ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ «ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ»


του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ

Το ΠΑΣΟΚ δεν αποτελεί πλέον το βασικό πόλο συσπείρωσης της σοσιαλδημοκρατίας (Σ/Δ) στη χώρα μας, λόγω και της μεγάλης φθοράς που υπέστη στη λαϊκή συνείδηση την περίοδο που διαχειρίστηκε τη βαθιά καπιταλιστική κρίση στην Ελλάδα. Η αποσύνθεσή του είχε ως αποτέλεσμα τη μετακίνηση σημαντικών δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας στο νέο κόμμα που αποτελεί πλέον το βασικό πυλώνα της στην Ελλάδα, το ΣΥΡΙΖΑ. Όμως, το ΠΑΣΟΚ διατηρεί κάποιες δυνάμεις, κυρίως σε συνδικαλιστικό επίπεδο (ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ, ΓΣΕΒΕΕ). Σε ορισμένους κλάδους είναι σημαντικές και μεγαλύτερες από αυτές του ΣΥΡΙΖΑ. Το «Κίνημα Αλλαγής» (ΚΑ) αποτελεί μια προσπάθεια επανασυσπείρωσης όλων αυτών των δυνάμεων της Σ/Δ που δεν εντάχτηκαν για διάφορους λόγους στο ΣΥΡΙΖΑ.

Στις σημερινές συνθήκες, το ΚΑ βοηθάει στη σταθεροποίηση του νέου αστικού διπολισμού που έχει διαμορφωθεί. Βρίσκεται, κατά κάποιο τρόπο, ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και έχει τη δυνατότητα να συμπράξει εκλογικά είτε με τον έναν πόλο είτε με τον άλλο. Το πρόγραμμά του επιτρέπει τη συνεργασία και με τα δύο μεγάλα κόμματα, αν και είναι εγγύτερο προς το πρόγραμμα της ΝΔ. Παράλληλα, έχει τη δυνατότητα να εγκλωβίσει λαϊκές δυνάμεις που για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν μπορεί να συσπειρώσει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Σκοπός του κειμένου δεν είναι μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της ιστορικής πορείας της Σ/Δ στην Ελλάδα, του ρόλου της στις πολιτικές εξελίξεις, της κοινωνικής της βάσης, προσέγγιση άλλωστε που δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο εξετάζοντας τη Σ/Δ στην Ελλάδα ως κομμάτι της ευρωπαϊκής και διεθνούς Σ/Δ.

Επίσης, για λόγους συντομίας του κειμένου, δε συμπεριλαμβάνεται η ιστορική ανασκόπηση της συνεισφοράς του ΠΑΣΟΚ στην προώθηση της αστικής στρατηγικής στην Ελλάδα και στην ενσωμάτωση σημαντικών δυνάμεων του εργατικού και ευρύτερα του λαϊκού κινήματος.

Το κείμενο επιχειρεί να αποτυπώσει τις «γενεσιουργές αιτίες» που βρίσκονται πίσω από το ΚΑ, την εξέλιξή του, τις δυνατότητες συμμετοχής του στην αστική κυβέρνηση και να αναδείξει πώς το οικονομικό του πρόγραμμα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κεφαλαίου.

Σημειώνουμε πως η Σ/Δ εμφανίζεται και λογίζεται στα μυαλά των μαζών ως περισσότερο προοδευτική και πιο κοντά στις «νέες εξελίξεις». Παράλληλα, το ΚΑ εμφανίζεται ως λιγότερο «λαϊκιστικό» και περισσότερο «σοβαρό» κόμμα από το ΣΥΡΙΖΑ και έχει τη δυνατότητα να εγκλωβίζει δυνάμεις τις οποίες αυτός αδυνατεί να ακουμπήσει. Το περιεχόμενο των οικονομικών προτάσεων του ΚΑ, από την άλλη, προσεγγίζει περισσότερο τη ΝΔ παρά το ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, η δεδομένη στρατηγική σύμπλευση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού στην Ελλάδα και διεθνώς, δυσκολεύουν την αποτύπωση των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και κατ’ επέκταση και στο ΚΑ.

 

Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ «ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ»

Το ΚΑ συγκροτήθηκε το Μάρτη του 2018 με το συνέδριο συγκρότησής του ως φορέα της κεντροαριστεράς και της (Σ/Δ). Το ΚΑ αποτελεί μια συγκόλληση ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΚΙΔΗΣΟ και ΠΟΤΑΜΙού μαζί με διάφορες άλλες μικρότερες ομάδες που δρούσαν μέσα στο πλαίσιο των προαναφερόμενων, με την ομάδα του Γ. Καμίνη να αποτελεί την πιο αξιοσημείωτη από αυτές. Στην πραγματικότητα επιχειρήθηκε μια επανασυγκόλληση διάφορων ομάδων και κομμάτων, των οποίων ο βασικός πυρήνας των στελεχών τους ήταν ενταγμένοι στο ΠΑΣΟΚ ή συσπειρώνονταν μαζί του μέχρι το 2009, μαζί με στελέχη από τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΟΤΑΜΙ. Η συγκρότησή του έγινε στο πλαίσιο έντονων παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων των παραπάνω φορέων για το ρόλο τους στο πλαίσιο του νέου φορέα, το ρόλο των ηγετικών προσωπικοτήτων μέσα σ’ αυτόν. Στη συνέχεια, έντονες αντιπαραθέσεις αναπτύχθηκαν πάνω στη βάση της κατανομής εκπροσώπων σε κομματικά όργανα και αστικούς μηχανισμούς. Οι αντιπαραθέσεις αυτές δεν εκφράζουν μόνο την αυτοτέλεια του πολιτικού προσωπικού και τη μάχη επιβίωσής του, αλλά και ζητήματα διαπάλης σχετικά με την κατεύθυνση του νέου φορέα. Αποτέλεσμα όλων αυτών των διεργασιών ήταν η αποχώρηση του ΠΟΤΑΜΙού από το ΚΑ. Ωστόσο μπορούμε σε γενικές γραμμές να κατανοήσουμε, σε οργανωτικό επίπεδο, το ΚΑ ως μια προσπάθεια επανασυγκρότησης σε έναν ενιαίο πολιτικό φορέα εκείνου του τμήματος του ΠΑΣΟΚ που δε μετεξελίχτηκε σε ΣΥΡΙΖΑ. Η σύνθεση της ηγεσίας άλλωστε του ΚΑ, προεξάρχουσας της Φ. Γεννηματά, μαρτυρά τις συγκεκριμένες πολιτικές καταβολές του.

 

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΕΔΡΑΣΑΝ ΣΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ «ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ»

Φυσικά κάθε πολιτικός σχηματισμός, σε τελευταία ανάλυση, δεν προκύπτει «αυθόρμητα». Προκύπτει ως αλληλεπίδραση της ταξικής πάλης, της ανάγκης πολιτικής έκφρασης διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων, αντιθέσεων και διαφορετικών οικονομικών συμφερόντων στο εσωτερικό της αστικής τάξης και του γενικού συμφέροντος της άρχουσας τάξης.

Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε τα στενά περιθώρια ελιγμών που έχει η κρατική διαχείριση σε ολόκληρη την ΕΕ. Σημειώνουμε ωστόσο πως η επαναφορά σε φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης αυξάνει, όχι θεαματικά, αλλά σίγουρα διακριτά, αυτά τα περιθώρια. Για παράδειγμα, η επίτευξη μεγάλων πλεονασμάτων ύψους 3,5% είναι δεδομένη, παρά τις διακηρύξεις για αναδιαπραγμάτευση. Όμως γίνεται αντιπαράθεση για το ύψος και τον τρόπο διανομής του υπερπλεονάσματος.

Μπορούμε να διακρίνουμε ορισμένους βασικούς λόγους πίσω από τη δημιουργία του ΚΑ:

Α) Η ανάγκη του αστικού πολιτικού συστήματος, στις συνθήκες έντονης αναμόρφωσής του, για ένα κόμμα που έχει τη δυνατότητα να συμπράξει εκλογικά και πολιτικά με κάθε έναν από τους δύο βασικούς πόλους (ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ), οδηγώντας σε σταθερότερους κυβερνητικούς σχηματισμούς.

Η βασική μορφή του διπολισμού επανέρχεται ως άξονας του αστικού πολιτικού συστήματος, διαφοροποιημένος από το παρελθόν. Ο διπολισμός διασφαλίζει ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του αστικού κοινοβουλευτισμού: i) Δίνει στους εργαζόμενους μια ψευδαίσθηση δημοκρατίας, ελευθερίας επιλογής και αλλαγής στην κυβέρνηση. ii) Η εναλλαγή αστικών κομμάτων στη διακυβέρνηση επιτρέπει να «φορτώνονται» τα προβλήματα του λαού στις λαθεμένες πολιτικές επιλογές των προηγούμενων κυβερνήσεων, συγκαλύπτοντας έτσι τη φύση της αστικής εξουσίας ως εξουσίας του κεφαλαίου. iii) Η συχνή εναλλαγή αστικών κομμάτων στη διακυβέρνηση διασφαλίζει την αστική εξουσία ως πραγματική εξουσία πάνω από τη φαινομενική κυβερνητική εξουσία.

