Για την παρέμβαση του Κόμματος στους αυτοαπασχολούμενους της πόλης*


της ΚΕ του ΚΚΕ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το καθήκον να εξετάσουμε ειδικά σε Πανελλαδική Συνδιάσκεψη τη δουλειά του Κόμματος στους αυτοαπασχολούμενους (α/α), το είχαμε προσδιορίσει από το 19ο Συνέδριο το 2013 (βλ. Πολιτική Απόφαση, 
ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013, σελ. 90), καθήκον που επαναφέραμε με την Πολιτική Απόφαση του 20ού Συνεδρίου το 2017 (βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2017, σελ. 134).

Η δυσκολία πιο έγκαιρης ανταπόκρισης σε αυτό το καθήκον οφείλεται σε σειρά αντικειμενικών και υποκειμενικών δυσκολιών. Στις αντικειμενικές υπάγονται οι αλλαγές που επήλθαν σε συνθήκες παρατεταμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στη χώρα μας, η οποία μόλις έκλεισε τον κύκλο της με το πέρασμα σε μια σχετική ανάκαμψη.

Στις υποκειμενικές υπολογίζουμε την απουσία μας από αντιπροσωπευτικούς κλάδους, τη δυσκολία χρέωσης κατάλληλων στελεχών για την καθοδήγηση της δουλειάς. Από το τελευταίο συνεπάγεται και μια ορισμένη αδυναμία διάταξης δυνάμεων για την παρέμβασή μας στο κίνημα, ικανών για την εξαγωγή συμπερασμάτων, για την ανάπτυξη της επιρροής μας ώστε να διαμορφωθούν συνδικαλιστικές οργανώσεις διακριτά απαλλαγμένες από την καπιταλιστική επιρροή, σε κατεύθυνση κοινής πάλης, συμμαχίας με το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, με το κίνημα των αγροτών που στον έναν ή τον άλλο βαθμό επίσης διαχωρίζεται από την επιρροή των μεγαλοαγροτών, κατόχων σημαντικών γαιοκτησιών και καπιταλιστικών αγροτικών εκμεταλλεύσεων.

Όμως η σημαντικότερη υποκειμενικού χαρακτήρα αδυναμία μας είναι η δυσκολία ενιαίας και βαθιάς συνειδητοποίησης της εξής αντίφασης:

Το τμήμα των α/α που προσδιορίζουμε στο Πρόγραμμά μας ως κοινωνικό σύμμαχο της εργατικής τάξης –τμήμα που επιχειρούμε να προσδιορίσουμε ακριβέστερα με την παρούσα εισήγηση– ως κοινωνική δύναμη αντικειμενικά δεν μπορεί να είναι επαναστατική ως ιδιοκτήτρια μέσων παραγωγής, κεφαλαίου σε εμπορευματική ή χρηματική μορφή ή και γης. Βλέπει ως εχθρό της τον ανταγωνισμό και τον κίνδυνο εξολόθρευσής της από τη μεγάλη ατομική ιδιοκτησία, δε βλέπει όμως την αναγκαιότητα της άμεσα κοινωνικής εργασίας.

Από την άλλη, ακριβώς η τάση απαλλοτρίωσης, δηλαδή προλεταριοποίησης, ακόμα κι αν δεν ολοκληρώνεται για σημαντικό αριθμό α/α –που άλλωστε αναπαράγονται– διαμορφώνει συνθήκες ζωής, συχνά και εργασίας που προσομοιάζουν με εκείνες του μέσου επιπέδου της εργατικής τάξης. Σε αυτό συνίσταται η αντικειμενική βάση της Κοινωνικής Συμμαχίας.

Εκδηλώνεται ορισμένη σύγχυση ως προς την ουσία της Κοινωνικής Συμμαχίας: Εκφράζεται ως προσδοκία σταθερής, αταλάντευτης σύμπλευσης και συμπόρευσης αυτών των δυνάμεων με την εργατική τάξη, θεωρείται η μη ταύτιση συμφερόντων ως ζήτημα υποκειμενικό, ζήτημα συνείδησης, υποτιμάται ο αντικειμενικός χαρακτήρας της δυσκολίας στη διαμόρφωση και σταθεροποίηση της Συμμαχίας. Κάποιες φορές εκφράζεται και ως απαίτηση ποσοτικής συσπείρωσης των κομμουνιστών και φιλοΚΚΕ δυνάμεων με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Η διαδικασία για την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη θα πρέπει να συμβάλει στην απαλλαγή από τέτοιες συγχύσεις, στον ενιαίο προσανατολισμό των Οργάνων ως προς την ιεράρχηση τμημάτων, κλάδων α/α όπου θέλουμε σχεδιασμένα να αποκτήσουμε ή να διευρύνουμε τις κομματικές μας δυνάμεις, την παρέμβαση και τακτική μας για τη συνδικαλιστική τους οργάνωση (υπάρχουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις ή δημιουργία τους με πρωτοβουλία μας, κυρίως σε πρωτοβάθμιο επίπεδο), το πώς θα καθοδηγηθούν: Αν και πού χρειάζονται Τομεακές Οργανώσεις α/α, ΚΟΒ σε εδαφικές Τομεακές, συγκρότηση κομματικής ομάδας για κάθε συνδικαλιστική οργάνωση α/α στην οποία παρεμβαίνουμε, καθοδήγησή της από το αντίστοιχο όργανο ευθύνης, επιτροπές για την επιτελική βοήθεια προς τις Επιτροπές Περιοχής, και στη συνέχεια σε Τομεακές Επιτροπές που αντιστοιχούν σε δήμους-αστικά κέντρα.

Στο παρόν κείμενο γίνεται εκτίμηση της πορείας της ΠΑΣΕΒΕ με κριτήριο το στόχο που είχαμε θέσει να λειτουργήσει ως πανελλαδικός συνδικαλιστικός πόλος των α/α, κυρίως στους κλάδους εμπορίου, μεταποίησης, κατασκευών, τουρισμού-επισιτισμού, μεταφορών, λογιστών/φοροτεχνών, ορισμένων υπηρεσιών, όχι όμως των λεγόμενων (από τη Στατιστική Υπηρεσία) επιστημονικών υπηρεσιών (τεχνικών, νομικών κλπ.) ή στους κλάδους υγείας, παιδείας, πολιτισμού, αθλητισμού.

Επίσης μια αδυναμία στη συνολική εξέταση της δουλειάς μας στους α/α, κυρίως χωρίς προσωπικό, είναι ότι σε αυτήν τη διαδικασία της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης δεν περιλαμβάνουμε όλους τους κλάδους των επιστημονικών υπηρεσιών, παρά το γεγονός ότι σε αυτούς διαχρονικά διευρύνεται η αυτοαπασχόληση, σε σημαντικό τμήμα τους χωρίς μέσα παραγωγής, μίσθωση εργασίας, κεφάλαιο σε οποιαδήποτε μορφή του. Όπως θα φανεί και στη συνέχεια, στην περιοχή της πρωτεύουσας είναι ο πρώτος κλάδος, ενώ είναι ψηλά στην ιεράρχηση στα μεγάλα αστικά κέντρα.

Σε αυτούς τους κλάδους είναι πολύ ισχυρή η διαστρωμάτωση. Σήμερα στον κλάδο των επιστημονικών-τεχνικών υπηρεσιών (π.χ., δικηγόροι, τεχνικά-μελετητικά και λογιστικά γραφεία) συνυπάρχουν μισθωτοί με μπλοκάκι, μισοπρολετάριοι με κύρια απασχόληση σε έναν εργοδότη, αυτοαπασχολούμενοι, εργοδότες. Ένα τμήμα α/α που εργάζονται σε 3-4 καπιταλιστικές επιχειρήσεις με μπλοκάκι (κυρίως διάφορων ειδών τεχνικοί, λογιστές-φοροτέχνες) μόνο τυπικά δεν είναι μισθωτοί. Στον κλάδο της παιδείας υπάρχει σημαντικό τμήμα α/α με την πραγματική σχέση υπηρεσίας, ενώ και μισθωτοί (δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα) έχουν παράλληλα και αυτοαπασχόληση. Οι διαφορές δηλαδή δεν περιορίζονται μόνο στο εισόδημα, αλλά αφορούν το σύνολο των κριτηρίων για τον προσδιορισμό της ταξικής θέσης (π.χ., επιστήμονες με διευθυντικό, με εποπτικό ρόλο στην εργασία και άλλοι με εκτελεστικό). Γενικά, σε αρκετούς κλάδους της χώρας υπάρχει αυτοαπασχόληση, η οποία σε μεγάλο βαθμό δεν παίρνει τυπικό χαρακτήρα και δεν αποτυπώνεται στατιστικά, ενώ πολλές φορές συνδυάζεται με μια σχετικά πιο σταθερή μισθωτή σχέση εργασίας (π.χ., σε γιατρούς, μηχανικούς κλπ.).

Όλα αυτά κάνουν πιο σύνθετο το ζήτημα της κοινωνικής συνείδησης. Ακόμα και επιστήμονες με μπλοκάκι, με χαμηλό εισόδημα δέχονται πιο έντονα την επιρροή της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής, γίνονται φορείς διοχέτευσής της στην εργατική τάξη, είναι περισσότερο επιρρεπείς σε μικροαστικές εξάρσεις διαμαρτυρίας που ακολουθούνται από παρατεταμένη περίοδο προσαρμοστικής υποταγής.

Αναντικατάστατη είναι η αυτοτελής ιδεολογική-πολιτική (ι/π) παρέμβαση του Κόμματος, η ανάπτυξη της ι/π πάλης στο κίνημα, αλλά και σε ό,τι διαμορφώνεται εκτός και παράλληλα του κινήματος. Από αυτήν την παρέμβαση θα προκύψει και η ισχυροποίηση της παρέμβασής μας στο οργανωμένο κίνημα.

Στόχος της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης είναι να γίνουμε πιο ικανοί στα εξής: Πώς επιδρούμε στα πιο λαϊκά τμήματα των α/α, πώς διαμορφώνουμε προϋποθέσεις ώστε τμήματά τους να αποσπώνται από την επιρροή των καπιταλιστών και να συσπειρώνονται ευρύτερα σε αντιμονοπωλιακή αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, σε κοινή δράση με το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό κίνημα και με το κίνημα της μικρομεσαίας αγροτιάς, να γίνεται ένα πιο διακριτό βήμα στη συγκρότηση της Κοινωνικής Συμμαχίας, το πρωτοπόρο τμήμα τους να συσπειρώνεται με τις θέσεις και την πολιτική πρόταση του Κόμματος, να εντάσσεται στην κομματική δύναμη.

Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, σε χαρακτηριστικές πόλεις και κλάδους δε διαθέτουμε παρά ελάχιστες δυνάμεις για να προωθηθεί η δουλειά ή δεν τις καθοδηγούμε σωστά.

 

ΟΡΙΣΜΈΝΑ ΓΕΝΙΚΆ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΆ ΖΗΤΉΜΑΤΑ

Ο όρος «μεσαία στρώματα» συνήθως υποδηλώνει εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονται ανάμεσα στις δύο βασικές τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την αστική και την εργατική τάξη, όπως αυτές προσδιορίζονται με βάση τα λενινιστικά κριτήρια διάκρισης των τάξεων, δηλαδή τη σχέση τους ως προς τα μέσα παραγωγής, το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, τον τρόπο απόκτησης και τις διαστάσεις του μεριδίου του κοινωνικού πλούτου που διαθέτουν. Αυτός ο προσδιορισμός δε σχετίζεται με την παραπλανητικά χρησιμοποιούμενη από αστικές δυνάμεις ορολογία «μεσαία τάξη», την οποία προσδιορίζουν αποκλειστικά με εισοδηματικά κριτήρια και μάλιστα σχετικά χαμηλών ορίων.

Με κριτήριο την προώθηση της Κοινωνικής Συμμαχίας, στο παρόν κείμενο εστιάζουμε στους α/α της πόλης, δηλαδή στις κοινωνικές δυνάμεις που χαρακτηριστικό τους είναι η ατομική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής και ενδεχομένως περιορισμένου εμπορευματικού ή άλλης μορφής κεφαλαίου, η άμεση διαχείριση του δικού τους υπερπροϊόντος ή και περιορισμένου ξένου υπερπροϊόντος.

Αυτά εν συντομία χαρακτηρίζουμε και ως κατώτερα ή λαϊκά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και ιεραρχούμε σε αυτά την παρέμβασή μας. Τα ξεχωρίζουμε από τα ανώτερα μεσαία στρώματα της πόλης (π.χ., στελέχη επιχειρήσεων που τυπικά εμφανίζονται ως μισθωτοί, ανώτερα τμήματα κρατικής υπαλληλίας, α/α με ενδεχομένως περιορισμένη μίσθωση εργασίας αλλά με σημαντικό σταθερό κεφάλαιο κλπ.). Αν και τα ανώτερα μεσαία στρώματα αποτελούν το κανάλι διοχέτευσης της καπιταλιστικής επιρροής όχι μόνο στο κίνημα των α/α αλλά και στο εργατικό, η μελέτη τους εντάσσεται στη συνολικότερη μελέτη της ταξικής διάρθρωσης της ελληνικής καπιταλιστικής κοινωνίας, εργασία η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.

