Οι εξελίξεις στα Τμήματα, τις σπουδές και τους αντίστοιχους κλάδους επιδρούν άμεσα στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, καθώς διαμορφώνουν ένα πλαίσιο εντός του οποίου, με σημαντική την παρέμβαση διοικήσεων, μελών ΔΕΠ και πολιτικών δυνάμεων, οι φοιτητές προσλαμβάνουν και ερμηνεύουν και τις γενικές εξελίξεις, συνδέοντάς τες με τον καθοριστικό για τη διαμόρφωση της ταξικής τους συνείδησης προβληματισμό για τις προοπτικές τους ως απόφοιτοι. Έτσι, ο προβληματισμός γύρω από ζητήματα όπως η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας γίνεται στο πλαίσιο αυτό, που επιδρά συνολικότερα.
Αυτή η διαπάλη αποτελεί προνομιακό πεδίο παρέμβασης για τις δυνάμεις του Κόμματος και της ΚΝΕ, προσφέρεται για να αναδειχτεί η ανωτερότητα και η ρεαλιστικότητα της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ ως μοναδικής απάντησης στα αδιέξοδα που βιώνει το μεγαλύτερο μέρος των φοιτητών, τους προβληματισμούς που τους ταλανίζουν. Ταυτόχρονα, η ανάλυση των εξελίξεων υπό το φως της πολιτικής μας πρότασης δίνει τη δυνατότητα να τροφοδοτηθούν με σύγχρονο περιεχόμενο οι διεκδικήσεις του κινήματος ως προς τα συγκεκριμένα ζητήματα, να αναπτυχθούν συλλογικές διεκδικήσεις, να δυναμώσει το ΜΑΣ.
ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΠΟΥΔΩΝ
Το τελευταίο διάστημα έχει επανέλθει στο προσκήνιο η συζήτηση για το θέμα των επαγγελματικών δικαιωμάτων11.
Σε συνθήκες καπιταλισμού, αυτό που επιδιώκεται μέσω των αλλαγών στα προγράμματα σπουδών δεν αφορά μόνο την αντικειμενικά προκύπτουσα ανάγκη τροποποιήσεων ώστε τα προγράμματα σπουδών να παρακολουθούν τις εξελίξεις κάθε επιστημονικού αντικειμένου, με αποτέλεσμα να αλλάζει το περιεχόμενο μαθημάτων, να προκύπτει η ανάγκη για προσθαφαιρέσεις μαθημάτων ή ενοτήτων που πιθανά ανταποκρίνονται σε (αντίστοιχα) νέες, ξεπερασμένες ή αναθεωρημένες γνώσεις, εξελίξεις στο επιστημονικό αντικείμενο.
Η γενική επιδίωξη είναι να προσαρμόζεται ολοένα και περισσότερο το περιεχόμενο σπουδών στο έδαφος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στα δεδομένα της αγοράς, την ώρα που προχωρά η περαιτέρω αποσύνδεση του πτυχίου από το επάγγελμα.
Ιδιαίτερα μετά από την εκδήλωση της καπιταλιστικής κρίσης, επιταχύνεται η στρατηγική στόχευση του κεφαλαίου να εξασφαλίσει καταρχήν ένα εργατικό και επιστημονικό δυναμικό που θα μπορεί να το περιφέρει από κλάδο σε κλάδο και από χώρα σε χώρα, προκειμένου να ενισχύει κάθε φορά τομείς με υψηλές δυνατότητες κερδοφορίας. Στη στόχευση αυτή απαντά και ο στόχος της κινητικότητας, της δυνατότητας δηλαδή γρήγορης προσαρμογής των εργαζόμενων σε νέα εργασιακά περιβάλλοντα, αποκτώντας εξίσου γρήγορα τα ιδιαίτερα προσόντα που απαιτούνται κάθε φορά. Σε επίπεδο Προγραμμάτων Σπουδών (ΠΣ), αυτή η στόχευση αποτυπώνεται σήμερα στη γενική κατεύθυνση για περαιτέρω απομάκρυνση από το ζητούμενο της παροχής σφαιρικής επιστημονικής γνώσης (κάτι, βέβαια, που ούτε και στα παλιότερα προγράμματα ίσχυε, εξ ου και δεν είμαστε υπερασπιστές τους) και αντικατάστασή της από δεξιότητες που κυρίως επιβάλλει η εισαγωγή της τεχνολογίας στην καπιταλιστική παραγωγή.
Ουσιαστικά το ζήτημα αφορά εν τέλει την προετοιμασία της αυριανής επιστημονικά ειδικευμένης εργατικής δύναμης, πάνω στον κεντρικό άξονα: Τι μαθαίνει και με τι όρους εντάσσεται στην εργασιακή διαδικασία.
