Έχουμε συλλογικά εκτιμήσει –και η πείρα το επιβεβαιώνει– ότι σε αυτήν τη φάση η προώθηση του Προγράμματος του Κόμματος δε συνεπάγεται την επανάληψη γενικών στρατηγικών στόχων που δε συνδέονται άμεσα με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα του κάθε χώρου. Απαιτείται εξειδίκευση, δούλεμα των αιτημάτων, ιδεολογική και πολιτική στήριξη του πλαισίου πάλης το οποίο πρέπει να διευκολύνει τη συσπείρωση, τον απεγκλωβισμό συνειδήσεων από τα βασικά αστικά ιδεολογήματα.
Για παράδειγμα, όσο σωστό και να είναι να διεκδικούμε αύξηση δαπανών για την παιδεία, να εξειδικεύουμε το αίτημα σε κάθε χώρο και τμήμα της σχολικής πραγματικότητας, οι διεκδικήσεις θα βρίσκονται στον αέρα όσο δε χτυπούν τη λογική ότι «πρέπει όλοι να βάλουμε πλάτη» ή ότι «για την κρίση φταίμε όλοι στη χώρα», «είναι κρίση του κορονοϊού», ή όσο δεν αναδεικνύουμε με επιχειρήματα τον ταξικό χαρακτήρα του κρατικού προϋπολογισμού, τις προτεραιότητες που θέτει κ.ά.
Επίσης, η διαπάλη με τις αντιδραστικές αλλαγές στην παιδεία πρέπει να απαντά με πειστικότητα σε μια σειρά ιδεολογήματα που προβάλλονται από την αστική τάξη. Να απαντά στην επιχειρηματολογία για τη θέση της Ελλάδας στους διαγωνισμούς του ΟΟΣΑ, να αποδομεί τη θετικά φορτισμένη έννοια της αξιολόγησης.
Στο 20ό Συνέδριο του Κόμματος τονίσαμε ότι η παρέμβαση με βάση αντικαπιταλιστικούς-αντιμονοπωλιακούς στόχους που λαμβάνουν υπόψη τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες και η ζύμωση για τους όρους ικανοποίησης αυτών αποτελούν εφαλτήριο για να ανοίγει το ζήτημα ποια εξουσία και ιδιοκτησία μπορεί να εξασφαλίσει σε μόνιμη και σταθερή βάση την ικανοποίηση των διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών.
Φυσικά, και η παρέμβασή μας με βάση τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες δεν μπορεί να κατανοείται συνθηματολογικά και γενικόλογα. Δεν ξεμπερδεύουμε δηλαδή με την ανάγκη πολιτικοποίησης της πάλης με μια απλή αναφορά σε αυτές. Χρειάζεται να εξηγούμε ότι η τάση διεύρυνσης των αναγκών είναι αντικειμενική και προκύπτει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ειδικά της ανθρώπινης εργατικής-δημιουργικής δύναμης. Η ανάγκη αφορά αυτό που μπορεί να γίνει σήμερα ή ήδη γίνεται, γι’ αυτό και είναι απαραίτητο και μπορεί να γενικευτεί.
Όσο γινόμαστε πιο ικανοί να δουλεύουμε με τέτοιους όρους τόσο θα αντιπαλεύουμε και μια κατάσταση όπου το Πρόγραμμά μας δε θα γειώνεται με τη συγκεκριμένη κατάσταση που βιώνει ο λαός μας, θα είναι περίπου ένα «αμόλυντο εικόνισμα» που θα ζυμώνεται σε παράλληλους δρόμους με την καθημερινή πάλη.
Θεωρούμε ότι θετικά βήματα σε μια τέτοια προσπάθεια είναι οι πρωτοβουλίες για τη συμβολή της Οκτωβριανής Επανάστασης στην παιδεία με την αντίστοιχη ανακοίνωση που εκδόθηκε και μοιράστηκε μαζικά, οι ανακοινώσεις του Κόμματος προς τους γονείς κατά την έναρξη της σχολικής χρονιάς ή πριν τις ευρωεκλογές του 2019. Επίσης, η έκδοση της μπροσούρας της Μαθητικής Επιτροπής του ΚΣ με τίτλο Τι σχολείο έχουμε ανάγκη σήμερα.
