Αυτή την περίοδο έκλεισαν αρκετά εργοστάσια, άλλα γιατί ο καπιταλιστής χρεοκόπησε από την κρίση, δεν άντεξε τον ανταγωνισμό, και άλλα γιατί επέλεξε να επενδύσει σε άλλο τομέα, που του αβγατίζει τα κέρδη. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα ΔΣ των συνδικάτων που πλειοψηφούν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ οργάνωσαν πολύμορφους αγώνες με καλή συμμετοχή, σε ορισμένες περιπτώσεις πολυήμερους ή πολύμηνους. Ανέδειξαν το δικαίωμα στη δουλειά, τις ευθύνες της κυβέρνησης και των άλλων κομμάτων, πρωτοστάτησαν για να μη χάσουν τίποτα από μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα οι εργάτες. Αυτά τα ζητήματα βοηθούσαν στην αγωνιστική συσπείρωση όλων των εργατών του συγκεκριμένου εργοστασίου, άσχετα από ιδεολογικές και πολιτικές απόψεις.
Αν όμως οι δυνάμεις του ΚΚΕ που είναι μέλη του ΔΣ και απλά μέλη του συνδικάτου μένουν μόνο σε αυτά και δεν αναδείξουν ότι το κλείσιμο του εργοστασίου και το πέταγμα των εργατών στο δρόμο είναι ένα από τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ιδιαίτερα την περίοδο της κρίσης, ότι αυτό οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους και δεν εξαρτάται από τη θέληση του κάθε καπιταλιστή, δε βοηθάνε τους εργάτες που συμμετέχουν στον αγώνα να δουν τον πραγματικό αντίπαλο, που είναι η αστική τάξη συνολικά και όχι ο κάθε καπιταλιστής ξεχωριστά. Χωρίς αυτόν τον απαιτητικό ιδεολογικοπολιτικό αγώνα, θα ενισχύονται οι αυταπάτες, ότι μπορεί με τον αγώνα να μην κλείσει το εργοστάσιο, δηλαδή να μπει ο καπιταλισμός σε τάξη και να πάψει η αναρχία στην παραγωγή. Επειδή όμως αυτό δε γίνεται, ο κίνδυνος της απογοήτευσης και αποστράτευσης σε ένα μεγάλο τμήμα εργατών μετά από έναν τέτοιο αγώνα είναι πολύ πιθανός και τέτοια παραδείγματα υπάρχουν.
Επομένως, αν μέσα στον αγώνα που γίνεται με αφορμή το κλείσιμο του εργοστασίου, οι κομμουνιστές του συνδικάτου δεν αξιοποιήσουν και αυτήν την «ευκαιρία», για να βοηθήσουν τον εργάτη να καταλάβει για ποιο λόγο το εργοστάσιο κλείνει, ότι τα εργοστάσια θα πάψουν να κλείνουν όταν φύγουν οι καπιταλιστές από τη μέση, δηλαδή στην Εργατική Εξουσία, όσο και αν το ΔΣ του σωματείου οξύνει την αντιεργοδοτική και αντικυβερνητική ρητορική του και τις μορφές πάλης, μετά τη λήξη του αγώνα τα βήματα στη συνείδηση θα είναι μικρά ή ανύπαρκτα ή θα υπάρχουν βήματα υποχώρησής της.
Την ίδια περίοδο, σε αρκετά εργοστάσια οι καπιταλιστές προχώρησαν σε συρρίκνωση του προσωπικού, είτε γιατί είχαν μείωση της παραγωγής λόγω της κρίσης είτε αξιοποίησαν την κρίση για να έχουν φθηνότερο εργατικό δυναμικό. Τα ΔΣ των συνδικάτων ανέδειξαν το σκληρό πρόσωπο της εργοδοσίας, οργάνωσαν και εδώ αγώνες για να αποτρέψουν τις απολύσεις και, σε περίπτωση που δεν μπορούσαν να τις αποτρέψουν, για να πάρουν κανονικά τους μισθούς, τις αποζημιώσεις κ.ά. Ορισμένες φορές, σε επιχειρήσεις που παρουσίαζαν κέρδη, προκειμένου να τραβήξουν όλους τους εργάτες στην πάλη, το αξιοποιούσαν λέγοντας ότι «η επιχείρηση είχε κέρδη, άρα κακώς μειώνει το προσωπικό». Αυτό βοηθούσε στο να τραβηχτούν οι εργαζόμενοι στην πάλη, από μόνο του όμως δε διαμορφώνει ταξική πολιτική συνείδηση, γιατί δεν αναδεικνύει το πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός. Χρειάζεται να συνδεθεί καλύτερα και με άλλα ζητήματα, όπως με το ωράριο εργασίας, το ύψος των μισθών, τις συνθήκες δουλειάς και άλλα. Διαφορετικά, θα καλλιεργείται η αυταπάτη πως, όταν η επιχείρηση βγάζει κέρδη, οι εργάτες θα έχουν σίγουρη δουλειά και θα αυξάνεται το κομμάτι που θα παίρνουν από την πίτα ή, όταν δεν έχει κέρδη, να κατανοείται ως φυσιολογική η απόλυση και η μείωση του μισθού. Οι δυνάμεις του ΚΚΕ που είναι στα αντίστοιχα συνδικάτα θα πρέπει να οξύνουν τη διαπάλη μέσα στον αγώνα με τις άλλες δυνάμεις, να αποκαλύπτουν ότι ο εργοδότης πάντα θα χρησιμοποιεί τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες σε βάρος των εργαζομένων, θα αυξάνει το βαθμό εκμετάλλευσης για τους λιγότερους εργάτες που θα χρησιμοποιεί, θα κυνηγάει το πρόσθετο κέρδος, μεγαλύτερο μερίδιο στην καπιταλιστική αγορά. Ότι τα κέρδη προέρχονται από τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων, από τη συρρίκνωση εργατικών δικαιωμάτων, «πατάνε» πάνω στην ανεργία. Αυτή η απαραίτητη ιδεολογική παρέμβαση είναι δύσκολη, θα πρέπει να γίνεται απλά και κατανοητά, να αξιοποιεί την πείρα των εργαζομένων από τον ίδιο χώρο δουλειάς και τον κλάδο, να τους βοηθά να διαμορφώνουν και να αναπτύσσουν ταξικό πολιτικό κριτήριο.