Εξ ου και ως βασική προτεραιότητα τίθεται η «ευελιξία» των αυριανών επιστημόνων απέναντι στα όσα επιτάσσει η αναζήτηση επαγγελματικής διαδρομής στο πλαίσιο της αναδιαμορφούμενης καπιταλιστικής «αγοράς εργασίας». Σε αυτήν την κατεύθυνση προχωρούν και οι στοχευμένες παρεμβάσεις στα προγράμματα σπουδών. Αυτό είναι και το περιεχόμενο της προσπάθειας καλύτερης προσαρμογής των προγραμμάτων σπουδών στο ελληνικό Σύστημα Πιστωτικών Μονάδων και την αντιστοίχησή του με το ευρωπαϊκό ECTS (European Credit Transfe-rand Accumulation System), με στόχο τη διευκόλυνση της κινητικότητας φοιτητών, ερευνητών, αποφοίτων, ώστε να αξιοποιείται ενιαία και πιο αποτελεσματικά το επιστημονικό δυναμικό της ΕΕ για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς της απέναντι σε άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης του ατομικού «φακέλου προσόντων» (έστω κι αν προς το παρόν δεν έχει ακόμα υλοποιηθεί το «Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων»), η προσμέτρηση πιστωτικών μονάδων από διαφορετικού τύπου σπουδές ανοίγει το δρόμο για μεγαλύτερης έντασης αποδόμηση των συγκροτημένων προγραμμάτων σπουδών στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Διαμορφώνεται έτσι το περιβάλλον για τη μεγαλύτερη και ταχύτερη περιπλάνηση των φοιτητών από πρόγραμμα σε πρόγραμμα, από κατάρτιση σε κατάρτιση.
Το θέμα προσφέρεται για να δουλέψουμε με άξονα την πρότασή μας για την Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση, το πανεπιστήμιο στην εργατική εξουσία. Κι αυτό γιατί στον πυρήνα του βρίσκεται η σχέση σπουδών-εργασίας, το ζήτημα της πρόσβασης στο επάγγελμα.
Παρότι η πρόταση των Τμημάτων (βλ. υποσημείωση 2) είναι πολύ ευρεία ώστε να αποφευχθεί μια συζήτηση του τύπου «γιατί αυτό κι όχι εκείνο», χρειάζεται να επισημανθεί ότι για την άσκηση των περισσότερων εκ των αναφερόμενων επαγγελμάτων δεν αρκεί το πτυχίο: Π.χ. η άσκηση του επαγγέλματος του εκπαιδευτικού σχετίζεται με το πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας (που σε κανένα πρόγραμμα σπουδών δε θεωρείται δεδομένο για όλους), του ενεργειακού επιθεωρητή με το αντίστοιχο πιστοποιητικό (που αποκτάται μετά από σεμινάρια), για την Ιατρική Φυσική το αντίστοιχο μεταπτυχιακό κ.ο.κ.
Δηλαδή, μέσα και από το μηχανισμό των επαγγελματικών δικαιωμάτων, έρχεται να ενισχυθεί η αγορά της λεγόμενης μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στο έδαφος της αποσύνδεσης πτυχίου - επαγγέλματος. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το θέμα επανήλθε με το νόμο για την ανώτατη εκπαίδευση τον Αύγουστο του 2017, επικαιροποιώντας τις προβλέψεις του νόμου της Διαμαντοπούλου επί ΠΑΣΟΚ (2011).
Την ώρα που τίθεται ζήτημα ενιαίου καθορισμού των επαγγελματικών δικαιωμάτων για όλους τους αποφοίτους Τμημάτων Φυσικής, οι απόφοιτοι αυτοί θα έχουν ολοκληρώσει διαφορετικά προγράμματα σπουδών μεταξύ τους, αφού τα 5 Τμήματα δεν έχουν κοινό ΠΣ. Επιπλέον, δεδομένων και των αλλαγών στη διάρθρωση των σπουδών και των ΠΣ, δύσκολα θα υπερβαίνει το 20% το ποσοστό των αποφοίτων μιας χρονιάς από το εκάστοτε Τμήμα που θα έχουν πάρει τα ίδια μαθήματα. Αν σε αυτό προστεθεί το γεγονός ότι η εξατομίκευση επεκτείνεται και πέραν των προπτυχιακών σπουδών (είτε αυτό αφορά τα μεταπτυχιακά, που ενισχύονται, είτε τις πάσης φύσεως καταρτίσεις), με τα αποτελέσματα όλων αυτών να αποτιμώνται σε ECTS, τότε αναδεικνύεται και η ουσία της συζήτησης για τον πυρήνα των ζητημάτων που τίθενται και με το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου.
Στο έδαφος της πιεστικής ανεργίας, αλλά και της διαφοροποίησης στην αναπτυξιακή προοπτική των διάφορων κλάδων, τόσο στην καμπή της κρίσης όσο και σε φάση ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας (που επιδρούν στη συζήτηση περί κινητικότητας), ο απόφοιτος εξωθείται σε ένα διαρκές κυνήγι «προσόντων» και δεξιοτήτων, ώστε να διεκδικήσει με σχετικά καλύτερους όρους μια θέση εργασίας έναντι του «ανταγωνισμού», δηλαδή των υπόλοιπων αποφοίτων. Δεδομένου ότι παράλληλα βαθαίνει η κατηγοριοποίηση ιδρυμάτων, σχολών και αποφοίτων, η κατάσταση αυτή εξωθεί στη συμπίεση δικαιωμάτων και –δεδομένου και του επιπέδου του κινήματος– απαιτήσεων προς τα κάτω και, σε κάθε περίπτωση, πολύ πίσω από τις αντικειμενικά προσδιοριζόμενες σύγχρονες ανάγκες.
