ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ*


των Ελένης Μηλιαρονικολάκη και Γιάννη Σκαρπερού

Δε θα απέχαμε πολύ από την πραγματικότητα, αν λέγαμε πως η επαναφορά από την πλευρά μας της συζήτησης για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό δεν αποτελεί αυθαίρετη επιλογή, αλλά ανταπόκριση σε ανάγκες που αναδείχνει η ζωή. Ετσι το άρθρο αυτό δεν έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Δεν αποσκοπεί να δώσει οριστικές λύσεις ούτε να απαντήσει σε όλα τα σχετικά με το θέμα προβλήματα και διχογνωμίες, καθώς οι θέσεις μας πάνω σ’ αυτό το επίμαχο και πολυδιάστατο ζήτημα βρίσκονται ακόμη στο στάδιο της επεξεργασίας. Είναι ένα άρθρο μάχης, μια συμμετοχή στην ιδεολογική διαπάλη, που φιλοδοξεί να απαλλάξει το σοσιαλιστικό ρεαλισμό από βασικές συγχύσεις κι απλοποιήσεις, αλλά και από την κακοποίησή του από την αστική πολεμική. Ταυτόχρονα επιδιώκει να βοηθήσει στη διάκριση των θεμελιακών γνωρισμάτων του στο έργο των δημιουργών που τον εφάρμοσαν, καθώς και στην κατανόησή τους από τους δημιουργούς που -σήμερα όσο ποτέ- χρειάζεται να τον εφαρμόσουν και να τον αναπτύξουν σε νέα κι ακόμη ανώτερα επίπεδα.

Το βέβαιο είναι ότι όσο εμείς σιωπούμε, τόσο κερδίζει έδαφος η αντίπαλη ιδεολογία και πολιτική. Γιατί ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, που ανέκαθεν συγκέντρωνε τα εμπαθή πυρά της αστικής προπαγάνδας, στις μέρες μας δέχεται τη λάσπη με τους τόνους, αφού αποτελεί ένα από τα αγαπημένα θέματα της ξεδιάντροπης εκστρατείας της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την εξίσωση του κομμουνισμού με το φασισμό. Σωρεία άρθρων στις αστικές εφημερίδες και όχι μόνο -γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε το «αριστερό» άλλοθι και τα εκλεπτυσμένα επιχειρήματα που προσφέρει σ’ αυτή την επίθεση ο αναθεωρητισμός κι ο οπορτουνισμός- «φιλοτεχνούν» ένα εξάμβλωμα που το βαφτίζουν «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Τα βασικά χαρακτηριστικά που του προσδίδουν είναι ένα σχηματικό και στείρο περιεχόμενο εξύμνησης και ωραιοποίησης του σοσιαλισμού και προπαντός των ηγετών του, μέσα από μια επίπεδη, επιφανειακή, φωτογραφική μορφή. Στη συνέχεια τον επισείουν σαν σκιάχτρο πάνω από τα κεφάλια μας: «Προσέξτε! Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν είναι απλά αποτυχημένος, αναχρονιστικός και κακόγουστος, αλλά και απειλητικός και ανεπανόρθωτα βλαβερός για τη δημοκρατία»! Αρκεί να αναφερθεί για παράδειγμα ότι πρόσφατα διοργανώθηκε στη Σόφια εικαστική έκθεση με τίτλο «απολυταρχική τέχνη», όπου εμφανίζονται επιλεκτικά κάποια προπαγανδιστικά υλικά από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες ως έργα τέχνης εμπνευσμένα από το σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Την ίδια στιγμή στις πανεπιστημιακές μας σχολές, αλλά και στα σχολεία, διδάσκονται οι ομοιότητες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με τη φασιστική τέχνη, που κάθε άλλο παρά ρεαλιστική ήταν.

Κάθε λογικός άνθρωπος θα αναρωτηθεί: Γιατί τόσος μόχθος, τόσο ξόδεμα φαιάς ουσίας και χρήματος για να αποκαθηλωθεί αυτό το «νεκρό» «γραφειοκρατικό κατασκεύασμα», που αντί για αισθητική συγκίνηση μόνο αποστροφή και απέχθεια, όπως λένε, μπορεί να προκαλέσει;

Είναι ολοφάνερο πως γενικότερος στόχος αυτής της επίθεσης δεν είναι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, αλλά το κοινωνικό σύστημα που τον γέννησε. Η αποδοκιμασία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι ένας ακόμη όρος για την απόρριψη της εργατικής εξουσίας, του σοσιαλισμού, ως συστήματος «αποτυχημένου» σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, ακόμη και σε εκείνους -όπως η τέχνη- που για πολλά χρόνια διατηρούσε στα μάτια κάθε τίμιου ανθρώπου φανερή υπεροχή.

Η παράλληλη όμως επιδίωξη αυτής της εκστρατείας να συκοφαντηθεί ο ίδιος ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ούτε ευκαταφρόνητη ούτε δευτερεύουσας σημασίας είναι για την αστική τάξη. Με την πείρα αιώνων που διαθέτει από την ενσωμάτωση της τέχνης στους σκοπούς της -προοδευτικούς τον καιρό των αστικών επαναστάσεων, πνευματικής και ηθικής απονάρκωσης στην εποχή μας- τρομάζει με την ιδέα ότι το ακαταμάχητο αυτό πνευματικό όπλο μπορεί να αξιοποιηθεί πιο ώριμα στον καιρό μας, από τους καλλιτεχνικούς εκπροσώπους της εργατικής τάξης για το δικό της σκοπό, την πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση.

Επειδή λοιπόν ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός είναι τέχνη στρατευμένη στην υπόθεση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, γι’ αυτό η αστική τάξη τον πολεμά, με το αδυσώπητο μένος που πολεμά και το ίδιο το ταξικό εργατικό κίνημα. Δεν έχει άδικο. Η σοσιαλιστική ρεαλιστική τέχνη, έχοντας για στόχο της όχι μόνο να αποκαλύπτει την αλήθεια για τη σημερινή ζωή, αλλά και να οργανώνει τις διαθέσεις για την επαναστατική αλλαγή της, είναι πράγματι τέχνη «απειλητική και ανεπανόρθωτα βλαβερή» για την αστική εξουσία. Ειδικά στις μέρες μας -που εκτός από νέα βάσανα μπορούν να κυοφορήσουν και νέες συνειδήσεις- αυτός είναι ένας σπουδαίος λόγος για να μπει κάτω από τις σημαίες της κάθε καλλιτέχνης και δημιουργός που αφουγκράζεται το βηματισμό της ιστορίας.