Επισημαίνουμε ωστόσο ότι ο όρος μεσαία στρώματα περικλείει μεγάλη εσωτερική διαστρωμάτωση. Για να την προσδιορίσουμε παίρνουμε υπόψη: Το είδος των μέσων παραγωγής που κατέχουν, γενικότερα το μέγεθος του σταθερού κεφαλαίου που διαθέτουν, την έκταση μισθωτής εργασίας που εκμεταλλεύονται, το μέγεθος της εξάρτησής τους από τα βιομηχανικά κι εμπορικά μονοπώλια, το ύψος της φορολογίας, τους όρους και το μέγεθος της τραπεζικής δανειοδότησης, παράγοντες από τους οποίους καθορίζεται το μέγεθος του υπερπροϊόντος που διαμορφώνουν ή άμεσα αποσπούν, αλλά και το μέγεθος αυτού που τελικά μπορούν να ιδιοποιηθούν. Δηλαδή υπολογίζουμε παράγοντες που τελικά καθορίζουν το ύψος του εισοδήματος και τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική τους θέση. Το βιοτικό επίπεδο των κατώτερων τμημάτων προσιδιάζει στο μέσο βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης, ενώ των ανώτερων τμημάτων προσιδιάζει σε εκείνο της αστικής τάξης με την οποία και έχουν σχετική ταύτιση συμφερόντων.

Όμως, ακόμα και σε αυτήν την κατηγορία των κατώτερων μεσαίων στρωμάτων, υπάρχει μεγάλη εσωτερική διαφοροποίηση από κλάδο σε κλάδο, ακόμα και από είδος σε είδος εργασίας σε έναν κλάδο. Γενικότερα όμως η βαρύτητα των κατώτερων στρωμάτων βαίνει φθίνουσα κατά την ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού, παρά το γεγονός ότι το συνεχές βάθεμα του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας διανοίγει νέα πεδία δραστηριότητάς τους, ενώ τα ανώτερα είναι εμφανώς συνδεδεμένα με την ύπαρξη της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.

Στατιστικά συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στην κατηγορία α/α χωρίς προσωπικό (χ.πρ.), εν γνώσει ότι αυτή η κατηγορία μπορεί να περιλαμβάνει και α/α που απασχολούν μέλη της οικογένειας ή άλλο, μη καταγεγραμμένο, αριθμητικά περιορισμένο εργατικό δυναμικό σε εποχιακή κυρίως βάση. Επίσης σημειώνουμε ότι η παρακολούθηση τάσεων ανά κλάδο δεν μπορεί να γίνει μόνο με την απόλυτη και ποσοστιαία εξέλιξη των α/α χ.πρ. Απαιτείται και η εκτίμηση της εξέλιξης των ατομικών επιχειρήσεων, των καταγεγραμμένων ως πολύ μικρών ή και μικρών επιχειρήσεων.

Στην αστική στατιστική, σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις σχετικές διατάξεις της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, οι επιχειρήσεις κατατάσσονται σε κατηγορίες μεγέθους ανάλογα με την οικονομική τους σημασία (πολύ μικρές, μικρές, μεσαίες, μεγάλες). Τα κριτήρια κατάταξης είναι:

  1. Ο μέσος όρος απασχολούμενου προσωπικού.
  2. Ο καθαρός κύκλος εργασιών (τζίρος κύριας δραστηριότητας).
  3. Το συνολικό ενεργητικό (σύνολο περιουσιακών στοιχείων).
  4. Η νομική μορφή της επιχείρησης (ΑΕ, ΕΠΕ, ΙΚΕ, ΕΕ, ΟΕ, ατομική κλπ.).
  5. Το αντικείμενο εργασιών και το είδος του εμπορεύματος (ειδικές διατάξεις, π.χ. επιχειρήσεις εμπορίου καυσίμων).

Η ένταξη ή αλλαγή μεγέθους γίνεται όταν η επιχείρηση υπερβαίνει για δύο συνεχόμενα έτη τουλάχιστον 2 από τα 3 πρώτα αριθμητικά κριτήρια.

Ωστόσο προκειμένου να αποκτάμε πιο αντικειμενική εικόνα των μεταβολών και των τάσεων που αφορούν την αυτοαπασχόληση, χρειάζεται πιο αναλυτική και συνδυασμένη μελέτη των παραπάνω στοιχείων με μια σειρά ακόμα από στοιχεία όπως: Η συγκεκριμένη κατάσταση του κλάδου ή υποκλάδου, καθώς το μέσο κλαδικό ποσοστό κέρδους και ο βαθμός συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης διαφοροποιούνται. Ο συνυπολογισμός της κρατικής πολιτικής, των κλαδικών και περιφερειακών ιεραρχήσεων, της πιστωτικής-φορολογικής πολιτικής, του συνολικού νομοθετικού πλαισίου λειτουργίας-διάλυσης κλπ.

Χρειάζεται επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η γενική τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στην καπιταλιστική οικονομία δεν εκφράζεται μονοσήμαντα. Υπάρχουν παράγοντες που αντεπιδρούν στη γενική τάση και συμβάλλουν στη διατήρηση και αναπαραγωγή τέτοιων τμημάτων κατά τη διάρκεια του κύκλου αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.

Ορισμένες μικρές επιχειρήσεις μπορούν να επιτυγχάνουν ακόμα και διευρυμένη αναπαραγωγή κεφαλαίου, ανεξάρτητα αν το ατομικό ποσοστό κέρδους τους είναι μικρότερο από το μέσο κλαδικό. Σε άλλους κλάδους παραμένει ακόμα σχετικά χαμηλός ο βαθμός συγκεντροποίησης, δηλαδή το μερίδιο των μικρών επιχειρήσεων παραμένει σημαντικό στο σύνολο της κλαδικής αγοράς.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ύπαρξη των μικρομεσαίων (μΜ) επιχειρήσεων εξυπηρετεί τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Χαρακτηριστικά, ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων διατηρούν συμπληρωματική σχέση υπεργολάβου με τους μονοπωλιακούς ομίλους αναλαμβάνοντας διάφορα τμήματα εργασιών (π.χ. εγκαταστάσεις, επισκευές, επικίνδυνες εργασίες κ.ο.κ.), ενώ αναπτύσσονται διάφορες νέες εξαρτημένες σχέσεις ανάμεσα στα μονοπώλια και την αυτοαπασχόληση: Franchise στο λιανικό εμπόριο και στον επισιτισμό, διοχέτευση εμπορευμάτων (π.χ. σε υπηρεσίες, φαρμακεία κλπ.), ηλεκτρονικές πλατφόρμες διαμεσολάβησης (π.χ. στις μεταφορές κτλ.). Άλλες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην παραγωγή-εμπορία καινοτόμων πρωτότυπων εμπορευμάτων με υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο (π.χ. start-up επιχειρήσεις), το οποίο και οι μονοπωλιακοί όμιλοι προτιμούν να αφήνουν στις μικρές επιχειρήσεις και στη συνέχεια, αν το κρίνουν σκόπιμο, προχωρούν στην εξαγορά τους. Γενικότερα, ακόμα και πολύ μικρές επιχειρήσεις εντάσσονται σε προγράμματα ΕΣΠΑ, ΣΔΙΤ, Κ.ΑΛ.Ο ή άλλες μορφές της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας».

Επομένως, προκειμένου να παρεμβαίνουμε πιο αποτελεσματικά στις γραμμές τους, απαιτείται συστηματική παρακολούθηση των μεταβολών που επέρχονται και των τάσεων που αντανακλούν γενικά και ανά κλάδο, αλλά και συνειδητοποίηση της επίδρασης των διεργασιών στη συνείδηση αυτών των τμημάτων των α/α.

Το επόμενο διάστημα χρειάζεται να παρακολουθήσουμε πιο συστηματικά και ορισμένες εξελίξεις που μπορούν να επιταχύνουν μειωτικές τάσεις της αυτοαπασχόλησης σε ορισμένους κλάδους και αλλαγές στην ενδοκλαδική διάταξη, όπως η επίδραση της «ψηφιακής οικονομίας» (π.χ. ηλεκτρονικό εμπόριο), επενδυτικών σχεδίων (π.χ. εμπορικά χωριά), άλλων πλευρών της κυβερνητικής πολιτικής (π.χ. προγράμματα χρηματοδότησης όπως το ψηφιακό άλμα), τα οποία αναμφίβολα θα επιδράσουν στην αυτοαπασχόληση σε κλάδους όπως το εμπόριο, οι κατασκευές.

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Α. ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ 
ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ

Για την εξέταση των μεταβολών και τάσεων της αυτοαπασχόλησης στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ανατρέξαμε στα στοιχεία των απογραφών της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία αναφέρονται ανά δεκαετία. Επίσης, προκειμένου να εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα τις ετήσιες μεταβολές των τελευταίων χρόνων, αξιοποιήσαμε τις Έρευνες Εργατικού δυναμικού (Γ΄ τρίμ. 2001-2017), οι οποίες όμως αφορούν στατιστικές εκτιμήσεις, όχι πλήρεις καταγραφές, επομένως παρουσιάζουν ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα τελικά απογραφικά στοιχεία. Μεθοδολογικά προβλήματα που σχετίζονται, π.χ., με κριτήρια κατάταξης, αν και υπάρχουν, θεωρούμε ότι δεν αλλοιώνουν τις τάσεις, επομένως και τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε. Επίσης στους πίνακες που χρησιμοποιήθηκαν για την εξέταση των μεταβολών έχουν γίνει ορισμένες ομαδοποιήσεις προκειμένου να εξετάζονται συγκρίσιμα μεγέθη (π.χ. η ΕΛΣΤΑΤ σε προηγούμενες δεκαετίες κατέγραφε ενιαία εμπόριο/τουρισμό/εστίαση). Τέλος, σε αυτήν τη μελέτη δεν ασχολούμαστε με την κατηγορία Γεωργία-Κτηνοτροφία-Αλιεία-Δασοκομία.

Οι πληθυσμιακές μεταβολές των αυτοαπασχολούμενων τα τελευταία 60 χρόνια με βάση τα στοιχεία των απογραφών της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφονται ως σύνθετες και αντιφατικές, γενικά και ιδιαίτερα κατά κλάδο, ωστόσο αποτυπώνονται ορισμένες γενικές τάσεις που αξίζει να σημειώσουμε:

Από τη δεκαετία του 1950 που ουσιαστικά ξεκινάει η μεταπολεμική καπιταλιστική ανασυγκρότηση για την Ελλάδα, οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό αποτελούν σταθερά ένα μεγάλο ποσοστό της συνολικής απασχόλησης. Τα μεγάλα ποσοστά της αυτοαπασχόλησης (με αποκορύφωμα την ποσοστιαία συγκέντρωση των α/α χ.πρ. το 1961, 25,9%), που αντανακλούν το σχετικά αργό βαθμό κεφαλαιακής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, οφείλονται σε παράγοντες που διατρέχουν το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος από την ίδρυσή του [βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949 (Α1, Α2, Β1, Β2 τόμος)], που εν μέρει επιδεινώνονται με τη μαζική ενσωμάτωση προσφύγων (μετά από τη Μικρασιατική Εκστρατεία), αλλά και στις ιδιαίτερες μεταπολεμικές συνθήκες, την πολιτική των κυβερνήσεων κατά τον ένοπλο ταξικό αγώνα του ΔΣΕ για απότομη συγκέντρωση αγροτικών πληθυσμών κυρίως στην Αττική, τις κυβερνητικές πολιτικές συμμαχιών για την ενσωμάτωσή τους με μέτρα προστασίας επαγγελμάτων, τη σχετικά ευνοϊκή φορολογική πολιτική κλπ. Επίσης η ταχεία οικοδόμηση αστικών κέντρων και κυρίως της Αττικής συνδέθηκε με την ταυτόχρονη αύξηση της οικοδόμησης κατοικιών και της αντίστοιχης αυτοαπασχόλησης. Στη συνέχεια, και κυρίως μετά από την επαναφορά του αστικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος (1974) η αυτοαπασχόληση επεκτείνεται σε νέους κλάδους, των λεγόμενων υπηρεσιών.