Από αυτήν την άποψη θέλουμε να φωτίσουμε ορισμένα ζητήματα με βάση και την Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής (Σεπτέμβρης 2019):
Αναφέρει η Απόφαση της ΚΕ:
«Σωστά επικεντρώνουμε στην όξυνση των προβλημάτων [….] από τη σκοπιά των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Συνήθως όμως η διαφώτιση και προπαγάνδα γύρω από αυτά, έτσι όπως διαμορφώνεται, στενεύει, γίνεται μόνο λίστα αιτημάτων, αποδυναμώνει το ιδεολογικό βάθος και τα ίδια τα κριτήρια επιλογής των αιτημάτων. Έτσι, καταντά η πολιτικοποίηση, η ιδεολογική διαπάλη να γίνεται μονότονη κι επαναλαμβανόμενη φράση για την εργατική εξουσία. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη καλύτερης συζήτησης (από ιδεολογική, θεωρητική πλευρά) των θέσεών μας για όλα τα προβλήματα. Κυρίως, ενώ έχουμε επεξεργασίες σημαντικές θεωρητικές και σε προβλήματα, αυτές κινούνται κάπως παράλληλα και δεν εντάσσονται, δεν επιδρούν ως υπόβαθρο στην ανάδειξη της γραμμής συσπείρωσης, των αιτημάτων γύρω από οξυμένα προβλήματα.»
Ας δούμε πώς εκφράζεται η παραπάνω επισήμανση στη δουλειά μας.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε επεξεργαστεί τη θέση του Κόμματος για την προσχολική αγωγή και το σχολείο σε συνθήκες σοσιαλισμού. Η αφομοίωση αυτών των επεξεργασιών αποτελεί υπόβαθρο σκέψης για την επεξεργασία και τη διατύπωση των αιτημάτων μας και της τοποθέτησής μας απέναντι σε μια σειρά εξελίξεις στην παιδεία, είναι κριτήριο με βάση το οποίο επιλέγουμε την ιεράρχηση των αιτημάτων, τις αιχμές μας.
Η επεξεργασία μας για το σχολείο επιδρά στη διαμόρφωση θέσεων και αιτημάτων για όλους τους εμπλεκόμενους. Για παράδειγμα, τα αιτήματα και οι πλευρές που αναδεικνύουμε στους εκπαιδευτικούς, πέρα από την αυτονόητη διεκδίκηση για καλύτερους όρους εργασίας και μια σειρά άλλα «κλαδικά» ζητήματα, πρέπει να τα βλέπουμε υπό το πρίσμα των μορφωτικών δικαιωμάτων των παιδιών. Πώς δηλαδή οι εκπαιδευτικοί θα ανταποκρίνονται με τον καλύτερο τρόπο στην αποστολή τους. Με βάση αυτό, τοποθετούμαστε για τα κενά, για την ανάγκη μόνιμων διορισμών και μόνιμης δουλειάς, για το ωράριό τους κλπ. Ακόμα, οι αλλαγές που έφερε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στο θεσμό του ολοήμερου και διατηρούνται από τη ΝΔ (κατάργηση υπεύθυνου εκπαιδευτικού) αναδεικνύουν την ανάγκη να τοποθετούμαστε ολοκληρωμένα με βάση τη σύγχρονη κοινωνική αναγκαιότητα, λόγω και των εργασιακών συνθηκών των γονιών, να λαμβάνονται όλα τα μέτρα προκειμένου το σχολείο να έχει διευρυμένη ημερήσια λειτουργία η οποία θα διασφαλίζει την ολοκλήρωση της μορφωτικής, διαπαιδαγωγητικής εργασίας του (π.χ. μελέτη στο σχολείο, επίλυση ασκήσεων κ.ά.), ενώ εντός του θα δημιουργούνται δομές αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου. Η ανάγκη σχεδιασμένης επέκτασης του ωραρίου του σχολείου προβάλλει μάλιστα ακόμα πιο οξυμένα λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και της λειτουργίας της οικογένειας στην Ελλάδα με σημαντική εμπλοκή των ηλικιωμένων συγγενών στη φροντίδα των μαθητών.
Αντίστοιχα, η συζήτηση που κατά καιρούς ανοίγει γύρω από τις αναγκαίες ειδικότητες που θα διδάσκουν στο νηπιαγωγείο ή στο σχολείο μπορεί να μπολιαστεί από τη θέση μας ότι ο εκπαιδευτικός κάθε επιστημονικού αντικειμένου που χρειάζεται να εισάγεται στη σχολική ζωή πρέπει να έχει ουσιαστικό παιδαγωγικό υπόβαθρο, ευρύτερη δυνατότητα σύνδεσης με άλλα γνωστικά αντικείμενα. Προφανώς, τα παραπάνω πρέπει να διασφαλίζονται με ευθύνη του κράτους, τόσο σε προπτυχιακό επίπεδο όσο και σε αντίστοιχες δομές επιμόρφωσης.
