ικανότητας της Γερμανίας»).

– Συμφωνεί με το στόχο της αναβάθμισης του εξοπλισμού του ως ζητούμενο για να μπορεί να επιτελέσει το ρόλο που του επιφυλάσσει η αστική τάξη της Γερμανίας για την προάσπιση και προώθηση των συμφερόντων της.

– Εμφανίζει ως στόχο του κινήματος τη διαχρονική θέση της αστικής τάξης της Γερμανίας, που μέχρι σήμερα αντιστεκόταν σθεναρά στις πιέσεις των ΗΠΑ για αύξηση του μεριδίου της συμμετοχής της στις ΝΑΤΟϊκές δαπάνες μέσω της αύξησης των λεγόμενων «αμυντικών δαπανών» στο 2% του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού.

– Διατηρεί στο επίκεντρο τη βασική θέση της σοσιαλδημοκρατίας περί αύξησης της κρατικής χρηματοδοτικής παρέμβασης στην οικονομία ως τρόπο για την αντιμετώπιση των εντεινόμενων κοινωνικών ανισοτήτων.

– Στοιχίζει το εργατικό κίνημα πίσω από τις επιδιώξεις του γερμανικού κεφαλαίου να ηγηθεί της «πράσινης» και «ψηφιακής» καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ευρώπη.

– Προάγει την αντίληψη ότι η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια πιο ορθολογική κατανομή των φορολογικών βαρών μεταξύ των πιο πλούσιων και των πιο φτωχών, λες και η ένταση της ταξικής και εισοδηματικής διαφοροποίησης είναι ζήτημα ρύθμισης και όχι στο DNA του καπιταλισμού (παρεμπιπτόντως, στην Ελλάδα γνωρίζουμε πολύ καλά τι σημαίνουν στην πράξη τέτοιες εφάπαξ εισφορές, όπως αυτές, π.χ., των εφοπλιστών ή της λεγόμενης «εισφοράς αλληλεγγύης»).

– Περιορίζει το εύρος των διεκδικήσεων του εργατικού κινήματος σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση της κατακόρυφης αύξησης του κόστους ζωής σε μια τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών (δηλαδή διατήρηση του πραγματικού μισθού στα ίδια επίπεδα με πριν) ή σε μια μικρή αύξηση υπό προϋποθέσεις και κατά περίπτωση, την ώρα που τόσο ο πλούτος που παράγει η εργατική τάξη με τη δουλειά της όσο και οι σύγχρονες ανάγκες της που διευρύνονται και μπορούν να ικανοποιηθούν αξιοποιώντας τα επιτεύγματα της δουλειάς της είναι η αντικειμενική βάση για τη διεκδίκηση ουσιαστικών αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις.

 

Η ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΙΤΙΕΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΓΕΝΝΟΥΝ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ

Οι παρεμβάσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, τόσο από κυβερνητικές θέσεις όσο και από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, αλλά και μέσα από τη δράση των δυνάμεών της στο εργατικό-λαϊκό κίνημα στις διάφορες χώρες της Ευρώπης αποδεικνύονται επάξια συνέχεια των ιστορικών της παραδόσεων σε ό,τι αφορά το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Με προσαρμογές ανάλογα με τις επιδιώξεις της εκάστοτε εγχώριας αστικής τάξης και της θέσης της στο διεθνή ιμπεριαλιστικό συσχετισμό δύναμης, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις ανά την Ευρώπη αποδεικνύονται «γεράκια του πολέμου» που ντύνονται το μανδύα των δήθεν «φιλειρηνικών» δυνάμεων. Στηρίζουν προωθητικά όλους τους παράγοντες που διαμόρφωσαν το υπόστρωμα της σύγκρουσης στην Ουκρανία και συναινούν με την προπαγάνδα τους σε όλα τα προσχήματα που αξιοποιεί το ευρωατλανικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο για να προωθήσει τις στοχεύσεις του τόσο στο πεδίο της πολεμικής σύγκρουσης όσο και σε όλο το φάσμα των ανταγωνισμών που την καλλιέργησαν και την τροφοδοτούν.

