Εκτός από το προωθούμενο πλαίσιο πολιτικής για την «κοινωνική οικονομία» από την ΕΕ και στη χώρα μας από την κυβέρνηση, έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθούμε κριτικά και στην οπορτουνιστική αντίληψη για την «κοινωνική οικονομία», που έχει ευρύτερα χαρακτηριστικά από την προωθούμενη πολιτική της ΕΕ.
Ειδικότερα, όπως προαναφέραμε, προβάλλεται από τον οπορτουνισμό η «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία» σαν μια νέα μορφή οργάνωσης της οικονομίας που μπορεί να λύσει τα προβλήματα που δημιουργεί η δράση του κεφαλαίου, οργανώνοντας την οικονομία με έναν περισσότερο συνεταιριστικό, συνεργατικό, αλληλέγγυο τρόπο. Οι επιχειρήσεις που ανήκουν στους εργαζόμενούς τους, με διάφορες μορφές λειτουργίας τους, προτάσσονται σαν η πραγματική απάντηση στη κυριαρχία του κεφαλαίου και των «golden boys».
Χαρακτηριστικό της ιδιαίτερης σημασίας που δίνει ο οπορτουνισμός στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι και ημερίδα του ινστιτούτου του ΣΥΝ «Ν. Πουλαντζάς» που διεξήχθη στις 14 Μάη 2010 με θέμα «Πρακτικές αλληλεγγύης και κοινωνική οικονομία» και με τα εξής υποθέματα: α) Η πολιτική και θεωρητική κατανόηση της «κοινωνικής οικονομίας» και των αλληλέγγυων πρακτικών από τη σκοπιά της Αριστεράς, β) η ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειριών γύρω από υπαρκτά παραδείγματα-εγχειρήματα, γ) η διερεύνηση της σχέσης τέτοιων πρακτικών με θεσμούς, όπως η τοπική αυτοδιοίκηση.
Μάλιστα, οι δυνάμεις του οπορτουνισμού ασκούν κριτική στο προωθούμενο από την ΕΕ πλαίσιο για την «κοινωνική οικονομία», που γίνεται στη βάση ότι αποκλίνει από την «καθαρή «κοινωνική οικονομία»» και εισάγει το κέρδος από την πίσω πόρτα. Εχει ιδιαίτερη σημασία να γίνει κατανοητό ότι ακόμα και η «καθαρή «κοινωνική οικονομία»» στη βάση της αποτελεί μια διαχειριστική επιλογή που κινείται στη γραμμή διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων. Τα μορφώματα που προτείνονται από τον οπορτουνισμό δεν είναι απλά αποπροσανατολιστικά και ουτοπικά, αλλά μπορούν να αξιοποιηθούν μέσα στο σύστημα για τη αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Για παράδειγμα, τα «αλληλέγγυα ιατρεία» προσφέρουν -με εξαιρετικά χαμηλό κόστος για το κεφάλαιο (αφού αξιοποιούν την εθελοντική εργασία και ελαφραίνουν τον προϋπολογισμό του αστικού κράτους από δαπάνες), μια σειρά από υπηρεσίες που χωρίς αυτές η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι αδύνατη.
