Τα χρόνια μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης σημαδεύονται από τη διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚ (μπ) για την πορεία της οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, αλλά και για τα ζητήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Σημειώνουμε με χρονολογική σειρά τους σημαντικότερους σταθμούς αυτής της διαπάλης.
Το 1918 ξεσπάει αντιπαράθεση με την ομάδα των «αριστερών κομμουνιστών», στην οποία επικεφαλής ήταν ο Μπουχάριν. Η ομάδα αυτή αντιτάχθηκε στα μέτρα του λεγόμενου «κρατικού καπιταλισμού», δηλαδή την αξιοποίηση αστών ειδικών της παραγωγής έναντι μεγάλων αμοιβών και μεθόδων οργάνωσης της βιομηχανικής παραγωγής δανεισμένων από τον καπιταλισμό (π.χ. σύστημα Τέιλορ). Ο Λένιν απέδειξε πως στην ουσία της η ομάδα των «αριστερών κομμουνιστών» εξέφραζε τα συμφέροντα του μικροαστικού στοιχείου, γιατί αυτό απειλούνταν από την προώθηση του «κρατικού καπιταλισμού» και όχι το προλεταριάτο. Ο Λένιν πολεμούσε την μικροαστική επίδραση στις γραμμές του Κόμματος: «Μήπως δεν είναι καθαρό ότι μέσα σε μια τέτια ιδιόμορφη κατάσταση εμείς πρέπει να προσπαθούμε να αποφεύγουμε δυο ειδών λάθη, που το καθένα από την πλευρά του είναι μικροαστικό; Από το ένα μέρος, θα ήταν ανεπανόρθωτο λάθος να διακηρύξουμε πως μια και είναι παραδεκτό ότι οι οικονομικές μας “δυνάμεις” δεν αντιστοιχούν στην πολιτική μας δύναμη, “συνεπώς” δεν έπρεπε να πάρουμε την εξουσία […]. Από το άλλο μέρος, θα ήταν ολοφάνερο λάθος να μένουν ελεύθεροι οι φωνακλάδες και οι λογοκόποι που αφήνουν τον εαυτό τους να ενθουσιάζεται με μια “χτυπητή” επαναστατικότητα, δεν είναι όμως ικανοί να κάνουν μια συνεπή, μελετημένη, ζυγισμένη επαναστατική δουλιά που να παίρνει υπόψη της και τα πιο δύσκολα περάσματα»15.
Το 1920 ο Τρότσκι και στη συνέχεια με τη στάση του και ο Μπουχάριν επέβαλαν στο ΚΚ και τη Σοβιετική εξουσία μια οξυμένη αντιπαράθεση σε σχέση με το ρόλο των συνδικάτων στη σοβιετική κοινωνία. Οι Τρότσκι - Μπουχάριν συγκρότησαν φραξιονιστικές ομάδες, στην αρχή χωριστές που στη συνέχεια ενώθηκαν, προκαλώντας σημαντική κρίση στο ΚΚ. Με τις θέσεις τους εξέφραζαν γραφειοκρατικές τάσεις μηχανιστικής μετατροπής των συνδικάτων σε κρατικές οργανώσεις. Οπως επισήμαινε και ο Λένιν, έτσι ταυτίζονταν η δικτατορία του προλεταριάτου με την καθολική οργάνωση του προλεταριάτου (τα συνδικάτα) και επίσης ακυρωνόταν η δυνατότητα αξιοποίησης των συνδικάτων («που κληρονομούνται από τον καπιταλισμό και το μέλλον τους στο σοσιαλισμό είναι αβέβαιο»16) ως εργαλείων για σύνδεση του Κόμματος με τη μη-κομματική προλεταριακή μάζα. Οι θέσεις αυτές ουσιαστικά έθεταν σε αμφισβήτηση τον καθοδηγητικό ρόλο του Κόμματος στη δικτατορία του προλεταριάτου, κολάκευαν τις μάζες ως προς την κατάχτηση της ενότητας της εργατικής τάξης, εκφρασμένης σε διαμορφωμένη κομμουνιστική συνείδηση και προκαλούσαν σύγχυση στους κόλπους της εργατικής τάξης17.