Εξάλλου, την ίδια περίοδο, η συζήτηση για επαγγελματικά δικαιώματα που γίνεται και σε Τμήματα ΤΕΙ και πολυτεχνικών σχολών αφορά σε μεγάλο βαθμό αντίστοιχα αντικείμενα.
Υπό την έννοια αυτή, στην παρέμβασή μας μπορούμε να θέσουμε και το κεντρικό ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων. Να βάλουμε δηλαδή το ζήτημα όχι μόνο της πρόσβασης στο επάγγελμα, αλλά και των όρων εργασίας, «σπάζοντας» έτσι και το συντεχνιασμό που συχνά εμφιλοχωρεί στη συζήτηση περί επαγγελματικών δικαιωμάτων. Να συζητήσουμε για την ανάγκη κατοχύρωσης βασικών, αλλά και προωθημένων δικαιωμάτων και διεκδικήσεων, το ζήτημα του μισθού, των ειδικοτήτων, της πολυδιάσπασης σχέσεων εργασίας, ιδιαίτερες πλευρές που αφορούν τη γυναίκα εργαζόμενη κ.ά. Από τη σκοπιά αυτή μπορούμε πιο ολοκληρωμένα και αποδεικτικά να θέσουμε τη συζήτηση στις πραγματικές της διαστάσεις. Να δείξουμε ότι προϋπόθεση για τη διεκδίκηση και κατοχύρωση κατακτήσεων δεν είναι η δήθεν διασφάλιση της πρόσβασης στο επάγγελμα μέσω της κατοχύρωσης επαγγελματικών δικαιωμάτων, γιατί κάτι τέτοιο δεν απαντά ούτε στο πώς θα βρει δουλειά ο απόφοιτος, ούτε στο με τι όρους θα δουλέψει. Να δείξουμε ότι αυτό που χρειάζεται είναι η οργανωμένη και ταξικά προσανατολισμένη σύγκρουση με το κεφάλαιο, την εργοδοσία, την πολιτική του αστικού κράτους, τις στοχεύσεις των κυβερνήσεων και των διακρατικών ιμπεριαλιστικών ενώσεων. Να θέσουμε στο επίκεντρο το ζήτημα των σύγχρονων αναγκών, του δρόμου για τη διεκδίκηση της ικανοποίησής τους.
Η συζήτηση για τα προγράμματα σπουδών και τα επαγγελματικά δικαιώματα αποτελεί γόνιμο έδαφος για αποτελεσματική διαφωτιστική και προπαγανδιστική δουλειά σε συνδυασμό με τις αναφορές του Προγράμματος του ΚΚΕ για τις τάσεις στον ελληνικό καπιταλισμό, αλλά και των κλαδικών στοχεύσεων του κεντρικού σχεδιασμού στο σοσιαλισμό.
Αυτή η συζήτηση γίνεται από τη σκοπιά της απευθείας σύνδεσης σπουδών-δουλειάς, με κατοχύρωση όχι μόνο της τυπικής πρόσβασης στο επάγγελμα, αλλά και διασφάλιση της δουλειάς στο αντικείμενο σπουδών. Μια προοπτική που μπορεί να προκύψει μόνο στο έδαφος της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και του κεντρικού πανεθνικού σχεδιασμού της οικονομίας, όχι απλώς ως δυνατότητα, αλλά ως αναγκαιότητα για την επίτευξη των στόχων της εργατικής εξουσίας. Έτσι, σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η απάντηση στη σημερινή «αγωνία» του φοιτητή να βρει δουλειά με καλούς όρους στο αντικείμενο των σπουδών του αποτελεί υποχρέωση του εργατικού κράτους.
Ως προς τα προγράμματα σπουδών, αντικείμενο διαπάλης δεν είναι το αν χρειάζεται διαρκής εκσυγχρονισμός τους ώστε να παρακολουθούν τις εξελίξεις στην επιστήμη και (αλληλένδετα) την οικονομία, αλλά το γεγονός ότι στις σημερινές συνθήκες αυτό οδηγεί σε πρόδηλα προβλήματα και αντιφάσεις, δεδομένου και του πλαισίου που θέτει ο ΕΧΑΕ και συνολικά η στρατηγική του κεφαλαίου για την ανώτατη εκπαίδευση.