Φυσικά, οι συγκεκριμένες θέσεις του οπορτουνισμού εντάσσονται στη γενική του αντίληψη, που επικεντρώνεται στο ζήτημα της εναλλακτικής διαχείρισης, στη δυνατότητα του αστικού κράτους να αναδομηθεί από τα κάτω κλπ. Η θέση περί εθνικοποίησης μιας σειράς «στρατηγικών επιχειρήσεων», που εκφράζει ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, συνδέεται άμεσα με το συζητούμενο θέμα. Ειδικότερα, από δυνάμεις του οπορτουνισμού προβάλλεται η άποψη ότι η «αντινεοφιλελεύθερη» απάντηση στην κρίση πρέπει να στηριχτεί σε ισχυρό κρατικό πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα, ο οποίος θα τροφοδοτεί την αγορά με κεφάλαια χωρίς να προσδοκά κέρδος και με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθεί η ανάπτυξη, θα καταπολεμηθεί η ανεργία. Στον πυρήνα τους αυτά τα νεόκοπα σοσιαλδημοκρατικά φληναφήματα στηρίζονται στην ίδια εσφαλμένη θεώρηση στην οποία εδράζεται και η «κοινωνική οικονομία», τοποθετημένη κατά κάποιο τρόπο ανάποδα. Πρόκειται για μια τάχα δυνατότητα επίλυσης των προβλημάτων που προκαλούνται από την καπιταλιστική ανάπτυξη μέσα από τη μη κερδοσκοπική λειτουργία κάποιων επιχειρήσεων. Ενώ η «κοινωνική οικονομία» επικεντρώνεται στην «από τα κάτω» μη κερδοσκοπική οικονομία, η άποψη για κρατικοποιημένες-«εθνικοποιημένες» επιχειρήσεις «στρατηγικού» χαρακτήρα επικεντρώνεται στην «από τα πάνω» μη κερδοσκοπική δραστηριότητα που θα ασκείται από κρατικοποιημένες τράπεζες και στρατηγικού χαρακτήρα επιχειρήσεις, μέσα στα πλαίσια του συστήματος.
Οι δύο προτάσεις διαφέρουν στη μορφή με την οποία οραματίζονται την εναλλακτική διαχείριση της οικονομίας, με τη μία να επικεντρώνεται στη «φιλολαϊκή κρατικοποίηση» στο πλαίσιο του συστήματος και την άλλη να αναδεικνύει τη «φιλολαϊκή αυτοδιαχείριση» στα πλαίσια του συστήματος, αλλά στην πραγματικότητα είναι συμπληρωματικές μεταξύ τους. Ταυτίζονται στην άρνηση της αναγκαιότητας πολιτικής πάλης για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, προτάσσοντας αλλαγές μέσα στο σύστημα, ενώ, καθώς επικεντρώνονται σε άλλου είδους δραστηριότητες, προπαγανδίζουν αλλαγές που διαφοροποιούνται στη μορφή.
Επιπλέον έχει γενικότερη σημασία να ασκηθεί κριτική στη γραμμή της «καθαρής «κοινωνικής οικονομίας», στην οικονομική δραστηριότητα που οργανώνεται μέσα στον καπιταλισμό ενώ φέρεται να μην έχει ως στόχο το κέρδος και για τους ακόλουθους λόγους.
• Η κριτική αυτή ταυτίζεται με την κριτική στο πλαίσιο της προωθούμενης από την ΕΕ πολιτικής για την «κοινωνική οικονομία», αφού η τελευταία «συνδυάζει» κέρδος και κοινωνικό σκοπό, ενώ σε ορισμένες επεξεργασίες για το θέμα της «κοινωνικής οικονομίας», η τελευταία συχνά παρουσιάζεται ως απολύτως μη κερδοσκοπική. Ομως στην πραγματικότητα δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνικός σκοπός μέσα στο καπιταλισμό που να μην υπηρετεί την αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η οικονομική δραστηριότητα στο σύνολό της έχει ως στόχο τη διασφάλιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
• Η επίδραση που έχει η «κοινωνική οικονομία» στη συνείδηση των εργαζόμενων ως μια «συμμετοχική», «περισσότερο δημοκρατική» και φιλολαϊκή οργάνωση της οικονομίας εδράζεται σε δύο άξονες. Από τη μία, στη δυνατότητα μιας κοινωνικά δικαιότερης κατανομής των κερδών που θα αμβλύνει τις κοινωνικές ανισότητες, δυνατότητα που υποτίθεται ότι διαθέτει η «κοινωνική οικονομία». Από την άλλη, καθώς ολοένα και ευρύτερες μάζες εργαζόμενων αντιλαμβάνονται το κέρδος σαν έννοια εχθρική με τα λαϊκά συμφέροντα, οι δυνατότητες ενσωμάτωσης που δίνει η «κοινωνική οικονομία» πατάνε στην υπόσχεση ότι η τελευταία εξαφανίζει το κέρδος και οργανώνει την παραγωγή με στόχο την ικανοποίηση κοινωνικού οφέλους. Εδράζεται δηλαδή σε μια τάχα δυνατότητα μεταβολής των συνθηκών υπέρ της εργατικής τάξης, χωρίς να ανατραπεί η εξουσία των μονοπωλίων. Εχει ιδιαίτερη σημασία η ανάδειξη του γεγονότος ότι δεν υπάρχει μη κερδοσκοπική οικονομική δραστηριότητα μέσα στον καπιταλισμό.
ΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ»ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΥΝ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Μια οποιαδήποτε επιχείρηση που λειτουργεί στα πλαίσια του καπιταλισμού αντικειμενικά υπηρετεί τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, την κερδοφορία των μονοπωλίων, αφενός συμμετέχοντας οργανικά στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας που υπηρετεί το κεφάλαιο, αφετέρου παράγοντας αξίες που τελικά κατανέμονται στο κεφάλαιο αναλογικά με το μέγεθός του σ’ ολόκληρη την οικονομία.
Ολες οι οικονομικές δραστηριότητες που πραγματοποιούνται μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι ενταγμένες στο συνολικό προτσές διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και δεν αναιρούν τη συλλογική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την αστική. Κάθε επιχείρηση - οικονομική δραστηριότητα που γίνεται στον καπιταλισμό παράγει αναγκαστικά εμπορεύματα και αγοράζει από την εμπορευματική κυκλοφορία τα μέσα παραγωγής που απαιτεί η διαδικασία της παραγωγής, τις πρώτες ύλες, αλλά και πληρώνει τους μισθούς των εργατών οι οποίοι αγοράζουν τα μέσα συντήρησής τους που είναι κι αυτά εμπορεύματα. Υλοποιεί ένα τμήμα της συνολικής διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και ως επιχείρηση παράγει αναγκαστικά με βάση το σύνολο των αναγκών της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, αφού είναι απόλυτα ενσωματωμένη μέσα στη συνολική αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Ως τέτοια συμμετέχει στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο, ανεξάρτητα από τους όρους λειτουργίας της.
Η συνολική αναπαραγωγή του κεφαλαίου αποτυπώνεται σε υλικό επίπεδο στην παραγωγή ενός τεράστιου εύρους διαφορετικών εμπορευμάτων και στην παραγωγική κατανάλωση ενός μεγάλου μέρους τους, στη χρήση τους δηλαδή με στόχο την παραγωγή. Η κυκλική λειτουργία της καπιταλιστικής μηχανής απαιτεί να παράγονται κάθε φορά όλοι οι παράγοντες που αναπληρώνουν τους φθαρμένους και αναλωμένους συντελεστές της παραγωγής και μέσα σ’ αυτούς την εργατική δύναμη, που αποτελεί το κύριο συντελεστή της παραγωγής. Επιπλέον η παραγωγή έχει καταμεριστεί και σε επίπεδο ξεχωριστών επιχειρήσεων, φυσικά ανολοκλήρωτα στον καπιταλισμό, αλλά κάθε ξεχωριστή επιχείρηση έχει μια ιδιαίτερη συνεισφορά στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Η λειτουργία συνεπώς μιας οποιασδήποτε ξεχωριστής επιχείρησης στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος προδικάζει τη συμμετοχή της στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου συνολικά, ανεξάρτητα από τη θέληση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη και την ειδική μορφή που έχει η ξεχωριστή επιχείρηση. Παράλληλα, οποιαδήποτε μορφή κι αν έχει μια επιχείρηση στα πλαίσια του καπιταλισμού, όποιοι κι αν είναι οι όροι λειτουργίας της, συμμετέχει αντικειμενικά στη διαμόρφωση του γενικού ποσοστού κέρδους, στη συλλογική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από την τάξη του κεφαλαίου. Η παραγωγή εμπορευμάτων σε κλάδους με μικρή οργανική σύνθεση συντελεί στη συνολική παραγωγή υπεραξίας για ολόκληρη την οικονομία. Φυσικά, από το σχήμα αυτό δεν μπορούν να ξεφύγουν οι επιχειρήσεις της «κοινωνικής οικονομίας», άσχετα με τη μορφή λειτουργίας τους.
