Στο κεφάλαιο «Η νεότερη επανάσταση στις φυσικές επιστήμες και ο φιλοσοφικός ιδεαλισμός», στο βιβλίο του Λένιν, καταφέρνει ένα συντριπτικό πλήγμα στο μαχισμό, την πλέον τυπική παραλλαγή του θετικισμού γενικά, ο οποίος μέχρι σήμερα παρουσιάζεται σαν η μόνη φιλοσοφία που έχει τάχα το δικαίωμα να μιλάει εκ μέρους των φυσικών επιστημών του 20ού αιώνα, εξ ονόματος της σύγχρονης επιστήμης.
Οπως αποδείχτηκε, στον «Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό», η άγνοια της διαλεκτικής ήταν η ολέθρια αιτία για τον εκφυλισμό του αυθόρμητου υλισμού των φυσικών επιστημόνων -της «φυσικής» γνωσιολογικής τους τοποθέτησης- στις πιο χυδαίες και αντιδραστικές παραλλαγές του ιδεαλισμού και του κληρικαλισμού, πράγμα που επιμελώς ενθάρρυναν οι επαγγελματίες - καθηγητές φιλόσοφοι, οι συνειδητοί ή αυθόρμητοι σύμμαχοι του κληρικαλισμού. Τη βασική τους μέθοδο πάλης, παγιδεύοντας τους επιστήμονες ενάντια στον υλισμό, ο Λένιν τη διατύπωνε ως εξής: «Σας χαρίζουμε την επιστήμη κ.κ. φυσιοδίφες αφήστε μας την γνωσιολογία, την φιλοσοφία, αυτός είναι ο όρος συμβίωσης των θεολόγων με τους καθηγητές στις “πρωτοπόρες” καπιταλιστικές χώρες»2.
Και έως ότου οι περισσότεροι επιστήμονες δε θα γνωρίζουν και δε θα είναι σε θέση να εφαρμόζουν συνειδητά την υλιστική διαλεκτική ως μέθοδο και γνωσεοθεωρία στο δικό τους τομέα, ο ιδεαλισμός θα ξεφυτρώνει μέσα στις ίδιες τις φυσικές επιστήμες, ενώ θα κερδίζουν την πίστη και την εμπιστοσύνη των ανθρώπων οι πιο αντιδραστικές ιδεαλιστικές «σχολές».
Η δύναμη της θετικιστικής, ιδεαλιστικής φιλοσοφίας συνίσταται στη φιλοσοφική ανεπάρκεια ή την ιδεολογική στράτευση πολλών σύγχρονων φυσικών επιστημόνων. Και ο Λένιν βρήκε το θάρρος να τους πει τη δυσάρεστη αυτή αλήθεια ήδη από τις αρχές του αιώνα, όπου είχαν συσσωρευτεί μια σειρά νέες ανακαλύψεις στις φυσικές επιστήμες, να τους το πει ρητά, χωρίς διπλωματία, συνειδητοποιώντας περίφημα ότι αυτή η πικρή αλήθεια μπορεί να τους θίξει το φιλότιμο. Το να κάνεις δημόσια μια τέτοια διάγνωση ήταν κάτι που απαιτούσε ηθική τόλμη: να λες δηλαδή στους μεγαλύτερους παράγοντες της σύγχρονης επιστήμης, ότι δεν έμαθαν να σκέπτονται πραγματικά επιστημονικά στον τομέα της γνωσιοθεωρίας και της λογικής.
Το κύριο ζήτημα φυσικά δε βρισκόταν μόνο στην προσωπική ηθική τόλμη του Β. Ι. Λένιν, αλλά σε εκείνη τη διανοητική τόλμη που απαιτούν οι αρχές της φιλοσοφίας, που ο ίδιος υπερασπίζεται σε κάθε σελίδα του «Υλισμός και Εμπεριοκριτικισμός».
