Παραμένει ως ερώτημα κατά πόσο το πλούσιο θεωρητικό, ιδεολογικοπολιτικό έργο που παρήχθη από το Κόμμα, το οποίο συζητήθηκε μέσα από προβλεπόμενες καταστατικές διαδικασίες ως τις ΚΟΒ, έχει αφομοιωθεί, έχει αποκρυσταλλωθεί ως τρόπος σκέψης, προγραμματισμού, κριτικού και αυτοκριτικού ελέγχου της αποτελεσματικότητας. Πόσο έχει «χωνευτεί» στα βασικά του σημεία (θέσεις, εκτιμήσεις, συμπεράσματα, διδάγματα) ώστε να τροφοδοτεί συνεχώς με νέα ικανότητα την αυτοτελή πολιτική δράση του Κόμματος, την παρέμβαση των κομμουνιστών στις γραμμές του μαζικού κινήματος, της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Βεβαίως και απαιτείται χρόνος, συλλογικής και ατομικής εξοικείωσης, συνήθειας στη μελέτη σύνθετων ζητημάτων, ιδιαίτερα σε μια περίοδο με γρήγορα μεταβαλλόμενες συνθήκες και ενώ παλιά φαινόμενα εμφανίζονται με νέα μορφή με ιδιαίτερα επιμελημένο ιδεολογικό περίβλημα, νέα ζητήματα που μόλις πριν λίγα χρόνια δεν ήταν στην πρώτη γραμμή, όπως, π.χ., είναι οι εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις με την ψηφιοποίηση, την τηλεργασία, τις αστικές αναπροσαρμογές, μεταρρυθμίσεις και αναδιαρθρώσεις που το κεφάλαιο έχει ανάγκη, επιχειρώντας να αντιμετωπίσει τα απανωτά, σε σύγκριση με το παρελθόν, κύματα καπιταλιστικής κρίσης, δυσκολίας επανόδου στους προηγούμενους ρυθμούς ανάπτυξης και ακόμα μεγαλύτερης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Πρόκειται για τις εγγενείς αντιφάσεις ενός συστήματος που βρίσκεται στο ανώτατό του στάδιο, το μονοπωλιακό, σύστημα ιστορικά ξεπερασμένο.
Ο μεγάλος όγκος του μαρξιστικού-λενινιστικού θεωρητικού έργου, των σύγχρονων επεξεργασιών απαιτούν χρόνο και κυρίως σταθερή προσήλωση, ώστε να ανέβει όσο γίνεται πιο ψηλά το θεωρητικό, μορφωτικό, ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο του Κόμματος. Τα κεντρικά και τοπικά συστήματα της εσωκομματικής μόρφωσης που διαθέτει το Κόμμα και η ΚΝΕ, οι ιδεολογικού χαρακτήρα διαλέξεις που προβλέπονται στις ΚΟΒ, το σύστημα αυτομόρφωσης, όλα είναι απολύτως αναγκαία, αποτελούν επίσης φυτώριο για την ανάπτυξη εξειδικευμένων στελεχών στην οργάνωση και διεξαγωγή της ιδεολογικής δουλειάς, ενώ συγκεντρώνουν και υλικό που απαιτεί καλύτερη επεξεργασία. Η μορφωτική δουλειά μέσα στο Κόμμα πρέπει να πάρει καθολικό χαρακτήρα ως αναπόσπαστο στοιχείο της καθοδήγησης, των συνεδριάσεων, των συνελεύσεων που προγραμματίζουν, ελέγχουν, συμβάλλουν στη διαμόρφωση των πολιτικών αποφάσεων και στη γενίκευση της πείρας. Η ενότητα θεωρίας και πράξης να εκφράζεται σε όλη την κλίμακα του Κόμματος και της ΚΝΕ, με διαβάθμιση, εννοείται, ευθυνών και απαιτήσεων.
Παρά τα διδάγματα που έχουμε αντλήσει από την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στην πράξη δεν αξιοποιείται με επάρκεια η υλική δύναμη της ιδεολογίας, των κομμουνιστικών ιδεών, ως διαρκές καθήκον σε συνθήκες υποχώρησης και ήττας, στασιμότητας, μειωμένης αποτελεσματικότητας, αλλά και σε συνθήκες απότομης ανόδου, όταν μπαίνουν στη δράση νέες εργατικές-λαϊκές μάζες χωρίς την απαιτούμενη κοινωνική και πολιτική πείρα.