Ετσι κι αλλιώς, οποιοσδήποτε καλλιτέχνης, ανεξάρτητα αν το συνειδητοποιεί ή όχι, είναι στρατευμένος. Η τέχνη είναι μια μορφή κοινωνικής συνείδησης, μια ιδιαίτερη, υποκειμενική εκδήλωση της αντανάκλασης της πραγματικότητας στη συνείδηση του καλλιτέχνη. Σε μια πραγματικότητα που οι κοινωνικές τάξεις ανταγωνίζονται μεταξύ τους με συγκρουόμενα συμφέροντα και αντίμαχες απαιτήσεις, η ανθρώπινη συνείδηση δεν μπορεί να μένει αμερόληπτη. Ακόμη και στην περίπτωση όπου ο καλλιτέχνης δείχνει αδιάφορος για την κοινωνική κίνηση, δίχως πολιτικές και ιδεολογικές προθέσεις μέσα στο έργο του «βρίσκεται κρυμμένη μια ιδεολογία, που αντιπροσωπεύει και εκφράζει κάποια κοινωνική συνείδηση και με έναν τρόπο εξυπηρετεί τάξεις, συμφέροντα, τάσεις και σκοπούς»1. Αλλωστε κάθε καλλιτέχνης, ανήκοντας ή εκπροσωπώντας μια κοινωνική τάξη, δεν ενδιαφέρεται ούτε συγκινείται το ίδιο από όλα όσα υπάρχουν στην πραγματικότητα. Με αυτή την έννοια η τέχνη έχει ταξικότητα. Η ταξικότητα δηλαδή στην τέχνη δεν εκδηλώνεται μόνο με την ανοιχτή τοποθέτηση του καλλιτέχνη υπέρ της μίας ή της άλλης κοινωνικής τάξης, αλλά και με το περιεχόμενο του καλλιτεχνικού έργου. Ετσι εμφανίζεται η αντίφαση, το έργο ορισμένων μεγάλων δημιουργών, προικισμένων με την ικανότητα να συλλαμβάνουν σε βάθος τον εσωτερικό δυναμισμό της κοινωνίας, να μην αντιστοιχεί στις ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις τους, φαινόμενο που παρατηρείται για παράδειγμα σε έργα του Σεφέρη, του Ελύτη, του Χατζηδάκι κλπ.

Το βέβαιο ωστόσο είναι ότι ο καλλιτέχνης που μαζί με το ταλέντο, τη διορατικότητα και τη φαντασία διαθέτει και γνώση των νομοτελειών της ζωής και μέθοδο για να τις αφομοιώσει καλλιτεχνικά, μπορεί από πολύ καλύτερη θέση να δημιουργήσει έργο μεγάλης αισθητικής δύναμης και πνοής. Εχει επομένως αναμφισβήτητη αξία, οι καλλιτέχνες που στην κοινωνική αναμέτρηση παίρνουν τη θέση της εργατικής τάξης, να αισθητοποιήσουν όσο γίνεται καλύτερα τη στράτευσή τους, έτσι ώστε να εμπνεύσουν με το έργο τους την αναγκαιότητα της πάλης για το σοσιαλισμό. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η αφομοίωση της έννοιας και των εσωτερικών νομοτελειών της τέχνης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και πρώτα απ’ όλα η αντίσταση και η απόρριψη του αφορισμού του από τους επικριτές του, που τον παρουσιάζουν ως τεχνοτροπία, ακριβώς για να κρύψουν το ιδεολογικό του περιεχόμενο, γιατί αυτό προπαντός τους ενοχλεί.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

Η αλήθεια είναι ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός αποτελεί καλλιτεχνικό ρεύμα και όπως όλα τα ρεύματα ρέπουν σε φιλοσοφικοκοινωνικές αντιλήψεις, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός διαποτίζεται από τη σοσιαλιστική ιδεολογία και την υλιστική - διαλεκτική αντίληψη της πραγματικότητας. Αναπτύχθηκε κυρίως με την έναρξη της Οκτωβριανής Επανάστασης2, δεν αφορά όμως μόνο τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, αλλά την κοινωνική επανάσταση ως ιστορική τάση.

Οπως φαίνεται και από τον όρο, γνώρισμά του είναι ο ρεαλισμός, δηλαδή τέχνη που επιχειρεί την αληθινή και ολόπλευρη αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας με καλλιτεχνικά μέσα. Ο ρεαλισμός αντιμετωπίζει υλιστικά - διαλεκτικά την πραγματικότητα, αφού αποσκοπεί στην καλλιτεχνική απόδοσή της έτσι όπως πραγματικά είναι. Οχι στατικά, νατουραλιστικά σαν καθρέφτης, αλλά ζωντανά, μέσα από τη διείσδυση στην κίνησή της: στις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις, τις τάσεις, τις εσωτερικές, ουσιαστικές της νομοτέλειες. Γι’ αυτό, του είναι ξένη κάθε αληθοφάνεια, ρητορεία, σχηματικότητα, εξιδανίκευση κι ωραιοπάθεια. Του είναι όμως αναγκαία η γενίκευση, η σύνδεση του ατομικού με το καθολικό, η επιλογή του τυπικού στους χαρακτήρες και τις καταστάσεις. Οχι με την έννοια του επιθυμητού, της απόκρυψης των αντιφάσεων της πραγματικότητας, αλλά του ιστορικά σημαντικού, που επιταχύνει ή επιβραδύνει την πρόοδο της ανθρωπότητας. Η πραγματικά ρεαλιστική τέχνη δεν υπακούει σε στερεότυπα και προκατασκευασμένες επινοήσεις του δημιουργού, αλλά διερευνά και τελικά ανακαλύπτει αλήθειες της ζωής. Σ’ αυτό ακριβώς βρίσκεται και η βάση της πρωτοτυπίας του καλλιτεχνικού έργου και όχι στις κάθε είδους εκκεντρικότητες στην προσωπική έκφραση του καλλιτέχνη.

Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ξεπερνά τα ιδεολογικά όρια του προγενέστερού του κριτικού ρεαλισμού, καθώς τον διαπερνά μια επιστημονική πια κοσμοθεωρία. Παύει δηλαδή να βασίζεται αποκλειστικά στη διορατικότητα και την ικανότητα του καλλιτέχνη να συλλαμβάνει με την εμπειρία, τα βιώματα, την ιστορικά διαμορφωμένη γνώση και τη μεγαλοφυΐα του, τις προοδευτικές τάσεις του καιρού του, όπως έκαναν οι μεγάλοι ρεαλιστές καλλιτέχνες όλων των πρωτύτερων εποχών. Ο κριτικός ρεαλισμός, που εμφανίστηκε στη δεκαετία του 1830, μπορεί να έδωσε μια θαυμαστή ρεαλιστική εικόνα της αστικής κοινωνίας, μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να ήταν και βαθιά διαλεκτικός, αλλά δεν κατόρθωνε να ξεφύγει από τα όρια της κριτικής της αστικής κοινωνίας ή των ουτοπικών αντιλήψεων του δημιουργού. Αντίθετα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν αρκείται στην αναγνώριση της κοινωνίας, αλλά επιδιώκει να την επηρεάσει, διεγείροντας την επιθυμία για την αλλαγή της, σύμφωνα με τους σύγχρονους σκοπούς και ανάγκες του ανθρώπου. Βαθαίνει τη γνώση, οξύνει την ευαισθησία, καλλιεργεί τη θέληση για δράση δημιουργική και επαναστατική, για την απαλλαγή του ανθρώπου από κάθε ασκήμια της ζωής. Είναι ταυτόχρονα «χαλαστής και χτίστης», όπως θα έλεγε ο Βάρναλης.