Το 1991 καταγράφεται ο μέγιστος αριθμός αυτοαπασχολούμενων χ.πρ. ως τότε (632.690) και ταυτόχρονα η πρώτη διακριτή μείωση του ποσοστού των α/α χ.πρ. επί της συνολικής απασχόλησης (το 1991 21,6%, ενώ το 1981 23,9%). Αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ απόλυτου και ποσοστιαίου αριθμού α/α χ.πρ. οφείλεται στο ότι την ίδια περίοδο υπάρχει αναλογικά πολλαπλάσια αύξηση των μισθωτών, καθώς και των εργοδοτών (μισθωτοί – 1991: 1.984.229, 1981: 1.691.150 και εργοδότες – 1991: 243.045, 1981: 97.528).

Η συγκρότηση της ΕΕ (έχει προηγηθεί η δημιουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς) και οι κατευθύνσεις της διαμόρφωσαν νέες ανάγκες και απαιτήσεις για την παραπέρα ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά και νέες κλαδικές κατατάξεις (π.χ. πτώση της αυτοαπασχόλησης στη μεταποίηση παράλληλα με τη γενικότερη υποχώρηση της απασχόλησης, κυρίως ως μισθωτής εργασίας στη μεταποίηση).

Είναι γνωστές οι επισημάνσεις ευρωενωσιακών και εγχώριων αστικών επιτελείων για το μεγάλο όγκο διάσπαρτων ατομικών κεφαλαίων, τους χιλιάδες α/α χ.πρ., χαρακτηρίζοντάς τα ως διαρθρωτικό πρόβλημα (κυρίως λόγω χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας, αλλά και περιορισμένης ευελιξίας σε αναγκαίες προσαρμογές και ιεραρχήσεις κλπ.).

Μετά από το 1990 είναι γενικότερα περίοδος που η μεγάλη καπιταλιστική δραστηριότητα επεκτείνεται σε νέους κλάδους, π.χ. στο εμπόριο σε προϊόντα που αποτελούν εφαρμογές νέων τεχνολογιών (κινητή τηλεφωνία, PC και τα συναφή), στην υγεία κλπ. Είναι επίσης η περίοδος της απελευθέρωσης των αγορών λόγω του στόχου της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, έντασης της διεθνοποίησης του κεφαλαίου που συνοδεύεται από άρση του προστατευτισμού των εθνικών αγορών, ιδιωτικοποίησης των κρατικών μονοπωλίων στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στις τράπεζες, στον τουρισμό, τάση που διαμορφώθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1990. Στην ΕΕ αλλά και παγκόσμια κυριάρχησε η τάση απελευθέρωσης των αγορών, η άρση κανόνων εθνικής προστασίας (π.χ. στην ακτοπλοΐα) και συντεχνιακής-επαγγελματικής προστασίας (π.χ. ταξί-φορτηγά στις μεταφορές, φαρμακεία κλπ.). Συνοδεύτηκε από πιο στοχευμένη πιστωτική πολιτική στις μΜ επιχειρήσεις σε σχέση με την αρχικά ευρύτερη διασπορά προγραμμάτων χρηματοδότησης, όπως τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) αρχικά και στη συνέχεια τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ) που είχαν συμβάλει στην τάση ενίσχυσης και α/α χ.πρ. Σε αυτές τις συνθήκες, ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1990-2000 η πορεία της αυτοαπασχόλησης χ.πρ. συνεχίζεται αντιφατικά, με πτώση του μεριδίου της στη συνολική απασχόληση (16,5%, Έρευνα Εργατικού Δυνανικού ΕΛΣΤΑΤ, Γ΄ τρίμ. 2001) και ταυτόχρονη όμως αναπαραγωγή τμημάτων της σε νέους κλάδους (π.χ. επιστημονικοτεχνικές υπηρεσίες, τουρισμός/εστίαση).

Η πιο συγκεκριμένη εξέταση της περιόδου 2001-2017 (Έρευνες Εργατικού Δυναμικού, Γ΄ τριμήνων, με την εξαίρεση του αγροτικού τομέα) βοηθά να προσεγγίσουμε καλύτερα τις διαφαινόμενες τάσεις ανά κλάδο, συνυπολογίζοντας και τις διαφοροποιήσεις κατά την τελευταία οικονομική κρίση. Επίσης προκειμένου να ερμηνευτούν ορισμένες τάσεις και να εξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα, εξετάζουμε την πορεία των α/α χ.πρ. σε συνάρτηση με την κατηγορία των εργοδοτών αλλά και των συμβοηθούντων μελών, καθώς καταγράφεται και αντίστοιχη κινητικότητα από κατηγορία σε κατηγορία.

Την περίοδο 2001-2008, περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, καταγράφεται αύξηση της συνολικής απασχόλησης (+569.600, 16,0%). Το μεγαλύτερο μέρος της οφείλεται σε αύξηση των μισθωτών (+439.400, 17,2%), που αποτυπώνεται και στην αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής τους στο σύνολο της απασχόλησης (71,4% το 2001, 72,2% το 2008). Επίσης ο αριθμός των εργοδοτών εμφανίζει αριθμητική αύξηση (+65.600, 22,9%), όπως επίσης και οριακή αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής τους στο σύνολο της απασχόλησης (8,0% το 2001, 8,5% το 2008).

Οι α/α χ.πρ. καταγράφουν αντίστοιχη αριθμητική αύξηση από 587.600 σε 638.500 (+50.900, 8,7%) και ταυτόχρονα μείωση της ποσοστιαίας συμμετοχής τους στο σύνολο της απασχόλησης (16,5% το 2001, 15,5% το 2008). Η ποσοστιαία αυτή μείωση σχετίζεται κυρίως με την επέκταση της μισθωτής εργασίας, αλλά και με τη «μετακίνηση» ενός τμήματος α/α χ.πρ. στην κατηγορία των εργοδοτών, καθώς αυτήν την περίοδο απέκτησε τη δυνατότητα μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης.

Η παραπάνω αυξητική πορεία αντιστρέφεται την περίοδο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης 2008-2015. Η συνολική απασχόληση μειώνεται κατακόρυφα κατά 918.000 απασχολούμενους (22,2%) στους 3,21 εκ. το 2015 κι εκτινάσσεται η ανεργία. Οι μισθωτοί μειώνονται κατά 620.300 (20,8%), οι εργοδότες κατά 125.800 (35,8%). Οι α/α χ.πρ μειώνονται κατά 103.500 (16,2%, σύνολο 535.000 το 2015) και τα συμβοηθούντα μέλη μειώνονται κατά 69.200 (44,1%).

Την περίοδο της κρίσης η συνολική απασχόληση βρίσκεται στο ναδίρ της το 2013, μειούμενη από το 2008 κατά 26,2%. Οι μισθωτοί μειώνονται κατά 26,9% (2008-2013), οι εργοδότες κατά 39,4% (2008-2013), ενώ οι α/α χ.πρ. έχουν μειωθεί μόλις κατά 12,6% (2008-2013). Φαίνεται ότι η αυτοαπασχόληση χ.πρ., κατά βάση μικρές ατομικές επιχειρήσεις, δείχνουν μεγαλύτερη αντοχή τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι το διάστημα 2009-2012 η διακλαδική μεταβολή των α/α χ.πρ. δεν ακολουθεί ενιαία αρνητική τάση. Οι α/α χ.πρ. μεταβάλλονται ως εξής: Στις υπηρεσίες υγείας 2,6%, στις κατασκευές 2,6%, στον τουρισμό 0,2%, στο εμπόριο -1,3%, στις μεταφορές -7%, στη μεταποίηση -9,5%, σε λοιπές υπηρεσίες -16%, στις υπηρεσίες εκπαίδευσης -32%.

Από τη γενική τάση μείωσης φαίνεται ότι εξαιρούνται οι κλάδοι υγείας, κατασκευών, τουρισμού (με εξαίρεση το 2012-2013). Η αύξηση α/α χ.πρ. στον κλάδο υγείας πρέπει να σχετίζεται και με τις μεγάλες αλλαγές στην ασφάλιση υγείας (π.χ. ΙΚΑ) και τη μεγάλη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα υγείας· στον τουρισμό, με τη δυναμική του κλάδου και σε συνθήκες κρίσης, ενώ πιο σύνθετο είναι το θέμα στις κατασκευές, κλάδο με τη μεγαλύτερη κρίση. Και για τον κλάδο της εκπαίδευσης χρειάζεται ειδικότερη μελέτη, με δεδομένη την επέκταση της φροντιστηριακής υποστήριξης με ατομικά μαθήματα, οικονομική δραστηριότητα εν πολλοίς μη καταγεγραμμένη.

Θα επιχειρήσουμε μια εξήγηση της σχετικά μεγαλύτερης αντοχής που δείχνουν οι α/α χ.πρ. την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, καθώς και της ιδιαίτερης αντοχής τους στον κλάδο των κατασκευών: Είναι δεδομένο ότι ένα μεγάλο τμήμα των α/α χ.πρ. (κατά βάση ατομικές επιχειρήσεις) διατήρησαν σε λειτουργία τις επιχειρήσεις τους εξαιτίας της γενικευμένης ανεργίας (συσσωρεύοντας παράλληλα προσωπικά χρέη), είτε οι ίδιοι είτε μεταφέροντας τις σε πρόσωπα της οικογένειας. Παράλληλα, ένα τμήμα των εργοδοτών –κυρίως ατομικές, οικογενειακές επιχειρήσεις με περιορισμένη εκμετάλλευση εργατικής δύναμης– συνέχισε την οικονομική δραστηριότητά του χωρίς πλέον δυνατότητα μίσθωσης εργατικού δυναμικού, υποπίπτοντας πλέον στην κατηγορία των α/α χ.πρ.

Οι συσσωρευμένες συνέπειες της κρίσης γίνονται πιο ορατές την περίοδο 2012-2015 όπου η μείωση των α/α χ.πρ. συνεχίζεται (-9,3%), ενώ αντίθετα στους εργοδότες αποτυπώνεται αύξηση (3,1%). Ταυτόχρονα κατακόρυφη είναι η μείωση των συμβοηθούντων μελών (που συνήθως δραστηριοποιούνται σε πολύ μικρές ατομικές, οικογενειακές επιχειρήσεις), όπου η συνολική μείωσή τους το διάστημα 2008-2015 αγγίζει το 44,1%, επιβεβαιώνοντας και από αυτήν την πλευρά τη δραστική μείωση του τζίρου στις επιχειρήσεις αυτές. Ωστόσο, όσον αφορά τη μείωση των συμβοηθούντων μελών, χρειάζεται να ελεγχθούν σε μεγαλύτερο βάθος αλλαγές στην αντίστοιχη νομοθεσία που υποχρεώνει στην υποχρεωτική καταγραφή τους ως ασφαλισμένων.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αντίστοιχα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (βλ. Στατιστικό Μητρώο Επιχειρήσεων) για το διάστημα 2011-2016 που αφορούν τις μεταβολές του πλήθους των επιχειρήσεων στη χώρα. Στους συγκεκριμένους πίνακες οι επιχειρήσεις κατηγοριοποιούνται είτε με βάση τη νομική μορφή τους είτε με βάση τον αριθμό των μισθωτών που απασχολούν.

Με βάση τη νομική μορφή παρατηρείται μείωση σε όλες τις κατηγορίες: Οι ατομικές επιχειρήσεις μειώνονται κατά 21,2% (-186.290), οι ομόρρυθμες κατά 28% (-26,154), οι ετερόρρυθμες κατά 16,4% (-4.480), οι ΕΠΕ κατά 27,9% (-7.016), οι ΑΕ κατά 12,5% (-4.116). Ταυτόχρονα παρατηρείται αύξηση στην κατηγορία λοιπών επιχειρήσεων (+14.949, +52,1%), που οφείλεται κατά βάση στη δημιουργία μιας νέας μορφής επιχειρήσεων, τις ΙΚΕ (Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρίες). Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η κρίση είχε την επίδρασή της στο σύνολο των επιχειρήσεων ανεξαρτήτως μεγέθους.

Επίσης, εξετάζοντας τη μείωση των ατομικών επιχειρήσεων στους βασικούς κλάδους στους οποίους συγκεντρώνεται η αυτοαπασχόληση έχουμε για το διάστημα 2011-2016: Κατασκευές -45,3%, Τέχνες/διασκέδαση/ψυχαγωγία -44,9%, Μεταποίηση -28,2%, Εκπαίδευση -21,6%, Εμπόριο/επισκευή αυτοκινήτων -21,4%, Επαγγελματικές/Τεχνικές/Επιστημονικές υπηρεσίες -20,4%, Μεταφορές/Αποθήκευση -17,6%, παροχή υπηρεσιών (άλλες δραστηριότητες) -14,6, Υπηρεσίες Καταλυμάτων/Εστίασης -9,1%. Αύξηση σημειώνεται στην κατηγορία παροχής υπηρεσιών υγείας 3,7%.