Ωστόσο, η πολύ μεγάλη φθορά που είχαν τα αστικά πολιτικά κόμματα λόγω της διαχείρισης της κρίσης και η γενικότερη ρευστότητα στο πολιτικό σκηνικό οδηγεί στην ανάγκη εφεδρειών «από τ’ αριστερά και από τα δεξιά» του πολιτικού φάσματος, που έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν δυνάμεις που δεν μπορούν να ενταχτούν στους μεγάλους πολιτικούς σχηματισμούς, δίνοντας μεγαλύτερη δυνατότητα ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας στο αστικό πολιτικό σύστημα. Παράλληλα, δυνάμεις που βρίσκονται στο «Κέντρο» μπορούν να συμπράξουν και με τους δύο πόλους, δίνοντας μεγαλύτερη σταθερότητα στη δυναμική του αστικού πολιτικού συστήματος.

Το ΚΑ έχει τη δυνατότητα σύμπραξης και με τη ΝΔ, και με το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ μπορεί να ενσωματώσει λαϊκές δυνάμεις που για διάφορους λόγους δε συσπειρώνονται στα δύο μεγάλα κόμματα.

Β) Η διασφάλιση των κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης.

Η εντεινόμενη ταξική πόλωση της ελληνικής κοινωνίας δεν αναιρεί το γεγονός μιας διαστρωμάτωσης στο εσωτερικό της εργατικής τάξης. Η διαφοροποίηση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη αν εξετάσουμε το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Η πολιτική γραμμή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει στην ενσωμάτωση στρωμάτων που βρίσκονται σε ακραία φτώχεια. Λαϊκά στρώματα που δε βρίσκονται σε ακραία φτώχεια θίγονται ακόμα περισσότερο από τη φορολογική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, τις περικοπές στις συντάξεις κ.ά. Παράλληλα, ένα σημαντικό τμήμα τους ανήκει, ιστορικά, στην «Αριστερά» και δυσκολεύεται να στηρίξει τη ΝΔ. Το ΚΑ έρχεται να καλύψει αυτό το κενό της αστικής πολιτικής.

Η διαστρωμάτωση είναι ένας από τους λόγους που εξηγεί γιατί ορισμένες δυνάμεις που συσπείρωνε το ΠΑΣΟΚ στο συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχουν μετακινηθεί προς το ΣΥΡΙΖΑ, όπως η ισχυρή εκπροσώπηση δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ στη ΓΣΕΕ, σε επιστημονικούς φορείς και γενικότερα σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και στην τοπική διοίκηση.

Γ) Οι ενδοαστικές, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Η όξυνση της διαπάλης ΗΠΑ-Γερμανίας και η οικονομική επέλαση των ΗΠΑ στην Ελλάδα εκφράζεται και στο εσωτερικό των κομμάτων.

Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων σε διεθνές επίπεδο είναι εμφανής. Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία διαφοροποιούνται για την αρχιτεκτονική της ΕΕ, το μέλλον της, το ρόλο του ευρώ κ.ά.

Σε ευρύτερη κλίμακα, ΗΠΑ και Γερμανία διαγκωνίζονται για την κατανομή της ισχύος μέσα στο «ατλαντικό» στρατόπεδο.

Η μεγάλη εικόνα συμπληρώνεται με την αντιπαράθεση των ΗΠΑ με Ρωσία και με Κίνα. Ο παγκόσμιος ρόλος του δολαρίου βρίσκεται υπό αμφισβήτηση, ενώ νέοι εμπορικοί δρόμοι απειλούν τη θαλασσοκρατορία των ΗΠΑ με τους 8 πολεμικούς στόλους. Παράλληλα, η διαπάλη στο εσωτερικό των ΗΠΑ οξύνεται. Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ αφορούν την αντίθεση ανάμεσα σε μεγάλες μερίδες του κεφαλαίου για την κατανομή των κερδών, για τις διεθνείς συμμαχίες, για τη διεθνή οικονομική πολιτική κ.ά.

Οι αντιθέσεις αυτές εκφράζονται τελικά και στο εγχώριο αστικό πολιτικό σύστημα.

Οι ΗΠΑ επεκτείνονται στην εγχώρια οικονομία, ελέγχοντας τράπεζες, κατασκευαστικό κεφάλαιο, τουριστικούς ομίλους, διαδραματίζουν ρόλο στον κλάδο της ενέργειας, ενώ επενδύουν στα ναυπηγεία δυσκολεύοντας το κινεζικό σχέδιο αξιοποίησης της χώρας για κόμβο εισόδου εμπορευμάτων στην Ευρώπη. Κύκλοι των ΗΠΑ αντιτίθενται σφόδρα στο σχέδιο της Κίνας για το «νέο δρόμο του μεταξιού».

Τα ειδικά συμφέροντα κάθε μερίδας της εγχώριας αστικής τάξης σχετίζονται με το ιμπεριαλιστικό κέντρο με το οποίο έχουν στενότερους οικονομικούς δεσμούς.

Ο «ατλαντικός» προσανατολισμός αποτελεί γενικά την κοινή συνιστώσα της εγχώριας αστικής τάξης και για το λόγο αυτό η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ αποτελεί την κοινή γεωπολιτική βάση όλων των αστικών κομμάτων. Ωστόσο, ο κοινός αυτός προσανατολισμός δεν αναιρεί τις διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό της. Αυτές αφορούν από τη μια τις σχέσεις με Ρωσία και Κίνα, όπου μια μερίδα του εγχώριου κεφαλαίου επιζητεί ισχυρότερους δεσμούς επιδιώκοντας να διαδραματίσει ακόμα και το ρόλο «γέφυρας». Από την άλλη, μερίδες του κεφαλαίου επιδιώκουν να παίξουν το ρόλο της εμπροσθοφυλακής του «ατλαντικού» στρατοπέδου στην ευρύτερη περιοχή, ρόλος που δυνητικά έρχεται σε αντιπαράθεση με τους σχεδιασμούς Ρωσίας και Κίνας, λ.χ., για το ζήτημα της πολιτικής του «νέου δρόμου του μεταξιού». Αφορούν επίσης τις σχέσεις με τους πόλους στο εσωτερικό του ΝΑΤΟϊκού στρατοπέδου, ειδικότερα με την προαναφερθείσα αντιπαράθεση ΗΠΑ-Γερμανίας.

Στο εσωτερικό των κομμάτων διεξάγεται μια οξυμένη διαπάλη σχετικά με τη στάση που κρατούν απέναντι σ’ αυτές τις αντιπαραθέσεις. Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυνάμεις που είναι εγγύτερα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία κυριαρχούν. Το ΚΑ έχει ιδιαίτερους δεσμούς με τη γερμανική και γενικότερα την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Πρόκειται για αντιθέσεις που διαπερνούν όχι μόνο τα κόμματα, αλλά και τα ΜΜΕ.

Δ) Η ανάγκη του πολιτικού προσωπικού της παλιάς σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, που δε «χωράει» στο ΣΥΡΙΖΑ, να διαδραματίσει ενεργό πολιτικό ρόλο.

Η μεγάλη υποχώρηση του ΠΑΣΟΚ και η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυρίαρχο πόλο της Σ/Δ, το 2012, σε βάρος των υπόλοιπων διεκδικητών (κυρίως της ΔΗΜΑΡ) συνοδεύτηκε από ταχεία συσπείρωση στους κόλπους του ΣΥΡΙΖΑ τόσο λαϊκών δυνάμεων όσο και πολιτικού προσωπικού.

Ωστόσο, για προφανείς λόγους που σχετίζονται και με την ανάγκη δυνατότητας εγκλωβισμού λαϊκών συνειδήσεων, ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ δομήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, από νέα, «άφθαρτα» στελέχη.

Έτσι, σημαντικός αριθμός στελεχών του πάλαι ποτέ ΠΑΣΟΚ βρέθηκαν έξω από τον κύριο κορμό της Σ/Δ. Η ανάγκη αυτού του τμήματος του πολιτικού προσωπικού για διασφάλιση της πολιτικής του επιβίωσης αποτελεί μια επιπρόσθετη αιτία συγκρότησης του νέου πολιτικού σχηματισμού, του ΚΑ.

