Δε θα προχωρήσουμε σε μια «εξαντλητική» παράθεση των ζητημάτων που περιλαμβάνονται στα κείμενα της Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή του Συνεδρίου του ΝΑΡ. Άλλωστε τα κείμενα αυτά αποτελούν σε μεγάλο βαθμό προϊόν συμβιβασμού και «παζαριού» διατυπώσεων. Θα περιοριστούμε σε μια κωδικοποίηση ορισμένων σημαντικών πλευρών και στην κριτική παρουσίαση ορισμένων θέσεων, όπως παρουσιάζονται τόσο μέσα από τις αποφάσεις όσο και από τη γενικότερη παρέμβαση αυτών των δυνάμεων.
Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
Η στάση του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ χαρακτηρίζεται σε γενικές γραμμές από απάρνηση του σοσιαλισμού και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του 20ού αιώνα και ουσιαστικά υιοθέτηση και προβολή πλευρών της αστικής αντισοβιετικής επιχειρηματολογίας και πολεμικής. Η στάση αυτή αναδείχτηκε γλαφυρά στις σχετικές παρεμβάσεις των δυνάμεων αυτών για την επέτειο των 100 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Το ΝΑΡ απορρίπτει τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα και αρνείται το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της ΕΣΣΔ. Υποστηρίζει ότι: «Ο “υπαρκτός σοσιαλισμός” αποτέλεσε έναν ιδιόμορφο τρόπο παραγωγής, ανέκδοτο ιστορικά. Ήταν εξαρχής μια κοινωνία με “ερώτημα μετάβασης”. Με διαταραγμένα ορισμένα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά δεν προσομοίαζε στον τυπικό καπιταλισμό»16.
Σύμφωνα με την προσέγγιση του ΝΑΡ, η ΕΣΣΔ διαμορφώθηκε στην πορεία ως εκμεταλλευτική κοινωνία: «Διαμορφώθηκαν νέες εκμεταλλευτικές δομές [...] η σοβιετική κοινωνία μετατράπηκε σε ταξική εκμεταλλευτική κοινωνία με ιδιότυπες καπιταλιστικές σχέσεις»17. Για τη διαμόρφωση του στρώματος που ήταν εκμεταλλευτικό προς την υπόλοιπη κοινωνία λένε: «Οι διαφορές στο εισόδημά του σε σχέση με εκείνες της εργαζόμενης πλειοψηφίας προκύπτουν από καλυμμένη οικειοποίηση των προϊόντων της εργασίας άλλων, από τη διαχείριση και μερική απόσπαση του υπερπροϊόντος. [...] Παρ’ ότι δε διαθέτει νομικά ιδιωτική ιδιοκτησία, στην ουσία αυτό το στρώμα διαθέτει μέσα παραγωγής, καθώς ασκεί τη διεύθυνση της παραγωγής, καθορίζει τη διάθεση του υπερπροϊόντος και συμπράττει στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων»18, ενώ δεν προσδιορίζεται με την παραμικρή σαφήνεια η χρονική περίοδος διαμόρφωσης αυτού του λεγόμενου «εκμεταλλευτικού στρώματος».
Οι θέσεις αυτές δεν εμφανίζονται ασφαλώς για πρώτη φορά τώρα. Έχουν διατυπωθεί σε μια πρώτη μορφή στο κείμενο των Θέσεων του ΝΑΡ για το 1ο Συνέδριό του το 1998. Εκεί το ΝΑΡ απορρίπτει κατηγορηματικά την ύπαρξη σοσιαλισμού, προσπαθώντας ταυτόχρονα να οριοθετηθεί σε σχέση με το χαρακτηρισμό της ΕΣΣΔ ως «κρατικού καπιταλισμού». Έτσι καταλήγει στην αντίληψη περί ύπαρξης μιας κοινωνίας με «παραποιημένα» καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, που είχε προδιαγεγραμμένη πορεία στο κλείσιμο του «ρήγματος» που άνοιξε η Οκτωβριανή Επανάσταση. Αυτό βέβαια δημιουργεί αρκετές δυσκολίες και αντιφάσεις στην ίδια τους την ανάλυση, όπως ο χαρακτήρας της συμμετοχής της ΕΣΣΔ στο Β΄ Παγκόσμιο. Αν δηλαδή η ΕΣΣΔ ήταν μια «εκμεταλλευτική κοινωνία» και δεν εμφανίστηκαν σοσιαλιστικές σχέσεις, όπως υποστηρίζει το ΝΑΡ, τότε τι χαρακτήρα είχε η σύγκρουση του Κόκκινου Στρατού με το ναζισμό; Ή μήπως ήταν απλά δύο στρατοί «εκμεταλλευτικών» συστημάτων; Και ποια η στάση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος σε μια τέτοια σύγκρουση; Το ίδιο ισχύει και με την ερμηνεία του 20ού Συνεδρίου και στη συνέχεια της Περεστρόικα, που εμφανίζονται υποβαθμισμένα ως μοιραία κατάληξη μια πορείας που ήδη είχε χαραχτεί νωρίτερα, από τη δεκαετία του 1930.
