Για την παρέμβαση των κομμουνιστών στους φορείς των γονέων των μαθητών


των Κυριάκου Ιωαννίδη - Βαγγελιώς Πλατανιά

Με το κείμενο αυτό επιδιώκουμε να ρίξουμε φως στην έως τώρα πείρα και να εμπλουτίσουμε την παρέμβασή μας στο χώρο των γονέων των μαθητών, με επίκεντρο τους φορείς τους. Δηλαδή τους συλλόγους γονέων σε επίπεδο σχολικής μονάδας, τις Ενώσεις Γονέων σε επίπεδο δήμων, τις Ομοσπονδίες σε επίπεδο Περιφερειών και την ΑΣΓΜΕ σε πανελλαδικό επίπεδο.

Πρόκειται για μαζικό χώρο, με περισσότερους από 200.000 γονείς να συμμετέχουν στις εκλογικές διαδικασίες.

Στο χώρο αυτό λοιπόν δοκιμαζόμαστε στο πώς προωθούμε την πολιτική του Κόμματος, πώς συσπειρώνουμε ευρύτερες δυνάμεις στην υπόθεση της διεκδίκησης, της συλλογικής δημιουργικής δράσης, στην προσπάθεια αύξησης της συμμετοχής, στη συζήτηση για όλα αυτά που ενδιαφέρουν και προβληματίζουν λαϊκές δυνάμεις.

Στο κείμενο1 αυτό θέτουμε επί τάπητος ορισμένα νέα στοιχεία που προκύπτουν από την παρέμβασή μας στους γονείς, φωτίζουμε παραπέρα τις αποφάσεις του 21ου Συνεδρίου του Κόμματος για τη δουλειά των κομμουνιστών στους μαζικούς χώρους.

Σήμερα, μπορούμε να πούμε ότι, αν και ωριμάζει η επίγνωση των δυνατοτήτων που προκύπτουν από την παρέμβασή μας στους γονείς, αυτή η γνώση δεν προωθείται με τον ίδιο τρόπο και ρυθμό σε όλες τις Κομματικές Οργανώσεις. Έχουμε δηλαδή πολλές ταχύτητες στη δουλειά μας. Δεν είναι δηλαδή παντού ίδια τα προβλήματα και δεν είναι φανερές με τον ίδιο τρόπο οι δυνατότητες. Γι’ αυτόν το λόγο, το κείμενο αυτό δεν είναι «πολυεργαλείο» που δίνει απάντηση σε όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και τις δυνατότητες που έχουμε. Πατάει δηλαδή, αντικειμενικά, στο έδαφος της πείρας από τις Οργανώσεις εκείνες που έχουν εδραιωμένη παρέμβαση στους γονείς και φωτίζει προβλήματα από την ανάπτυξή της.

 

ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ Ο ΧΩΡΟΣ;

Η ΑΣΓΜΕ ιδρύθηκε το 1953 λειτουργώντας ως συντονιστικό συλλόγων γονέων ή και Ενώσεων σε πανελλαδικό επίπεδο. Ωστόσο ο Νόμος που συγκροτεί συνολικά τα όργανα των γονέων και καθορίζει τη δομή τους (σύλλογος, Ένωση, Ομοσπονδία, Συνομοσπονδία), τη λειτουργία τους, τους ρόλους τους, τον τρόπο εκλογής των μελών τους κ.ά., είναι ο 1566/1985, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, που αποτέλεσε και αποτελεί συνολικά κομβικό νόμο για τη λειτουργία του δημόσιου σχολείου και εκφράζει το μεταπολιτευτικό κλίμα του «εκδημοκρατισμού στην εκπαίδευση»2. Από τότε, μια σειρά νόμοι επιβεβαιώνουν ή αναθεωρούν μερικώς τη διάρθρωση των φορέων των γονέων (π.χ., αντιστοίχιση Ομοσπονδίας από το νομό σε επίπεδο Περιφέρειας κ.ά.). Η ουσία είναι ότι οι οργανώσεις-φορείς των γονέων συγκροτούνται από το αστικό κράτος ως στοιχείο των θεσμών της σχολικής κοινότητας, επιδιώκοντας να αποτελέσουν θεσμικούς συνομιλητές των κρατικών οργάνων. Εκφράζοντας δηλαδή την προσπάθεια ενσωμάτωσης στο επίπεδο της διοίκησης της σχολικής μονάδας, αλλά και στο επίπεδο της διαχείρισης από την εκάστοτε Τοπική Διοίκηση (συμμετοχή σε επίπεδο σχολικών επιτροπών κλπ.).

Οι φορείς εκπροσώπησης των γονιών δομούνται από το κράτος στη βάση του κοινού χαρακτηριστικού τους, ότι έχουν παιδιά στα σχολεία. Δεν είναι φορέας της κοινωνικής συμμαχίας, ακόμα και εκεί που οι κομμουνιστές έχουν την απόλυτη πλειοψηφία. Δεν αποτελούν σωματείο, δηλαδή οργάνωση ενιαία κοινωνικά και ταξικά τοποθετημένων ανθρώπων. Έχουν πλατιά κοινωνική διαστρωμάτωση και διαφοροποίηση.3 Όμως, το γεγονός ότι οι γονείς αποτελούν διαταξικό κοινωνικό στρώμα δεν πρέπει να στρέφει την προσοχή μας από το γεγονός ότι κυριαρχεί το εργατικό-λαϊκό στοιχείο σε πολλές περιοχές και δήμους.

Έχοντας τα παραπάνω κατά νου, κατανοούμε ότι οι φορείς και οι οργανώσεις των γονέων μπορούν να αποκτούν κινηματικό και διεκδικητικό προσανατολισμό, μόνο στο βαθμό που παρεμβαίνουν και επιδρούν οι δυνάμεις των κομμουνιστών.

Άρα το βασικό στοιχείο της παρέμβασής μας στους γονείς είναι η διαμόρφωση δεσμών των δυνάμεων του Κόμματος με την εργατική-λαϊκή μάζα των γονιών που προβληματίζεται, αγωνιά για το μέλλον των παιδιών της. Να βοηθάμε μέσα απ’ όλη τη δράση μας ώστε αυτός ο κόσμος να διαμορφώνει ταξικά κριτήρια αντιμετώπισης της πραγματικότητας που βιώνει.

 

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΘΕΤΙΚΟΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΙ;

Τα ψηφοδέλτια στα οποία συμμετέχουν οι κομμουνιστές και άλλοι ριζοσπάστες και προοδευτικοί γονείς, στο επίπεδο της ΑΣΓΜΕ, των 6 Ομοσπονδιών, Αττικής, Κεντρικής Μακεδονίας, Κρήτης, Ηπείρου, Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (εκτός της Δυτικής Ελλάδας), καθώς και σε Ενώσεις μεγάλων δήμων της χώρας μας, έχουν την πλειοψηφία έως και την απόλυτη πλειοψηφία στα ΔΣ. Παρ’ όλ’ αυτά, μια σειρά περιφέρειες της χώρας δεν εκπροσωπούνται στην ΑΣΓΜΕ, γιατί δεν υφίστανται Ομοσπονδίες Γονέων (παρόλο που στον αντίστοιχο γεωγραφικό χώρο υφίστανται και λειτουργούν ορισμένες ενώσεις γονέων). Το ζήτημα αυτό είναι πρώτ’ απ’ όλα υπόθεση ανάληψης ευθύνης και σχεδιασμού από τα αντίστοιχα κομματικά όργανα, το οποίο χρειάζεται να τεθεί επί τάπητος το επόμενο διάστημα.

Ο θετικός συσχετισμός στην ΑΣΓΜΕ (το κύρος της και σε φορείς των γονιών εκτός της οργανωτικής εμβέλειάς της), και στις μεγάλες Ομοσπονδίες είναι αποτέλεσμα μιας κοπιαστικής και δημιουργικής παρέμβασης, της διαρκούς κινητοποίησης δυνάμεων, της ανόδου της επιρροής μας στο χώρο των γονιών, της σταθερής δράσης μας και των πρωτοβουλιών μας, της ανάδειξης κάθε προβλήματος και της διαρκούς αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και τις άλλες δυνάμεις στο χώρο της εκπαίδευσης.

Οι συσχετισμοί αυτοί αποκρυσταλλώνουν την πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών, στο έδαφος της συνολικής διαπάλης με την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική, και όλους τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους διαδίδεται στα σχολεία.

Προφανώς δεν κλείνουμε τα μάτια στη συνολική κατάσταση. Έχουμε πλήρη συναίσθηση ότι ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων μέσα στους γονείς των μαθητών, που αντανακλάται στη συνείδηση άρα και στη στάση, στις πολιτικές επιλογές των γονιών, παραμένει αρνητικός για τους κομμουνιστές.

Επιδρά καθοριστικά η γενικότερη υποχώρηση του εργατικού κινήματος, η συνολικότερη δράση του αστικού κράτους, των κυβερνήσεων, καθώς και των υπόλοιπων αστικών και οπορτουνιστικών κομμάτων, των ψηφοδελτίων τους, η ίδια η λειτουργία του αστικού σχολείου.