Η δωρεάν εργασία των εθελοντών σε επιχειρήσεις «κοινωνικής οικονομίας» ισοδυναμεί σε δωρεάν εργασία για το κεφάλαιο. Προωθώντας επενδύσεις «κοινωνικής οικονομίας», με τους όρους που προαναφέραμε, σε κλάδους με μικρή οργανική σύνθεση κεφαλαίου, γίνεται και μια προσπάθεια συμπίεσης της τιμής των παραγόμενων από τις επιχειρήσεις αυτές εμπορευμάτων. Καθώς οι μισθοί των εργαζόμενων στις επιχειρήσεις αυτές μπορεί να είναι μειωμένοι -αξιοποιώντας την εθελοντική εργασία, την κοινωνική εργασία με 625 ευρώ μηνιαίως, την εργασία νέων μέχρι 25 ετών με 500 ευρώ κ.ά.- οι τιμές των παραγόμενων εμπορευμάτων μπορεί να είναι χαμηλότερες. Καθώς αυτά τα εμπορεύματα που παράγονται από τις επιχειρήσεις αυτές είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, η μείωση της τιμής τους συνιστά απόσπαση σχετικής υπεραξίας από τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας, ενώ η εθελοντική εργασία σε επιχειρήσεις της «κοινωνικής οικονομίας», είτε είναι κερδοσκοπικές είτε «μη», οδηγεί σε απόσπαση απόλυτης υπεραξίας στους κλάδους αυτούς.
Η δυνατότητα ταχύτατης εξάπλωσης της «κοινωνικής οικονομίας» σε κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας με πολύ μικρή οργανική σύνθεση σχετίζεται και με αυτή τη διάσταση. Είναι ενδεικτική η αντιμετώπιση της εθελοντικής εργασίας στις επεξεργασίες του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Σε σχετικό ψήφισμά του αναφέρει πως «εκτιμώντας ότι, σύμφωνα με τα πρώτα πορίσματα που προέκυψαν από την εφαρμογή του εγχειριδίου των Ηνωμένων Εθνών για τα μη κερδοσκοπικά ιδρύματα (ΜΚΙ), η οικονομική συμβολή των τελευταίων ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 5% του ΑΕΠ και ότι, ακόμα και σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις, η εθελοντική δραστηριότητα καλύπτει περισσότερο από ένα τέταρτο αυτού του ποσοστού»10. Δηλαδή η εθελοντική εργασία αντιστοιχεί σε περίπου 1,25% του ΑΕΠ.
ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΕΡΔΟΣΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ «ΜΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ»
Το κυνήγι του κέρδους δεν είναι ένα υποκειμενικό ελάττωμα του ιδιοκτήτη καπιταλιστή μιας επιχείρησης, ούτε εξαρτάται από την ταμπέλα της επιχείρησης αλλά νομοτέλεια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Κάθε επιχείρηση ανταγωνίζεται άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις στη βάση της εμπορευματικής κυκλοφορίας και καθώς οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις του κλάδου κεφαλαιοποιούν τα κέρδη τους, συσσωρεύουν και προβαίνουν σε ανανέωση του τεχνικού εξοπλισμού, σε νέες επενδύσεις σε μέσα παραγωγής, σε αύξηση της παραγωγικότητας. Αυτή την πορεία πρέπει να ακολουθήσει αναγκαστικά οποιαδήποτε οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα για να ανταγωνιστεί τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, προκειμένου να συνεχίσει απλά την ύπαρξή της. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει ως νομοτέλειά του τη συσσώρευση κεφαλαίου και η κερδοφορία μιας οποιασδήποτε επιχείρησης στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι επιβεβλημένη. Κέρδος είναι και το τμήμα της υπεραξίας που επαναεπενδύεται στην παραγωγική διαδικασία και όχι μόνο το τμήμα του που αναλώνεται ως εισόδημα από τους καπιταλιστές. Επιπλέον, ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής οδηγεί σε ταχύτερη οικονομική απαξίωση των μέσων παραγωγής από τη φυσική τους φθορά, αυξάνοντας τα απαιτούμενα νέα κεφάλαια που πρέπει να επαναπενδυθούν στην παραγωγή, προκειμένου να συνεχίσει η επιχείρηση να είναι ανταγωνιστική.