Το 1908 οι Ε. Μαχ και ο Α. Πουανκαρέ ήταν εξέχοντες εκπρόσωποι της θεωρητικής φυσικής εκείνης της εποχής. Γι’ αυτούς λοιπόν και όχι για τους ασήμαντους που τα είχαν μπερδέψει στην επιστήμη, ο Β. Ι. Λένιν θεώρησε αναγκαίο να πει:
«Οταν πρόκειται για φιλοσοφία, δεν πρέπει να πιστεύουμε ούτε λέξη κανενός από αυτούς τους καθηγητές, που είναι ικανοί να προσφέρουν τις πιο πολύτιμες εργασίες στους ειδικούς τομείς της χημείας, της ιστορίας ή της φυσικής. Γιατί; Για τον ίδιο λόγο που όταν πρόκειται για τη γενική θεωρία της πολιτικής οικονομίας, δεν πρέπει να πιστεύουμε ούτε λέξη κανενός καθηγητή της πολιτικής οικονομίας, ικανού να προσφέρει τις πιο πολύτιμες εργασίες στον τομέα των πραγματικών, των ειδικών ερευνών. Για το λόγο ότι στην σύγχρονη κοινωνία η γενική θεωρία της πολιτικής οικονομίας είναι το ίδιο κομματική επιστήμη όπως και η γνωσιολογία»3.
Πραγματικά ούτε λέξη από όσα λένε δεν πρέπει να πιστέψει κανείς, όταν αρχίζουν να μιλάνε για γνωσιοθεωρία, για τη λογική, για τη μέθοδο της επιστημονικής σκέψης, γιατί δε γνωρίζουν από φιλοσοφική άποψη αυτόν τον τομέα και γι’ αυτό ακριβώς μπερδεύονται, ταλαντεύονται σε κάθε τους βήμα, κάνοντας όλο και περισσότερες υποχωρήσεις στον ιδεαλισμό, λαμβάνοντας δηλαδή μια φιλοσοφική θέση, που είναι στην ουσία αντιεπιστημονική και εχθρική προς την επιστήμη γενικά, και προς τη δική τους επιστήμη ειδικά. Αλλά παρόλα αυτά συνεχίζουν να είναι διακεκριμένοι θεωρητικοί στο δικό τους, ειδικό, τομέα της σκέψης.
Παράδοξο; Ναι, είναι από εκείνα τα παράδοξα, που έχει πλήθος η ιστορία γενικά και η ιστορία της επιστημονικής σκέψης ειδικά:
Ο Λένιν, στη βάση της λεπτομερούς φιλοσοφικής και θεωρητικής ανάλυσης, δείχνει την ουσία αυτού του παράδοξου, δείχνει πως είναι δυνατός ένας τέτοιος αφύσικος συνδυασμός. Ο συνδυασμός της επιστημονικής σκέψης που υλοποιείται από τους φυσικούς επιστήμονες, με μια ανεπαρκή επίγνωση ή ψευδή γνώση της ουσίας του ίδιου τους του έργου, με μια αντιεπιστημονική (ψευδοεπιστημονική) ερμηνεία των πραγματικών νόμων της ίδιας τους της σκέψης, δηλαδή εκείνων των αντικειμενικών νόμων της γνώσης στους οποίους -είτε το θέλουν αυτό μερικοί φυσικοί επιστήμονες είτε όχι, είτε το συνειδητοποιούν αυτό είτε όχι- υποτάσσεται τελικά το ίδιο η πορεία, τόσο της γνώσης συνολικά όσο και της γνώσης σε κάθε ειδικό τομέα της. Και τίθεται αντικειμενικά το ζήτημα: Π.χ. μπορούμε να μελετάμε την κβαντική μηχανική, τη βιολογία, την κληρονομικότητα και πολλούς άλλους τομείς της ανθρώπινης γνώσης μόνο από τη σκοπιά των έτοιμων αληθειών;
Σε αυτές τις επιστήμες όλα βρίσκονται σε κατάσταση κίνησης, ερευνών, πλάι στους σπουδαίους κόκκους της απόλυτης γνώσης, εδώ κυριαρχούν οι σχετικές αλήθειες, που κατά την πορεία της γνώσης βαθαίνουν, τελειοποιούνται, ξεκαθαρίζονται χάρις στη βοήθεια πιο πλατιών και αληθινών εννοιών και θεωριών. Γεννιέται το ερώτημα: Υπάρχει άραγε, σε αυτή την κίνηση της γνώσης, από το σχετικό στο απόλυτο, από τη μη πλήρη και λιγότερο βαθιά προς την πλήρη και πιο βαθιά γνώση, κάποια λογική;
Αφού η τυπική λογική δεν μπορεί να υποδείξει τους νόμους της γνώσης που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στις αναπτυσσόμενες σχετικές αλήθειες, αυτό δείχνει τη στενότητα και τον περιορισμένο χαρακτήρα της.
Και όμως η θέση ότι η γνώση βρίσκεται σε κίνηση από τις σχετικές προς τις απόλυτες αλήθειες, δεν αφορά κάποιους ξεχωριστούς, καθυστερημένους τομείς της επιστήμης, αλλά το σύνολο των επιστημών, οποιαδήποτε επιστήμη.