Παρά το γεγονός, επίσης, ότι δεν υπάρχει στέλεχος και μέλος που να αρνείται τη σημασία της θεωρητικής μόρφωσης, συλλογικής και ατομικής, παραμένει ένα καθήκον που εύκολα παραμερίζεται στο όνομα των απαιτήσεων της επικαιρότητας ή συνειδητοποιείται ως ένα ειδικό και παράλληλο καθήκον προς τις δυσκολίες της οργάνωσης των αγώνων ή τις απαιτήσεις αυτοτελούς συνεχούς πολιτικής εξόρμησης. Οι αδυναμίες και ελλείψεις, ακόμα λάθη και αστοχίες στην καθημερινή δουλειά μπορούν να διορθωθούν έγκαιρα όταν εντοπίζονται, ενώ τα κενά στην ανάπτυξη της θεωρητικής, ιδεολογικής θωράκισης, η άγνοια ή η ημιμάθεια έχουν αρνητικές συνέπειες μακράς πνοής, τα αρνητικά αποτελέσματά τους κρατάνε για χρόνια, διορθώνονται πιο δύσκολα, καθώς εμποτίζουν τις αντιλήψεις με λάθος ή ανεπαρκές γνωστικό υλικό. Στις περισσότερες περιπτώσεις η καθυστέρηση στην αφομοίωση των βασικών ιδεολογικών θέσεων του Κόμματος οδηγεί να περιορίζεται η προπαγάνδα στη ζύμωση αιτημάτων, μετατρέπεται η ζωντανή ιδεολογική διαπάλη σε γενικολογία, τυποποίηση, άρα καταλήγει να μοιάζει δυσνόητη, ακατάληπτη, μη ελκτική· ενώ είναι συχνό το φαινόμενο της συγκόλλησης αιτημάτων και συνθημάτων με το σύνθημα της εργατικής εξουσίας, θεωρείται μάλιστα ότι έτσι εκπληρώνεται το πολιτικό καθήκον του Κόμματος, λες και η εργατική πολιτική συνείδηση μπορεί να αναπτύσσεται κατά κύματα, ανάλογα με την επικαιρότητα, και μάλιστα με άλματα.
* * *
Ένα από τα πιο κλασσικά σλόγκαν που χρησιμοποιείται και ευρύτερα στο κάλεσμα για δράση είναι αυτό που αναφέρεται στη σημασία της συσπείρωσης σε κοινά αιτήματα, ανεξάρτητα από τις γενικότερες ιδεολογικοπολιτικές τους απόψεις, τους πολιτικούς προσανατολισμούς των εργαζόμενων. Αναμφισβήτητα στο επίπεδο του μαζικού κινήματος δεν είναι απαιτητή η ιδεολογικοπολιτική ενότητα ως προϋπόθεση για κοινή δράση, κοινωνική συμμαχία. Αυτό δε σημαίνει ότι οι ιδεολογικοπολιτικές αντιλήψεις δεν μπαίνουν εμπόδιο, δε συνιστούν ακόμα και φραγμό στην ενότητα δράσης στις γραμμές ενός εργατικού σωματείου, κλάδου σε μια περιοχή. Το ΚΚΕ με ρεαλισμό και ειλικρίνεια απευθύνεται στους εργαζόμενους για την ανασύνταξη του εργατικού και γενικότερα του συνδικαλιστικού λαϊκού κινήματος, χωρίς να θέτει ως προϋπόθεση τη συμφωνία με όλες τις θέσεις κι εκτιμήσεις του, με το Πρόγραμμα και τη στρατηγική του. Δε σημαίνει ότι παραιτείται από το δικαίωμα της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης στις γραμμές του κινήματος, απέναντι στο κράτος, την κυβέρνηση, την εργοδοσία, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Άλλωστε όλα τα κόμματα και οι εκφράσεις τους στο κίνημα, οι ίδιοι οι καπιταλιστές διεξάγουν από την πλευρά τους άμεση ισχυρή ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση, με τη βοήθεια και της αστικής βίας κι εκφοβισμού.
Το Κόμμα ανοιχτά και καθαρά επιδιώκει να διαμορφώνεται μια όσο γίνεται πιο εύστοχη γραμμή συσπείρωσης, ώστε να μην ακυρώνεται από τους ελιγμούς που κάνει η αστική τάξη, η εκάστοτε κυβέρνηση, να μην απορροφάται από τις διάφορες μορφές και μίγματα της αστικής διαχείρισης.