Σε ορισμένες από τις συναντήσεις του ΔΣ του σωματείου της ΣΟΦΤΕΞ με τον εκπρόσωπο του υπουργείου Εργασίας με αφορμή τη δήλωση της εργοδοσίας ότι «θα κλείσει το εργοστάσιο», τους έλεγε: «Γιατί δεν το παίρνετε εσείς το εργοστάσιο, να το δουλέψετε 2-3 χρόνια, να πληρώσετε τα χρέη και μετά να παίρνετε εσείς τα κέρδη». Αυτό σε ορισμένους εργαζόμενους «ακούγεται ωραία στ’ αφτιά» και δε διακρίνουν την παγίδα. Νομίζουν ότι θα γίνουν αφεντικά, το ταυτίζουν με αυτό που παλεύει το ΚΚΕ και διεκδικεί με το δικό του τρόπο το ταξικά προσανατολισμένο συνδικαλιστικό κίνημα, δηλαδή «να πάρουν οι εργάτες τα εργοστάσια στα χέρια τους, να τα βάλουν να δουλέψουν σχεδιασμένα με κριτήριο τις ανάγκες των εργατών και όχι το κέρδος των καπιταλιστών».
Το υπουργείο Εργασίας, μαζί με τις άλλες δυνάμεις, στήνουν τέτοιες παγίδες και σε εργαζόμενους άλλων εργοστασίων που πάνε για κλείσιμο. Αν τα ΔΣ των σωματείων δεν απαντήσουν σε αυτό, μένοντας μόνο στο βασικό αίτημα της «επαναλειτουργίας της επιχείρησης» και στον καθορισμό διάφορων αγωνιστικών ενεργειών, αν δεν εξηγήσουν ότι για να δουλέψει ένα εργοστάσιο υπέρ των συμφερόντων των εργατών προϋποθέτει την κατάκτηση από την εργατική τάξη της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας συνολικά, ότι η «αυτοδιαχείριση» και όλες οι μορφές της «Κοινωνικής Οικονομίας» είναι και αυτές μορφές καπιταλιστικής διαχείρισης, ότι οι αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις θα ξανάρθουν στα χέρια των καπιταλιστών και του κράτους τους, οι εργάτες θα παγιδεύονται στις διαχειριστικές λογικές. Αν οι κομμουνιστές που είναι στα ΔΣ δεν αρπάξουν την ευκαιρία για να αναδείξουν ορισμένες βασικές πλευρές για το πώς μπορεί να υλοποιηθεί το σύνθημα που πολλοί εργάτες ασπάζονται, «εργάτη, μπορείς χωρίς αφεντικά», αν συνολικά οι δυνάμεις του ΚΚΕ στους αντίστοιχους χώρους δεν αρπάξουν την ευκαιρία να αναδείξουν την ανάγκη συνολικής ανατροπής της αστικής τάξης, θα αφήσουν ελεύθερο έδαφος για να προχωράει η λογική της «αυτοδιαχείρισης», δηλαδή της ενσωμάτωσης, να γίνεται αίτημα πάλης των εργατών με τη χρησιμοποίηση ακόμα και ανεβασμένων μορφών πάλης, όπως, για παράδειγμα, η κατάληψη.
Μέσα στη συνολική άσχημη κατάσταση που υπάρχει σε όλους τους κλάδους, υπάρχουν χώροι με πιο οξυμμένα προβλήματα, είτε γιατί ο εργοδότης τους έχει μήνες απλήρωτους είτε γιατί τους μείωσε και άλλο τους μισθούς είτε γιατί τους βάζει να δουλεύουν παραπάνω ώρες χωρίς αμοιβή. Τα ΔΣ των συνδικάτων σωστά προσπάθησαν και συνεχίζουν να προσπαθούν με βάση τα οξυμμένα προβλήματα του κάθε χώρου να οργανώσουν την πάλη, βρίσκοντας τον κατάλληλο κρίκο και διαμορφώνοντας το κατάλληλο αίτημα. Αυτό βοηθάει στο να υπάρχει μαζική συμμετοχή άσχετα από διαφορετικές αντιλήψεις και απόψεις που υπάρχουν ανάμεσα στους εργάτες. Αν όμως οι κομμουνιστές μέσα σε αυτήν την πάλη δεν αναδεικνύουν ότι η πραγματικότητα του κάθε χώρου είναι μέρος της συνολικής καπιταλιστικής πραγματικότητας που πρέπει να ανατραπεί, όσο και αν καταγγέλλεται ο εργοδότης και η κυβέρνηση, δεν οδηγεί σε αντίστοιχα βήματα στην ιδεολογική και οργανωτική ανασύνταξη του εργατικού κινήματος. Χωρίς να επιδιώκεται, καλλιεργείται συντεχνιασμός, δημιουργείται η αντίληψη του «κακού εργοδότη» και της «κακής κυβέρνησης», του «εφικτού», του «να εξαιρεθούμε εμείς», δε διαμορφώνεται ταξική πολιτική συνείδηση.