Την ίδια περίοδο ο Μπουχάριν συνέγραψε το βιβλίο «Η Οικονομία της Μεταβατικής Περιόδου». Ο Λένιν άσκησε εμπεριστατωμένη κριτική σε αυτό, αναδεικνύοντας σημαντικές αδυναμίες της ανάλυσης του Μπουχάριν. Ανέδειξε τη λαθεμένη αντίληψη του Μπουχάριν ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο σοσιαλισμό πρέπει να κατανοείται μόνο ως ανάπτυξη της τεχνικής. Εκρινε ότι η ανάλυση του Μπουχάριν στερούνταν ταξικής αντίληψης. Ετσι για παράδειγμα δεν αποκάλυπτε την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αγροτιά σε συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης18.
Το 1922, στη συζήτηση για το εξωτερικό εμπόριο, ο Μπουχάριν αρνούνταν την αναγκαιότητα κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο και πρότασσε το ζήτημα των τελωνειακών ελέγχων. Είναι χαρακτηριστική η κριτική του Λένιν που αναδεικνύει τις ξένες προς την εργατική τάξη επιρροές στις απόψεις του Μπουχάριν:
«Στην πράξη ο Μπουχάριν αναλαμβάνει την υπεράσπιση του κερδοσκόπου, του μικροαστού και των κορυφών της αγροτιάς ενάντια στο βιομηχανικό προλεταριάτο, που δεν είναι απολύτως σε θέση να ξαναφτιάξει τη βιομηχανία του, να κάνει τη Ρωσία βιομηχανική χώρα, αν δεν την περιφρουρήσει όχι βέβαια με την τελωνιακή πολιτική, αλλά αποκλειστικά και μόνο με το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου»19.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 βρίσκουμε τη «ρίζα» των μετέπειτα θέσεων του Μπουχάριν για τη στάση του απέναντι στον ατομικό εμπορευματοπαραγωγό.
Στις συνθήκες των αρχών της δεκαετίας του 1920 που έμπαινε το ζήτημα της εξασφάλισης της συμμαχίας ανάμεσα στους αγρότες και το προλεταριάτο με στόχο να τραβηχτούν οι πρώτοι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση μέσω του συνεταιρισμού, ο Τρότσκι προέβαλε το σύνθημα της «στρατιωτικοποιημένης εκβιομηχάνισης», της «δικτατορίας πάνω στο χωριό». Αρνιόνταν τη δυνατότητα η προλεταριακή εξουσία μέσα από συμβιβασμούς και διαπάλη να τραβήξει την αγροτιά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Η θέση αυτή βασιζόταν πάνω στην παλιά μενσεβίκικη αντίληψη πως το προλεταριάτο, παίρνοντας την εξουσία, «θα έρθει σε εχθρικές συγκρούσεις όχι μονάχα με όλες τις ομάδες της αστικής τάξης που το υποστήριξαν τις πρώτες μέρες του επαναστατικού αγώνα, μα και με τις πλατιές μάζες της αγροτιάς, που με τη βοήθεια τους ήρθε στην εξουσία. Οι αντιθέσεις που υπάρχουν στην κατάσταση της εργατικής κυβέρνησης μιας καθυστερημένης χώρας, που ο πληθυσμός της είναι αγροτικός στην καταπληχτική του πλειοψηφία, μπορούν να βρουν τη λύση τους μονάχα σε διεθνή κλίμακα, στο στίβο της παγκόσμιας επανάστασης του προλεταριάτου»20.
Ηταν δηλαδή έκφραση της άποψης ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Ρωσία δεν μπορούσε να στηριχτεί σε «εσωτερικές» δυνάμεις.
Ο Μπουχάριν, το 1925, στο βιβλίο του με τίτλο: «Ο δρόμος προς το σοσιαλισμό και η συμμαχία με την αγροτιά» υποστήριξε ότι «μονάχα με το πέρασμα από την αγορά μπορούμε να φτάσουμε στο σοσιαλισμό» ότι «η αγορά θα καταργηθεί από την ίδια την ανάπτυξή της»21.