Μας απασχολεί ακόμα το γεγονός του βαθμού οργάνωσης και συμμετοχής σε αυτούς τους φορείς, η δυσκολία –σε ορισμένες περιπτώσεις–ακόμα και διεξαγωγής αρχαιρεσιών, το περιεχόμενο της συζήτησης στις συνελεύσεις των συλλόγων, στα ΔΣ.

Η αντιπαράθεση για τον προσανατολισμό (ή και τη σταθεροποίηση ενός αγωνιστικού-κινηματικού προσανατολισμού) που θα πάρουν οι φορείς οργάνωσης των γονιών αφορά πρώτα και κύρια την παρέμβαση των κομμουνιστών μέσα σε αυτούς τους χώρους.

Λαμβάνουμε ουσιαστικά υπόψη ότι στο πλαίσιο των φορέων των γονιών συμμετέχουν συνήθως ανώριμες πολιτικά συνειδήσεις που, αν και μπορεί να συμφωνούν γενικά στην εναντίωση σε πλευρές της αντιλαϊκής πολιτικής, δεν έχουν λυμένο, ούτε και πολλές φορές συμφωνούν με το δρόμο που προτείνουμε εμείς να περπατήσουν οι συλλογικοί φορείς των γονιών.

Αυτές οι επί της ουσίας διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις μπορούν να αντιμετωπίζονται με συζήτηση, με επεξεργασία παραδειγμάτων και θέσεων, οι οποίες μπορούν να γίνουν ακόμα πιο πειστικές όταν συνοδεύονται από την πρωτοπόρα πράξη που «καθιερώνει» τους κομμουνιστές ως ηγέτες στον χώρο τους.

Φυσικά μέσα στο χώρο αυτό δραστηριοποιούνται μια σειρά πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που φέρνουν τις αντιλήψεις τους, επηρεάζουν, πιέζουν.

Άρα χρειάζεται με δική μας ευθύνη να σχεδιάσουμε την απόσπαση δυνάμεων από αντιλήψεις που φρενάρουν την προοπτική των φορέων αυτών, να ενισχύουμε τις διαθέσεις συμπόρευσης με κομμάτια κόσμου.

Υπάρχουν αντικειμενικές δυνατότητες, λόγω της πλειοψηφίας του λαϊκού στοιχείου, όταν ασχολούμαστε συστηματικά, να στεριώσουμε τα θετικά βήματα και να έχουμε σοβαρά αποτελέσματα.

Στη βάση αυτή πρέπει να εντοπίσουμε ορισμένα ζητήματα:

Να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά το πρόβλημα της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στο σύλλογο γονέων, που είναι ο πυρήνας της οργάνωσης των γονιών, με το αμέσως επόμενο επίπεδο, αυτό της Ένωσης. Δεν εννοούμε το επίπεδο πολιτικοποίησης, το ύφος των κειμένων κ.ά. –κάτι που είναι απολύτως φυσιολογικό– αλλά την αναντιστοιχία ανάμεσα στην κατεύθυνση που έχουν οι Ενώσεις με αυτήν που στην πράξη έχουν οι σύλλογοι γονέων. Η απόσταση που πολλές φορές υπάρχει πρέπει να φωτιστεί και από μια άλλη πλευρά: Πώς ο θετικός συσχετισμός «από τα πάνω», με το περιεχόμενο που αυτός έχει, δεν είναι απλά μια σφραγίδα, αλλά δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίζει την καθημερινότητα του συλλόγου γονέων, τη συζήτηση σε αυτόν.

Η απόσταση αυτή πρέπει πρώτα να αντιμετωπιστεί εντοπίζοντας:

α) Στο πώς στο επίπεδο του συλλόγου γονέων γίνεται προσπάθεια το ίδιο το περιεχόμενο της δράσης του, η συζήτηση για μια σειρά θέματα αλλά και η επιλογή θεμάτων προς συζήτηση, να βαθαίνει, να προετοιμάζει συνειδήσεις ώστε να «υποδεχτούν» και συνολικότερα ζητήματα που ενδεχομένως τίθενται από τα ΔΣ της Ένωσης.

β) Στο πώς στο επίπεδο του ΔΣ της Ένωσης Γονέων κατορθώνουμε να εντάσσουμε αρμονικά τα επιμέρους ζητήματα και προβλήματα στο πλαίσιο που θέτουμε, το οποίο δεν μπορεί να κατανοείται απλά ως απαρίθμηση αιτημάτων, αλλά ως συνολική κατεύθυνση και «φιλοσοφία» διεκδίκησης.

Έχουμε κάνει βήματα, χωρίς να αντιμετωπίζουμε πάντα ουσιαστικά το ζήτημα της διαπάλης με τις άλλες δυνάμεις ή με την κυβερνητική πολιτική. Τέτοια ζητήματα διαπάλης αφορούν την απόσπαση των αιτιών της κυβερνητικής πολιτικής από τη στρατηγική της αστικής τάξης, την ιδεολογική παρέμβαση της αστικής τάξης στο περιεχόμενο του σχολείου, τη συζήτηση για την «κομματικοποίηση» σε αντιπαράθεση με τα δήθεν ανεξάρτητα ψηφοδέλτια και το κάλεσμα σε μια ενότητα-χυλό με το επιχείρημα «ότι όλοι είμαστε γονείς» κ.ά.

Λύνουμε μέσα στη μάχη φαινόμενα όπου η παρέμβασή μας δεν είναι πειστική, δεν ξεκινάει από την πείρα στο χώρο, γενικεύει χωρίς την κατάλληλη επεξεργασία ή και φαίνεται να «κινδυνολογεί» για ζητήματα που δε φαίνονται να είναι αυτά που προχωρούν σήμερα. Για παράδειγμα, εδώ και χρόνια λέμε ότι το σχολείο θα έχει την ευθύνη για τα προγράμματα σπουδών. Αυτό δε φαίνεται να προχωράει άμεσα, δεν μπορεί να κατανοηθεί ότι αυτό έχουμε μπροστά μας σαν κίνδυνο.

Δεύτερο, δε λαμβάνουμε πάντα υπόψη το επίπεδο συνείδησης, αλλά και γνώσης του κόσμου που μας παρακολουθεί. Δουλεύουμε αρκετές φορές συνθηματολογικά, χωρίς να επεξεργαζόμαστε μια παρέμβαση που θα βοηθήσει τον κόσμο να βγάλει συμπεράσματα.

Για παράδειγμα, στο ζήτημα της αξιολόγησης, οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να δημιουργήσουν όρους συναίνεσης με τους γονείς, να έχουν δηλαδή και αυτοί γνώμη για το σχολείο, για τους εκπαιδευτικούς κλπ.

Δε γίνεται να απαντήσεις με τον ίδιο τρόπο που το ανοίγεις στους εκπαιδευτικούς, που έχουν μια κάποια πείρα, που ανεξάρτητα από το βάθος της εναντίωσής τους έχουν ταυτίσει την προσπάθεια αξιολόγησης με την απώλεια εισοδήματος, την απειλή απόλυσης, την παρέμβαση στη δουλειά τους. Χρειάζεται να απαντάς και σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα, όπως «γιατί να μην έχω λόγο για το σχολείο και τον εκπαιδευτικό του παιδιού μου», κάτι που δε λύνεται απλά αν μιλήσεις για το χαρακτήρα και τους στόχους της αξιολόγησης. Να ανοίξουμε δηλαδή τη συζήτηση για το τι σημαίνει στην ουσία για μας «σχολική κοινότητα», ως κοινότητα σκοπών στο έδαφος μιας κοινής αντίληψης για τη διαπαιδαγώγηση των μαθητών. Πρόκειται για αντίληψη που πηγάζει από τη θέση μας για το σχολείο, όμως μπορεί να μπολιάσει το περιεχόμενο της λειτουργίας του σχολείου, ως κοινότητας, και σήμερα. Στο βαθμό φυσικά που κομμουνιστές και ριζοσπάστες εκπαιδευτικοί και γονείς δουλεύουν σε μια τέτοια κατεύθυνση στην πράξη.

Έτσι μπορούν να γίνονται βήματα συνειδητοποίησης ότι το σχολείο αποτελεί εργαλείο αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας και ότι το περιεχόμενο της μόρφωσης που τελικά αξιολογείται, είναι αυτό που εμποδίζει στη συνολική μορφωτική συγκρότηση των μαθητών.

Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να δούμε πώς η θέση του ΚΚΕ για το σχολείο γίνεται κατανοητή ως όπλο το οποίο μπορεί να εμπλουτίσει τη συζήτηση με τους γονείς, να δώσει πλούτο στο διεκδικητικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να στηρίζεται πολιτικά κι επιστημονικά και δεν μπορεί να κατανοείται απλά ως παράθεση αιχμών.

Αν λοιπόν σωστά λέμε ότι η θέση του ΚΚΕ για ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο σύγχρονης γενικής παιδείας, στο σύνολό της και στο βάθος, προϋποθέτει ριζικές αλλαγές στην οικονομία και στην πολιτική, δηλαδή αλλαγή τάξης στην εξουσία, μας δίνει τη δυνατότητα να κρίνουμε εξελίξεις, να εξηγούμε από θέσεις επίθεσης, με άξονα τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και δυνατότητες της εποχής μας, τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές.

