Η κυβερνητική αστάθεια οδήγησε στην αλλαγή τριών προέδρων μέχρι την ανάδειξη του «δεξιού» περονιστή Εντουάρντο Ντουάλτε, ο οποίος κήρυξε άρνηση πληρωμής του χρέους και αποφάσισε την αποσύνδεση του πέσο από το δολάριο και την υποτίμηση του νομίσματος. Τα μέτρα αυτά προηγούμενα υποστήριζαν φιλελεύθερες αστικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις.
Τα παραπάνω μέτρα της κυβέρνησης Ντουάλτε χτύπησαν παραπέρα τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, εξάπλωσαν τη φτώχεια και την ανέχεια. Οι αντιλαϊκές συνέπειες της πολιτικής του Ντουάλτε συνοδεύτηκαν και με συνέχιση της καταστολής ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 26 Ιούνη του 2002 η κυβέρνηση του Ντουάλτε επιτέθηκε σε μια διαδήλωση που πραγματοποιούνταν πάνω σε μια γέφυρα στο PuentePueyrredon. Η αστυνομία χρησιμοποίησε πραγματικά πυρά εναντίον των διαδηλωτών σκοτώνοντας δύο από αυτούς, τον DarioSantillan και τον MaximilianoKosteki.
Ανάλογη πολιτική αναδιάρθρωσης του χρέους ακολούθησε και ο Νέστορ Κίρχνερ, ο οποίος εκλέχτηκε το Μάη του 2003 με την υποστήριξη του Ντουάλτε. Κατάφερε να θέσει σε έλεγχο την κατάσταση για λογαριασμό του κεφαλαίου, να βάλει τις βάσεις για την πολιτική σταθερότητα και «κοινωνική ομαλότητα» στη χώρα. O Νέστορ Κίρχνερ σε συνεννόηση με το ΔΝΤ προχώρησε σε αναθεώρηση των συμφωνιών δανειοδότησης, δημιουργώντας προφίλ για την κυβέρνησή του ως «εθνικά ανεξάρτητης», συνέχισε την πολιτική στήριξης του κεφαλαίου και χτυπήματος των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης.
Ο Κίρχνερ προσπάθησε να εμφανίσει ως ανανεωμένο, μετασχηματισμένο, που κάνει στροφή προς τα αριστερά το περονιστικό «Κόμμα της Δικαιοσύνης», στο οποίο μπήκε επικεφαλής. Επιχείρησε να παρουσιάσει ότι το περονιστικό κόμμα επέστρεφε στην περίοδο του πρώιμου περονισμού, που διατηρούσε αίγλη στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων. Υποστήριξε ότι θα χτυπούσε τη διαφθορά στο πολιτικό, δικαστικό σύστημα και σε όλα τα δημόσια ιδρύματα και θα υπερασπιζόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Με αυτές τις διακηρύξεις το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα του Κίρχνερ φάνταζε ως το «λιγότερο κακό» απέναντι σ’ εκείνα του Μένεμ στις προεδρικές εκλογές του 2003, από τη στιγμή που το λαϊκό κίνημα διεκδικούσε άρνηση πληρωμής των χρεών, έλεγχο στις τράπεζες, αναθεώρηση των σχέσεων με το ΔΝΤ και μέτρα «κοινωνικής πολιτικής» τύπου φιλανθρωπίας για τους πιο εξαθλιωμένους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στέλεχος του MTD (Κίνημα Ανεργων Εργατών) σε συνέντευξή του αναφέρει: «Ομολογουμένως, ο Κίρχνερ δεν είναι για κανέναν η καλύτερη λύση, αλλά είναι το λιγότερο κακό. Για εμάς ο Κίρχνερ είναι απαίσιος, απλώς απαίσιος. Αλλά η υποψηφιότητα του Μένεμ συνιστά ένα μεγαλύτερο κίνδυνο. Εάν εκλεγεί ο Μένεμ, η συνέχιση του αγώνα θα έχει μεγαλύτερο κόστος, γιατί αυτός θα είναι μια μεγάλη απειλή για εμάς. Με το Μένεμ θα υπάρχει μεγαλύτερη στρατιωτική παρουσία στους δρόμους και αυτό θα είναι σκληρό για εμάς. Αυτό θα καταστρέψει τις περισσότερες κοινωνικές οργανώσεις»9.