Το ΣΕΚ με τη σειρά του κατηγορεί το ΚΚΕ ότι «εξωραΐζει τη δεκαετία του 1930 στην ΕΣΣΔ ως σοσιαλιστική οικοδόμηση», ενώ –όπως αναφέρει– την περίοδο του Στάλιν πραγματοποιήθηκαν «αντεπαναστατικές ανατροπές» και ο «εναγκαλισμός της κρατικής γραφειοκρατίας με την κομματική με τη μορφή του σταλινισμού».19 Το ΣΕΚ χαρακτηρίζει ανοιχτά την ΕΣΣΔ ως «κρατικό καπιταλισμό». Η θέση τους αδυνατεί να απαντήσει ακόμη και στο ερώτημα με ποια μεθοδολογία και με ποιες οικονομικές κατηγορίες χαρακτηρίζεται ως καπιταλιστική μια κοινωνία στην οποία, ως αποτέλεσμα της κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής (γεγονός που δεν αρνούνται ούτε οι εχθροί του σοσιαλισμού), δεν υπάρχει εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας, ούτε και παραγωγή υπεραξίας.
Όλα αυτά βέβαια δεν είναι νέα ζητήματα, ειδικά για το τροτσκιστικό ρεύμα, αφού αποτέλεσαν αντικείμενο διαπάλης και υπονομευτικής δράσης στη Σοβιετική Ρωσία την περίοδο των πρώτων δεκαετιών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ενώ αναπτύχθηκαν περαιτέρω στη μετέπειτα πολεμική του τροτσκισμού. Υπενθυμίζουμε, π.χ., ότι το ΣΕΚ χαρακτηρίζει τις αντεπαναστατικές απόπειρες σε Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία το 1956 και 1968 αντίστοιχα –οι οποίες είχαν την πλήρη στήριξη των αστικών κρατών– ως «εργατικές επαναστάσεις», ταυτιζόμενο με την αστική αντικομμουνιστική προπαγάνδα.
Αυτό που ουσιαστικά υποστηρίζει το ΝΑΡ και άλλες δυνάμεις του οπορτουνιστικού ρεύματος είναι η πλήρης καταδίκη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα, την οποία ουσιαστικά παρουσιάζουν ως «βαρίδι». Για παράδειγμα, σε άρθρο του «Ριζοσπάστη» όπου ασκούνταν κριτική στην αντιμετώπιση της επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης από το οπορτουνιστικό ρεύμα, το ΝΑΡ απάντησε με ακόμη «πιο επιθετική» απόρριψη του σοσιαλισμού γράφοντας: «Η υπεράσπιση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” από το ΚΚΕ δεν μπορεί να συμβάλει στο να γίνει και πάλι ο σοσιαλισμός και η απελευθερωτική προοπτική του κομμουνισμού μια απάντηση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα του σήμερα, ένα όραμα που θα κερδίζει τους καταπιεσμένους με την ελπίδα ενός πιο δίκαιου κόσμου [...] Η μάχη αυτή δεν μπορεί να αφορά ένα καλύτερο παρελθόν για το σοσιαλισμό, το οποίο μπορείς να αποδεχτείς ή να απορρίψεις, αλλά δεν μπορείς να αντιπαραθέσεις στη σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα...»20.
Οι απόψεις αυτές δε διατυπώνονται στη βάση επεξεργασιών και τεκμηρίωσης κάποιας συγκροτημένης θέσης για το σοσιαλισμό ή έστω ορισμένων στοιχείων σε αυτήν την κατεύθυνση. Στην ουσία οι αντιλήψεις αυτές που υιοθετεί το ΝΑΡ ενσωματώνουν πλευρές της αστικής πολεμικής απέναντι στο σοσιαλισμό (έλλειψη δημοκρατίας, αντισταλινισμός), και απόψεις που έχουν διατυπωθεί από μια βεντάλια δυνάμεων, από το τροτσκιστικό ρεύμα ως μια σειρά άλλους θεωρητικούς (φλερτάρισμα με τα περί κρατικού καπιταλισμού, διαμόρφωση εκμεταλλευτικών δομών στην ΕΣΣΔ, γραφειοκρατία κλπ.). Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να κολακεύουν τους εαυτούς τους παρουσιάζοντας ότι κάνουν κάποια «υπέρβαση» από ριζοσπαστική σκοπιά, στην ουσία όμως κάνουν υπόκλιση στην αντικομμουνιστική πολεμική. Επιπλέον είναι και υπεκφυγή, καθώς δεν εξετάζουν το θεωρητικό πυρήνα των προβλημάτων τα οποία θα προκύψουν και σε μια μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση, ούτε τοποθετούνται με σαφήνεια στην «καρδιά» του θέματος (ποιος είναι ο χαρακτήρας της ανώριμης βαθμίδας του κομμουνισμού, τι ισχύει με την εμπορευματική παραγωγή και το σχεδιασμό, πως γίνεται το ξεπέρασμα των στοιχείων ανωριμότητας, τι ισχύει με την εργατική εξουσία;).