Για παράδειγμα, η εντεινόμενη διαφοροποίηση των διάφορων τομέων της επιστήμης, που αποτελεί φυσική συνέπεια της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στις σημερινές συνθήκες απαντιέται με μια προσπάθεια να «χωρέσουν» περισσότερα πράγματα σ’ ένα μικρότερο και πιο ευέλικτο πρόγραμμα σπουδών, κάτι που άλλωστε φαίνεται και από τα όσα είδαμε στην ενότητα Γ: Συγχωνεύσεις βασικών μαθημάτων, ουσιαστικά «σπάσιμο» σε δύο επίπεδα (κάποια λίγα βασικά υποχρεωτικά μαθήματα στα 2 πρώτα έτη και στη συνέχεια μεγάλη διαφοροποίηση μέσω οριζόντια και κάθετα συνδεόμενων κύκλων μαθημάτων κι ελεύθερων επιλογών), μονομέρεια στον προσανατολισμό σε τομείς που συγκυριακά εμφανίζουν αυξημένο ενδιαφέρον και δυνατότητα προσέλκυσης πόρων στα Τμήματα κ.ά.
Τα αδιέξοδα που συνεπάγεται η αστική στρατηγική μπορούν να αναδειχτούν και αν θέσουμε στη συζήτηση και κάποιες άλλες πλευρές: Π.χ., ποια επιστημονική λογική υπαγορεύει ότι το α΄ μάθημα έχει μικρότερη σημασία για την ολοκληρωμένη εκπαίδευση ενός Φυσικού έναντι του β΄, ώστε να αποτιμώνται με διαφορετικό αριθμό πιστωτικών μονάδων; Ποια επιστημονική λογική υπαγορεύει να είναι η Γενική Σχετικότητα ουσιαστικά εξορισμένη από τα υποχρεωτικά για όλους μέρη των προγραμμάτων σπουδών; Πώς απαντιέται από τα προγράμματα σπουδών των Τμημάτων Φυσικής το ζήτημα της κατάκτησης ενιαίας αντίληψης για τους βασικούς νόμους που διέπουν την κίνηση της ύλης σε μακροσκοπικό και μικροσκοπικό επίπεδο, όταν τα αντικείμενα, π.χ., της Φυσικής Υψηλών Ενεργειών, της Φυσικής Στοιχειωδών Σωματίων και της Κοσμολογίας δεν τυγχάνουν ενιαίας αντιμετώπισης στα προγράμματα σπουδών, αλλά επιμερίζονται σε διαφορετικές ομάδες μαθημάτων, χωρίς να διασφαλίζεται ότι θα τα πάρουν όλοι οι φοιτητές, ενώ συχνά δεν υπάρχουν καθόλου;
Η λογική δόμησης των προγραμμάτων σπουδών στην αντίληψη του ΚΚΕ και στην πρόταση για την Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση βρίσκεται στην αντίπερα όχθη, καθώς εντάσσεται σε άλλο πλαίσιο και εξυπηρετεί άλλους σκοπούς, αφού στη βάση της βρίσκεται η αλλαγή τάξης στην εξουσία. Εκφράζει και την επιρροή της διαλεκτικής αντίληψης για τη φύση και τη γνώση.
Η πρόταση του ΚΚΕ για την Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση δίνει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στην απάντηση του αιτήματος για προγράμματα σπουδών που προσφέρουν όλη την απαιτούμενη για την άσκηση του επαγγέλματος γνώση στο πτυχίο. Μιλάμε για προγράμματα σπουδών που θα προσφέρουν βαθιά και ουσιαστική γνώση, στέρεα θεμελιωμένη στα βασικά πεδία της επιστήμης στα πρώτα έτη. Στη συνέχεια, οι σπουδές θα εμβαθύνουν στα επιμέρους πεδία, με άρση των επικαλύψεων τομέων και αντικειμένων. Θα είναι στενά δεμένες με την πρακτική, όχι μόνο μέσα από εργαστηριακές ασκήσεις, αλλά και με αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων σχετικών με την επαγγελματική δραστηριότητα, υποχρεωτική (-ες) περίοδο (-ους) πρακτικής άσκησης σε παραγωγικές μονάδες και ερευνητικές δομές κ.ά. Θα είναι υποχρεωτική η πτυχιακή εργασία με αντικείμενο που βρίσκεται στην αιχμή της επιστήμης και των αναγκών της οικονομίας, ώστε να αποτελεί ουσιαστική προετοιμασία του τελειόφοιτου για τα καθήκοντα που θα αναλάβει μετά από το πέρας των σπουδών του.
Σε αντιδιαστολή με τη σημερινή αναρχία της μεταλυκειακής αγοράς με τα παντός είδους μεταπτυχιακά, πιστοποιητικά, σεμινάρια και καταρτίσεις, σε συνθήκες εργατικής εξουσίας η περιοδική, συστηματική επιμόρφωση του αποφοίτου για τις νεότερες εξελίξεις στην επιστήμη και τις ανάγκες της εργασίας του θα βρίσκεται στην ευθύνη του εργατικού κράτους και θα παρέχεται χωρίς την επιβάρυνσή του, με όλες τις απαιτούμενες διευκολύνσεις.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ
Σημαντικός είναι ο αριθμός των φοιτητών στα Τμήματα Φυσικής που επιδεικνύουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ερευνητική προοπτική, διατηρώντας συχνά πολλές αυταπάτες, που καλλιεργούνται μέσα από πολλούς διαύλους στα ιδρύματα. Για να αξιοποιήσουμε σε θετική κατεύθυνση το γόνιμο πυρήνα της προβληματικής που αναπτύσσουν, χρειάζεται να αναδείξουμε τις συνέπειες που επιφέρει η στρατηγική του κεφαλαίου για την έρευνα τόσο στο ίδιο το περιεχόμενο και την ανάπτυξή της όσο και στους όρους δουλειάς και ζωής των νέων επιστημόνων που στρέφονται στην ερευνητική εργασία.