Κάτω από το ίδιο πρίσμα χρειάζεται να αντιλαμβανόμαστε την τοποθέτησή μας για σειρά νέα προγράμματα που είτε παρέχονται με κρατική ευθύνη, αλλά περιορισμένα (π.χ. κολύμβηση), είτε δεν παρέχονται έως τώρα με κρατική ευθύνη, αλλά επειδή αποτελούν νέα τάση και ανάγκη παρέχονται από τον ιδιωτικό τομέα, εννοείται επί πληρωμή. Από αυτήν την άποψη, απαιτούμε να λαμβάνονται όλα τα ουσιαστικά μέτρα για την καθολική παροχή, με σύγχρονους, ασφαλείς και παιδαγωγικούς όρους, εννοείται δωρεάν, για όλους τους μαθητές.
Αντίστοιχα, το πρόβλημα της σχολικής στέγης, πέρα από σοβαρότατο ζήτημα ασφάλειας που πράγματι είναι και φαίνεται ότι συσπειρώνει σε σχετικά μαζική κινηματική βάση, είναι και θέμα ποιότητας της μόρφωσης. Τα στοιχεία αναδεικνύουν τη μεγάλη ψαλίδα που υπάρχει ανάμεσα σε αυτό που μπορεί να δώσει σήμερα η ανάπτυξη της τεχνολογίας σε σχέση τόσο με την κατασκευή ασφαλών κτηρίων όσο και σε σχέση με το να τεθούν τα σχολικά κτήρια στην υπηρεσία μιας νέας παιδαγωγικής προσέγγισης για τη διαδικασία κατάκτησης της γνώσης. Έτσι, για παράδειγμα, μπορούμε να συζητήσουμε για την αναγκαιότητα υποδομών για τον αθλητισμό, για τις τέχνες, για διαφοροποιημένες σχολικές αίθουσες για μια σειρά γνωστικά αντικείμενα (π.χ. διεύρυνση εργαστηρίων, τάξεων Ιστορίας και Γεωγραφίας), για «σχολικούς κήπους» κ.ά. Οπωσδήποτε, η πείρα της πανδημίας ανέδειξε το ζήτημα της σχολικής στέγης με ιδιαίτερη οξύτητα, λειτουργώντας προσθετικά στο γεγονός ότι ούτως ή άλλως η σεισμική δραστηριότητα στη χώρα μας δημιουργεί συνεχώς σοβαρά ζητήματα ασφάλειας.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια με αφορμή τις αλλαγές στο Λύκειο και στον τρόπο πρόσβασης ανοίγει η συζήτηση για μια πληθώρα ζητημάτων που θέτουν επιθετικά οι αστικές κυβερνήσεις προκειμένου να προωθήσουν την πολιτική τους. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουμε: Τα επιχειρήματα ότι οι μαθητές εισάγονται σε τμήματα που δεν επιθυμούν, ότι δεν μπορεί μια στιγμή (πανελλαδικές εξετάσεις) να καθορίζει το μέλλον των νέων, ότι δεν μπορούν να εισάγονται στα πανεπιστήμια με πολύ χαμηλούς βαθμούς κ.ά. Η απάντηση στα ζητήματα αυτά θέτει επί τάπητος το ρόλο του σχολείου και πιο ειδικά του Λυκείου στο πλαίσιο του ελληνικού καπιταλισμού. Χρειάζεται, για παράδειγμα, να αναδεικνύουμε τα αδιέξοδα ενός σχολείου που, ακριβώς επειδή ολοένα και περισσότερο μετατρέπεται σε φροντιστήριο, απαξιώνεται στη συνείδηση των μαθητών. Ταυτόχρονα αποστεώνεται έτσι και η όποια μορφωτική, γνωστική, διαπαιδαγωγητική λειτουργία του. Φυσικά αυτά δε συμβαίνουν σε ένα πολιτικό και κοινωνικό κενό. Ο καπιταλισμός είναι μια κοινωνία που συνεχώς δημιουργεί νέα αδιέξοδα στη νεολαία, ζει και αναπνέει από τον ανταγωνισμό. Και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους μαθητές έχει τη βάση της αναζήτησης μιας «θέσης στον ήλιο», σε συνθήκες φυσικά που το δικαίωμα στην εργασία και στις αναβαθμισμένες σπουδές βάλλεται συνεχώς. Συν τοις άλλοις, ακριβώς λόγω του ανταγωνισμού για τα κέρδη και της απουσίας σχεδιασμού σε επίπεδο κοινωνίας, η εργατική δύναμη περισσεύει, δεν αναπτύσσεται σχεδιασμένα, πετιέται στα ράφια της ανεργίας ή πουλιέται ακόμη πιο φθηνά. Οι πλευρές αυτές είναι αναγκαίο να τίθενται, σε συνδυασμό με τις κατά καιρούς προτάσεις του ΚΚΕ για την πρόσβαση (όπως κατοχύρωση βαθμολογίας κ.