ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΕ ΤΑ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟ ΚΚ ΤΗΣ ΕΣΣΔ ΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ 1920 ΚΑΙ 1930


του Κύριλλου Παπασταύρου

Στο πλαίσιο της αστικής βιβλιογραφίας και προπαγάνδας τυγχάνουν ιδιαίτερης προβολής τα οπορτουνιστικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν και εκδηλώθηκαν στους κόλπους του ΚΚ(μπ) στις δεκαετίες του 1920 και 1930, ρεύματα που ήρθαν σε ευθεία αντίθεση με το λενινισμό και την ηγεσία του ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ.

Το γεγονός αυτό βέβαια δεν είναι καινούργιο. Στην έκθεση αφιερωμένη στα 90 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚΕ, σε ταμπλό της 6ης ενότητας αναπαράγεται πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Εθνος», 22 Μαρτίου του 1956, λίγους μήνες μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, όπου αναγγέλλεται η δημοσίευση σε συνέχειες της βιογραφίας - λίβελου που είχε γράψει ο Τρότσκι για το Στάλιν(!). Την ίδια ακριβώς περίοδο το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου, μέλη και στελέχη του βρίσκονταν έγκλειστα στις φυλακές με τη συκοφαντία του κατασκόπου.

Σήμερα δε θα πρέπει να θεωρείται πρωτότυπο που μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κυκλοφόρησαν εκδόσεις αφιερωμένες σε αυτά τα ρεύματα (βιογραφία Ν. Μπουχάριν, βιβλίο του Λ. Τρότσκι, βιογραφία Β. Σερζ κλπ.) και ότι ανάλογη αρθρογραφία δημοσιεύεται κατά καιρούς από τον αστικό και οπορτουνιστικό τύπο.

Σκοπός αυτών των δημοσιεύσεων δεν είναι η εμβάθυνση στην ιστορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αλλά η επίθεση ενάντια στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ και ιδιαίτερα την περίοδο 1924-1953, η αναπαραγωγή της «σταλινολογίας».

Οι εκδόσεις αυτές, απευθυνόμενες σε ένα κοινό που ενδιαφέρεται και προβληματίζεται για το ζήτημα του σοσιαλισμού και ιδιαίτερα σε τμήματα της σπουδάζουσας νεολαίας, αποσκοπούν να διαστρεβλώσουν το πραγματικό περιεχόμενο της διαπάλης αυτής, επιδιώκουν να προβάλουν τις θεωρητικές και πολιτικές αντιλήψεις αυτών των ρευμάτων ως δικαιωμένες -εξαιτίας της νίκης της αντεπανάστασης- ως την πραγματική σοσιαλιστική αντίληψη απαλλαγμένη από το «σταλινικό» παρελθόν.

Για αυτό το λόγο ο χαρακτήρας της αντιπαράθεσης με αυτά τα ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα δεν έχει απλά ιστορικό περιεχόμενο, αλλά προγραμματικό και αφορά σε μεγάλο βαθμό τη συζήτηση για το σοσιαλισμό του μέλλοντος.

Σήμερα μπορούμε με πιο αντικειμενικό τρόπο να προσεγγίσουμε αυτή τη διαπάλη, να αναδείξουμε πλευρές που ίσως παλιότερα δεν ήταν καθαρές επειδή ακριβώς η επίδραση της οπορτουνιστικής στροφής του 20ού Συνεδρίου είχε ως αποτέλεσμα να συσκοτισθούν ορισμένα στοιχεία αυτών των αντιλήψεων και θέσεων.

Στο παρόν άρθρο δίνονται βασικά σημεία της αντιπαράθεσης στους κόλπους του ΚΚ(Μπ) της Σοβιετικής Ενωσης κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930.

Η ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

Η διαπάλη γύρω από το ερώτημα αν μπορούσε η Ρωσία να προχωρήσει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, που απασχολούσε το επαναστατικό κίνημα της Ρωσίας από τα μέσα του 19ου αιώνα, οξύνθηκε μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης και ακόμα περισσότερο μετά τη λήξη του εμφύλιου πολέμου. Τότε τέθηκε το ζήτημα του μέλλοντος της σοβιετικής εξουσίας.

Και σήμερα, όχι μόνο από αστικές σοσιαλδημοκρατικές αλλά κυρίως από κομμουνιστογενείς δυνάμεις, εξακολουθεί να αμφισβητείται η ωριμότητα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ.

Το ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα που συγκροτήθηκε υπό την ηγεσία του Λ. Τρότσκι είχε σταθερά την αντίληψη πως η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ενωση ήταν αδύνατη. Ο Λ. Τρότσκι υποστήριζε το 1922 ότι: «Αν όμως κρατήσαμε σαν κράτος από πολιτική και στρατιωτική άποψη, δεν καταλήξαμε στη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας και μάλιστα ούτε πλησιάσαμε σ’ αυτήν […]. Οσο η αστική τάξη θα βρίσκεται στην εξουσία στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, θα είμαστε αναγκασμένοι, στην πάλη ενάντια στην οικονομική απομόνωση, να επιδιώκουμε συμφωνίες με τον καπιταλιστικό κόσμο. Μπορούμε ταυτόχρονα να πούμε με πεποίθηση ότι αυτές οι συμφωνίες στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να μας βοηθήσουν να επουλώσουμε αυτές ή εκείνες τις οικονομικές πληγές μας, να κάνουμε αυτό ή εκείνο το βήμα προς τα μπρος αλλά ότι η πραγματική άνοδος της σοσιαλιστικής οικονομίας στη Ρωσία δεν θα είναι δυνατή παρά μονάχα ύστερα από τη νίκη του προλεταριάτου στις σπουδαιότερες χώρες της Ευρώπης»1.

Τόσο ο Τρότσκι όσο και διάφοροι πολιτικοί απόγονοί του υποστήριζαν και υποστηρίζουν πως η Ρωσία δεν είχε τις προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση αν δε στηριζόταν στη σοσιαλιστική επανάσταση στη Δύση, στην οποία όμως ηττήθηκαν οι επαναστάσεις (Γερμανία, Ουγγαρία κλπ.) και σταδιακά υποχώρησε το επαναστατικό ρεύμα μετά το 1922-1923. Υποστήριζαν και υποστηρίζουν ότι η «θεωρία» της δυνατότητας νίκης του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» ήταν «σταλινική» εφεύρεση δεν έχει σχέση με τη μαρξιστική-λενινιστική αντίληψη. Είναι όμως έτσι;

Η κατ’ αρχήν τοποθέτηση του Λένιν βρίσκεται στο έργο του «Για το σύνθημα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης» (1915). Σε αυτό το άρθρο ο Λένιν δεν περιορίζεται να εξηγήσει γιατί ένα τέτοιο σύνθημα θα ήταν αντιδραστικό ή ουτοπικό σε συνθήκες καπιταλισμού, αλλά γιατί θα ήταν ΛΑΘΟΣ ως σύνθημα γενικά. Γιατί όπως εξηγεί: «…πρώτο, συγχωνεύεται με το σοσιαλισμό και δεύτερο, γιατί θα μπορούσε να προκαλέσει τη λαθεμένη ερμηνεία ότι είναι αδύνατη η νίκη του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, τη λαθεμένη ερμηνεία για τη στάση αυτής της χώρας απέναντι στις άλλες»2.

Η θέση αυτή επαναδιατυπώνεται και στο κείμενό του «Το στρατιωτικό πρόγραμμα της προλεταριακής επανάστασης» (1916) ως εξής: «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού συντελείται στον ανώτατο βαθμό ανισόμετρα στις διάφορες χώρες. Κι ούτε μπορεί να γίνει διαφορετικά στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής. Από εδώ βγαίνει το αδιαφιλονίκητο συμπέρασμα: ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να νικήσει ταυτόχρονα σ’ όλες τις χώρες. Θα νικήσει αρχικά σε μια ή μερικές χώρες και οι υπόλοιπες θα παραμείνουν για ένα διάστημα αστικές ή προαστικές»3.

Επομένως δεν έχει βάση ο ισχυρισμός περί σταλινικής άποψης σε αντιπαράθεση με το Λένιν.

Αντίθετα η στρατηγική αντίληψη του Τρότσκι βρίσκεται σε αντιπαράθεση με αυτή του Λένιν.

Ουσιαστικά ο Τρότσκι υιοθετούσε τις «υπερ-ιμπεριαλιστικές» ερμηνείες για τη σύγχρονη εποχή που απολυτοποιούσαν την τάση ένωσης των ιμπεριαλιστικών χωρών μέσω διακρατικών συμμαχιών. Χαρακτηριστικό είναι άρθρο του με τίτλο «Το επίκαιρο του συνθήματος Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης» που δημοσιεύτηκε στην «Πράβντα» στις 20 Ιουνίου 1923:

«…Μα δεν πρόκειται εδώ για τη μελλοντική παγκόσμια σοσιαλιστική οικονομία, αλλά για την έξοδο της σημερινής Ευρώπης από το αδιέξοδο. Πρέπει να δείξουμε στους εργάτες και τους αγρότες της καταξεσκισμένης και κατερειπωμένης Ευρώπης μια διέξοδο […] είναι ένα σύνθημα μεταβατικό που δείχνει μια διέξοδο, ανοίγει μια προοπτική σωτηρίας και, μ’ αυτό τον τρόπο, σπρώχνει τις εργαζόμενες μάζες στον επαναστατικό δρόμο»4.