Όσον αφορά τα αντίστοιχα στοιχεία που απεικονίζουν τη μεταβολή των επιχειρήσεων με βάση τον αριθμό των μισθωτών που απασχολούν, καταγράφονται τα εξής: Επιχειρήσεις 0-4 εργαζ. -22,8% (-226.349), επιχειρήσεις 5-9 εργαζ. 17% (+7,532), επιχειρήσεις 10-49 εργαζ. 51,4% (+11.198), επιχειρήσεις 50 και πάνω εργαζ. 42% (+1.449). Επιβεβαιώνεται δηλαδή από τα παραπάνω στοιχεία ότι η μεγάλη μείωση των επιχειρήσεων στη χώρα την περίοδο της κρίσης αφορά τις μικρότερες επιχειρήσεις, δηλαδή τις επιχειρήσεις των αυτοαπασχολούμενων που δεν εκμεταλλεύονται ξένη μισθωτή εργασία ή εκμεταλλεύονται περιορισμένη.

Επίσης, και όσον αφορά την κατηγορία επιχειρήσεων 0-4 εργαζόμενων, η μείωση επιμερίζεται ως εξής στους βασικούς κλάδους στους οποίους συγκεντρώνεται η αυτοαπασχόληση: Κατασκευές -45,5%, Τέχνες/διασκέδαση/ψυχαγωγία -38,4%, Εκπαίδευση -32,3%, Μεταποίηση -24,5%, Εμπόριο/επισκευή αυτοκινήτων -20,2%, Μεταφορές/αποθήκευση -18,2%, Επαγγελματικές/Τεχνικές/Επιστημονικές υπηρεσίες -18,6%, Παροχή υπηρεσιών (άλλες δραστ.) -9,9%, Υπηρεσίες καταλυμάτων/Εστίασης -7,4%. Αύξηση καταγράφεται στις υπηρεσίες υγείας κατά 2,5%.

 

Τάσεις και μεταβολές στην απόλυτη και ποσοστιαία συγκέντρωση των αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο της αυτοαπασχόλησης και κατά κλάδο

Οι κατηγοριοποιήσεις της ΕΛΣΤΑΤ αλλάζουν από δεκαετία σε δεκαετία, γεγονός που προκαλεί δυσκολία στην παρακολούθηση της κλαδικής κατανομής. Κατά συνέπεια, καταγράφουμε ενιαία τους κλάδους εμπορίου/τουρισμού/εστίασης, καθώς και τις υπηρεσίες, προκειμένου να συγκρίνουμε αντίστοιχα μεγέθη και να εξάγουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη της συγκέντρωσης των α/α χ.πρ. ανά κλάδο στο σύνολο της αυτοαπασχόλησης (με βάση τα απογραφικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ):

Το 1971 σε σύνολο 435.816 α/α χ.πρ, 1ος κλάδος είναι το εμπόριο/τουρισμός/εστίαση με 159.840 (36,7% επί του συνόλου της αυτοαπασχόλησης), 2ος η μεταποίηση με 117.424 (26,9%), 3ος οι υπηρεσίες με 61.340 (14,1%), 4ος οι μεταφορές/αποθήκευση με 52.416 (12%), 5ος οι κατασκευές με 37.972 (8,71%)

Το 1991 σε σύνολο 632.690 α/α χ.πρ., 1ος κλάδος εξακολουθεί να είναι το εμπόριο/τουρισμός/εστίαση με 244.480 (38,6%), αλλά 2ος οι υπηρεσίες με 131.129 (20,7%), ενώ 3ος η μεταποίηση με 94.672 (14,9%), 4ος οι κατασκευές με 86.445 (13,7%) και 5ος οι μεταφορές/αποθήκευση με 57.653 (9,1%).

Το 2011 σε σύνολο 599.916 α/α χ.πρ., 1ος κλάδος εξακολουθεί να είναι το εμπόριο/τουρισμός/εστίαση με 228.296 (38%), 2ος κλάδος οι υπηρεσίες με 200.162 (33,4%), 3ος κλάδος οι κατασκευές με 73.619 (12,3%), 4ος κλάδος η μεταποίηση με 50.643 (7,3%), 5ος κλάδος οι μεταφορές/αποθήκευση με 43.830 (8,4%).

Είναι εμφανής η σταδιακή κλαδική ανασύνθεση της αυτοαπασχόλησης, με το εμπόριο/τουρισμό/εστίαση να κατέχουν σταθερά το μεγαλύτερο μερίδιο, με άνοδο της αυτοαπασχόλησης στην κατηγορία τουρισμός-εστίαση (όπως καταγράφεται στις ετήσιες Έρευνες Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ), και επίσης με μεγάλη αύξηση του μεριδίου των α/α χ.πρ. στις υπηρεσίες. Σημαντική μείωση παρουσιάζει το μερίδιο της μεταποίησης στους α/α χ.πρ.

 

Πιο συγκεκριμένα για τις τάσεις και μεταβολές κατά κλάδο την περίοδο 2001-2017

Εξετάζουμε πιο συγκεκριμένα τις τάσεις που διαμορφώνονται στους κλάδους Εμπορίου/επισκευών, Τουρισμού/εστίασης, Κατασκευών, Μεταποίησης, Μεταφορών/αποθήκευσης, καθώς και στις Υπηρεσίες (επαγγελματικές-τεχνικές-επιστημονικές δραστηριότητες, υγεία-κοινωνική μέριμνα, εκπαίδευση, λοιπές υπηρεσίες) το διάστημα 2001-2017 (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνες Εργατικού Δυναμικού για το Γ΄ τρίμ. κάθε χρονιάς):

Στη μεταποίηση καταγράφεται μείωση της απασχόλησης το διάστημα 2001-2015. Η μείωση αυτή ξεκινά στη φάση ανάπτυξης (-7,4 % το διάστημα 2001-2008) και κορυφώνεται στη φάση της κρίσης, το διάστημα 2008-2015, όπου η μείωση της απασχόλησης φτάνει το 37%. Το 2001 καταγράφονται συνολικά 592.200 απασχολούμενοι, οι οποίοι μειώνονται ως το 2015 στις 345.300 (συνολική μείωση 41,7%). Η σημαντική αυτή μείωση αφορά καταρχήν τη μισθωτή εργασία, η οποία υποχωρεί κατά 41,8%.

Οι α/α χ.πρ. μειώνονται το 2001-2008 κατά 9,3% (από 65.500 σε 59.400 το 2008) και το διάστημα 2008-2015 σε 46.300 (κατά 22%), συνολικά για το διάστημα 2001-2015 κατά 29%.

Μείωση παρατηρείται επίσης στους εργοδότες κατά 52,5% για το διάστημα 2001-2015 (από 58.600 σε 27.800), όπως και στα συμβοηθούντα μέλη κατά 46% (από 25.200 σε 13.600).

Η σχετική αντοχή που επιδεικνύουν οι α/α χ.πρ. καταγράφεται και στη μεταποίηση, όπου μάλιστα σημειώνεται μικρή αριθμητική αύξηση των α/α στην αρχή της κρίσης 2009-2011 (πιθανόν και λόγω στροφής άνεργων μισθωτών του κλάδου στην αυτοαπασχόληση). Ταυτόχρονα όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι η επιστροφή της απασχόλησης σε αυξητικούς ρυθμούς, η οποία ξεκινάει χρονικά από το 2014, ουσιαστικά δεν αγγίζει τους α/α. Η συγκεντροποίηση στη μεταποίηση προχωράει, όπως επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της χρονικής περιόδου 2014-2017 κατά την οποία η μισθωτή εργασία αυξάνεται, ενώ οι α/α χ.πρ. συνεχίζουν να μειώνονται σταθερά κατά 13,5% το διάστημα 2014-2017 (από 45.500 σε 38.900).

Στις κατασκευές, την περίοδο 2001-2008 η συνολική απασχόληση αυξάνεται κατά 26,3% (+83.400, από 317.400 σε 400.800), στη συνέχεια το διάστημα 2008-2015 υποχωρεί σημαντικά κατά 63,6% (-255.000) και καταγράφει τάση αύξησης το διάστημα 2015-2017 (6,6%, +9.700). Οι μισθωτοί αυξάνονται ως το 2008 κατά 32,1% και στη συνέχεια μειώνονται κατακόρυφα κατά 67,9% ως το 2015 (σε 90.400).

Το ίδιο διάστημα, 2001-2008, οι α/α χ.πρ. αυξάνονται κατά 7,3% (από 56.300 σε 60.400), το διάστημα 2008-2015 μειώνονται κατά 28,6% (σε 17.300) και αρχίζουν πάλι να αυξάνονται την περίοδο 2015-2017 κατά 21,6% (52.400).

Μεγάλη διακύμανση παρουσιάζει η κατηγορία των εργοδοτών το ίδιο διάστημα. Οι εργοδότες αυξάνονται κατά 25,6% το 2001-2008 (από 39.800 σε 50.000) και στη συνέχεια μειώνονται κατακόρυφα κατά 78% (11.000 το 2015). Η κατακόρυφη μείωση των εργοδοτών αφορά κατά βάση μικρότερες ατομικές επιχειρήσεις με 1-2 άτομα μισθωτούς, που λόγω της κρίσης συνέχισαν χωρίς εκμετάλλευση εργατικής δύναμης.

Στον κλάδο του εμπορίου/επισκευών την περίοδο 2001-2008 καταγράφεται αύξηση στην απασχόληση κατά 15% (από 731.500 σε 841.100), στη συνέχεια (2008-2015) μείωση κατά 19,5% (σε 676.800), ενώ το διάστημα 2015-2017 αύξηση κατά 1,6% (687.700). Οι μισθωτοί αυξάνονται το ίδιο διάστημα (2001-2008) κατά 23,9% (σε 452.500), στη συνέχεια (2008-2015) μειώνονται κατά 9,4% (409.900) και αυξάνονται το 2015-2017 κατά 0,2% (410.800).

Οι α/α χ.πρ. το διάστημα 2001-2008 μειώνονται κατά 0,2% (από 216.100 σε 215.700) και στη συνέχεια το διάστημα 2008-2015 μειώνονται κατά 25,6% (160.500), ως αποτέλεσμα και της τάσης συγκεντροποίησης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Το διάστημα 2015-2017, οι α/α χ.πρ. εμφανίζουν οριακή αύξηση 0,6% (161.400).

Οι εργοδότες αυξάνονται το 2001-2008 κατά 25,2% (από 86.200 σε 107.900) και στη συνέχεια μειώνονται δραστικά κατά 33,5% (71.700 το 2015). Αντίστοιχα, τα συμβοηθούντα μέλη, ενώ παραμένουν περίπου σταθερά την περίοδο 2001-2008 (65.500 το 2008), μειώνονται με μεγάλους ρυθμούς το διάστημα 2008-2015 κατά 46,6% (34.700 το 2015).

Στον κλάδο τουρισμού-εστίασης η απασχόληση αυξάνεται το 2001-2008 κατά 17% (από 297.000 σε 347.500), αυξάνεται το διάστημα 2008-2015 κατά 5% (365.000) και στη συνέχεια το 2015-2017 αυξάνεται κατά 9,2% (398.600). Οι μισθωτοί αυξάνονται το διάστημα 2001-2008 κατά 14,1% (από 182.900 σε 208.700), το 2008-2015 αυξάνονται κατά 19% (σε 248.300) και το διάστημα 2015-2017 αυξάνονται κατά 11% (275.600).

Οι α/α χ.πρ το 2001-2008 μειώνονται κατά 3,5% (από 48.600 σε 46.900), στη συνέχεια το 2008-2015 μειώνονται κατά 2,8% (45.600) και το διάστημα 2015-2017 μειώνονται κατά 2,4% (44.500). Οι εργοδότες αυξάνονται κατά 47,5% το διάστημα 2001-2008 (από 34.300 σε 50.600), στη συνέχεια το 2008-2015 μειώνονται κατά 16% (42.500) και αυξάνονται και πάλι το 2015-2017 κατά 17,4% (49.900). Τα συμβοηθούντα μέλη αυξάνονται το διάστημα 2001-2008 κατά 32,4% (41.300 το 2008), μειώνονται το 2008-2015 κατά 30,8% (28.600 το 2015) και στη συνέχεια παραμένουν στα ίδια επίπεδα.

Συνολικά η αύξηση της απασχόλησης στον κλάδο σχετίζεται με τη δυναμική του. Σημειώνει το χαμηλότερο σημείο της τις χρονιές 2012-2013, δηλαδή στην κορύφωση της κρίσης, και στη συνέχεια αυξάνει κατακόρυφα, σε μια περίοδο μεγάλης δυναμικής για τον κλάδο. Αυτή η δυναμική του κλάδου το διάστημα 2013-2017 δεν εκφράζεται στους α/α χ.πρ., οι οποίοι συνεχίζουν να μειώνονται.