ά.), για τις αλλαγές στο Λύκειο, γιατί φωτίζουν καλύτερα την ουσία της διεξόδου που απευθύνουμε εμείς στους εργαζόμενους, στη νεολαία. Δεν είναι δηλαδή μια σειρά τεχνικές προτάσεις. Γιατί, πράγματι, και στο σοσιαλισμό υφίσταται η ανάγκη για επιλογή από την πλευρά της κοινωνίας αυτών που θα προετοιμαστούν μέσα από πανεπιστημιακές σπουδές ώστε να υπηρετήσουν τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες. Όμως η επιλογή στο σοσιαλισμό έρχεται ως επιστέγασμα μιας ολόκληρης κοινωνικής διαδικασίας όπου επαναστατικά παίρνονται μέτρα για άμεση αντιμετώπιση των ανισότιμων όρων πρόσβασης στη γνώση. Τα μέτρα αυτά είναι οικονομικά, κοινωνικά και προφανώς εκπαιδευτικά. Υλοποιούνται συγκεκριμένα μέσα από την εκπαιδευτική πολιτική του εργατικού κράτους, την οικοδόμηση του ενιαίου δωδεκάχρονου σχολείου σύγχρονης γενικής παιδείας, των δομών προσχολικής αγωγής.
Αν καλύτερα αναδεικνύουμε έτσι τα αιτήματα, θα διευκολύνεται και η συνάντηση στη δράση όλων των εμπλεκόμενων, των εκπαιδευτικών, των γονιών, των μαθητών. Θα ενιαιοποιείται στην ουσία και η αντίληψη για την ευθύνη στο χώρο τόσο των κλαδικών όσο και των εδαφικών Οργανώσεων. Έτσι, θα σπάει περίπου μια αντίληψη που σχηματικά λέει: Οι εκπαιδευτικοί ασχολούνται με τα εργασιακά τους, οι γονείς και οι εδαφικές Οργανώσεις του Κόμματος με τα ζητήματα υποδομών που αφορούν τους δήμους, οι μαθητές κινητοποιούνται με βάση μεγάλους σταθμούς. Δηλαδή αν είμαστε πιο ικανοί να συνδέουμε και να δίνουμε αυτό που λέμε, το πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των αιτημάτων, και εκεί να συναντιόμαστε, αυτό θα είναι ένα σημαντικό βήμα για να κατανοείται πιο πρακτικά και η ανάγκη συντονισμού των δυνάμεών μας.
Με βάση τις επεξεργασίες μας για το σχολείο και την προσχολική αγωγή έχουμε καλύτερα δουλέψει τη γραμμή συσπείρωσης στις σημερινές συνθήκες, παίρνοντας υπόψη μας μια σειρά παράγοντες, π.χ. δεν πάμε με τον ίδιο τρόπο στους μαθητές και στους εκπαιδευτικούς, αλλά και στους εκπαιδευτικούς δεν πάμε με τον ίδιο τρόπο ακριβώς στο επίπεδο της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ και το ίδιο στο σωματείο, πολύ περισσότερο στο σύλλογο των εκπαιδευτικών του κάθε σχολείου.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: Για παράδειγμα, η συντονιστική επιτροπή των μαθητών προβάλλει ως βασική, κεντρική διεκδίκηση «ένα σχολείο που μορφώνει και δεν εξοντώνει». Με βάση αυτήν τη διεκδίκηση, γίνεται προσπάθεια από τις δυνάμεις της ΚΝΕ να ξεδιπλώσουν την αντίληψή μας για το σχολείο, να κατανοείται –στο βαθμό του δυνατού και με βάση την πείρα των μαθητών– ποιοι είναι οι πολιτικοί όροι για την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούμε στο κίνημα των μαθητών να θέτουμε ως βάση για συσπείρωση την πρόταση του ΚΚΕ για το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο που προϋποθέτει αλλαγή τάξης στην εξουσία. Αντίστοιχα και στο κίνημα των εκπαιδευτικών πηγαίνουμε με τις αιχμές μας, αλλά στο επίπεδο των Ομοσπονδιών που είναι πιο πολιτικοποιημένη η αντιπαράθεση και κάθε συνδικαλιστική δύναμη εκ των πραγμάτων θέτει πιο ολοκληρωμένα την πολιτική της αντίληψη για το σχολείο, βάζουμε και πλευρές που αφορούν το δωδεκάχρονο σχολείο.