Οι συγκεκριμένες νομοτέλειες αφορούν οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα στο έδαφος του καπιταλισμού, άσχετα με τον τρόπο με τον οποίο έχει οργανωθεί. Οι ίδιες οι νομοτέλειες του τρόπου παραγωγής οδηγούν σε αναγκαστική απόσπαση υπεραξίας από το κεφάλαιο, ακόμα και αν δεν υπάρχει τυπικός ιδιοκτήτης της οικονομικής μονάδας, ακόμα και αν υπάρχει «συλλογικός ιδιοκτήτης» που θέλει να οργανώσει μια μη κερδοσκοπική επιχείρηση. Το κέρδος και η συσσώρευση κεφαλαίου είναι αναπόσπαστα δεμένα με τον ίδιο τον τρόπο παραγωγής.
Επιπλέον, ούτε οι μισθολογικές διαφορές στο εσωτερικό μιας «κοινωνικής» επιχείρησης μπορούν να αρθούν, γιατί σε τέτοια περίπτωση δεν μπορεί η άρση να είναι συνολική. Καθώς οι ανάγκες της παραγωγής οδηγούν το μέσο μισθό στη συγκεκριμένη επιχείρηση να μη διαφοροποιείται από το μέσο μισθό του υπόλοιπου κλάδου, οποιαδήποτε βελτίωση των μισθών κάποιας κατηγορίας εργαζόμενων μέσα σε μια επιχείρηση οδηγεί αναγκαστικά στη χειροτέρευση των μισθών κάποιας άλλης κατηγορίας της επιχείρησης. Ομως οι εργαζόμενοι που αμείβονται χαμηλότερα από το μέσο όρο του κλάδου θα τείνουν να εγκαταλείπουν τη συγκεκριμένη επιχείρηση προς άλλες, όπου αμείβονται με το μέσο όρο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει την ανωτέρω θεώρηση είναι το παράδειγμα του ομίλου συνεταιρισμένων εργοστασίων στην Ισπανία Mondragon. Παρά τις γεωπολιτικές ιδιαιτερότητες -7ος όμιλος στην Ισπανία αλλά μεγαλύτερος όμιλος στη «χώρα των Βάσκων»- που σε μεγάλο βαθμό εξηγούν τη δυνατότητα ύπαρξης ενός τέτοιου μορφώματος, θα επέτρεπαν και σημαντικές μισθολογικές διαφοροποιήσεις, στην πραγματικότητα, για το μέσο επίπεδο ειδίκευσης, ο μέσος μισθός στον όμιλο πριν την οικονομική κρίση ήταν σε παρόμοια επίπεδα με το μισθό σε άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις της περιοχής.11
ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Ολοκληρώνοντας την κριτική στην «κοινωνική οικονομία», έχει ιδιαίτερη σημασία να σταθούμε στο οικονομικό περιεχόμενο των συνεταιριστικών επιχειρήσεων για πολλαπλούς λόγους. Εστιάζουμε στην καθαρότερη μορφή συνεταιρισμού, όπου η οικονομική μονάδα αποτελεί κοινή ιδιοκτησία των εργαζόμενων σ’ αυτή, ενώ η μορφή με την οποία προκύπτει μπορεί να ποικίλλει και εκτείνεται από αγροτικούς-παραγωγικούς και εμπορικούς συνεταιρισμούς μέχρι κατειλημμένα εργοστάσια. Το ενοποιητικό στοιχείο αυτών των διαφορετικών μορφών έχει να κάνει με τη σχέση ιδιοκτησίας των εργαζόμενων με τα μέσα παραγωγής, ενώ ο τρόπος απόκτησης αυτής της ιδιοκτησίας είναι δευτερεύουσας σημασίας για τη συγκεκριμένη συζήτηση.