Δηλαδή το αντιδραστικό (κατά το Λένιν) σε συνθήκες ιμπεριαλισμού σύνθημα μπορούσε να αποτελέσει μεταβατικό στόχο στην κατεύθυνση της πάλης για το σοσιαλισμό.

Οι απόψεις αυτές ελάχιστα διαφέρουν από αυτές των σύγχρονων «αριστερών» απολογητών της ΕΕ, οι οποίοι σήμερα αρνούνται τη δυνατότητα ριζικών (επομένως και επαναστατικών) αλλαγών σε εθνικό επίπεδο.

Η σταθερή προσήλωση του Λένιν στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ φαίνεται και στα έργα του της περιόδου 1922 -1924: «Για το φόρο σε είδος», «Για την επανάστασή μας», «Για το συνεταιρισμό» κ.ά. Στα έργα αυτά, σε συνθήκες που έχει νικήσει η εργατική εξουσία, ο Λένιν δίνει συγκεκριμένη κατεύθυνση για την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Ως προϋπόθεση θεωρεί την πλήρη κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων και την κυριαρχία του συνεταιρισμού πρώτα απ’ όλα στην αγροτική παραγωγή. Η υποχώρηση της ΝΕΠ (Νέας Οικονομικής Πολιτικής) αποσκοπούσε στη γρήγορη ανασυγκρότηση της βιομηχανίας από τις μεγάλες καταστροφές του εμφυλίου και στη διαμόρφωση των όρων για να πραγματοποιηθεί ο συνεταιρισμός.

Παραθέτουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

«“Νέα Οικονομική Πολιτική”! Περίεργη ονομασία. Η πολιτική αυτή ονομάστηκε νέα οικονομική πολιτική, γιατί κάνει στροφή προς τα πίσω. Εμείς τώρα υποχωρούμε, σαν να πηγαίνουμε προς τα πίσω, μα το κάνουμε για να κάνουμε πρώτα πίσω, και να πάρουμε μετά φόρα και να κάνουμε ένα άλμα πιο μεγάλο προς τα μπρος»5.

«Ο σοσιαλισμός δεν είναι τώρα πια πρόβλημα που ανήκει στο μακρινό μέλλον, δεν είναι αφηρημένη έννοια ή εικόνα […]. Το σοσιαλισμό τον βγάλαμε στην καθημερινή ζωή, κι αυτό πρέπει εδώ να το καταλάβουμε καλά […] όλοι μαζί, όχι αύριο, μα σε μερικά χρόνια, όλοι μαζί θα εκπληρώσουμε οπωσδήποτε αυτό το καθήκον, έτσι που από τη Ρωσία της ΝΕΠ θα βγει η σοσιαλιστική Ρωσία»6.

«Η εξουσία του κράτους πάνω σε όλα τα σημαντικά μέσα παραγωγής, η εξουσία του κράτους στα χέρια του προλεταριάτου, η συμμαχία αυτού του προλεταριάτου με τα πολλά εκατομμύρια των μικρών και πολύ μικρών αγροτών, η εξασφάλιση της καθοδήγησης της αγροτιάς από το προλεταριάτο αυτό κτλ. - όλα αυτά δεν είναι μήπως ό,τι μας χρειάζεται για να χτίσουμε το συνεταιρισμό […] μήπως όλα αυτά δεν είναι ό,τι χρειάζεται για το χτίσιμο της ολοκληρωμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας;»7.

«…το σύστημα των πολιτισμένων συνεταιρισμών, όταν υπάρχει κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, και όταν το προλεταριάτο έχει νικήσει ταξικά την αστική τάξη, αυτό ακριβώς και είναι το σύστημα του σοσιαλισμού»8.

«Τώρα έχουμε το δικαίωμα να πούμε ότι η απλή ανάπτυξη του συνεταιρισμού στη χώρα μας είναι ταυτόσημη […] με την ανάπτυξη του σοσιαλισμού και ταυτόχρονα είμαστε αναγκασμένοι να παραδεχτούμε ότι άλλαξε ριζικά όλη η άποψη μας για το σοσιαλισμό. Η ριζική αυτή αλλαγή βρίσκεται στο γεγονός ότι πριν το κέντρο βάρους το ρίχναμε, και ήμασταν υποχρεωμένοι να το ρίχνουμε, στην πολιτική πάλη, στην επανάσταση, στην κατάκτηση της εξουσίας κτλ. Τώρα όμως το κέντρο βάρους αλλάζει και μετατοπίζεται προς την ειρηνική οργανωτική “πολιτιστική” δουλιά […]. Τώρα μας φτάνει η πολιτιστική αυτή επανάσταση για να γίνουμε πέρα για πέρα σοσιαλιστική χώρα»9.

Ο Λένιν απέρριπτε ως οπορτουνιστικές τις θεωρίες που μίλαγαν για ανωριμότητα ή μη ύπαρξη του κατάλληλου πολιτιστικού επιπέδου για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Θεωρούσε ότι δεν εξηγούσαν γιατί αυτό το επίπεδο πολιτισμού δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσα στα καθήκοντα της μεταβατικής περιόδου από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Επίσης ο Λένιν έθετε το ζήτημα ότι από μια άποψη σε καμία χώρα δεν υπήρχε το ίδιο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού ως αποτέλεσμα της ανισόμετρης οικονομικής ανάπτυξης, κατά συνέπεια δεν μπορούσε κανείς να ορίσει ακριβώς ποιο ήταν το επίπεδο που θα έπρεπε να θεωρείται ως κριτήριο.

Απαντώντας σε όσους προέβαλλαν «…ένα απίθανα σχηματικό επιχείρημα, που το έχουν αποστηθίσει στο διάστημα της ανάπτυξης της δυτικοευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και που έγκειται στο ότι δεν ωριμάσαμε ακόμη για το σοσιαλισμό, ότι δεν έχουμε, όπως εκφράζονται οι διάφοροι “φωστήρες” απ’ αυτούς τους κυρίους, τις αντικειμενικές οικονομικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό»10, ο Λένιν το 1923 έθετε το εξής ερώτημα: «Αν για τη δημιουργία του σοσιαλισμού απαιτείται ένα ορισμένο επίπεδο πολιτισμού (αν και κανένας δεν μπορεί να πει ποιο είναι ακριβώς αυτό το ορισμένο “επίπεδο πολιτισμού” γιατί κάθε δυτικοευρωπαϊκό κράτος έχει και διαφορετικό επίπεδο), τότε γιατί δεν μπορούμε να αρχίσουμε πρώτα από την κατάκτηση με επαναστατικό τρόπο των προϋποθέσεων γι’ αυτό το ορισμένο επίπεδο και μετά πια, βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο σοβιετικό καθεστώς, να προχωρήσουμε για να φτάσουμε τους άλλους λαούς;»11.

Ο Λένιν σημείωνε ότι μια σειρά από μεταβατικά μέτρα ήταν αναπόφευκτα για μια χώρα όπως η Ρωσία για να πραγματοποιηθεί η σοσιαλιστική οικοδόμηση, δε θα ήταν όμως το ίδιο αναγκαία ή δε θα είχαν το ίδιο περιεχόμενο για μια σειρά χώρες, όπου μπορούσε σχετικά πιο άμεσα να προχωρήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση.

«Δύο λόγια για τη θεωρητική σημασία ή το θεωρητικό αντίκρυσμα αυτού του ζητήματος. Δεν χωράει αμφιβολία πως σε μια χώρα, όπου η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει στους μικροαγρότες - παραγωγούς, η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο ύστερα από μια ολόκληρη σειρά ειδικά μεταβατικά μέτρα, που θα ήταν εντελώς περιττά στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, όπου οι μισθωτοί εργάτες στη βιομηχανία και στη γεωργία αποτελούν την τεράστια πλειοψηφία. Στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού υπάρχει η τάξη των μισθωτών εργατών γης που σχηματίστηκε στη διάρκεια δεκάδων χρόνων. Μόνο μια τέτια τάξη μπορεί κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά να σταθεί στήριγμα για το άμεσο πέρασμα στο σοσιαλισμό»12.

Αλλού σημειώνει: «Αν είχαμε κράτος που υπερισχύει η μεγάλη βιομηχανία ή, ας πούμε μάλιστα όχι υπερισχύει, αλλά είναι πάρα πολύ ανεπτυγμένη, και είναι πολύ ανεπτυγμένη η μεγάλη παραγωγή στη γεωργία, τότε το άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό είναι πραγματοποιήσιμο»13.