Στον κλάδο μεταφορών/αποθήκευσης καταγράφεται μείωση της απασχόλησης το διάστημα 2001-2008 κατά 19,5% (από 266.100 σε 214.300), στη συνέχεια το 2008-2015 μείωση κατά 22,2% (σε 166.700) και στην πορεία (2015-2017) καταγράφεται αύξηση 13,9% (189.900). Οι μισθωτοί μειώνονται ως το 2008 κατά 21,4% (από 196.500 σε 154.300), μειώνονται στη συνέχεια (2008-2015) κατά 24,2% (σε 117.000) και τελικά αυξάνονται το 2015-2017 κατά 15,1% (σε 134.700).

Οι α/α χ.πρ. μειώνονται το 2001-2008 κατά 14% (από 55.500 σε 47.700 το 2008), στη συνέχεια (2008-2015) μειώνονται κατά 13% (41.500) και αυξάνονται και πάλι (2015-2017) κατά 10,6% (45.900).

Οι εργοδότες μειώνονται το διάστημα 2001-2008 κατά 14,8% (από 11.500 σε 9.800), μειώνονται στη συνέχεια (2008-2015) κατά 32,7% (6.600), και στη συνέχεια (2015-2017) αυξάνονται ξανά κατά 10,6% (7.300).

Στον κλάδο των υπηρεσιών συνολικά οι α/α χ.πρ. είναι 145.300 το 2001, καταγράφουν αύξηση μέχρι το 2008 κατά 42,9% (207.700) και μικρή μείωση ως το 2015 κατά 5,8% (105.700). Στις υπηρεσίες ξεχωρίζουν ορισμένοι τομείς λόγω της αυξημένης συμμετοχής των α/α χ.πρ.: Στον τομέα των υπηρεσιών υγείας - κοινωνικής μέριμνας οι α/α χ.πρ. διατηρήθηκαν στα ίδια περίπου επίπεδα σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, με το σημερινό τους αριθμό (36.600 το 2017) να είναι αυξημένος και να ξεπερνά τα προ κρίσης επίπεδα (30.800 το 2008). Αντίστοιχα, στις επαγγελματικές, τεχνικές, επιστημονικές δραστηριότητες καταγράφονται πολλαπλάσιοι σε σχέση με το 2008 (7,7%). Παρατηρούμε δε ότι το διάστημα της κρίσης αυξάνεται δραστικά ο αριθμός α/α χ.πρ. (αποκορύφωμα το 2013, όπου καταγράφονται 103.600), αποτέλεσμα ενδεχομένως της στροφής στην αυτοαπασχόληση λόγω ανεργίας, αλλά και λόγω καταγραφής σημαντικού τμήματος ουσιαστικά μισθωτών στην κατηγορία αυτή με μπλοκάκι. Στην εκπαίδευση ο αριθμός των α/α χ.πρ. μειώνεται το διάστημα 2009-2012 κατά 32,1% και δείχνει να ανακάμπτει το 2015-2017 (32,7%). Ωστόσο και στις υπόλοιπες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, παρά τη σαφή μείωση το διάστημα 2008-2015 κατά 18,7% ο αριθμός των α/α χ.πρ. παραμένει αρκετά υπολογίσιμος (59.000), το μερίδιο της αυτοαπασχόλησης στους τομείς των υπηρεσιών παραμένει αυξημένο σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες.

Εν κατακλείδι, την περίοδο 2015-2017, στην οποία η ελληνική καπιταλιστική οικονομία περνά σε φάση ασθενικής ανάκαμψης, καταγράφεται ανάσχεση της μείωσης των α/α χ.πρ. και οριακή αύξηση του αριθμού τους, με διακυμάνσεις από κλάδο σε κλάδο. Ο αριθμός των α/α χ.πρ. έχει πιάσει το κατώτερο σημείο του το 2015 (535.000) και στη συνέχεια καταγράφεται αύξηση κατά 3,1% (+16.400) για το διάστημα 2015-2017. Η αύξηση αυτή καταγράφεται στους εξής κλάδους (διάστημα 2015-2017): Υπηρεσίες Εκπαίδευσης (32,7%), Κατασκευές (21,5%), Μεταφορές/Αποθήκευση (10,6%), Επαγγελματικές/επιστημονικές/τεχνικές υπηρεσίες (9,3%), Εμπόριο/Επισκευές (0,6%). Μείωση συνεχίζει να καταγράφεται κυρίως στον κλάδο της μεταποίησης (-16%). Στον τουρισμό/εστίαση η μείωση των α/α χ.πρ. (-2,4%) συνδυάζεται με ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση των εργοδοτών κατά 17,4%.

Έτσι, το 2016 (Γ΄ τριμ.), καταγράφεται ως εξής η πανελλαδική κατάταξη των κλάδων, ως προς το ποσοστιαίο μερίδιο των α/α χ.πρ. στο σύνολο της αυτοαπασχόλησης χ.πρ.: 1. Εμπόριο. 2. Επαγγελματικές, τεχνικές, επιστημονικές δραστηριότητες. 3. Κατασκευές. 4. Τουρισμός-εστίαση. 5. Μεταφορά-αποθήκευση. 6 Μεταποίηση. 7. Υγεία - κοινωνική μέριμνα. 8. Άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών. 9. Εκπαίδευση κλπ.

 

Η περιφερειακή κατανομή των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό

Η εξέταση των μεριδίων συμμετοχής των α/α χ.πρ. γίνεται με βάση τα αντίστοιχα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (Γ΄ τρίμ. 2016), εξαιρουμένου του αγροτικού τομέα.

Με βάση το σύνολο των α/α χ.πρ. στην επικράτεια (535.600), πρώτη περιφέρεια στη συγκέντρωση α/α χ.πρ. καταγράφεται η Αττική με 171.485 (32% επί του συνόλου της αυτοαπασχόλησης χ.πρ.), 2η η Κεντρική Μακεδονία με 97.912 (18,3%), 3ο το Αιγαίο με 39.543 (7,3%) και ακολουθούν Θεσσαλία με 35.188 (6,6%), Δυτική Ελλάδα με 32.826 (6,1%), Αν. Στερεά-Εύβοια με 31.893 (5,9%), Πελοπόννησος με 30.218 (5,6%), Ανατ. Μακεδονία-Θράκη με 28.345 (5,2%), Κρήτη με 27.312 (5%), Ήπειρος με 16.093 (3%) και Ιόνιο με 12.181 (2,2%). Δηλαδή τα δύο αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, συγκεντρώνουν σχεδόν το 50% της συνολικής αυτοαπασχόλησης χωρίς προσωπικό.

Ωστόσο εξετάζοντας την ποσοστιαία συγκέντρωση των α/α χ.πρ. στο σύνολο της απασχόλησης σε κάθε περιφέρεια ξεχωριστά, προκύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις και τελείως διαφορετική κατάταξη: 1η περιφέρεια είναι η Στερεά με 22,9%, 2η η Θράκη με 21,4%, 3η η Πελοπόννησος με 21,1% και ακολουθούν Δυτική Ελλάδα 21%, Αιγαίο 20,9%, Θεσσαλία 19,5%, Δυτική Μακεδονία 18,7%, Ήπειρος 18,3%, Κεντρική Μακεδονία 18,3% (με 15,9% στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης), Ιόνιο 15,7%, Κρήτη 13,5% και Αττική 12,6%. Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα κυριαρχεί σε μεγαλύτερο βαθμό η μισθωτή εργασία.

Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη συνδυασμένα τα παραπάνω στοιχεία, ως προς την οργάνωση της δουλειάς μας σε αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, παραμένει στην προτεραιότητα η οργάνωση της δουλειάς στις περιφέρειες πρωτεύουσας και Θεσσαλονίκης, ενώ επίσης χρειάζεται να οργανωθεί η δουλειά με μεγαλύτερη ένταση στο Αιγαίο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά, τη Δυτική Ελλάδα, καθώς ο αριθμός και η ποσοστιαία συγκέντρωση των α/α χ.πρ. είναι σημαντική.

 

Για την ποσοστιαία συμμετοχή των γυναικών στην αυτοαπασχόληση (στοιχεία Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, Γ΄ τρίμ. 2016)

Το σύνολο των α/α γυναικών στην αυτοαπασχόληση χ.πρ. είναι 31,77%, δηλαδή 170.162 σε σύνολο 535.600 α/α χ.πρ.

Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη αριθμητική συγκέντρωση γυναικών α/α χ.πρ. είναι: 1. Εμπόριο με 55.059 (34,3%). 2. Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες με 36.034 (42,82%). 3. Δραστηριότητες υγείας και κοινωνικής μέριμνας με 17.839 (51,62%). 4. Παροχή υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης με 17.323 (37,86%). 5. Δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών με 10.379 (49,51%). 6. Εκπαίδευση με 7.295 (61,85%). 7 Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες με 4.163 (41,26%). 8. Δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών με 3.428 (85,99%) και ακολουθούν Τέχνες-διασκέδαση-ψυχαγωγία, ενημέρωση, επικοινωνία, κατασκευές, μεταποίηση κλπ.

Αξιοσημείωτο για τον προσανατολισμό της δουλειάς μας είναι ότι το ποσοστό των γυναικών α/α είναι σημαντικά μεγαλύτερο στην αυτοαπασχόληση χωρίς προσωπικό απ’ ό,τι στους εργοδότες. Στην πρώτη κατηγορία οι γυναίκες α/α χ.πρ. είναι το 31,77% του συνόλου, ενώ στην κατηγορία των εργοδοτών οι γυναίκες είναι το 27,5% (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ Γ΄ τρίμ. 2016).

 

Η αυτοαπασχόληση στην Ελλάδα σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ-28

Με βάση στοιχεία της ίδιας της ΕΕ (Γ΄τρίμ. 2016), το 96,8% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές (δηλαδή 0-9 άτομα προσωπικό) έναντι του 93% στην ΕΕ-28, ποσοστό αρκετά αυξημένο.

Αξία έχουν επίσης και ορισμένα στοιχεία που προσδιορίζουν το μέγεθος της μη μισθωτής εργασίας στη χώρα μας σε σχέση με την ΕΕ που, παρά τα μεθοδολογικά τους προβλήματα (συμπεριλαμβάνουν ενιαία α/α χωρίς προσωπικό, α/α με προσωπικό και συμβοηθούντα μέλη), επιβεβαιώνουν τη γενική τάση. Με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, στην Ελλάδα η αυτοαπασχόληση αποτελεί το 34% της συνολικής απασχόλησης, ενώ την ίδια στιγμή τα αντίστοιχα ποσοστά είναι στην ΕΕ-28 15,7%, στις ΗΠΑ 7% και στις χώρες του ΟΟΣΑ 15,5% (σε αυτά τα στοιχεία συμπεριλαμβάνεται και η Γεωργία-Αλιεία-Δασοκομία). Αντίστοιχα είναι τα ποσοστά σε όλους τους κλάδους, συγκρίνοντας την ελληνική πραγματικότητα με την κατάσταση στην ΕΕ-28: Εμπόριο 41% έναντι 18% στην ΕΕ-28, Τουρισμός-εστίαση 34% έναντι 16%, Μεταφορές-αποθήκευση 27% έναντι 11%, Μεταποίηση 23% έναντι 7%, Επαγγελματικές/επιστημονικές/τεχνικές δραστηριότητες 54% έναντι 33%, υπηρεσίες υγείας 20% έναντι 9% κλπ. Με βάση τις ίδιες πηγές, καταγράφεται ότι η προστιθέμενη αξία που παράγεται ανά απασχολούμενο στις πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι μόλις το 40% της μέσης παραγόμενης προστιθέμενης αξίας ανά απασχολούμενο στην ΕΕ-28.

(Σημείωση: Πηγές ΕΛΣΤΑΤ-Eurostat-Παγκόσμια Τράπεζα, με βάση τις Έρευνες Εργατικού Δυναμικού για το Γ΄ τρίμ. 2016, όπως αναφέρονται συνοπτικά στο οικονομικό δελτίο του ΣΕΒ Η φτώχεια των εθνών, Μάρτης του 2017.)

 

Συνοπτική εκτίμηση

Με βάση τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύεται ότι η αυτοαπασχόληση στο πλαίσιο της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας παρουσιάζει τάσεις αντιφατικές, σε αντίθεση με την καθαρή τάση συρρίκνωσης των α/α στην αγροτική παραγωγή. Καταγράφονται μειωτικές τάσεις που αφορούν μόνο την περίοδο της κρίσης, καθώς και κάποιες μειωτικές τάσεις πιο γενικευμένες, που αφορούν δηλαδή και την περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης: Η τάση μείωσης των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό είναι αργή, με ευκαιριακές ανακάμψεις, ενώ πιο σταθερά εμφανίζεται η μειωτική τάση στο εμπόριο και τη μεταποίηση. Παράλληλα με τη γενική τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης που αντικειμενικά οδηγεί τμήματα αυτοαπασχολούμενων στην καταστροφή, συνυπάρχουν ανασχετικές τάσεις που οδηγούν στην αναπαραγωγή τμημάτων α/α σε κλάδους και τομείς ανάλογα με την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας και τις παρεμβάσεις της κυβερνητικής και ευρωενωσιακής πολιτικής. Το ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων και ιδίως των α/α χ.πρ. παραμένει ιδιαίτερα μεγάλο στην Ελλάδα σε σχέση με το μ.ό. της ΕΕ-28.