Κριτική σε αυτή την «καθαρή» μορφή των συνεταιρισμών γίνεται ήδη από το «Κεφάλαιο»: «Τα εργοστάσια των συνεταιρισμών των ίδιων των εργατών είναι, μέσα στα πλαίσια της παλιάς μορφής, το πρώτο ρήγμα στην παλιά μορφή, παρ’ όλο που φυσικά παντού, στην πραγματική τους οργάνωση, αναπαράγουν και είναι υποχρεωμένα να αναπαράγουν όλες τις ελλείψεις του υπάρχοντος συστήματος. Μέσα στα πλαίσιά τους όμως έχει αρθεί η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, αν και στην αρχή μόνο στη μορφή, γιατί οι εργάτες σαν συνεταιρισμός είναι οι ίδιοι κεφαλαιοκράτες του εαυτού τους...»12. Επισημαίνονται τα δύο βασικά χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου οργάνωσης, αναδεικνύοντας ότι, αν και τυπικά διαφοροποιούνται, δεν πρόκειται ουσιαστικά για νέες σχέσεις παραγωγής. Από τη μία επισημαίνεται ότι μέσα στα πλαίσια του εργοστασίου η αντίθεση ανάμεσα στην εργασία και στο κεφάλαιο έχει αλλάξει μόνο στη μορφή, και όχι στο περιεχόμενο. Οι εργάτες ως ιδιοκτήτες, αποτελούν οι ίδιοι κεφαλαιοκράτες του εαυτού τους και ως εργάτες είναι τμήμα του συνολικού εργάτη που είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από το συλλογικό κεφαλαιοκράτη. Από την άλλη, όπως αναφέρει το προαναφερθέν χωρίο, μέσα στο συνεταιριστικό εργοστάσιο αναπαράγονται συνολικά οι ελλείψεις του υπάρχοντος συστήματος, που και αυτές σε τελευταία ανάλυση είναι κοινωνικά καθοριζόμενες.
Φυσικά, τμήμα του κέρδους χρησιμοποιείται από τους καπιταλιστές ως εισόδημα και το συγκεκριμένο θα μπορούσε με βάση ένα θεωρητικό σχήμα να διανέμεται στους εργαζόμενους ως επιμίσθιο, πάνω από το μισθό τους. Ομως από τη μία οι νομοτέλειες διεύρυνσης της καπιταλιστικής παραγωγής αναγκαστικά οδηγούν σε συνεχή περιορισμό αυτού του τμήματος και από άλλη η διανομή του παράγει μια ενδογενώς κοινωνικά ασταθή κατάσταση, με τους εργαζόμενους να πρέπει να αποδεχτούν συλλογικά το πώς, πότε και πόσο από την υπεραξία που παράγουν θα τους επιστραφεί, ώστε η επιχείρηση να παραμένει ανταγωνιστική. Επιπλέον, στην εποχή του μονοπωλιακού ανταγωνισμού με τις διάφορες μορφές που μπορεί να πάρει -πώληση κάτω από το κόστος, καρτέλ κλπ.- τέτοια σχήματα δυσκολεύονται ακόμα περισσότερο να λειτουργήσουν, ακόμα και στην ιδεατή μορφή στην οποία αναφερόμαστε. Στην πραγματικότητα, μια «κοινωνική» επιχείρηση δεν μπορεί να λειτουργεί με όρους διαφορετικούς από αυτούς που επιβάλλουν οι συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής. Οι εργαζόμενοι εκμεταλλεύονται τους εαυτούς τους, παράγοντας υπεραξία, την οποία πρέπει να την κεφαλαιοποιούν για να συνεχίζει η λειτουργία της επιχείρησης. Και στην περίπτωση αυτή κριτήριο για την παραγωγή δεν είναι οι ανάγκες των εργαζόμενων, αλλά η κερδοφορία, η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο είναι κοινωνική σχέση και οι όροι λειτουργίας του καθορίζονται κοινωνικά και όχι ατομικά.