Βεβαίως σε μια σειρά έργα του, άρθρα, ομιλίες, ο Λένιν έδινε έμφαση στην παγκόσμια διεθνή διάσταση της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Κρίνοντας τη γενική κατεύθυνση της σκέψης του Λένιν και όχι αποσπασματικά ορισμένα κείμενα μπορούμε να σημειώσουμε τα εξής: Η έμφαση αυτή δεν έχει να κάνει με την άρνηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στη Ρωσία, αλλά με το γεγονός ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση άνοιξε μια ολόκληρη εποχή σοσιαλιστικών επαναστάσεων, με την ελπίδα των μπολσεβίκων για τη νίκη των επαναστάσεων στη Γερμανία και την Ουγγαρία, με τη θέση πως ο ολοκληρωμένος σοσιαλισμός μπορεί να προκύψει μόνο με την επαναστατική συνεργασία των προλεταρίων όλων των χωρών, θέση που άλλωστε δεν εγκαταλείφθηκε από την ηγεσία του ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης μετά το θάνατό του14.

Οι θέσεις αυτές έχουν μεγάλη σημασία όχι μόνο για τη Ρωσία των πρώτων χρόνων της επανάστασης, αλλά γενικά για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Αυτή η γραμμή της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ ακολουθήθηκε με συνέπεια από την ηγεσία του ΚΚ(μπ) και μετά το θάνατο του Λένιν. Η σοβιετική ηγεσία με επικεφαλής το Στάλιν ήρθε αντιμέτωπη με νέα καθήκοντα, με την ανάγκη να πραγματοποιηθούν συγκεκριμένα βήματα στην κατεύθυνση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Η σταθερότητα σε αυτή τη γραμμή επιβεβαιώθηκε από την ίδια τη ζωή, επιτυγχάνοντας την πλήρη κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων ως προϋπόθεση για την παραπέρα ανάπτυξη του σοσιαλισμού.

Η ΕΣΩΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΣΣΔ

Τα χρόνια μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης σημαδεύονται από τη διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚ (μπ) για την πορεία της οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, αλλά και για τα ζητήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Σημειώνουμε με χρονολογική σειρά τους σημαντικότερους σταθμούς αυτής της διαπάλης.

Το 1918 ξεσπάει αντιπαράθεση με την ομάδα των «αριστερών κομμουνιστών», στην οποία επικεφαλής ήταν ο Μπουχάριν. Η ομάδα αυτή αντιτάχθηκε στα μέτρα του λεγόμενου «κρατικού καπιταλισμού», δηλαδή την αξιοποίηση αστών ειδικών της παραγωγής έναντι μεγάλων αμοιβών και μεθόδων οργάνωσης της βιομηχανικής παραγωγής δανεισμένων από τον καπιταλισμό (π.χ. σύστημα Τέιλορ). Ο Λένιν απέδειξε πως στην ουσία της η ομάδα των «αριστερών κομμουνιστών» εξέφραζε τα συμφέροντα του μικροαστικού στοιχείου, γιατί αυτό απειλούνταν από την προώθηση του «κρατικού καπιταλισμού» και όχι το προλεταριάτο. Ο Λένιν πολεμούσε την μικροαστική επίδραση στις γραμμές του Κόμματος: «Μήπως δεν είναι καθαρό ότι μέσα σε μια τέτια ιδιόμορφη κατάσταση εμείς πρέπει να προσπαθούμε να αποφεύγουμε δυο ειδών λάθη, που το καθένα από την πλευρά του είναι μικροαστικό; Από το ένα μέρος, θα ήταν ανεπανόρθωτο λάθος να διακηρύξουμε πως μια και είναι παραδεκτό ότι οι οικονομικές μας “δυνάμεις” δεν αντιστοιχούν στην πολιτική μας δύναμη, “συνεπώς” δεν έπρεπε να πάρουμε την εξουσία […]. Από το άλλο μέρος, θα ήταν ολοφάνερο λάθος να μένουν ελεύθεροι οι φωνακλάδες και οι λογοκόποι που αφήνουν τον εαυτό τους να ενθουσιάζεται με μια “χτυπητή” επαναστατικότητα, δεν είναι όμως ικανοί να κάνουν μια συνεπή, μελετημένη, ζυγισμένη επαναστατική δουλιά που να παίρνει υπόψη της και τα πιο δύσκολα περάσματα»15.

Το 1920 ο Τρότσκι και στη συνέχεια με τη στάση του και ο Μπουχάριν επέβαλαν στο ΚΚ και τη Σοβιετική εξουσία μια οξυμένη αντιπαράθεση σε σχέση με το ρόλο των συνδικάτων στη σοβιετική κοινωνία. Οι Τρότσκι - Μπουχάριν συγκρότησαν φραξιονιστικές ομάδες, στην αρχή χωριστές που στη συνέχεια ενώθηκαν, προκαλώντας σημαντική κρίση στο ΚΚ. Με τις θέσεις τους εξέφραζαν γραφειοκρατικές τάσεις μηχανιστικής μετατροπής των συνδικάτων σε κρατικές οργανώσεις. Οπως επισήμαινε και ο Λένιν, έτσι ταυτίζονταν η δικτατορία του προλεταριάτου με την καθολική οργάνωση του προλεταριάτου (τα συνδικάτα) και επίσης ακυρωνόταν η δυνατότητα αξιοποίησης των συνδικάτων («που κληρονομούνται από τον καπιταλισμό και το μέλλον τους στο σοσιαλισμό είναι αβέβαιο»16) ως εργαλείων για σύνδεση του Κόμματος με τη μη-κομματική προλεταριακή μάζα. Οι θέσεις αυτές ουσιαστικά έθεταν σε αμφισβήτηση τον καθοδηγητικό ρόλο του Κόμματος στη δικτατορία του προλεταριάτου, κολάκευαν τις μάζες ως προς την κατάχτηση της ενότητας της εργατικής τάξης, εκφρασμένης σε διαμορφωμένη κομμουνιστική συνείδηση και προκαλούσαν σύγχυση στους κόλπους της εργατικής τάξης17.

Την ίδια περίοδο ο Μπουχάριν συνέγραψε το βιβλίο «Η Οικονομία της Μεταβατικής Περιόδου». Ο Λένιν άσκησε εμπεριστατωμένη κριτική σε αυτό, αναδεικνύοντας σημαντικές αδυναμίες της ανάλυσης του Μπουχάριν. Ανέδειξε τη λαθεμένη αντίληψη του Μπουχάριν ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στο σοσιαλισμό πρέπει να κατανοείται μόνο ως ανάπτυξη της τεχνικής. Εκρινε ότι η ανάλυση του Μπουχάριν στερούνταν ταξικής αντίληψης. Ετσι για παράδειγμα δεν αποκάλυπτε την αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αγροτιά σε συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης18.

Το 1922, στη συζήτηση για το εξωτερικό εμπόριο, ο Μπουχάριν αρνούνταν την αναγκαιότητα κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο και πρότασσε το ζήτημα των τελωνειακών ελέγχων. Είναι χαρακτηριστική η κριτική του Λένιν που αναδεικνύει τις ξένες προς την εργατική τάξη επιρροές στις απόψεις του Μπουχάριν:

«Στην πράξη ο Μπουχάριν αναλαμβάνει την υπεράσπιση του κερδοσκόπου, του μικροαστού και των κορυφών της αγροτιάς ενάντια στο βιομηχανικό προλεταριάτο, που δεν είναι απολύτως σε θέση να ξαναφτιάξει τη βιομηχανία του, να κάνει τη Ρωσία βιομηχανική χώρα, αν δεν την περιφρουρήσει όχι βέβαια με την τελωνιακή πολιτική, αλλά αποκλειστικά και μόνο με το μονοπώλιο του εξωτερικού εμπορίου»19.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 βρίσκουμε τη «ρίζα» των μετέπειτα θέσεων του Μπουχάριν για τη στάση του απέναντι στον ατομικό εμπορευματοπαραγωγό.

Στις συνθήκες των αρχών της δεκαετίας του 1920 που έμπαινε το ζήτημα της εξασφάλισης της συμμαχίας ανάμεσα στους αγρότες και το προλεταριάτο με στόχο να τραβηχτούν οι πρώτοι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση μέσω του συνεταιρισμού, ο Τρότσκι προέβαλε το σύνθημα της «στρατιωτικοποιημένης εκβιομηχάνισης», της «δικτατορίας πάνω στο χωριό». Αρνιόνταν τη δυνατότητα η προλεταριακή εξουσία μέσα από συμβιβασμούς και διαπάλη να τραβήξει την αγροτιά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Η θέση αυτή βασιζόταν πάνω στην παλιά μενσεβίκικη αντίληψη πως το προλεταριάτο, παίρνοντας την εξουσία, «θα έρθει σε εχθρικές συγκρούσεις όχι μονάχα με όλες τις ομάδες της αστικής τάξης που το υποστήριξαν τις πρώτες μέρες του επαναστατικού αγώνα, μα και με τις πλατιές μάζες της αγροτιάς, που με τη βοήθεια τους ήρθε στην εξουσία. Οι αντιθέσεις που υπάρχουν στην κατάσταση της εργατικής κυβέρνησης μιας καθυστερημένης χώρας, που ο πληθυσμός της είναι αγροτικός στην καταπληχτική του πλειοψηφία, μπορούν να βρουν τη λύση τους μονάχα σε διεθνή κλίμακα, στο στίβο της παγκόσμιας επανάστασης του προλεταριάτου»20.