Εμείς θα πρέπει συνεχώς να αναδεικνύουμε και να τεκμηριώνουμε την ανάγκη οι αγώνες ξεχωριστών χώρων δουλειάς να παίρνουν κλαδική διάσταση και οι κλαδικοί και πανεργατικοί αγώνες να στηρίζονται απ’ όλους τους χώρους των κλάδων, ιδιαίτερα των στρατηγικής σημασίας, γνωρίζοντας ότι αυτό στις σημερινές συνθήκες είναι πολύ δύσκολο, ότι στον καπιταλισμό η συντεχνιακή αντίληψη δεν μπορεί να εκλείψει πλήρως. Η πείρα έχει δείξει πως η αστική τάξη δε φοβάται την επιμέρους αντιπαράθεση και την αποσπασματικότητα της πάλης, το αν κάποιο μέλος της «κακοχαρακτηριστεί», και «θυσιαστεί», γιατί αυτήν την πάλη μπορεί να την ενσωματώσει. Ακόμα και αν κάποιος εργοδότης αναγκαστεί να υλοποιήσει κάποια από τα αιτήματα του αγώνα, έχει πολλές πιθανότητες να το παρουσιάσει στη συνέχεια ως δική του παραχώρηση. Αυτό που φοβάται είναι την εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεση, η οποία την εκθέτει συνολικά ως τάξη και κάνει πιο καθαρή την ανάγκη ανατροπής της. Αυτός ο αγώνας δημιουργεί προϋποθέσεις για να εξασφαλίζεται η συνέχεια, να αντιμετωπίζεται ο εφησυχασμός μετά την ικανοποίηση ορισμένων αιτημάτων, η απογοήτευση και η κούραση αν δεν κερδίζεται τίποτα.
Πέρα όμως από τους χώρους όπου οι μισθοί και το μεροκάματο έπεσαν πολύ χαμηλά και οι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν οξυμμένα προβλήματα, υπάρχουν και χώροι που κρατήθηκαν σε ένα σχετικά καλύτερο επίπεδο, όπως στα ΕΛΠΕ, στη ΔΕΗ, στην ΕΥΔΑΠ, σε χώρους της Φαρμακοβιομηχανίας, των Ποτών κ.α. Πρόκειται για μεγάλους χώρους δουλειάς και σε κλάδους στρατηγικής σημασίας, με χιλιάδες εργαζόμενους. Οι εργαζόμενοι αυτών των χώρων, βλέποντας και την πολύ άσχημη κατάσταση των εργαζόμενων στους άλλους χώρους, τις στρατιές των ανέργων, παρά τις όποιες απώλειες είχαν και αυτοί την περίοδο της κρίσης, αισθάνονται «τυχεροί», πιο δύσκολα συμμετέχουν στον αγώνα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει αγώνας, γιατί μην ξεχνάμε ότι σε ορισμένους από αυτούς τους χώρους, ακόμα και σε περιόδους που δεν υπήρχε γενικότερη αγωνιστική κινητικότητα, έγιναν κινητοποιήσεις για τις συμβάσεις και τους μισθούς.
Αν εδώ οι δυνάμεις του ΚΚΕ που είναι στα επιχειρησιακά σωματεία αυτών των χώρων, και τα οποία ελέγχονται από τον εργοδοτικό κυβερνητικό συνδικαλισμό και την εργατική αριστοκρατία, ψάχνουν μόνο να βρουν «τα οξυμμένα προβλήματα του χώρου» και δεν ανοίξουν τη συζήτηση με βάση τις σύγχρονες ανάγκες, και όχι με το τι θεωρούν οι αστοί και οι δυνάμεις του καπιταλιστικού μονόδρομου οξυμμένο πρόβλημα και με το ποιον θεωρούν σήμερα φτωχό, παραβλέποντας τις σημερινές δυνατότητες της παραγωγής, της τεχνικής και της επιστήμης, δύσκολα θα προχωρήσει η οργάνωση της πάλης. Αν δε διευρύνουν το περιεχόμενο της διαπάλης και αντιπαράθεσης μέσα σε αυτά τα συνδικάτα με τα γενικότερα ζητήματα και αιτήματα πέρα από τους μισθούς, αν δεν ανεβάσουν το επίπεδο της ιδεολογικής διαπάλης και δεν οξύνουν το μέτωπο και με την εργατική αριστοκρατία που, παρά την όποια συρρίκνωσή της, σε αυτούς τους χώρους συνεχίζει να παραμένει ισχυρή, δεν πρόκειται να υπάρξει ανασύνταξη του κινήματος σε αυτούς τους χώρους.