Άρα η θέση του ΚΚΕ για το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο είναι η βάση για να συσπειρώσουμε με βάση τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες για παιδεία αναβαθμισμένη και ποιοτική. Και το λέμε αυτό, γιατί χρειάζεται να κάνουμε ουσιαστικά βήματα στο πώς ευρύτερος κόσμος κατανοεί και αποδέχεται την αντίληψη του Κόμματος για το σχολείο. Για παράδειγμα, ενώ μπορεί μια Ένωση Γονέων να υιοθετεί τη θέση για το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο, από την άλλη να υφίσταται πίεση ή και να αποδέχεται την ύπαρξη χορηγών στα σχολεία.

Ένα άλλο ζήτημα που δοκιμάζει ουσιαστικά το τι σημαίνει να δουλεύουμε στο έδαφος πραγματικά δύσκολων συσχετισμών είναι η παρέμβασή μας για μια σειρά καθημερινά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε στον πυρήνα της δράσης μας, στους συλλόγους γονέων. Για παράδειγμα, πώς κατανοείται και πώς παλεύεται στην πράξη το σωστό σύνθημα «ούτε ένα ευρώ από την τσέπη των γονιών για λειτουργικά έξοδα».

Ένα βασικό ζήτημα, το οποίο όμως βρίσκεται σε πορεία επίλυσης, με την ειδική συμβολή των δυνάμεών μας, είναι ότι σε πολλούς συλλόγους γονέων, εν μέρει και σε δυνάμεις μας, δεν υπάρχει γνώση για το πού πρέπει να κατευθύνουν τις διεκδικήσεις τους σε επίπεδο δήμου (Σχολική Επιτροπή). Αφορά όμως ένα γενικότερο ζήτημα, δηλαδή το πώς αντιμετωπίζουμε το γεγονός ότι ορισμένοι σύλλογοι γονέων προσανατολίζονται στο να βάζουν από την τσέπη τους για λειτουργικά έξοδα του σχολείου (θέρμανση, καθαριότητα, βάψιμο, φωτοτυπικά κ.ά.). Το πρόβλημα αυτό επιδρά και εκφράζει τον προσανατολισμό στην πράξη των φορέων των γονέων, ακόμα και αν αυτό συνυπάρχει με εστίες κινητοποιήσεων απέναντι σε προβλήματα, ακόμα και αν σε επίπεδο Ένωσης Γονέων ή Ομοσπονδίας διακηρυκτικά υπάρχει εναντίωση.

Το ζήτημα αυτό χρειάζεται να αντιμετωπιστεί παίρνοντας μέτρα σε όλα τα επίπεδα, ξεδιαλύνοντας συγχύσεις και αστοχίες που συνδέονται με αυτό το πρόβλημα. Εννοείται δηλαδή ότι απαιτούμε να καλύπτονται όλα τα έξοδα για τη λειτουργία του σχολείου από το κράτος, συγκεκριμένα από τη Σχολική Επιτροπή του δήμου. Εξηγούμε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε μια σειρά αθλητικές ή πολιτιστικές δραστηριότητες προκύπτει και από το γεγονός ότι οι γονείς πληρώνουν φόρους, άρα είναι υποχρεωμένο το κράτος να ικανοποιεί τέτοιες ανάγκες. Αναδεικνύουμε με παραδείγματα το γεγονός ότι ο κρατικός προϋπολογισμός είναι εργαλείο αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου υπέρ των καπιταλιστών και σε βάρος του λαού.

Η μεγάλη επίθεση στο λαϊκό εισόδημα, η πτώση του βιοτικού επιπέδου για μεγάλο τμήμα του λαού θα θέσει εκ νέου ένα σοβαρό ζήτημα: Στο έδαφος της ανυπαρξίας δημόσιων δομών για μια σειρά δραστηριότητες, είτε αθλητισμού είτε πολιτισμού, οι γονείς προσανατολίζονται –και πολλές φορές υπάρχει πίεση και από τα κάτω– να γίνουν τέτοιου είδους δραστηριότητες, οι οποίες έχουν το θετικό για τη λαϊκή οικογένεια ότι γίνονται κοντά στη γειτονιά, στο σχολείο, κυρίως όμως κατά βάση είναι πολύ πιο φθηνές σε σχέση με αυτές που γίνονται από την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Τέτοιες κινήσεις κατά βάση είτε γίνονται κατευθείαν με πληρωμή από το σύλλογο γονέων από το ταμείο του είτε με απευθείας εισφορά από τους γονείς (το ποσό της οποίας διαφέρει). Οι κομμουνιστές παρεμβαίνουμε για τους όρους με τους οποίους οργανώνονται αυτές οι δραστηριότητες.

Μπορούμε να δώσουμε εμείς το περιεχόμενο τέτοιων δραστηριοτήτων, να σχεδιάσουμε την παρέμβαση των φορέων του κινήματος σε τοπικό επίπεδο, την αξιοποίηση δομών λαϊκής αλληλεγγύης, τη συνεργασία με προοδευτικούς συλλόγους, σωματεία που υπάρχουν σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας.

Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε μια επιχειρηματικού τύπου λειτουργία του συλλόγου η οποία εκδηλώνεται με υψηλές τιμές, κυρίως με την επιδίωξη κέρδους από μεριάς του συλλόγου, προκειμένου να έχει μεγάλο ταμείο για να μπορεί να καλύπτει λειτουργικά έξοδα του σχολείου. Από την άλλη, μπορούμε να παρέμβουμε ακόμα και στο περιεχόμενο, π.χ., του θεατρικού που θα ανεβάσει στο τέλος η αντίστοιχη δραστηριότητα ή να εμπλέξουμε, όπου εκτιμάμε ότι μπορούμε, αντίστοιχους φορείς του κινήματος, π.χ., μια ομάδα σωματείου ως αντίπαλοι σε έναν αγώνα, ώστε τα παιδιά από μικρά να έρχονται σε επαφή με την έννοια του σωματείου. Άρα δεν είναι χάσιμο χρόνου για έναν κομμουνιστή που έχει αναλάβει ευθύνη σ’ ένα σύλλογο γονέων να «κρατάει» μια δραστηριότητα. Αυτό του δίνει δυνατότητα γνωριμίας με γονείς, συζήτησης, πιο διεισδυτικής παρέμβασης.

Συνολικότερα, πολλές από τις δραστηριότητες που αναπτύσσουν οι σύλλογοι, ακόμα κι αν δεν έχουν ένα σαφές πολιτικό-μορφωτικό περιεχόμενο, μπορούν να μας δώσουν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε γονείς, να διαμορφώσουμε σχέση, να κατανοήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος τον τρόπο που ζουν και σκέφτονται. Η συναναστροφή με γονείς στη διαδικασία διοργάνωσης του μπαζάρ του σχολείου, της ετήσιας φωτογράφησης της τάξης, μπορεί να σπάει προκαταλήψεις που έχουν πολλοί εργαζόμενοι για τους κομμουνιστές. Μια αφ’ υψηλού αντιμετώπιση αυτών των δραστηριοτήτων δε βοηθάει πουθενά, διαμορφώνει αποστάσεις ανάμεσα σ’ εμάς και σε εργαζόμενους γονείς, τους οποίους όμως θέλουμε να προσεγγίσουμε και να συμπορευτούμε με βάση τις κοινές ανάγκες και τα κοινά προβλήματα που η πλειοψηφία έχουμε.

 

ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΝΕΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ, ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΕΧΟΥΜΕ ΤΙΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΝΑ ΕΚΠΛΗΡΩΣΟΥΜΕ

Στις μέρες μας παρατηρούμε ότι η ίδια η ζωή έχει γίνει πιο «ιδεολογική». Γιατί η ίδια η ζωή, η εργασία, έχει αποκτήσει, έχει ενσωματώσει πιο έντονα το στοιχείο της διάνοιας στην καθημερινότητά μας. Αυτό άλλωστε επιβεβαιώνεται και από τη συνεχή αύξηση του ποσοστού των ανθρώπων που ολοκληρώνουν το σχολείο, που ολοκληρώνουν την πανεπιστημιακή εκπαίδευση.

Το αποτέλεσμα; Πιο πολλοί –αν όχι όλοι– έχουν γνώμη για την εκπαίδευση. Έχουν γνώμη για τα κοινωνικά προβλήματα και φυσικά για τα εκπαιδευτικά προβλήματα. Και φυσικά; Έχουν μεγαλύτερη απαίτηση και για γνώση. Έστω ως εφόδιο για τη ζωή. Ως εφόδιο για την επαγγελματική αποκατάσταση. Ενδεικτική είναι άλλωστε η γνωστή παροιμία και έκφραση «μάθε, παιδί μου, γράμματα», που θα πει «να ζήσεις καλύτερα από μένα, παιδί μου». Ένα συναίσθημα που έμπλεκε μέσα του την αντίληψη ότι η μόρφωση είναι μοχλός για να ζήσουμε καλύτερα, ίσως χωρίς να έχουμε κάποιον από πάνω μας, ίσως για να μη δουλεύουμε με γράσα στα χέρια μας, με λάσπες και στο λιοπύρι.