Ηταν δηλαδή έκφραση της άποψης ότι η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη Ρωσία δεν μπορούσε να στηριχτεί σε «εσωτερικές» δυνάμεις.

Ο Μπουχάριν, το 1925, στο βιβλίο του με τίτλο: «Ο δρόμος προς το σοσιαλισμό και η συμμαχία με την αγροτιά» υποστήριξε ότι «μονάχα με το πέρασμα από την αγορά μπορούμε να φτάσουμε στο σοσιαλισμό» ότι «η αγορά θα καταργηθεί από την ίδια την ανάπτυξή της»21.

Ανέλυε ως εξής την άποψή του, ότι ο σοσιαλιστικός τομέας της οικονομίας θα νικούσε τον «ιδιωτικό» (βλέπε: καπιταλιστικό ή ατομικό εμπορευματικό) μέσω του ανταγωνισμού της αγοράς: «Ανάμεσα σ’ αυτές τις διάφορες επιχειρήσεις διεξάγεται μια οικονομική πάλη, όπου η τελευταία λέξη ανήκει στον αγοραστή. Κι αυτός αγοράζει από εκεί που θα βρει πιο φτηνά. Αν η οργάνωσή μας είναι καλή, όλα τα πλεονεκτήματα βρίσκονται με το μέρος της μεγάλης παραγωγής, που, στον ανταγωνισμό, θα εξολοθρεύσει τον ιδιώτη αντίπαλό της […] το βασικό δίχτυ των αγροτικών μας συνεταιρισμών θα σχηματιστεί από συνεταιριστικούς πυρήνες, που θα ενώσουν τους εργαζόμενους, και όχι τους κουλάκους, πυρήνες που θα μπουν μέσα στο σύστημα της εθνικής μας οικονομίας και θα γίνουν οι κρίκοι της ενιαίας αλυσίδας της σοσιαλιστικής μας οικονομίας. Αλλωστε και οι συνεταιρισμοί των κουλάκων, επίσης, μέσα από τις πιστώσεις των τραπεζών αναγκαστικά θα προσαρμοστούν στο σύστημα αυτό»22.

Δηλαδή υποστήριζε πως θα ήταν δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού πάνω στους κουλάκους με την «αναγκαστική» (βλέπε: εθελοντική) ενσωμάτωση τους στη σοσιαλιστική οικονομία.

Η παραπάνω αγοραία αντίληψη του Μπουχάριν αντικειμενικά στήριζε τις κοινωνικές δυνάμεις, ιδιαίτερα τους κουλάκους που αντιστρατεύονταν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, επομένως αδυνάτιζε την ταξική πάλη, τον αγώνα της εργατικής τάξης για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Ο Μπουχάριν δικαιολογούσε τη στάση του με τη θεωρητική προσέγγιση για το μακρόχρονο της «μεταβατικής περιόδου», της εξαιρετικά αργής διαδικασίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (όπως και ο Τρότσκι).

Στο τέλος της δεκαετίας του 1920 η διαπάλη στο εσωτερικό του ΚΚ(μπ) κορυφώθηκε. Το 1927 συγκροτήθηκε η «Ενωμένη Αντιπολίτευση» ως ανοιχτή φραξιονιστική δράση μέσα στο Κόμμα, εν όψει του 1ου «πεντάχρονου πλάνου» με επικεφαλής τους Τρότσκι - Κάμενεφ - Ζηνόβιεφ. Στην Πλατφόρμα της Ενωμένης Αντιπολίτευσης, όπως αυτή τέθηκε μπροστά στο 15ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ), αναφέρονταν τα εξής:

«Η εναπόθεση των ελπίδων μας σε μια απομονωμένη ανάπτυξη του σοσιαλισμού βασισμένη σε μια οικονομική ανάπτυξη ανεξάρτητη από την παγκόσμια οικονομία, στρεβλώνουν τη συνολική προοπτική. Θέτει την κατεύθυνση του σχεδιασμού μας εκτός τροχιάς και δεν προσφέρει καμιά κατευθυντήρια γραμμή για τη σωστή ρύθμιση των σχέσεων με τη διεθνή οικονομία.

[…] Μια οριστική αποκήρυξη της θεωρίας μιας απομονωμένης σοσιαλιστικής οικονομίας θα σημάνει σε μια πορεία λίγων χρόνων μια ασύγκριτα πιο ορθολογική χρήση των πηγών, μια ταχύτερη εκβιομηχάνιση, πιο σχεδιασμένη και δυνατή ανάπτυξη της δικής μας μηχανής οικοδόμησης…

[...] Η ανάπτυξη των δεσμών με τον παγκόσμιο καπιταλισμό δεν θα εμπεριέχει ένα κίνδυνο σε περίπτωση αποκλεισμού ή πολέμου; Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση προκύπτει από όλα όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω.

[...] Οι προετοιμασίες για πόλεμο απαιτούν, βεβαίως, τη δημιουργία εφεδρειών ξένων ακατέργαστων υλικών (πρώτων υλών), αναγκαία για εμάς και μια έγκαιρη εγκαθίδρυση νέων βιομηχανιών ζωτικά αναγκαίων όπως για παράδειγμα η παραγωγή αλουμινίου κλπ. Ομως το πιο σημαντικό ζήτημα στην περίπτωση έως και σοβαρού πολέμου είναι το να έχεις βιομηχανία ανεπτυγμένη στο μέγιστο βαθμό και ικανή και στη μαζική παραγωγή και στην απότομη μετατροπή από ένα είδος της παραγωγής σε άλλο. Το πρόσφατο παρελθόν έδειξε το πώς μια υψηλά βιομηχανική χώρα όπως η Γερμανία, δεμένη με χιλιάδες νήματα με την παγκόσμια οικονομία μπορούσε να προβάλλει μια τεράστια ζωτική και δυνατή αντίσταση όταν ο πόλεμος και ο αποκλεισμός απέκοψε με ένα πλήγμα (απότομα) από τον υπόλοιπο κόσμο.

Εάν με τα ασύγκριτα πλεονεκτήματα της κοινωνικής δομής μας μπορέσουμε, κατά τη διάρκεια αυτής της “ειρηνικής” περιόδου να χρησιμοποιήσουμε την παγκόσμια αγορά έτσι ώστε να επιταχύνουμε τη βιομηχανική μας ανάπτυξη, θα αντιμετωπίσουμε οποιοδήποτε αποκλεισμό ή επέμβαση απείρως καλύτερα προετοιμασμένοι και καλύτερα εξοπλισμένοι...

[...] Αξιοποιώντας την ίδια στιγμή την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία για τον ίδιο σκοπό δένουμε τους θεμελιώδεις ιστορικούς μας υπολογισμούς με την περαιτέρω ανάπτυξη της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης. Η νίκη της σε συγκεκριμένες ηγετικές χώρες θα σπάσει το “δαχτυλίδι” της καπιταλιστικής περικύκλωσης και θα μας αλαφρύνει από τη βαριά στρατιωτική επιβάρυνση. Θα μας δώσει ασύγκριτα πλεονεκτήματα στη σφαίρα της τεχνικής, θα επιταχύνει την ανάπτυξή μας στην πόλη και στο χωριό, στο εργοστάσιο και το σχολείο. Θα μας δώσει τη δυνατότητα ενός αληθινού χτισίματος του σοσιαλισμού ο οποίος είναι μια αταξική κοινωνία στηριγμένη στην πιο ανεπτυγμένη τεχνική και πάνω στην πραγματική ισότητα όλων των μελών της στην εργασία και την απόλαυση των προϊόντων της εργασίας»23.

Είναι προφανές ότι οι παραπάνω θέσεις αποτελούν απόρροια της θεωρητικής αντίληψης των τροτσκιστών που ήδη έχουμε αναφέρει. Προκύπτουν όμως ορισμένα ερωτήματα από την ανάγνωση των παραπάνω θέσεων:

  • Τι περισσότερο θα έπρεπε να γίνει σε σχέση με τις οικονομικές σχέσεις που είχε η Σοβιετική Ενωση με τις καπιταλιστικές χώρες, όταν στην ίδια την εισήγηση του 15ου Συνεδρίου του ΚΚ(μπ) έμπαινε ο στόχος: «επέκταση του εμπορίου μας με το εξωτερικό με βάση τη στερέωση του μονοπωλίου του εξωτερικού εμπορίου»24;
  • Τι ακριβώς εννοούσε η Πλατφόρμα με τη διεύρυνση των σχέσεων της ΕΣΣΔ με την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία;
  • Γιατί αγνοούσε ή υποτιμούσε ως πρόβλημα το ενδεχόμενο «εξάρτησης» βασικών τομέων της σοβιετικής οικονομίας (πρώτες ύλες, βαριά βιομηχανία κλπ.) από τις καπιταλιστικές οικονομίες άλλων χωρών και τις επιδράσεις που θα είχε αυτό στην ίδια τη σοβιετική κοινωνία και την πορεία της;

Το ζήτημα αυτό τέθηκε σε μια περίοδο που είχαν πυκνώσει τα σύννεφα προετοιμασίας μιας νέας ιμπεριαλιστικής επέμβασης ενάντια στη Σοβιετική Ενωση. Η Πολιτική Λογοδοσία της ΚΕ που εκφώνησε ο Στάλιν στο 15ο Συνέδριο του ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ (Δεκέμβριος 1927) εκτιμούσε: «Αν πριν δυο χρόνια μπορούσαμε κι έπρεπε να μιλάμε για περίοδο κάποιας ισορροπίας και “ειρηνικής συμβίωσης” ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στις κεφαλαιοκρατικές χώρες, σήμερα έχουμε κάθε λόγο να υποστηρίζουμε ότι η περίοδος της “ειρηνικής συμβίωσης” τελειώνει παραχωρώντας τη θέση της στην περίοδο των ιμπεριαλιστικών επιδρομών και της προετοιμασίας επέμβασης κατά της ΕΣΣΔ»25.