Ο Μπ. Μπρεχτ, ένας από τους κορυφαίους εκφραστές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, στο δοκίμιό του «Πέντε δυσκολίες για το γράψιμο της αλήθειας»3 κωδικοποιεί τις βασικότερες προϋποθέσεις για τη σοσιαλιστική ρεαλιστική τέχνη ως εξής:

Ως πρώτη προϋπόθεση θεωρεί «το θάρρος να γράφει κανείς την αλήθεια». Οπως είναι ξεκάθαρο και στις μέρες μας, πράγματι χρειάζεται τόλμη για να μπορεί κανείς να «βεβηλώνει» τον αμόλυντο κόσμο της καθαρής τέχνης με θέματα τόσο «πεζά» και «παρωχημένα», όπως η ανεργία, το μεροκάματο, η ατομική ιδιοκτησία. Χρειάζεται δύναμη να φωνάζει για την ιστορικότητα της ταξικής πάλης, για την αναγκαιότητα της ταξικής αλληλεγγύης και αυτοθυσίας μέσα στη μεταμοντέρνα οχλοβοή περί τέλους της ιστορίας και των ιδεολογιών. Χρειάζεται κουράγιο για να συγκρουστεί με τη βία των μονοπωλίων, που τον καταδικάζουν στην ανέχεια και την απομόνωση, την ίδια στιγμή που κόπτονται για την «ελευθερία του δημιουργού».

Ο δημιουργός που έχει φόβο στην καρδιά του, χάνει σίγουρα το χάρισμά του, όμως η τόλμη δεν αρκεί για να μπορεί κανείς να δει κάτω από την επιφάνεια, την αλήθεια των εσωτερικών σχέσεων και των γενικών νόμων που διέπουν την πραγματικότητα. Ετσι, δεύτερη προϋπόθεση της ρεαλιστικής τέχνης είναι για τον Μπρεχτ «η ικανότητα να αναγνωρίζει κανείς την αλήθεια», που πάνω απ’ όλα απαιτεί γνώση. Τη γνώση της υλιστικής διαλεκτικής, της οικονομίας και της ιστορίας, όπως διευκρινίζει.

«Μπορεί βέβαια και χωρίς μέθοδο να βρει κανείς την αλήθεια. Ομως σίγουρα μ’ αυτόν τον τυχαίο τρόπο δε φτάνει κανείς σε μια τέτοια αλήθεια, που να βοηθά τους ανθρώπους να μάθουν πώς πρέπει να συμπεριφέρονται», γράφει για να υπογραμμίσει την υπεροχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού σε σχέση με τα άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα, αλλά και την κοινωνική, διαπαιδαγωγητική λειτουργία του. Γι’ αυτό, συνεχίζει, η τρίτη δυσκολία είναι «η τέχνη να κάνει κανείς την αλήθεια εύχρηστη σαν όπλο», δηλαδή να την εκφράσει με τρόπο «ώστε να μπορούν να αναγνωριστούν οι αιτίες των δυσάρεστων καταστάσεων, που μπορούν να ανατραπούν». Είναι γεγονός ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός αναζητεί τις πραγματικές πηγές, τις αιτίες και τα κίνητρα, που κάνουν τον άνθρωπο να έχει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά απέναντι στις καταστάσεις της ζωής. Τα κίνητρα μάλιστα δεν τα αντιμετωπίζει σαν κάτι εξωτερικό σε σχέση με τους ανθρώπινους χαρακτήρες, που δήθεν μόνον αντανακλαστικά απαντούν σ’ αυτά. Αντίθετα οι χαρακτήρες εμπεριέχουν τις κοινωνικές αιτίες της διαμόρφωσής τους.

Ομως ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, όπως προαναφέρθηκε, δε δείχνει τον κόσμο μόνον όπως πραγματικά είναι, αλλά προβάλλει και την ιδέα για το πώς πρέπει και μπορεί να γίνει. Στο σημείο αυτό αναδείχνεται μια θεμελιακή πλευρά της μεγαλοφυούς τεχνικής του Μπρεχτ. Σύμφωνα με αυτή, το ζήτημα δεν είναι απλώς να ονοματίζεται η διέξοδος από τις οδυνηρές καταστάσεις, αλλά να προκύπτει μέσα από τον αποκλεισμό κάθε άλλης λύσης, έξω από αυτή της ανατροπής των αιτιών τους. Με τον τρόπο αυτό ο σπουδαίος αυτός τεχνίτης του σοσιαλιστικού ρεαλισμού καθοδηγεί το κοινό του να προβληματιστεί και να ανακαλύψει μόνο του τη λύση των προβλημάτων του. Μια αντίληψη που κατά ανάλογο τρόπο εκφράζεται και στην επιστολή του Ενγκελς προς τη Μίννα Κάουτσκι, σύμφωνα με την οποία: «η στράτευση πρέπει να αναδύεται μέσα από την ίδια την κατάσταση και από την ίδια τη δράση, χωρίς να διατυπώνεται ξεκάθαρα, και ο ποιητής δεν είναι υποχρεωμένος να δώσει έτοιμη στον αναγνώστη τη μελλοντική ιστορική λύση των κοινωνικών συγκρούσεων που περιγράφει»4.

Ο χαρακτηρισμός του «όπλου», που δίνει ο Μπρεχτ στην τέχνη της αλήθειας, παραπέμπει στον ασίγαστο ταξικό πόλεμο, στον οποίο κάθε καλλιτέχνης πρέπει να πάρει θέση. Γι’ αυτό ως τέταρτη δυσκολία για το γράψιμο της αλήθειας ορίζει την ικανότητα «να διαλέγει κανείς εκείνους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αλήθεια αποτελεσματικά». Καλεί δηλαδή το δημιουργό να πάρει το μέρος εκείνων των κοινωνικών δυνάμεων που μπορούν να πραγματοποιήσουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Με άλλα λόγια, να εμπνευστεί και να απευθυνθεί στην εργατική τάξη, που από τη θέση της στην κοινωνία είναι η πρώτη που ενδιαφέρεται για την κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας.