Το συμπέρασμα του Λένιν είναι ακαταμάχητο: «Στη γνωσιοθεωρία καθώς και σε όλους τους άλλους τομείς της επιστήμης, πρέπει να σκεπτόμαστε διαλεκτικά, δηλαδή να μη θεωρούμε τις γνώσεις μας σαν κάτι το έτοιμο και το αμετάβλητο, αλλά να ξεδιαλύνουμε με τι τρόπο από την άγνοια προκύπτει η γνώση, με τι τρόπο η γνώση, η όχι πλήρης, η όχι ακριβής γίνεται πληρέστερη και ακριβέστερη»4.
Και ακόμη:
«Στην παλιά λογική δεν υπάρχει πέρασμα, εξέλιξη (εννοιών και νόησης)». Στη διαλεκτική λογική υπάρχει ανάπτυξη μιας εσωτερικής αναγκαίας σχέσης όλων των μερών και του περάσματος του ενός μέρους στο άλλο5.
Στη γνώση δηλαδή προσιδιάζουν ορισμένοι αντικειμενικοί νόμοι. Η γνώση μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως ανάπτυξη, ως κίνηση της νόησης.
Στην πραγματικότητα οι φυσικοί επιστήμονες συχνά σκέπτονται σε κάθε τους βήμα αντίθετα με τη λογική και γνωσιοθεωρία που οι ίδιοι διακηρύσσουν συνειδητά, επειδή σε αυτό τους ωθεί η ασφυκτική πίεση του συνόλου των γεγονότων και η αδιαμφισβήτητη εγκυρότητα των πειραματικών δεδομένων, δηλαδή η δύναμη των καθ’ όλα υλικών προϋποθέσεων της σκέψης, των νόμων της.
Οι άνθρωποι που συμμετέχουν πραγματικά στην παραγωγή νέας γνώσης για τη φύση, αναγκάζονται σε κάθε τους βήμα να διανύουν τέτοιες διαδρομές με τη σκέψη τους, να κάνουν τέτοιες «πράξεις με τις έννοιες», οι οποίες, από την άποψη της λογικής και γνωσιοθεωρίας που οι ίδιοι συνειδητά διακηρύσσουν, δεν είναι απλά ακατανόητες, αλλά και εντελώς αθέμιτες και μάλιστα παράνομες.
Σύμφωνα με το διαλεκτικό υλισμό, δηλαδή τη σαφή και συνεπή διαλεκτική υλιστική γνωσιοθεωρία, τέτοιου είδους καταστάσεις δεν έχουν τίποτα το αινιγματικό: Απλά επιβεβαιώνουν ανάγλυφα ότι όλες χωρίς εξαίρεση οι αλλαγές, οι εξελίξεις και οι επαναστάσεις που γίνονται μέσα στη συνείδηση (στην κοινωνική συνείδηση) καθορίζονται και εξηγούνται από το γεγονός ότι η συνείδηση αυτή -παρ’ όλες τις αυταπάτες που μπορεί να δημιουργήσει σε σχέση με αυτό- αναγκάζεται στην ανάπτυξή της να υποταχθεί στη δύναμη των αντικειμενικών δεδομένων, όπως υποτάσσεται κανείς σε κάποια ανώτατη εξουσία. Ακριβέστερα, σε εκείνο το ανεξάρτητο από τη συνείδηση και το έξω από αυτήν υπάρχον συγκεκριμένο σύνολο γεγονότων που έχουμε ως υλικός κόσμος ή απλά ύλη.
Είναι βέβαια γεγονός ότι στην πορεία της πραγματικά συντελούμενης έρευνας, η σκέψη κάθε σοβαρού φυσικού επιστήμονα, έχει ακριβώς σαν πυξίδα αυτήν την γνωσιολογική θέση και παραμένει επιστημονική, ακριβώς στο βαθμό και στο μέτρο που εξακολουθεί να την έχει πραγματικά σαν πυξίδα. Γι’ αυτό και ο Λένιν έχει κάθε δικαίωμα να εμμένει στο ότι οι φυσικές επιστήμες αποδέχονταν πάντα και αποδέχονται την άποψη της υλιστικής γνωσιοθεωρίας.