Η μελλοντική σοσιαλιστική οικοδόμηση δε θα έχει βέβαια να αντιμετωπίσει ως «επανάληψη» τα ίδια ακριβώς προβλήματα που παρουσιάστηκαν στις ιστορικές συνθήκες των αρχών του 20ού αιώνα, αλλά θα έχει να αντιμετωπίσει την επεξεργασία πολιτικής στις δοσμένες συνθήκες με βάση τις γενικές νομοτέλειες του περάσματος στο σοσιαλισμό, της πάλης της νέας κοινωνίας απέναντι στο παλιό που λυσσαλέα παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, την ανάγκη σχεδιασμένης ανάπτυξης και εμβάθυνσης των νέων σχέσεων παραγωγής και κατανομής, την ανάγκη θεωρητικής εμβάθυνσης ώστε να καθοδηγείται η σοσιαλιστική οικοδόμηση, τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει ο υποκειμενικός παράγοντας κλπ. Η παράκαμψη αυτών των ζητημάτων είναι «διαφυγή» και όχι αντιμετώπιση του θέματος «προς τα μπροστά», είναι καθαρά οπορτουνιστική στάση.
Ο ΣΤΟΧΟΣ ΓΙΑ ΝΕΟ «ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ» ΚΟΜΜΑ
Το ΝΑΡ εδώ και κάποια χρόνια προβάλλει το στόχο για «νέο ΚΚ», ενώ από το 3ο του Συνέδριο (2013) μετονομάστηκε σε «ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση». Το θέμα αυτό ήταν από τα βασικά που απασχόλησαν το πρόσφατο συνέδριό του. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, δε γίνεται στην πραγματικότητα λόγος για ένα κόμμα με κομμουνιστικά χαρακτηριστικά, αλλά για ένα κόμμα που α) στο επίπεδο στρατηγικής δε μιλάει για σοσιαλιστική επανάσταση, δε θεμελιώνει τη δράση και το χαρακτήρα του στον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης και απαρνιέται ως «εκμεταλλευτική» κοινωνία το σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε, χωρίς μάλιστα να δίνει απαντήσεις ή να έχει επεξεργαστεί θεωρητικά συμπεράσματα, και β) στο επίπεδο των αρχών λειτουργίας συγκροτείται με πολυφωνία, ομαδοποιήσεις και αρχές μιας αστικής –ουσιαστικά– αντίληψης για τη δημοκρατία. Αυτό πάντως που παρουσιάζει ως κόμμα το ΝΑΡ δεν έχει σχέση με κομμουνιστικό, παρά μόνο ως γελοιογραφία.
Το όλο θέμα γύρω από το νέο «κόμμα», τόσο ως συζήτηση όσο και επί της ουσίας με τον τρόπο που μπαίνει από το ΝΑΡ, είναι απαύγασμα οπορτουνισμού και τυχοδιωκτισμού. Η απόρριψη της κομμουνιστικής ονομασίας επισφράγισε την «ιδρυτική» πράξη του ΝΑΡ στις αρχές της δεκαετίας του ’90, σε συνθήκες νίκης της αντεπανάστασης και αφόρητης πίεσης από την αστική τάξη προς το κομμουνιστικό κίνημα. Ήταν εποχή που ΚΚ άλλαζαν και τυπικά ονομασία, αποκήρυξαν τίτλους και σύμβολα, ο όρος «κομμουνιστικό» και το σφυροδρέπανο αντιμετωπίστηκαν εχθρικά από τις οπορτουνιστικές δυνάμεις που τα απαρνήθηκαν. Το ίδιο έκανε και το ΝΑΡ τότε, ενώ τώρα, 30 χρόνια μετά, επιχειρεί να χρησιμοποιήσει ευκαιριακά την κομμουνιστική ονομασία, σε μια συγκυρία που έχει ανοίξει η συζήτηση από άλλες οπορτουνιστικές ομάδες και τους φραξιονιστές που αποχώρησαν από το ΚΚΕ («Εργατικός Αγώνας», «Σύλλογος Κορδάτος» με τους οποίους το ΝΑΡ ζυμώνεται) για τη συγκρότηση νέου φορέα με «κομμουνιστική» ονομασία, ως παράγοντα αποτελεσματικότερης, όπως οι ίδιοι εκτιμούν, πίεσης και επίθεσης προς τη γραμμή του ΚΚΕ.