 

ΒΑΣΙΚΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΟΥ «ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ» ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Επικεντρώνουμε στις προγραμματικές θέσεις του ΚΑ γύρω από τα ζητήματα της οικονομίας. Ειδικότερα, εξετάζουμε τους βασικούς άξονες, τη θέση του για την ανάπτυξη, τη θέση του για τους μισθούς και τη δημοσιονομική πολιτική. Κεντρικός στόχος του κειμένου είναι να αναδείξει τη στρατηγική σύμπλευση του ΚΑ με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα και να αναδείξει πως το οικονομικό πρόγραμμα του ΚΑ δεν έχει φιλολαϊκό περιεχόμενο.

 

ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ.
ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ «ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ» ΩΣ ΒΑΣΗΣ

Το ΚΑ δεν πρωτοτυπεί σε σχέση με τα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Υιοθετεί ως κεντρική κατεύθυνση την ανάγκη της λεγόμενης παραγωγικής ανασυγκρότησης και την αλλαγή του λεγόμενου παραγωγικού μοντέλου. «Η παραγωγική ανασυγκρότηση αποτελεί τη μοναδική αξιόπιστη απάντηση στην κρίση, αλλά ταυτόχρονα όρο επιβίωσης του έθνους μας και προϋπόθεση βιώσιμης και αυξανόμενης ευημερίας. Το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας πρέπει να βασίζεται κυρίως στις επενδύσεις και τις εξαγωγές, μέσω της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών».

Αναδεικνύει την «παραγωγική ανασυγκρότηση» ως απάντηση στην κρίση, που οφείλεται «στις αντινομίες και τις ανισορροπίες που χαρακτήριζαν το μεταπολεμικό και μεταπολιτευτικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας, της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνίας μας».

Παράλληλα, προσπαθεί να εμφανίσει τη λεγόμενη παραγωγική ανασυγκρότηση ως εργαλείο με το οποίο επιτυγχάνεται ο στόχος της ευημερίας των εργαζόμενων. «Η παραγωγική ανασυγκρότηση είναι το μέσο για την επίτευξη των στόχων μας, δηλαδή την εκ νέου ανάταξη του εισοδηματικού επιπέδου και την ευημερία της μικρομεσαίας τάξης με οικονομικά βιώσιμο τρόπο, την αύξηση των ευκαιριών κοινωνικής προόδου και των προοπτικών για τους νέους, την κοινωνική δικαιοσύνη, την προστασία και υποστήριξη των αδυνάμων. Την ανάκτηση της οικονομικής κυριαρχίας, την ισχυροποίηση της χώρας μας στο γεωπολιτικό της περιβάλλον, την αποκατάσταση της εθνικής υπερηφάνειας, της εθνικής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας μας, στο πλαίσιο που διαμορφώνεται από τη συμμετοχή μας στην ΕΕ, αλλά και των συνθηκών που αντιμετωπίζουμε στο ζήτημα της εθνικής ασφάλειας».

Σε κλαδικό επίπεδο, υιοθετεί τους βασικούς προσανατολισμούς για τους κλάδους που ιεραρχεί η αστική τάξη, προσπαθώντας να εξειδικεύσει και να «ιεραρχήσει» ελαφρώς διαφορετικά. Στο πρόγραμμα αναφέρεται: «Πολλές μελέτες, τόσο πριν όσο και στη διάρκεια της κρίσης, έδειξαν ότι η χώρα μας διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα σε συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής (τουρισμός, αγροδιατροφικός τομέας, logistics, συγκεκριμένοι βιομηχανικοί κλάδοι κ.ά.). Όμως, οι ίδιες μελέτες επισημαίνουν επίσης ότι σε συγκεκριμένους υπο-κλάδους αυτών των κλάδων η χώρα μας δεν είναι ανταγωνιστική, ενώ σε υπο-κλάδους άλλων κλάδων υπάρχουν niche markets στις οποίες η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα».

Δεν είναι τυχαίο πως η θέση για «παραγωγική ανασυγκρότηση» εμφανίζεται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στις θέσεις όλων των αστικών κομμάτων. Στην ουσία αποτυπώνει την οικονομική πραγματικότητα: Πως η καπιταλιστική ανάπτυξη, στις δεδομένες συνθήκες, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με τους όρους των προηγούμενων δεκαετιών και απαιτούνται αλλαγές στους κλάδους προτεραιότητας, στον τρόπο διαχείρισης και ελέγχου των επενδύσεων, ιδιωτικοποιήσεις, μείωση του μεριδίου του κοινωνικού πλούτου που καταναλώνουν οι εργαζόμενοι κ.ά. Η καπιταλιστική κρίση ανέδειξε πιο καθαρά αυτές τις αναγκαιότητες που έχει σήμερα το κεφάλαιο. Πρόκειται για αναγκαιότητες που υπήρχαν και προ κρίσης, με την τελευταία να αξιοποιείται για την επιτάχυνση προώθησης μεταρρυθμίσεων που λύνουν αυτές τις αναγκαιότητες.

Πρόκειται για στόχους και απαιτήσεις που καταγράφουν όλες οι ενώσεις των καπιταλιστών –με διαφοροποιήσεις φυσικά που σχετίζονται με τα ειδικά συμφέροντα της καθεμίας– ΕΕΕ, ΕΕΤ, ΣΕΒ, ακόμα και ο ΣΤΕΑΤ κ.ά. Αν εξετάσει κανείς τις αναλύσεις και τις εκθέσεις, προεξάρχουσας της έκθεσης της McKinsey για το ΣΕΒ, αλλά ακόμα και άλλες παλιότερες προ κρίσης, θα δει τις ίδιες απαιτήσεις. Τα Μνημόνια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εξειδίκευση και επιτάχυνση τέτοιων αλλαγών.

 

  1. Η χρήση του όρου «παραγωγική ανασυγκρότηση» έχει, ευθύς εξαρχής, επιθετικό χαρακτήρα, απολογητικό για τον καπιταλισμό. Ουσιαστικά η παραγωγική ανασυγκρότηση παραπέμπει, άμεσα ή έμμεσα, στην αντίληψη πως το πρόβλημα της χώρας σχετιζόταν με το είδος της παραγωγής, πως είχε απωλέσει την παραγωγική της βάση και ο λόγος της κρίσης και της κατάρρευσης του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων ήταν αυτός.

Η θέση αυτή συγκαλύπτει τη πραγματικότητα.

Είναι λαθεμένη, καθώς στη βιομηχανία εντάσσονται μια σειρά άλλοι κλάδοι που η αστική στατιστική εντάσσει στις λεγόμενες υπηρεσίες. Πριν την κρίση, η διάρθρωση της παραγωγής στους τρεις μεγάλους τομείς στην Ελλάδα δεν ήταν ριζικά διαφορετική σε σύγκριση με άλλες σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες.

Φυσικά, αυτό δεν αναιρεί την ύπαρξη διαρθρωτικών προβλημάτων του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτά τα προβλήματα όμως δε συνιστούν «παθογένειες» που εξηγούν την κρίση και την αντιλαϊκή επίθεση. Πραγματική παθογένεια του καπιταλισμού γενικά, και του ελληνικού ειδικότερα, είναι η εκμεταλλευτική του φύση, η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την κυριαρχία του κεφαλαίου, η ανάγκη του κεφαλαίου για διασφάλιση ικανοποιητικής κερδοφορίας, παράγοντες που οδηγούν στην εκδήλωση κρίσεων, στην ανεργία, στη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση των εργαζόμενων, στην αδυναμία κάλυψης των αναγκών των εργαζόμενων, παρά τις τεράστιες δυνατότητες της εποχής.

Παραπέρα, η θέση αυτή αποκρύπτει πως η όποια κλαδική διάρθρωση δεν «προέκυψε» από κάποια αμέλεια. Η εγχώρια αστική τάξη προβληματίστηκε για την κατεύθυνση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και, με κριτήριο το ποσοστό κέρδους, προχώρησε σε συγκεκριμένες επιλογές, τόσο από τη σκοπιά των επενδύσεων των ομίλων όσο και από τη σκοπιά της κρατικής πολιτικής, που οδήγησαν στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι συγκεκριμένες επιλογές έγιναν με κριτήριο την καπιταλιστική κερδοφορία και ήταν πολύ πετυχημένες με γνώμονα αυτό το κριτήριο.

Το βασικότερο όμως «πρόβλημα» αυτής της θεώρησης είναι πως αναγορεύει σε αιτία της κρίσης και της επίθεσης στα δικαιώματα των εργαζόμενων την «έλλειψη παραγωγής» και το λάθος «παραγωγικό μοντέλο». Η θεώρηση είναι απλή και στη βάση της αναπαράγει την αλήστου μνήμης ρήση: «Όλοι μαζί τα φάγαμε». Παραπέμπει στη θέση πως η οικονομία την περίοδο πριν την κρίση ήταν οικονομία «κατανάλωσης», πως ήταν μια οικονομική φούσκα που έπρεπε να σπάσει. Αναγορεύει ουσιαστικά την κρίση σε «παθογένειες» της οικονομίας που τώρα επιβάλλεται να διορθωθούν.