Με βάση τα παραπάνω δεν μπορούμε να θεωρήσουμε άδικη την κριτική ότι οι θέσεις της Αντιπολίτευσης οδηγούν στον οικονομικό στραγγαλισμό της Σοβιετικής Ενωσης από τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία. Η φραξιονιστική δράση της «Αντιπολίτευσης» αναπτύχθηκε πάνω σε προϋπάρχουσες από τη σκοπιά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης θέσεις.

Λίγα χρόνια αργότερα οι Μπουχάριν - Ρίκοφ και Τόμσκι αντέδρασαν έντονα στην πολιτική της «επίθεσης στα καπιταλιστικά στοιχεία» που προωθούσε η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΚΚ και πρώτα και κύρια στο κίνημα της κολεκτιβοποίησης, συγκροτώντας πλατφόρμα που χαρακτηρίστηκε ως «δεξιά παρέκκλιση» στο ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης.

Τα δύο κύρια οπορτουνιστικά κέντρα στους κόλπους του ΚΚ όλη τη δεκαετία του 1920 αλληλοτροφοδοτούνταν. Μάλιστα το ένα εμφάνιζε την πλατφόρμα του ως απάντηση στο άλλο. Την περίοδο όμως υλοποίησης του 1ου πεντάχρονου πλάνου, όταν τέθηκε το ζήτημα της κολεκτιβοποίησης, οι θέσεις των δύο ρευμάτων συνέκλιναν. Ετσι, όχι μόνο η ομάδα Μπουχάριν αλλά και η τροτσκιστική αντιπολίτευση θεωρούσε ότι η εγκατάλειψη της πολιτικής της ΝΕΠ αποτελεί «γραφειοκρατική επιλογή», ότι δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες και ουσιαστικά επιχειρηματολογούσε υπέρ της διατήρησης των ατομικών εμπορευματοπαραγωγών στην αγροτική παραγωγή. Ο Κ. Ρακόφσκι, ο Β. Κόσσιορ, ο Ν. Μουράλοφ και η Β. Κασπάροβα (στελέχη της «Αντιπολίτευσης») έγραφαν στη διακήρυξη του Απριλίου του 1930: «Το διάταγμα που καταργεί τη ΝΕΠ και τους κουλάκους σαν τάξη είναι [...] ένας οικονομικός παραλογισμός [...]. Κανένας καταστατικός χάρτης, κανένα διάταγμα δεν μπορεί να καταργήσει τις αντιφάσεις που δρουν ακόμα μέσα στην οικονομία και στην καθημερινή ζωή [...]. Προσπάθειες να αγνοηθεί αυτή η οικονομική αλήθεια [...] έχουν οδηγήσει στη χρησιμοποίηση της βίας [...]. Η εκτεταμένη κολεκτιβοποίηση (σ.σ. της γεωργίας) ξεκίνησε σε ρήξη με το πρόγραμμα του κόμματος, με τις θεμελιώδεις αρχές του μαρξισμού και περιφρονώντας τις πιο στοιχειώδεις προειδοποιήσεις του Λένιν σε σχέση με την κολεκτιβοποίηση, τη μεσαία αγροτιά και τη ΝΕΠ»26.

Είναι χαρακτηριστικά τα παρακάτω αποσπάσματα από το άρθρο του Λ. Τρότσκι «Η Σοβιετική Οικονομία σε κίνδυνο» που γράφτηκε το 1932: «Η ανάγκη της εισαγωγής της ΝΕΠ, δηλαδή, η αποκατάσταση των σχέσεων της αγοράς, καθοριζόταν τον καιρό της πρώτα απ’ όλα από την ύπαρξη 25 εκατομμυρίων αυτοτελών αγροτικών νοικοκυριών. Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η κολεκτιβοποίηση, από το πρώτο ήδη στάδιο της, οδηγεί στην εξάλειψη της αγοράς. Η κολεκτιβοποίηση μπορεί να είναι βιώσιμη μόνο στο βαθμό που αποτελεί προσωπικό συμφέρον των κολχόζνικων, που οικοδομεί τις μεταξύ τους σχέσεις, όπως και τις σχέσεις του κολχόζ με τον έξω κόσμο, στη βάση του εμπορικού υπολογισμού. Αυτό σημαίνει, ότι η σωστή, οικονομικά τεκμηριωμένη κολεκτιβοποίηση, στο δεδομένο στάδιο, έπρεπε να οδηγήσει στη σταδιακή αναμόρφωση των μεθόδων και όχι στην κατάργηση της ΝΕΠ»27.

Παρ’ όλους τους ύμνους του Τρότσκι και των οπαδών του για την αναγκαιότητα σχεδιασμού, όταν το ζήτημα αυτό τέθηκε συγκεκριμένα στο 2ο πεντάχρονο πλάνο, αμφισβήτησαν γενικά τη δυνατότητα του: «Εάν υπήρχε ο καθολικός νους, όπως τον περιέγραψε η επιστημονική φαντασία του Λαπλάς, ένας εγκέφαλος που να κατέγραφε ταυτόχρονα όλες τις διαδικασίες στη φύση και στην κοινωνία, που να μετράει τη δυναμική των κινήσεών τους, που να προβλέπει το αποτέλεσμα της δράσης τους, ένας τέτοιος εγκέφαλος θα μπορούσε προφανώς να καταστρώσει εκ των προτέρων ένα αλάθητο και εξαντλητικό σχέδιο, αρχίζοντας με τις ακριβείς εκτάσεις που χρειάζονται για ζωοτροφές και φθάνοντας μέχρι το τελευταίο κουμπί για τα σακάκια […]. Στην πραγματικότητα, η γραφειοκρατία συχνά φαντάζεται ότι διαθέτει έναν τέτοιον εγκέφαλο: Για αυτό και αποδεσμεύεται τόσο εύκολα από τον έλεγχο της αγοράς και της σοβιετικής δημοκρατίας. Αλλά στην πραγματικότητα, η γραφειοκρατία σφάλλει τρομερά στην εκτίμηση των διανοητικών της ικανοτήτων […]. Οι αναρίθμητοι συμμετέχοντες στην κρατική οικονομία -συλλογικοί, ιδιωτικοί, ατομικοί- εκδηλώνουν τις απαιτήσεις τους και τους συσχετισμούς δύναμης αναμεταξύ τους όχι μόνο μέσα από τις στατιστικές εκθέσεις των επιτροπών του σχεδίου, αλλά και μέσα από την αναπόφευκτη επίδραση της προσφοράς και ζήτησης. Το σχέδιο ελέγχεται και, ως ένα σημαντικό βαθμό, πραγματώνεται δια μέσου της αγοράς. Η ρύθμιση της ίδιας της αγοράς πρέπει να βασίζεται στις τάσεις που αναδύονται»28.

Ο Τρότσκι, μιλώντας για κρίση της Σοβιετικής Οικονομίας, εννοούσε πως οι ρυθμοί εκβιομηχάνισης (τους οποίους χαρακτήριζε ως «τυχοδιωκτικούς») θα οδηγήσουν στην όξυνση των δυσαναλογιών ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της οικονομίας29. Ετσι πρότεινε ως διέξοδο να υποχωρήσουν οι ρυθμοί εκβιομηχάνισης να σταματήσει η κολεκτιβοποίηση, να καθυστερήσει το δεύτερο πενταετές πλάνο: «Η διέξοδος είναι μία: πρέπει να αναβληθεί για ένα χρόνο το πέρασμα στο δεύτερο πενταετές πλάνο. Το 1933 πρέπει να γίνει ασπίδα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης πενταετίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου πρέπει από τη μια πλευρά να ελεγχθεί η κληρονομιά της πρώτης, να καλυφθούν τα πιο μεγάλα κενά, να αμβλυνθούν οι πιο ανυπόφορες δυσαναλογίες, να ευθυγραμμιστεί το οικονομικό μέτωπο, και από την άλλη να αναδιαμορφωθεί η δεύτερη πενταετία με τέτοιο υπολογισμό ώστε με τις τελικές της θέσεις να εφάπτεται στενά στα πραγματικά και όχι τα υποθετικά αποτελέσματα της πρώτης πενταετίας […]. Η τωρινή κατάσταση της οικονομίας αποκλείει εντελώς τη δυνατότητα της σχεδιασμένης δουλειάς. Το 1933 δεν μπορεί να είναι ούτε συμπληρωματικό έτος της πρώτης πενταετίας, ούτε πρώτο έτος της δεύτερης. Πρέπει να λάβει ανεξάρτητη θέση μεταξύ τους, για να εξασφαλίσει την άμβλυνση των επιπτώσεων του τυχοδιωκτισμού και την προετοιμασία των υλικών και ηθικών προϋποθέσεων της ανάπτυξης του σχεδίου […]. Στον καιρό της πρώτης η αριστερή αντιπολίτευση ζήτησε το πέρασμα σε πενταετή σχεδιασμό. Τώρα πρέπει να πει: πρέπει να αναβληθεί το δεύτερο πενταετές πλάνο. Κάτω το κραυγαλέο πάθος! Πέρα η ταραχή! Η σχεδιασμένη δουλειά δε συμβιβάζεται μαζί τους. Υποχώρηση; Ναι, προσωρινή υποχώρηση. Και το γόητρο της αλάνθαστης ηγεσίας; Η μοίρα της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι πιο σημαντική από τα φουσκωμένα γόητρα […]. Η πολιτική της μηχανιστικής εξάλειψης των κουλάκων έχει πρακτικά εγκαταλειφτεί. Πρέπει επίσημα να μπει σε αυτή τέλος. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί η πολιτική των σκληρών περιορισμών των εκμεταλλευτικών τάσεων των κουλάκων. Με αυτό το στόχο να συσπειρωθεί η βάση του χωριού σε Ενωση της αγροτικής φτωχολογιάς»30.