Αλλο ζήτημα βέβαια είναι η ασυνέπεια που προκύπτει από τη μη γνώση της υλιστικής διαλεκτικής που αποτυπώνεται και στην απόδοση εννοιών που αξιοποιούν διάφοροι φυσικοί επιστήμονες στη διατύπωση θεμελιακών αρχών του φιλοσοφικού έργου τους. Ετσι οδηγούνται σε ανακρίβειες, ανεπάρκειες και λάθη, που αντικειμενικά ενισχύουν την ιδεαλιστική αντίληψη.
Ο διαλεκτικός υλισμός αναγνωρίζει τις αντιφάσεις ανάμεσα στα αποτελέσματα της εργασίας των φυσικών επιστημόνων και στο πώς τα ερμηνεύουν. Ετσι μπορεί να «διαχωρίσει» τα αποτελέσματα της εργασίας του φυσικού επιστήμονα, ασκώντας κριτική στις λαθεμένες θεωρίες ιδεαλιστικής, σχετικιστικής επεξήγησης που αυτός μπορεί να υιοθετεί. Ο θετικισμός αντίθετα ισχυρίζεται ότι αναγνωρίζει ως αφετηριακό δεδομένο ανάλυσης του δικού του φιλοσοφικού έργου μόνο τα λεγόμενα και τις κρίσεις των φυσικών ερευνητών.
Οι ιδεαλιστές μάλιστα, επικεντρώνουν την προσοχή τους σε εκείνες τις δηλώσεις και σε εκείνα τα σημεία που μπορούν να χρησιμοποιήσουν επωφελώς για να επιβεβαιώσουν τις ιδεαλιστικές ανασκευές της πραγματικής διαδικασίας της γνώσης της φύσης. Αποτέλεσμα είναι ότι οι ισχυρισμοί μιας ανακριβούς περιγραφής πραγματικών γεγονότων από το στόμα ενός ερευνητή, παρουσιάζονται σαν ακριβής έκφραση της ουσίας του, σαν πόρισμα των φυσικών επιστημών.
Οχι τυχαία αλλά μεθοδικά οι θετικιστές νουθετούν τους επιστήμονες με συγκεχυμένες αντιλήψεις και για την ύλη και για τη συνείδηση, ενώ τους απλούς, σαφείς, καλομελετημένους ορισμούς των θεμελιακών εννοιών της υλιστικής φιλοσοφίας προσπαθούν να τους δυσφημίσουν, χαρακτηρίζοντάς τους ως πρωτόγονους, απλοϊκούς, μη ευρηματικούς, απαρχαιωμένους. Ετσι οι θετικιστές του 20ού αιώνα κατόρθωσαν να σημειώσουν αρκετές επιτυχίες, αφού όλη η κατάσταση και οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, μέσα στις οποίες ζουν και εργάζονται προς το παρόν οι περισσότεροι φυσικοί ερευνητές, «τους απωθεί από το Μαρξ και τον Ενγκελς, και τους ρίχνει στην αγκαλιά της αγοραίας επίσημης φιλοσοφίας» και κατά συνέπεια «οι εξέχοντες θεωρητικοί δείχνουν και μια τέλεια άγνοια της διαλεκτικής»6.
Τα λόγια αυτά του Λένιν είναι απολύτως επίκαιρα και σήμερα. Στις μέρες μας η πίεση της αστικής ιδεολογίας στη σκέψη των φυσικών επιστημόνων έγινε ακόμα πιο επίμονη, εκλεπτυσμένη και με μεθοδολογία ιδεολογικής, διανοητικής αστυνόμευσης.
Ο σύγχρονος θετικισμός ανύψωσε την επινόηση όλο και νέων τεχνητών όρων σε μια τέτοια τεχνική, που ο εμπειριοκριτικισμός - μαχισμός του Μπογκντάνοφ το 1908 να φαίνεται πραγματικά σαν ερασιτεχνισμός.
Ο Λένιν είδε στην επινόηση τεχνητών όρων τη δημιουργία μιας ειδικής φρασεολογίας, με την οποία θα μπορούσε να εκφράζεται άνετα και εύκολα το καταφανές ιδεαλιστικό ψέμα με μια τέτοια λεκτική επένδυση, που θα είναι δυσδιάκριτο στην αναγνώρισή του, άμεσα.
Η ειδική αυτή φρασεολογία δημιουργήθηκε και τελειοποιήθηκε βαθμιαία με έναν πολύ απλό τρόπο: Με την επιμελημένη απομίμηση των ειδικών γλωσσών της μιας ή της άλλης φυσικής επιστήμης, πότε της φυσικής, πότε των μαθηματικών, πότε της βιολογίας, με την απομίμηση των εξωτερικών ιδιομορφιών της γλώσσας των επιστημόνων και συχνά με τη χρησιμοποίηση όχι μόνο απλά μεμονωμένων όρων από αυτές τις γλώσσες, αλλά και ολόκληρων λεκτικών συμπλεγμάτων, στα οποία έδιναν βαθμιαία διαφορετικό νόημα.