Η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη όχι μόνο δεν αποτελεί εμπόδιο για κοινή δράση, αλλά συνιστά προϋπόθεση ώστε οι εργαζόμενοι με βάση την πείρα τους, τα διδάγματά τους, να πείθονται σταδιακά και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί και πιο γρήγορα, ανάλογα και με τις εξελίξεις, για την ανάγκη της πολιτικοποίησης του αγώνα σε αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Η απόσπαση κατακτήσεων ή η παρεμπόδιση χειρότερων μέτρων είναι στο χαρακτήρα, τη φύση του μαζικού κινήματος, όμως αυτή η κατεύθυνση δε συνιστά εναλλακτική λύση απέναντι στη στρατηγική του κεφαλαίου.
Υπάρχει σήμερα πλούσια πείρα που αποδεικνύει ότι οι όποιες κατακτήσεις αποσπάστηκαν με την πρόοδο της ταξικής πάλης, ιδιαίτερα σε συνθήκες με διαφορετικό διεθνή κι ευρωπαϊκό συσχετισμό δυνάμεων, δεν ήταν μόνιμες, καθολικές για το σύνολο της εργατικής τάξης και των κατώτερων λαϊκών τμημάτων, των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου, αλλά επιλεκτικές σε ορισμένους κλάδους. Υπηρετούσαν ταυτόχρονα την πολιτική ενσωμάτωσης στην αστική πολιτική, το «διαίρει και βασίλευε», ώστε να παρεμποδίζεται η κοινή δράση, π.χ., ανάμεσα στους εργαζόμενους στις κρατικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τις ιδιωτικές, τους εργάτες, τους αυτοαπασχολούμενους στις πόλεις και τις κωμοπόλεις, τους βιοπαλαιστές αγρότες.
Η μεταπολεμική περίοδος επιζεί και σήμερα, μέσα από τη διαδοχικότητα των γενεών, ως «παλιά καλή εποχή», των «παχιών αγελάδων» – ιδιαίτερα στην Ελλάδα αφορά την περίοδο μετά από το 1974 και το 1981, όπου η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη φάση αναζωογόνησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης συνδέθηκε με την εκτεταμένη κρατική παρέμβαση και αλλαγές στην ταξική διάρθρωση, π.χ., αύξηση της μισθωτής εργασίας και των αστικών μεσαίων στρωμάτων. Η εκτεταμένη κρατική καπιταλιστική παρέμβαση στήριξε, ιδιαίτερα τις δύο πρώτες μεταπολεμικές 10ετίες, την ανάληψη της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης στην παιδεία και υγεία-πρόνοια με βάση τις νέες ανάγκες του κεφαλαίου για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας, που απαιτούσε πιο μορφωμένο εργατικό δυναμικό, πολυάριθμο επιστημονικό προσωπικό. Την περίοδο αυτή τροφοδοτήθηκε ιδιαίτερα ο ρεφορμισμός και
ο «ευρωκομμουνισμός». Οι όποιες κατακτήσεις αποδυναμώνονταν στην πορεία και σε εκείνα τα στοιχεία τους που μπορούσαν να αξιοποιήσουν οι εργαζόμενοι, ενώ σταδιακά πολύ πριν τη σύγχρονη καπιταλιστική κρίση άρχισαν να καταργούνται, να γίνονται τελικά «καπνός».
Το ΚΚΕ ούτε μία μέρα δεν έπαψε να εξηγεί στους εργαζόμενους, π.χ., ότι τα μνημόνια δεν ήταν ένα έκτακτο ειδικό μέτρο για τη διέξοδο από την κρίση υπέρ του λαού, ενσωμάτωναν προηγούμενες επιλογές από τις αρχές της 10ετίας του ’90, και ακόμα βαθύτερα, από τη 10ετία του ’70. Το Κόμμα με όπλο και την ιστορική πείρα, βεβαίως και τις εξελίξεις, έχει σήμερα μεγαλύτερη ικανότητα να αντιμετωπίζει την αντίληψη ότι εναλλακτική λύση αποτελεί η κεϊνσιανή ή η νεοκεϊνσιανή αστική πολιτική, ενώ οι αστικές, μικροαστικές, οπορτουνιστικές αντιλήψεις περί «κοινωνικού κράτους» συγκαλύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού κράτους· ότι οι κρατικές ρυθμίσεις, οι κρατικοποιήσεις δεν κατάργησαν και δεν καταργούν την καπιταλιστική οικονομική κρίση, δεν ακυρώνουν την επιδείνωση των συνθηκών ζωής και δουλειάς για το λαό. Η συγκρότηση διεθνών και περιφερειακών διακρατικών ενώσεων δεν κατάργησαν και δεν καταργούν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τον εδαφικό κατακερματισμό κρατών, τις προσαρτήσεις, τις αλλαγές συνόρων.