Στο έδαφος αυτό –και παρά το γεγονός της επίδρασης της ραγδαίας επίθεσης στο λαϊκό εισόδημα– μπορούμε να πούμε ότι στην εποχή μας συνειδητοποιείται ολοένα και πιο έντονα η ανάγκη, αλλά και η δυνατότητα για πρόσβαση στην ουσιαστική γνώση και μόρφωση. Η λαϊκή οικογένεια, που στο σύνολό της έχει ανεβασμένο εκπαιδευτικό επίπεδο σε σχέση με το παρελθόν, είναι λογικό να προσδοκά ανεβασμένης ποιότητας εκπαίδευση για τα παιδιά της.

Φυσικά, η συζήτηση για το τι συνιστά την ανεβασμένη ποιότητα στην εκπαίδευση, ποιες είναι οι προϋποθέσεις της και οι παράγοντες που την διασφαλίζουν, αποτελεί πυρήνα της σύνθετης πολιτικής-ιδεολογικής διαπάλης στους χώρους των σχολείων.

Παράλληλα όμως έχουμε την εξής αντιφατική κίνηση: «Το σχολείο έπαψε να είναι ο μοναδικός δίαυλος του γνωστικού περιεχομένου, ενώ οι γνώσεις που παρέχει, ακόμα και αν είναι επιστημονικά διατυπωμένες, στο πλαίσιο του αστικού σχολείου με δυσκολία αφομοιώνονται, γιατί δεν εντάσσονται οργανικά σε ένα διαλεκτικό σύστημα γενικής γνώσης»4 λόγω και της αντιδιαλεκτικής μεθοδολογίας όπου τα επιμέρους δε συνδέονται με το γενικό, αφαιρώντας έτσι τη δυνατότητα να εδραιώνεται η επιστημονική αντίληψη για την ενότητα του κόσμου, για την ύπαρξη νόμων που τον διέπουν και κυρίως για τη δυνατότητα του ανθρώπου να τον γνωρίσει.

Από τη μία η εκπαίδευση θεωρείται σημαντικός παράγοντας προετοιμασίας για το μέλλον, από την άλλη γίνονται πιο φανεροί άλλοι παράγοντες διαμόρφωσης της προσωπικότητας των μαθητών και άντλησης πληροφορίας (ΜΜΕ, διαδίκτυο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης κλπ.), που αποδυναμώνουν –στη συνείδηση των γονιών, αλλά και των μαθητών– τον ίδιο το ρόλο του εκπαιδευτικού. Για παράδειγμα, ένας δάσκαλος που «φορτώνει» τους μαθητές με επιπλέον του σχολικού βιβλίου εργασίες (φωτοτυπίες κλπ.) μπορεί να αξιολογείται από κάποιους γονείς θετικά και από άλλους αρνητικά. Ή όλο και περισσότεροι γονείς ζητούν το λόγο από εκπαιδευτικούς που συμπεριφέρονται αυστηρά στα παιδιά τους, σε αντίθεση με παλιότερα, που πολλές φορές έδιναν το «ελεύθερο» στους δασκάλους.

Όσο και αν φαίνονται τα παραπάνω παραδείγματα δευτερεύοντα σε σχέση με τα προβλήματα των σχολείων, χτυπούν στην καρδιά της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Γιατί η προώθηση μιας σειράς εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων στο περιεχόμενο της σχολικής γνώσης, στα προγράμματα σπουδών, τα ζητήματα της αξιολόγησης, οι νόμοι που επιτείνουν την κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων και ανοίγουν δρόμους στην ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση των γονιών, έχουν καθημερινό παιδαγωγικό αποτύπωμα που εκφράζεται στη συζήτηση για το τι είναι καλό για το σχολείο, ποιος είναι ο καλός εκπαιδευτικός, τι μπορεί να κάνει ο γονιός για να βοηθήσει στην υπόθεση της μόρφωσης των παιδιών του. Δεν είναι λιγοστές άλλωστε οι περιπτώσεις όπου η σχολική κοινότητα (εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές) αποτελείται από «τρία στρατόπεδα». Με άλλες ανάγκες, απόψεις, στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων. Αυτό το γεγονός, αν και μπορεί να εκφράζει και ζητήματα συσχετισμού δυνάμεων σε κάθε χώρο, αναδεικνύει ότι το αστικό σχολείο διέρχεται κρίση σκοπών, κρίση νομιμοποίησης. Είναι μια εποχή συνεχόμενων κρισιακών φαινόμενων και στην εκπαίδευση.

Για παράδειγμα, από τη μία η εκπαίδευση με κίνητρο τους βαθμούς είναι ένα «αδειανό πουκάμισο», χωρίς το σώμα της αγάπης για τη γνώση. Από την άλλη, αν αφαιρέσουμε τη βαθμολόγηση της επίδοσης από την εκπαιδευτική διαδικασία, έτσι όπως αυτές έχουν καταστεί απόλυτα αλληλεξαρτώμενες, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η κατάσταση στα σχολεία να γίνει ανεξέλεγκτη και χαοτική.

Το σχολείο σήμερα, όσο και να ανανεώνεται, όσο και να μπαίνουν ρομποτικά συστήματα στα σχολεία, νέοι διαδραστικοί πίνακες –όταν μπαίνουν...– (που όλα αυτά είναι αναγκαία για όλους) παραμένει στεγνό, μακριά από τους προβληματισμούς των νέων, μακριά από τη ζωή τους, τις απορίες τους, τις αγωνίες τους.

Και όταν το μάθημα ζωντανεύει, όταν οι μαθητές σταματούν να χαζεύουν, να κάνουν φασαρία, είναι όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν κάτι να τους πουν που βρίσκεται σε αντίθεση με τις ιδεολογικές κατευθύνσεις των σχολικών βιβλίων, εκτός του πλαισίου που υποτίθεται ότι κάνει φίλους τους μαθητές και ενεργούς στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά επί της ουσίας τους αφήνει μόνους στον ωκεανό των πληροφοριών και των ψεμάτων με το απαράδεκτο άλλοθι ότι η αλήθεια είναι ζήτημα οπτικής.

Το τελευταίο διάστημα είναι πολύ ψηλά στη συζήτηση το θέμα της παραβατικότητας.

Προβληματίζουν αρκετά γονείς, αλλά και εκπαιδευτικούς, τα ζητήματα bullying, νεανικής παραβατικότητας κλπ. Τα φαινόμενα αυτά μπορεί και να φουσκώνονται από ορισμένα ΜΜΕ για να παίξουν το χαρτί της καταστολής, να συνδέσουν φαινόμενα με καταλήψεις, ενταγμένα όλα αυτά και στην κατεύθυνση καταπολέμησης του εξτρεμισμού και του ριζοσπαστισμού της νεολαίας, που είναι και πρόγραμμα της ΕΕ και υλοποιείται σε σχολεία. Σε κάθε περίπτωση, τα φαινόμενα αυτά επιβεβαιώνονται και από εκπαιδευτικούς και από γονείς. Έχουν βάση.

Χωρίς να κλείνουμε εδώ το θέμα, φαίνεται να είναι συνδυασμός ορισμένων παραγόντων, που θίγουμε ακροθιγώς: 1) Η πανδημία, η καραντίνα και ο εγκλεισμός έχουν δημιουργήσει ένα εσωστρεφές ψυχικό επιθετικό δυναμικό, αδυναμία και δυσκολία επικοινωνίας η οποία επιτάθηκε από την ενασχόληση με τα smartphones, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 2) Υπάρχουν εντάσεις, άγχη και αγωνίες μέσα στα λαϊκά σπίτια, που δημιουργούν όρους επιθετικότητας στα παιδιά είτε ως μίμηση είτε ως διέξοδο. 3) Το ίδιο το περιεχόμενο της αστικής ιδεολογικής παρέμβασης και στο πλαίσιο του διαδικτύου ευνοεί την αναπαραγωγή της σαπίλας, της βίας, της εμπορευματοποίησης του ανθρώπου, του γυναικείου σώματος. Τελικά, όλα αυτά συγκλίνουν στο ανταγωνιστικό κοινωνικό πλαίσιο του καπιταλισμού, στα αδιέξοδα που βιώνουν οι νέοι.

Με αφορμή την επιστολή παραίτησης ενός αναπληρωτή εκπαιδευτικού από ΕΠΑΛ, άνοιξε μια ολόκληρη συζήτηση, η οποία όμως δεν αφορά μόνο τα ΕΠΑΛ. Γιατί και σε ιδιωτικό σχολείο είχαμε πρόσφατα ξύλο μέχρι τελικής πτώσεως σε μαθητή από μαθητές.

Φυσικά, απ’ όλη αυτήν τη συζήτηση, λείπει το βασικό: Πώς στηρίζει η κοινωνία τα παιδιά που αποκλείονται, και αυτό τους θυμώνει ή τα κάνει και πιο ευάλωτα σε διάφορες ομάδες ή και συμμορίες.

Είναι υπόθεση των κομμουνιστών μέσα στους χώρους των γονιών να ανοίξουν ολοκληρωμένα τη συζήτηση και να πρωτοστατήσουν στην οργάνωση της παρέμβασης αξιοποιώντας επιστήμονες, εκπαιδευτικούς που μπορούν να συμβάλλουν στην αποκάλυψη των αιτιών των φαινομένων αυτών, αλλά και να αναδείξουν και καλές πρακτικές που πάντα έχει ανάγκη ο γονιός να ακούσει.