Αλλο μέλος του MTD υποστηρίζει: «Δεν υποτιμούμε καθόλου τον Κίρχνερ. Νομίζω πως μελέτησε τα αποτελέσματα της 19ης και της 20ής Δεκέμβρη, ενώ οι λόγοι και τα γραπτά του αντικατοπτρίζουν την επιθυμία να δημιουργηθεί μια πολιτική επαναθέσμισης. Είναι μια προσπάθεια να ξανακερδίσει αξιοπιστία. Μας βολεύει καλύτερα να έχουμε μια κυβέρνηση που τουλάχιστον δεν προσπαθεί να μας εξοντώσει ανοιχτά ή να μας σκοτώνει όποτε κινητοποιούμαστε. Δε λέμε πως τα πράγματα δεν είναι σάπια όπως έχουν τώρα, αλλά αν κέρδιζε ο Μένεμ, ίσως να μην είμαστε εδώ τώρα»10.
Ο σοσιαλδημοκράτης Νέστορ Κίρχνερ υποστηρίχθηκε υπό το φόβο του σκιάχτρου «της δεξιάς».
Δραστήριο μέλος «συνέλευσης γειτονιάς» του Μπουένος Αϊρες περιγράφει το κλίμα: «Σε κάποιο σημείο, υπήρξε η πραγματική απειλή πως ίσως βγει ο Menem ή η άλλη εκδοχή της άκρας δεξιάς ο LopezMurphy. Πιστεύω πως αυτό σηματοδότησε μια μεγάλη αλλαγή στη στάση του κόσμου τις τελευταίες δέκα μέρες περίπου. Πολλοί αποφάσισαν πως, αν και δεν πιστεύουν σε τίποτα, δεν έπρεπε να επιτρέψουν σε αυτούς τους γελοίους να πάρουν στα χέρια τους τον κρατικό μηχανισμό. Πιστεύω πως αυτό έκανε πολύ κόσμο να πάει να ψηφίσει τον υποψήφιο εκείνο εκτός του Μένεμ που είχε τις περισσότερες πιθανότητες εκλογής, και αυτός ήταν ο Κίρχνερ»11.
Η υποστήριξη στον Κίρχνερ έδειχνε το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Ο Κίρχνερ αξιοποίησε ένα μαζικό ρεύμα αυταπατών που είχαν καλλιεργηθεί τα προηγούμενα χρόνια και που κυριάρχησε στα λαϊκά στρώματα, επιβεβαιώνοντας ότι από μόνη της η καπιταλιστική οικονομική κρίση δεν οδηγεί και σε επαναστατική κρίση και ότι σε κάθε περίπτωση ζητούμενο είναι ο προσανατολισμός της ταξικής πάλης με καθοριστικό το ρόλο του ΚΚ.
Ταυτόχρονα ο Κίρχνερ πήρε μέτρα για την εξαγορά τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων που κινητοποιήθηκαν και ιδιαίτερα των ηγετών τους. Μια σειρά προγράμματα «απασχόλησης» ανατέθηκαν σε στελέχη του λεγόμενου «κινήματος των πικετέρος» για να τα διαχειριστούν. Ετσι επί προεδρίας Κίρχνερ το μεγαλύτερο τμήμα του κινήματος των πικετέρος αφομοιώθηκε από το αστικό κράτος μέσα από τα κοινωνικά προγράμματα και το διορισμό ηγετικών του στελεχών σε κυβερνητικές θέσεις.
Ο δημοσιογράφος JimStraub σημειώνει ότι ο Κίρχνερ «...επιδίωξε να πάρει μια μειοψηφία ομάδων των πικετέρος στην υπηρεσία του, προσφέροντας μικρές παραχωρήσεις στα μέλη τους και πολιτικά οφέλη στους ηγέτες τους και να καταπιέσει, να τσακίσει, τις ομάδες που συνέχιζαν να υποστηρίζουν πραγματικές οικονομικές αλλαγές»12.