Πριν ακόμη τη 10ετή κρίση, όπως και σήμερα, κυριαρχεί η άποψη ή προβάλλεται ως δικαιολογία ότι οι αγώνες δε φέρνουν αποτελέσματα, επομένως δεν έχουν νόημα οι θυσίες που πρέπει να καταβληθούν. Αυτή η αντίληψη δεν απαντιέται μόνο με τη σωστή επίκληση της ανάγκης ο αγώνας να γίνει πιο μαζικός και πιο πολιτικοποιημένος, δηλαδή να έχει αντικαπιταλιστικό αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό. Απαιτείται ταυτόχρονα βαθύτερη θεωρητική ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση από την πλευρά του Κόμματος, καθημερινή και όχι μόνο στις παραμονές ή στη διάρκεια των αγώνων ή την περίοδο που προετοιμάζονται νέα αντεργατικά-αντιλαϊκά μέτρα.
Συχνά, κάτω από την επιτακτική ανάγκη να εκδηλωθεί αγωνιστική αντίδραση στην κυρίαρχη πολιτική, η ανάδειξη της σημασίας ενός ισχυρού μαζικού κινήματος γλιστράει προς την άλλη άκρη, δηλαδή στην υπερτίμηση του ρόλου του ότι δήθεν μπορεί να καταργεί κυβερνητικά μέτρα στρατηγικού χαρακτήρα για το κεφάλαιο, την ΕΕ, χωρίς να συμβαίνουν σημαντικές αλλαγές στο συσχετισμό δυνάμεων υπέρ του ΚΚΕ, πολύ περισσότερο χωρίς την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Είναι υποχρέωση του ΚΚΕ να συμβάλλει στην κατανόηση του ιστορικού ορίου των εργατικών-λαϊκών κατακτήσεων στο πλαίσιο του καπιταλισμού και του παροδικού τους χαρακτήρα, χωρίς δισταγμό και φόβο μήπως ενοχοποιηθεί ότι σπέρνει την ηττοπάθεια. Αυτό δε σημαίνει ότι οι αγώνες χάνουν το νόημά τους, αφού το όριο των όποιων κατακτήσεων (απόσπαση παραχωρήσεων, αποτροπή ορισμένων χειρότερων μέτρων) σε κάθε συγκεκριμένη φάση δεν είναι ούτε στατικό, ούτε αμετάβλητο, εξαρτάται, σε κάθε φάση, από το επίπεδο και την εμβέλεια παρέμβασης του Κόμματος, τη δυναμική της εργατικής-λαϊκής αντεπίθεσης, της μαζικότητας, της επιμονής και σταθερότητας ο αγώνας να μη σταματάει, να αλλάζει μορφές, να κατακτάει μέσα και από την πείρα των εργαζόμενων αντικαπιταλιστικό αντιμονοπωλιακό χαρακτήρα. Αναφερόμαστε δηλαδή σε εκείνους τους παράγοντες που μπορεί να υποχρεώσουν την αστική τάξη να κάνει ορισμένες, έστω και προσωρινού χαρακτήρα υποχωρήσεις, που δίνουν τη δυνατότητα στο εργατικό κίνημα να προετοιμάσει την επόμενη φάση της αντεπίθεσής του.
Οπωσδήποτε σε όλο το διάστημα της 10χρονης σχεδόν καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, αν και οι αγώνες ήταν κατώτεροι σε σύγκριση με την επίθεση που δέχτηκε ο λαός, υπήρξαν μερικά αποτελέσματα, π.χ., στο ζήτημα της «προσωπικής διαφοράς», που αφορούσε ένα μεγάλο μέρος συνταξιούχων, ενώ κερδήθηκε ίσως χρόνος για να μην επιβληθούν ακόμα χειρότερα μέτρα, που τώρα μεθοδεύονται να υλοποιηθούν με στόχο την επιτάχυνση της καπιταλιστικής ανάκαμψης, στο ξεπέρασμα των συνεπειών της πανδημίας σε ορισμένους κλάδους.
