Το ΚΚΕ από το 2008 είχε εκφράσει τις επιφυλάξεις και την ανησυχία του για το γεγονός ότι η θεσμοθέτηση του ΣΣ για τα ετερόφυλα ζευγάρια αποτελούσε στην ουσία «προθάλαμο» της θεσμοθέτησης –μέσω της επέκτασής του– αντίστοιχου συμβολαίου και για τα ομόφυλα ζευγάρια. Γι’ αυτό και είχε ψηφίσει «παρών». Εξάλλου, αν δεν είχε θεσμοθετηθεί το ΣΣ για τα ετερόφυλα ζευγάρια, δε θα είχε καταδικαστεί η Ελλάδα για διάκριση.Υπάρχει πιθανότητα η Ελλάδα να καταδικαστεί με την ίδια λογική επειδή δεν προβλέπει νομικά τη σύναψη γάμου ομόφυλων ζευγαριών με τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν (υιοθεσία κ.ά.).
Παίρνοντας υπόψη τη μεθόδευση και την κλιμάκωση που ακολούθησε, το ΚΚΕ επεξεργάστηκε παραπέρα τη θέση του. Μεθοδολογικό κριτήριο της προσέγγισής του αποτελεί η ανάλυση και η ερμηνεία του θεσμού της οικογένειας ως ιστορικού - κοινωνικού φαινομένου.
Η οικογένεια, όπως όλα τα κοινωνικά φαινόμενα, μεταβάλλεται στο πλαίσιο της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας. Ως κοινωνικό φαινόμενο, η οικογένεια δεν είχε τις ίδιες οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Αυτές ποίκιλλαν ανάλογα με το ιστορικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που καθόριζε και τον εκάστοτε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Για παράδειγμα, στο πρωτόγονο κοινοτικό νοικοκυριό συντελούνταν όχι μόνο η αναπαραγωγή του είδους και εργασίες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, αλλά και οι εργασίες παραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, η κατανομή του ισότιμα σε όλα τα μέλη της κοινότητας. Στην πορεία, σταδιακά, αντικαταστάθηκε από το ατομικό νοικοκυριό, που έχασε το χαρακτήρα του ως μονάδα κοινωνικής εργασίας. Περιορίστηκε στην αναπαραγωγή του είδους. Στις διάφορες εκμεταλλευτικές κοινωνίες, από τη δουλοκτητική έως την καπιταλιστική, η νομική κατοχύρωση των οικογενειακών σχέσεων δε σχετιζόταν με δικαιώματα που αφορούσαν σεξουαλικές σχέσεις. Για την ακρίβεια, ό,τι υπήρχε ως νομοθεσία κατοχύρωνε το δικαίωμα του άντρα να γνωρίζει ποια είναι τα παιδιά του, οι κληρονόμοι του. Από αυτό προέκυπτε και η σεξουαλική ελευθεριότητα του άντρα σε αντίθεση με της γυναίκας. Κατάλοιπό της ήταν και η ποινική δίωξη της μοιχείας στον 20ό αιώνα, μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες.
Δηλαδή τα εθιμοτυπικά ή νομικά δικαιώματα στο γάμο δεν καθορίζονταν με βάση τις σεξουαλικές σχέσεις, το σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά στη βάση κοινωνικών δικαιωμάτων, που σχετίζονταν με την αναπαραγωγή του είδους, τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των γονιών προς τα παιδιά, το μελλοντικό εργατικό δυναμικό ή τα μέλη της αστικής τάξης.
Με αυτήν την έννοια, κάθε διαφορετικός τύπος κοινωνίας συνεπάγεται και διαφορετικές υποχρεώσεις και δικαιώματα των γονιών τόσο προς το παιδί όσο και μεταξύ τους. Ο τρόπος ρύθμισης αυτής της κοινωνικής σχέσης και οι αντιλήψεις που την συνοδεύουν λαμβάνει χώρα στο έδαφος της κυριαρχίας συγκεκριμένων οικονομικών σχέσεων.