Πολλοί από τους ηγέτες του κινήματος άφησαν τους δρόμους για να συμμετέχουν σε διάφορα κυβερνητικά και κρατικά γραφεία. Πολλά επιφανή ηγετικά στελέχη των πικετέρος ήταν υποψήφιοι με το κυβερνητικό κόμμα, όπως ο Luisd’ Elia, άλλα έγιναν ενεργοί υποστηρικτές του και άλλοι προσέφεραν κριτική υποστήριξη.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο προσχώρησαν και πολλές άλλες οργανώσεις που συμμετείχαν στις κινητοποιήσεις, όπως αρκετές οργανώσεις «ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Σε ανοιχτά φιλοκυβερνητικές θέσεις προσχώρησε και η «Ενωση των μητέρων της Πλατείας Μαΐου»13 που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στις κινητοποιήσεις όλη τη δεκαετία του ’90 αλλά και το Δεκέμβρη του 2001. Μάλιστα η ηγεσία των «Μητέρων της Πλατείας Μαΐου» στις εκλογές του 2003 υποστήριξε ανοιχτά τον Κίχνερ. To 2006 η HebedeBonafini, ηγετικό τους στέλεχος, δήλωσε: «δεν υπάρχει πλέον εχθρός μέσα στο CasaRosada»14 (σ.σ. η έδρα της κυβέρνησης).
Η κυβέρνηση του Κίρχνερ συνέχισε την αντιλαϊκή πολιτική υπέρ του κεφαλαίου. Βέβαια δε θα μπορούσε να κάνει και διαφορετικά όποιος και αν διαχειριζόταν τις τύχες του αργεντίνικου καπιταλισμού. Γιατί αυτός είναι οργανικά ενταγμένος στη διεθνοποιημένη καπιταλιστική οικονομία, έχει διαμορφώσει πολυσχιδείς σχέσεις μέσα σε αυτή, συμμετέχει ενεργά στην κοινή αγορά της Νότιας Αμερικής, τη Mercosur, από κοινού με άλλα καπιταλιστικά κράτη (Βραζιλία, Παραγουάη, Ουρουγουάη), συμμετέχει στις διαδικασίες της ALCA (ζώνη ελεύθερου εμπορίου), αναπτύσσει στενές σχέσεις με την ΕΕ και την Κίνα κλπ.
Η καπιταλιστική οικονομία της Αργεντινής, ύστερα από τη μεγάλη καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, μπήκε σε φάση ανάκαμψης. Από αυτή την ανάκαμψη όμως δεν επωφελήθηκαν τα λαϊκά στρώματα. Η μερίδα του λέοντος πήγε στους ισχυρότερους μονοπωλιακούς ομίλους. Ο Κίρχνερ με την πολιτική του εξυπηρέτησε τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα ν’ αυξηθούν οι εξαγωγές από τις οποίες δεν ωφελήθηκαν τα εργατικά λαϊκά στρώματα. Αντίθετα το εισόδημα των εργαζόμενων χτυπήθηκε από τον πληθωρισμό και την άνοδο των τιμών στα βασικά είδη κατανάλωσης της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ως προς αυτό είναι χαρακτηριστικό ότι «…οι τιμές του κρέατος και των άλλων βασικών ειδών κατανάλωσης αυξήθηκαν σχεδόν κατά 20% τα τελευταία χρόνια και αυτό ζημίωσε τους εργάτες, τους δημόσιους υπάλληλους και τους άνεργους, που οι μισθοί τους έμειναν παγωμένοι»15.