Εξάλλου, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις πάντοτε αναπροσάρμοζαν τη ρητορική τους στη βάση της κατάστασης που βρισκόταν το κίνημα και των αναγκαιοτήτων του κεφαλαίου. Έτσι, επιχειρούν και σήμερα να συσκοτίσουν τον πραγματικό αντίπαλο στα μάτια των εργαζόμενων και του λαού. Οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας υποδεικνύουν σήμερα ως αντίπαλο του λαού μόνο τον ιμπεριαλιστή που αντιστρατεύεται τις αστικές τάξεις που οι ίδιες εκπροσωπούν, και όχι την εξουσία του κεφαλαίου σε κάθε χώρα. Παρουσιάζουν ως υπεύθυνο για τα δεινά που υφίστανται οι λαοί εξαιτίας του ιμπεριαλιστικού πολέμου και των συνεπειών του μόνο τον αντίπαλο ιμπεριαλιστή και –όπου βρίσκονται σε θέσεις αντιπολίτευσης– τις ανταγωνίστριές τους αστικές πολιτικές δυνάμεις, των οποίων τη θέση θέλουν να πάρουν στη νομή της διακυβέρνησης. Επιχειρούν να προωθήσουν επιθετικά τις στοχεύσεις της αστικής τάξης που εκφράζουν πολιτικά στις διάφορες χώρες, προβάλλοντας τις θέσεις τους ως θέσεις υπεράσπισης των συμφερόντων και των αναγκών των εργαζόμενων και όλου του λαού. Είναι, τελικά, αυτές οι δυνάμεις που υφαίνουν το λάβαρο των συμφερόντων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και, μέσω της παρέμβασής τους στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, θέλουν να το βάλουν στην κεφαλή των αγώνων του λαού, για να καταστήσουν το κίνημα μοχλό για την επίτευξη των στόχων τους.

Το συμπέρασμα που προκύπτει τόσο από την ιστορική πείρα όσο και από την αποτίμηση των παρεμβάσεων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στις τρέχουσες εξελίξεις είναι ότι η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τις αιτίες που τον προκαλούν, για να είναι αποτελεσματική, προϋποθέτει και συνεπάγεται την ασίγαστη ιδεολογική-πολιτική διαπάλη με τις διάφορες εκδοχές της σοσιαλδημοκρατίας (και του διαχρονικού κολαούζου της, του οπορτουνισμού).

Για να μπορέσει σήμερα το εργατικό-λαϊκό κίνημα να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και των αναγκών, να κερδίσει τις απαραίτητες ανάσες ανακούφισης αλλά και να ανοίξει το δρόμο για ουσιαστικές, σαρωτικές αλλαγές στους πολιτικούς συσχετισμούς ώστε να βγει ο λαός από τα σημερινά αδιέξοδα, υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι και προϋποθέσεις, που έχει αναδείξει το ΚΚΕ μέσα από τις αποφάσεις του 21ου Συνεδρίου του Κόμματος και τις μετέπειτα αποφάσεις της ΚΕ. Μεταξύ αυτών, κεντρική θέση έχουν η ενίσχυση του ιδεολογικοπολιτικού μετώπου γύρω από τα ζητήματα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, η διαφωτιστική δουλειά των κομμουνιστών στις μάζες γύρω από τις αιτίες που φουντώνουν τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και τις ενδοαστικές αντιπαραθέσεις, η αποτελεσματική και εύστοχη προβολή της μοναδικής φιλολαϊκής διεξόδου, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Από την άποψη αυτή, το ξεσκέπασμα του βρόμικου και επιζήμιου για τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των σύμμαχών της κοινωνικών δυνάμεων ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας είναι προϋπόθεση για την επιτακτικά αναγκαία σήμερα ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος σε ταξική κατεύθυνση, για το πέρασμά του σε φάση αντεπίθεσης κόντρα στις στοχεύσεις του κεφαλαίου, για την αγωνιστική διεκδίκηση της ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών του λαού.

Βασική πλευρά ως προς αυτό είναι το γκρέμισμα των αυταπατών που καλλιεργούν οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκατίας για δήθεν «φιλειρηνικές» και «προοδευτικές» κυβερνήσεις που υποτίθεται ότι μπορούν να βάλουν τέλος στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που διεξάγεται αυτήν την περίοδο στην Ουκρανία, να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους ενός γενικευμένου πολεμικού ολέθρου προσεχώς, αλλά και να δώσουν λύση στα νέα βάρη που φορτώνουν στις πλάτες των εργαζόμενων οι οικονομικές επιπτώσεις του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Έχουμε ακούσει πολλές φορές και σε διάφορες εκδοχές αυτό το παραμύθι, με το οποίο οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας επιχειρούν σκόπιμα να συσκοτίσουν τον κοινωνικά συντηρητικό χαρακτήρα κάθε μορφής πολιτικής διαχείρισης στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, για να αποτραβήξουν την εργατική τάξη και τους συμμάχους της από το μοναδικά προοδευτικό στόχο, αυτόν της ανατροπής της δικτατορίας του κεφαλαίου.

Όπως δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικό πρόγραμμα μετασχηματισμού και μεταρρύθμισης του καπιταλισμού και του αστικού κράτους που να εξομαλύνει τη δικτατορία του κεφαλαίου προς όφελος του λαού, όπως κάθε μορφή διαχείρισης της αστικής εξουσίας είναι αντικειμενικά δέσμια των νομοτελειών της καπιταλιστικής οικονομίας, έτσι και η νομοτελειακά κλιμακούμενη όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και το ξέσπασμα ιμπεριαλιστικών πολέμων δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς να ανατραπεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, χωρίς να πάψει η οικονομία να κινείται με κριτήριο την επιδίωξη μέγιστης δυνατής κερδοφορίας του κεφαλαίου, χωρίς την ανατροπή της αστικής εξουσίας.

