Τα ψηφοδέλτια στα οποία συμμετέχουν οι κομμουνιστές και άλλοι ριζοσπάστες και προοδευτικοί γονείς, στο επίπεδο της ΑΣΓΜΕ, των 6 Ομοσπονδιών, Αττικής, Κεντρικής Μακεδονίας, Κρήτης, Ηπείρου, Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης (εκτός της Δυτικής Ελλάδας), καθώς και σε Ενώσεις μεγάλων δήμων της χώρας μας, έχουν την πλειοψηφία έως και την απόλυτη πλειοψηφία στα ΔΣ. Παρ’ όλ’ αυτά, μια σειρά περιφέρειες της χώρας δεν εκπροσωπούνται στην ΑΣΓΜΕ, γιατί δεν υφίστανται Ομοσπονδίες Γονέων (παρόλο που στον αντίστοιχο γεωγραφικό χώρο υφίστανται και λειτουργούν ορισμένες ενώσεις γονέων). Το ζήτημα αυτό είναι πρώτ’ απ’ όλα υπόθεση ανάληψης ευθύνης και σχεδιασμού από τα αντίστοιχα κομματικά όργανα, το οποίο χρειάζεται να τεθεί επί τάπητος το επόμενο διάστημα.
Ο θετικός συσχετισμός στην ΑΣΓΜΕ (το κύρος της και σε φορείς των γονιών εκτός της οργανωτικής εμβέλειάς της), και στις μεγάλες Ομοσπονδίες είναι αποτέλεσμα μιας κοπιαστικής και δημιουργικής παρέμβασης, της διαρκούς κινητοποίησης δυνάμεων, της ανόδου της επιρροής μας στο χώρο των γονιών, της σταθερής δράσης μας και των πρωτοβουλιών μας, της ανάδειξης κάθε προβλήματος και της διαρκούς αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και τις άλλες δυνάμεις στο χώρο της εκπαίδευσης.
Οι συσχετισμοί αυτοί αποκρυσταλλώνουν την πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών, στο έδαφος της συνολικής διαπάλης με την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική, και όλους τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους διαδίδεται στα σχολεία.
Προφανώς δεν κλείνουμε τα μάτια στη συνολική κατάσταση. Έχουμε πλήρη συναίσθηση ότι ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων μέσα στους γονείς των μαθητών, που αντανακλάται στη συνείδηση άρα και στη στάση, στις πολιτικές επιλογές των γονιών, παραμένει αρνητικός για τους κομμουνιστές.
Επιδρά καθοριστικά η γενικότερη υποχώρηση του εργατικού κινήματος, η συνολικότερη δράση του αστικού κράτους, των κυβερνήσεων, καθώς και των υπόλοιπων αστικών και οπορτουνιστικών κομμάτων, των ψηφοδελτίων τους, η ίδια η λειτουργία του αστικού σχολείου.
Μας απασχολεί ακόμα το γεγονός του βαθμού οργάνωσης και συμμετοχής σε αυτούς τους φορείς, η δυσκολία –σε ορισμένες περιπτώσεις–ακόμα και διεξαγωγής αρχαιρεσιών, το περιεχόμενο της συζήτησης στις συνελεύσεις των συλλόγων, στα ΔΣ.
Η αντιπαράθεση για τον προσανατολισμό (ή και τη σταθεροποίηση ενός αγωνιστικού-κινηματικού προσανατολισμού) που θα πάρουν οι φορείς οργάνωσης των γονιών αφορά πρώτα και κύρια την παρέμβαση των κομμουνιστών μέσα σε αυτούς τους χώρους.
Λαμβάνουμε ουσιαστικά υπόψη ότι στο πλαίσιο των φορέων των γονιών συμμετέχουν συνήθως ανώριμες πολιτικά συνειδήσεις που, αν και μπορεί να συμφωνούν γενικά στην εναντίωση σε πλευρές της αντιλαϊκής πολιτικής, δεν έχουν λυμένο, ούτε και πολλές φορές συμφωνούν με το δρόμο που προτείνουμε εμείς να περπατήσουν οι συλλογικοί φορείς των γονιών.