Στο επίπεδο της στρατηγικής επεξεργασίας έχουμε ήδη δει ότι το ΝΑΡ απορρίπτει το στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης, όπως επίσης απορρίπτει με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς το σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα και υποστηρίζει ότι αυτό το «νέο» κόμμα θα πρέπει να επιδιώκει ένα «νέο» κομμουνισμό (ο οποίος βέβαια δεν περιγράφεται) «και όχι [...] μια καλύτερη εκδοχή του “υπαρκτού σοσιαλισμού” και του “υπαρκτού κομμουνιστικού κινήματος” που ηττήθηκε» ή, όπως αλλού προσθέτουν, «το ζητούμενο δεν είναι η επαναφορά ενός αμφίσημου ή σκουριασμένου “Κ”»21.
Σε σχέση με τη φυσιογνωμία και τις αρχές συγκρότησης του νέου κόμματος αναφέρεται: «Η πρότασή μας για το κομμουνιστικό κόμμα της εποχής μας εμπεριέχει δημιουργικά την κριτική και την ανάγκη υπέρβασης του ηττημένου και μη επαναστατικού τελικά κομμουνιστικού κινήματος, που διαμορφώθηκε μέσα από την ήττα του επαναστατικού ρεύματος του Οκτώβρη και των άλλων μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων του 20ού αιώνα. Εκφράζει μια βαθιά κριτική και στις οργανωτικές μορφές συγκρότησής του».
Το ΝΑΡ απαρνιέται τις αρχές λειτουργίας, συγκρότησης και δράσης του επαναστατικού ΚΚ, όπως έχουν θεμελιωθεί από το μαρξισμό-λενινισμό. Απαρνιέται επίσης την πολύχρονη πείρα του επαναστατικού κινήματος, που καταδεικνύει ότι μόνο ένα λενινιστικό Κόμμα Νέου Τύπου μπορεί να οδηγήσει με επιτυχία την εργατική τάξη στη διεκδίκησης της εξουσίας. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός είναι θεμελιακή αρχή συγκρότησης του ΚΚ, είναι αδιαχώριστος, στενά και διαλεκτικά συνδεδεμένος με τον τελικό σκοπό και τη στρατηγική του.
Στον αντίποδα, το ΝΑΡ μιλάει για ένα κόμμα «νέο στη μορφή και στις αρχές» και συμπληρώνει: «Ούτε κόμμα-φρούριο, ούτε κόμμα-χυλός, ούτε κομματική αρτηριοσκλήρυνση, ούτε κινηματίστικη διάλυση και ελιτισμός». Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, η ιδεολογική-πολιτική ενότητα, η συνειδητή πειθαρχία και αυτοπειθαρχία, η συλλογικότητα, οι αρχές που μπορούν να εξασφαλίσουν τη συγκρότηση και τη δράση του Κόμματος σε όλες τις συνθήκες ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης απορρίπτονται ως «γραφειοκρατία», «ομοφωνίες νεκροταφείου» κλπ. Ως αρχές λειτουργίας παρουσιάζεται μια θολή αρχή δημοκρατίας (που βαφτίζεται «εργατική δημοκρατία»), η σύνθεση απόψεων (που προϋποθέτει ιδεολογική διαφοροποίηση, ομαδοποιήσεις και τάσεις μέσα σε ένα κόμμα) και γενικόλογες φράσεις για «ενότητα δράσης», που δε γίνεται αντιληπτό πως μπορεί να εξασφαλιστεί σε ένα κόμμα με τέτοια χαρακτηριστικά.
Η ΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ
Η τοποθέτηση του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αρχίζει και τελειώνει αναμασώντας αυταπάτες «για αποτροπή του πολέμου», ενώ (παρά τις όποιες αντιφατικές προσπάθειες προσαρμογής) δεν τοποθετείται για την περίπτωση μιας ενδεχόμενης εισβολής, ούτε παίρνει σαφή θέση στο θέμα της επιστράτευσης. Το κεντρικό σύνθημα που προβάλλει είναι: «Πάλη για την αποτροπή του πολέμου, για την ειρήνη και τη διεθνή συνεργασία των λαών, ενάντια στις αστικές τάξεις και τις κυβερνήσεις, τον ιμπεριαλισμό, τον εθνικισμό, το σκοταδισμό και το φασισμό»22. Δεν υπάρχει η παραμικρή κουβέντα για το με ποια κατεύθυνση και προοπτική παλεύει η εργατική τάξη σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου, ενώ ακόμη και μετά από ορισμένες διαφωνίες που εκφράστηκαν στη γραμμή της πλειοψηφίας του ΝΑΡ23 επιμένουν στις τοποθετήσεις τους ότι «με μια τέτοια γραμμή (σ.σ.: που προτείνει το ΝΑΡ) μπορεί να αποτραπεί η πορεία προς τον πόλεμο»24.