Ανέλυε ως εξής την άποψή του, ότι ο σοσιαλιστικός τομέας της οικονομίας θα νικούσε τον «ιδιωτικό» (βλέπε: καπιταλιστικό ή ατομικό εμπορευματικό) μέσω του ανταγωνισμού της αγοράς: «Ανάμεσα σ’ αυτές τις διάφορες επιχειρήσεις διεξάγεται μια οικονομική πάλη, όπου η τελευταία λέξη ανήκει στον αγοραστή. Κι αυτός αγοράζει από εκεί που θα βρει πιο φτηνά. Αν η οργάνωσή μας είναι καλή, όλα τα πλεονεκτήματα βρίσκονται με το μέρος της μεγάλης παραγωγής, που, στον ανταγωνισμό, θα εξολοθρεύσει τον ιδιώτη αντίπαλό της […] το βασικό δίχτυ των αγροτικών μας συνεταιρισμών θα σχηματιστεί από συνεταιριστικούς πυρήνες, που θα ενώσουν τους εργαζόμενους, και όχι τους κουλάκους, πυρήνες που θα μπουν μέσα στο σύστημα της εθνικής μας οικονομίας και θα γίνουν οι κρίκοι της ενιαίας αλυσίδας της σοσιαλιστικής μας οικονομίας. Αλλωστε και οι συνεταιρισμοί των κουλάκων, επίσης, μέσα από τις πιστώσεις των τραπεζών αναγκαστικά θα προσαρμοστούν στο σύστημα αυτό»22.
Δηλαδή υποστήριζε πως θα ήταν δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού πάνω στους κουλάκους με την «αναγκαστική» (βλέπε: εθελοντική) ενσωμάτωση τους στη σοσιαλιστική οικονομία.
Η παραπάνω αγοραία αντίληψη του Μπουχάριν αντικειμενικά στήριζε τις κοινωνικές δυνάμεις, ιδιαίτερα τους κουλάκους που αντιστρατεύονταν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, επομένως αδυνάτιζε την ταξική πάλη, τον αγώνα της εργατικής τάξης για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ο Μπουχάριν δικαιολογούσε τη στάση του με τη θεωρητική προσέγγιση για το μακρόχρονο της «μεταβατικής περιόδου», της εξαιρετικά αργής διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (όπως και ο Τρότσκι).
Στο τέλος της δεκαετίας του 1920 η διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚ(μπ) κορυφώθηκε. Το 1927 συγκροτήθηκε η «Ενωμένη Αντιπολίτευση» ως ανοιχτή φραξιονιστική δράση μέσα στο Κόμμα, εν όψει του 1ου «πεντάχρονου πλάνου» με επικεφαλής τους Τρότσκι - Κάμενεφ - Ζηνόβιεφ. Στην Πλατφόρμα της Ενωμένης Αντιπολίτευσης, όπως αυτή τέθηκε μπροστά στο 15ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ), αναφέρονταν τα εξής:
«Η εναπόθεση των ελπίδων μας σε μια απομονωμένη ανάπτυξη του σοσιαλισμού βασισμένη σε μια οικονομική ανάπτυξη ανεξάρτητη από την παγκόσμια οικονομία, στρεβλώνουν τη συνολική προοπτική. Θέτει την κατεύθυνση του σχεδιασμού μας εκτός τροχιάς και δεν προσφέρει καμιά κατευθυντήρια γραμμή για τη σωστή ρύθμιση των σχέσεων με τη διεθνή οικονομία.
[…] Μια οριστική αποκήρυξη της θεωρίας μιας απομονωμένης σοσιαλιστικής οικονομίας θα σημάνει σε μια πορεία λίγων χρόνων μια ασύγκριτα πιο ορθολογική χρήση των πηγών, μια ταχύτερη εκβιομηχάνιση, πιο σχεδιασμένη και δυνατή ανάπτυξη της δικής μας μηχανής οικοδόμησης…
[...] Η ανάπτυξη των δεσμών με τον παγκόσμιο καπιταλισμό δεν θα εμπεριέχει ένα κίνδυνο σε περίπτωση αποκλεισμού ή πολέμου; Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση προκύπτει από όλα όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω.
[...] Οι προετοιμασίες για πόλεμο απαιτούν, βεβαίως, τη δημιουργία εφεδρειών ξένων ακατέργαστων υλικών (πρώτων υλών), αναγκαία για εμάς και μια έγκαιρη εγκαθίδρυση νέων βιομηχανιών ζωτικά αναγκαίων όπως για παράδειγμα η παραγωγή αλουμινίου κλπ. Ομως το πιο σημαντικό ζήτημα στην περίπτωση έως και σοβαρού πολέμου είναι το να έχεις βιομηχανία ανεπτυγμένη στο μέγιστο βαθμό και ικανή και στη μαζική παραγωγή και στην απότομη μετατροπή από ένα είδος της παραγωγής σε άλλο. Το πρόσφατο παρελθόν έδειξε το πώς μια υψηλά βιομηχανική χώρα όπως η Γερμανία, δεμένη με χιλιάδες νήματα με την παγκόσμια οικονομία μπορούσε να προβάλλει μια τεράστια ζωτική και δυνατή αντίσταση όταν ο πόλεμος και ο αποκλεισμός απέκοψε με ένα πλήγμα (απότομα) από τον υπόλοιπο κόσμο.