Ο σύγχρονος γάμος αποτελεί τη νομική έκφραση αυτής της κοινωνικής σχέσης, της οικογένειας, κυρίως όπως διαμορφώθηκε στην καπιταλιστική κοινωνία. Περιλαμβάνει ως κεντρικό της στοιχείο τη γονική μέριμνα, δηλαδή τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των γονιών απέναντι στα παιδιά. Από αυτή τη βάση παράγονται και οι υποχρεώσεις μεταξύ των συζύγων και τα κληρονομικά δικαιώματα. Με άλλα λόγια, αυτό που ρυθμίζεται νομικά δεν είναι γενικά η συγκεκριμένη επιλογή συμβίωσης του κάθε ατόμου, αλλά η συμβίωση η οποία μπορεί δυνάμει να οδηγήσει στην τεκνοποίηση, συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή του είδους. Με αυτήν την έννοια τα κοινωνικά δικαιώματα απορρέουν από την προοπτική της τεκνοποίησης και όχι ως απόρροια μιας ατομικής επιλογής συμβίωσης στη βάση οποιωνδήποτε άλλων επιλογών, φιλικών, σεξουαλικών, οικονομικών, εργασιακών ή οτιδήποτε άλλο. Εννοείται ότι το γεγονός αυτό δεν αναιρείται όταν κάτι τέτοιο τελικά δεν προκύπτει, όταν δηλαδή δύο σύζυγοι δεν αποκτούν –για οποιαδήποτε λόγο– παιδί.
Με βάση τα παραπάνω, το ΚΚΕ θεωρεί ότι η μοναδική έκφραση της σύγχρονης οικογένειας πρέπει να είναι ο υποχρεωτικός –πλήρως διαχωρισμένος από τη θρησκεία– γάμος. Πέρα από τον υποχρεωτικό πολιτικό γάμο, το κάθε ζευγάρι πρέπει να έχει τη δυνατότητα επιλογής τέλεσης και αντίστοιχης θρησκευτικής δέσμευσης και τελετής. Δεν υπάρχει καμία αναγκαιότητα για δύο ειδών νομοθετικές ρυθμίσεις του γάμου.
Στη βάση των παραπάνω, εκτιμάμε ότι ο θεσμός του πολιτικού γάμου απαιτεί εκσυγχρονισμό στην κατεύθυνση απλούστευσης, π.χ. της διαδικασίας λύσης του (με μεμονωμένες τροποποιήσεις στον Αστικό Κώδικα για τον πολιτικό γάμο) και όχι με τη θεσμοθέτηση νέων μορφών γάμου. Ήδη έχουν γίνει κάποιες τροποποιήσεις στο Αστικό Δίκαιο με τις οποίες έχουν εξισωθεί οι υποχρεώσεις μεταξύ των συζύγων, δηλαδή ό,τι προβλεπόταν στη νομοθεσία μέχρι τώρα ως υποχρέωση του άντρα συζύγου προς τη γυναίκα σύζυγο τώρα υπάρχει και ως υποχρέωση της γυναίκας συζύγου προς τον άντρα σύζυγο: Στα ασφαλιστικά- συνταξιοδοτικά, στα κληρονομικά και φορολογικά, στα εργασιακά δικαιώματα, στη διατροφή κλπ. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις μετατρέπουν ουσιαστικά το ΣΣ των ετερόφυλων ζευγαριών σε θεσμό σχεδόν ίδιο με αυτόν του γάμου, αίροντας τις όποιες διαφορές είχαν οι δύο θεσμοί με βάση το νόμο του 2008.