Το ΣΕΚ από τη μεριά του υποστηρίζει ότι «μπορούμε και πρέπει να παλέψουμε ενάντια στην απειλή ενός άδικου ελληνοτουρκικού πολέμου, απαιτώντας τη μονομερή απεμπλοκή από αυτές τις βρόμικες (σ.σ.: πολεμικές) εξορμήσεις»25, ενώ παίρνει μια πολύ θολή θέση, υποστηρίζοντας ότι μια ενδεχόμενη σύρραξη «τάχα θα γίνεται για την υπεράσπιση των συνόρων»26, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η υπεράσπιση των συνόρων είναι ζήτημα που δεν τους αφορά.
Σε ανακοινώσεις του λεγόμενου «Δικτύου Ελεύθερων Φαντάρων Σπάρτακος» (που εκφράζει τις δυνάμεις του χώρου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αναφέρεται ότι «δεν πολεμάμε για βραχονησίδες και πετρέλαια του Αιγαίου».
Για να δικαιολογήσουν την πασιφιστική γραμμή τους, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ασκούν πολεμική στην ανάδειξη από το ΚΚΕ της επιθετικότητας της τούρκικης αστικής τάξης, με τον ισχυρισμό ότι συγκαλύπτει τάχα τον ανταγωνισμό των δύο αστικών τάξεων και τις ευθύνες της ελληνικής αστικής τάξης.
Οι συγκεκριμένες θέσεις επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στο φόβο μπροστά στις εξελίξεις, ενώ αντικειμενικά εξυπηρετούν τελικά τα σχέδια της αστικής τάξης και των ΗΠΑ για αποδοχή και συνεκμετάλλευση των εγχώριων κοιτασμάτων και των νέων συμφωνιών ιμπεριαλιστικής ειρήνης με το πιστόλι στον κρόταφο (π.χ. ένταξη σε ΝΑΤΟ-ΕΕ, διευθέτηση ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο). Πώς αλλιώς να ερμηνευτεί η θέση που διατυπώνεται στην εφημερίδα του ΝΑΡ, η οποία υποστηρίζει λίγο-πολύ ότι το πρόβλημα βρίσκεται στο ότι η Ελλάδα «δεν έχει αποποιηθεί του δικαιώματος να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια»27; Τι άλλο μπορεί να σημαίνει ότι το ΝΑΡ, όπως και το ΣΕΚ, παίρνουν θέση υπέρ του μη καθορισμού ΑΟΖ από την πλευρά της Ελλάδας;
Ακόμη πιο προβληματική είναι η τοποθέτηση του ΝΑΡ ότι στην Κύπρο οι έρευνες για τους υδρογονάνθρακες έγιναν «χωρίς προσυνεννόηση και συμφωνία με τους Τουρκοκυπρίους», θέση που εμμέσως αναγνωρίζει κυριαρχικά δικαιώματα στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, με άλλα λόγια αναγνωρίζει ως κρατική οντότητα το προϊόν της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Επιπλέον, οι θέσεις αυτές διαμορφώνουν αυταπάτες, υπονοώντας ότι η επίτευξη συμφωνιών στο πλαίσιο μιας ιμπεριαλιστικής (και εξ ορισμού άδικης για τους λαούς) μοιρασιάς μπορούν δήθεν να εξασφαλίσουν ειρήνη.
Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αρνούμενες να διαχωρίσουν την πατρίδα της αστικής τάξης από την πατρίδα της εργατικής τάξης και του λαού, στην ουσία ανοίγουν το δρόμο ώστε να εγκλωβίζεται κάτω από τη σημαία της αστικής τάξης –ακόμη και της «Χρυσής Αυγής»– όποιος θέλει να υπερασπιστεί την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Οι θέσεις αυτές μαρτυρούν επίσης τεράστιες συγχύσεις ή σκόπιμες διαστρεβλώσεις γύρω από σημαντικά ζητήματα της ταξικής πάλης:
α) Η έναρξη του πολέμου, ακόμη περισσότερο ενός «θερμού επεισοδίου», δεν ισοδυναμεί με εκδήλωση επαναστατικής κατάστασης. Η διαπάλη με τη γραμμή της αστικής τάξης απαιτεί κλιμάκωση ανάλογα με την εξέλιξη του πολέμου. Ας σκεφτούμε πόσο χρονικό διάστημα χρειάστηκε για να εμφανιστεί επαναστατική κατάσταση στη Ρωσία μετά την κήρυξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1917 και στην Ελλάδα μετά την εισβολή και κατοχή του 1940-1941.
Το ΝΑΡ δεν μπορεί να μην αντιλαμβάνεται ότι ο αγώνας του εργατικού κινήματος σε τέτοιες συνθήκες περνάει από διαφορετικές φάσεις. Ούτε η γενικότερη κατάσταση, ούτε η κατάσταση του λαού είναι ίδια πριν τον πόλεμο, στο ξεκίνημα ενός πολέμου, στην εξέλιξη και διάρκειά του. Με σταθερούς και ενιαίους στόχους προσαρμόζεται η κλιμάκωση της δράσης, των συνθημάτων, της ζύμωσης, ώστε η αστική εξουσία, που έστειλε τους λαούς να αλληλοσκοτώνονται, να μη βγει «αλώβητη» από τον πόλεμο και να μην επιστρέψουμε στον αντιλαϊκό βάλτο της ιμπεριαλιστικής «ειρήνης» και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, με τον κίνδυνο ενός επόμενου πολέμου να συνεχίζει να επικρέμαται πάνω από το κεφάλι του λαού.