Η προώθηση της εμπορευματοποίησης της ερευνητικής δραστηριότητας και επιχειρηματικής λειτουργίας των φορέων της δημιουργεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους εργαζόμενους στην έρευνα, καθώς ο νέος ερευνητής αντικειμενικά προσαρμόζεται στις υπάρχουσες σχέσεις και στους στόχους της καπιταλιστικής έρευνας. Αυτή η οργανική σύνδεση είναι που επιτείνει την ανασφάλεια του επιστήμονα-ερευνητή, που επιδρά στους όρους και τις κατευθύνσεις της έρευνας, ενώ παράλληλα τίθεται συνεχώς υπό αμφισβήτηση η σταθερότητα στην εργασία.
Ο μηχανισμός που καθορίζει τους όρους δουλειάς και επιτείνει την εργασιακή ανασφάλεια για τους εργαζόμενους στην έρευνα είναι ο ίδιος που επιδρά καθοριστικά και στον προσανατολισμό της ερευνητικής εργασίας, αφού το περιεχόμενο και η συνέχεια της δουλειάς μιας ερευνητικής ομάδας, της έρευνας ενός επιστήμονα εξαρτάται από τα εκάστοτε διαθέσιμα προγράμματα χρηματοδότησης. Το γεγονός ότι η στρόφιγγα της χρηματοδότησης της έρευνας ανοιγοκλείνει σε συνάρτηση με το σχεδιασμό και τις αντιφάσεις που εμπερικλείει η καπιταλιστική ανάπτυξη φάνηκε ξεκάθαρα τα τελευταία χρόνια, που η λήξη πολλών προγραμμάτων οδήγησε χιλιάδες νέους επιστήμονες στην ανεργία.
Δεδομένου ότι ένα σημαντικό κομμάτι των ερευνητικών αντικειμένων στη Φυσική έχουν θεωρητικό χαρακτήρα και εμπίπτουν σε αυτό που συνήθως αποκαλείται «βασική» έρευνα, συχνά συναντώνται απόψεις περί αυτοτέλειας και αυταξίας της επιστημονικής γνώσης ή, σε άλλη εκδοχή, περί ταξικής ουδετερότητας της επιστήμης. Η αντίληψη αυτή συσκοτίζει τον εγγενώς κοινωνικό χαρακτήρα της επιστημονικής έρευνας και τον αντικειμενικά ταξικά προσδιορισμένο τρόπο οργάνωσής της και αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της.
Μια άλλη στρεβλή αντίληψη που συχνά εντοπίζεται είναι ότι η λεγόμενη «βασική» έρευνα παράγει «γνώση για τη γνώση» και άρα, υπό την έννοια αυτή, διέπεται από διαφορετικές λειτουργίες. Όμως, το γεγονός ότι πράγματι αποτελεί έρευνα «υποδομής» δεν αλλάζει διόλου την ουσία. Άλλωστε, δεν είναι το ερευνητικό αντικείμενο αυτό που καθορίζει το πλαίσιο και τις συνθήκες εργασίας όσων δουλεύουν στην έρευνα. Πέραν αυτού, όμως, χρειάζεται να τονιστεί ότι οι αστικές αναλύσεις επισημαίνουν ότι η λεγόμενη «βασική» έρευνα αποτελεί και υπόβαθρο για μελλοντικές εφαρμογές, καθώς τα ερευνητικά της αποτελέσματα μπορεί να έχουν «μελλοντικά υψηλή προστιθέμενη αξία», κάτι που ισχύει ακόμα για τις θεωρούμενες ως πιο αφηρημένες επιστημονικές περιοχές. Π.χ. η ανάπτυξη της κβαντομηχανικής έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των laser, από τα πειράματα και τα ευρήματα στο CERN αναδεικνύονται μια σειρά δυνατότητες ανάπτυξης εφαρμογών σε πολλούς τομείς κ.ά.
Συχνά καλούμαστε να αναμετρηθούμε με το ιδεολόγημα περί έρευνας και καινοτομίας ως μοχλών για την καπιταλιστική ανάπτυξη. Δεδομένα, έχει αντικειμενικό έδαφος η ανάγκη της καπιταλιστικής οικονομίας να επιτείνει την ενσωμάτωση της επιστημονικής γνώσης και της εξειδικευμένης τεχνολογίας στην παραγωγή και την οργάνωσή της, ώστε να αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας και να διερευνά τις προοπτικές νέων πεδίων κερδοφορίας. Άλλωστε, η επένδυση κεφαλαίων σε νέους τομείς είναι και αναγκαία συνέχεια της απαξίωσης κεφαλαίου που επιβάλλεται για το ξεπέρασμα της κρίσης. Η πλευρά αυτή εξηγεί και το αυξημένο ενδιαφέρον που δείχνει το κεφάλαιο διεθνώς για την έρευνα. Δεν είναι τυχαίο ότι βασικός άξονας των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΕ για την έρευνα είναι η λεγόμενη «έξυπνη εξειδίκευση», δηλαδή η προσαρμογή της ερευνητικής δραστηριότητας στις θεματικές περιοχές στις οποίες εστιάζει το ενδιαφέρον της η εκάστοτε αστική τάξη σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, με δεδομένη τη διάρθρωση και τις προοπτικές της κάθε οικονομίας.