Παράλληλα, η συζήτηση για ζητήματα διαπαιδαγώγησης θέτει επί τάπητος ώριμες διεκδικήσεις που μπορούν να εμπλουτίσουν το πλαίσιο πάλης που θέτουμε και στους γονείς.

Στο έδαφος της ανυπαρξίας κρατικής ευθύνης και της επιχειρηματικής δράσης ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια οι κάθε λογής φορείς που παρεμβαίνουν στο περιεχόμενο της διαπαιδαγώγησης των νέων.

Λείπουν σήμερα κρατικές σταθερές δομές επιμόρφωσης, ενημέρωσης των γονιών, για κάθε ζήτημα που αφορά την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των μαθητών, τις οικογενειακές σχέσεις κ.ά. Σε αυτό το έδαφος μπορεί να εξασφαλίζεται όσο το δυνατόν ενιαίο περιεχόμενο στην αντιμετώπιση σύνθετων ψυχοκοινωνικών φαινομένων, όπως αυτά που προκύπτουν τώρα και από τις συνθήκες του εγκλεισμού και της κοινωνικής αποστασιοποίησης.

Λείπουν σήμερα κρατικά εργαλεία για να βοηθιούνται οι γονείς να παρεμβαίνουν, να επιβλέπουν τη συνεχόμενη έκθεση μικρών παιδιών στο διαδίκτυο. Δεν μπορούν αυτά να είναι επί πληρωμή ή να επαφίενται στην ατομική ευθύνη.

Τέλος, και δεν είναι λιγότερο σημαντικό, το σχολείο πρέπει να θέσει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του και του σχεδιασμού του να καλύψει άμεσα τα πρώτα που έχασε το παιδί. Και αυτά δεν είναι απλά τα μαθήματα. Αλλά μιλάμε για την ίδια την ψυχοσύνθεση του παιδιού, που μετά από την καραντίνα έχει ανάγκη να βρει τους συμμαθητές, τους φίλους, τους συναθλητές. Έχει ανάγκη να προπονηθεί στο μπάσκετ, στο ποδόσφαιρο, στο βόλεϊ, να βρεθεί ξανά σε μια αίθουσα χορού, σε ωδείο. Είναι αναγκαίες δηλαδή και οι δραστηριότητες εκείνες που θα καλύψουν την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και είναι σημαντικό να παρέχονται δωρεάν, αλλά δε δίνονται. Άρα μπορεί να ανοίξει η συζήτηση και η διεκδίκηση ελεύθερων χώρων που σήμερα είτε μένουν αναξιοποίητοι λόγω των εκάστοτε κυβερνητικών επιλογών είτε αποτελούν φιλέτα για την κερδοσκοπική αξιοποίησή τους από το μεγάλο κεφά-
λαιο.

Με τη δράση των κομμουνιστών στους φορείς των γονιών επιδιώκουμε να συναντιούνται ολοένα και περισσότερες λαϊκές δυνάμεις με την πρόταση του ΚΚΕ για τη διαπαιδαγώγηση, για το σύνολο της ζωής των μαθητών. Μια πρόταση που είναι ρεαλιστική γιατί πατάει στις σημερινές δυνατότητες και απαντά στις αστικές προτεραιότητες. Ακριβώς γι’ αυτό είναι ρεαλιστικό και το πλέγμα διεκδικήσεων που θέτουμε στο κίνημα σε αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική. Για παράδειγμα, ο κρατικός προϋπολογισμός, ως ταξικό εργαλείο αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου προς όφελος των μονοπωλίων, έχει αντίκτυπο στην καθημερινότητα της λαϊκής οικογένειας. Έτσι, όσο σωστό και να είναι να διεκδικούμε αύξηση δαπανών για την παιδεία, να εξειδικεύουμε το αίτημα σε κάθε χώρο και τμήμα της σχολικής πραγματικότητας, οι διεκδικήσεις θα βρίσκονται στον αέρα όσο δε χτυπούν τη λογική ότι «πρέπει όλοι να βάλουμε πλάτη» ή ότι «για την κρίση φταίμε όλοι στη χώρα» κ.ά.

 

ΘΕΤΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΕΝΙΚΕΥΤΟΥΝ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΕΡΙΩΣΟΥΝ

Σε πολλά όργανα περιοχής έχει αναδειχτεί και ως ένα βαθμό κατανοηθεί ότι η δράση μας στους γονείς μπορεί πραγματικά να αποτελέσει ένα σημαντικό κρίκο για τη διεύρυνση της πολιτικής απεύθυνσης, για τη διαμόρφωση δεσμών με εργαζόμενους σε παραγωγικές ηλικίες, με νέες εργατικές-λαϊκές οικογένειες. Το κάθε σχολείο είναι ένας μεγάλος μαζικός χώρος όπου η δράση και ενός μόνο κομμουνιστή ή φίλου του Κόμματος, αν καθοδηγηθεί σωστά, αν πάρει πάνω του αγωνιστικές μορφωτικές, κοινωνικές πρωτοβουλίες, μπορεί να συμβάλει να φτάσει πλατιά η πολιτική μας.

Η ανάδειξη των διαχρονικών προβλημάτων της εκπαίδευσης, η ανάπτυξη αγωνιστικών διεκδικήσεων γύρω από αυτά είναι ένα το κρατούμενο στη δράση των κομμουνιστών στους φορείς των γονιών. Γύρω από αυτά τα ζητήματα γινόταν, γίνεται και θα γίνεται σφοδρή ιδεολογική διαπάλη.

Την ίδια στιγμή είναι απαραίτητο να ανέβει η ικανότητα όλων των μελών και φίλων του Κόμματος, που δρουν στους φορείς των γονιών, να ανοίγουν ζητήματα στο επίπεδο του συλλόγου που δεν είναι στενά ζητήματα εκπαίδευσης και σχολείου. Προβλήματα που προκύπτουν από τη συνολικότερη αντιλαϊκή πολιτική, συνέπειες που έχουν οι γονείς ως εργαζόμενοι και επιδρούν στα παιδιά, πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής. Έχει καταγραφεί στην Κομματική Οργάνωση Αττικής θετική πείρα από την πρωτοβουλία της Ομοσπονδίας Γονέων Αττικής ενάντια στο νόμο Χατζηδάκη, όπου με κατάλληλη προσαρμογή δόθηκε και άνοιξε συζήτηση για την επίδραση της κατάργησης του 8ώρου στις σχέσεις με τα παιδιά. Αντίστοιχη θετική πείρα καταγράφεται και στην υπόλοιπη Ελλάδα, με περιπτώσεις που Ενώσεις και σύλλογοι διοργανώνουν εκδηλώσεις και συζητήσεις για ζητήματα που απασχολούν τους γονείς, π.χ., για τις εξαρτήσεις, για τις συνέπειες της τηλεκπαίδευσης, για το bullying, ενώ εξαιρετικές σε πολυμορφία, περιεχόμενο και μαζικότητα ήταν πολλές από τις δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν ενάντια στον πόλεμο με το ξέσπασμά του.

Υπάρχει λοιπόν ορισμένη θετική πείρα στο πώς πιο ολοκληρωμένα και πολύπλευρα δίνουμε τη μάχη της επίδρασης στη συνείδηση, επιδιώκοντας, από την Ομοσπονδία έως το σύλλογο γονέων –και κυρίως ο σύλλογος– να αναπτύσσεται ένα σύνολο πρωτοβουλιών και δραστηριοτήτων που αγκαλιάζει όλη την κοινωνική ζωή μιας λαϊκής οικογένειας. Άλλωστε, για να ανεβάζει ο γονιός τις απαιτήσεις για τη ζωή τη δική του και των παιδιών του, πρέπει με τη δράση μας εμείς οι κομμουνιστές να τον βοηθάμε να καταλαβαίνει αυτό που έλεγε ο Ρίτσος, ότι «ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερινή την έγνοια του».

Άρα δίπλα στη μάχη για να καλυφθούν τα κενά ή να βαφτούν οι τοίχοι του σχολείου από τους αρμόδιους, είναι απόλυτα αναγκαίο να παίρνουμε πρωτοβουλίες, για παράδειγμα, προβολής του καλού παιδικού βιβλίου, που θα ωθούν στην παρακολούθηση μιας καλής παιδικής θεατρικής παράστασης, θα ενισχύουν την επιστημονική αναζήτηση γύρω από φαινόμενα, θα δίνουν το στίγμα μας και σε πλευρές που αφορούν τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών.

Δεν είναι λοιπόν έξω από τα καθήκοντα ενός κομμουνιστή που παρεμβαίνει σε ένα σύλλογο το να κάνει δική του υπόθεση την οργάνωση, π.χ., μιας εκδρομής όπου όλοι μαζί, γονείς και παιδιά, θα ξεφύγουν από το άγχος της σκληρής καθημερινότητας, επιδιώκοντας ταυτόχρονα η εκδρομή να συνοδευτεί με μια επίσκεψη σε ένα μουσείο, σε έναν αρχαιολογικό χώρο, σε έναν τόπο φυσικού κάλλους. Ο κομμουνιστής που είναι σωστά προσανατολισμένος, που δε βλέπει μονόπλευρα τη δουλειά του, θα συνειδητοποιήσει ότι ακόμα και με μία τέτοια αφορμή θα βρει τρόπο να παρέμβει, π.χ., να φροντίσει για το χαμηλό κόστος της εκδρομής θέτοντας το ζήτημα της ακρίβειας ή να φροντίσει ακόμα και με όρους γνήσιας λαϊκής αλληλεγγύης και χωρίς τυμπανοκρουσίες να καλύπτεται το έξοδο αυτό για οικογένειες που κυριολεκτικά αδυνατούν να το καλύψουν, να ανοίξει τη συζήτηση για τις διακοπές και την αναψυχή που πρέπει να είναι δικαίωμα για όλους, να μιλήσει για την εργασιακή πραγματικότητα που μας γεμίζει όλους άγχος, ακόμα και να αναδείξει την πολιτική που ευθύνεται και καίγονται τα δάση κλπ.

Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι φανερό ότι αυξάνεται η απαίτηση για όλους τους κομμουνιστές που δρουν στους φορείς των γονιών να γειώνονται καλά, να εκλαϊκεύουν, να μη βάζουν εύκολα ταμπέλες, έχοντας φυσικά ως δεδομένο ότι και σε αυτόν το χώρο παρεμβαίνουν και συγκροτημένες πολιτικές δυνάμεις και κυρίως αντιλήψεις. Άρα χρειάζεται να αναπτύξουμε και το αναγκαίο επίπεδο ετοιμότητας και επαγρύπνησης για το πώς τέτοιες δυνάμεις θα αντιμετωπίζονται πολιτικά πειστικά, ώστε να απομονώνονται στην πράξη από τη μεγάλη πλειοψηφία των γονιών.

Είναι ιδιαίτερης σημασίας θέμα να μπορεί ο κομμουνιστής να αναπτύσσει δεσμούς παίρνοντας υπόψη την καθημερινότητα, τη ζωή, το επίπεδο συνείδησης των ανθρώπων που απευθύνεται, επιδιώκοντας να επιδρά με την πολιτική μας. Πρόκειται για κάτι που δε γίνεται μια κι έξω. Απαιτεί συνύπαρξη, συνάντηση, πολλές συζητήσεις για οτιδήποτε μπορεί να απασχολεί, διαπάλη με απόψεις που είναι κυρίαρχες, χωρίς εύκολους χαρακτηρισμούς. Προφανώς, ο κομμουνιστής στη μαζική του απεύθυνση έχει κύριο μέτωπο στην κυβερνητική πολιτική, στα αστικά πολιτικά κόμματα, στο συνολικό πολιτικό-ιδεολογικό οπλοστάσιο που εκφράζεται και στις συλλογικές διαδικασίες. Όμως δεν μπορεί να ταυτίζει πάντα αυτόν που εκφέρει αυτές τις απόψεις σε μια γενική συνέλευση με τα αστικά κόμματα. Σε αυτό το επίπεδο, το ζητούμενο δεν είναι κυρίως να στριμώξουμε αυτόν που διατυπώνει αυτές τις απόψεις, αλλά να αναδείξουμε το αδιέξοδο των απόψεων αυτών, το πώς τελικά συμβάλλουν στη διαιώνιση της αρνητικής κατάστασης για τις λαϊκές δυνάμεις.

Κοντολογίς, είναι γνωστό ότι η πλειοψηφία του κόσμου μεταφέρει όσα ακούει από τους εργοδότες, τα ΜΜΕ, τα κοινωνικά δίκτυα, επιδρά όπως είναι φυσικό η κυρίαρχη ιδεολογία. Πρόκειται για ανθρώπους που ειδικά στο επίπεδο του συλλόγου μπορεί να παλέψουμε να κερδηθούν αν δε βιαστούμε να τους χαρακτηρίσουμε, αλλά συζητάμε μαζί τους τις απόψεις μας και τις δικές τους. Μπορούμε να κερδίσουμε τέτοιον κόσμο στο βαθμό που μέσα στις δυσκολίες της καθημερινότητας –και της δικής μας– θα μπαίνουμε μπροστά για τη στήριξη των παιδιών, θα δείχνουμε την αλληλεγγύη μας για προβλήματα που αντιμετωπίζουν, θα επιδιώκουμε να κρατιέται ζωντανό το κύτταρο της πάλης (ο σύλλογος, η Ένωση Γονέων), θα δενόμαστε με παρέες και θα συμβάλλουμε έτσι να σπάνε και προκαταλήψεις για τους κομμουνιστές και το Κόμμα, θα πρωτοστατούμε σε διαπαιδαγωγητικές και μορφωτικές πρωτοβουλίες για τα παιδιά.

Θα σηκώνουμε πάνω μας το βάρος της αντιπαράθεσης με όλους τους φορείς που έχουν ευθύνη για την υλοποίηση των πολιτικών που στρέφονται ενάντια στη λαϊκή οικογένεια και τα στα παιδιά της (κυβέρνηση, υπουργείο, Τοπική Διοίκηση κλπ.). Θα κάνουμε δηλαδή αυτό που και οι ίδιοι πολλές φορές καταλαβαίνουν ότι είναι αναγκαίο να γίνει, αλλά δεν είναι έτοιμοι να το κάνουν μόνοι τους, επιδιώκοντας να τους «τραβάμε» μαζί μας.

 

Η ΓΡΑΜΜΗ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΣΩΣΤΗ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΗ

Απ’ όλα τα παραπάνω προκύπτει ένα πολύ κρίσιμο συμπέρασμα. Η γραμμή των κομμουνιστών στους χώρους των σχολείων και πιο ειδικά στους φορείς των γονιών, όταν είναι σωστά επεξεργασμένη με το περιεχόμενο που δόθηκε παραπάνω, έχει ορατά, απτά θετικά αποτελέσματα. Στο 21ο Συνέδριο γράφαμε χαρακτηριστικά ότι:

«Από το 20ό Συνέδριο αναπτύχθηκαν αγώνες που έχουν πιο έντονο το στοιχείο της πρωτοβουλίας των δυνάμεων του Κόμματος και της ΚΝΕ, όχι μόνο αυτοτελώς, αλλά και σε μαζικές οργανώσεις, βέβαια με διαφοροποιήσεις και στο επίπεδο κίνησης μαζών (μαθητικοί αγώνες, φοιτητικά ξεσπάσματα, κινητοποιήσεις ιδιαίτερα αναπληρωτών εκπαιδευτικών, συμμετοχή γονιών σε εκπαιδευτικά συλλαλητήρια κ.ά.). Αναδεικνύονται ορισμένα πιο μόνιμα θετικά χαρακτηριστικά στην αντίληψή μας για την παρέμβαση των κομμουνιστών στο κίνημα, ειδικά στους χώρους της εκπαίδευσης, που χρειάζεται να διατηρηθούν και να επεκταθούν ως τρόπος σκέψης και δράσης. Προκύπτει το συμπέρασμα ότι η δουλειά με τις προγραμματικές εξειδικεύσεις σε κάθε χώρο και εκπαιδευτική βαθμίδα συμβάλλει αποφασιστικά στην ικανότητα επεξεργασίας στόχων πάλης μέσα στη ζωντανή δράση στο κίνημα.

Δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίζεται ταξικά κι επιχειρηματολογημένα η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική στο χώρο της παιδείας. Λειτουργεί προωθητικά και στην ενασχόληση με μια σειρά από νέα ζητήματα που εμφανίζονται ή και προβλήματα που με οξύτητα ανακύπτουν στην εκπαίδευση, αν και εκφράζουν τα προβλήματα της εξέλιξης της αστικής κοινωνίας (π.χ., γλωσσική φτώχεια, bullying, επίδραση στις νεανικές συνειδήσεις από την καπιταλιστική αξιοποίηση του διαδικτύου κ.ά.) (...) Έχουν γίνει βήματα στην κατανόηση, πρώτ’ απ’ όλα “από τα πάνω”, δηλαδή καθοδηγητικά, ότι το εκπαιδευτικό πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κοινωνικό-πολιτικό πρόβλημα, και από την άποψη της γενικής θεωρητικής τοποθέτησης, αλλά και από την άποψη διατύπωσης κι επεξεργασίας στόχων πάλης που ενοποιούν τα επιμέρους κινήματα και φορείς στο μέτωπο της παιδείας.»

Για παράδειγμα, στον ένα χρόνο από τη διεξαγωγή του 21ου Συνεδρίου διαμορφώθηκαν σοβαρά μέτωπα αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική στην παιδεία. Η αντιδραστική «αξιολόγηση» δέχτηκε σοβαρά πλήγματα, σημειώθηκαν μαζικότατες κινητοποιήσεις εκπαιδευτικών, που μάλιστα συναντήθηκαν με τους μαθητές στους δρόμους του αγώνα. Σημειώθηκαν μεγαλειώδεις μαθητικές κινητοποιήσεις με επίκεντρο τα αναγκαία μέτρα για την ασφαλή λειτουργία των σχολείων, ενάντια στην Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής, αγώνες που στηρίχτηκαν από την ΑΣΓΜΕ και πολλές Ομοσπονδίες Γονέων, με σημαντική έκφραση της αλληλεγγύης σε επίπεδο σχολείου, που έσπαγε στην πράξη τις προσπάθειες «κοινωνικού αυτοματισμού» κ.ά.