Οι γνωσιολογικές κατασκευές των θετικιστών δίνουν την εντύπωση ότι είναι κατανοητές στον επιστήμονα, αφού το βασικό υλικό σε αυτή την περίπτωση είναι οι υπάρχουσες αντιλήψεις των φυσικών επιστημόνων, οι εκφράσεις στις οποίες ήταν συνηθισμένος.
Ακριβώς με αυτόν τον τρόπο εμφανίστηκε η θλιβερά γνωστή έκφραση «η ύλη εξαφανίστηκε».
Ο πρώτος που πρόφερε αυτή τη φράση δεν ήταν φιλόσοφος, αλλά φυσικός. Γιατί; Με ποια λογική; Πολύ απλά. Η αντίληψη για την έννοια «ύλη», περιορίστηκε στην έννοια της μάζας, μιας δηλαδή ιδιότητας της ύλης. Ο φυσικός, κάνοντας ένα βήμα εμπρός, διαπιστώνοντας μεταβολές σ’ αυτή την ιδιότητα, εγκατέλειψε τις υπάρχουσες αντιλήψεις προς όφελος των νέων και σε αυτή τη γλώσσα που του έμαθε η λεγόμενη «φιλοσοφία των φυσικών επιστημών» (θετικισμός), οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η ύλη εξαφανίζεται. Αν όμως στα χείλη του φυσικού επιστήμονα η φράση αυτή είναι πραγματικό γεγονός, δηλαδή του υπαρκτού βήματος προς τα εμπρός στην πορεία της γνώσης της φυσικής πραγματικότητας, στα χείλη του ιδεαλιστή φιλοσόφου η διαπίστωση αυτή αποκτά μια εντελώς αντίθετη έννοια. Μετατράπηκε από ανακριβής έκφραση του υπαρκτού γεγονότος σε ακριβή έκφραση της ανύπαρκτης και επινοημένης από τους ιδεαλιστές κατάστασης πραγμάτων.
Σε αυτή και σε κάθε παρόμοια περίπτωση το καθήκον των διαλεκτικών υλιστών συνίσταται στο να βγάζει τα αντικειμενικά φιλοσοφικά συμπεράσματα, γενικεύοντας στη βάση των πορισμάτων των διάφορων επιμέρους επιστημόνων, οπλίζοντάς τους με το αναγκαίο φιλοσοφικό υπόβαθρο. Να καταστήσουν αυτό το γεγονός καθαρό από φιλοσοφική άποψη στον ίδιο το φυσικό επιστήμονα, να τον βοηθήσουν να αποκτήσει επίγνωση γι’ αυτό το γεγονός σωστά.
Εντελώς διαφορετική είναι η στάση του Λένιν απέναντι σε εκείνον τον ειδικό-φιλόσοφο, ο οποίος συνειδητά καπηλεύεται την ευπιστία και την αφροντισιά του επιστήμονα που δεν έχει συγκροτημένες φιλοσοφικές απόψεις, την άγνοιά του ακόμη στον τομέα της γνωσιολογίας. Σε αυτήν ακριβώς την περίπτωση και το ύφος της συζήτησης είναι διαφορετικό.
Πολύ διδακτική και πολύτιμη είναι για εμάς σήμερα, η ικανότητα του Λένιν να θέτει σαφή όρια ανάμεσα στις λαθεμένες από φιλοσοφική άποψη εκτιμήσεις, που τις συναντάμε συχνά στους μεγάλους φυσικούς επιστήμονες, και τον τρόπο που χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις αυτές στα έργα τους οι θετικιστές.
Αν οι φυσικοί επιστήμονες δε διατύπωναν τέτοιες εκτιμήσεις με φιλοσοφική αμεριμνησία, θα ήταν πολύ δύσκολο στους ιδεαλιστές να παραπέμπουν και να επικαλούνται την επιστήμη. Οσο όμως κάτι τέτοιο δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο, ο ιδεαλισμός έχει τα τυπικά λεκτικά ερείσματα να υποδύεται τη φιλοσοφία των σύγχρονων φυσικών επιστημών, να μασκαρεύεται ως η φιλοσοφία της σύγχρονης εποχής.