Γνωρίζοντας όμως τα εμπόδια για να προσεγγίσει η αληθινή τέχνη τους πολλούς, που η αμάθειά τους είναι η δύναμη των λίγων, ως τελευταία δυσκολία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού θεωρεί την «πανουργία να διαδίδει κανείς την αλήθεια στους πολλούς». Στις μέρες μας, όπου η λογοκρισία παίρνει «αόρατες» και συχνά πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμες μορφές από εκείνες της Γερμανίας του 1935, στις οποίες αναφέρεται ο Μπρεχτ, οι οδηγίες του στο σημείο αυτό θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως επινοητικότητα του δημιουργού, ώστε να ξεπερνά με το έργο του τις πολιτικές τρικλοποδιές, τα ιδεολογήματα και τα τεχνάσματα που εφαρμόζει ο αντίπαλος για να ξεγελά και να χειραγωγεί το λαό, όπως και η ικανότητά του να πείθει και να κερδίζει λαϊκούς ανθρώπους με διαφορετικό και συχνά χαμηλό επίπεδο συνείδησης.

Η συνοπτική αυτή αναφορά στο δοκίμιο του Μπρεχτ επιβάλλει μια αναλυτικότερη τοποθέτηση στο θέμα της λαϊκότητας στην τέχνη, της σχέσης της δηλαδή με το λαό, που για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό δεν είναι μια τυπική ηθική προσταγή υπέρ του λαού και κατά των εχθρών του. Αποτελεί μια ουσιαστική οργανική ανάγκη του, τόσο για την ιστορική-ποιοτική ανάπτυξή του, όσο και για τη δυνατότητά του να ανταποκριθεί σωστά στον ταξικό, κοινωνικό ρόλο του.

ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΤΗΤΑ

Σήμερα, ιδιαίτερα μέσα από τα πρόσφατα ιστορικά πισωγυρίσματα, γίνεται ακόμη πιο φανερό ότι λαϊκότητα στην τέχνη δεν μπορεί απλά να σημαίνει ότι αυτή πρέπει να εκφράζει τους πόθους και τα βάσανα, τις δηλωμένες ανάγκες του λαού και να μιλάει στη «γλώσσα» του, δηλαδή τις ιστορικά και ταξικά διαμορφωμένες φόρμες έκφρασής του. Η λαϊκότητα πρέπει να πηγαίνει πολλά βήματα μπροστά, στην πιο βαθιά, την πιο σύγχρονη σημασία των λαϊκών αναγκών και τη δυναμική τους ανάπτυξη προς τους σκοπούς του σοσιαλιστικού μέλλοντος, ακόμα και μέχρι την κομμουνιστική κοινωνία.

Αποστολή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, σύμφωνα με τη λενινιστική κατεύθυνση, είναι δίχως άλλο «να πλησιάσει η τέχνη το λαό και ο λαός την τέχνη». Για αφετηρία του δηλαδή έχει το μόχθο και τις έγνοιες της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και για προορισμό του όχι απλά να τις εκφράσει, αλλά να βρει ένα δρόμο που θα βοηθήσει το λαό να απαλλαγεί οριστικά από αυτές. Αυτή ακριβώς η ενασχόληση της τέχνης με την αναζήτηση λύσεων σε ζωτικά λαϊκά προβλήματα είναι ο πιο σοβαρός λόγος για να εκδηλώνεται σταθερό και ουσιαστικό ενδιαφέρον των λαϊκών μαζών προς τα δημιουργήματά της.

Ταυτόχρονα όμως ο συντονισμός της τέχνης με τις ανάγκες και τους σκοπούς της πρωτοπόρας κοινωνικής τάξης είναι καθοριστικός όρος για να μπορέσει η τέχνη να αντιπροσωπεύσει και να ξεπεράσει την εποχή της, να συλλάβει ό,τι νέο και μελλοντικό γεννιέται μέσα σ’ αυτή και να μετουσιώσει τα πιο προχωρημένα ιδανικά της, που είναι τελικά τα ιδανικά της ίδιας της ανθρωπότητας. Με λίγα λόγια, η λαϊκότητα για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό είναι το εφαλτήριο για να κατακτήσει τον υψηλότερο στόχο κάθε μεγάλης τέχνης: να γίνει καθολική και διαχρονική. Κι αυτό γιατί αληθινή τέχνη δεν μπορεί να προκύψει με εντολή της αστικής τάξης, που εξάντλησε προ πολλού τα προοδευτικά της αποθέματα και συμφέρον της έχει να καταπνίγει και να διαστρέφει την αλήθεια. Πρωτοπόρα, ρεαλιστική, μεγάλη τελικά τέχνη μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσα από το δεσμό της με την ανερχόμενη τάξη, την εργατική, που έχει ανάγκη να συνειδητοποιήσει την κοινωνική πραγματικότητα σε όλο το πεδίο και τις όψεις της, για να την ανατρέψει και να οικοδομήσει καινούργια. Γι’ αυτό ρεαλισμός και λαϊκότητα ενώνονται με σχέση διαλεκτική.

Η λαϊκότητα προϋποθέτει ο καλλιτέχνης να επικοινωνεί με το λαό. Ομως αυτό δε σημαίνει καθόλου ότι ένα έργο τέχνης μπορεί πάντα να γίνεται κατανοητό από το σύνολο του λαού. Ομοίως, η μαζικότητα του κοινού του δεν αποτελεί σταθερά αξιόπιστο δείκτη γνήσιας λαϊκότητας. Γιατί ο λαός, μαζί με το ταξικό ένστικτο, κουβαλά στη συνείδησή του αντιλήψεις και στερεότυπα αιώνων υλικής και πνευματικής υποδούλωσης, που δεν είναι εύκολο μονομιάς να παραγραφούν. Με αυτή τη λογική το κομμουνιστικό κόμμα, που οι θέσεις του και η πολιτική του δε γίνονται αυτόματα κατανοητές από τη μάζα της εργατικής τάξης, δε θα έπρεπε να θεωρείται το κόμμα της. Κι όπως πολύ χαρακτηριστικά έγραφε ο Μαγιακόφσκι, αν ο Λένιν προσάρμοζε την πολιτική των μπολσεβίκων σ’ αυτά που αρχικά ενθουσίαζαν το λαό, η Οκτωβριανή Επανάσταση δε θα είχε ποτέ πραγματοποιηθεί, θα διαιωνιζόταν η αστική κυβέρνηση του Κερένσκι.5

Πραγματικά λαϊκό δεν είναι λοιπόν το άμεσα αντιληπτό από το λαό, αλλά αυτό που υπηρετεί το γιγάντιο πλέγμα των λαϊκών συμφερόντων, από τα πιο φανερά μέχρι τα πιο μύχια και κρυφά. Αληθινά λαϊκό και δημοκρατικό είναι η ικανότητα της πρωτοπορίας ν’ ανεβάζει αδιάκοπα το ιδεολογικό και μορφωτικό επίπεδο της τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, ώστε να μπορούν να κατανοούν την επιστημονική θεωρία του σοσιαλισμού μαζί με την τέχνη που την αισθητοποιεί.