Φυσικά, το γεγονός ότι ο πυρήνας του συμβολαίου του γάμου είναι η ρύθμιση των οικονομικών σχέσεων των μελών της οικογένειας (και δε θα μπορούσε να είναι και αλλιώς στον καπιταλισμό) ανάγει αντικειμενικά τα οικονομικά κριτήρια σε παράγοντα που επηρεάζει τη θέληση των συζύγων για τη σύναψη ή τη διάλυση του γάμου ως νομικής μορφής συμβίωσης. Για παράδειγμα, υπάρχουν ζευγάρια που δεν παίρνουν διαζύγιο και παραμένουν για οικονομικούς λόγους σε μια σχέση που δεν τους ικανοποιεί ψυχικά, πνευματικά, σεξουαλικά. Ακόμα και στην περίπτωση που αποφασίσουν να χωρίσουν, ακολουθούν τη νομική διαδικασία (που μπορεί να φτάσει και στο δικαστήριο) για να διευθετήσουν τα θέματα επιμέλειας των παιδιών, τη διατροφή, να μοιράσουν την κοινή περιουσία. Έχει προέκταση και στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, με σοβαρό αντίκτυπο στην ομαλή ανάπτυξη των παιδιών. Με βάση στοιχεία που δημοσιοποίησε το Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας, 7 στις 10 γυναίκες που απευθύνθηκαν στις δομές για κακοποιημένες γυναίκες ήταν άνεργες και με παιδιά. Οι οικονομικοί όροι, μαζί με την απουσία κοινωνικών υπηρεσιών και δομών, τις δεσμεύουν να παραμείνουν σε βίαιη συζυγική σχέση. Και αντίστροφα, υπάρχουν ζευγάρια που παίρνουν εικονικό διαζύγιο για να ενταχτούν στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Το ΚΚΕ παλεύει για μια σειρά κοινωνικά δικαιώματα που αφορούν την εργατική τάξη και το λαό (εργασιακά, ασφαλιστικά, συνταξιοδοτικά, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) χωρίς να βάζει διαχωρισμούς ανάλογα με το φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό, τη φυλή, τη θρησκεία. Θεωρούμε ότι τα αιτήματα του εργατικού, λαϊκού κινήματος καλύπτουν ορισμένα από αυτά τα προβλήματα που επικαλούνται ομόφυλα ζευγάρια, π.χ. για τα φορολογικά, κοινωνικό επίδομα για τα παιδιά ανεξάρτητα οικογενειακής κατάστασης, σύνταξη σε όλους τους άνω των 60 ετών.
Άλλα ζητήματα, π.χ. κληρονομικά, μπορούν να διευθετηθούν μέσω ιδιωτικών συμφωνητικών, συμβολαιογραφικών πράξεων. Όπως, αντίστοιχα, το να λαμβάνει γνώση κάποιος για θέματα που αφορούν την υγεία κάποιου άλλου μπορεί να αντιμετωπιστεί με ιδιωτικό τρόπο, στο πλαίσιο ιδιωτικών συμφωνητικών, αλλά και τις αναγκαίες τροποποιήσεις στον Αστικό Κώδικα, ώστε να μπορεί ο οποιοσδήποτε –εφόσον δεν επιθυμεί οι συγγενείς να έχουν λόγο γι’ αυτά τα ζητήματα– με ιδιωτικό πληρεξούσιο να ορίζει κάποιον οικείο του για να ρυθμίζει τέτοια ζητήματα.
Με την εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας και κυρίως με τη μελλοντική κατάργησή της και τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, οπωσδήποτε θα διαμορφωθούν νέες σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων που επιθυμούν να προχωρήσουν σε τεκνοποίηση. Η κοινωνική επανάσταση άλλωστε –η οποία ξεκινά με τη νίκη της σοσιαλιστικής πολιτικής επανάστασης, την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας– περιλαμβάνει τη ριζική τροποποίηση σε μια πορεία του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων των δύο φύλων και των γονέων με τα παιδιά. Η κοινωνία θα ρυθμίζει αυτές τις σχέσεις στη νέα οικονομική και κοινωνική βάση, ενώ, ειδικά στην ανώριμη κομμουνιστική, στη σοσιαλιστική κοινωνία, το εργατικό κράτος θα προσδώσει και την αντίστοιχη νομική έκφραση σε αυτές τις σχέσεις.
Η ιστορική πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 20ό αιώνα απέδειξε ότι το πρώτο εργατικό κράτος που διαμορφώθηκε στη Σοβιετική Ρωσία σάρωσε όλους τους παλιούς νόμους που διατηρούσαν κι ενίσχυαν την ανισότητα των δύο φύλων, που υποδούλωναν τη γυναίκα στον άντρα μέσα στην οικογένεια κι επιτέλεσε σπουδαία άλματα, στην οικονομική και κοινωνική ζωή, αλλά και στη νομοθεσία για να θεμελιώσει αυτό το επαναστατικό έργο. Για παράδειγμα, ένα από τα πρώτα διατάγματα του σοσιαλιστικού κράτους ήταν η ελευθερία και για τους δύο συζύγους στο διαζύγιο.4 Η σημασία αυτών των αλμάτων αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη η κοινωνική πραγματικότητα (προκαπιταλιστική καθυστέρηση, σε θεσμούς, αντιλήψεις κλπ.) που κληρονόμησε η νέα εξουσία από την τσαρική Ρωσία.