Εάν με τα ασύγκριτα πλεονεκτήματα της κοινωνικής δομής μας μπορέσουμε, κατά τη διάρκεια αυτής της “ειρηνικής” περιόδου να χρησιμοποιήσουμε την παγκόσμια αγορά έτσι ώστε να επιταχύνουμε τη βιομηχανική μας ανάπτυξη, θα αντιμετωπίσουμε οποιοδήποτε αποκλεισμό ή επέμβαση απείρως καλύτερα προετοιμασμένοι και καλύτερα εξοπλισμένοι...
[...] Αξιοποιώντας την ίδια στιγμή την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία για τον ίδιο σκοπό δένουμε τους θεμελιώδεις ιστορικούς μας υπολογισμούς με την περαιτέρω ανάπτυξη της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης. Η νίκη της σε συγκεκριμένες ηγετικές χώρες θα σπάσει το “δαχτυλίδι” της καπιταλιστικής περικύκλωσης και θα μας αλαφρύνει από τη βαριά στρατιωτική επιβάρυνση. Θα μας δώσει ασύγκριτα πλεονεκτήματα στη σφαίρα της τεχνικής, θα επιταχύνει την ανάπτυξή μας στην πόλη και στο χωριό, στο εργοστάσιο και το σχολείο. Θα μας δώσει τη δυνατότητα ενός αληθινού χτισίματος του σοσιαλισμού ο οποίος είναι μια αταξική κοινωνία στηριγμένη στην πιο ανεπτυγμένη τεχνική και πάνω στην πραγματική ισότητα όλων των μελών της στην εργασία και την απόλαυση των προϊόντων της εργασίας»23.
Είναι προφανές ότι οι παραπάνω θέσεις αποτελούν απόρροια της θεωρητικής αντίληψης των τροτσκιστών που ήδη έχουμε αναφέρει. Προκύπτουν όμως ορισμένα ερωτήματα από την ανάγνωση των παραπάνω θέσεων:
- Τι περισσότερο θα έπρεπε να γίνει σε σχέση με τις οικονομικές σχέσεις που είχε η Σοβιετική Ενωση με τις καπιταλιστικές χώρες, όταν στην ίδια την εισήγηση του 15ου Συνεδρίου του ΚΚ(μπ) έμπαινε ο στόχος: «επέκταση του εμπορίου μας με το εξωτερικό με βάση τη στερέωση του μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου»24;
- Τι ακριβώς εννοούσε η Πλατφόρμα με τη διεύρυνση των σχέσεων της ΕΣΣΔ με την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία;
- Γιατί αγνοούσε ή υποτιμούσε ως πρόβλημα το ενδεχόμενο «εξάρτησης» βασικών τομέων της σοβιετικής οικονομίας (πρώτες ύλες, βαριά βιομηχανία κλπ.) από τις καπιταλιστικές οικονομίες άλλων χωρών και τις επιδράσεις που θα είχε αυτό στην ίδια τη σοβιετική κοινωνία και την πορεία της;
Το ζήτημα αυτό τέθηκε σε μια περίοδο που είχαν πυκνώσει τα σύννεφα προετοιμασίας μιας νέας ιμπεριαλιστικής επέμβασης ενάντια στη Σοβιετική Ενωση. Η Πολιτική Λογοδοσία της ΚΕ που εκφώνησε ο Στάλιν στο 15ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ (Δεκέμβριος 1927) εκτιμούσε: «Αν πριν δυο χρόνια μπορούσαμε κι έπρεπε να μιλάμε για περίοδο κάποιας ισορροπίας και “ειρηνικής συμβίωσης” ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στις κεφαλαιοκρατικές χώρες, σήμερα έχουμε κάθε λόγο να υποστηρίζουμε ότι η περίοδος της “ειρηνικής συμβίωσης” τελειώνει παραχωρώντας τη θέση της στην περίοδο των ιμπεριαλιστικών επιδρομών και της προετοιμασίας επέμβασης κατά της ΕΣΣΔ»25.