Στην ηγεσία όλων αυτών των αγώνων βρέθηκαν κομμουνιστές. Και μάλιστα, στις αρχαιρεσίες που έγιναν στους χώρους της εκπαίδευσης συνολικότερα, μια σαφώς υπολογίσιμη μάζα –ψηφίζοντας στους χώρους της εκπαίδευσης– αναδεικνύει στην ηγεσία κομμουνιστές και άλλους πρωτοπόρους αγωνιστές κάθε ηλικίας σε καθοριστική δύναμη για την πορεία, το περιεχόμενο, την κατεύθυνση, την ίδια τη δυναμική του κινήματος. Πρόκειται για ένα χώρο που οι εξελίξεις σε αυτόν δεν αφορούν στενά τους άμεσα εμπλεκόμενους (εκπαιδευτικοί, φοιτητές, σπουδαστές κλπ.), αλλά κυριολεκτικά ακουμπάει σε κάθε λαϊκό σπίτι. Η συζήτηση δηλαδή για το τι γίνεται στο σχολείο ανοίγει δρόμους για μια ευρύτερη συνάντηση με την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.

Όλα αυτά έγιναν ξετυλίγοντας μια βασανιστική ιδεολογική-πολιτική προσπάθεια, που δεν ήταν παράλληλος δρόμος με τη δουλειά στις μάζες αλλά μέσα στις μάζες, με όπλο την πρόταση του ΚΚΕ για την Προσχολική Αγωγή, για το σχολείο. Με πολύ καλύτερους όρους κατανόησης ότι οι στρατηγικές μας θέσεις και προτάσεις αφορούν το σήμερα, είναι ρεαλιστικές και αναγκαίες και είναι όπλο για την κατανόηση των αλλαγών, θεμελιώνουν ένα επεξεργασμένο πλαίσιο πάλης που δίνει διέξοδο στις σύγχρονες ανάγκες.

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που μας δείχνουν ότι οι στρατηγικές μας επεξεργασίες για την παιδεία δίνουν υπεροχή στη διαπάλη με τις εκάστοτε αστικές κυβερνήσεις και τις άλλες πολιτικές δυνάμεις που δρουν στους χώρους της παιδείας.

 

Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΖΕΙ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

Μέσα από αυτό το πρίσμα, μπορούμε να θέσουμε επί τάπητος ορισμένα πολιτικά οργανωτικά καθήκοντα, που η εκπλήρωσή τους μπορεί να δώσει νέα, παραπέρα, ώθηση στην καθοδήγηση της παρέμβασής μας στους φορείς των γονιών.

Απαιτείται (δε χρειάζεται απλά, αλλά απαιτείται) να κατανοηθεί ότι οι σύλλογοι και πολύ περισσότερο οι Ενώσεις Γονέων στους δήμους αποτελούν ένα μαζικό φορέα που μπορεί να επιδράσει και να δώσει στίγμα στο επίπεδο της γειτονιάς, να αποτελεί κέντρο μαχητικής συσπείρωσης για τα δικαιώματα των μαθητών και των παιδιών, να συμβάλλει αποφασιστικά στο συντονισμό και στην επαφή και με άλλους φορείς, να δίνει την αντιπαράθεση με όρους κινήματος και απέναντι στην αντιλαϊκή πολιτική που ασκούν οι δήμοι και οι Περιφέρειες.

Τα σχολικά συγκροτήματα με τους αντίστοιχους φορείς των γονιών αποτελούν ένα από τα βασικά πεδία δράσης και συνδικαλιστικής, πολιτικής παρέμβασης των Εδαφικών ΚΟΒ. Την ίδια στιγμή, ο βασικός όγκος των μελών του Κόμματος που δρουν στους συλλόγους γονέων είναι διαταγμένοι σε κλαδικές οργανώσεις, καθώς πρόκειται για συντρόφους σε παραγωγικές ηλικίες που ως επί το πλείστον στις μεγάλες Οργανώσεις Περιοχής βρίσκονται στις Τ.Ο. των κλάδων δουλειάς. Παράλληλα η παρέμβαση στους φορείς των γονιών μπορεί να έχει αντίκτυπο και στους κλάδους, καθώς παίζει πολύ μεγάλο ρόλο ένας εργαζόμενος να «συναντιέται» με τους κομμουνιστές, το ΚΚΕ και τις θέσεις του παντού, όπου βρίσκεται, όπου δρα. Άρα είναι σαφές ότι οι μάχες που δίνουμε στα σχολεία, στους φορείς των γονιών είναι μάχη που αφορά το σύνολο των Οργανώσεων του ΚΚΕ.

Την ευθύνη βέβαια για την καθοδήγηση των κομματικών ομάδων που συγκροτούνται από τις εκλεγμένες μας δυνάμεις και όσους συντρόφους καθορίσουν τα καθοδηγητικά όργανα, την έχει η Εδαφική Τ.Ο., με πρώτο υπεύθυνο το σύντροφο ή τη συντρόφισσα που έχει χρεωθεί τη δουλειά στην παιδεία.

Τι θα πει όμως αυτό; Πώς πρέπει να λειτουργεί μια κομματική ομάδα μιας Ένωσης Γονέων;

Είναι βήμα που έχει γίνει, αλλά δεν έχει κατοχυρωθεί, ότι έχουν συγκροτηθεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι κομματικές ομάδες των Ενώσεων Γονέων. Ωστόσο ακόμα δεν έχουμε κατακτήσει μια τέτοια λειτουργία που να συμβάλλει αποφασιστικά και καθοριστικά στον παραπάνω στόχο. Αυτό που έχουμε πετύχει είναι συνήθως ένα μάζεμα πριν τις συνεδριάσεις του ΔΣ ή σε περιόδους αρχαιρεσιών να παρακολουθούμε λίγο καλύτερα την πορεία τους, να καταμερίζουμε πιθανά σχολεία. Είναι όμως πολλά αυτά που θα μπορούσε να συζητάει μια κομματική ομάδα της Ένωσης. Πρώτο και κύριο είναι να βοηθήσει οι σύντροφοι να έχουν καλά αφομοιώσει την πρότασή μας για την παιδεία. Άρα δεν είναι έξω από τα καθήκοντα της κομματικής ομάδας να συζητήσει, π.χ., τις επεξεργασίες του Τμήματος Παιδείας για το σχολείο και την προσχολική αγωγή, αρθρογραφία από το Ριζοσπάστη, από την ΚΟΜΕΠ, από το περιοδικό Θέματα Παιδείας κ.α.

Η λειτουργία της κομματικής ομάδας πρέπει να βοηθάει τα κομματικά μέλη να παρακολουθούν τις εξελίξεις στην εκπαίδευση, πώς προωθούνται στο χώρο ευθύνης τους, π.χ., αν μειώνονται τα χρήματα στη σχολική επιτροπή κλπ. Να εξετάζει τον τρόπο που θα τοποθετηθούμε, να συμβάλλει στη διαμόρφωση ιδιαίτερων διεκδικήσεων όπου χρειάζεται, να εξετάζει πώς προωθείται το πλαίσιο πάλης που διαμορφώνεται από την ΑΣΓΜΕ και τις Ομοσπονδίες.

Ταυτόχρονα, η κομματική ομάδα πρέπει να καταπιαστεί και να εξετάσει κατά πόσο, με ποιο περιεχόμενο, με ποιες μεθόδους και τρόπους προωθείται πιο αποτελεσματικά η συμπόρευση εργαζόμενων γονιών με το ΚΚΕ. Να εξετάσει αν εξαντλούνται τα περιθώρια κινητοποίησης και ανάληψης ευθύνης από τους οπαδούς του Κόμματος. Από αυτήν τη σκοπιά, μια κομματική ομάδα μπορεί να συζητάει και για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου πάλης ή ενός συγκεκριμένου αιτήματος, αλλά μπορεί και να οργανώσει μια συνεδρίαση με θέμα «η πείρα από τη διάδοση και αξιοποίηση του Κόκκινου Αερόστατου στους γονείς». Άλλωστε η πείρα που έχει καταγραφεί στις Οργανώσεις επισημαίνει ότι το κύρος των κομμουνιστών ανεβαίνει πολύ στους γονείς όταν προβάλλουμε και δουλεύουμε με το σύνολο της διαπαιδαγωγητικής πρότασης που έχουμε. Τα εφόδια που έχει διαμορφώσει το Κόμμα για την παρέμβαση στις μικρές ηλικίες είναι και εφόδια για το κέρδισμα των γονιών τους. Μπορεί να συζητάει για το τι κινητοποιήσεις θα προτείνουμε, μπορεί όμως να συζητάει και ποιες Ερωτήσεις θα κάνει το Κόμμα στη Βουλή, πώς θα δουλέψουμε με αυτές στους γονείς, πώς θα αξιοποιήσουμε το Ριζοσπάστη.

Ακριβώς επειδή η ευθύνη των κομματικών ομάδων των Ενώσεων είναι μεγάλη, σύνθετη, και αφορά την καθοδήγηση ορισμένων από τις πιο δραστήριες δυνάμεις στο επίπεδο ενός δήμου, είναι απολύτως αναγκαίο να ανέβει το επίπεδο καθοδήγησης που δίνουμε στους υπεύθυνους της δουλειάς αυτής από το ίδιο το Τομεακό Όργανο. Τα συχνά μαζέματα των υπευθύνων των Ομάδων στο επίπεδο του Τομέα, ο ορισμός θεματολογίας που ενιαία θα ελέγχουμε αν προχωράει, η καλή συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές κάθε περιοχής μπορούν να συμβάλλουν στην αναβάθμιση της δουλειάς μας.