Ακόμα και κάποιοι οικονομολόγοι της Παγκόσμιας Τράπεζας (DeFerranti, Perry, Ferreira, Walton) ομολογούν ότι υπάρχει συνέχεια ανάμεσα στην πολιτική του Κίρχνερ και την πολιτική του Μένεμ και ότι επί της ουσίας συνεχίστηκε η πολιτική της συγκέντρωσης του οικονομικού πλούτου σε λίγα χέρια και το βάθεμα των οικονομικών ανισοτήτων.16
Ο αστός πολιτικός ClaudioLozano, οικονομολόγος της εργοδοτικής CTA, που εκλέχτηκε και βουλευτής με συνδυασμό προσκείμενο στον Κίχνερ, σε συνέντευξή του το 2006 υποστηρίζει ότι: «… είμαστε χειρότερα από τη δεκαετία του ’90 τα χρόνια του Μένεμ» και συνεχίζει λέγοντας ότι καταγράφεται «μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης της χώρας και μεγαλύτερη αύξηση της φτώχειας». Σύμφωνα με τον Lozano το «μοντέλο Κίρχνερ» είναι προσανατολισμένο «στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων» και «βλέπει προς τα πάνω, με την έννοια ότι επιχειρεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα των πλέον εύπορων μερίδων του πληθυσμού. Το μοντέλο στηρίζεται οργανικά σε μια οξύτερη ανισοκατανομή του εισοδήματος».17
Σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης, το 2009 «…το 10% πιο πλούσιο τμήμα του πληθυσμού απολάμβανε το 36% του εισοδήματος της χώρας, ενώ το πιο φτωχό 10% απολάμβανε μόλις το 1,5%. Η κυβέρνηση επίσης εκτιμά ότι τουλάχιστον το 11% του πληθυσμού σήμερα δεν μπορεί να εξασφαλίσει τροφή όσον αφορά τα είδη πρώτης ανάγκης»18.
Επίσης στην «ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Μπουένος Αϊρες τα επίπεδα της φτώχειας είναι στο 29,8%, ενώ στις ημιτροπικές περιοχές της ζούγκλας στα βορειοανατολικά το ποσοστό αυτό φτάνει στο 60%»19.
Ο Κίρχνερ πήρε μέτρα ενάντια στους ανέργους. Είναι χαρακτηριστικό ότι περιέκοψε το επίδομα 50 δολαρίων το μήνα σε 20.000 παραλήπτες με τη δικαιολογία ότι δεν το δικαιούνται.20 Αλλά και αυτοί που έπαιρναν αυτό το επίδομα δεν εξασφάλιζαν ούτε καν τη διατροφή τους, καθώς στην Αργεντινή υπολογίζεται ότι το «βασικό καλάθι διατροφής» (basicfoodbasket) είναι 140 δολάρια το μήνα.21
Επί της ουσίας συνεχίστηκε η πολιτική επίθεσης στην εργατική τάξη, του χτυπήματος των λαϊκών δικαιωμάτων, της απελευθέρωσης της αγοράς κλπ. Να τι λέει μέλος του «Συνδικάτου ανέργων της πόλης Mosconi» για την πολιτική Κίρχνερ: «Πιστεύουμε ότι έχουμε έλλειμμα εργασίας. Δεν έχουμε καθόλου δουλειά. Ολοι είναι άνεργοι και δεν υπάρχει βοήθεια για τους άνεργους εργάτες ώστε να ξαναμπούν στο εργατικό δυναμικό διαμέσου αυτών των νέων ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων. Εχουμε βυθιστεί σε αυτήν την κοινωνική κρίση και αυτό που την κάνει χειρότερη είναι ότι η πρόσφατα ιδιωτικοποιημένη εταιρία συνεχίζει να λεηλατεί τους φυσικούς μας πόρους, ιδιαίτερα στην περιοχή του SanMartin της Salta. Αυτή η περιοχή έχει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στη χώρα και τα τρίτα σε υδρογονάνθρακα στη Νότια Αμερική. Δυστυχώς το εθνικό νομικό βούλευμα υπ’ αριθμόν 546, από τον παρόντα πρόεδρο Kirchner, ξεπούλησε την τοπική ιδιοκτησία του υδρογονάνθρακα […] Αυτός είναι κι άλλος ένας λόγος για τον οποίο καταδικάζουμε και εναντιωνόμαστε στις πολιτικές της ιδιωτικοποίησης»22.