Αντίστοιχα πρέπει να δουλέψουμε και τον τρόπο που η επεξεργασία για το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο θα ακουμπήσει στους προβληματισμούς και τις αγωνίες των γονιών. Στα όργανα των γονιών, επειδή μέχρι σήμερα δεν έχουμε συναντήσει δυσκολίες και αντιπαράθεση, θέτουμε στο πλαίσιό μας τη θέση για το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο, θέση του Κόμματος που αφορά την αντίληψή μας για το σοσιαλισμό. Η υλοποίηση της θέσης μας για το σχολείο συνδέεται με τις αλλαγές στην οικονομία και την εξουσία, πλευρά που, αν δεν μπει, αποστεώνεται ή και διαστρεβλώνεται η ίδια η ουσία της. Φυσικά η θέση αυτή πρέπει να μπολιάζει τα αιτήματά μας, όμως δεν μπορεί να τίθεται ως γραμμή συσπείρωσης. Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να είναι η θέση ενός φορέα όπως η ΑΣΓΜΕ (ακόμα και με τους θετικούς συσχετισμούς που έχει), που δεν αποτελεί και δεν μπορεί να είναι φορέας της κοινωνικής συμμαχίας.
Και το λέμε αυτό γιατί χρειάζεται να κάνουμε ουσιαστικά βήματα στο πώς ευρύτερος κόσμος κατανοεί και αποδέχεται την αντίληψη του Κόμματος για το σχολείο. Για παράδειγμα, ενώ μπορεί μια Ένωση Γονέων να υιοθετεί τη θέση για το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο, από την άλλη μπορεί να υφίσταται πίεση ή και να αποδέχεται την ύπαρξη χορηγών στα σχολεία.
Ένα άλλο ζήτημα είναι η ανάγκη να γίνουμε πιο ικανοί στην εξειδικευμένη παρακολούθηση των παρεμβάσεων του αστικού κράτους, του κεφαλαίου και των μηχανισμών του.
Καλύτερα χρειάζεται να γίνει συνείδηση ότι στο σχολείο πια μπαίνουν με διάφορα προγράμματα μεγάλες επιχειρήσεις, πρεσβείες, ΜΚΟ κλπ. Αυτό δεν αναιρεί φυσικά ότι το περιεχόμενο του σχολικού βιβλίου, της διδασκαλίας του εκπαιδευτικού αποτελεί ακόμα τον κορμό της ιδεολογικής παρέμβασης και που φυσικά χρειάζεται να ασχοληθούμε πατώντας και στη δουλειά που έχει ήδη γίνει (βλ. Θέματα Παιδείας, στήλες Ριζοσπάστη, αφιερώματα Οδηγητή).
Τα προγράμματα αυτά εισάγονται στα σχολεία όχι από την «πίσω πόρτα», αλλά με ευθύνη του υπουργείου Παιδείας και με έγκριση του ΙΕΠ (Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής). Η βασική τους κατεύθυνση είναι η αποδοχή από πολύ νωρίς των βασικών ιδεολογημάτων και αξιών του κεφαλαίου, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η διαμόρφωση στους μαθητές από την πιο τρυφερή ηλικία μιας θετικής στάσης απέναντι στους καπιταλιστές. Στην κατεύθυνση αυτή υπάρχει ουσιαστική συνέχεια από τη ΝΔ, παίρνοντας τη σκυτάλη από το ΣΥΡΙΖΑ.
Ο εντοπισμός και η καταδίκη αυτών των προγραμμάτων προϋποθέτει ετοιμότητα ειδικά από τους εκπαιδευτικούς και τις Κομματικές Οργανώσεις. Απαιτεί όμως και επεξεργασία πειστικών επιχειρημάτων που θα απευθύνονται σε μάζες και όχι μόνο στο –σε ένα βαθμό πεισμένο– κομματικό ακροατήριο. Θετικό παράδειγμα μιας τέτοιας προσπάθειας είναι η ανάδειξη της παρέμβασης της γερμανικής πρεσβείας για το τείχος του Βερολίνου στη Θεσσαλονίκη, η ανάδειξη της ημερίδας μιας θρησκευτικής ένωσης γονέων με αντιδραστικές εν πολλοίς απόψεις κ.ά.