Σε αυτούς τους χώρους, για παράδειγμα, μπορεί σήμερα να είναι δύσκολη η οργάνωση αγώνων, γιατί οι εργαζόμενοι παίρνουν καλύτερους μισθούς σε σχέση με άλλους, έχουν ακόμα ορισμένες άλλες εργοδοτικές παροχές, αυτό όμως δε σημαίνει ότι και το επόμενο διάστημα θα παραμείνει η ίδια κατάσταση, γιατί και εδώ προετοιμάζονται δυσμενείς αλλαγές. Η διοίκηση των ΕΛΠΕ, για παράδειγμα, έχει αρχίσει να προετοιμάζει το έδαφος για μειώσεις λέγοντας ότι «υπάρχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας με τα διυλιστήρια που βρίσκονται εκτός ΕΕ», ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί από την κυβέρνηση «να αλλάξει το νομικό καθεστώς για την προστασία του περιβάλλοντος, γιατί κοστίζει, δυσκολεύει τον ανταγωνισμό».
Ταυτόχρονα, δε σημαίνει ότι και τώρα οι εργαζόμενοι του χώρου δεν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα σε σχέση με τα ωράρια εργασίας, με την εντατικοποίηση της δουλειάς, με τις ανθυγιεινές και επικίνδυνες συνθήκες όπου τα εργατικά ατυχήματα είναι συχνά και σοβαρά, έξαρση των επαγγελματικών ασθενειών κ.ά.
Γι’ αυτό σε κάθε χώρο και κλάδο θα πρέπει να δουλεύουμε συγκεκριμένα με βάση τα δικά του χαρακτηριστικά και συνθήκες, χωρίς γενικότητες και αντιγραφές από χώρους που οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Σε αυτούς τους χώρους υπάρχουν και χαμηλόμισθα τμήματα εργαζόμενων, εργολαβικοί, που πρέπει στη δουλειά μας να ιεραρχηθούν και υπάρχουν μεγαλύτερες δυνατότητες. Σε αυτούς τους χώρους όπου η επιχείρηση είναι πιο οργανωμένη, που υπάρχουν εργαζόμενοι με ένα καλύτερο επίπεδο μόρφωσης και ειδίκευσης, μπορούν να κατανοήσουν καλύτερα πλευρές που έχουν σχέση με τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, το ίδιο και τους όρους για την κατάργησή της. Μπορούν να δουν καλύτερα το πώς αυτοί οι τομείς στο πλαίσιο της Εργατικής Εξουσίας θα μπορέσουν να δουλέψουν για την ικανοποίηση των εργατικών, λαϊκών αναγκών και όχι για τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων, όπως γίνεται τώρα.
Επομένως, χρειάζεται από τις δυνάμεις μας που δρουν στο αντίστοιχο συνδικάτο ανάλογη ιδεολογική και πολιτική δουλειά και όχι μόνο «να κυνηγάμε το πρόβλημα», άσχετα αν ακόμα δεν έχουν αποφασίσει να παλέψουν, να συγκρουστούν. Έτσι, θα μπορέσουν να διευρύνουν και να ισχυροποιήσουν σε αυτούς τους χώρους το τμήμα των πρωτοπόρων ταξικών δυνάμενων, ώστε, όταν υπάρξουν και οι κατάλληλες αντικειμενικές συνθήκες, να μπορέσουν να μπούνε μπροστά και να επιδράσουν στην οργάνωση και στην πολιτικοποίηση της πάλης. Επομένως, και εδώ υπάρχουν δυνατότητες να γίνουν βήματα στην ανασύνταξη, γιατί εμείς, όταν μιλάμε για το κίνημα, σε καμία περίπτωση δεν το ταυτίζουμε με έναν αγώνα ή μία κινητοποίηση ανάλογα με το ξέσπασμα του ενός ή του άλλου προβλήματος στο εργοστάσιο, στον κλάδο, που εξαντλείται στη συμμετοχή στις αρχαιρεσίες ή και σε κάποιες απεργίες, κινητοποιήσεις.
Στα χρόνια της κρίσης προχώρησε πιο γρήγορα η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, που συνοδεύτηκε με κλείσιμο εργοστασίων, με εξαγορές και συγχωνεύσεις, με μείωση του προσωπικού και απολύσεις, με χειροτέρεμα των εργασιακών συνθηκών και αμοιβών. Τα αντίστοιχα ΔΣ των συνδικάτων με ανακοινώσεις τους προειδοποίησαν έγκαιρα για τις συνέπειες, κάλεσαν τους εργαζόμενους να οργανωθούν και να παλέψουν στις νέες συνθήκες. Στις περισσότερες περιπτώσεις διαμόρφωσαν τα αντίστοιχα αιτήματα να μη γίνουν απολύσεις, μειώσεις μισθών για την προστασία αυτών που απολύθηκαν, οργάνωσαν αγώνες με διάφορες μορφές, με διάρκεια, με σχεδόν καθολική συμμετοχή των εργαζόμενων κ.ά.