Το ΝΑΡ στην ουσία καλεί σε «πολεμική απεργία», λιποταξία από το βασικό πεδίο της ταξικής πάλης.
β) Η εναντίωση σε ξένη αστική τάξη ως εισβολέα αποτελεί προγραμματική θέση του ΚΚΕ και είναι προφανές γιατί τα κυριαρχικά δικαιώματα και ο εγχώριος πλούτος της χώρας αφορούν τις μελλοντικές δυνατότητες της εργατικής εξουσίας. Η σοσιαλιστική επανάσταση δε θα νικήσει ταυτόχρονα παγκόσμια, αλλά σε μία χώρα ή ομάδα χωρών. Οι κομμουνιστές μπαίνουν μπροστά για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του λαού και να οργανωθεί εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας σε περίπτωση ξένης κατοχής, με έπαθλο την εργατική εξουσία. Το ΚΚΕ δεν αδιαφορεί ούτε για το απαραβίαστο των συνόρων, ούτε για την «εδαφική ακεραιότητα» και τα «κυριαρχικά δικαιώματα». Γι’ αυτό και επιδιώκει να πρωταγωνιστήσει στη λαϊκή πάλη. Ούτε ακόμη αδιαφορεί γενικά για τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, τα κοιτάσματα πετρελαίου κλπ. Αδιαφορεί γι’ αυτά μόνο όποιος θεωρεί δεδομένο ότι είτε έτσι είτε αλλιώς κάποιο εγχώριο μονοπώλιο ή κάποια ExxonMobil θα τα εκμεταλλεύεται· μια λογική που ουσιαστικά διευκολύνει τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς «συνεκμετάλλευσης» του Αιγαίου υπό την ομπρέλα των ΝΑΤΟ-ΗΠΑ. Αδιαφορεί για όλα αυτά τελικά όποιος δε σκοπεύει να παλέψει για την εργατική εξουσία, που θα στηριχτεί στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας και θα τις αξιοποιήσει στο έπακρο για τη λαϊκή ευημερία.
γ) Η εναντίωση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο δε σημαίνει ότι το εργατικό κίνημα μιας χώρας μπορεί σε κάθε περίπτωση να αποτρέψει την εκδήλωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, όσο ισχυρό και αν είναι. Η εκδήλωση του πολέμου δεν εξαρτάται μόνο από τη δική μας αστική τάξη. Εξαρτάται κυρίως από την αντικειμενική όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Εκτός αν εννοείται η στήριξη του εργατικού κινήματος στη συνθηκολόγηση εκ των προτέρων της εγχώριας αστικής τάξης, στην παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, σε συμφωνία ιμπεριαλιστικής ειρήνης με το πιστόλι στον κρόταφο.
Εξαντλώντας τη θέση του στο σύνθημα της «αποτροπής του πολέμου», το ΝΑΡ προσπαθεί υποκριτικά να αποφύγει το φλέγον ερώτημα: «Τι κάνει» σε περίπτωση πολέμου, και πιο συγκεκριμένα –με βάση τα τωρινά δεδομένα– στην περίπτωση στρατιωτικής εισβολής; Ή μήπως το αποκλείουν ακόμη και ως ενδεχόμενο; Μια τέτοια γραμμή καταδικάζει το εργατικό κίνημα να βρεθεί απροετοίμαστο, βορά στους αστικούς σχεδιασμούς. Το οδηγεί σε σίγουρη ήττα σε μια περίοδο όξυνσης του αγώνα, αλλά πιθανότατα και της καταστολής. Σημαίνει παραίτηση στην πράξη από την ιδεολογική-πολιτική-οργανωτική προετοιμασία της εργατικής τάξης, που θα έχει ως αποτέλεσμα να συρθεί απλά στην ουρά της αστικής.
Η μη επεξεργασία γραμμής πριν τον πόλεμο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για το εργατικό κίνημα. Ο Κάουτσκι προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη σοσιαλσοβινιστική γραμμή που υιοθέτησε τελικά η γερμανική σοσιαλδημοκρατία την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και να παρουσιάσει ότι δεν ήταν σε αναντιστοιχία με τις αντιπολεμικές διακηρύξεις που έκανε πριν το ξέσπασμά του, λέγοντας ότι «ο διεθνής σοσιαλισμός είχε μεν ασχοληθεί με το ερώτημα της αποτροπής του πολέμου, όχι όμως και με το τι πρέπει να γίνει αφού ξεσπάσει ο πόλεμος»28.