Το κύριο και εδώ είναι ότι –στο σημερινό πλαίσιο– το επιστημονικό έργο, η ερευνητική παραγωγή που οδηγεί στην ανακάλυψη νέας γνώσης, πέρα από το σε ένα βαθμό αντικειμενικά προοδευτικό στοιχείο της επιστήμης, αναγκαστικά υποτάσσεται τελικά στις στοχεύσεις του κεφαλαίου. Έτσι, παρότι πράγματι, υπό άλλες συνθήκες, η αξιοποίηση της επιστημονικής γνώσης και της καινοτομίας για να αυξηθεί η παραγωγικότητα θα μπορούσε να συντελέσει στη βελτίωση των όρων ζωής της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, στον καπιταλισμό αξιοποιείται με γνώμονα την ενίσχυση των κερδών του κεφαλαίου. Συνακόλουθα, εξαιτίας της κεφαλαιοκρατικής αξιοποίησης της έρευνας και της καινοτομίας, μεγαλώνει αντί να μικραίνει η απόσταση μεταξύ του τι θα μπορούσε να απολαμβάνει και τι πραγματικά αντιμετωπίζει, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει και η σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης.
H χειραφέτηση της έρευνας από τα δεσμά του κεφαλαίου είναι το κλειδί για να αλλάξει τελείως η κατάσταση και σε αυτόν τον τομέα. Σε συνθήκες εργατικής εξουσίας, στο πλαίσιο μιας σχεδιοποιημένης οικονομίας, με τα μέσα, τις υποδομές και τους πόρους στα χέρια του λαού και την οργάνωση της παραγωγής, καθώς και της έρευνας, με γνώμονα την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, η σταθερή εργασία των εργαζόμενων στην έρευνα θα εξασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχεια του ερευνητικού έργου. Παράλληλα, η συγκέντρωση προσπαθειών και δυναμικού για την ολόπλευρη ενίσχυση της πρωτοπόρας ερευνητικής δραστηριότητας θα είναι επιτακτική ανάγκη ώστε με ταχείς ρυθμούς να ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο του λαού, να ενισχύεται η παραγωγική βάση της σοσιαλιστικής οικονομίας.
ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΓΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Σημαντικό κομμάτι των φοιτητών στα Τμήματα Φυσικής προβληματίζεται σε σχέση με το ζήτημα της φυγής στο εξωτερικό. Για να απαντήσουμε ουσιαστικά σε αυτούς τους προβληματισμούς χρειάζεται να εστιάσουμε στο ότι η προώθηση της κινητικότητας εντοπίζεται από τα αστικά επιτελεία ως ζήτημα κρίσιμο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ΕΕ σε σχέση με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, καθώς εκτιμάται ότι αποτελεί βασικό εργαλείο για τη γρήγορη ικανοποίηση των αναγκών του κεφαλαίου.
Η ΕΕ εδώ και χρόνια προωθεί την κινητικότητα, χρηματοδοτώντας με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ πληθώρα προγραμμάτων (Erasmus Tempus, Mundus και +, Leonardo, Marie Curie κ.ά.). Ήδη από το 1999, η Διακήρυξη της Μπολόνια θέτει την κινητικότητα ως βασικό ζητούμενο για τη διαμόρφωση του ΕΧΑΕ. Η Σύνοδος των υπουργών Παιδείας των χωρών της Μπολόνια στο Λονδίνο το 2007 έθεσε ως στόχο ότι τουλάχιστον το 20% όσων αποφοιτήσουν από τα πανεπιστήμια μέχρι το 2020 θα πρέπει να έχουν πραγματοποιήσει ένα μέρος των σπουδών τους στο εξωτερικό.
Η προώθηση της κινητικότητας συμβάλλει στη συγκέντρωση επιστημονικού δυναμικού όπου αναδύονται ευκαιρίες και δυνατότητες για το κεφάλαιο. Πρόκειται για μια από τις εκφράσεις της «ελευθερίας διακίνησης προσώπων» της Συνθήκης του Μάαστριχτ και αποτελεί όρο για τη βελτίωση στους δείκτες της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου.