Με βάση τα παραπάνω δεν μπορούμε να θεωρήσουμε άδικη την κριτική ότι οι θέσεις της Αντιπολίτευσης οδηγούν στον οικονομικό στραγγαλισμό της Σοβιετικής Ενωσης από τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία. Η φραξιονιστική δράση της «Αντιπολίτευσης» αναπτύχθηκε πάνω σε προϋπάρχουσες από τη σκοπιά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θέσεις.
Λίγα χρόνια αργότερα οι Μπουχάριν - Ρίκοφ και Τόμσκι αντέδρασαν έντονα στην πολιτική της «επίθεσης στα καπιταλιστικά στοιχεία» που προωθούσε η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΚΚ και πρώτα και κύρια στο κίνημα της κολεκτιβοποίησης, συγκροτώντας πλατφόρμα που χαρακτηρίστηκε ως «δεξιά παρέκκλιση» στο ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης.
Τα δύο κύρια οπορτουνιστικά κέντρα στους κόλπους του ΚΚ όλη τη δεκαετία του 1920 αλληλοτροφοδοτούνταν. Μάλιστα το ένα εμφάνιζε την πλατφόρμα του ως απάντηση στο άλλο. Την περίοδο όμως υλοποίησης του 1ου πεντάχρονου πλάνου, όταν τέθηκε το ζήτημα της κολεκτιβοποίησης, οι θέσεις των δύο ρευμάτων συνέκλιναν. Ετσι, όχι μόνο η ομάδα Μπουχάριν αλλά και η τροτσκιστική αντιπολίτευση θεωρούσε ότι η εγκατάλειψη της πολιτικής της ΝΕΠ αποτελεί «γραφειοκρατική επιλογή», ότι δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες και ουσιαστικά επιχειρηματολογούσε υπέρ της διατήρησης των ατομικών εμπορευματοπαραγωγών στην αγροτική παραγωγή. Ο Κ. Ρακόφσκι, ο Β. Κόσσιορ, ο Ν. Μουράλοφ και η Β. Κασπάροβα (στελέχη της «Αντιπολίτευσης») έγραφαν στη διακήρυξη του Απριλίου του 1930: «Το διάταγμα που καταργεί τη ΝΕΠ και τους κουλάκους σαν τάξη είναι [...] ένας οικονομικός παραλογισμός [...]. Κανένας καταστατικός χάρτης, κανένα διάταγμα δεν μπορεί να καταργήσει τις αντιφάσεις που δρουν ακόμα μέσα στην οικονομία και στην καθημερινή ζωή [...]. Προσπάθειες να αγνοηθεί αυτή η οικονομική αλήθεια [...] έχουν οδηγήσει στη χρησιμοποίηση της βίας [...]. Η εκτεταμένη κολεκτιβοποίηση (σ.σ. της γεωργίας) ξεκίνησε σε ρήξη με το πρόγραμμα του κόμματος, με τις θεμελιώδεις αρχές του μαρξισμού και περιφρονώντας τις πιο στοιχειώδεις προειδοποιήσεις του Λένιν σε σχέση με την κολεκτιβοποίηση, τη μεσαία αγροτιά και τη ΝΕΠ»26.
Είναι χαρακτηριστικά τα παρακάτω αποσπάσματα από το άρθρο του Λ. Τρότσκι «Η Σοβιετική Οικονομία σε κίνδυνο» που γράφτηκε το 1932: «Η ανάγκη της εισαγωγής της ΝΕΠ, δηλαδή, η αποκατάσταση των σχέσεων της αγοράς, καθοριζόταν τον καιρό της πρώτα απ’ όλα από την ύπαρξη 25 εκατομμυρίων αυτοτελών αγροτικών νοικοκυριών. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η κολεκτιβοποίηση, από το πρώτο ήδη στάδιο της, οδηγεί στην εξάλειψη της αγοράς. Η κολεκτιβοποίηση μπορεί να είναι βιώσιμη μόνο στο βαθμό που αποτελεί προσωπικό συμφέρον των κολχόζνικων, που οικοδομεί τις μεταξύ τους σχέσεις, όπως και τις σχέσεις του κολχόζ με τον έξω κόσμο, στη βάση του εμπορικού υπολογισμού. Αυτό σημαίνει, ότι η σωστή, οικονομικά τεκμηριωμένη κολεκτιβοποίηση, στο δεδομένο στάδιο, έπρεπε να οδηγήσει στη σταδιακή αναμόρφωση των μεθόδων και όχι στην κατάργηση της ΝΕΠ»27.