Με τον τρόπο αυτό, η αναφορά στη «στρεβλή ανάπτυξη» συγκαλύπτει την εκμεταλλευτική φύση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την τεράστια κερδοφορία των μονοπωλίων την προηγούμενη περίοδο, τη συσσώρευση κερδών, την πραγματική αιτία της κρίσης.

 

  1. Η ανάπτυξη ως «εργαλείο» για την επίτευξη κοινωνικών στόχων «ευημερίας» είναι δεύτερος βασικός πυλώνας της οικονομικής πρότασης του ΚΑ.

Εδώ αναπαράγεται η γνωστή θέση πως η ανάπτυξη, αν γίνει με το «μοντέλο ΚΑ», μπορεί να έχει φιλολαϊκό πρόσημο.

Η θέση αυτή είναι σκόπιμα λαθεμένη και προπαγανδιστική. Συγκαλύπτει πως η καπιταλιστική ανάπτυξη απαιτεί όξυνση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, μείωση του μεριδίου του κοινωνικού πλούτου που καταλήγει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στους εργαζόμενους ως βασικό μηχανισμό ανάσχεσης της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Η καπιταλιστική ανάπτυξη απαιτεί φθηνή εργατική δύναμη, χαμηλές εργοδοτικές εισφορές, κρατικά πακέτα χρηματοδότησης των ομίλων. Γι’ αυτό και η καπιταλιστική ανάπτυξη όχι μόνο δεν μπορεί να ανασχέσει την αντιλαϊκή επίθεση, αλλά αντίθετα είναι δεμένη άρρηκτα με αυτήν.

Η θέση αυτή, που αναπαράγεται σε όλα τα αστικά κόμματα, είναι δεμένη με την προηγούμενη, την εμφάνιση του στρεβλού παραγωγικού μοντέλου ως υπαίτιου για την κρίση. Τελικός στόχος της θέσης είναι η συστράτευση των εργαζόμενων κάτω από τη σημαία της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

 

  1. Τρίτο σημείο είναι η εμφάνιση του νέου παραγωγικού μοντέλου, που θα βασίζεται στις εξαγωγές και στις επενδύσεις, ως η λύση για τα προβλήματα των εργαζόμενων.

Και αυτή η θέση του ΚΑ είναι κοινή με όλα τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, εκφράζοντας τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, και αρκεί να θυμίσουμε την αντίστοιχη θέση που βρίσκεται στη μελέτη του ΣΕΒ για την οικονομία.

Πρώτον, τα κεφάλαια που επενδύονται, γενικά, αποτελούν συσσώρευση κερδών των καπιταλιστών. Έτσι, η εσωτερική αύξηση των επενδύσεων σε τελευταία ανάλυση προϋποθέτει αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, επιτάχυνση της συσσώρευσης του κεφαλαίου και ένταση της εκμετάλλευσης. Την ίδια στιγμή, η αύξηση των επενδύσεων δεν αποτελεί λύση για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αντίθετα, η κρίση έρχεται ως αποτέλεσμα της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και η αύξηση των επενδύσεων μεταφράζεται σε επιτάχυνση του βηματισμού προς την εκδήλωση νέας κρίσης.

Παράλληλα, η αύξηση των επενδύσεων εμφανίζεται και ως σύνεση, ως αποστροφή από τον καταναλωτισμό του παρελθόντος που αποτέλεσε και το πρόβλημα.

Δεν είναι τυχαίο πως σε κάθε ιστορική περίοδο όπου η καπιταλιστική συσσώρευση χρειαζόταν μια τόνωση γίνεται η ίδια αναφορά, στην ανάγκη ελάττωσης της «φαύλης» κατανάλωσης.

 

ΨΑΛΙΔΑ ΜΙΣΘΟΥ - ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

Κεντρικό επιχείρημα και του ΚΑ είναι πως αντιτίθεται στη μείωση των μισθών. Αναφέρει χαρακτηριστικά στο πρόγραμμά του:

«Το εύλογο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι αν μετά τη βίαιη προσαρμογή του μισθολογικού κόστους, που έχει συντελεστεί τα τελευταία οκτώ χρόνια, υφίσταται η βασική προϋπόθεση για μια βιώσιμη ανάπτυξη. Η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε πολύ χαμηλά επίπεδα, που προκύπτει από τη μείωση των μισθών, δεν καθιστά μια χώρα απαραιτήτως ανταγωνιστική».

Η εύκολη κριτική που μπορεί να ασκήσει κανείς στο ΚΑ είναι πως ΔΕΝ αντιτίθεται γενικά στη μείωση των μισθών, και σίγουρα όχι στην ήδη συντελεσμένη.

Οι λέξεις έχουν πάντα τη σημασία τους... Το προγραμματικό κείμενο ουσιαστικά αναφέρει πως η μείωση των μισθών δεν αρκεί, προσθέτοντας τη λέξη «απαραιτήτως» στη συσχέτιση ανταγωνιστικότητας και μισθών. Το ΚΑ ουσιαστικά ΔΕΝ αντιτίθεται στη μείωση του μισθού ως εργαλείου, απλά επισημαίνει πως η μείωση του μισθού δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην επιθυμητή επίτευξη του στόχου της ανταγωνιστικότητας.

Ωστόσο, η αντίφαση που βλέπει το ΚΑ στη σχέση μισθού-παραγωγικότητας διαφοροποιείται από μια νεο-κεϊνσιανή οπτική που θα εστίαζε στην ανάγκη τόνωσης της ζήτησης ως προϋπόθεσης για την προώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, προσεγγίζοντας πλέον περισσότερο την οπτική της ΝΔ. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Η αποτελεσματικότητα στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών επηρεάζεται από το επίπεδο της τεχνογνωσίας, την έρευνα και καινοτομία, την οργάνωση των θεσμών, τη λειτουργία των αγορών, την ποιότητα της γραφειοκρατίας και της δημόσιας διοίκησης, το επίπεδο διαφθοράς, την ορθή εφαρμογή των νόμων και, συνολικότερα, την ποιότητα των θεσμών και το επιχειρηματικό περιβάλλον. Μόνο όταν η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητάς της, μπορεί να επιτυγχάνεται βελτίωση της ανταγωνιστικότητας με ταυτόχρονη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, υπό την προϋπόθεση της δίκαιης διανομής του αυξανόμενου προϊόντος, της βιώσιμης ανάπτυξης».

Αλλού, στο σημείο των θετικών στόχων του, αναφέρει για το περιεχόμενο της αμοιβής της εργασίας στο αναπτυξιακό μοντέλο: «Ανάπτυξη που θα δημιουργεί νέες και ποιοτικές θέσεις εργασίας με αμοιβή που θα σέβεται τον εργαζόμενο, θα είναι ανάλογη της αποδοτικότητας και του έργου του και θα του εξασφαλίζει ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο. Αναγκαία προϋπόθεση για να αντιμετωπιστούν τα χρόνια κοινωνικά προβλήματα που προκάλεσε η παρατεταμένη οικονομική κρίση».

Ουσιαστικά το ΚΑ επισημαίνει πως το θετικό σενάριο είναι να επιτυγχάνεται η ανταγωνιστικότητα με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, μαζί με την ανάγκη πολιτικής βούλησης για διανομή του αυξανόμενου πλούτου.

Η ανάλυση αυτή είναι συνεπής με τη συνολική πρότασή του. Η τελευταία περιστρέφεται κυρίως στην ανάγκη αύξησης των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών ως λύση για την εγχώρια οικονομία. Έτσι, η τόνωση της εγχώριας κατανάλωσης έχει μικρότερη σημασία σε σχέση με παλιότερες θέσεις του ΠΑΣΟΚ.

Τελικά, το ΚΑ ως λύση προτείνει την προώθηση μεταρρυθμίσεων που θα εξασφαλίσουν την πολυπόθητη αύξηση της παραγωγικότητας: «Στην κατεύθυνση αυτή, η βαρύτητα της πολιτικής παρέμβασης πρέπει να δοθεί στην αλλαγή του κράτους, τη λειτουργία των εποπτικών μηχανισμών στην αγορά και στη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου του επιχειρηματικού περιβάλλοντος με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και όχι την εξαθλίωση της αμοιβής των εργαζομένων. Όσο γρηγορότερη είναι η στροφή της παραγωγικής βάσης της οικονομίας προς τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες τόσο μειώνεται η ανάγκη για μείωση των μισθών, ενώ, ταυτόχρονα, αυξάνεται η απασχόληση συνολικά στην οικονομία».

Σημειώνουμε τη σύμπτωση των θέσεων του ΚΑ για το επόμενο διάστημα με τις απαιτήσεις της εγχώριας αστικής τάξης, ειδικά του ΣΕΒ, αλλά και των λεγόμενων δεσμεύσεων που προωθούν οι δανειστές, για παράδειγμα, σχετικά με την ανάγκη αλλαγής στον τρόπο αδειοδότησης των επιχειρήσεων.