Αυτά όμως είναι η μια πλευρά. Η πλευρά της οπωσδήποτε αναγκαίας άρνησης. Πώς οργανώνουμε όμως επιθετικά την παρέμβασή μας; Από το 2015, έχουμε συλλογικά εκτιμήσει ότι οι κομμουνιστές και ριζοσπάστες εκπαιδευτικοί χρειάζεται να παρεμβαίνουν σε μια σειρά προγράμματα. Προφανώς όχι σε όλα, αλλά με βάση τις δυνατότητες που υπάρχουν να δώσει ο εκπαιδευτικός ένα διαφορετικό περιεχόμενο. Να μετρηθούν δηλαδή βήματα απεγκλωβισμού από το υπάρχον πλαίσιο που τίθεται. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν μια σειρά σχολικές δραστηριότητες (αγωγή σταδιοδρομίας, αγωγή υγείας, περιβαλλοντική εκπαίδευση, πολιτιστικών θεμάτων) που πρέπει να δώσουμε το δικό μας περιεχόμενο σε αυτές και επιδιώκουμε να αναλάβουμε την υλοποίησή τους. Παράλληλα ανοίγουμε την αντιπαράθεση στο περιεχόμενο, ήδη από τη συζήτηση στο σύλλογο διδασκόντων, για τα ζητήματα παρέμβασης των επιχειρήσεων, των χορηγών, της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών αξιών κ.ά. Επιδιώκοντας να δώσουμε κάποια παραδείγματα: Η δημιουργία μαθητικής εφημερίδας, θεατρικών, η σύνδεση με την τοπική ιστορία, η ανάδειξη του ζητήματος των ναρκωτικών κ.ά. με σωματεία κλπ. αποτελούν θετική συμβολή στο να ανοίξουμε την παρέμβασή μας. Πολύτιμο όπλο, ειδικά για τους εκπαιδευτικούς του Δημοτικού, είναι το περιοδικό Κόκκινο Αερόστατο.
Μπορούμε να πούμε ότι, αν και υπάρχει πρόοδος στην κατανόηση της αναγκαιότητας της παρέμβασης, αυτή είναι αναντίστοιχη των υπαρκτών δυνατοτήτων, όχι απλά των αναγκών. Η πρόσφατη πείρα από την παρέμβαση των εκπαιδευτικών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι ευφάνταστες πρωτοβουλίες, με αίσθημα ευθύνης και αντίληψης για τον παιδαγωγικό ρόλο του εκπαιδευτικού, μέσα σε δύσκολες συνθήκες δείχνουν ότι υπάρχει μια σημαντική μερίδα εκπαιδευτικών που μπορεί να μπει μπροστά σε αυτήν την όμορφη υπόθεση.
Το κρίσιμο είναι να κατανοηθεί ότι αυτή η απόφαση για συγκεκριμένη αξιοποίηση ορισμένων προγραμμάτων έχει το νόημα μιας πιο ενεργούς παρέμβασης στο βασικό μέτωπο πάλης στα σχολεία: Την ιδεολογική διαπάλη για το κέρδισμα της συνείδησης των μαθητών.
Μια άλλη πλευρά είναι η εξής: Πρέπει να ξεπεράσουμε το πρόβλημα της ανεπαρκούς ενημέρωσης των κομματικών μας δυνάμεων για επιμέρους ή συνολικότερες πλευρές που το ΠΓ και η ΚΕ αντιμετωπίζουν καθημερινά και για τις θέσεις που διαμορφώνουν σε μια σειρά ζητήματα της επικαιρότητας τα οποία ποτέ ή σπάνια φτάνουν στις ΚΟΒ με ευθύνη των οργάνων και των καθοδηγητών.
Αν καλύτερα συνειδητοποιήσουμε ότι το σχολείο με τη δομή του, το πρόγραμμά του, τα βιβλία κλπ. αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία, επίσης ότι αποτελεί ένα μαζικό χώρο παρέμβασης, θα καταλάβουμε ότι, για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε σε μια σύνθετη ιδεολογικοπολιτική διαπάλη (που ξεκινάει από το χαρακτήρα του σχολείου και της μόρφωσης και ξεδιπλώνεται σε τελική ανάλυση σε όλα τα ζητήματα), χρειάζεται με αποφασιστικότητα στις ΚΟΒ, στις ΟΒ, στις κομματικές ομάδες να φτάνουν και να συζητιούνται ένας όγκος ζητημάτων.