Το φαινόμενο όμως της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, της συγχώνευσης και εξαγοράς επιχειρήσεων, που συνοδεύεται με κλεισίματα, απολύσεις κ.ά., είναι σύμφυτο με την καπιταλιστική κρίση, με τους στόχους της ανταγωνιστικότητας, της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των επενδύσεων, με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής γενικότερα. Δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιό του, παρά μόνο όταν η Εργατική Τάξη πάρει από τα χέρια των καπιταλιστών τα εργοστάσια, όλα τα κλειδιά της οικονομίας και την πολιτική εξουσία. Αυτήν την αλήθεια οι κομμουνιστές που είναι στα ΔΣ θα πρέπει με ανάλογο τρόπο να την αναδεικνύουν, να την τεκμηριώνουν με παραδείγματα από τον ίδιο τον κλάδο. Ταυτόχρονα, όλες μας οι δυνάμεις θα πρέπει μέσα στον αγώνα να αναδεικνύουν ότι, για να μην κλείνουν τα εργοστάσια, για να υπάρχει κεντρικό σχέδιο για το τι θα παράγεται και πού θα παράγεται με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες των εργατών, χρειάζεται να αλλάξει χέρια η εξουσία και όχι η κυβερνητική διαχείριση. Αν αυτό δε γίνεται, ο αγώνας δε θα παίρνει εκείνα τα πολιτικά χαρακτηριστικά που θα βοηθούν στη διαμόρφωση ταξικής συνείδησης, οι εργάτες μετά από τη λήξη του θα απογοητεύονται, θα «αποστρατεύονται», θα επιδρά πιο εύκολα η λογική της «αναποτελεσματικότητας» των αγώνων, της «λαθολογίας», ακόμα και η αντιδραστική αντίληψη ότι «οι αγώνες κλείνουν τα εργοστάσια».
Αυτήν την περίοδο, λόγω και της κρίσης, ορισμένα μόνιμα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού πήραν μεγαλύτερες διαστάσεις, όπως, για παράδειγμα, αυτό της ανεργίας. Τα ΔΣ των συνδικάτων σωστά έριξαν βάρος στην αλληλεγγύη για τους ανέργους και διαμόρφωσαν μια σειρά αιτήματα για την επιβίωση και την ανακούφισή τους, για την προστασία της υγείας τους. Με βάση αυτά, προσπάθησαν να οργανώσουν την πάλη τους, γεγονός που πάντα είχε και έχει τις δικές του ιδιαίτερες δυσκολίες, γιατί εκεί που μπορεί να προχωράει πιο σταθερά και στέρεα η οργάνωση, ο αγώνας και η αλληλεγγύη, που υπάρχουν καλύτερες προϋποθέσεις για να υπάρχει συνέχεια, είναι ο χώρος δουλειάς. Αν όμως οι κομμουνιστές μέσα από την αγωνιστική δράση για την ανακούφιση των ανέργων και τα επιδόματα ανεργίας, δεν προβάλλουμε στόχους πάλης που αφορούν τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, την απαίτηση για ουσιαστικές αυξήσεις στους μισθούς και για ταυτόχρονη μείωση του ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, αιτήματα που βρίσκονται σε αντιπαράθεση με το στόχο αύξησης των κερδών του κεφαλαίου, αν ταυτόχρονα μέσα από αυτήν την πάλη δεν αναδεικνύουμε το κύριο, δηλαδή ότι η εξασφάλιση μόνιμης και σταθερής δουλειάς με δικαιώματα, ότι η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας μόνο στο πλαίσιο της Εργατικής Εξουσίας μπορεί να υπάρξει, δεν μπορεί η πάλη κατά της ανεργίας να γίνει υπόθεση του εργατικού κινήματος, να είναι συνεχής και να συσπειρώνει και τους ίδιους τους ανέργους, να παίρνει σωστά πολιτικά χαρακτηριστικά. Θα κυριαρχεί η αντίληψη των μειωμένων απαιτήσεων, της προσωρινής διεξόδου μέσω της ανακύκλωσης του προβλήματος με τα διάφορα επιδοτούμενα προγράμματα, του μικρότερου κακού. Ο αντίπαλος, μέσα από τους περισσότερους, πολυποίκιλους και πιο οργανωμένους μηχανισμούς διαχείρισης της ανεργίας που διαθέτει ιδιαίτερα σήμερα, θα εξαγοράζει και θα ενσωματώνει τους ανέργους μέσα από φιλανθρωπίες, συσσίτια, κουπόνια, από το μοίρασμα μιας θέσης εργασίας σε περισσότερους ανέργους.
Αυτήν την περίοδο, ένα από τα ζητήματα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας είναι το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα. Τα ΔΣ των συνδικάτων καθημερινά μέσα στους χώρους δουλειάς αναδεικνύουν τις αιτίες του προβλήματος και μέσα από την ανάπτυξη της αλληλεγγύης προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την άσχημη κατάσταση που βιώνουν οι πρόσφυγες και μετανάστες. Ταυτόχρονα, γύρω από αυτό το ζήτημα δραστηριοποιούνται και άλλες δυνάμεις, μιλάνε για το δράμα των προσφύγων, αναγνωρίζουν ότι είναι θύματα του πολέμου, διαμορφώνουν ανάλογα αιτήματα, προσφέρουν και υλική αλληλεγγύη. Σε πολλές επιχειρήσεις η ίδια η εργοδοσία οργανώνει εκδηλώσεις, συγκεντρώνει υλική βοήθεια προσπαθώντας να ξεπλύνει τη βαρβαρότητά της, να παρουσιάσει «ανθρώπινο πρόσωπο». Μέσα απ’ όλη αυτήν τη δραστηριότητα έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα αλληλεγγύης που ανακουφίζει τον πόνο των προσφύγων και ταυτόχρονα δυσκολεύει τη δράση των φασιστικών και αντιδραστικών δυνάμεων.
Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος όμως με τις σύγχρονες μορφές του συνεχίζεται, το προσφυγικό-μεταναστευτικό οξύνεται και αυτό συνεχώς, αξιοποιείται για να καλλιεργούνται φασιστικές και αντιδραστικές αντιλήψεις. Ήδη την ώρα που οι ιμπεριαλιστές συζητούν το σταμάτημα του πολέμου στη Συρία, έχουν ανοίξει τη συζήτηση για την ανάγκη νέας ιμπεριαλιστικής επέμβασης στη Λιβύη. Ενισχύουν τη δολοφονική πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ και προετοιμάζουν το έδαφος για νέες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και σε άλλες χώρες, δημιουργούνται προϋποθέσεις για γενικότερη πολεμική ανάφλεξη στην περιοχή και με τη συμμετοχή της Ελλάδας, αλλά και για απευθείας σύγκρουση ανάμεσα σε ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Γι’ αυτό η αναγκαία υλική αλληλεγγύη των συνδικάτων προς τους πρόσφυγες θα πρέπει να συνδυάζεται με ένταση της ιδεολογικής δουλειάς γύρω από το σύγχρονο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό δεν πρόκειται να πάψει να υπάρχει αν δεν πάψει να υπάρχει καπιταλισμός, που γεννά τους πολέμους και την εκμετάλλευση, την προσφυγιά και την ξενιτιά. Επομένως, η πάλη για την αντιμετώπιση των οξυμμένων προβλημάτων των προσφύγων θα πρέπει να δένεται με την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, να διαμορφώνει κριτήρια για τη στάση που πρέπει να κρατάει η εργατική τάξη απέναντι σε αυτόν, να αναδεικνύει γιατί η εργατική, λαϊκή πάλη σε όλες τις χώρες πρέπει να στοχεύει στην ανατροπή του καπιταλισμού. Κάθε προσπάθεια έξω από αυτήν τη γραμμή είναι αδιέξοδη, οδηγεί στη διαχείριση του προβλήματος υπέρ των συμφερόντων αυτών που το δημιούργησαν, δε διαμορφώνει αντικαπιταλιστική συνείδηση, αφήνει έδαφος στην κυβέρνηση να καπηλεύεται την εργατική, λαϊκή αλληλεγγύη και ταυτόχρονα να φορτώνει στους πρόσφυγες την ευθύνη για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες εργάτες.
Ως Κόμμα, στο πλαίσιο της συνολικής μας πρότασης έχουμε διαμορφώσει και τις επιμέρους προτάσεις μας για μια σειρά κλάδους και τομείς, όπως, για παράδειγμα, συγκρότηση «Ενιαίου Κρατικού Φορέα Ναυπηγικής Βιομηχανίας», «Ενιαίου Κρατικού Φορέα Ενέργειας», «Ενιαίου Κρατικού Φορέα παραγωγής-διακίνησης, εισαγωγής και έρευνας για το Φάρμακο» κ.ά. Αυτές όμως οι σωστές κομματικές προτάσεις, που η υλοποίησή τους μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο της Εργατικής Εξουσίας, όταν μπαίνουν από τα αντίστοιχα ΔΣ των συνδικάτων ξεκομμένα από τις κυρίαρχες σχέσεις ιδιοκτησίας, δε συμβάλλουν στη σωστή πολιτικοποίηση της πάλης, στη δημιουργία αντικαπιταλιστικής συνείδησης. Αντίθετα, δημιουργούν συγχύσεις και αυταπάτες, ότι μπορεί στο πλαίσιο του καπιταλισμού να λειτουργήσουν κρατικά μονοπώλια και κρατικοί οργανισμοί προς όφελος των εργατών, του λαού γενικότερα. Έτσι, χωρίς να το θέλουν, ρίχνουν νερό στο μύλο διάφορων ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, που προτείνουν ένα άλλο μίγμα διαχείρισης εξόδου από την κρίση, με μεγαλύτερο μερίδιο του αστικού κράτους σε αυτές τις επιχειρήσεις, στη διοίκηση των οργανισμών ή και αποκλειστικά κάποια κρατικά μονοπώλια, με την ενίσχυση του Δημόσιου Τομέα γενικότερα. Αντί τέτοιες προτάσεις να αξιοποιούνται για να δείχνουν πιο καθαρά την ανάγκη ανατροπής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δημιουργούν αυταπάτες ότι μέσω της δημιουργίας κρατικών επιχειρήσεων μπορεί να αλλάξει ο εκμεταλλευτικός τους χαρακτήρας.
Γι’ αυτό, οι κομμουνιστές που είναι στα ΔΣ και μέλη αυτών των συνδικάτων θα πρέπει να αντιπαλεύουν ολοκληρωμένα αυτά τα ζητήματα, που έχουν σχέση είτε με την περισσότερη παρέμβαση του κράτους είτε με την παραπέρα ιδιωτικοποίηση, στην κατεύθυνση που φωτίζουν τα υλικά της διημερίδας της ΚΕ.
«…δεν αντιπαλεύουμε τις ιδιωτικοποιήσεις υψώνοντας τη σημαία του χτες, ζητώντας δηλαδή την επιστροφή στις παλιές κρατικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αλλά με τη σημαία του αύριο για επιχειρήσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας της εργατικής εξουσίας, με τη σημαία της ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών. Αυτό δε σημαίνει ότι αδιαφορούμε σήμερα για τις άμεσες συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων στις εργασιακές σχέσεις και στους μισθούς των εργαζόμενων σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, για τις νέες επιβαρύνσεις της λαϊκής οικογένειας, για την προστασία του περιβάλλοντος. Πρωταγωνιστούμε στην πάλη για όλα αυτά, αλλά δε χωρίζουμε, δεν αποκόπτουμε τις σημερινές μάχες από τη διέξοδο που προτείνουμε, από τον ταξικό πόλεμο που θέλουμε να κερδίσουμε»12.