Όπως βέβαια διαπίστωνε ο Λένιν, «η ισότητα απέναντι στο νόμο δεν είναι ακόμα και ισότητα στη ζωή». Το κύριο έργο δηλαδή της σοσιαλιστικής εξουσίας, μαζί με τις νομικές ρυθμίσεις που έρχονται σε αυτήν τη φάση όχι ως επιστέγασμα αλλά ως πρώτο βήμα, είναι η αναμόρφωση συνολικά της κοινωνίας, που θα δώσει νέο περιεχόμενο στις σχέσεις μεταξύ των φύλων, το συναισθηματικό δεσμό τους, την επιλογή για δημιουργία οικογένειας και παιδιών.
Οι νέες αξίες και αντιλήψεις αποκρυσταλλώνονται σταδιακά στο βαθμό που εδραιώνονται οι κομμουνιστικές σχέσεις. Σε αυτήν τη βάση επαναστατικοποιούνται οι απόψεις για τις σχέσεις των δύο φύλων, για τις σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο, όπως και όλα τα συναισθήματα και οι ιδέες των ανθρώπων. Παρεμβάλλονται νέοι κανόνες ανάμεσα στις υποχρεώσεις του ατόμου απέναντι στην κοινωνία, που οδηγούν στην επαναστατικοποίηση των σχέσεων και μέσα στην οικογένεια. Όμως, η πάλη του νέου πάνω στο παλιό είναι μια αργή και βασανιστική πορεία, καθώς η εμβάθυνση στις νέες σχέσεις παραγωγής και κατανομής επιδρά με ορισμένη καθυστέρηση στη συνείδηση και τις εδραιωμένες για αιώνες αντιλήψεις και πρακτικές.
Η διαδικασία αυτή δημιουργεί τη βάση για μια συνολική αναμόρφωση της οικογένειας και των οικογενειακών δεσμών, της σχέσης ατόμου και κοινωνίας, κοινωνίας και ατόμου, για την πραγματική αναγέννηση των σχέσεων μεταξύ των δύο φύλων, των συναισθηματικών και οικογενειακών δεσμών που αναπτύσσουν. Από τη στιγμή που έχουν φύγει από τη μέση όλοι οι οικονομικοί παράγοντες που παίζουν στον καπιταλισμό τον καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία οικογένειας, μένει το έδαφος για την ελεύθερη ανάπτυξη των ελεύθερων αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ άντρα και γυναίκας. Το ζήτημα της επιλογής συμβίωσης ενός ζευγαριού γίνεται αποκλειστικά ιδιωτική υπόθεση, στη βάση της σωματικής, πνευματικής, ψυχικής και οποιασδήποτε άλλης έλξης. Η συμβίωση αυτή δεν επηρεάζεται από άλλους παράγοντες και γι’ αυτό διαρκεί για όσο καιρό διαρκεί αυτή η έλξη. Το μοναδικό ελατήριο είναι η αμοιβαία αγάπη.
Βασικό στοιχείο της ρύθμισης αυτών των σχέσεων σε νέα βάση είναι η ισότιμη θέση της γυναίκας, η προστασία της με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες που προκύπτουν από το ρόλο της στην αναπαραγωγική διαδικασία, η απελευθέρωσή της από τη σκλαβιά του ατομικού νοικοκυριού, η εξασφάλιση ελεύθερου χρόνου για την ισότιμη συμμετοχή της στην οργάνωση και διεύθυνση της κοινωνικής παραγωγής. Αυτό είναι το πραγματικά ριζοσπαστικό και προοδευτικό και όχι αυτό που προβάλλεται σήμερα απ’ όσους υπερασπίζονται το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο όχι μόνο αναπαράγει την κοινωνική ανισότητα, αλλά και την ανισοτιμία ανάμεσα στα δύο φύλα.