Η εντεινόμενη σήμερα μετανάστευση επιστημονικού δυναμικού αναδεικνύει ότι η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, πρώτα και κύρια της εργατικής δύναμης –νομοτελειακή συνέπεια κάθε καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης– επιτείνεται όσο βαθαίνει η σήψη του καπιταλισμού. Ο ατομικός δρόμος της μετανάστευσης δεν μπορεί να δώσει τελεσίδικη απάντηση στις αγωνίες ενός νέου επιστήμονα, ενός φοιτητή Φυσικής που δε βλέπει προοπτική στη σημερινή Ελλάδα. Ο κύκλος της κρίσης συνεχώς ανοιγοκλείνει και η κρίση μπορεί να εκδηλώνεται ετεροχρονισμένα και με διαφορετική ένταση σε κάθε χώρα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ένταση της επίθεσης απέναντι στο λαό συνεχώς αυξάνεται παντού. Είναι ένας φαύλος κύκλος που δεν έχει τελειωμό, αν δεν ανατραπούν τα μονοπώλια και η εξουσία τους. Άλλωστε, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι πολύ συχνά επικρατεί μια στρεβλή άποψη για τις συνθήκες που καλείται να αντιμετωπίσει ένας νέος επιστήμονας που παίρνει την απόφαση να μεταναστεύσει.
Η εργατική εξουσία, έχοντας τα κλειδιά της οικονομίας στα χέρια της, μπορεί να κατανείμει μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό το σύνολο του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, ώστε να αξιοποιηθούν όλες οι δυνατότητες για την ικανοποίηση των συνεχώς διευρυνόμενων σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Αυτό που έχει ανάγκη ο λαός μας και αντιστοιχεί στις δυνατότητες που υπάρχουν είναι πανεπιστήμια και έρευνα που σχεδιασμένα υπηρετούν τις σύγχρονες διευρυμένες λαϊκές ανάγκες, την ανάπτυξη της επιστήμης.
Συζητώντας σε αυτό το πλαίσιο με ένα φοιτητή που έχει προβληματισμούς σχετικά με το ενδεχόμενο φυγής στο εξωτερικό, χωρίς φυσικά να «του κόβουμε τα πόδια», μπορούμε να χτίσουμε στη συνείδησή του τη γέφυρα εκείνη που θα του επιτρέψει να διατηρήσει παρακαταθήκη για τις δυσκολίες που θα κληθεί να αντιμετωπίσει αν τελικά το πάρει απόφαση, αλλά και για να μη γυρίσει με «κομμένα τα φτερά», αν κάποια στιγμή αναγκαστεί να το κάνει.
ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΔΙΑΠΑΛΗΣΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
Η ιδεολογική αντιπαράθεση ως προς το περιεχόμενο των σπουδών στη Φυσική παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες, καθώς συνήθως δεν καλούμαστε να αντιπαρατεθούμε με ανοιχτές αντικομμουνιστικές επιθέσεις, αλλά κατά κύριο λόγο ο αντίπαλος πλασάρει την ιδεολογία του περιβάλλοντάς την με το μανδύα της επιστημονικής αυθεντίας κι επιτίθεται εμμέσως στο μαρξισμό.
Συγγράμματα και διαλέξεις βρίθουν αντικειμενικοϊδεαλιστικών, νεοκαντιανών, νεοθετικιστικών, αγνωστικιστικών και άλλων τέτοιων, συχνά συγκεχυμένων, προσεγγίσεων, ενώ παράλληλα είτε απουσιάζει πλήρως η μαρξιστική θεώρηση είτε παρουσιάζεται διαστρεβλωμένη. Σε πολλές περιπτώσεις, η αντιπαράθεση με τις μαρξιστικές θέσεις δε γίνεται συνειδητά εκ μέρους του διδάσκοντα ή του συγγραφέα ενός επιστημονικού συγγράμματος, αλλά έρχεται ως αποτέλεσμα των αντιδραστικών θέσεων στις οποίες επεκτείνει τα επιστημονικά του συμπεράσματα ή των αδιεξόδων στα οποία τον οδηγεί η άγνοια της υλιστικής διαλεκτικής. Έτσι, όμως, συσκοτίζεται η διαφορά μεταξύ των επιτευγμάτων της επιστήμης και των ερμηνειών αυτών και, με προμετωπίδα τα πρώτα, προωθούνται αντιδραστικές και αντιεπιστημονικές αναλύσεις που δηλητηριάζουν το μυαλό των νέων επιστημόνων.
Είναι η εμφανής δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι δυνάμεις μας να αντιπαρατεθούν στις φιλοσοφικές προεκτάσεις και ερμηνείες που αφορούν ζητήματα κοσμολογίας («Big Bang», διαστολή κ.ά.), κβαντομηχανικής (απροσδιοριστία, «κατάλυση» της αιτιότητας κ.ά.). Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις, οι δυνάμεις μας δεν αισθάνονται την ανάγκη να αντιπαρατεθούν σε τέτοια, αλλά και άλλα ζητήματα, είτε γιατί δυσκολεύονται να τα εντοπίσουν είτε γιατί υποτιμάται η σημασία αυτής της αντιπαράθεσης.
Η θετική πείρα που υπάρχει από σειρά πρωτοβουλιών που έχουν αναπτυχθεί σε αυτήν την κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια μπορεί να αποτελέσει οδηγό για το πώς μπορούμε να δουλέψουμε σχετικές πλευρές.