Το γεγονός ότι οι εργατικοί συνδικαλιστικοί αγώνες, που έγιναν την περίοδο της κρίσης, δεν έφεραν τα αναμενόμενα άμεσα αποτελέσματα, δεν απέτρεψαν την ιδεολογική και οργανωτική υποχώρηση του εργατικού κινήματος, σε ένα τμήμα εργατών που συμμετείχε σε αυτούς τους αγώνες έχει φέρει κούραση και απογοήτευση που ο αντίπαλος προσπαθεί να εκμεταλλευτεί. Για να μπουν αυτοί οι εργάτες και άλλοι που αισθάνονται έτσι στον αγώνα, να αποκτήσουν σταθερότητα, αντοχή και να αντέξουν το μακρόχρονο της πάλης, να υποστούν τις θυσίες που απαιτούνται, χρειάζεται ένταση της αυτοτελούς κομματικής δουλειάς με όλες τις μορφές, που θα βοηθά τους εργάτες να βλέπουν πού βρίσκεται η προοπτική και να πείθονται ότι υπάρχει πραγματικά ξέφωτο.
Ταυτόχρονα όμως οι κομμουνιστές θα πρέπει να συμβάλλουν ώστε και τα ΔΣ των συνδικάτων να ανεβάζουν το επίπεδο της ιδεολογικής τους παρέμβασης, να αναλαμβάνουν το δικό τους μερίδιο ευθύνης για να περάσει το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε οργανωμένη μαζική αντεπίθεση με ιδεολογικές και πολιτικές στοχεύσεις. Να βοηθήσουν τα ΔΣ μέσα από τις ανακοινώσεις τους, πέρα από τα καλύτερα και περισσότερα αιτήματα, να ανοίγουν γενικότερα ζητήματα, για το τι έδωσαν οι αγώνες που έγιναν, γιατί δεν μπόρεσαν να δώσουν παραπάνω, το τι εργατικό κίνημα χρειάζεται. Να ανοίγουν ιδεολογικό μέτωπο με το χαμήλωμα του πήχη των απαιτήσεων, τη λογική του μικρότερου κακού, με τις εκλογικές αυταπάτες, με το φόβο της σύγκρουσης. Να αναδεικνύουν το σύγχρονο περιεχόμενο της φτώχειας με βάση τις σημερινές δυνατότητες και ανάγκες, να διευρύνουν το περιεχόμενο της παρέμβασής τους με όλα τα ζητήματα που αφορούν την εργατική, λαϊκή οικογένεια, να εμπλουτίσουν τις μορφές δράσης τους. «Είναι ζήτημα προσανατολισμού και πρόβλεψης, προετοιμασίας, όπου ο αγώνας λήξει, και μάλιστα χωρίς στοιχειώδη ικανοποίηση των αιτημάτων του, να μη θεωρηθεί αποτυχία του αγώνα, αλλά κραυγαλέα απόδειξη για την ανάγκη αντεπίθεσης, ρήξης και ανατροπής. Στο επίπεδο της εξουσίας, κραυγαλέα απόδειξη για το πόσο στενός κορσές αποτελούν για τα δικαιώματα των εργαζόμενων οι αναγκαιότητες της καπιταλιστικής παραγωγής»13. Αλλιώς, όσο καλά και αν περιγράφουν την άσχημη κατάσταση, όσο και καλά αν εξηγούν γιατί στο μέλλον τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα, όσο κι αν δυναμώνει η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση, όλα αυτά δεν αντιμετωπίζουν την κούραση και την απογοήτευση, δεν ξεσηκώνουν από μόνα τους αν δε δεθούν με τις βασικές μας ιδέες. Ακόμα κι αν ξεσηκώσουν, αυτό θα είναι προσωρινό, γρήγορα θα ξεφουσκώσουν.
Σήμερα όλες οι συνδικαλιστικές δυνάμεις προτείνουν διάφορες «φιλολαϊκές συνταγές εξόδου από την κρίση», είναι υπέρ της ανάπτυξης, της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», της «εθνικής παραγωγής», «των επενδύσεων», της «μεγαλύτερης παρέμβασης του κράτους», της «εξόδου από το ευρώ», «το χτύπημα της διαφθοράς και της διαπλοκής», κ.ά. Όλες αυτές οι «συνταγές», που είναι δοκιμασμένες και αποτελούν στόχους της αστικής τάξης, κρύβουν την αλήθεια, δηλαδή ότι δεν υπάρχει φιλολαϊκή διέξοδος από την κρίση, και επιδρούν στη συνείδηση των εργατών.