Η κεντρική θέση του για το ζήτημα των μισθών κινείται στον άξονα πως η αύξηση του πλούτου μπορεί, υπό συνθήκες, να οδηγήσει σε νέες θέσεις εργασίας και αυξημένους μισθούς που θα ανατάξουν τους μικρομεσαίους, να δώσει ευκαιρίες και προοπτική για πρόοδο.

Όταν έρχεται στο διά ταύτα, το ΚΑ αναμασά τη θέση πως η ανάπτυξη, με τον ενεργό ρυθμιστικό ρόλο του κράτους, θα αντιμετωπίσει τις ακρότητες των μνημονίων και θα εξασφαλίσει αξιοπρεπείς μισθούς: «Επιδιώκουμε με ενεργητικό τρόπο την εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την αύξηση των βιώσιμων θέσεων εργασίας στη χώρα, το δικαίωμα των εργαζομένων και την υποχρέωση των επιχειρήσεων για αξιοπρεπείς συνθήκες, όρους και αμοιβές εργασίας και τη βελτίωση των εισοδημάτων όλων των συμμετεχόντων στην παραγωγική διαδικασία με βάση την παραγωγικότητά τους, την αύξηση της διεθνώς ανταγωνιστικής παραγωγής, καθώς και την ανάγκη για ενίσχυση της εγχώριας αποταμίευσης [...] Στα χρόνια των Μνημονίων το θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας υπέστη πλήθος παρεμβάσεων και οι εργασιακές σχέσεις έχουν υποστεί σημαντικό πλήγμα [...] Οι παρεμβάσεις αυτές οδήγησαν σε σημαντική μείωση των μισθών και αύξηση των μορφών όχι απλά της ευέλικτης, αλλά και της επισφαλούς απασχόλησης. Στην περίοδο μετά τα Μνημόνια αυτό που απαιτείται είναι να διορθωθούν [...] οι ακραίες ρυθμίσεις και στρεβλώσεις που λειτουργούν εις βάρος των εργαζομένων».

Φυσικά, ο «διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες» και, όταν έρχεται η ώρα των συγκεκριμένων προτάσεων, οι θέσεις του ΚΑ και η ευθυγράμμισή του με τις απαιτήσεις του κεφαλαίου αποκαλύπτονται πλήρως. Μέσα στις συγκεκριμένες προτάσεις του περιλαμβάνει την «αναγκαιότητα μείωσης του μη μισθολογικού κόστους», την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, την «παραμονή στο εργατικό δυναμικό ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας», την προώθηση του κοινωνικού εταιρισμού και, μέσα από αυτόν, την αλλαγή στο ζήτημα του κατώτερου μισθού «το επίπεδο του οποίου πρέπει αφενός να αναθεωρηθεί και αφετέρου να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης αποκλειστικά μεταξύ των θεσμικών κοινωνικών εταίρων».

 

Κριτική στις θέσεις του «Κινήματος Αλλαγής» για τους μισθούς

1. Σοφόν το ασαφές... Πουθενά δε γίνεται μια σαφής αναφορά στα επίπεδα των μισθών και στο τι πρέπει να διορθωθεί. Χρησιμοποιούνται διάφοροι χαρακτηρισμοί, όπως «αξιοπρεπείς» μισθοί, διόρθωση των «ακραίων» ρυθμίσεων, «αναθεώρηση» του επιπέδου του κατώτατου μισθού κ.ά., χωρίς ποτέ να καθίσταται σαφές το τι εννοείται. Αποφεύγεται έτσι οποιαδήποτε αναφορά στις απώλειες της περιόδου της κρίσης και στην ανάγκη ανάκτησής τους, όπως και στην κάλυψη των αναγκών των εργαζόμενων.

 

2. Η αύξηση των μισθών των εργαζομένων προβλέπεται να επέλθει περισσότερο ως υποχρέωση των επιχειρήσεων, λόγω του ενεργού ρόλου του κράτους. Το ΚΑ ωστόσο δεν διευκρινίζει πώς και γιατί οι επιχειρήσεις θα υποχρεωθούν να αυξήσουν τους μισθούς των εργαζόμενων. Συσκοτίζει το γεγονός πως καμιά κρατική ρύθμιση δεν μπορεί να επιβάλει στο κεφάλαιο να επενδύσει, αν δε διασφαλίζει ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.

Τελικά, η θεώρηση αυτή αναποδογυρίζει τη σχέση οικονομίας-πολιτικής και κυρίως τη φύση της εξουσίας στον καπιταλισμό, που εκφράζει την ιδιοκτησία στο κεφάλαιο. Το αστικό κράτος δεν μπορεί να επιλέξει υψηλούς μισθούς, γιατί η καπιταλιστική κερδοφορία αντιβαίνει την αύξηση των μισθών. Το αστικό κράτος δεν είναι ένα πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ συμφερόντων διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Είναι η οργανωμένη βία της αστικής τάξης.

 

3. Κυρίως, όμως, η λογική της δυνατότητας μιας ανάπτυξης όπου η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων συμβαδίζει με υψηλούς μισθούς είναι βαθιά αποπροσανατολιστική, αποτελεί πολιτική απάτη.

Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δίνει ένα ορισμένο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση, σε έναν όμιλο ή σε ένα κράτος. Όμως, αυτό το πρόσθετο κέρδος έχει ημερομηνία λήξης, γιατί η τεχνική καινοτομία διαχέεται σε ολόκληρη την κοινωνία και οι όροι ανταγωνισμού εξισώνονται. Μάλιστα, καθώς η καινοτομία στηρίζεται σε νέες επενδύσεις, όταν το πρόσθετο κέρδος λόγω καινοτομίας εκλείψει, το συνολικό ποσοστό κέρδους που επιτυγχάνει το κεφάλαιο μειώνεται.

Στην πραγματικότητα, η καινοτομία δε λύνει το ζήτημα της κερδοφορίας του κεφαλαίου, γιατί τελικά την καινοτομία την εφαρμόζουν όλοι. Για παράδειγμα, ηλεκτρονικό εμπόριο έχει και η Ελλάδα, έχουν και οι βαλκανικές χώρες. Γι’ αυτό και η υιοθέτησή του δεν μπορεί να αυξήσει την κερδοφορία του κεφαλαίου στην Ελλάδα σε σχέση με τις βαλκανικές χώρες. Γι’ αυτό και ο διαχρονικός τρόπος διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου είναι η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η πολιτική που με διάφορους τρόπους διασφαλίζει μεγαλύτερο κέρδος για το κεφάλαιο, με φθηνή εργατική δύναμη, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, αύξηση του χρόνου εργασίας, μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους» κ.ά. Γι’ αυτό και η πολιτική αυτή εφαρμόζεται στην ΕΕ και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και μάλιστα από κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατικής κοπής. Η μόνιμη τάση του καπιταλισμού για σχετική εξαθλίωση των εργαζόμενων, για αμοιβή τους με ένα ολοένα και μικρότερο κομμάτι του παραγόμενου πλούτου, είναι διαχρονική και χαρακτηρίζει κάθε περίοδο του καπιταλισμού.

 

4. Η θέση πως οι νέες θέσεις εργασίας σε καινοτόμους τομείς μπορούν να λύσουν τα προβλήματα των εργαζόμενων είναι παραπλανητική. Πρόκειται για εξειδίκευση και επεξήγηση του μηχανισμού με τον οποίο θα υλοποιηθεί η γενική θέση του ΚΑ για προστασία και ανάταξη του εισοδήματος των μικρομεσαίων στρωμάτων, και για αντανάκλαση της οικονομικής θέσης πως η αυξημένη παραγωγικότητα είναι η μαγική λύση στο επίπεδο των μισθών.

Φυσικά, θέσεις εργασίας σε σύγχρονους τομείς συνοδεύονται από υψηλότερους μισθούς σε σχέση με παραδοσιακούς τομείς, κυρίως γιατί οι σύγχρονοι τομείς απαιτούν, γενικά, περισσότερο ειδικευμένο προσωπικό και το κόστος εκπαίδευσης –και επανεκπαίδευσης– πρέπει να αντισταθμίζεται στο μισθό, που περιλαμβάνει το σύνολο των δαπανών για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και σε ιστορικό, διαγενεακό πλαίσιο.

Ωστόσο, οι σημερινές συνθήκες αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου διαφοροποιούν την κατάσταση σε σχέση με μερικές δεκαετίες νωρίτερα και η μεταφορά, σε σύγχρονες συνθήκες, της πραγματικότητας προηγούμενων δεκαετιών, όπου οι εκπαιδευμένοι μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι πετύχαιναν ένα ουσιωδώς ανώτερο επίπεδο ζωής σε σχέση με την πλειοψηφία των εργαζόμενων, είναι μηχανιστική, είναι λαθεμένη και τελικά τελείως αποπροσανατολιστική.