Νομοτελειακή εξέλιξη τέτοιων επιχειρήσεων είναι τελικά η μετατροπή τους σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις, η μετατροπή της συλλογικής ιδιοκτησίας σε μετοχική, σε συγκέντρωση της ιδιοκτησίας σε ορισμένους μεγαλομετόχους, ανεξάρτητα από τον πραγματικό τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η συγκεκριμένη εξέλιξη, που μπορεί να σχετίζεται είτε με την αναγκαία σε κάποια φάση εισροή κεφαλαίου είτε με την παγιοποίηση και τη σταδιακή μετατροπή του διευθυντικού μηχανισμού σε ιδιοκτήτες της επιχείρησης είτε με την πτώχευση και διάλυσή τους. Τα παραδείγματα από τον ελληνικό αγροτικό τομέα είναι διδακτικά. Οι συνεταιρισμοί του αγροτικού τομέα, στη πορεία διεύρυνσης τους μετατρέπονται σε ΑΕ και ΕΠΕ.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ
Στο σύγχρονο καπιταλισμό ο τραπεζικός δανεισμός είναι αναγκαιότητα για κάθε ουσιαστικά επιχείρηση. Στο σύνολο των ελληνικών επιχειρήσεων ο δείκτης ξένων προς ίδια κεφάλαια ξεπέρασε το 1,5913 κάτι που καθιστά απαραίτητο τον τραπεζικό δανεισμό κάθε τέτοιας συνεταιριστικής επιχείρησης και φυσικά τη μετατροπή ενός τμήματος της παραγόμενης υπεραξίας στην εν λόγω επιχείρηση σε τόκο. Η τάχα «μη κερδοσκοπική» συνεταιριστική επιχείρηση παράγει άμεσα κέρδος για το τραπεζικό κεφάλαιο.
Χαρακτηριστικά, σε άρθρο στο δελτίο της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών αποκρυσταλλώνεται με ειλικρίνεια το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του τραπεζικού συστήματος για την «κοινωνική οικονομία» που συνίσταται στη δυνατότητα χρηματοδότησής της από το τραπεζικό σύστημα: «Μέσω της δράσης αυτής, αναμένεται να αναπτυχθεί η χρηματοπιστωτική υποστήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων με τη συνδρομή του τραπεζικού τομέα, και ειδικότερα να δημιουργηθούν νέα, ειδικά σχεδιασμένα χρηματοπιστωτικά εργαλεία και κίνητρα για την κάλυψη των αναγκών των ομάδων- στόχων»14. Η «κοινωνική οικονομία» απεκδύεται του όποιου κοινωνικού προσωπείου και εμφανίζει τον πραγματικό της χαρακτήρα, ως ένας δρόμος συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, αλλά και ως ένα νέο πεδίο κερδοφόρας τοποθέτησης υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων.
Η θέση αυτή διαπνέει και τις επεξεργασίες της ΕΕ για την «κοινωνική οικονομία». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην «Πράξη για την Ενιαία αγορά» (2011), αναγνωρίζει μία από τις δώδεκα βασικές δράσεις για την τόνωση της ανάπτυξης την Κοινωνική Επιχειρηματικότητα, προτάσσοντας ως βασική ανάγκη τη «θεσμοθέτηση ευρωπαϊκού πλαισίου για την ανάπτυξη κοινωνικών επενδυτικών κεφαλαίων, που μπορούν να αναπτύξουν προς τα πάνω τις πρωτοβουλίες των κρατών μελών ανοίγοντας δυνατότητες κοινής αγοράς γι’ αυτά (πρόσβαση σε επενδυτικές δυνατότητες και σε επενδυτές από όλα τα κράτη-μέλη)»15, αναδεικνύοντας την «κοινωνική οικονομία» σε πεδίο τοποθέτησης κεφαλαίων στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, σε συνιστώσα ξεπεράσματος της κρίσης υπερσυσσώρευσης σε επίπεδο ΕΕ.