Αλλωστε για να φτάσει κανείς στην απόλαυση της τέχνης χρειάζονται και γνώσεις και προσπάθεια. Και ο ρόλος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού δεν είναι να αναπαράγει την παθητικότητα και τη νωθρότητα του μυαλού. Απαίτησή του είναι η τέχνη να θέτει σε κίνηση τη σκέψη, την κρίση, τη φαντασία. Να ξεβολεύει, να ταρακουνά και να προκαλεί την ευχαρίστηση όχι μόνο στη δεξιοτεχνία και την απεικονιστική δύναμη του καλλιτέχνη, αλλά προπαντός στη γνώση και τη συμμετοχή του κοινού στην προσπάθεια να ανακαλυφθούν λύσεις, να αποκαλυφτούν νέες διεργασίες στη ζωή. Τελικά ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός έχει την υποχρέωση να καλλιεργεί στο λαό ένα καθολικό κριτήριο, που θα τον βοηθά να αναγνωρίζει τις αιτίες των προβλημάτων του και τη διέξοδο απ’ αυτά σε κάθε κατάσταση και όχι μόνο σ’ αυτή που αναπλάθει κάθε ιδιαίτερο καλλιτεχνικό έργο. Με λίγα λόγια, να δημιουργεί δημιουργούς μιας νέας ζωής. Οταν είναι αληθινός, τότε σίγουρα θα τον αγκαλιάσει τελικά ο λαός, όπως οι εργάτες της Μόσχας στην πρωτομαγιάτικη διαδήλωση του 1923, όπου παρέλασαν κρατώντας στα χέρια τους μια μακέτα από τον «Πύργο» -ένα συμβολικό γλυπτό του Τάτλιν που αναπαρίστανε τη σπειροειδή εξέλιξη της ιστορίας- γιατί ένιωθαν κατάβαθα πως οι ίδιοι ήταν οι δημιουργοί της. Επομένως η λαϊκότητα δεν είναι πάντα θέμα μιας όσο το δυνατό πιο κατανοητής και απλής μορφής. Είναι ζήτημα αναζήτησης της καλύτερης σχέσης ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο.

ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΜΟΡΦΗΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΡΕΑΛΙΣΜΟ

Από την προσπάθεια της σοβιετικής εξουσίας να γίνει η τέχνη άμεσα κτήμα και όπλο των λαϊκών μαζών και τη βάσιμη ανησυχία για απόσπαση των καλλιτεχνών από αυτές, λόγω της αστικής ή μικροαστικής κοινωνικής τους προέλευσης, προέκυψε από τα πρώτα χρόνια της Οκτωβριανής επανάστασης μια μακρόχρονη συζήτηση και αντιπαράθεση γύρω από τη σχέση μορφής και περιεχόμενου στην τέχνη. Η συζήτηση αυτή, στο όνομα της λαϊκότητας, κατέληγε σε υποτίμηση ως και αντίθεση προς την αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης για το νέο, σοσιαλιστικό περιεχόμενο της τέχνης και σε προτροπές για μίμηση της μορφής των κλασσικών δημιουργών. Μια συζήτηση καθόλου αδικαιολόγητη, όχι μόνο εξ αιτίας της ανεδαφικότητας των διακηρύξεων καλλιτεχνικών κινημάτων και ομάδων της νεαρής Σοβιετικής Ενωσης για πλήρη ρήξη με το παρελθόν της αστικής τέχνης και της προσπάθειάς τους για εγκεφαλική κατασκευή «εκ του μηδενός» μιας νέας «προλεταριακής κουλτούρας».

Η βαθύτερη πηγή της διαπάλης βρίσκεται στο γεγονός ότι ένα από τα θεμελιακά γνωρίσματα της αστικής τέχνης και των θεωρητικών εκπροσώπων της είναι να βλέπουν στη μορφή το ουσιαστικό, το ανώτερο, την πραγμάτωση του πνευματικού Είναι και να περιφρονούν το περιεχόμενο ως δευτερεύον και εξω-καλλιτεχνικό. Αντίληψη πολύ βολική για την αστική τάξη που με τεχνάσματα στη μορφή κάνει όλων των ειδών τις απάτες για να συσκοτίσει το εκμεταλλευτικό περιεχόμενο της ταξικής κυριαρχίας της, μετατοπίζοντας το πρόβλημα στην πολιτική του μορφή, σε ένα υποτιθέμενο αγώνα ανάμεσα στη «δημοκρατία» και τη «δικτατορία». Ετσι και η αστική τέχνη προσπαθεί με τη συνεχή αναζήτηση νέων συναρπαστικών μορφών να κάνει ευχάριστο το αμετάβλητο, παλιό της περιεχόμενο. Αυτό ονομάζεται φορμαλισμός. Φορμαλισμός με άλλα λόγια είναι η τυπική και στα χαρτιά καινοτομία, η παρουσίαση του συντηρητικού, ξεπερασμένου περιεχόμενου με νέα μορφή.

Το ίδιο όμως φορμαλιστική είναι η εφαρμογή παλιών μορφών σε ένα νέο περιεχόμενο. Γιατί ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο υπάρχει διαλεκτική ενότητα. Η μορφή είναι ο τρόπος οργάνωσης του περιεχομένου. Ετσι και στην τέχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, η μορφή είναι ο εσωτερικός σκελετός που προβάλλει, θεμελιώνει και εκφράζει το περιεχόμενο, το οποίο στη γενικότητά του αντανακλά την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Το γεγονός ότι η μορφή καθορίζεται από το περιεχόμενο, κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι μπορεί κανείς να την υποτιμά, γιατί η παραμέλησή της μπορεί να καταστρέψει ένα έργο τέχνης. Οπως έγραφε ο Τολστόι: «από το αληθινό έργο τέχνης -ποίημα, δράμα, πίνακα, τραγούδι, συμφωνία- άμα αφαιρέσεις έστω και ένα στίχο, μία σκηνή, μια φιγούρα, ένα μέτρο χαλάει το νόημα σε ολόκληρο το έργο, όμοια όπως σε μια ζωντανή ύπαρξη αν βγάλεις ένα όργανό της από τη θέση του, πεθαίνει»6.

Οταν δηλαδή το περιεχόμενο βρει την καλύτερή του έκφραση, βρίσκει τη μορφή του. Αρα ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός προτρέπει στη διαρκή και τολμηρή διερεύνηση εκείνης της μορφής, εκείνης της καλλιτεχνικής γλώσσας, του προσωπικού ύφους ή στυλ, που συμβαδίζουν με την ορμητική ροή της πραγματικότητας. Σαν τέχνη επαναστατική επαναστατικοποιεί και τη μορφή της.