δ) Αποτελεί ιδεαλιστική προσέγγιση του ΝΑΡ ότι, αν συγκαλύψει φραστικά την πραγματικότητα της επιθετικότητας της τουρκικής αστικής τάξης, αυτή δε θα επιδράσει αντικειμενικά στις συνειδήσεις και στη στάση του λαού. Ο ανταγωνισμός ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης έχει ιστορία δεκαετιών. Όμως οι στόχοι και κυρίως οι επιθετικές στρατιωτικές και διπλωματικές ενέργειες της τούρκικης αστικής τάξης έχουν κλιμάκωση την τελευταία διετία. Αντίστοιχα, η στάση της τουρκικής κυβέρνησης στο εσωτερικό της χώρας με ουσιαστικό καθεστώς στρατιωτικού νόμου προτάσσει την καταστολή σε σχέση με την ενσωμάτωση του κινήματος. Η ελληνική αστική τάξη επιμένει στη γραμμή συναίνεσης και εθνικής ενότητας στο εσωτερικό και φαίνεται να προτιμά μια νέα συμφωνία ιμπεριαλιστικής ειρήνης. Η συγκάλυψη αυτών των διαφορών δε βοηθά στην κατανόηση πώς εκδηλώνεται ο ανταγωνισμός των αστικών τάξεων τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν προετοιμάζει συγκεκριμένα την εργατική τάξη.
Σε τελευταία ανάλυση, η πασιφιστική γραμμή του ΝΑΡ είναι γραμμή ταξικής συνθηκολόγησης, αποδοχής επιλογών της αστικής τάξης με φιλειρηνικό, αντικαπιταλιστικό φραστικό περιτύλιγμα. Εξάλλου η επιστράτευση και η επιβολή στρατιωτικού νόμου δε θα είναι προαιρετική. Πίσω από αντικαπιταλιστικές γενικολογίες κρύβεται μια γραμμή που στέκεται σε πασιφιστικά καλέσματα, χωρίς την παραμικρή επεξεργασία για τα συγκεκριμένα καθήκοντα ώστε να στραφεί η εργατική τάξη ενάντια στον πραγματικό της αντίπαλο, που είναι η τάξη που την εκμεταλλεύεται, όπως και ενάντια στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που την στηρίζουν, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Στην πράξη είναι γραμμή παραίτησης από την ταξική πάλη.
Ο Λένιν, έχοντας ως σταθερή πυξίδα την πάλη της εργατικής τάξης για την εξουσία, έγραφε απέναντι στις τάσεις πασιφισμού που υπήρχαν σε διάφορα σοσιαλιστικά κόμματα την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου: «Η άρνηση της στρατιωτικής υπηρεσίας, η απεργία ενάντια στον πόλεμο κτλ. δεν είναι παρά ανοησία, ανίσχυρο και άνανδρο όνειρο άοπλου αγώνα ενάντια στην εξοπλισμένη αστική τάξη...»29.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΠΑΜΕ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στους χώρους που έχουν κάποια παρουσία (φοιτητικό κίνημα, εκπαιδευτικοί, Υγεία, μηχανικοί) από τη μία συμμετέχουν δραστήρια στην αντι-ΠΑΜΕ επίθεση, ενώ από την άλλη συχνά χρησιμοποιούν υποκριτικούς «φιλικούς εναγκαλισμούς» και καλέσματα «ενότητας δράσης». Η αντι-ΠΑΜΕ λογική που τους διακρίνει σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί και βάση για μια συσπείρωση χωρίς αρχές των πιο ετερόκλητων στοιχείων. Μπορεί στα «χαρτιά» το ΝΑΡ να ασκεί κριτική στη ΛΑΕ, στην «Πλεύση» και άλλους, στην πράξη όμως πρωταγωνιστεί σε Γενικές Συνελεύσεις σωματείων σε ένα συνονθύλευμα χωρίς αρχές, έχοντας σταθερό μέτωπο ενάντια στο πλαίσιο του ΠΑΜΕ (βλ., για παράδειγμα, τη στάση τους στο Σωματείο Μισθωτών Τεχνικών).
Το ΚΚΕ καταγγέλλεται σταθερά από τις διάφορες δυνάμεις του οπορτουνισμού ότι «αρνείται» κάθε συμμαχία. Το ζήτημα είναι όμως ότι μιλάμε στη βάση διαφορετικής αντίληψης για το τι είναι συμμαχία. Για το σύνολο των οπορτουνιστικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένου και του ΝΑΡ, η πολιτική συμμαχιών αντιμετωπίζεται κυρίως ως κοινή δράση πολιτικών οργανώσεων, συγκολλήσεις μεταξύ τους, ενότητα της «Αριστεράς» και συγκερασμού πολιτικών διαφωνιών. Για το ΚΚΕ η πολιτική συμμαχιών καθορίζεται με κοινωνικά κριτήρια, με βάση το ποιες κοινωνικές δυνάμεις μπορούν και πρέπει να συνενωθούν στον αντιμονοπωλιακό-αντικαπιταλιστικό αγώνα. Είναι κοινωνική συμμαχία και όχι μια συμμαχία πολιτικών δυνάμεων. Το ΚΚΕ βέβαια δρα μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό και λαϊκό κίνημα, μέσα στα όργανά του, με τα μέλη και τα στελέχη του, εκεί όπου δρουν και συμμετέχουν και άλλες πολιτικές δυνάμεις, προβάλλοντας τη γραμμή ολοκληρωμένης αντιπαράθεσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου, με τον κυβερνητικό-εργοδοτικό συνδικαλισμό ως αναγκαία γραμμή συσπείρωσης. Εκεί, μέσα από τη συζήτηση και τη διαπάλη μπορεί να συναντηθούν εργαζόμενοι στον αγώνα, είτε ανήκουν σε κάποιο πολιτικό κόμμα είτε όχι.