Τι προέβλεπε ο Τρότσκι σε σχέση με την εμπλοκή της ΕΣΣΔ στον επερχόμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο: «Μπορούμε ωστόσο να περιμένουμε ότι η Σοβιετική Ενωση θα βγει από τον ερχόμενο μεγάλο πόλεμο χωρίς ήττα; Σ’ αυτή την ερώτηση που τίθεται με ειλικρίνεια, θα απαντήσουμε εξίσου ειλικρινά: Αν ο πόλεμος παράμενε μοναχά ένας πόλεμος, η ήττα της Σοβιετικής Ενωσης θα ήταν αναπόφευκτη»31.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι προβλέψεις του Τρότσκι για την κρίση που θα κατέστρεφε τη σοβιετική οικονομία δεν επιβεβαιώθηκαν. Το αντίθετο, η βιομηχανία αναπτύχθηκε σε μεγάλες διαστάσεις, η κολεκτιβοποίηση πραγματοποιήθηκε, οι καπιταλιστικές σχέσεις εκμηδενίστηκαν. Σε αυτή τη βάση η ΕΣΣΔ κατάφερε να αντιμετωπίσει και τη ναζιστική ιμπεριαλιστική επίθεση.

Ο Τρότσκι και οι οπαδοί του, ενώ θεωρητικά υποστήριζαν ότι η αγορά δεν μπορεί να συνυπάρξει με το σοσιαλισμό, πρακτικά, στη βάση της θέσης ότι δεν μπορούσε να οικοδομηθεί ο σοσιαλισμός στη Ρωσία και στο όνομα του «μεταβατικού χαρακτήρα» της σοβιετικής κοινωνίας, τάχθηκαν υπέρ της αγοράς την κρίσιμη στιγμή που η σοβιετική ηγεσία διαμόρφωνε πολιτική για την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.

Στην ουσία οι δύο αντιπολιτευόμενες ομάδες (Τρότσκι - Μπουχάριν), εκφράζοντας καθαρά μικροαστικές τάσεις στο εσωτερικό της χώρας, «ενώνονταν» στη βάση της αντιπαράθεσης με την πολιτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που ακολουθούσε η πλειοψηφία στην ηγεσία του ΚΚ(μπ).

Τα παραπάνω παραδείγματα είναι ικανά να αναδείξουν τις κάθετες διαχωριστικές ιδεολογικοπολιτικές γραμμές ανάμεσα στις αναλύσεις και επεξεργασίες του λενινισμού με αυτές των αντιπολιτευτικών ρευμάτων μέσα στο ΚΚ της ΕΣΣΔ. Δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ότι οι όροι «τροτσκισμός» και «μπουχαρινισμός» στερούνται περιεχομένου και ότι ο χαρακτηρισμός τους ως οπορτουνιστικά ρεύματα είναι κατασκευάσματα της σταλινικής προπαγάνδας, όπως υποστηρίζουν τα σύγχρονα αστικά και οπορτουνιστικά κέντρα.

Η αντιπαράθεση με αυτά τα ρεύματα ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, από την οποία προέκυψαν τα επιτεύγματα της νέας κοινωνίας, η προσφορά της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την οποία αρνούνται παλιά και σημερινά αστικά και οπορτουνιστικά κέντρα.

Οι ομάδες αυτές δεν περιορίστηκαν στην εσωκομματική διαπάλη, πολύ περισσότερο θεωρώντας ότι είναι «χαμένες» στην εσωκομματική διαπάλη, αυτονομήθηκαν σε κοινωνικό επίπεδο, οργανώνοντας διαδηλώσεις, κινητοποιήσεις εναντίωσης κλπ. Στοιχεία της φραξιονιστικής λειτουργίας τους και με χαρακτηριστικά συνομωσίας αναφέρονται (σήμερα) και από τους ίδιους τους τιμητές τους32.

Το «τροτσκιστικό» ρεύμα, χαρακτηρίζοντας την ΕΣΣΔ «ως εκφυλισμένο γραφειοκρατικό κράτος», προπαγάνδιζε την ανάγκη μιας «νέας επανάστασης» στην ΕΣΣΔ που θα αποτίναζε τη γραφειοκρατική κυριαρχία. Ο Τρότσκι υποστήριζε το 1935: «Σε μια σωστή εχτίμηση της κατάστασης, οι συχνές τρομοκρατικές πράξεις ενάντια στους αντιπροσώπους της εξουσίας έχουν μια πολύ μεγάλη σημασία. Η πιο διαβόητη από αυτές ήταν η δολοφονία του Κίροφ, ενός έξυπνου και ασυνείδητου διχτάτορα του Λένινγκραντ, ενός χαρακτηριστικού εκπροσώπου αυτού του σώματος»33. Η αντιμετώπιση των δολοφονικών ενεργειών απέναντι σε στελέχη του ΚΚ και της σοβιετικής εξουσίας με αυτόν τον τρόπο δε δίνει πολιτική κάλυψη σε αυτά;

Επίσης σημείωνε: «Οπως και να ’χει, η γραφειοκρατία μπορεί να απομακρυνθεί μονάχα από μια επαναστατική δύναμη […]. Το να προετοιμαστούμε για αυτό και να σταθούμε επικεφαλής των μαζών σε μια ευνοϊκή ιστορική κατάσταση - αυτό είναι το καθήκον του σοβιετικού τμήματος της Τέταρτης Διεθνούς. Σήμερα είναι ακόμα αδύνατο και το έχουν σπρώξει στην παρανομία. Αλλά η παράνομη ύπαρξη ενός κόμματος δε σημαίνει ότι αυτό δεν υπάρχει»34. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς άραγε πως μια τέτοια «ευνοϊκή στιγμή» θα ήταν ένα πόλεμος ενάντια στην ΕΣΣΔ;

Ποιο θα ήταν το πρόγραμμα αυτής της «επανάστασης»; «...γνήσιο σύστημα ελεύθερων εκλογών […] ελευθερία των σοβιετικών κομμάτων […] δημοκρατία στη βιομηχανία […] ελευθερία κριτικής» κ.ά. Ουσιαστικά κατάργηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, ξεκινώντας με την υπονόμευση του ρόλου του κόμματος (βλέπε: «γραφειοκρατία») σε αυτή.

Σύμφωνα με τα παραπάνω μπορεί να θεωρηθεί ως σωστή η εκτίμηση της «μυστικής έκθεσης» του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, πως η επίθεση ενάντια στους τροτσκιστές και μπουχαρινικούς τη δεκαετία του 1930 αποτελούσε ουσιαστικά πρόφαση, αφού αυτές οι δυνάμεις είχαν ηττηθεί στη διαπάλη που είχε προηγηθεί;35

Γιατί λοιπόν θα πρέπει να θεωρηθεί ως συκοφαντία και κατασκευασμένο ψέμα η εκτίμηση-κατηγορία ότι η αντιπαράθεση αυτών των ομάδων δεν περιοριζόταν στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη στο ΚΚ(μπ), αλλά συνέβαλε στην οργάνωση της «κοινωνικής αντίστασης» στην πολιτική του ΚΚ, ότι οι θέσεις τους και η δράση τους αντικειμενικά έδωσαν περιεχόμενο στην αντεπαναστατική δράση;

Δε θα πρέπει άλλωστε να αγνοήσουμε την παρακαταθήκη του Λένιν ότι ο οπορτουνισμός δε μένει μόνο στη «θεωρητική διαφωνία», αλλά εξελίσσεται σε αντεπαναστατική δύναμη: «Κάθε ασυνέπεια ή αδυναμία στο ξεσκέπασμα εκείνων που εκδηλώνονται σαν ρεφορμιστές ή “κεντριστές” σημαίνει άμεσο μεγάλωμα του κινδύνου ανατροπής της εξουσίας του προλεταριάτου από την αστική τάξη, που θα χρησιμοποιήσει αύριο για την αντεπανάσταση αυτό που στους κοντόφθαλμους φαίνεται σήμερα πως είναι μόνο “θεωρητική διαφωνία”»36.