Γι’ αυτό εμείς λέμε ότι η παρέμβαση των κομμουνιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα «δεν πρέπει να περιορίζεται στην παρουσίαση των προβλημάτων ή στην καταγγελία των αντιπάλων ή στην προβολή ορισμένων αιτημάτων και προτάσεων για τα προβλήματα των εργαζόμενων. Χρειάζεται να αποκαλύπτει στους εργαζόμενους το μηχανισμό της εκμετάλλευσης, της παραγωγής υπεραξίας, να διαπαιδαγωγεί την εργατική τάξη στην ασυμφιλίωτη πάλη με το κεφάλαιο, με αυτήν την κατεύθυνση να διαμορφώνει τα αιτήματά της. Να αποκαλύπτει ότι η καπιταλιστική κρίση είναι προϊόν υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων, του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Να ανοίγει σφοδρό μέτωπο με την αστική διαχείριση σε όλες τις παραλλαγές της, την κλασική νεοφιλελεύθερη ή τη σοσιαλδημοκρατική, στην Ευρωζώνη και στην υπόλοιπη ΕΕ, που είναι ιμπεριαλιστικές ενώσεις συνυπεύθυνες για τη νέα αύξηση της φτώχειας και της εξαθλίωσης, για την ένταση της κρατικής βίας και της καταστολής. Να προβάλλονται αιτήματα που συγκρούονται με την καπιταλιστική κερδοφορία»14. Αν αυτό δε γίνεται, δε θα κατανοείται ότι η ανάπτυξη έφερε την κρίση, ότι είναι μόνιμο χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση θα στρέφεται ενάντια στα «ανίκανα κόμματα», στους «πολιτικούς που τα τρώνε», δηλαδή στο να αλλάζουν οι διαχειριστές και να μένει στο απυρόβλητο η εργοδοσία, η αστική τάξη συνολικότερα. Δε θα κατανοείται ότι η «φιλολαϊκή διέξοδος», που όλοι τους επικαλούνται, δένεται με την πάλη για την αλλαγή τάξης στην εξουσία και θα αφήνεται έδαφος για καλλιέργεια αυταπατών, συγχύσεων, κοινοβουλευτικών αυταπατών, οι εργάτες θα ασπάζονται τους στόχους της αστικής τάξης.
Αυτό το διάστημα, η κυβέρνηση και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, μέσα από τους σκυλοκαβγάδες τους, προετοιμάζουν το έδαφος για τα νέα αντεργατικά μέτρα στις εργασιακές σχέσεις, στο συνδικαλιστικό νόμο, που είναι και προαπαιτούμενα για τη νέα αξιολόγηση. Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει, όπως και με τα προηγούμενα μέτρα, να εμφανίσει το άσπρο μαύρο, ότι «δίνει μάχες» για να επαναλειτουργήσει «το θεσμό των Συλλογικών Συμβάσεων», «να βάλει τάξη στην εργασιακή ζούγκλα», κρύβοντας ότι έχει στόχο να μονιμοποιήσει την εργασιακή ζούγκλα μέσα από την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων μέσα από «ελεύθερες διαπραγματεύσεις», ώστε να το επικαλείται όπως τώρα επικαλείται το αποτέλεσμα των εκλογών, λέγοντας «ότι ο λαός έχει εγκρίνει την πολιτική μας». Η ύπαρξη Συλλογικών Συμβάσεων είναι σημαντικό ζήτημα που το ταξικό εργατικό κίνημα δεν πρέπει να παραβλέπει, δεν είναι όμως αυτοσκοπός και γι’ αυτό δε θα πρέπει με πρόσχημα την υπεράσπιση του θεσμού να υπογράφονται μισθοί και μεροκάματα πείνας, να νομιμοποιείται η διασπαστική πολιτική του κεφαλαίου, ο διαχωρισμός των εργατών ενός χώρου και κλάδου με βάση την ηλικία, το αν είναι μόνιμος ή εργολαβικός. Η μάχη για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων είναι μια ιδεολογική και οργανωτική μάχη για την ανασύνταξη και όχι μόνο συναντήσεις και διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία. Είναι σύγκρουση με την καπιταλιστική ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία, με τις μειωμένες απαιτήσεις και τη λογική του μικρότερου κακού, του «ρεαλισμού». Είναι μάχη με τις δυνάμεις του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού που στο όνομα της υπεράσπισης του θεσμού, το να υπάρχει συλλογική σύμβαση, προβάλλουν τη λογική να υπογράψουμε ότι να ’ναι και όχι να παλέψουμε για την κάλυψη των απωλειών που είχαν οι εργαζόμενοι από το 2010 μέχρι σήμερα, που για τις ταξικές δυνάμεις δεν είναι το ιδανικό, αλλά το λιγότερο που σήμερα πρέπει να διεκδικήσουν ως απάντηση σε αυτά που λέει η κυβέρνηση περί «δίκαιης ανάπτυξης, ότι έρχονται επενδύσεις, ότι γυρίζουμε σελίδα». Είναι μάχη που απαιτεί αντοχή, υπομονή, δουλειά με προοπτική. Έτσι θα συμβάλλει στην πολιτικοποίηση του εργατικού κινήματος, στην πραγματική αλλαγή των συσχετισμών και στη δημιουργία προϋποθέσεων για υπογραφή συμβάσεων που θα καλύπτουν τις απώλειες. Αλλιώς, με όσο καλό και επεξεργασμένο σχέδιο σύμβασης και να πας στους εργοδότες, αν δε νιώθουν την ανάσα του εργατικού κινήματος στο σβέρκο τους, αν δε νιώσουν ότι αμφισβητούνται τα ιερά και τα όσιά τους, θα συνεχίσουν να ακολουθούν παρελκυστική τακτική, στο όνομα της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας θα προτείνουν πιο χαμηλούς μισθούς και μεροκάματα, θα διευρύνουν το «διαίρει και βασίλευε» χωρίζοντας τους εργάτες σε κατηγορίες.