Το σημαντικότερο είναι να συνειδητοποιηθεί σε βάθος η ανάγκη να εντάσσεται και αυτή η πλευρά της δραστηριότητας στην παρέμβασή μας, όχι ως κάτι «ξένο» και «παράπλευρο», αλλά ως ουσιαστικό στοιχείο, ως συνέχεια ή και προπομπός των άλλων πτυχών της πολιτικής μας παρέμβασης.
Στο δύσκολο αυτό καθήκον, η παρέμβαση των δυνάμεών μας μπορεί να αξιοποιήσει και τη σχετική αρθρογραφία12 στην ΚΟΜΕΠ, όπου έχουν ήδη δημοσιευτεί κείμενα που μπορούν να βοηθήσουν στην κατεύθυνση αυτή. Σημειώνουμε επίσης ότι το προσεχές διάστημα η σχετική αρθρογραφία στην ΚΟΜΕΠ θα ενισχυθεί.
Το ζήτημα, βεβαίως, άπτεται ευρύτερα της ενίσχυσης του ιδεολογικού επιπέδου των δυνάμεών μας, με ζητούμενο εν προκειμένω την εμβάθυνση στην κατανόηση της υλιστικής διαλεκτικής.
Άλλωστε η συζήτηση που κάνουμε αφορά κυρίως την ερμηνεία ή/και την πληρότητα της επιστημονικής γνώσης, κι όχι την εγκυρότητά της, στο βαθμό που αυτή ελέγχεται από τα ίδια τα κριτήρια που διασφαλίζουν την αξιοπιστία της.
Από τη σκοπιά της υλιστικής διαλεκτικής, το ζητούμενο είναι να βγουν συμπεράσματα από τη μελέτη των φαινομένων, με τα οποία καταπιάνεται η σύγχρονη επιστήμη, που μπορούν να συμβάλλουν στον εμπλουτισμό της φυσικής μας αντίληψης και την ενίσχυση του εννοιολογικού μας οπλοστασίου, βαθαίνοντας έτσι και τη φιλοσοφική μας γνώση. Εξάλλου αυτό είναι και βασικό συστατικό της μαρξιστικής προσέγγισης για τη σχέση της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης με την ανάπτυξη της υλιστικής διαλεκτικής.
Έτσι λοιπόν, αν θέλουμε να μιλήσουμε ουσιαστικά για την ερμηνεία μιας οποιασδήποτε επιστημονικής θεωρίας ή –για να το θέσουμε και ακόμα πιο γενικά– για το πώς προσεγγίζεται το ζήτημα της φύσης της επιστημονικής γνώσης, καθώς και το πώς προσλαμβάνεται αυτή (τόσο από την εκάστοτε επιστημονική κοινότητα, όσο κι από την κοινωνία εν γένει), θα πρέπει να δούμε το πώς εκφράζεται η αλληλεπίδραση του φιλοσοφικού πλαισίου εντός του οποίου ανακύπτει, ερμηνεύεται ή προσλαμβάνεται η επιστημονική γνώση με το ίδιο το σώμα της επιστημονικής γνώσης. Με άλλα λόγια, να δούμε το πώς οι διάφορες φιλοσοφικές αντιλήψεις επιδρούν στην ερμηνεία επιστημονικών θεωριών, αλλά και, αντιστρόφως, πώς οι ερμηνείες επιστημονικών θεωριών αξιοποιούνται για να υποστηριχτούν θέσεις γενικότερα κοσμοθεωρητικού και φιλοσοφικού περιεχομένου. Αυτό ακριβώς είναι και το περιεχόμενο της ιδεολογικής διαπάλης στα ζητήματα που αφορούν τη σύγχρονη φυσική.
Μόνο μέσα από αυτό το δρόμο μπορεί να απαντηθεί η πρόκληση των ιδεαλιστικών ερμηνειών των σύγχρονων επιστημονικών επιτευγμάτων, που φτάνουν ως και την ίδια την αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας της ύπαρξης του φυσικού κόσμου και της δυνατότητας γνωστικής πρόσβασης στα φαινόμενα και τις διεργασίες του. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που η αντιπαράθεση αυτή έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, στις οποίες οι δυνάμεις μας πρέπει να στηριχτούν για να ανταπεξέλθουν.
Όσο κι αν πρόκειται για δύσκολο καθήκον, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ούτε η σημασία του, αλλά ούτε και οι θετικές προοπτικές και δυνατότητες, μέσα από μια τέτοια παρέμβαση, να στρατευτούν στο πλευρό των δυνάμεών μας φοιτητές και νέοι επιστήμονες που μπορούν να κερδηθούν με τη δύναμη των ιδεών του μαρξισμού, να εμπνευστούν από αυτές ακόμα και στην επιστημονική τους εργασία, να βοηθηθούν μέσα από αυτή τη διαπάλη να συνειδητοποιήσουν πιο ολοκληρωμένα τον κοινωνικό τους ρόλο ως επιστήμονες.