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Η επίδραση αυτών των ρευμάτων δεν περιορίστηκε στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ αλλά είχε την αντανάκλασή της και σε όλο το διεθνές ΚΚ.

Η αντιπαράθεση των Τρότσκι και Μπουχάριν με το ΚΚ (μπ) αφορούσε και ζητήματα στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο του παρόντος άρθρου.

Οπως είναι γνωστό, μετά τη διαγραφή του Τρότσκι και των οπαδών του από το ΚΚ(μπ), οι οπαδοί των απόψεών του αποχώρησαν από τα ΚΚ και συγκρότησαν δικές τους οργανώσεις, οι οποίες αρχικά ενώθηκαν στη «Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση» (1930) και το 1938 συγκρότησαν την «4η Διεθνή». Στην πορεία υπέστησαν αλλεπάλληλες διασπάσεις.

Δεν είναι εξίσου γνωστή η επιρροή του Μπουχαρινικού ρεύματος σε ΚΚ και στην Κομμουνιστική Διεθνή (ΚΔ), παρά τη διαπάλη που αναπτύχθηκε στο 6ο Συνέδριό της. Εκ του ιστορικού αποτελέσματος σήμερα μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι οι αντιλήψεις και οι θέσεις του Μπουχάριν και σε ζητήματα σοσιαλιστικής οικοδόμησης και σε ζητήματα στρατηγικής επέδρασαν σε βάθος χρόνου στο διεθνές ΚΚ. Αν και αποτελεί αντικείμενο μελλοντικής μελέτης, έχει σημασία να αναφέρουμε ορισμένα ιστορικά γεγονότα:

Στο λόγο του με τίτλο: «Για τη δεξιά παρέκκλιση στο ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ»37, τον Απρίλιο του 1929, ο Ι. Β. Στάλιν αναφέρεται σε βασικές διαφωνίες με τον Μπουχάριν σε σχέση με τη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Μπουχάριν, ως πρόεδρος της ΚΔ, διαμόρφωσε θέσεις για το 6ο Συνέδριό της -σημειωτέον ότι τις μοίρασε στις αντιπροσωπίες των ΚΚ πριν εγκριθούν από την αντιπροσωπεία του ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ- οι οποίες δέχτηκαν την εξής κριτική από το Στάλιν:

Πρώτο: Οι θέσεις, δίνοντας έμφαση στη λεγόμενη «σταθεροποίηση του καπιταλισμού», υπονοούσαν πως το επαναστατικό κίνημα έπρεπε να μπει σε περίοδο «συγκέντρωσης δυνάμεων» και όχι προετοιμασίας για επόμενες αποφασιστικές μάχες, για νέα επαναστατική άνοδο.

Δεύτερο: Δεν αναδείκνυαν την ανάγκη πάλης ενάντια στη λεγόμενη «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία.

Τρίτο: Δεν έβαζαν ως καθήκον την καταπολέμηση του συμφιλιωτισμού απέναντι στις δεξιές παρεκκλίσεις στα ΚΚ.

Τέταρτο: Δεν υπογράμμιζαν την ανάγκη εκκαθάρισης των ΚΚ από τα «δεξιά» στοιχεία, της εξασφάλισης μιας σιδερένιας πειθαρχίας στο εσωτερικό τους.

Στο ίδιο κείμενο επίσης αναφέρεται πως ο Μπουχάριν, αξιοποιώντας τη θέση του στην ΚΔ, παρενέβη προσωπικά ενάντια στην ηγεσία του ΚΚ Γερμανίας, στηρίζοντας ή κρατώντας ανεκτική στάση απέναντι στα «δεξιά» οπορτουνιστικά στοιχεία σε αυτό το Κόμμα που οργανώνονταν ενάντια στην ηγεσία του. Οι θέσεις του Μπουχάριν δεν εγκρίθηκαν και ο ίδιος απομακρύνθηκε από τη θέση του προέδρου της ΚΔ. Ομως είναι πλέον φανερό ότι δεν ηττήθηκαν αποφασιστικά, ότι συνιστούσαν ένα «δεξιό» οπορτουνιστικό ρεύμα που αναπτυσσόταν στους κόλπους της ΚΔ. Οπως ο Μπουχάριν έτσι κι άλλοι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος ακολούθησαν την τακτική της προσωρινής συμφωνίας με την κυρίαρχη γραμμή στην ΚΔ. Αλλοι όμως επέλεξαν άλλη τακτική. Ηδη από το 1928 είχε δημιουργηθεί στη Γερμανία το «ΚΚ -Αντιπολίτευση» (KPO) με επικεφαλής τους Μπράντλερ και Ταλχάιμερ, τους οποίους πρακτικά είχε στηρίξει ο Μπουχάριν στην αντιπαράθεσή τους με τον Τέλμαν στους κόλπους του ΚΚ Γερμανίας.

Εκείνη την περίοδο καταγράφονται ανάλογες κινήσεις ίδρυσης «αντιπολιτευόμενων» ΚΚ και σε άλλες χώρες: Το 1929 στις ΗΠΑ με επικεφαλής τον Τζ. Λοβστόουν38. Την ίδια χρονιά διασπάστηκε από το ΚΚ Σουηδίας ομάδα με επικεφαλής τον Καρλ Κίλμπομ39, που υιοθετούσε τις θέσεις του Μπουχάριν και το 1934 μετονομάστηκε «Σοσιαλιστικό Κόμμα». Στην Ισπανία η αντίστοιχη κίνηση είχε επικεφαλής το Χοακίν Μάουριν, που το 1931 ίδρυσε το «Μπλοκ Εργατών Αγροτών» (BOC), με το οποίο αργότερα ενώθηκε η τροτσκιστική Κομμουνιστική Λίγκα του Αντρέ Νιν και συγκρότησαν το «Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενοποίησης» (POUM).

Οι παραπάνω ομάδες συγκρότησαν διεθνές οπορτουνιστικό κέντρο με τίτλο «Διεθνής Κομμουνιστική Αντιπολίτευση». Το Φεβρουάριο του 1938 στο λεγόμενο «σοσιαλιστικό επαναστατικό συνέδριο» στο Παρίσι, η «Διεθνής Κομμουνιστική Αντιπολίτευση» ενώθηκε με το επονομαζόμενο «Γραφείο του Λονδίνου», στο οποίο επικεφαλής ήταν το Βρετανικό «Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα» και στο οποίο συσπειρώνονταν διάφορες «αριστερές» σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις όπως το Σοσιαλδημοκρατικό Ανεξάρτητο Γερμανικό Κόμμα, το Εργατικό Κόμμα Νορβηγίας κ.ά. Η οργάνωση που προέκυψε πήρε το όνομα «Διεθνές Γραφείο για τη σοσιαλιστική επαναστατική ενότητα», τα μέλη της οποίας μεταπολεμικά εντάχθηκαν στους κόλπους της διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας.

ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ

Οι δύο βασικές «αντιπολιτευόμενες» τάσεις που αναπτύχθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930 στο ΚΚ(μπ) της ΕΣΣΔ, απολυτοποιώντας (από κοινού) τα στοιχεία καθυστέρησης της σοβιετικής κοινωνίας, αντιτάχθηκαν στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όταν στη βάση των βημάτων που είχαν πραγματοποιηθεί στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έμπαινε το ζήτημα της οριστικής κατάργησης των καπιταλιστικών σχέσεων και της προώθησης της κολεκτιβοποίησης στην αγροτική παραγωγή. Η αντίθεση αυτή στηριζόταν είτε στην αντίληψη πως η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ προϋπέθετε τη νίκη του σοσιαλισμού στην ανεπτυγμένη καπιταλιστικά Δύση (Τρότσκι) είτε στην αντίληψη που θεωρούσε μακρόχρονη τη συνύπαρξη των σοσιαλιστικών με τις καπιταλιστικές σχέσεις και ότι οι πρώτες θα νικούσουν τις δεύτερες μέσω της ανάπτυξης της αγοράς (Μπουχάριν).

Η διαπάλη με αυτές ή ανάλογες θέσεις δεν περιορίστηκε σε αυτές τις δεκαετίες, αλλά επεκτάθηκε σε όλο το χρονικό διάστημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Οχι τυχαία το 1988, στο πλαίσιο της «Περεστρόικα», ο Μπουχάριν αποκαταστάθηκε και ως φυσικό πρόσωπο (γιατί η αποκατάσταση ορισμένων αντιλήψεών του είχε προηγηθεί ήδη μετά το 20ό Συνέδριο με την επικράτηση των θέσεων του ρεύματος των «αγοραίων» οικονομολόγων και πολιτικών στελεχών40). Επίσης καθόλου τυχαία εκείνη την περίοδο εκπρόσωποι του «τροτσκιστικού» ρεύματος διεκδικούσαν επίμονα την αποκατάσταση και του Λ. Τρότσκι, τονίζοντας ιδιαίτερα πως η εικόνα του «υπερ-αριστερού» που είχε καλλιεργήσει τόσα χρόνια το ΚΚΣΕ ήταν εσφαλμένη41.