Αυτές οι επί της ουσίας διαφορετικές πολιτικές αντιλήψεις μπορούν να αντιμετωπίζονται με συζήτηση, με επεξεργασία παραδειγμάτων και θέσεων, οι οποίες μπορούν να γίνουν ακόμα πιο πειστικές όταν συνοδεύονται από την πρωτοπόρα πράξη που «καθιερώνει» τους κομμουνιστές ως ηγέτες στον χώρο τους.
Φυσικά μέσα στο χώρο αυτό δραστηριοποιούνται μια σειρά πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που φέρνουν τις αντιλήψεις τους, επηρεάζουν, πιέζουν.
Άρα χρειάζεται με δική μας ευθύνη να σχεδιάσουμε την απόσπαση δυνάμεων από αντιλήψεις που φρενάρουν την προοπτική των φορέων αυτών, να ενισχύουμε τις διαθέσεις συμπόρευσης με κομμάτια κόσμου.
Υπάρχουν αντικειμενικές δυνατότητες, λόγω της πλειοψηφίας του λαϊκού στοιχείου, όταν ασχολούμαστε συστηματικά, να στεριώσουμε τα θετικά βήματα και να έχουμε σοβαρά αποτελέσματα.
Στη βάση αυτή πρέπει να εντοπίσουμε ορισμένα ζητήματα:
Να αντιμετωπίσουμε αποφασιστικά το πρόβλημα της απόστασης που υπάρχει ανάμεσα στο σύλλογο γονέων, που είναι ο πυρήνας της οργάνωσης των γονιών, με το αμέσως επόμενο επίπεδο, αυτό της Ένωσης. Δεν εννοούμε το επίπεδο πολιτικοποίησης, το ύφος των κειμένων κ.ά. –κάτι που είναι απολύτως φυσιολογικό– αλλά την αναντιστοιχία ανάμεσα στην κατεύθυνση που έχουν οι Ενώσεις με αυτήν που στην πράξη έχουν οι σύλλογοι γονέων. Η απόσταση που πολλές φορές υπάρχει πρέπει να φωτιστεί και από μια άλλη πλευρά: Πώς ο θετικός συσχετισμός «από τα πάνω», με το περιεχόμενο που αυτός έχει, δεν είναι απλά μια σφραγίδα, αλλά δίνει τη δυνατότητα να εμπλουτίζει την καθημερινότητα του συλλόγου γονέων, τη συζήτηση σε αυτόν.
Η απόσταση αυτή πρέπει πρώτα να αντιμετωπιστεί εντοπίζοντας:
α) Στο πώς στο επίπεδο του συλλόγου γονέων γίνεται προσπάθεια το ίδιο το περιεχόμενο της δράσης του, η συζήτηση για μια σειρά θέματα αλλά και η επιλογή θεμάτων προς συζήτηση, να βαθαίνει, να προετοιμάζει συνειδήσεις ώστε να «υποδεχτούν» και συνολικότερα ζητήματα που ενδεχομένως τίθενται από τα ΔΣ της Ένωσης.
β) Στο πώς στο επίπεδο του ΔΣ της Ένωσης Γονέων κατορθώνουμε να εντάσσουμε αρμονικά τα επιμέρους ζητήματα και προβλήματα στο πλαίσιο που θέτουμε, το οποίο δεν μπορεί να κατανοείται απλά ως απαρίθμηση αιτημάτων, αλλά ως συνολική κατεύθυνση και «φιλοσοφία» διεκδίκησης.
Έχουμε κάνει βήματα, χωρίς να αντιμετωπίζουμε πάντα ουσιαστικά το ζήτημα της διαπάλης με τις άλλες δυνάμεις ή με την κυβερνητική πολιτική. Τέτοια ζητήματα διαπάλης αφορούν την απόσπαση των αιτιών της κυβερνητικής πολιτικής από τη στρατηγική της αστικής τάξης, την ιδεολογική παρέμβαση της αστικής τάξης στο περιεχόμενο του σχολείου, τη συζήτηση για την «κομματικοποίηση» σε αντιπαράθεση με τα δήθεν ανεξάρτητα ψηφοδέλτια και το κάλεσμα σε μια ενότητα-χυλό με το επιχείρημα «ότι όλοι είμαστε γονείς» κ.ά.