Παρ’ όλους τους ύμνους του Τρότσκι και των οπαδών του για την αναγκαιότητα σχεδιασμού, όταν το ζήτημα αυτό τέθηκε συγκεκριμένα στο 2ο πεντάχρονο πλάνο, αμφισβήτησαν γενικά τη δυνατότητα του: «Εάν υπήρχε ο καθολικός νους, όπως τον περιέγραψε η επιστημονική φαντασία του Λαπλάς, ένας εγκέφαλος που να κατέγραφε ταυτόχρονα όλες τις διαδικασίες στη φύση και στην κοινωνία, που να μετράει τη δυναμική των κινήσεών τους, που να προβλέπει το αποτέλεσμα της δράσης τους, ένας τέτοιος εγκέφαλος θα μπορούσε προφανώς να καταστρώσει εκ των προτέρων ένα αλάθητο και εξαντλητικό σχέδιο, αρχίζοντας με τις ακριβείς εκτάσεις που χρειάζονται για ζωοτροφές και φθάνοντας μέχρι το τελευταίο κουμπί για τα σακάκια […]. Στην πραγματικότητα, η γραφειοκρατία συχνά φαντάζεται ότι διαθέτει έναν τέτοιον εγκέφαλο: Για αυτό και αποδεσμεύεται τόσο εύκολα από τον έλεγχο της αγοράς και της σοβιετικής δημοκρατίας. Αλλά στην πραγματικότητα, η γραφειοκρατία σφάλλει τρομερά στην εκτίμηση των διανοητικών της ικανοτήτων […]. Οι αναρίθμητοι συμμετέχοντες στην κρατική οικονομία -συλλογικοί, ιδιωτικοί, ατομικοί- εκδηλώνουν τις απαιτήσεις τους και τους συσχετισμούς δύναμης αναμεταξύ τους όχι μόνο μέσα από τις στατιστικές εκθέσεις των επιτροπών του σχεδίου, αλλά και μέσα από την αναπόφευκτη επίδραση της προσφοράς και ζήτησης. Το σχέδιο ελέγχεται και, ως ένα σημαντικό βαθμό, πραγματώνεται δια μέσου της αγοράς. Η ρύθμιση της ίδιας της αγοράς πρέπει να βασίζεται στις τάσεις που αναδύονται»28.
Ο Τρότσκι, μιλώντας για κρίση της Σοβιετικής Οικονομίας, εννοούσε πως οι ρυθμοί εκβιομηχάνισης (τους οποίους χαρακτήριζε ως «τυχοδιωκτικούς») θα οδηγήσουν στην όξυνση των δυσαναλογιών ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της οικονομίας29. Ετσι πρότεινε ως διέξοδο να υποχωρήσουν οι ρυθμοί εκβιομηχάνισης να σταματήσει η κολεκτιβοποίηση, να καθυστερήσει το δεύτερο πενταετές πλάνο: «Η διέξοδος είναι μία: πρέπει να αναβληθεί για ένα χρόνο το πέρασμα στο δεύτερο πενταετές πλάνο. Το 1933 πρέπει να γίνει ασπίδα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης πενταετίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου πρέπει από τη μια πλευρά να ελεγχθεί η κληρονομιά της πρώτης, να καλυφθούν τα πιο μεγάλα κενά, να αμβλυνθούν οι πιο ανυπόφορες δυσαναλογίες, να ευθυγραμμιστεί το οικονομικό μέτωπο, και από την άλλη να αναδιαμορφωθεί η δεύτερη πενταετία με τέτοιο υπολογισμό ώστε με τις τελικές της θέσεις να εφάπτεται στενά στα πραγματικά και όχι τα υποθετικά αποτελέσματα της πρώτης πενταετίας […]. Η τωρινή κατάσταση της οικονομίας αποκλείει εντελώς τη δυνατότητα της σχεδιασμένης δουλειάς. Το 1933 δεν μπορεί να είναι ούτε συμπληρωματικό έτος της πρώτης πενταετίας, ούτε πρώτο έτος της δεύτερης. Πρέπει να λάβει ανεξάρτητη θέση μεταξύ τους, για να εξασφαλίσει την άμβλυνση των επιπτώσεων του τυχοδιωκτισμού και την προετοιμασία των υλικών και ηθικών προϋποθέσεων της ανάπτυξης του σχεδίου […]. Στον καιρό της πρώτης η αριστερή αντιπολίτευση ζήτησε το πέρασμα σε πενταετή σχεδιασμό. Τώρα πρέπει να πει: πρέπει να αναβληθεί το δεύτερο πενταετές πλάνο. Κάτω το κραυγαλέο πάθος! Πέρα η ταραχή! Η σχεδιασμένη δουλειά δε συμβιβάζεται μαζί τους. Υποχώρηση; Ναι, προσωρινή υποχώρηση. Και το γόητρο της αλάνθαστης ηγεσίας; Η μοίρα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι πιο σημαντική από τα φουσκωμένα γόητρα […]. Η πολιτική της μηχανιστικής εξάλειψης των κουλάκων έχει πρακτικά εγκαταλειφτεί. Πρέπει επίσημα να μπει σε αυτή τέλος. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί η πολιτική των σκληρών περιορισμών των εκμεταλλευτικών τάσεων των κουλάκων. Με αυτό το στόχο να συσπειρωθεί η βάση του χωριού σε Ενωση της αγροτικής φτωχολογιάς»30.