Γι’ αυτό και το εργατικό-λαϊκό κίνημα θα πρέπει σήμερα να αποκρούσει αποφασιστικά τις προσπάθειες της σοσιαλδημοκρατίας να το κάνει να στρατευτεί κάτω από ξένη σημαία και να σηκώσει τα λάβαρα της διεκδίκησης των δικών του αναγκών και της δικής του εξουσίας, χαράσσοντας την αντίστοιχη γραμμή σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου ή ιμπεριαλιστικής ειρήνης που κυοφορεί την επόμενη γενικευμένη ιμπεριαλιστική σύγκρουση.

Τη γραμμή αυτή, το ΚΚΕ την έχει επεξεργαστεί στο Πρόγραμμά του και στα μετέπειτα συνεδριακά του ντοκουμέντα. Τη γραμμή αυτή, τώρα είναι η ώρα να την προωθήσουν ακόμα πιο αποφασιστικά στο κίνημα οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία, κάθε χαραμάδα, με σχέδιο και σωστό υπολογισμό των περιστάσεων και των συνθηκών.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ και της Κομματικής Επιτροπής Οργανώσεων Εξωτερικού του ΚΚΕ.

1. Μια και η αστική προπαγάνδα δεν παύει να καμώνεται την έκπληκτη που ένας πόλεμος έχει ξεσπάσει σε ευρωπαϊκό έδαφος, αξίζει να θυμίσουμε ότι τα –ευρωπαϊκά– εδάφη της Γιουγκοσλαβίας αποτέλεσαν στόχο της ιμπεριαλιστικής επέμβασης από 
ΝΑΤΟ-ΕΕ, με Πρόεδρο των ΗΠΑ το Δημοκρατικό Μπ. Κλίντον, πρόεδρο της Κομισιόν το σοσιαλδημοκράτη Ρ. Πρόντι και επικεφαλής του ΝΑΤΟ το σοσιαλδημοκράτη Σολάνα. Επίσης, την περίοδο εκείνη η σοσιαλδημοκρατία ηγούνταν των κυβερνήσεων σε πολλά κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, όπως, π.χ., στη Γερμανία με πρωθυπουργό τον Γκ. Σρέντερ, στην Ιταλία με πρωθυπουργό τον Μ. Ντ’ Αλέμα, στη Γαλλία με πρωθυπουργό τον Λ. Ζοσπέν, στη Βρετανία με πρωθυπουργό τον Τ. Μπλερ και –φυσικά– στην Ελλάδα με πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη.

2. Χρειάζεται να επισημανθεί ότι αντίστοιχες θέσεις υιοθετούνται και από άλλες «φωνές» στα επιτελεία του ευρωατλαντικού στρατοπέδου, όμως συγκροτημένα προωθούνται στο κίνημα κυρίως από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, με την αγαστή υποστήριξη και οπορτουνιστικών δυνάμεων. Βλ. σχετικά, Λ. Αναστασόπουλος, «Ο ΝΑΤΟϊκός πασιφισμός, η σοσιαλδημοκρατία και το οπορτουνιστικό ρεύμα», Ριζοσπάστης, 29.4-1.5.2022.

3. Βλ. ενδεικτικά για τα πεπραγμένα της σκανδιναβικής «Αριστεράς» και άλλων κομμάτων του ΚΕΑ: Κ. Παπαδάκης, «Διεθνής σοσιαλδημοκρατία και οπορτουνισμός: Διαχρονικό “ξέπλυμα” των ιμπεριαλιστικών εγκλημάτων σε βάρος των λαών», Ριζοσπάστης, 21-22.5.2022.

4. ETUC, «Resolution on Ukraine», https://www.etuc.org/en/document/etuc-resolution-ukraine

5. Στην ελληνική εκδοχή του, πρόκειται για το αντεργατικό πρόγραμμα «Συν-εργασία» που εφαρμόστηκε στη χώρα μας, μέσω του οποίου δόθηκε στους επιχειρηματικούς ομίλους ένα ακόμα όπλο για το μαζικό τσάκισμα των μισθών των εργαζόμενων και το παραπέρα χτύπημα της πλήρους απασχόλησης.

6. https://www.verdi.de/presse/pressemitteilungen/++co++6046b3a2-c7b6-11ec-b250-001a4a160129

7. Ας σημειωθεί ότι η ανάγκη να προταχθεί το συγκεκριμένο ζήτημα στις παρεμβάσεις της σοσιαλδημοκρατίας στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα προέκυψε λόγω της εντεινόμενης δυσαρέσκειας των Γερμανών εργαζόμενων μετά τις σχετικές εξαγγελίες της κυβέρνησης Σολτς, που εκφράστηκαν και με ανοικτές διαμαρτυρίες κατά τη διάρκεια συγκεντρώσεων με ομιλητές υπουργούς και άλλα κυβερνητικά στελέχη του SPD.