Λύνουμε μέσα στη μάχη φαινόμενα όπου η παρέμβασή μας δεν είναι πειστική, δεν ξεκινάει από την πείρα στο χώρο, γενικεύει χωρίς την κατάλληλη επεξεργασία ή και φαίνεται να «κινδυνολογεί» για ζητήματα που δε φαίνονται να είναι αυτά που προχωρούν σήμερα. Για παράδειγμα, εδώ και χρόνια λέμε ότι το σχολείο θα έχει την ευθύνη για τα προγράμματα σπουδών. Αυτό δε φαίνεται να προχωράει άμεσα, δεν μπορεί να κατανοηθεί ότι αυτό έχουμε μπροστά μας σαν κίνδυνο.
Δεύτερο, δε λαμβάνουμε πάντα υπόψη το επίπεδο συνείδησης, αλλά και γνώσης του κόσμου που μας παρακολουθεί. Δουλεύουμε αρκετές φορές συνθηματολογικά, χωρίς να επεξεργαζόμαστε μια παρέμβαση που θα βοηθήσει τον κόσμο να βγάλει συμπεράσματα.
Για παράδειγμα, στο ζήτημα της αξιολόγησης, οι κυβερνήσεις επιδιώκουν να δημιουργήσουν όρους συναίνεσης με τους γονείς, να έχουν δηλαδή και αυτοί γνώμη για το σχολείο, για τους εκπαιδευτικούς κλπ.
Δε γίνεται να απαντήσεις με τον ίδιο τρόπο που το ανοίγεις στους εκπαιδευτικούς, που έχουν μια κάποια πείρα, που ανεξάρτητα από το βάθος της εναντίωσής τους έχουν ταυτίσει την προσπάθεια αξιολόγησης με την απώλεια εισοδήματος, την απειλή απόλυσης, την παρέμβαση στη δουλειά τους. Χρειάζεται να απαντάς και σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα, όπως «γιατί να μην έχω λόγο για το σχολείο και τον εκπαιδευτικό του παιδιού μου», κάτι που δε λύνεται απλά αν μιλήσεις για το χαρακτήρα και τους στόχους της αξιολόγησης. Να ανοίξουμε δηλαδή τη συζήτηση για το τι σημαίνει στην ουσία για μας «σχολική κοινότητα», ως κοινότητα σκοπών στο έδαφος μιας κοινής αντίληψης για τη διαπαιδαγώγηση των μαθητών. Πρόκειται για αντίληψη που πηγάζει από τη θέση μας για το σχολείο, όμως μπορεί να μπολιάσει το περιεχόμενο της λειτουργίας του σχολείου, ως κοινότητας, και σήμερα. Στο βαθμό φυσικά που κομμουνιστές και ριζοσπάστες εκπαιδευτικοί και γονείς δουλεύουν σε μια τέτοια κατεύθυνση στην πράξη.
Έτσι μπορούν να γίνονται βήματα συνειδητοποίησης ότι το σχολείο αποτελεί εργαλείο αναπαραγωγής της αστικής ιδεολογίας και ότι το περιεχόμενο της μόρφωσης που τελικά αξιολογείται, είναι αυτό που εμποδίζει στη συνολική μορφωτική συγκρότηση των μαθητών.
Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να δούμε πώς η θέση του ΚΚΕ για το σχολείο γίνεται κατανοητή ως όπλο το οποίο μπορεί να εμπλουτίσει τη συζήτηση με τους γονείς, να δώσει πλούτο στο διεκδικητικό πλαίσιο, το οποίο πρέπει να στηρίζεται πολιτικά κι επιστημονικά και δεν μπορεί να κατανοείται απλά ως παράθεση αιχμών.