Ο Κίρχνερ, ενώ εμφανιζόταν ως φίλος του λαϊκού κινήματος, στην πραγματικότητα το τσάκισε με το μαστίγιο και με το καρότο. Εκανε μια σειρά δημαγωγικές κινήσεις εντυπωσιασμού για να εμφανιστεί φίλος «των ανθρώπινων δικαιωμάτων». Για παράδειγμα, στον πρώτο χρόνο της προεδρίας του κατέβασε τα πορτρέτα των ηγετών της στρατιωτικής δικτατορίας του ’70 JorgeVidela και ReynaldoBignone από το Εθνικό Στρατιωτικό Κολέγιο.23 Την ίδια στιγμή, προκειμένου να χτυπήσει το λαϊκό κίνημα, πήρε διάφορα κατασταλτικά μέτρα, όπως εξώσεις λαϊκών συνελεύσεων από κτίρια που είχαν καταλάβει, ποινικοποίηση διαφόρων ειδών κινητοποιήσεων κλπ.
Το Σεπτέμβρη του 2004 έδωσε διαταγή στον Υπουργό Εσωτερικών AnibalFernandez να «απομακρύνει την κοινωνική αντιπαράθεση από τους δρόμους». Παράλληλα, στις 24 Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, το δημοτικό συμβούλιο του Μπουένος Αϊρες πέρασε μια σειρά ρυθμίσεις που επέτρεπαν πιο σκληρή καταστολή σε κάθε ομάδα που παρεμπόδιζε την κυκλοφορία με διαδηλώσεις και κλεισίματα δρόμων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν ανέστειλε τις πολιτικές δίκες 4.000 διαδηλωτών που είχαν συλληφθεί στη διάρκεια των μεγάλων κινητοποιήσεων. Στις επαρχίες οι πολιτικοί του συνεργάτες συνέχισαν να καταστέλλουν τις διαδηλώσεις, τραυματίζοντας και φυλακίζοντας πολλούς διαδηλωτές σε μια σειρά περιοχές της χώρας, όπως στο SanLuis, στο SantiagodeEstero, στο Salta και στο Jujui. Το Μάη του 2004 πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις κόντρα στην προσπάθεια της κυβέρνησης να ποινικοποιήσει το κλείσιμο των δρόμων.24
Παρ’ όλα αυτά οι περισσότερες διαδηλώσεις που οργανώθηκαν επί Προεδρίας Κίρχνερ δεν είχαν μαζικότητα, τα λαϊκά στρώματα, που προηγούμενα χτύπαγαν τις κατσαρόλες και τα τηγάνια, τώρα σώπαιναν. Ο Κίρχνερ αξιοποίησε την εργοδοτική συνδικαλιστική οργάνωση CTA για να αποσπάσει την κοινωνική συναίνεση και την κοινωνική ειρήνη από την εργατική τάξη. Η διακυβέρνησή του επί της ουσίας υποστηρίχθηκε από το συνδικαλιστικό κίνημα.
Σημειώθηκε γενικότερη υποχώρηση: Τα μεσαία στρώματα που προηγούμενα βγήκαν μαζικά στους δρόμους με αφορμή το corallito, τώρα έπαιρναν όλο και πιο αντιδραστική κατεύθυνση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση εκείνης της περιόδου, με συμμετοχή 150.000 ανθρώπων, ήταν εκείνη ενάντια στην «εγκληματικότητα», που απαιτούσαν επί της ουσίας περισσότερη αστυνόμευση.
Η κυβέρνηση Κίρχνερ εξυπηρέτησε τον καπιταλισμό στην Αργεντινή με τη δημαγωγία, τον κοινωνικό εταιρισμό, την εξαγορά, την καταστολή. Αποτέλεσμα, τα εργατικά και λαϊκά στρώματα της Αργεντινής να υποφέρουν και σήμερα από την εξαθλίωση και την καπιταλιστική εκμετάλλευση.