Μόνο από την αρχή της χρονιάς είχαμε: Περιβάλλον, σεισμούς, απορρίμματα, 28η Οκτώβρη, τείχος Βερολίνου, βάσεις ΝΑΤΟϊκών, προσφυγικό-μεταναστευτικό, πανδημία κορονοϊού κλπ. Είναι δηλαδή μια σειρά ζητήματα που η επικαιρότητα θέτει, αλλά και το Κόμμα μας ιεραρχεί. Στη βάση αυτή αναπτύσσεται μια εξαιρετικά δύσκολη και σκληρή ιδεολογικοπολιτική διαπάλη πριν ακόμα φτάσουμε στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολικού βιβλίου και του μαθήματος.
Εδώ χρειάζεται να σκεφτούμε περισσότερο. Γιατί ούτε οι ΚΟΒ –και πολύ περισσότερο οι ΟΒ– μπορούν να συνεδριάζουν κάθε μέρα, ούτε μπορεί και τίποτα να μη φτάνει ποτέ. Η ιεράρχηση, η αρθρογραφία, η αποστολή ακόμα και μέσω mail –οργανωμένα όμως– υλικών που δημοσιεύονται είναι πλευρές που μπορούν να μας βοηθήσουν. Αναγκαίο είναι επίσης να γίνουμε πιο ικανοί να αποτυπώνουμε συμπεράσματα σε εκθέσεις, σε αρθρογραφία, που θα διαβάζονται από τα κομματικά μέλη ακόμη και αν δεν οργανώνεται ειδική συζήτηση κάθε φορά. Να διαπαιδαγωγηθούν οι ΚΟΒ στο να διαβάζουν σημειώματα, φυσικά το Ριζοσπάστη και οπωσδήποτε να μη λυπόμαστε χρόνο στην πολιτική συζήτηση καταρχάς με τα μέλη μας. Σε κάθε περίπτωση, οι πλευρές αυτές και οι επεξεργασίες που τα στελέχη οφείλουμε να παρακολουθούμε και να μελετάμε πρέπει να διαπερνάνε τις παρεμβάσεις μας από τα όργανα μέχρι τις ΚΟΒ και τις ΟΒ. Ιδιαίτερα βέβαια στις ΟΒ χρειάζεται προσαρμογή, όχι όμως και μειωμένη απαίτηση, π.χ. έχουμε θετική πείρα από τη δράση των μαθητών για το ΧΥΤΑ όπου εξοπλίστηκαν, συζήτησαν, αντιπαρατέθηκαν και ανταποκρίθηκαν συσπειρώνοντας κόσμο σε ένα δύσκολο ζήτημα, όπως είναι αυτό της διαχείρισης απορριμμάτων.
Ένα άλλο ζήτημα είναι κατά πόσο με ταχύτητα και έγκαιρα φτάνουν και αφομοιώνονται ορισμένα νέα στοιχεία στην παρέμβασή μας.
Για παράδειγμα, στα ΕΠΑΛ αφετηρία της κριτικής μας πρέπει να είναι η απόσταση που χωρίζει τις διακηρύξεις των αστών και των κυβερνήσεών τους περί αναβάθμισης της ΕΕΚ με την πραγματικότητα που βιώνουν οι νέοι. Προτάσσουμε το ζήτημα ότι σοβαρή επαγγελματική εκπαίδευση δεν μπορεί να γίνει αν δεν υπάρχει ολόπλευρη βασική μόρφωση. Ταυτόχρονα, αναδεικνύουμε και τα σοβαρά κενά και τις ελλείψεις που υπάρχουν, τα προβλήματα στα Εργαστηριακά Κέντρα, αλλά και τη διαφοροποίηση που υπάρχει ακόμα και στα μαθήματα Γενικής Παιδείας, την υποβάθμισή τους. Προφανώς βάζουμε τα γνωστά ζητήματα που έχουν να κάνουν με τις συνεχόμενες πιστοποιήσεις, τις εξετάσεις, το ρόλο των επιμελητηρίων, αλλά και τα γενικότερα ζητήματα της ανεργίας, των προτεραιοτήτων των κλάδων κτλ.