Η διαφωνία του ΚΚΕ στην τροποποίηση του ΣΣ και ιδιαίτερα στην επέκτασή του στα ομόφυλα ζευγάρια απορρέει από το χαρακτήρα και την εξέλιξη του θεσμού της οικογένειας, από το ρόλο της στην αναπαραγωγή του είδους. Αφετηρία της θέσης μας είναι η άποψη για την ολόπλευρη κοινωνική προστασία των παιδιών και την εξασφάλιση όσο το δυνατόν –για την καπιταλιστική κοινωνία– πιο ευνοϊκών προϋποθέσεων σωματικής, πνευματικής και ψυχικής ανάπτυξής τους. Στη διαμόρφωση της θέσης μας λαμβάνουμε υπόψη και όλο το σχεδιασμό που ξεκίνησε το 2008 με τη θεσμοθέτηση του ΣΣ για τα ετερόφυλα ζευγάρια και ο οποίος είναι φανερό ότι θα έχει άμεσα και συνέχεια (πέρα από την ψήφιση του συγκεκριμένου νομοσχεδίου) στην κατεύθυνση υιοθέτησης παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια. Με αυτά τα κριτήρια επαναλαμβάνουμε ότι δε συμφωνούμε με την επέκταση του θεσμού της οικογένειας στα ζευγάρια του ίδιου φύλου, πολύ περισσότερο με τη θεσμοθέτηση της δυνατότητας υιοθεσίας ή αξιοποίησης της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Η βιολογική προέλευση του ανθρώπου είναι αποτέλεσμα της σεξουαλικής σχέσης άντρα-γυναίκας, η οποία ως τέτοια ενδιαφέρει και ρυθμίζεται από την κοινωνία. Στη συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών αντικειμενικά το παιδί –από τα πρώτα καθοριστικά χρόνια της ζωής του– αποκτά παραποιημένη αντίληψη αυτής της βιολογικής σχέσης των δύο φύλων, η οποία είναι απαραίτητο συστατικό για την ομαλή ψυχοσωματική και κοινωνική ανάπτυξή του.
Και αυτό το συμπέρασμα δεν ανατρέπεται από το γεγονός ότι στον ετερόφυλο γάμο μπορεί να υπάρχουν αντιδραστικά στοιχεία, ενδοοικογενειακή βία κι άλλα υποπροϊόντα της εκμεταλλευτικής κοινωνίας, που ενδέχεται να δημιουργήσουν αρνητικές συνθήκες ανατροφής του παιδιού. Σε αυτήν τη βάση, εξάλλου, παρήχθησαν και οι ανισοτιμίες των δύο φύλων και οι καταπιεστικές συμπεριφορές του άντρα προς τη γυναίκα και πολλά άλλα.
Δεδομένου ότι χρόνια κοινωνικά προβλήματα και συμπεριφορές έχουν κοινωνική ρίζα στην ταξική διαίρεση της κοινωνίας (και όλα όσα αυτή συνεπάγεται σε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων και αντιλήψεων), ο κίνδυνος αυτός δεν αποτρέπεται ούτε στην περίπτωση ανατροφής παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια. Αντίθετα, σε αυτήν την περίπτωση οι κίνδυνοι αυτοί ενισχύονται από την παραποιημένη αντίληψη της βιολογικής σχέσης, χωρίς να σημαίνει ότι το παιδί ενός ομόφυλου θα αναπτύξει οπωσδήποτε και ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό. Η ανάπτυξη των ψυχικών λειτουργιών του παιδιού κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έμμεσης αφομοίωσης των αξιών, που επικρατούν σε μια ιστορική περίοδο, γίνεται μέσα από τις άμεσες κοινωνικές επαφές του παιδιού με τους ενήλικες. Στη συνέχεια αφομοιώνονται στη συνείδησή του. Συνεπώς επιδρά συνολικά η οικογένεια, το ευρύτερο οικογενειακό, φιλικό, σχολικό, κοινωνικό περιβάλλον.