Επίσης, με ασφάλεια μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ορισμένα τμήματα άντεξαν και στην περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης. Παρά το γεγονός ότι επιταχύνθηκε η καταστροφή ατομικών επιχειρήσεων και συρρικνώθηκε σημαντικά ο συνολικός αριθμός τους, την ίδια ώρα, εν μέσω παρατεταμένης ανεργίας, ένα μεγάλο τμήμα διατήρησε το καθεστώς της αυτοαπασχόλησης, ενώ σε ορισμένους κλάδους αυτή αναπτύχθηκε παραπέρα λόγω ευνοϊκών συνθηκών.

Η καπιταλιστική ανάκαμψη δημιουργεί νέα δεδομένα, καθώς η πορεία συρρίκνωσης σε αυτήν τη φάση δείχνει να περιορίζεται. Σε αυτές τις συνθήκες έχει σημασία να εμβαθύνουμε κατά κλάδο, καθώς η τάση αυτή δεν είναι ενιαία. Σε ορισμένους κλάδους καταγράφεται ακόμα και αύξηση των α/α χ.πρ., αναθέρμανση της επαγγελματικής δραστηριότητας, ενώ συνεχίζεται η πορεία συρρίκνωσης του αριθμού των α/α χ.πρ. σε άλλους κλάδους.

 

Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις, οι κλάδοι που ιεραρχούμε στην παρέμβασή μας είναι:

  1. Το εμπόριο (το οποίο συγκεντρώνει σταθερά το μεγαλύτερο αριθμό α/α χ.πρ. και των οποίων η επιδείνωση της οικονομικής τους δραστηριότητας συνεχίζεται).
  2. Ο κλάδος επαγγελματικών/επιστημονικών δραστηριοτήτων, που παρουσιάζει μεγάλη αύξηση την τελευταία δεκαετία και συγκεντρώνει μεγάλο πλήθος α/α χ.πρ. (ιδιαίτερα στην περιφέρεια πρωτεύουσας όπου είναι 1ος κλάδος σε αριθμό α/α).
  3. Ο κλάδος τουρισμού/εστίασης (όπου παράλληλα με τον αυξημένο αριθμό α/α χ.πρ. συγκεντρώνεται και μεγάλος αριθμός α/α με περιορισμένο αριθμό εργαζόμενων).
  4. Οι κατασκευές (όπου παρά τη βαθιά κρίση των τελευταίων χρόνων συγκεντρώνουν ακόμα μεγάλο αριθμό α/α χ.πρ. με ελαφριά αυξητική τάση).
  5. Ο κλάδος μεταφορών/αποθήκευσης.
  6. Η μεταποίηση.

Οι τρεις τελευταίοι κλάδοι διατηρούν την ιδιαίτερη σημασία τους ως κλάδοι παραγωγικοί.

 

  1. B. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΥΣ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ 
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΕ

Η πολιτική του αστικού κράτους καθορίζεται από τις συνολικότερες ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, βάθρο της οποίας είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Στόχο της έχει την υποβοήθηση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, επομένως εν μέρει λαμβάνει υπόψη την εκτεταμένη παρουσία και λειτουργία χιλιάδων μικρών ατομικών κεφαλαίων.

Στις απαρχές της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις μικρής κεφαλαιακής συγκέντρωσης, ακόμα και κάποιοι μικροί ατομικοί εμπορευματοπαραγωγοί, αναπτύσσονταν ως συστατικά μέρη της αστικής τάξης. Στην πορεία όμως της ιστορικής εξέλιξης, κάποιες από αυτές αναδείχτηκαν σε δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης, ενώ άλλες έχασαν τα μέσα παραγωγής που διέθεταν και προλεταριοποιήθηκαν. Ως τέτοιες κοινωνικές δυνάμεις έβαλαν τη σφραγίδα τους στην ίδια τη διαμόρφωση της αστικής εξουσίας και στη συγκρότηση του αστικού κράτους, μετέχοντας ενεργά στις κινητήριες δυνάμεις της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης. Μια σειρά επαγγελματικοί-συντεχνιακοί προστατευτικοί νόμοι έχουν τη ρίζα τους στην ανάπτυξη και τέτοιων δυνάμεων στις πόλεις ήδη από τη φεουδαρχία. Στη συνέχεια, νόμοι προστασίας της εθνικής αγοράς σχετίζονται με την καπιταλιστική κρατική συγκρότηση. Μεγάλο μέρος της καπιταλιστικής συσσώρευσης πραγματοποιούνταν μέσω των ατομικών κεφαλαίων (μικροεπιχειρήσεων με πολύ περιορισμένο αριθμό μισθωτών).

Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, και μάλιστα του μονοπωλιακού, το σημαντικότερο μέρος της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής πραγματοποιείται από τις μετοχικές επιχειρήσεις, και μάλιστα τις ΑΕ. Παρόλ’ αυτά, από τη χρονική περίοδο της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης μέχρι σήμερα, παραμένει στην Ελλάδα –αν και μειούμενος– μεγάλος αριθμός πολύ μικρών επιχειρήσεων και α/α χ.πρ., ένα μέρος των οποίων αναπαράγεται σχετικά δυναμικά κινούμενο συχνά ως στεφάνη γύρω από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα μονοπώλια.

Η κίνηση αυτή δε γίνεται μόνο με την αυθόρμητη λειτουργία των νόμων της καπιταλιστικής αγοράς. Υποβοηθείται από τις εκάστοτε κυβερνητικές αποφάσεις, από εξειδικευμένες πολιτικές για τις μΜ επιχειρήσεις με στόχο την αναγκαία προσαρμογή κι ενσωμάτωσή τους στις βασικές στρατηγικές επιλογές, ανάλογα και με τη φάση του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου, τον περιφερειακό και διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό και άλλους παράγοντες. Έτσι, ορισμένη πολιτική προστασίας προς τις μΜ επιχειρήσεις, που διατηρούνταν σε μεγαλύτερη έκταση τις προηγούμενες δεκαετίες, συμβάδιζε με το στόχο εκείνης της μεγέθυνσης (και του απαραίτητου τεχνολογικού εξοπλισμού) που ήταν προϋπόθεση για μια ουσιαστική συγχώνευση ή και προσαρμογή στην εμφάνιση μεγάλων επιχειρήσεων και μονοπωλίων σε νέους κλάδους.

Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις, χρειάζεται να εκτιμήσουμε την εκάστοτε πολιτική κυβερνήσεων και αστικών κομμάτων για τους α/α, όπως και τις αντίστοιχες κατευθύνσεις της ΕΕ, του ΟΟΣΑ, οι οποίες γενικά δεν έρχονται σε αντιπαράθεση, αλλά κατά κανόνα υπηρετούν τη γενική κατεύθυνση με στόχο την υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Η είσοδος της Ελλάδας αρχικά στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην ΕΕ αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης, την οποία στήριξαν διαχρονικά όλες οι αστικές κυβερνήσεις. Από αυτήν ωφελήθηκαν τα πιο ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου και κυρίως τα πιο διεθνοποιημένα, καθώς απέκτησαν ευνοϊκότερες συνθήκες στην ευρύτερη ευρωενωσιακή αγορά.

Αρχικά, στην περίοδο ένταξης στην ΕΟΚ, μια σειρά μικρές, ακόμα και μεγαλύτερες επιχειρήσεις, μένοντας «εθνικά απροστάτευτες», οδηγήθηκαν στη συρρίκνωση και καταστροφή, κυρίως σε κλάδους όπως ο ιματισμός, η κλωστοϋφαντουργία, το δέρμα, στη συνέχεια στη ναυπηγοεπισκευαστική κλπ. Ωστόσο, στα 40 χρόνια που ακολούθησαν, οι τάσεις που αφορούσαν την αυτοαπασχόληση και τη μικρής εμβέλειας επιχειρηματικότητα εξελίχτηκαν πιο σύνθετα και αντιφατικά κι επηρεάστηκαν από διάφορους παράγοντες, άλλους πιο σταθερά εμφανιζόμενους που σχετίζονται με τους κύκλους της καπιταλιστικής κρίσης, άλλους πιο συγκυριακούς, όπως τα Ολυμπιακά έργα στην Ελλάδα. Έτσι, σε φάσεις σχετικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην Ελλάδα, μαζί με τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις ευνοήθηκαν και χιλιάδες πολύ μικρές επιχειρήσεις. Ακόμα και ελεύθεροι επαγγελματίες, που ζούσαν αποκλειστικά από τη δική τους εργασία, είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, τόσο σε κλάδους με υψηλή συγκέντρωση αυτοαπασχόλησης (π.χ. κατασκευές, εμπόριο), αλλά και σε νέους κλάδους που αναπτύχθηκαν, όπως, π.χ. στον υποκλάδο εμπορίου κινητής τηλεφωνίας και πληροφορικής. Ένα τμήμα τους σε ένα σύντομο διάστημα συγκέντρωσης του δικού τους υπερπροϊόντος, υποβοηθούμενοι από τραπεζικά προγράμματα και φοροαπαλλαγές, απέκτησε σύντομα την ικανότητα μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, έστω και αν αυτή ήταν σε περιορισμένη έκταση ή και ευκαιριακά.

Η διεύρυνση της αυτοαπασχόλησης σε ορισμένους κλάδους ευνοήθηκε σ’ ένα βαθμό και από τις εκάστοτε αστικές πολιτικές. Τέτοιες ήταν, για παράδειγμα, πολιτικές που εντάθηκαν από το ΠΑΣΟΚ (γενικότερα τότε από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία), π.χ., με διευρυμένο κρατικό παραγωγικό τομέα ο οποίος διαμόρφωσε ως στεφάνη και τη διευρυμένη αυτοαπασχόληση σε τεχνικές και επιστημονικές υπηρεσίες. Αντίστοιχα, η πολιτική επέκτασης της γενικής δημόσιας παιδείας και της ανώτατης εκπαίδευσης συνδυάστηκε με την αντίστοιχη επέκταση της ιδιωτικής, από την οποία ευνοήθηκε και η αυτοαπασχόληση.

Ταυτόχρονα, ένα τμήμα των κοινοτικών επιδοτήσεων και προγραμμάτων κατευθύνθηκε και προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις με διάφορες στοχεύσεις. Φυσικά η κοινοτική χρηματοδότηση, ιδιαίτερα στην ΕΕ και κυρίως στην Ευρωζώνη, εξυπηρέτησε κυρίως γενικότερους στόχους, όπως τη στήριξη των πιο δυναμικών μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω της πρόσβασης στην καινοτομία, την τόνωση της εξωστρέφειας κλπ. Επίσης εξυπηρέτησε και κλαδικές προτεραιότητες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον τουρισμό, στις νέες τεχνολογίες, στις υπηρεσίες καλλωπισμού κλπ. Ωστόσο, με διάφορους τρόπους, μέσα από προγράμματα στα οποία συχνά εμπλέκονταν επιμελητήρια, ακόμα και συνδικαλιστικοί φορείς ή και άλλα ειδικά προγράμματα, όπως αυτά για τη νεανική και γυναικεία επιχειρηματικότητα, κατευθύνθηκαν κονδύλια και προς τις μικροεπιχειρήσεις των αυτοαπασχολούμενων, παίζοντας σημαντικό ρόλο και στην ενσωμάτωση ευρύτερων τμημάτων τους. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η πολιτική δανεισμού των τραπεζών προς τις μΜ επιχειρήσεις, είτε άμεσα μέσω προγραμμάτων σε κλαδικές οικονομικές δραστηριότητες είτε έμμεσα (π.χ. δανειοδότηση κατοικίας, καταναλωτικά δάνεια σε μικρεμπόρους).

Μπορούμε να εκτιμήσουμε συνολικά ότι οι αυξημένοι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1994-2008, σε συνδυασμό με τη διατήρηση μέτρων προστασίας της αυτοαπασχόλησης σε μια σειρά επαγγέλματα (είτε λόγω πολιτικής συμμαχιών είτε λόγω μη ύπαρξης συνολικότερων προϋποθέσεων ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας μεγάλης κλίμακας) και τη στοχευμένη χρηματοδότηση της μΜ επιχειρηματικότητας σε κλάδους προτεραιότητας, συνέβαλαν στη διατήρηση της αυτοαπασχόλησης σε μεγάλη έκταση. Διευκόλυναν την ενδοκλαδική αναδιάταξή της, στήριξαν το πιο δυναμικό τμήμα της, συγκράτησαν την απότομη συρρίκνωσή της σε μια σειρά κλάδους και την απότομη αύξηση της ανεργίας, την ίδια περίοδο που η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου συνέχιζε να είναι ανθηρή. Δηλαδή η πορεία γενικά της αυτοαπασχόλησης ήταν συνάρτηση της γενικότερης πορείας της οικονομίας με βάση και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που αυτή είχε ανά κλάδο, και δεν επιβεβαιώθηκαν εκτιμήσεις-προβλέψεις για άμεση, βίαιη καταστροφή της πλειονότητας των α/α.