Είναι επομένως φανερό ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός δεν μπορεί να γυρνά πίσω στα περασμένα, αντιγράφοντας τις πολύτιμες στην εποχή τους κατακτήσεις της τέχνης των κλασσικών. Σίγουρα όμως αφομοιώνει τα πιο εξελίξιμα στοιχεία της, όπως «η εφεύρεση κοινωνικά σημαντικών μύθων, η διαμόρφωση χαρακτηριστικών τύπων ηρώων, η φροντίδα και η τόλμη της μορφής, η προσφορά μεγάλων ιδεών και προπαντός η ενεργός συμμετοχή της σε ό,τι είναι κοινωνικά προοδευτικό»7.

Η ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΝΩΤΕΡΗ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΛΑΪΚΟΤΗΤΑΣ

Αποτελεί έτσι αδιαφιλονίκητη αλήθεια πως η αποκαλούμενη «εξωαισθητική» ιδεολογική και πολιτική σκοπιμότητα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, που συγκεντρώνει όλα τα εχθρικά βέλη, δηλαδή η τοποθέτησή του με την πλευρά της κοινωνικής προόδου, είναι το διακριτικό γνώρισμα της μεγάλης τέχνης κάθε εποχής και τόπου. Σκοπιμότητα υπήρχε για παράδειγμα στο έργο όλων των σπουδαίων δραματουργών της αρχαιότητας, του Σοφοκλή, του Αισχύλου, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη. Το σπουδαιότερο είναι ότι η μορφωτική, ιδεολογική και διαπαιδαγωγητική λειτουργία στην τέχνη κάθε άλλο παρά είναι εξωαισθητική. Γιατί αισθητική αντίληψη είναι η αντίληψη για την ομορφιά της ζωής σε κάθε της έκφραση: φυσική, κοινωνική, ηθική, ψυχική. Και η τέχνη, αυτή η ανώτερη μορφή των αισθητικών σχέσεων του ανθρώπου με την πραγματικότητα, πραγματοποιεί την πλήρη αισθητική συγκίνηση όταν στο πεδίο της περιλαμβάνει κάθε ωραίο κι ανώτερο στη ζωή. Οταν από αυτή την πραγματικότητα απομονώνει μόνον κάποια στοιχεία της, τον εκστασιασμό για παράδειγμα μπροστά στη φύση ή τη δίχως νόημα περιπλάνηση σε ψυχικά αδιέξοδα, είναι τέχνη ακρωτηριασμένη και κενή, που μόνο μια πρόσκαιρη αισθητική απόλαυση μπορεί να προσφέρει, δηλαδή να ναρκώσει. «Η Τέχνη πραγματικά κι ευχαριστεί και διδάσκει και φρονηματίζει και γίνεται κίνητρο πράξης και προκοπής. Η καλή Τέχνη. Η κακή μόνον ευχαριστεί»8, γράφει ο Κ. Βάρναλης. Και ο Γ. Ρίτσος τονίζει: «Το ιδεολογικό υπόβαθρο της τέχνης, το κοινωνικό και ηθικό, αν δεν είναι ο πρώτος λόγος της αξίας της, είναι ωστόσο ο τελικός»9.

Πράγματι, η ίδια η προέλευση της τέχνης από την εργασία, το γεγονός ότι η τέχνη γεννήθηκε στην παλαιολιθική εποχή, όπου η οικονομική ανάπτυξη ήταν απίστευτα χαμηλή, στοιχειώδης και ο άνθρωπος ήταν ολότελα απορροφημένος στον αγώνα για να επιζήσει, αποδεικνύει ότι δεν αποτελεί πνευματική πολυτέλεια, μια σκέτη αισθητική απόλαυση, όπως παρουσιάζεται από τους υπέρμαχους της καθαρής τέχνης, της απόσυρσης της τέχνης από την κοινωνική ζωή και την πολιτική. Αποτελούσε από εκείνη την εποχή ανάγκη του ανθρώπου να γνωρίσει, να ανακαλύψει τον κόσμο, για να μπορέσει να κυριαρχήσει σ’ αυτόν. Αλλά και στο μεσαίωνα η τέχνη ονομαζόταν «χαρούμενη επιστήμη», αναγνωριζόταν δηλαδή η άμεση σχέση της με τη βαθιά κατανόηση της πραγματικότητας.

Αλλωστε η αστική τάξη, που με τόση εχθρότητα επιτίθεται στη στρατευμένη τέχνη, έχει πάντα τους δικούς της «κομματικούς» φιλολογικούς και καλλιτεχνικούς εκπροσώπους, όπως κάθε κυρίαρχη τάξη σε όλες τις ανταγωνιστικές κοινωνίες. Κάνει όμως ό,τι μπορεί για να μην έχει τη δική της τέχνη και τους δικούς της δημιουργούς η αντίπαλη τάξη, η εργατική, γιατί ξέρει καλά πόσο πολύτιμη είναι η συμβολή τους για τη νίκη της. Φοβάται δηλαδή την καρδιά του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, την «κομματικότητα», τον ανώτερο και πιο βαθύ, οργανικό δεσμό του δημιουργού με τον επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης.

Από την πρώτη εμφάνιση του κομμουνιστικού κόμματος, ο Μαρξ και ο Ενγκελς αγωνίστηκαν για να αναπτυχθεί κομματική λογοτεχνία και τέχνη. Ο Λένιν διεύρυνε την επεξεργασία της έννοιας με το άρθρο του «κομματική οργάνωση και κομματική φιλολογία», υπογραμμίζοντας την ανάγκη η σοσιαλιστική τέχνη να αποτελέσει αναπόσπαστο μέρος της κομματικής δουλειάς, για να μπορεί η εργατική τάξη να εκπληρώσει ενιαία, καθοδηγημένα και αποτελεσματικά τους σκοπούς της. Διευκρινίζοντας την έννοια της κομματικής καθοδήγησης στην τέχνη, ο Λένιν υπογράμμιζε ότι «η λογοτεχνική δουλειά λιγότερο από κάθε άλλη αντέχει στη μηχανική ευθυγράμμιση, στην επιπέδωση, στην επιβολή της πλειοψηφίας στη μειοψηφία», ότι «σ’ αυτή τη δουλειά πρέπει να εξασφαλιστεί μεγάλη ελευθερία στην προσωπική πρωτοβουλία, στις ατομικές τάσεις, ελευθερία στη σκέψη και τη φαντασία, στη μορφή και στο περιεχόμενο … όλα αυτά σημαίνουν ότι το λογοτεχνικό μέρος της κομματικής δουλειάς του προλεταριάτου δεν μπορεί να ταυτιστεί τυποποιημένα με τα άλλα μέρη της κομματικής του δουλειάς»10. Η κομματικότητα δηλαδή στην τέχνη δεν μπορεί να είναι προϊόν ούτε «ιδεολογικών πειθαναγκασμών» ούτε «κομματικής επιβολής», όπως ισχυρίζονται οι απολογητές της αστικής τάξης. Με τέτοια μέσα δε γίνεται μεγάλη τέχνη, σαν αυτή τόσων και τόσων κορυφών της, που δεν είχαν απλά δεσμούς με το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά ήταν και μέλη των κομμουνιστικών κομμάτων της χώρας τους, όπως ο Ελυάρ, ο Πικάσο, ο Χικμέτ, ο Νερούντα, ο Ρίτσος, ο Ερεμπουργκ και άλλοι πολλοί. Σίγουρα η κομματικότητα δεν είναι υπόθεση μιας τυπικής συμφωνίας με τη στρατηγική και την πολιτική του κομμουνιστικού κόμματος. Είναι «ελεύθερη», δηλαδή συνειδητή και σκόπιμη, συστράτευση στους σκοπούς του, που μόνο μέσα από τη βαθιά αφομοίωση της κομμουνιστικής ιδεολογίας μπορεί να προκύψει.

ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ - ΛΑΟΥ - ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΣ

Οπως απέδειξε η ιστορική πείρα, το ζήτημα της σχέσης του καλλιτέχνη με το λαό δεν είναι απλά υπόθεση στάσης ζωής, αν δηλαδή αυτός τοποθετείται με τη μεριά της επανάστασης ή όχι. Δεν παίρνει κανείς ανεξίτηλα τη σφραγίδα της επαναστατικότητας και της λαϊκότητας, ούτε για κάθε έργο του ούτε για όλη τη ζωή του. Η σχέση του καλλιτέχνη με τις λαϊκές μάζες και τις ανάγκες τους είναι μια σχέση ζωντανή, ένας στόχος συνεχώς υπό κατάκτηση και επαναξιολόγηση, μια ικανότητα που αδιάκοπα πρέπει να αναπτύσσεται ολοένα βαθύτερα ως τη δημιουργία ακατάλυτων δεσμών, ιδιαίτερα με το πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης για τις πιο πρωτοπόρες επιδιώξεις του, ώσπου να φτάσει στην ανώτερη μορφή της λαϊκότητας, που είναι η κομματικότητα.

Αυτός ο δεσμός, αυτή η ανάγκη πειθαρχίας στους νόμους της ιστορικής αναγκαιότητας δεν περιορίζει ούτε πραχτικά ούτε πνευματικά τον καλλιτέχνη. Αντίθετα του ανοίγει διάπλατους ορίζοντες στη σκέψη. Οξύνει την ανάγκη του για μια πλατύτερη και βαθύτερη αισθητικο-καλλιτεχνική θεώρηση και απεικόνιση του κόσμου στην ολότητα και στην κίνησή του, για την απόκτηση βιωματικής άποψης στα γεγονότα, για πιο προσεκτική παρατήρηση των ανθρώπινων χαρακτήρων, που με το έργο του προσπαθεί να εξανθρωπίσει.

Η λαϊκότητα - κομματικότητα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη για καλλιτεχνική έκφραση της ιστορικά χρήσιμης αλήθειας, ανεβάζοντας τον πήχη της κοινωνικής ευθύνης κάθε κομμουνιστή και ριζοσπαστικοποιημένου καλλιτέχνη απέναντι στο έργο του και τη στάση ζωής του. Ταυτόχρονα όμως δημιουργούν την υποχρέωση στους κομμουνιστές και ευρύτερα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για ουσιαστική συμμετοχή στην ταξικά προσανατολισμένη καλλιτεχνική προσπάθεια, με δημιουργική κριτική και συλλογικότερη ευθύνη για την ανάπτυξή της. Για το καθήκον αυτό το μέτρο δεν είναι μόνο ποσοτικό. Εδώ θα εκτιμηθεί το «δόσιμο», το πάθος και η ένταση της συμμετοχής. Ο τρόπος που βλέπουν, αισθάνονται, βιώνουν κι αντιπαλεύουν γεγονότα και καταστάσεις της πραγματικότητας από κοινού πρωτοπορία - καλλιτέχνης - λαός, η κατεύθυνση που αναπτύσσουν τα αισθητικά και αξιολογικά τους κριτήρια και ο προσανατολισμός που κάθε φορά αποκτά η καλλιτεχνική έκφραση ώστε να αποδίδει τις πραγματικές ιστορικά ανάγκες, χρειάζεται να διαμορφώνονται συλλογικά, ζωντανά και τελικά όλους μαζί να τους συν-διαμορφώνουν. Μια τέτοια συνεργασία υψώνει τον καλλιτέχνη πάνω από τις ατομοκεντρικές του αναζητήσεις για το «τι θα κάνω εγώ με το έργο και τη ζωή μου», μεταθέτοντας το ενδιαφέρον του στο «τι θα κάνουμε κοινωνικά, ταξικά όλοι μαζί εμείς για τη ζωή μας». Και ό,τι βοηθάει σε αυτού του είδους τη μεταστροφή δεν μπορεί παρά να είναι γνήσια λαϊκό και στην ουσία του κομματικό. Από μια τέτοια «συνάντηση» πηγάζει η ιστορική αισιοδοξία για το ρόλο του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στο σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό μέλλον, που ως πολύτροπο κι απειρόμορφο αισθητικό - καλλιτεχνικό ρεύμα, ως μέθοδος και στάση ζωής μπορεί πολύτιμα να συνεισφέρει στην ανάδειξη του πραγματικού ανθρώπινου αναστήματος, στο ξεδίπλωμα δηλαδή των δυνατοτήτων του ανθρώπου διαρκώς και πολύπλευρα να αναπτύσσεται μέσα από τη δημιουργική δράση κάθε μορφής.