Η αποφασιστική αναμέτρηση με αυτά τα οπορτουνιστικά ρεύματα στις δεκαετίες 1920 και 1930 έδωσε τη δυνατότητα να πραγματοποιηθούν σημαντικά βήματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση (κολεκτιβοποίηση, κατάργηση της καπιταλιστικής σχέσης), έδωσε μια σημαντική ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, δημιούργησε τις προϋποθέσεις, ώστε η ΕΣΣΔ να αντικρούσει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και να βγει νικήτρια.

Η επίδραση όμως κοινωνικών δυνάμεων που αντιστρατεύονταν την περαιτέρω ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων συνεχίστηκε. Στο τέλος της δεκαετίας του 1940 και αρχές του 1950 θεωρητικές και πολιτικές θέσεις (ιδιαίτερα επηρεασμένες από το ρεύμα του Μπουχάριν) κέρδισαν έδαφος προκαλώντας οπισθοχώρηση στη διαδικασία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και τελικά κυριάρχησαν στην ηγεσία του ΚΚΣΕ και γενικά στο διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα μετά το 20ό Συνέδριο. Οι θέσεις αυτές εξέφραζαν μια νέα κοινωνική αντίσταση (κυρίως των κολχόζνικων αγροτών και των διευθυντικών στελεχών) απέναντι στην αναγκαιότητα να επεκταθούν και να επικρατήσουν πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις ιδιαίτερα στην αγροτική παραγωγή και στην κατανομή του κοινωνικού προϊόντος.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Κύριλλος Παπασταύρου είναι υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Λ. Τρότσκι: «Επίλογος» στη μπροσούρα «Το Πρόγραμμα Ειρήνης» (1922) μετάφραση από την αγγλική ιστοσελίδα: www.marxist.org

2. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 26. σελ. 362.

3. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 133.

4. Λ. Τρότσκι: «Ευρώπη - Αμερική» συλλογή κειμένων, «Τεταρτοδιεθνιστικές Εκδόσεις», Αθήνα 1981, σελ. 106 -107.

5. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 45, σελ. 302.

6. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 45, σελ. 309.

7. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 45, σελ. 370.

8. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 45, σελ. 373.

9. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 45, σελ. 376 -377.

10. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 45, σελ. 380.

11. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 45, σελ. 381.

12. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 43, σελ. 57.

13. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 43, σελ. 79.

14. Ι. Β. Στάλιν: «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 176-178.

15. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 36, σελ. 306.

16. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 42, σελ. 202-303.

17. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 42, σελ. 202-303.

18. Β. Ι. Λένιν: «Παρατηρήσεις στο βιβλίο του Ν. Ι. Μπουχάριν: Η οικονομία της μεταβατικής περιόδου», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή».

19. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 45, σελ. 336.

20. Λ. Τρότσκι: «Πρόλογος» στο βιβλίο «Το 1905», γράφτηκε το 1922. Περιέχεται στα «Ζητήματα Λενινισμού» του Ι. Β. Στάλιν, σελ. 107.

21. Ν. Μπουχάριν: «Ο δρόμος προς το σοσιαλισμό και η συμμαχία με την αγροτιά», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 70.

22. Ν. Μπουχάριν: «Ο δρόμος προς το σοσιαλισμό και η συμμαχία με την αγροτιά», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 71 και σελ. 54.

23. Η Πλατφόρμα της Ενωμένης Αντιπολίτευσης: μετάφραση από τα αγγλικά στην ιστοσελίδα: www.marxist.org

24. Ι. Β. Στάλιν: «Απαντα», τ. 10, σελ. 326.

25. Ι. Β. Στάλιν: «Απαντα», τ. 10, σελ. 322.

26. Ε. Μαντέλ: «Οι οικονομικές ιδέες του Τρότσκι και η ΕΣΣΔ σήμερα», 1991.

27. Λ. Τρότσκι: «Η Σοβιετική οικονομία σε κίνδυνο», 22 Οκτωβρίου του 1932, εκδ. «Pamphlet Pioneer Publishers», New York; 1933. Αρχική δημοσίευση στην εφημερίδα «The Militant» κατά το Νοέμβριο και Δεκέμβριο. Πηγή: Η συλλογή της εφημερίδας «The Militant», της Εργατικής Βιβλιοθήκης του Holt.

28. Λ. Τρότσκι: «Η Σοβιετική οικονομία σε κίνδυνο», 22 Οκτωβρίου του 1932.

29. Η εκτίμηση αυτή στηριζόταν στη θέση πως η ΕΣΣΔ ήταν μια «μεταβατική κοινωνία», της οποίας οι νομοτέλειες «…διαφέρουν σημαντικά από αυτές του καπιταλισμού. Αλλά δε διαφέρουν λιγότερο από αυτές του σοσιαλισμού […]. Τα παραγωγικά πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού, η συγκέντρωση, η συγκεντροποίηση, η ενότητα καθοδηγούσας θέλησης είναι ασύγκριτα. Αλλά κατά τη λαθεμένη χρήση τους, ιδιαίτερα κατά τη γραφειοκρατική κατάχρηση, μπορούν να μεταμορφωθούν στο αντίθετό τους», Λ. Τρότσκι: «Η Σοβιετική οικονομία σε κίνδυνο», 22 Οκτωβρίου του 1932.

30. Λ. Τρότσκι: «Η Σοβιετική οικονομία σε κίνδυνο», 22 Οκτωβρίου του 1932.

31. Λ. Τρότσκι: «Η προδομένη επανάσταση», εκδ. «Αλλαγή», σελ. 186.

32. Ολο το κεφάλαιο με τίτλο «Η ήττα» του βιβλίου του Μίκλος Κουν: «Μπουχάριν», εκδ. «Θεμέλιο», σελ. 237-318, αναφέρεται στις διάφορες μυστικές συναντήσεις και συνωμοσίες στις οποίες συμμετείχαν και άλλοι όπως οι Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ κλπ. με στόχο την ανατροπή της σοβιετικής ηγεσίας.

33. Λ. Τρότσκι: «Η προδομένη επανάσταση», εκδ. «Αλλαγή», σελ. 231.

34. Λ. Τρότσκι: «Η προδομένη επανάσταση», εκδ. «Αλλαγή», σελ. 232.

35. «…όταν η κοινωνική δομή στη Σοβιετική Ενωση είχε ριζικά μεταβληθεί, η κοινωνική βάση για τις εχθρικές προς το κόμμα πολιτικές κατευθύνσεις και πολιτικούς σχηματισμούς είχε ραγδαία συρρικνωθεί, οι ιδεολογικοί αντίπαλοι του κόμματος είχαν από καιρό συντριβεί πολιτικά, άρχισαν οι διωγμοί εναντίον τους» Ν. Χρουστσιόφ: «Η “μυστική” έκθεση στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ», εκδ. «Θεμέλιο», σελ. 25-26.

36. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ. 189.

37. Ι. Β. Στάλιν: «Ζητήματα Λενινισμού», σελ. 290.

38. Ο Τζ. Λοβστόουν διετέλεσε στη συνέχεια πράκτορας της CIA και στέλεχος του αντικομμουνιστικού συνδικαλιστικού κινήματος των ΗΠΑ.

39. Ο Κ. Κίλμπομ θεωρείται σήμερα ως ένα από τα ιστορικά στελέχη της σουηδικής σοσιαλδημοκρατίας των δεκαετιών 1940 και 1950.

40. Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το Σοσιαλισμό, 18ο Συνέδριο, σελ. 17-19.

41. Χαρακτηριστική είναι η αρθρογραφία του Ερνεστ Μαντέλ εκείνη την περίοδο, ο οποίος ουσιαστικά στήριξε την πολιτική της «περεστρόικα» ως πολιτική άρσης του σταλινικού γραφειοκρατικού τυχοδιωκτισμού (δες Ε. Μαντέλ: «Οι οικονομικές ιδέες του Τρότσκι και η ΕΣΣΔ σήμερα», 1991, ιστοσελίδα: www.okde.gr). Επίσης το βιβλίο του Λ. Τρότσκι: «Η σταλινική σχολή της πλαστογραφίας», το 1990, με επιμέλεια του σοβιετικού καθηγητή Ιστορίας Αλεξάντρ Β. Πάντσοφ, ο οποίος στον πρόλογό του (που δημοσιεύεται και στην ελληνική έκδοση) προσπαθεί να ανασκευάσει αυτή την άποψη για τον τροτσκισμό. Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε πως η άποψη ότι ο τροτσκισμός είναι «αριστερίστικο» ρεύμα σε αντίθεση με το χαρακτηρισμό του ως σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση τη δεκαετία του 1920, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι από την ηγεσία του ΚΚΣΕ τις δεκαετίες του 1950 και 1960 χαρακτηριζόταν ως τροτσκισμός (και αργότερα ως μαοϊσμός, αριστερός δογματισμός) κάθε κριτική που γινόταν στη γραμμή που κυριάρχησε στο ΚΚΣΕ μετά το 20ό Συνέδριο.