Άλλωστε και η ίδια η σύγχυση για τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων συνδέεται άμεσα –χωρίς να επικαθορίζεται συνολικά από αυτά– με τα προβλήματα στις σχέσεις των ετερόφυλων ζευγαριών και τη μεταβατικότητα που υπάρχει σήμερα στο ζήτημα αυτό σε σχέση με παλιότερα. Κάθε επιλογή άλλωστε που παρουσιάζεται ως ατομική, συμπεριλαμβανομένου του λεγόμενου σεξουαλικού προσανατολισμού, δεν μπορεί να αποκοπεί από τις κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες υιοθετείται. Η οποιαδήποτε επιλογή δεν μπορεί, για παράδειγμα, να μην επηρεάζεται από κοινωνικά προσδιορισμένα φαινόμενα όπως οι αντιδραστικές αντιλήψεις για τη γυναίκα, η ενδοοικογενειακή βία, τα αρνητικά βιώματα των παιδιών από την ανατροφή τους από ετερόφυλα ζευγάρια κλπ. Αυτά τα προβλήματα δε δημιουργούν μόνο σύγχυση όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλου, αλλά αρνητικές καταστάσεις και συμπεριφορές και στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών φύλων.
Από τα παραπάνω απορρέει ότι το ίδιο φαινόμενο έχει πολύ διαφορετικό χαρακτήρα στις διαφορετικές βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης. Σε καμία περίπτωση, για παράδειγμα, δεν μπορεί να συγκριθεί η ομοφυλοφιλία ή η αμφιφυλία στις σημερινές συνθήκες κυριαρχίας του καπιταλισμού με το αντίστοιχο φαινόμενο στην Αρχαία Ελλάδα ή σε άλλες περιοχές και περιόδους (που δεν μπορούν να παρουσιαστούν στο πλαίσιο αυτού του άρθρου, αν και είναι αρκετά γνωστές). Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επιμέρους κοινές πλευρές μεταξύ τους, αλλά ότι αυτές οι κοινές πλευρές δεν είναι οι καθοριστικές για την έκταση και τα χαρακτηριστικά του φαινομένου στις διάφορες περιόδους.
Ο αντιεπιστημονικός τρόπος προσέγγισης αυτού του κοινωνικού φαινομένου δεν περιορίζεται μόνο στην ανιστόρητη σύγκριση των σχέσεων μεταξύ ανθρώπων διαφορετικού ή του ίδιου φύλου σε διαφορετικές περιόδους της εξέλιξης της ανθρωπότητας, αλλά επεκτείνεται και στην ταύτιση της συμπεριφοράς των ζώων με αυτή των ανθρώπων, η οποία επιχειρείται μέσω της ανάδειξης «ομοφυλοφιλικών» φαινομένων στις σεξουαλικές σχέσεις στο ζωικό βασίλειο.
Συνοψίζοντας, το ΚΚΕ θεωρεί ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι ιδιωτική υπόθεση, όπως και η συμβίωση. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η σεξουαλική σχέση ή η ικανοποίηση της σεξουαλικότητας δεν παράγει κοινωνικά δικαιώματα. Η θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια είναι επί της ουσίας επέκταση του θεσμού της οικογένειας και σε αυτά τα ζευγάρια. Η εμπειρία από άλλες χώρες αποδεικνύει ότι, όπου θεσμοθετήθηκε το σύμφωνο συμβίωσης ή ο γάμος ομοφυλόφιλων, άνοιξε ο δρόμος και για την υιοθεσία παιδιών.
Παράλληλα, το ΚΚΕ καταδικάζει και είναι κάθετα αντίθετο σε οποιαδήποτε συμπεριφορά ή πρακτική γίνεται σε βάρος ανθρώπων με κριτήριο τις σεξουαλικές προτιμήσεις τους. Θεωρεί απαράδεκτες όχι μόνο τις επιθέσεις, αλλά και οποιαδήποτε σχετική προσβλητική συμπεριφορά. Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε συμφώνησε στη Βουλή με τη ρύθμιση που προβλέπει την αυστηρή τιμωρία αυτών των συμπεριφορών.
Ο λόγος ύπαρξης του ΚΚΕ στην ελληνική κοινωνία είναι η συσπείρωση των καταπιεσμένων –πέρα και πάνω από τις υπαρκτές διαφορές μεταξύ τους σε όλα τα πεδία της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής– σε κατεύθυνση σύγκρουσης με το κεφάλαιο και την εξουσία του, με στόχο την ανατροπή της καπιταλιστικής και την οικοδόμηση της αταξικής κομμουνιστικής κοινωνίας.