Οταν οι αρχές της λαϊκότητας και της κομματικότητας εφαρμόζονται από ένα κομμουνιστικό κόμμα επιστημονικά προσανατολισμένο, δεν υπάρχει κανένας λόγος για στρεβλή υποκατάσταση των ζωντανών χαρακτήρων με εμβληματικά, μνημειώδη έργα κολακείας, για απλουστευμένη, εύπεπτη και μακιγιαρισμένη απεικόνιση της ζωής, για καμουφλάρισμα την δυσκολιών και των πραγματικών προοπτικών ανάπτυξης της κοινωνίας, όπως από ένα σημείο κι έπειτα έγινε στις χώρες που πραγματοποίησαν την πρώτη προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Στις μέρες μας η ανάγκη κομματικής δέσμευσης του καλλιτέχνη περισσότερο εκφράζει την αντίθεση απέναντι στο χάος των αυθαίρετων υποκειμενισμών και λιγότερο την προσπάθεια κυριαρχίας σ’ αυτό το χάος, που έτσι κι αλλιώς είναι ανέφικτη στην καπιταλιστική κοινωνία. Η συμμετοχή του καλλιτέχνη στην ταξική πάλη και η απελευθέρωσή του από κάθε υποκειμενική προκατάληψη στη θεώρηση του κόσμου θα επιτρέψει να εκφραστεί ως αισθητικό φαινόμενο η καλλιτεχνική αλήθεια, προσανατολισμένη και συντονισμένη με τα ταξικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Αυτή η συμμετοχή προφυλάσσει τον καλλιτέχνη, από την παγίδα να προσελκύσει όσο πιο πολλούς και ποικίλους θαυμαστές, κατασκευάζοντας ματαιόδοξα, ακραία ιδιόμορφα και ανιαρά «πανοράματα» ή πάλι να «υψωθεί» άκριτα, αταξικά, στο «πανανθρώπινο», το δήθεν αιώνιο, χάνοντας το ζωτικό κοινωνικό στόχο του. Η κομματικότητα βοηθάει ακόμη τον καλλιτέχνη να αντιλαμβάνεται μέσα από τα προσωπικά του βιώματα τις δυσκολίες και τις δυνατότητες της κοινωνικής κίνησης, εξυψώνει και εμψυχώνει την προσπάθειά του να βγάλει μέσα από το έργο και τη δράση του τον καλύτερό του εαυτό και να αναδείξει ό,τι ανώτερο υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Αντίθετα ο κοινωνικά απαθής και κλεισμένος στην εγωκεντρική επαγγελματική αγωνία και την ανταγωνιστική ανασφάλεια δημιουργός δε θα μπορέσει ποτέ να φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο, όσο ιδιοφυής κι εφευρετικός κι αν είναι.

Με τη συναίσθηση ότι σοσιαλιστικός ρεαλισμός δε γίνεται με εκκλήσεις και την επίγνωση πως, εκτός από τους εμπόρους και το πουγγί τους, είναι και η εκπαίδευση του καλλιτέχνη που τον σπρώχνει μακριά από τη σοσιαλιστική ρεαλιστική τέχνη, προτείνεται στους κομμουνιστές και τους φιλικούς στον κομμουνισμό καλλιτέχνες, απ’ όλα όσα μέχρι εδώ αναφέρθηκαν να συγκρατήσουν μόνο δύο σημεία-προτροπές: Η πρώτη είναι να γνωρίσουν και να μελετήσουν την κομμουνιστική ιδεολογία. Η γνώση αυτή θα τους επιτρέψει να αποκτήσουν την πιο πλατιά και βαθιά, την πιο ολοκληρωμένη κοσμοθεώρηση, που είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για να δημιουργήσουν έργα με μεγάλη αισθητική αξία. Η δεύτερη προτροπή είναι να συνδυάσουν τη γνώση τους αυτή με την πράξη, με τη δραστήρια συμμετοχή τους στην ταξική πάλη. Γιατί, όπως έλεγε ο Μπρεχτ, «το μέλλον της ανθρωπότητας μπορεί να ιδωθεί μόνο από τα κάτω, από τη σκοπιά των καταπιεσμένων. Μόνον όποιος αγωνίζεται μαζί τους, αγωνίζεται για την ανθρωπότητα»11. Και τότε είναι βέβαιο ότι θα συναντηθούν με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό.

ΩΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η προσπάθεια διερεύνησης του ενιαίου και σύνθετου προβλήματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού βασίστηκε στις καταχτήσεις της τέχνης του τόσο στη Σοβιετική Ενωση, όσο και στις χώρες του καπιταλισμού, τη σύντομη ιστορικά περίοδο που άνοιξε με τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης ως τη νίκη της αντεπανάστασης. Η διερεύνηση αυτή οφείλει να συνεχιστεί ώστε να συμπεριλάβει όσα σημεία έμειναν ακόμη αναπάντητα, όπως και τις παραλήψεις, τα λάθη, τις παρεκκλίσεις που σημειώθηκαν την περίοδο αυτή, από τη σκοπιά πάντα μιας γόνιμης κριτικής, που θα βοηθήσει την πλήρη ανάπτυξη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού από εκείνους που τα επόμενα χρόνια θα πάρουν τη σκυτάλη του.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Το άρθρο διαμορφώθηκε στη βάση των ομιλιών της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και του Γιάννη Σκαρπερού, μέλους του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ του ΚΚΕ, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο 36ο Φεστιβάλ ΚΝΕ - Οδηγητή στις 16 Σεπτέμβρη 2010.

1. Μ. Αυγέρη: « Βασικό θεώρημα», Θεωρητικά, Απαντα, τόμος Β΄, εκδ. «Νέα Τέχνη», 1964.

2. Η διαπάλη για το περιεχόμενο της σοσιαλιστικής τέχνης, που ξεκίνησε αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, οξύνθηκε τις δεκαετίες του 1920 και 1930. Σημαντική συμβολή στη συζήτηση είχε ο Μ. Γκόρκι. Το 1934 στο Α΄ Πανενωσιακό Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων υιοθετήθηκε και επίσημα ο όρος σοσιαλιστικός ρεαλισμός.

3. Μπ. Μπρεχτ: «Για το ρεαλισμό», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1990.

4. Φρ. Ενγκελς: «Επιστολή στη Minna Kautsky», (26.11.1885), «Μαρξ - Ενγκελς για την τέχνη», εκδ. «Εξάντας», 1975.

5. Β. Μαγιακόφσκι: « Ανοιχτό γράμμα στον Α. Β. Λουνατσάρσκι» (1920), «Ποίηση και Επανάσταση», εκδ. «Θεμέλιο».

6. Λ. Ν. Τολστόι: «Τι είναι η τέχνη», από την Αισθητική της Ακαδημίας Επιστημών ΕΣΣΔ, εκδ. «Φιλοσοφική Σκέψη», Αθήνα, 1962.

7. Μπ. Μρεχτ: «Σημειώσεις για το “Κάτσγκράμπεν”, Πολιτική στο θέατρο», «Για το ρεαλισμό», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 1990.

8. Κ. Βάρναλη: «Ωφελιμότητα της τέχνης», «Αισθητικά, Κριτικά, Σολωμικά», εκδ. «Κέδρος», 1978.

9. Γ. Ρίτσου: «Περί Μαγιακόφσκι», «Μελετήματα», εκδ. «Κέδρος», 1974.

10. Β. Ι Λένιν: «Κομματική οργάνωση και κομματική φιλολογία», «Απαντα», τ. 12, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 99-105.

11. Από την ομιλία του Μπ. Μπρεχτ στην παραλαβή του Βραβείου Στάλιν για την Ειρήνη το 1955.