Αν λοιπόν σωστά λέμε ότι η θέση του ΚΚΕ για ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο σύγχρονης γενικής παιδείας, στο σύνολό της και στο βάθος, προϋποθέτει ριζικές αλλαγές στην οικονομία και στην πολιτική, δηλαδή αλλαγή τάξης στην εξουσία, μας δίνει τη δυνατότητα να κρίνουμε εξελίξεις, να εξηγούμε από θέσεις επίθεσης, με άξονα τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και δυνατότητες της εποχής μας, τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές.
Άρα η θέση του ΚΚΕ για το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο είναι η βάση για να συσπειρώσουμε με βάση τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες για παιδεία αναβαθμισμένη και ποιοτική. Και το λέμε αυτό, γιατί χρειάζεται να κάνουμε ουσιαστικά βήματα στο πώς ευρύτερος κόσμος κατανοεί και αποδέχεται την αντίληψη του Κόμματος για το σχολείο. Για παράδειγμα, ενώ μπορεί μια Ένωση Γονέων να υιοθετεί τη θέση για το ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο, από την άλλη να υφίσταται πίεση ή και να αποδέχεται την ύπαρξη χορηγών στα σχολεία.
Ένα άλλο ζήτημα που δοκιμάζει ουσιαστικά το τι σημαίνει να δουλεύουμε στο έδαφος πραγματικά δύσκολων συσχετισμών είναι η παρέμβασή μας για μια σειρά καθημερινά ζητήματα που αντιμετωπίζουμε στον πυρήνα της δράσης μας, στους συλλόγους γονέων. Για παράδειγμα, πώς κατανοείται και πώς παλεύεται στην πράξη το σωστό σύνθημα «ούτε ένα ευρώ από την τσέπη των γονιών για λειτουργικά έξοδα».
Ένα βασικό ζήτημα, το οποίο όμως βρίσκεται σε πορεία επίλυσης, με την ειδική συμβολή των δυνάμεών μας, είναι ότι σε πολλούς συλλόγους γονέων, εν μέρει και σε δυνάμεις μας, δεν υπάρχει γνώση για το πού πρέπει να κατευθύνουν τις διεκδικήσεις τους σε επίπεδο δήμου (Σχολική Επιτροπή). Αφορά όμως ένα γενικότερο ζήτημα, δηλαδή το πώς αντιμετωπίζουμε το γεγονός ότι ορισμένοι σύλλογοι γονέων προσανατολίζονται στο να βάζουν από την τσέπη τους για λειτουργικά έξοδα του σχολείου (θέρμανση, καθαριότητα, βάψιμο, φωτοτυπικά κ.ά.). Το πρόβλημα αυτό επιδρά και εκφράζει τον προσανατολισμό στην πράξη των φορέων των γονέων, ακόμα και αν αυτό συνυπάρχει με εστίες κινητοποιήσεων απέναντι σε προβλήματα, ακόμα και αν σε επίπεδο Ένωσης Γονέων ή Ομοσπονδίας διακηρυκτικά υπάρχει εναντίωση.
Το ζήτημα αυτό χρειάζεται να αντιμετωπιστεί παίρνοντας μέτρα σε όλα τα επίπεδα, ξεδιαλύνοντας συγχύσεις και αστοχίες που συνδέονται με αυτό το πρόβλημα. Εννοείται δηλαδή ότι απαιτούμε να καλύπτονται όλα τα έξοδα για τη λειτουργία του σχολείου από το κράτος, συγκεκριμένα από τη Σχολική Επιτροπή του δήμου. Εξηγούμε ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε μια σειρά αθλητικές ή πολιτιστικές δραστηριότητες προκύπτει και από το γεγονός ότι οι γονείς πληρώνουν φόρους, άρα είναι υποχρεωμένο το κράτος να ικανοποιεί τέτοιες ανάγκες. Αναδεικνύουμε με παραδείγματα το γεγονός ότι ο κρατικός προϋπολογισμός είναι εργαλείο αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου υπέρ των καπιταλιστών και σε βάρος του λαού.