Το κρίσιμο είναι σε κάθε περίπτωση από τη συνολική δουλειά να πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των γονιών που συμπορεύεται με τις δυνάμεις μας στους αντίστοιχους φορείς. Η συμπόρευση αυτή έχει φυσικά ως βάση της το καλά επεξεργασμένο πλαίσιο διεκδικήσεων της ΑΣΓΜΕ. Δε σταματάει όμως εκεί. Καθοριστικό στοιχείο της προώθησης της αντίληψής μας στους γονείς είναι η –με όρους αγώνα και διεκδίκησης– στήριξη αυτού του πλαισίου. Δε στεκόμαστε δηλαδή στη συμφωνία με ένα πλαίσιο που γενικά δεν μπορεί εύκολα κανείς να πει ότι δε συμφωνεί. Το βασικό είναι να ανοίξει η συζήτηση για τους όρους της προώθησής του. Η γραμμή μας για καμία αναμονή, η γραμμή ενάντια σε επίδοξους σωτήρες (δημοτικές Αρχές, υπουργούς, κυβερνήσεις), με το σκεπτικό ότι ο λαός μπορεί μόνο να σώσει το λαό, θα υπηρετείται στο βαθμό που θα συμβάλλουμε στην ανάπτυξη αγώνων, στην οργάνωση της πάλης, σε πρωτοβουλίες που θα συσπειρώνεται μεγαλύτερος αριθμός γονιών που θα κάνουν υπόθεσή τους την πάλη για την επίλυση των προβλημάτων. Σε αυτές τις μάχες θα πολλαπλασιάζονται οι γονείς που θα συμπορεύονται μαζί μας, θα είναι αυτοί οι γονείς που μπορούν να πλαισιώνουν τα ψηφοδέλτιά μας στις αρχαιρεσίες, να στηρίζουν αγωνιστικά τις πρωτοβουλίες που παίρνουμε στο κίνημα. Αυτή θα είναι και η βάση μιας γόνιμης διαπάλης που αντικειμενικά γίνεται όταν δουλεύουμε έτσι, ακόμα κι αν δεν υπάρχουν συγκροτημένες πολιτικές δυνάμεις απέναντί μας, πολύ περισσότερο φυσικά όταν υπάρχουν. Αυτόν τον τρόπο δουλειάς δεν τον έχουμε κατακτήσει ακόμα, δεν έχουμε σταθεροποιήσει ορισμένα βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση.

Με αυτήν την έννοια, τα αντίστοιχα όργανα που έχουν την ευθύνη της απόφασης για το πώς κατεβαίνουμε στις αρχαιρεσίες χρειάζεται να λαμβάνουν υπόψη ένα σύνολο παραγόντων (οργανωτικούς, πολιτικούς κ.ά.), στρέφοντας την προσοχή στον τρόπο που δουλεύουμε, για να έχουμε αντικειμενική, ολοκληρωμένη αντίληψη των δυνάμεων που παρεμβαίνουν, πώς παρεμβαίνουν, να εκτιμάμε συλλογικά κάθε μας κίνηση. Άρα να εκφράζεται η προσπάθεια συσπείρωσης και τα βήματα αποδοχής της γραμμής που έχει η ΑΣΓΜΕ, με τους θετικούς συσχετισμούς που έχει σήμερα για τους κομμουνιστές και εκφράζονται με την απόλυτη πλειοψηφία στο ΔΣ της.

Δουλεύοντας με αυτόν τον τρόπο, θα αντιμετωπίζουμε και μια σχηματική αντίληψη όπου, αντί να οργανώνουμε τη δική μας παρέμβαση, να προωθούμε ένα δικό μας σχέδιο δράσης, ακόμα κι εκεί που είμαστε μειοψηφία, να αρκούμαστε σε ορισμένες Ενώσεις να εκδίδουμε καταγγελίες, και αυτές όχι κατάλληλα δουλεμένες. Όπως γίνεται κατανοητό, η αντιπαράθεση με δυνάμεις που έχουν την πλειοψηφία σε μια Ένωση Γονέων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους λόγους για τους οποίους αυτές πείθουν. Άρα δημιουργεί αυξημένες απαιτήσεις για να είμαστε ακόμα πιο πειστικοί, να παλεύουμε για τη διαμόρφωση αγωνιστικών πυρήνων, ομάδας συλλόγων κλπ., αξιοποιώντας και τις αποφάσεις παραπάνω οργάνων, π.χ., της Ομοσπονδίας ή της ΑΣΓΜΕ.

 

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Μπροστά μας έχουμε κρίσιμες πολιτικές μάχες. Η ικανότητά μας να ξεδιπλώσουμε μια σύνθετη και πολύπλευρη παρέμβαση μετατόπισης συνειδήσεων στο έδαφος οργάνωσης των αγώνων απέναντι στα προβλήματα που δημιουργούν οι εκάστοτε κυβερνητικές πολιτικές, είναι κρίσιμος παράγοντας για την ενίσχυση του ΚΚΕ. Προέχει φυσικά να συζητήσουμε συγκεκριμένα πάνω στα συμπεράσματα της δουλειάς μας στους χώρους των γονιών, εμπλουτίζοντας τη συζήτηση με τη μεγάλη εικόνα των εξελίξεων που τρέχουν και δημιουργούν νέα καθήκοντα.

Φωτίζοντας τις κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για μια κοινωνία που «θα έχει το νου της στο παιδί» και θέτοντας επί τάπητος και συγκεκριμένα την υπεροχή που μπορεί να δώσει η κομμουνιστική αντίληψη για το πλέγμα των παραγόντων που συντελούν στη διαπαιδαγώγηση, έχουμε όλα τα εχέγγυα για να κάνουμε πολλά βήματα μπροστά.

Έχουμε δείξει όμως ότι μπορούμε και να συνδυάσουμε, αλλά και να καταφέρουμε πολλά.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Κυριάκος Ιωαννίδης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος Παιδείας και Έρευνας. Η Βαγγελιώ Πλατανιά είναι μέλος της ΚΕΟΕ του ΚΚΕ και του Γραφείου Περιοχής της ΚΟ Αττικής.

  1. Για το ζήτημα της ολόπλευρης στήριξης της δουλειάς των κομμουνιστών στα σχολεία, βλ. πιο αναλυτικά το αντίστοιχο άρθρο του Τμήματος Παιδείας και Έρευνας της ΚΕ, ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2020, όπου τίθενται γενικότερα ζητήματα, για το πώς δουλεύουμε με το Πρόγραμμα του Κόμματος στους χώρους των σχολείων, για την κριτική στη σύγχρονη αστική στρατηγική για την εκπαίδευση κ.ά.
  2. Το ΠΑΣΟΚ υιοθέτησε μια σειρά λαϊκά αιτήματα στο χώρο της εκπαίδευσης, εντάσσοντάς τα σ’ ένα ευρύτερο σχέδιο εκσυγχρονισμού στην εκπαίδευση, απονευρώνοντας έτσι και το ριζοσπαστισμό που είχε αναπτυχθεί. Κατήργησε τον επιθεωρητή και τον αντικατέστησε με το σχολικό σύμβουλο, δημιουργώντας έτσι συνθήκες ενεργητικής ενσωμάτωσης των εκπαιδευτικών, προβάλλοντας το καρότο της «λαϊκής συμμετοχής». Το ζητούμενο ήταν να γίνουν όλες οι αναγκαίες προσαρμογές ώστε η Ελλάδα να ενταχτεί στην ΕΟΚ αρχικά, και αργότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κρίσιμο ζήτημα ήταν η πιο οργανική σύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, παράλληλα με την επιδίωξη να εκσυγχρονιστεί η ιδεολογική κυριαρχία της αστικής τάξης στην εκπαίδευση, και ν’ αφήσει πίσω της, κατά βάση, τον ωμό αντικομμουνισμό, περνώντας σε πιο ραφιναρισμένους τρόπους και μεθόδους. Και όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ανάγκη το αστικό εκπαιδευτικό σύστημα να περάσει σε νέα φάση, όπου απαιτούνταν να ενταχτούν νέα επιστημονικά στοιχεία στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης.
  1. Στο Πρώτο Κείμενο των Θέσεων της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο (Θέση 31), γράφουμε χαρακτηριστικά: Αρκετά μέλη και στελέχη ισοπεδώνουν τις φυσιολογικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σ’ ένα εργατικό σωματείο, σε μια επιτροπή αγώνα για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, σ’ ένα γυναικείο σύλλογο ή μια ένωση γονέων. Όλα αυτά αντανακλούν αδυναμίες στην καθοδηγητική δουλειά του Κόμματος που οξύνονται προς τα κάτω. Αρκετές φορές αυτές οι απόψεις δε γίνονται αντιληπτές ως λαθεμένες, ότι κάνουν ζημιά και δυσκολεύουν τη δουλειά μας.
  2. Τμήμα Παιδείας και Έρευνας της ΚΕ του ΚΚΕ, Το Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο Σύγχρονης Γενικής Παιδείας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2016, σελ. 21.