Ο λόγος είναι διπλός:

Πρώτον, οι παραχωρήσεις του κεφαλαίου εκείνη την περίοδο –τόσο οι γενικές προς την εργατική τάξη όσο και οι επαυξημένες προς ορισμένα λαϊκά στρώματα όπως τα προαναφερθέντα– προέκυψαν από τη σύμπραξη μιας σειράς ειδικών ιστορικών συνθηκών. Η παραγωγικότητα στη Δ. Ευρώπη και στις ΗΠΑ εκείνη την περίοδο ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την παραγωγικότητα στον υπόλοιπο κόσμο και οι όμιλοι κατέγραφαν τεράστια κερδοφορία. Είχαν την οικονομική δυνατότητα να παραχωρήσουν ένα κομμάτι από αυτή στα λαϊκά στρώματα. Παράλληλα, η ανάγκη απόκρουσης της –ιδεολογικής και όχι μόνο– επιρροής του Σοσιαλισμού, καθώς και το μαζικό εργατικό κίνημα που πίεζε, δημιούργησαν μια πολιτική αναγκαιότητα παραχωρήσεων. Ο συνδυασμός των δύο οδήγησε στις χρυσές δεκαετίες της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, στις οποίες οι εργαζόμενοι, παρά τη συνεχιζόμενη κι εντεινόμενη εκμετάλλευσή τους από το κεφάλαιο, γνώρισαν βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου. Ορισμένες κατηγορίες των εργαζόμενων, και γενικότερα του λαού, για διάφορους λόγους, είδαν μεγαλύτερη βελτίωση. Έτσι, οι υψηλόμισθοι μισθωτοί και οι αυτοαπασχολούμενοι των μεγάλων εισοδημάτων, σε τελευταία ανάλυση, αντανακλούν αυτήν την οικονομική πραγματικότητα. Σήμερα εκλείπουν και οι δύο λόγοι. Η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει μεν άνιση, όμως το χάσμα έχει αμβλυνθεί· η κερδοφορία του κεφαλαίου έχει μειωθεί στη Δ. Ευρώπη και στις ΗΠΑ, και σε Δ. Ευρώπη και ΗΠΑ η πολιτική της ανταγωνιστικότητας μεταφράζεται σε φθηνή εργατική δύναμη. Παράλληλα, η ανατροπή του σοσιαλισμού και η υποχώρηση του κινήματος έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου εξασθενεί τόσο η οικονομική δυνατότητα παραχωρήσεων από το κεφάλαιο όσο και η σκοπιμότητα.

Παρακάτω, η ανάπτυξη του καπιταλισμού έχει μειώσει δραστικά τις δαπάνες αναπαραγωγής της σύνθετης ειδικευμένης εργασίας, με πολλούς τρόπους. Η διάχυση σε ολόκληρο τον κόσμο της τεχνικής γνώσης σημαίνει πως παράγονται ειδικευμένοι εργαζόμενοι σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης. Η τυποποίηση διαδικασιών έχει μειώσει το απαιτούμενο εύρος εξειδίκευσης που πρέπει να έχουν οι εργαζόμενοι σε πολλούς τομείς.

Τέλος, η σύνθετη εργασία, λόγω των τεχνολογικών αλλαγών, τόσο στο επίπεδο της κάθε είδους τηλε-εργασίας (είτε με τη μορφή τηλεμισθωτής εργασίας είτε με τη μορφή της αυτοτελοποίησης πλευρών της παραγωγής και τη μεταφορά τους αλλού) όσο και λόγω της επέκτασης της τεχνικής σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν είναι αναγκαίο να εκτελείται στην ακριβή Ευρώπη.

Με απλά λόγια, μια επιχείρηση πληροφορικής στην Ελλάδα θα αντιμετωπίσει ανταγωνισμό από μια επιχείρηση στην Ινδία, με το 1/3 του εργατικού κόστους. Ένας πληροφορικάριος θα βρει απέναντι του τον πληροφορικάριο από την Ινδία.

Πρόκειται φυσικά για τάσεις που, ενώ δεν εξαφανίζουν τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των μισθών σε διάφορους κλάδους, μειώνουν γενικά την έκταση τόσο του αριθμού των υψηλόμισθων μισθωτών όσο και της εισοδηματικής ψαλίδας ανάμεσα στους υψηλόμισθους μισθωτούς και στους υπόλοιπους.

Έτσι, το κεντρικό επιχείρημα πως η καινοτόμος ανάπτυξη μπορεί να εγγυηθεί αυξημένους μισθούς για τους μικρομεσαίους είναι παραπλανητικό.

 

5. Οι προτάσεις του ΚΑ για το ζήτημα των μισθών όχι απλά δε σταματούν την επίθεση στους εργαζόμενους, αλλά, αντίθετα, υλοποιούν τη νέα φάση της.

Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους αναφέρεται ουσιαστικά στη νέα επίθεση στα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζόμενων με μείωση των εργοδοτικών εισφορών. Στο οικονομικό επίπεδο πρόκειται για νέα φάση μείωσης του μισθού. Πρόκειται για το «σκληρό πυρήνα» των προτάσεων του ΣΕΒ για την επόμενη μέρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Αντίστοιχα, η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών και τον ορίων συνταξιοδότησης σε επίπεδο οικονομίας εκφράζει ένα νέο γύρο διασφάλισης φθηνότερης εργατικής δύναμης.

Η αύξηση της συμμετοχής της γυναίκας στην εργασία σημαίνει, με όρους καπιταλιστικής παραγωγής, πως η συντήρηση της γυναίκας απαιτεί πλέον να εκχωρεί υπεραξία στο κεφάλαιο, αυξάνοντας έτσι το συνολικό βαθμό εκμετάλλευσης. Παράλληλα, η ίδια διαδικασία ρίχνει και το μισθό του άνδρα, που πλέον δεν απαιτείται να έχει ύψος για να συντηρεί ολόκληρη την οικογένεια. Ο βαθμός εκμετάλλευσης αυξάνει ακόμα περισσότερο. Αυτή η οικονομική πραγματικότητα φυσικά δεν αποτελεί ηθική κρίση και σίγουρα δεν αναιρεί τις θετικές κοινωνικές επιπτώσεις που έχει η συμμετοχή της γυναίκας στην αγορά εργασίας και η σχετική οικονομική ανεξαρτησία της από τον άνδρα.

Η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης επίσης μεταφράζεται σε αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης. Η συνολική καταβαλλόμενη σύνταξη μειώνεται διπλά, τόσο λόγω μείωσης των ετών συνταξιοδότησης μέχρι το προσδόκιμο επιβίωσης όσο και λόγω υποχώρησης του προσδόκιμου επιβίωσης λόγω αύξησης του εργάσιμου βίου. Καθώς η σύνταξη, ή τουλάχιστον το λεγόμενο αναδιανεμητικό της κομμάτι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μεταχρονολογημένος μισθός εργασίας, η μείωση της σύνταξης μεταφράζεται σε μείωση του μισθού. Παράλληλα, ο επιπλέον εργάσιμος χρόνος μεταφράζεται σε αυξημένη υπεραξία που απομυζά το κεφάλαιο από τον εργαζόμενο.

Για το λόγο αυτό, οι προτάσεις «βελτίωσης» του ΚΑ βρίσκονται –σχεδόν όμοιες– σε όλα τα κείμενα της ΕΕ που εστιάζουν στην ανάγκη αύξησης του ενεργού πληθυσμού ως βασικού μηχανισμού για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και παράλληλα αφορούν και μόνιμες προτάσεις των εργοδοτικών φορέων για την επόμενη περίοδο.

 

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ - ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ

Το ΚΑ υιοθετεί ως κεντρικό στόχο τη δημοσιονομική σταθερότητα, τονίζοντας πως δεν το κάνει «από άποψη αρχών, αλλά ως απόρροια του υψηλού δημόσιου χρέους και των αναγκών εξυπηρέτησής του, καθώς και του εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου της αποταμίευσης στη χώρα μας».

Για το ύψος του χρέους, ασκεί κριτική στο ύψος των δημοσιονομικών στόχων χαρακτηρίζοντάς τους ως «υπερφιλόδοξους»: «Η χώρα πρέπει να διεκδικήσει την ελάφρυνση του χρέους, έναντι δεσμεύσεων για συνέχιση και ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων. Η ελάφρυνση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα πρέπει να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα της μείωσης των υπερ-φιλόδοξων στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων από 3,5% του ΑΕΠ στο 2% του ΑΕΠ. Οι δεσμεύσεις για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός ταμειακού αποθέματος θα προσδώσουν πρόσθετη αξιοπιστία στο εγχείρημα εξόδου στις αγορές».