Η ταξική αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική γραμμή που προωθεί το ΚΚΕ στο κίνημα βαφτίζεται «σεχταρισμός», ενώ η δική τους γραμμή, που είναι μια γραμμή «σούπα» που χωράει τους πάντες, βαφτίζεται «αντικαπιταλιστική». Η αδυναμία άσκησης κριτικής φαίνεται και από τις αντιφάσεις: Το ΚΚΕ κατηγορείται ταυτόχρονα και για ρεφορμισμό και για μαξιμαλισμό, και για μη σύγκρουση και όταν παίρνει πρωτοβουλίες για ακτιβισμό, και για «ατελή» ρήξη με ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ αλλά και για «κομματικό» ΠΑΜΕ κλπ.
Μνημείο «τρικυμίας» αποτέλεσε για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ η πρόσφατη απεργία στις 30 Μάη, όπου με τη γραμμή της καλλιέργησε τεράστια σύγχυση, υπονομεύοντας ανοιχτά την επιτυχία της απεργίας. Το πρώτο που πρέπει να σχολιαστεί είναι ότι από τις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προβλήθηκαν τουλάχιστον τρεις-τέσσερις διαφορετικές γραμμές, υποστηρίζοντας από την ανοιχτή ή συγκαλυμμένη απεργοσπασία ως το «ξέπλυμα» των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, όπως άλλωστε κάνει σταθερά το ΣΕΚ, γεγονός που αποτελεί και σημείο τριβής εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Το ΝΑΡ κατήγγειλε την απεργία ως «απεργία των εργοδοτών», καλώντας ουσιαστικά σε καταψήφισή της. Όταν όμως πιεζόταν από τις ταξικές δυνάμεις που αναδείκνυαν αυτήν τη στάση ως απεργοσπασία, υποστήριζε ότι θα βρεθεί στο δρόμο, χωρίς όμως να καλεί σε απεργία. Δεν είναι τυχαίο ότι σε ιστοσελίδα που προβάλλει τις απόψεις του ΝΑΡ φιλοξενήθηκε η ανακοίνωση της αναρχοσυνδικαλιστικής «Ροσινάντε», που καλούσε τους εργαζόμενους να μην πάρουν μέρος στην απεργία και να πάνε... στην παραλία: «Η Αναρχοσυνδικαλιστική Πρωτοβουλία Ροσινάντε καλεί κάθε εργαζόμενο και κάθε εργαζόμενη να εκμεταλλευτούν την κήρυξη αυτής της απεργίας-παρωδίας και να πάνε για μπάνιο σε κάποια κοντινή παραλία»30. Το ΝΑΡ είπε αυτό που ήθελε πραγματικά να πει για την απεργία, αλλά ντρεπόταν, διά στόματος «Ροσινάντε».
Στους χώρους της νεολαίας, έχουν τεράστια ευθύνη για τον εκφυλισμό του φοιτητικού κινήματος, ενώ βάζουν παντού εμπόδια για την οργάνωσή του, στην προσπάθεια του ΜΑΣ για την αγωνιστική του ανασυγκρότηση. Προωθούν την αμορφία στα όργανα του κινήματος και ενώ υποστηρίζουν συνθήματα όπως «όλη η εξουσία στις Γενικές Συνελεύσεις», είναι οι πρώτοι που τις διαλύουν όταν δεν υπάρχει ευνοϊκός γι’ αυτούς συσχετισμός ή όταν παίρνονται αγωνιστικές πρωτοβουλίες (όπως συνελεύσεις τμημάτων) στις οποίες πρωτοστατούν οι δυνάμεις του ΜΑΣ. Απόδειξη των αδιεξόδων που οι ίδιοι αντιμετωπίζουν είναι η κατάσταση που επικρατεί μέσα στην ΕΑΑΚ (διασπασμένη εκλογική κάθοδος, αντιπαράθεση –ως και βίαια επεισόδια– μεταξύ των σχημάτων κλπ.), καθώς και η σημαντική συρρίκνωση της εκλογικής τους δύναμης τα τελευταία χρόνια.