Είναι χαρακτηριστικό ότι τη δεκαετία 1991-2001 το ισοζύγιο στο άνοιγμα-κλείσιμο επιχειρήσεων παραμένει σταθερά θετικό παρά την τάση μείωσης του ρυθμού αύξησης νέων επιχειρήσεων (1991: +42.000 νέες επιχειρήσεις, 2001: +20.000 νέες επιχειρήσεις, Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων).

Ταυτόχρονα όμως αυτή η πολιτική στήριξης της μΜ επιχειρηματικότητας έφερνε μέσα της και την αντίφασή της, καθώς η καπιταλιστική ιδιοκτησία θρέφεται καταστρέφοντας τη μικρή ατομική ιδιοκτησία. Ο καπιταλισμός οδηγεί αντικειμενικά σε καταστροφές, συγχωνεύσεις-εξαγορές, μετατρέποντας τον αυτοαπασχολούμενο σε μισθωτό από το κεφάλαιο. Αυτήν την αντιφατικότητα επιχειρούν να διαχειριστούν οι αστικές κυβερνήσεις, διαχείριση που γίνεται πιο πολύπλοκη σε συνθήκες άρσης της προστασίας της «εθνικής» αγοράς, συγκρότησης διακρατικών οικονομικών πολιτικών συμμαχιών όπως είναι η ΕΕ, ακόμα περισσότερο η Ευρωζώνη. Έτσι, αυτή η εν μέρει ευνοϊκή πολιτική προηγούμενων δεκαετιών άρχισε να περιορίζεται πιο έντονα στο βαθμό που το απαιτούσαν οι συνολικότερες ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας και τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονταν στην ενιαία αγορά της ΕΕ, αλλά και διεθνώς.

Το καινούργιο στοιχείο, ιδιαίτερα της δεκαετίας 2000 και λίγο πριν, δηλαδή η είσοδος στη διεθνή αγορά εμπορευμάτων παραγόμενων με πολύ φθηνή εργατική δύναμη από Κίνα, Ινδία κλπ., άλλαξε τις συνθήκες ανταγωνιστικότητας σε κλάδους που κυριαρχούσε η αυτοαπασχόληση ή και η μικρή επιχειρηματικότητα. Τα νέα δεδομένα, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες ολοκλήρωσης της Ενιαίας Αγοράς στην ΕΕ (λόγω ανταγωνισμών και ανισόμετρης ανάπτυξης), οδήγησαν και σε πιο στοχευμένες ευρωενωσιακές πολιτικές για τις μΜ επιχειρήσεις, όπως αυτές αποτυπώθηκαν και στα κεντρικά κείμενα της ΕΕ (π.χ. Ευρωπαϊκός Χάρτης για τη μΜ επιχειρηματικότητα, Ιούνης του 2000), με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας συνολικά της ευρωενωσιακής καπιταλιστικής οικονομίας, όπως και των αντίστοιχων εθνικών οικονομιών.

Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα κατευθύνσεων που προωθήθηκε αμέσως πριν την οικονομική κρίση είναι το πρόγραμμα-πλαίσιο Small Business Act (SBA) που στόχο είχε τη βελτίωση των εθνικών πολιτικών προς τις μΜ επιχειρήσεις, προτάσσοντας ένα συνολικότερο πλαίσιο δράσεων και πολιτικές που κατά βάση είχαν και έχουν αποδέκτες εκείνα τα τμήματα των μΜ επιχειρήσεων που παραμένουν χρήσιμα στο πλαίσιο της γενικότερης καπιταλιστικής κερδοφορίας και όχι τόσο τους α/α χωρίς ή με πολύ περιορισμένη μίσθωση 2-3 εργαζόμενων.

Οι αστικές ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου υιοθέτησαν τις γενικότερες κατευθύνσεις της ΕΕ για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, προσαρμόζοντάς τες στις ιδιαίτερες ανάγκες και προτεραιότητες της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, δεδομένης της πολύ μεγαλύτερης ύπαρξης πολύ μικρών επιχειρήσεων.

Η εκτεταμένη ύπαρξη διάσπαρτων πολύ μικρών, ατομικών επιχειρήσεων, ειδικά α/α χ.πρ. που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα παραμένει πάνω από το μ.ό. της ΕΕ-28. Αυτή χαρακτηρίστηκε από την ΕΕ ως «διαρθρωτική» με αρνητικές συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Την ίδια εκτίμηση-συμπέρασμα ασπάζονται και διάφορα εγχώρια επιτελεία και σε σχέση, μάλιστα, με το συνολικότερο στόχο ανάκαμψης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Βέβαια, όπως θα εκθέσουμε και στη συνέχεια, η επίλυση του προβλήματος της χαμηλής παραγωγικότητας τέτοιων επιχειρήσεων και της σπατάλης κοινωνικής εργασίας, με τρόπο που να οδηγεί συνολικά σε άνοδο της κοινωνικής ευημερίας, προϋποθέτει σοσιαλιστικές σχέσεις.

 

Η πολιτική του αστικού κράτους την περίοδο της κρίσης και στις παρούσες συνθήκες ανάκαμψης

Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008 ξέσπασε με μεγαλύτερη ένταση, βάθος και διάρκεια στην ελληνική οικονομία. Η συμμετοχή της Ελλάδας στο κοινό νόμισμα της Ευρωζώνης είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση σκληρής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, πρόταξης της διάσωσης των τραπεζών με στόχο την αποφυγή κλονισμού της καπιταλιστικής λειτουργίας και στη συνέχεια την ανάκαμψη της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου. Στο βωμό αυτών των στόχων θυσιάστηκαν ορισμένες ευνοϊκές πολιτικές προς τη μικρή επιχειρηματικότητα του παρελθόντος.

Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η επιδείνωση του συστήματος φορολόγησης των α/α και η αυστηροποίηση του αντίστοιχου ελέγχου, που διαμόρφωσαν ένα εξαιρετικά ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας για τις μικροεπιχειρήσεις των α/α.

Η ίδια η κρίση σε συνδυασμό με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές όλων των κυβερνήσεων είχε άμεση αρνητική επίδραση και στην ίδια την οικονομική δραστηριότητα των αυτοαπασχολούμενων στην πλειοψηφία των κλάδων. Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις (Όψεις κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα της κρίσης, Νοέμβρης του 2018), το διαθέσιμο εισόδημα των α/α μειώθηκε το διάστημα 2009-2014 κατά 40,3%, όταν το αντίστοιχο εισόδημα των μισθωτών μειώθηκε κατά 38,6% και των συνταξιούχων κατά 32,5%.

Χιλιάδες είναι αυτοί που βρίσκονται ακόμα και σήμερα σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, υπερχρεωμένοι. Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα στοιχεία που δίνει η εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος της ΓΣΕΒΕΕ (Αύγουστος του 2019), όπου αναφέρονται ως έχοντες οφειλές το 22,1% στον ΕΦΚΑ και το 21% στην Εφορία (χωρίς φυσικά να συμπεριλαμβάνονται όσοι έχουν ήδη κλείσει την επιχείρησή τους). Επίσης καθυστερούμενες οφειλές έχει το 16,1% σε προμηθευτές, το 12% σε ενοίκια, το 14,9% για δόσεις δανείου. Αντίστοιχα, σύμφωνα με δημοσιεύματα που βασίζονται σε στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 68% των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων αφορούν πολύ μικρές επιχειρήσεις.

Η ίδια η κρίση και η ένταση της διεθνοποίησης της καπιταλιστικής αγοράς οδήγησαν στην επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων σχετικά με την άρση συντεχνιακών κι εθνικών προστατευτισμών, που λειτουργούσαν τις προηγούμενες δεκαετίες ως «ασπίδα προστασίας» και για χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις. Η απελευθέρωση εμπορευμάτων και υπηρεσιών, των κλειστών επαγγελμάτων, του ωραρίου κλπ. όξυναν τον ανταγωνισμό προς όφελος των μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Χαρακτηριστική εξέλιξη αποτελεί η ενίσχυση της τάσης συγκεντροποίησης στο εμπόριο, όπου τα τελευταία χρόνια πολυκαταστήματα, αλυσίδες, κέντρα εμπορίου εξαπλώνονται και συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των πωλήσεων. Σε αυτήν τη γραμμή κινήθηκαν όλες οι κυβερνήσεις της οικονομικής κρίσης.

Αντίστοιχα και στη νέα φάση ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, οι πολιτικές των αστικών κομμάτων, κυρίως της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, για τη μΜ επιχειρηματικότητα έχουν κοινά στοιχεία, όπως το σταθερό προσανατολισμό στη στήριξη των πιο δυναμικών μΜ επιχειρήσεων, κλαδικές προτεραιότητες, συγκλίνοντας άλλωστε και με τις βασικές κατευθύνσεις της ΕΕ (βλ. άρθρο στην ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 2/2019). Είναι χαρακτηριστική η ετήσια έκθεση του Small Business Act 2017-2018 για την Ελλάδα, που εκτιμά θετικά την επιτάχυνση της προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας (νομοθετικές πρωτοβουλίες 2015-2017) στις ευρωενωσιακές ντιρεκτίβες γύρω από μια σειρά δείκτες-κριτήρια που αφορούν τη στήριξη της μΜ επιχειρηματικότητας (με βάση τις προτεραιότητες της ΕΕ).

Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι πλέον αποκτάται και μια σχετικά μεγαλύτερη ευελιξία στο μίγμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής σε σχέση με το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Έτσι, με την έξοδο από την κρίση, η ΝΔ με τον αντιπολιτευτικό της λόγο έριξε το ανάθεμα για την καταστροφή της «μεσαίας τάξης», όπως λέει, στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η τελευταία, προς το τέλος της θητείας της επιδίωξε ορισμένες ρυθμίσεις ως προς τα χρέη στις τράπεζες, τον ΕΦΚΑ. Επομένως χρειάζεται συστηματική παρακολούθηση και ερμηνεία των αλλαγών στις θέσεις των άλλων κομμάτων, στην τακτική τους.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ούσα η πρώτη χρονικά κυβέρνηση μετά την επίσημη έξοδο από τα μνημόνια, έδωσε πρώτη το στίγμα, όπως αυτό αποτυπώθηκε στο αντίστοιχο «Εθνικό Παραγωγικό Αναπτυξιακό Σχέδιο», που συμπεριλάμβανε:

– Την ενίσχυση της παραγωγικότητας των μΜ επιχειρήσεων μέσω της ταχύτερης εισαγωγής καινοτομίας, ενσωμάτωσης νέων τεχνολογικών δεδομένων κλπ.

– Τη στήριξη εκείνων που δραστηριοποιούνται στους βασικούς άξονες προτεραιοτήτων κατά κλάδο (τουρισμός, αγροτοδιατροφή κλπ.), μέσω και της ενίσχυσης του εξαγωγικού προσανατολισμού.

– Τη διαμόρφωση προϋποθέσεων για τη συνένωση, εξαγορά, συγκεντροποίηση κεφαλαίου, μέσω της προώθησης συνεργατικών σχημάτων κλπ.

– Την παραπέρα βελτίωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των μΜ επιχειρήσεων, αλλά και τη διευκόλυνση της ανάκαμψης μΜ επιχειρήσεων που χτυπήθηκαν από την κρίση (π.χ. εξωδικαστικός συμβιβασμός, πτωχευτικός κώδικας, 2η ευκαιρία).

Αυτή η πολιτική, που προβλήθηκε με το μανδύα της «δίκαιης, βιώσιμης ανάπτυξης για όλους», που επί της ουσίας συνέπλεε με τις γενικές κατευθύνσεις ΕΕ-ΟΟΣΑ, δεν μπορούσε να δώσει διέξοδο στα συσσωρευμένα προβλήματα του μεγαλύτερου όγκου των α/α. Υπηρετούσε πολλαπλούς στόχους, με κυριότερους τη στήριξη εκείνων των πιο δυναμικών μΜ επιχειρήσεων, ως επί το πλείστον εταιρίες ορισμένης κεφαλαιακής συγκέντρωσης.