Τι προέβλεπε ο Τρότσκι σε σχέση με την εμπλοκή της ΕΣΣΔ στον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο: «Μπορούμε ωστόσο να περιμένουμε ότι η Σοβιετική Ενωση θα βγει από τον ερχόμενο μεγάλο πόλεμο χωρίς ήττα; Σ’ αυτή την ερώτηση που τίθεται με ειλικρίνεια, θα απαντήσουμε εξίσου ειλικρινά: Αν ο πόλεμος παράμενε μοναχά ένας πόλεμος, η ήττα της Σοβιετικής Ενωσης θα ήταν αναπόφευκτη»31.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι προβλέψεις του Τρότσκι για την κρίση που θα κατέστρεφε τη σοβιετική οικονομία δεν επιβεβαιώθηκαν. Το αντίθετο, η βιομηχανία αναπτύχθηκε σε μεγάλες διαστάσεις, η κολεκτιβοποίηση πραγματοποιήθηκε, οι καπιταλιστικές σχέσεις εκμηδενίστηκαν. Σε αυτή τη βάση η ΕΣΣΔ κατάφερε να αντιμετωπίσει και τη ναζιστική ιμπεριαλιστική επίθεση.
Ο Τρότσκι και οι οπαδοί του, ενώ θεωρητικά υποστήριζαν ότι η αγορά δεν μπορεί να συνυπάρξει με το σοσιαλισμό, πρακτικά, στη βάση της θέσης ότι δεν μπορούσε να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη Ρωσία και στο όνομα του «μεταβατικού χαρακτήρα» της σοβιετικής κοινωνίας, τάχθηκαν υπέρ της αγοράς την κρίσιμη στιγμή που η σοβιετική ηγεσία διαμόρφωνε πολιτική για την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Στην ουσία οι δύο αντιπολιτευόμενες ομάδες (Τρότσκι - Μπουχάριν), εκφράζοντας καθαρά μικροαστικές τάσεις στο εσωτερικό της χώρας, «ενώνονταν» στη βάση της αντιπαράθεσης με την πολιτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που ακολουθούσε η πλειοψηφία στην ηγεσία του ΚΚ(μπ).
Τα παραπάνω παραδείγματα είναι ικανά να αναδείξουν τις κάθετες διαχωριστικές ιδεολογικοπολιτικές γραμμές ανάμεσα στις αναλύσεις και επεξεργασίες του λενινισμού με αυτές των αντιπολιτευτικών ρευμάτων μέσα στο ΚΚ της ΕΣΣΔ. Δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι οι όροι «τροτσκισμός» και «μπουχαρινισμός» στερούνται περιεχομένου και ότι ο χαρακτηρισμός τους ως οπορτουνιστικά ρεύματα είναι κατασκευάσματα της σταλινικής προπαγάνδας, όπως υποστηρίζουν τα σύγχρονα αστικά και οπορτουνιστικά κέντρα.
Η αντιπαράθεση με αυτά τα ρεύματα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, από την οποία προέκυψαν τα επιτεύγματα της νέας κοινωνίας, η προσφορά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την οποία αρνούνται παλιά και σημερινά αστικά και οπορτουνιστικά κέντρα.
Οι ομάδες αυτές δεν περιορίστηκαν στην εσωκομματική διαπάλη, πολύ περισσότερο θεωρώντας ότι είναι «χαμένες» στην εσωκομματική διαπάλη, αυτονομήθηκαν σε κοινωνικό επίπεδο, οργανώνοντας διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις εναντίωσης κλπ. Στοιχεία της φραξιονιστικής λειτουργίας τους και με χαρακτηριστικά συνομωσίας αναφέρονται (σήμερα) και από τους ίδιους τους τιμητές τους32.