Ο στόχος της δημοσιονομικής σταθερότητας αφορά τη διασφάλιση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου το ερχόμενο διάστημα. Η δε κριτική στην κυβέρνηση για τους «υπερφιλόδοξους» στόχους πρωτογενών πλεονασμάτων είναι ως ένα βαθμό υποκριτική, αφού δε δεσμεύεται για αλλαγή τους και περιορίζεται στην ανάγκη νέας διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς.

Το ΚΑ δεσμεύεται πως θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις που προωθούνται, προβάλλοντας το γνωστό επιχείρημα πως είναι απαραίτητες τόσο για δημοσιονομικούς λόγους όσο και για λόγους διαχείρισης του χρέους.

Πέρα από την κριτική που ασκεί στην κυβέρνηση σχετικά με το ύψος των πλεονασμάτων, ασκεί κριτική για το γενικότερο μίγμα για την κυβερνητική πολιτική δαπανών, θεωρώντας το κράτος «σπάταλο»: «...Υπάρχουν ακόμα περιθώρια για μείωση των λειτουργικών δαπανών του κράτους και εξορθολογισμό των λειτουργιών ... Οι δαπάνες στο πεδίο των μισθών και άλλων απολαβών των δημοσίων υπαλλήλων πρέπει να συνδεθούν με τα αποτελέσματα της αξιολόγησής τους, ενώ πρέπει να υπάρξει μέριμνα για τη μεταφορά πόρων από τις καταναλωτικές δαπάνες του κράτους στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων [...] που [...] μπορούν να έχουν σημαντικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα με επωφελείς επιπτώσεις στην αύξηση της απασχόλησης».

Στο ζήτημα των δαπανών, η κριτική του ΚΑ προσεγγίζει την αντίστοιχη της ΝΔ. Ειδικότερα, κάνει λόγο για ανάγκη περιορισμού των κρατικών δαπανών και υιοθετεί τη θέση για αξιολόγηση των δημόσιων υπαλλήλων και σύνδεση των μισθών με αυτήν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η θέση για μετατόπιση δαπανών στο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων από άλλους τομείς των κρατικών δαπανών, με το επιχείρημα του «πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος του ΠΔΕ». Πρέπει να σημειώσουμε πως είναι ίσως ένα από τα λίγα κεϊνσιανά επιχειρήματα του ΚΑ.

Ο βασικός άξονας παρεμβάσεών του στον τομέα της φορολογίας περιλαμβάνει την εφαρμογή της φορολογικής λογικής «πρώτα φορολογείς την κατανάλωση, μετά τα εισοδήματα και στο τέλος την παραγωγή που δημιουργεί εισοδήματα και ενισχύει τη ζήτηση».

Προκρίνει τους έμμεσους φόρους έναντι των άμεσων, που ακουμπάνε περισσότερο τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενώ υιοθετεί και θέσεις πως θα είναι διαλλακτικότερο στη φορολόγηση των «μεσαίων» στρωμάτων.

Στην πραγματικότητα, το φορολογικό του πλαίσιο έχει σαφές ταξικό αντιλαϊκό πρόσημο. Οι όποιες φοροελαφρύνσεις θα αφορούν το μεγάλο κεφάλαιο, και ειδικότερα το κεφάλαιο με εξαγωγικό προσανατολισμό. Πρόκειται για μια αντανάκλαση και στο επίπεδο της φορολογίας του γενικότερου οικονομικού προσανατολισμού που έχει το ΚΑ.

Σε γενικές γραμμές, το δημοσιονομικό πρόγραμμα του ΚΑ αποδέχεται εξολοκλήρου το στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας και τα πλεονάσματα για την εξυπηρέτηση του χρέους, όπως προσδιορίστηκαν από τα μνημόνια και τη συμφωνία με την ΕΕ, ασκώντας κριτική για ορισμένους όρους αποπληρωμής του. Υπόσχεται παροχές προς το μεγάλο κεφάλαιο, με φορολογικές ελαφρύνσεις για τους εξαγωγικούς κλάδους και ενίσχυση του ΠΔΕ.

Αναπαράγει τη γνωστή φιλολογία-καλλιέργεια κοινωνικού αυτοματισμού για δημόσιους υπάλληλους που υπεραμείβονται και προωθεί την αντιδραστική «φόρμουλα» της σύνδεσης μισθού και αξιολόγησης. Παράλληλα, στον τομέα της διάρθρωσης των κρατικών δαπανών, τοποθετείται υπέρ του κατασκευαστικού τομέα και σε βάρος άλλων.

Οι θέσεις του ΚΑ αναπαράγουν τη θέση για τη φοροδιαφυγή ως μήτρα του κακού, προσπαθώντας όμως να «χαϊδέψουν» λίγο και τα λαϊκά στρώματα που έχουν σηκώσει το βάρος της φορολογίας: «Η Ελλάδα είχε ένα σαθρό φορολογικό σύστημα που άφηνε τεράστια περιθώρια για φοροδιαφυγή, με αποτέλεσμα τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ να απέχουν σημαντικά από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ. Στα χρόνια των Μνημονίων, αλλά ιδιαίτερα μετά το 2015, η φορολογική επιβάρυνση αυξήθηκε απότομα σε όλες τις κατηγορίες φόρων. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της νόμιμης φοροαποφυγής, το φορολογικό βάρος έπεσε δυσανάλογα στους ώμους συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού».

Έτσι, όταν έρχεται στο διά ταύτα, αναφέρεται γενικόλογα στην ανάγκη «σταδιακής μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης [...] που θα πρέπει να είναι δημοσιονομικά ουδέτερη και να βασιστεί στο δημοσιονομικό χώρο που θα προκύψει από τη μεγέθυνση της οικονομίας, τη μείωση της κρατικής σπατάλης και τη διαπραγμάτευση για το χρέος».

 

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΑΛΗ ΣΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ «ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ»

Οι βασικές προγραμματικές κατευθύνσεις του ΚΑ αποτελούν με διαβαθμίσεις την κοινή συνισταμένη του αστικού διπολισμού σήμερα. Επίσημα η κοινή διακηρυγμένη επιδίωξη είναι να γίνει η «κεντροαριστερά» ο «τρίτος πόλος» απέναντι σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, στο εσωτερικό του ΚΑ εμφανίζονται ορισμένες σοβαρές διαφοροποιήσεις, που αντανακλούν τις βαθύτερες ενδοαστικές αντιθέσεις και έχουν μεγαλύτερο βάθος απ’ ό,τι βγαίνει στην επιφάνεια. Η όξυνση των αντιπαραθέσεων οδήγησαν τελικά στην αποχώρηση του ΠΟΤΑΜΙού από το ΚΑ.

Βασικό σημείο των αντιπαραθέσεων είναι το ζήτημα της κυβερνητικής συνεργασίας, και κυρίως η οριοθέτηση του νέου φορέα απέναντι στη ΝΔ και στο ΣΥΡΙΖΑ σε συνθήκες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, τελικά η στάση απέναντι στο ενδεχόμενο συμμετοχής σε μια συγκυβέρνηση, είτε υπό τη ΝΔ είτε με το ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση, όλοι μιλούν για την αναγκαιότητα επίτευξης πολιτικής σταθερότητας για να προχωρήσει η καπιταλιστική ανάκαμψη, δίνοντας όμως ο καθένας τη δική του εκδοχή για το πώς θα επιτευχθεί.

Εμφανίζονται τρεις βασικές τάσεις που διαπερνούν όλα τα κόμματα-συνιστώσες «οριζοντίως και καθέτως» με διαβαθμίσεις.

Η πρώτη είναι πιο ανοιχτή στο ενδεχόμενο κυβερνητικής συνεργασίας ή σύγκλισης με το ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαφοροποιήσεις εκφράζονται για το αν θα προχωρήσει άμεσα και πριν τις εκλογές ή μετά τη διενέργεια των εκλογών. Πιο θετικοί σε αυτό το ενδεχόμενο εμφανίζονται οι Γ. Παπανδρέου - Γ. Ραγκούσης.

Αξιοσημείωτη είναι η πρόσφατη δήλωση του Γ. Παπανδρέου που, προσπαθώντας να παρέμβει στην υποβόσκουσα διαπάλη, έκανε λόγο για αξιοποίηση της «ψήφου ανοχής» σε ένα ενδεχόμενο δίλημμα υποστήριξης μιας κυβέρνησης και όχι απαραίτητα «ψήφο εμπιστοσύνης». Στην ίδια κατεύθυνση, προώθησης της συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ, ήταν η πρωτοβουλία του Γ. Ραγκούση να οργανώσει εκδήλωση στις 6 Μάη με θέμα: «Το μέλλον της προοδευτικής παράταξης», με την παρουσία πρωτοκλασάτων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, της ΔΗΜΑΡ και του ΚΑ.