Εκτιμήσαμε ότι ορισμένες θέσεις και διατυπώσεις μας δε βοηθούσαν στο να προσεγγίσουμε τα νέα παιδιά που βρίσκονται στα ΕΠΑΛ (π.χ. η μαθητεία σαν τζάμπα εργασία ή η αναφορά στο μισθό της μαθητείας σα «χαρτζιλίκι», η θέση για κατάργηση της μαθητείας παλιότερα). Οι αναγκαίες τροποποιήσεις στις επεξεργασίες μας έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη διεκδικήσεων για τη μορφωτική αναβάθμιση των μαθητών των ΕΠΑΛ, συνέβαλαν στο να αποκτηθεί καλύτερος προσανατολισμός στην ανάδειξη των ειδικών προβλημάτων των ΕΠΑΛ που αφορούν και την πλευρά των συνθηκών στις οποίες διεξάγεται η μαθητεία.
Άλλο ζήτημα είναι η παρέμβασή μας στους γονείς και μια σειρά καθημερινά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε στον πυρήνα της δράσης μας, στους συλλόγους γονέων. Για παράδειγμα, πώς κατανοείται και πώς παλεύεται στην πράξη το σωστό σύνθημα «ούτε ένα ευρώ από την τσέπη των γονιών για λειτουργικά έξοδα». Το βασικό πρόβλημα είναι α) ότι οι σύλλογοι γονέων, εν μέρει και οι δυνάμεις μας, δε γνωρίζουν πού πρέπει να κατευθύνουν τις διεκδικήσεις τους σε επίπεδο δήμου (Σχολική Επιτροπή), β) αλλά κυρίως αφορά το πώς αντιμετωπίζουμε το γεγονός ότι οι σύλλογοι γονέων προσανατολίζονται στο να βάζουν από την τσέπη τους για λειτουργικά έξοδα του σχολείου (θέρμανση, καθαριότητα, βάψιμο, φωτοτυπικά κ.ά.). Το πρόβλημα αυτό επιδρά και εκφράζει τον προσανατολισμό στην πράξη των φορέων των γονέων, ακόμα κι αν αυτό συνυπάρχει με εστίες κινητοποιήσεων απέναντι σε προβλήματα, ακόμα κι αν σε επίπεδο Ένωσης Γονέων ή Ομοσπονδίας σε επίπεδο διακήρυξης υπάρχει εναντίωση.
Το ζήτημα αυτό χρειάζεται να αντιμετωπιστεί παίρνοντας μέτρα σε όλα τα επίπεδα, ξεδιαλύνοντας συγχύσεις και αστοχίες που συνδέονται με αυτό το πρόβλημα. Εννοείται ότι απαιτούμε να καλύπτονται όλα τα έξοδα για τη λειτουργία του σχολείου από το κράτος, συγκεκριμένα από τη Σχολική Επιτροπή του δήμου.
Η εξέλιξη της νέας καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα θα θέσει εκ νέου ένα σοβαρό ζήτημα. Στο έδαφος της ανυπαρξίας δημόσιων δομών για μια σειρά δραστηριότητες, είτε αθλητισμού είτε πολιτισμού, οι γονείς προσανατολίζονται –και πολλές φορές υπάρχει πίεση και από τα κάτω– να γίνουν τέτοιου είδους δραστηριότητες, οι οποίες έχουν το θετικό για τη λαϊκή οικογένεια ότι γίνονται κοντά στη γειτονιά, στο σχολείο, κυρίως όμως κατά βάση είναι πολύ πιο φθηνές σε σχέση με αυτές που γίνονται από την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Τέτοιες κινήσεις κατά βάση είτε γίνονται κατευθείαν με πληρωμή από το ταμείο του συλλόγου γονέων είτε με απευθείας εισφορά από τους γονείς (το ποσό της οποίας διαφέρει). Μπορούμε να δώσουμε εμείς το περιεχόμενο τέτοιων δραστηριοτήτων, να σχεδιάσουμε την παρέμβαση της Λαϊκής Επιτροπής, την αξιοποίηση δομών λαϊκής αλληλεγγύης, τη συνεργασία με προοδευτικούς συλλόγους, σωματεία που υπάρχουν σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας.
Ξεκαθαρίζουμε όμως ότι δεν μπορούμε να αποδεχτούμε την επιχειρηματική λειτουργία του συλλόγου η οποία εκδηλώνεται με υψηλές τιμές, κυρίως με επιδίωξη κέρδους από την πλευρά του συλλόγου προκειμένου αυτό να διοχετευτεί στην πληρωμή λειτουργικών εξόδων.
Μπορούμε όμως να σχεδιάσουμε την παρέμβασή μας προκειμένου να διεκδικήσουμε αντίστοιχες δραστηριότητες με ευθύνη του δήμου μέσα στα σχολεία. Υπάρχει σχετική θετική πείρα.