Το «τροτσκιστικό» ρεύμα, χαρακτηρίζοντας την ΕΣΣΔ «ως εκφυλισμένο γραφειοκρατικό κράτος», προπαγάνδιζε την ανάγκη μιας «νέας επανάστασης» στην ΕΣΣΔ που θα αποτίναζε τη γραφειοκρατική κυριαρχία. Ο Τρότσκι υποστήριζε το 1935: «Σε μια σωστή εχτίμηση της κατάστασης, οι συχνές τρομοκρατικές πράξεις ενάντια στους αντιπροσώπους της εξουσίας έχουν μια πολύ μεγάλη σημασία. Η πιο διαβόητη από αυτές ήταν η δολοφονία του Κίροφ, ενός έξυπνου και ασυνείδητου διχτάτορα του Λένινγκραντ, ενός χαρακτηριστικού εκπροσώπου αυτού του σώματος»33. Η αντιμετώπιση των δολοφονικών ενεργειών απέναντι σε στελέχη του ΚΚ και της σοβιετικής εξουσίας με αυτόν τον τρόπο δε δίνει πολιτική κάλυψη σε αυτά;
Επίσης σημείωνε: «Οπως και να ’χει, η γραφειοκρατία μπορεί να απομακρυνθεί μονάχα από μια επαναστατική δύναμη […]. Το να προετοιμαστούμε για αυτό και να σταθούμε επικεφαλής των μαζών σε μια ευνοϊκή ιστορική κατάσταση - αυτό είναι το καθήκον του σοβιετικού τμήματος της Τέταρτης Διεθνούς. Σήμερα είναι ακόμα αδύνατο και το έχουν σπρώξει στην παρανομία. Αλλά η παράνομη ύπαρξη ενός κόμματος δε σημαίνει ότι αυτό δεν υπάρχει»34. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς άραγε πως μια τέτοια «ευνοϊκή στιγμή» θα ήταν ένα πόλεμος ενάντια στην ΕΣΣΔ;
Ποιο θα ήταν το πρόγραμμα αυτής της «επανάστασης»; «...γνήσιο σύστημα ελεύθερων εκλογών […] ελευθερία των σοβιετικών κομμάτων […] δημοκρατία στη βιομηχανία […] ελευθερία κριτικής» κ.ά. Ουσιαστικά κατάργηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, ξεκινώντας με την υπονόμευση του ρόλου του κόμματος (βλέπε: «γραφειοκρατία») σε αυτή.
Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορεί να θεωρηθεί ως σωστή η εκτίμηση της «μυστικής έκθεσης» του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, πως η επίθεση ενάντια στους τροτσκιστές και μπουχαρινικούς τη δεκαετία του 1930 αποτελούσε ουσιαστικά πρόφαση, αφού αυτές οι δυνάμεις είχαν ηττηθεί στη διαπάλη που είχε προηγηθεί;35
Γιατί λοιπόν θα πρέπει να θεωρηθεί ως συκοφαντία και κατασκευασμένο ψέμα η εκτίμηση-κατηγορία ότι η αντιπαράθεση αυτών των ομάδων δεν περιοριζόταν στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στο ΚΚ(μπ), αλλά συνέβαλε στην οργάνωση της «κοινωνικής αντίστασης» στην πολιτική του ΚΚ, ότι οι θέσεις τους και η δράση τους αντικειμενικά έδωσαν περιεχόμενο στην αντεπαναστατική δράση;
Δε θα πρέπει άλλωστε να αγνοήσουμε την παρακαταθήκη του Λένιν ότι ο οπορτουνισμός δε μένει μόνο στη «θεωρητική διαφωνία», αλλά εξελίσσεται σε αντεπαναστατική δύναμη: «Κάθε ασυνέπεια ή αδυναμία στο ξεσκέπασμα εκείνων που εκδηλώνονται σαν ρεφορμιστές ή “κεντριστές” σημαίνει άμεσο μεγάλωμα του κινδύνου ανατροπής της εξουσίας του προλεταριάτου από την αστική τάξη, που θα χρησιμοποιήσει αύριο για την αντεπανάσταση αυτό που στους κοντόφθαλμους φαίνεται σήμερα πως είναι μόνο “θεωρητική διαφωνία”»36.