Μέσα σε όλα αυτά, αποκτάει ξεχωριστή σημασία η δήλωση του πρόεδρου της ευρωομάδας των «Σοσιαλιστών και Σοσιαλδημοκρατών» Ο. Μπούλμαν, ο οποίος κάλεσε τα «προοδευτικά πολιτικά κόμματα» στην Ελλάδα να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Επιπλέον, δήλωσε ότι «δε βλέπω καμία βελτίωση εάν η διακυβέρνηση της χώρας αναληφθεί από τη Νέα Δημοκρατία, η οποία έχει μεγάλη ευθύνη για τη βύθιση της χώρας στο χάος».

Η άλλη βασική τάση ουσιαστικά προωθεί και στηρίζει την προσέγγιση και τη σύγκλιση με τη ΝΔ, με προμετωπίδα το κοινό μέτωπο για να ηττηθεί η «καταστροφική» κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Κύριος εκφραστής αυτής της τάσης είναι ο Ευάγγ. Βενιζέλος, ο οποίος όλο και πιο συχνά εμφανίζεται να διαφοροποιείται δημόσια από τη Φ. Γεννηματά. Ωστόσο και αυτή η τάση δεν μπορεί να εκδηλώσει καθαρά την «προτίμησή» της προς τη ΝΔ, αφού κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε την επιρροή της. Σε αυτήν την τάση οι αντίπαλοί της απαντούν με όξυνση της αντιδεξιάς (ιδιαίτερα για τη διακυβέρνηση Κ. Καραμανλή) και αντινεοφιλελεύθερης ρητορικής, επικεντρώνουν την κριτική στην ηγεσία Κ. Μητσοτάκη, για να «ξυπνήσουν» αντι-ΝΔ σύνδρομα στη βάση του ΠΑΣΟΚ.

Χαρακτηριστική είναι η ανοιχτή κριτική του Ευάγγ. Βενιζέλου για την πρωτοβουλία που ανέλαβε το ΚΑ για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, εκδηλώνοντας τη διαφωνία του, αφού διέβλεπε ότι αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν όχημα για προσέγγιση με το ΣΥΡΙΖΑ. Ο ίδιος επί της ουσίας επιμένει στο κοινό μέτωπο με τη ΝΔ. Ο Ευάγγ. Βενιζέλος έχει ήδη συγκροτήσει δική του κίνηση, με τη μορφή ομίλου - «δεξαμενής σκέψης», που ονομάζεται «Κύκλος Ιδεών».

Στο έδαφος αυτών των διεργασιών εμφανίζεται η «επίσημη» θέση, που μιλά για ισχυρό ΚΑ που θα βάλει τη σφραγίδα στις εξελίξεις, και προσπαθεί να οριοθετηθεί απέναντι σε ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ. Στις ανακοινώσεις κρατείται κριτική στάση τόσο απέναντι στην κυβέρνηση όσο και απέναντι στη ΝΔ. Ουσιαστικά θέτει ζήτημα εκλογών ώστε να αποτυπωθεί ο νέος συσχετισμός και με νέους όρους να καθοριστούν οι προϋποθέσεις μιας ενδεχόμενης κυβερνητικής συνεργασίας. Πάντως πρόκειται για μια αντιφατική και σύνθετη πορεία. Πρέπει να σημειώσουμε, ωστόσο, πως τα βασικά σημεία του προγράμματος του ΚΑ προσεγγίζουν περισσότερο τη ΝΔ, όπως η κριτική στα υπερβολικά πλεονάσματα, η τοποθέτηση για φοροελαφρύνσεις, η στάση απέναντι στην αξιολόγηση των δημόσιων υπαλλήλων, η έλλειψη αναφοράς στη ζήτηση ως παράγοντα ανάπτυξης, οι κλαδικές προτεραιότητες κ.ά.

Είναι σαφές πως διεξάγεται μια διαπάλη σχετικά με τον προσανατολισμό και τη στήριξη που θα παράσχει το ΚΑ στη μία ή στην άλλη κυβερνητική λύση. Σ’ αυτήν τη διαπάλη οι δυνάμεις που πρόσκεινται περισσότερο στη Γερμανία, επικεφαλής των οποίων είναι ο Ευάγγ. Βενιζέλος, τοποθετούνται με την προώθηση της στήριξης της ΝΔ, ενώ από την άλλη οι δυνάμεις που πρόσκεινται περισσότερο στις ΗΠΑ, επικεφαλής των οποίων είναι η ομάδα Γ. Παπανδρέου, στηρίζουν αναφανδόν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Αξίζει να παρακολουθήσει κανείς τη στάση που θα έχει το ΚΑ μετά από την πρόσφατη αποπομπή του Ν. Κοτζιά από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

 

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το ΚΑ αποτελεί μια εφεδρεία του αστικού πολιτικού συστήματος που μπορεί να αξιοποιηθεί για την οικοδόμηση κυβέρνησης συνεργασίας, ανάλογα με το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών. Πρόκειται για μια απόπειρα επανασυσπείρωσης τμημάτων του ΠΑΣΟΚ που δεν απορροφήθηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ, «εμπλουτισμένα» με το κομμάτι της
ΔΗΜΑΡ που δεν κινήθηκε προς το ΣΥΡΙΖΑ, και με άλλες μικρότερες ομάδες.

Το οικονομικό πρόγραμμα του ΚΑ ευθυγραμμίζεται απολύτως με τις ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης της επόμενης περιόδου. Υιοθετεί τόσο τους κλαδικούς στόχους ανάπτυξης όσο και την αναγκαιότητα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα εγγυώνται την κερδοφορία των ομίλων. Σ’ αυτό το πλαίσιο κινούνται τόσο οι γενικότερες προτάσεις του όσο και οι ειδικότερες. Υιοθετεί τη γραμμή επίθεσης στα εργατικά, λαϊκά εισοδήματα, προτείνοντας μείωση του μη μισθολογικού κόστους, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν ανάγκη οι μονοπωλιακοί όμιλοι, φοροαπαλλαγές και νέες επιδοτήσεις προς το μεγάλο κεφάλαιο.

Κοινωνικοταξικά έρχεται να εκφράσει κυρίως εργατικά και λαϊκά τμήματα που δε βρίσκονται σε κατάσταση εξαθλίωσης και αδυνατούν να εκφραστούν πολιτικά μέσα από τη ΝΔ για ιστορικούς ίσως λόγους. Δεν είναι τυχαίο πως συνδικαλιστικά έχει σημαντική ισχύ (ως ΠΑΣΟΚ) σε χώρους όπου συσπειρώνονται τέτοια τμήματα.

Η οικονομική πολιτική γραμμή ευθυγραμμίζεται πολύ περισσότερο με τη ΝΔ σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ. Κάνει ευθέως λόγο για μειώσεις μισθών και μείωση των δαπανών στο Δημόσιο. Στο επίπεδο της φορολογίας προκρίνει μια φορολογική πολιτική όπου τα πρωτεία θα έχουν οι έμμεσοι φόροι στην κατανάλωση και κάνει λόγο για ανάγκη σταδιακής μείωσης της φορολογίας, για να ανακουφιστεί η καπιταλιστική επιχείρηση.

Στο εσωτερικό του εκφράζεται έντονα η διαμάχη –και η αντανάκλασή της στην εγχώρια αστική τάξη– μεταξύ ΗΠΑ-Γερμανίας. Η διαπάλη είναι ιδιαίτερα έντονη και επιδρά ευθέως στις κυβερνητικές συμμαχίες που θα αναπτύξει το ΚΑ, με τους «γερμανόφιλους» να τάσσονται υπέρ της ΝΔ και τους «αμερικανόφιλους» υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.

Η πιθανότητα συσπείρωσης μεγάλου όγκου λαϊκών δυνάμεων στο ΚΑ είναι χαμηλή, αν και δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε την ιστορική συνέχεια του ΠΑΣΟΚ και των οργανωμένων δυνάμεων που συσπειρώνει.

Η τεκμηριωμένη κριτική μας απέναντι στις θέσεις του ΚΑ έχει σημασία για τον απεγκλωβισμό από την αστική στρατηγική δυνάμεων από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Η ολοκληρωμένη παρέμβαση του ΚΚΕ για την αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού βρίσκεται στον αντίποδα της προσπάθειας της αστικής τάξης να διαμορφώσει όρους σταθερών κυβερνήσεων συνεργασίας, που θα προωθούν ανεμπόδιστα την αντιλαϊκή πολιτική τα επόμενα χρόνια. Γι’ αυτό και η κριτική μας δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στα μικρότερα πολιτικά στηρίγματα της εξουσίας του κεφαλαίου, όπως το ΚΑ.