Σε πολλές περιπτώσεις γίνεται επίκληση της πείρας των εργαζόμενων, ζήτημα που είναι και αυτό ιδιαίτερα σύνθετο, αφού στη διαμόρφωσή της τον πρώτο λόγο έχει η κυρίαρχη αστική ιδεολογία και τα παρακλάδια της, οι πολυάριθμοι, πολυδαίδαλοι και πολυπρόσωποι επίσημοι και ανεπίσημοι μηχανισμοί του αστικού κράτους, του πολιτικού συστήματος. Η λαϊκή πείρα επηρεάζεται προς θετική ή και αρνητική κατεύθυνση ανάλογα και με την πορεία της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης και το ρόλο του ΚΚΕ σε αυτή, όχι μόνο στην αποκαλούμενη «κεντρική πολιτική σκηνή», αλλά και από τα κάτω, εκεί που εργάζεται, ζει ο λαός.
Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού ζει στο πετσί της τα προβλήματα, θυμώνει, αγανακτεί, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο να βρει ποια είναι η μήτρα τους, να δει το «μίτο της Αριάδνης», δηλαδή να τα συσχετίσει με το κοινωνικοοικονομικό και κατά συνέπεια το πολιτικό σύστημα, με τον καπιταλισμό. Ακόμα και σε περιόδους ανάπτυξης των αγώνων, το πιο μεγάλο μέρος των εργαζόμενων επιδιώκει να αποσπάσει ένα μεγαλύτερο, από πριν, μερίδιο, από την πίτα των κερδών της ταξικής εκμετάλλευσης, χωρίς να την αμφισβητεί, πολύ περισσότερο να συνειδητοποιεί τη ανάγκη κατάργησής της. Αν και αισθάνονται την αδικία όταν χάνονται κάποιες κατακτήσεις που αποσπάστηκαν στο παρελθόν, κατανοούν τη μεγάλη απόσταση που τους χωρίζει από τις αυξανόμενες ανάγκες τους –ακόμα και τότε ερμηνεύουν τις αιτίες των προβλημάτων κάτω από την επιρροή της αστικής ιδεολογίας, της πολιτικής του αστικού κράτους και των κυβερνήσεών του.
Το Κόμμα με την αυτοτελή παρέμβασή του, με τη δράση των στελεχών, μελών του, οπαδών και συνεργαζόμενων στις γραμμές του αγώνα, πρέπει να έχει βασικό του μέλημα όσο γίνεται περισσότεροι εργάτες, εργάτριες να μη σκέφτονται ως αστοί. Κομμουνιστική υποχρέωση είναι να διευρύνεται, όσο είναι εφικτό, σε κάθε φάση, η μάζα των εργατών, εργατριών, των συμμάχων τους που να κατανοούν τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τις εναλλασσόμενες επιλογές της αστικής διαχείρισης για τη διευρυμένη αναπαραγωγή, που να αντιμετωπίζουν από καλύτερες θέσεις τη χειραγώγηση, την ενσωμάτωση.
Διαθέτουμε, σήμερα, επιπλέον θεωρητικά και πολιτικά όπλα, όπως είναι τα Δοκίμια Ιστορίας του Κόμματος, οι σύγχρονες θεωρητικού χαρακτήρα επεξεργασίες του Κόμματός μας, ώστε να δουλεύουμε συστηματικά, σχεδιασμένα, αδιάλειπτα και υπομονετικά για να ενισχύεται η αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή συνείδηση, να κερδίζει έδαφος η ανάγκη του σοσιαλισμού.
Καθοδηγητική μας σκέψη στην καθημερινή δράση πρέπει να είναι ότι ο αγώνας για τα οξυμένα προβλήματα, η προβολή και διεκδίκηση άμεσων μέτρων παραμένει μεν αναντικατάστατη δύναμη συσπείρωσης, αγωνιστικότητας, αλλά δεν επαρκεί για τη διαμόρφωση της κοινωνικοπολιτικής πείρας της εργατικής τάξης και των συμμάχων, δεν οδηγεί στην αμφισβήτηση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, στη θέληση για σύγκρουση μαζί του, πολύ περισσότερο στη συνείδηση, άρα στη γνώση ότι είναι ιστορικά παρωχημένο σύστημα, στην αναγκαιότητα επαναστατικής ανατροπής του για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.