Η μεγάλη επίθεση στο λαϊκό εισόδημα, η πτώση του βιοτικού επιπέδου για μεγάλο τμήμα του λαού θα θέσει εκ νέου ένα σοβαρό ζήτημα: Στο έδαφος της ανυπαρξίας δημόσιων δομών για μια σειρά δραστηριότητες, είτε αθλητισμού είτε πολιτισμού, οι γονείς προσανατολίζονται –και πολλές φορές υπάρχει πίεση και από τα κάτω– να γίνουν τέτοιου είδους δραστηριότητες, οι οποίες έχουν το θετικό για τη λαϊκή οικογένεια ότι γίνονται κοντά στη γειτονιά, στο σχολείο, κυρίως όμως κατά βάση είναι πολύ πιο φθηνές σε σχέση με αυτές που γίνονται από την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Τέτοιες κινήσεις κατά βάση είτε γίνονται κατευθείαν με πληρωμή από το σύλλογο γονέων από το ταμείο του είτε με απευθείας εισφορά από τους γονείς (το ποσό της οποίας διαφέρει). Οι κομμουνιστές παρεμβαίνουμε για τους όρους με τους οποίους οργανώνονται αυτές οι δραστηριότητες.
Μπορούμε να δώσουμε εμείς το περιεχόμενο τέτοιων δραστηριοτήτων, να σχεδιάσουμε την παρέμβαση των φορέων του κινήματος σε τοπικό επίπεδο, την αξιοποίηση δομών λαϊκής αλληλεγγύης, τη συνεργασία με προοδευτικούς συλλόγους, σωματεία που υπάρχουν σε επίπεδο τοπικής κοινωνίας.
Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να αποδεχτούμε μια επιχειρηματικού τύπου λειτουργία του συλλόγου η οποία εκδηλώνεται με υψηλές τιμές, κυρίως με την επιδίωξη κέρδους από μεριάς του συλλόγου, προκειμένου να έχει μεγάλο ταμείο για να μπορεί να καλύπτει λειτουργικά έξοδα του σχολείου. Από την άλλη, μπορούμε να παρέμβουμε ακόμα και στο περιεχόμενο, π.χ., του θεατρικού που θα ανεβάσει στο τέλος η αντίστοιχη δραστηριότητα ή να εμπλέξουμε, όπου εκτιμάμε ότι μπορούμε, αντίστοιχους φορείς του κινήματος, π.χ., μια ομάδα σωματείου ως αντίπαλοι σε έναν αγώνα, ώστε τα παιδιά από μικρά να έρχονται σε επαφή με την έννοια του σωματείου. Άρα δεν είναι χάσιμο χρόνου για έναν κομμουνιστή που έχει αναλάβει ευθύνη σ’ ένα σύλλογο γονέων να «κρατάει» μια δραστηριότητα. Αυτό του δίνει δυνατότητα γνωριμίας με γονείς, συζήτησης, πιο διεισδυτικής παρέμβασης.
Συνολικότερα, πολλές από τις δραστηριότητες που αναπτύσσουν οι σύλλογοι, ακόμα κι αν δεν έχουν ένα σαφές πολιτικό-μορφωτικό περιεχόμενο, μπορούν να μας δώσουν τη δυνατότητα να γνωρίσουμε γονείς, να διαμορφώσουμε σχέση, να κατανοήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος τον τρόπο που ζουν και σκέφτονται. Η συναναστροφή με γονείς στη διαδικασία διοργάνωσης του μπαζάρ του σχολείου, της ετήσιας φωτογράφησης της τάξης, μπορεί να σπάει προκαταλήψεις που έχουν πολλοί εργαζόμενοι για τους κομμουνιστές. Μια αφ’ υψηλού αντιμετώπιση αυτών των δραστηριοτήτων δε βοηθάει πουθενά, διαμορφώνει αποστάσεις ανάμεσα σ’ εμάς και σε εργαζόμενους γονείς, τους οποίους όμως θέλουμε να προσεγγίσουμε και να συμπορευτούμε με βάση τις κοινές ανάγκες και τα κοινά προβλήματα που η πλειοψηφία έχουμε.