Αυτήν την κατεύθυνση επιβεβαιώνουν σε γενικές γραμμές και τα προγράμματα στήριξης για τις μΜ επιχειρήσεις, που χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον με κοινοτικούς πόρους (μέσω ΕΣΠΑ και όχι μόνο), πολλά εκ των οποίων ήδη εφαρμόζονται, όπως: «Ανταγωνιστικότητα και καινοτομία», «Επιχειρούμε ΕΞΩ», «Ψηφιακό βήμα» και «Ψηφιακό άλμα», «Ενίσχυση τουριστικών και νέων τουριστικών επιχειρήσεων». Αντίστοιχα, η εξαγγελία ταμείων, fund of funds, για «την Επάνοδο επιχειρήσεων», «4ης βιομηχανικής επανάστασης», προγράμματος εγγυοδοσίας για «καινοτόμες στη γαλάζια και πράσινη ανάπτυξη», για την ενίσχυση «επιχειρηματικής διαχείρισης αποβλήτων» κλπ.

Το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης της ΝΔ επίσης εξυπηρετεί τους γενικότερους αστικούς σχεδιασμούς και κατευθύνσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη και συμβαδίζει με τις κατευθύνσεις της ΕΕ για τη μΜ επιχειρηματικότητα. Η κριτική της προς την προηγούμενη κυβέρνηση αφορά κυρίως το ρυθμό απορροφητικότητας των προγραμμάτων αυτών, όπως και την ανάγκη ταχύτερης προώθησης μέτρων για τη γρήγορη αδειοδότηση των επιχειρήσεων, το ξεπέρασμα γραφειοκρατικών εμποδίων κλπ. Επιβεβαιώνεται δηλαδή και σε αυτόν τον τομέα ότι το αστικό κράτος «έχει συνέχεια» και δεν αμφισβητείται ο χαρακτήρας και οι γενικές κατευθύνσεις.

Να σημειωθεί ωστόσο ότι η ΝΔ προεκλογικά, με τις υποσχέσεις της ότι θα σώσει τη «μεσαία τάξη» από τη φοροληστεία και τα μέτρα που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει καλλιεργήσει ορισμένες προσδοκίες οι οποίες ενισχύθηκαν και από ορισμένες μικροπαρεμβάσεις (π.χ. στη ρύθμιση των 120 δόσεων για οφειλές σε Εφορία και ασφαλιστικά ταμεία). Γενικά οι εξαγγελίες της δεν πρέπει να υποτιμηθούν.

Η ΝΔ ως νέα κυβέρνηση, ούσα και ανοιχτά ιδεολογικά κόμμα αστικό φιλελεύθερο, στις συνθήκες πλέον της οικονομικής ανάκαμψης, διακηρύσσει ότι θα εφαρμόσει ένα τροποποιημένο «μίγμα» δημοσιονομικής πολιτικής, περιορίζοντας τόσο τη φορολογία όσο και τις «άσκοπες» κρατικές δαπάνες, δίνοντας καλύτερες συνθήκες στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, από την ανάπτυξη της οποίας μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, αλλά και αυξήσεις μισθών.

Ήδη στις εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης και στους στόχους των υπουργείων προτάσσεται η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων με ταχύτερους ρυθμούς (αντίστοιχες εξαγγελίες είχε κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά), όπως η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από 28% που είναι σήμερα (δεν περιλαμβάνονται οι ατομικές επιχειρήσεις) σταδιακά στο 24% και στο 20%, η μείωση του φόρου στα μερίσματα στο 5% από 10%, η μείωση της φορολογίας των φυσικών προσώπων για εισοδήματα ως 10.000 ευρώ από 22% σε 9% (εδώ περιλαμβάνονται οι ατομικές επιχειρήσεις), η σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος κ.ά. Πάνω σε αυτά, όπως έγινε και με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και με τη βελτίωση των όρων για ένταξη στη ρύθμιση των 120 δόσεων, επιδιώκει να καλλιεργήσει κλίμα ευφορίας και στους α/α, συνεπικουρούμενη και από τη θετική στάση ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ.

Τα μέτρα που εξήγγειλε η νέα κυβέρνηση, στο βαθμό που θα εφαρμοστούν, θα δώσουν μια προσωρινή ανάσα στους α/α χωρίς ωστόσο να αντιστρέψουν τη γενική τους κατάσταση. Άλλωστε το σύνολο των μέτρων υπέρ του κεφαλαίου και των μονοπωλίων παραμένει σε πλήρη ισχύ, με στόχο την παραπέρα ενίσχυσή του. Ταυτόχρονα παραμένει η συσσώρευση χρεών και οικονομικών υποχρεώσεων των α/α, το ίδιο και οι αυστηροποιημένες πολιτικές είσπραξης, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, τα «κόκκινα» δάνεια κλπ. Άλλωστε η νέα κυβέρνηση ετοιμάζεται να πάει ένα βήμα παραπέρα αντιλαϊκές πολιτικές που εφάρμοσε και η προηγούμενη, όπως νέες αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα, σε υγεία, παιδεία κλπ. Σε κάθε περίπτωση, οι χιλιάδες α/α χ.πρ. και μικροεπιχειρήσεις θα συνεχίσουν να δίνουν τη μάχη της επιβίωσης, με διαφοροποιήσεις από κλάδο σε κλάδο.

Το ΚΙΝΑΛ, μέσω της ΠΑΣΚΕΒΕ, είναι 1η δύναμη στη ΓΣΕΒΕΕ. Υποστηρίζει ότι η πολιτική του μπορεί να εξασφαλίσει την ανάπτυξη (ενώ του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αναπτυξιακή) και ταυτόχρονα να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος (σε αντίθεση με τη ΝΔ).

Γενικά και τ’ άλλα αστικά κόμματα μιλούν για ορισμένη διάσωση ή εκσυγχρονισμό της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.

Ξεχωριστή βαρύτητα στους αστικούς σχεδιασμούς και στην παρέμβαση του αστικού κράτους καταλαμβάνουν οι περιφέρειες και οι δήμοι στους οποίους εξειδικεύονται πλείστες κεντρικές κατευθύνσεις που αφορούν άμεσα ή έμμεσα τη μΜ επιχειρηματικότητα κι επιδρούν και στα πιο λαϊκά τμήματα των αυτοαπασχολούμενων, γι’ αυτό χρειάζεται να ενταθεί η παρακολούθηση. Υπάρχει άμεση σχέση της Τοπικής Διοίκησης με μεγάλα τμήματα αυτοαπασχολούμενων-επαγγελματιών-εμπόρων. Η σχέση αυτή αφορά άμεσα το εισόδημα (φόροι, τέλη, πρόστιμα), τη λειτουργία (ωράριο, κανονισμοί, κανονιστικές άδειες), την επαγγελματική δραστηριότητα (π.χ. προγράμματα Ανοιχτά Κέντρα Εμπορίου, συμβουλευτικές δομές κλπ.).

Η σχέση αυτή, εκτός των άλλων, δημιουργεί δίκτυα εξαρτήσεων-επίδρασης-πελατειακών δεσμών από τις διοικήσεις δήμων-περιφερειών, πρόσδεσης στην πολιτική που διαχειρίστηκε την καπιταλιστική οικονομική κρίση και τώρα στις συνθήκες ανάκαμψης, άμεσης επίδρασης, ακόμα και στράτευσης στους στόχους ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας.

Ταυτόχρονα υπάρχουν οι δυνατότητες να ανέβουν οι διεκδικήσεις απέναντι στην πολιτική που υλοποιεί το «τοπικό κράτος», με αιτήματα που αμβλύνουν την επίθεση στο εισόδημα (ενάντια στα υπέρογκα δημοτικά τέλη, τα πρόστιμα και τις κατασχέσεις) και άλλες πλευρές όπως η απελευθέρωση του ωραρίου, η κυριακάτικη αργία κλπ., ή στις ανάγκες της λαϊκής οικογένειας (υποδομές, παιδικοί σταθμοί κλπ.).

Σημασία έχει και η στάση επιτελείων της αστικής τάξης, όπως του ΣΕΒ, εκφράζοντας πιο καθαρά τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Χαρακτηριστική είναι η εξής θέση του:

«Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό α/α κατά 34% (σύνολο μη μισθωτών) (...) απ’ όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου το 2016. Αυτό είναι ένδειξη υπανάπτυξης της οικονομίας, εκτεταμένης φοροδιαφυγής και καθήλωσης του πληθυσμού σε ένα σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία (...). Οι αριθμοί αυτοί είναι εντυπωσιακοί ως προς τις αρνητικές επιπτώσεις και συνέπειες (...) από το έλλειμμα προσαρμοστικότητας της ελληνικής οικονομίας στις σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής. Απορεί κανείς για τι είδους ανάπτυξη μιλάνε τα σχέδια εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής (...) όταν η οργάνωση της παραγωγής (...) ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο της μικρής οικογενειακής και ατομικής επιχείρησης. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής προστατευτισμού που ασκείται.» (Η φτώχεια των εθνών, 30 Μάρτη 2017).

Επίσης η κοινή μελέτη του ΣΕΒ και της E&Y (Ernst & Young) «Μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα» (2017) επικεντρώνεται στην τεκμηρίωση της εξαιρετικά χαμηλής παραγωγικότητας των πολύ μικρών επιχειρήσεων έναντι των υπολοίπων. Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία που αφορούν το λόγο προστιθέμενης αξίας ανά απασχολούμενο, ο οποίος υπολογίζεται σε 34 χιλ. ευρώ για τις Μεσαίες Επιχειρήσεις, σε 28 χιλ. ευρώ για τις μικρές και σε 14 χιλ. ευρώ για τις πολύ μικρές.

Για την αντιμετώπιση της εκτεταμένης ατομικής επιχειρηματικότητας, ο ΣΕΒ προτείνει μέτρα που διευκολύνουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά και τη μεγέθυνση των μΜ επιχειρήσεων, επικεντρώνοντας: Σε στοχευμένες στρατηγικές για βιώσιμη μεγέθυνση, στον προσανατολισμό σε νέες αγορές (εξωστρέφεια), στην προώθηση συνεργιών και συνεργατικών σχημάτων (για την επίτευξη κρίσιμης μάζας για οικονομίες κλίμακας), σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και διάθεση πόρων για την ενίσχυση έρευνας και καινοτομίας. Παράλληλα προκρίνει ένα αντίστοιχο ρυθμιστικό πλαίσιο που να ευνοεί την επιχειρηματικότητα με έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων, την απλοποίηση έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας, του πτωχευτικού κώδικα και της εργατικής νομοθεσίας, της φορολογίας.

Επίσης εκτιμά θετικά τη Μεσαία επιχειρηματικότητα, που θεωρεί ότι επέδειξε αντοχή και προσαρμοστικότητα στην κρίση και αύξηση των εξαγωγών της κατά 40% κλπ. Ασκεί κριτική προς την ΕΕ ζητώντας πιο αποτελεσματικές πολιτικές, με στόχο το «think scale first» (προτεραιότητα στη μεγέθυνση) αντί του «think small first» (προτεραιότητα στις μικρές).

 

Γ. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ 
ΣΤΟΥΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΥΣ

Με βάση τα παραπάνω και τα καθήκοντα που απορρέουν από το Πρόγραμμα του Κόμματος, χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη δραστικής βελτίωσης της παρέμβασής μας στους α/α της πόλης, κυρίως α/α χ.πρ. όπως προσδιορίσαμε στην Εισαγωγή, καθώς υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις στη δουλειά μας σε αυτόν τον τομέα.

Η ανάγκη να δουλέψουμε πιο αποτελεσματικά σε αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις δεν έρχεται σε αντίθεση με το βασικό καθήκον του Κόμματος, την αφύπνιση και συσπείρωση της εργατικής τάξης στην επαναστατική προοπτική. Αντίθετα, υπηρετεί ακριβώς αυτόν το στόχο, καθώς η εκπλήρωση των στρατηγικών καθηκόντων του Κόμματος προϋποθέτει την απόσπαση λαϊκών τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων από την επιρροή της αστικής τάξης και τη συσπείρωση ενός μέρους τους με την εργατική τάξη στην πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας ή έστω την αδρανοποίηση κάποιων τμημάτων τους. Το καθήκον αυτό δεν κρίνεται μόνο σε επαναστατικές συνθήκες, η βάση του διαμορφώνεται από σήμερα.

Για την πλειοψηφία των κατώτερων τμημάτων των α/α ανοίγονται δύο δρόμοι:

Ο ένας δρόμος, του καπιταλισμού, οδηγεί στην καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους των α/α και ιδιαίτερα εκείνων χωρίς μισθωτή εργασία. Στην πορεία ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, τροποποιούνται όλο και περισσότερο οι όροι αυτοαπασχόλησης, με κυρίαρχη την τάση άρσης ευνοϊκότερων συνθηκών γι’ αυτήν που ίσχυαν σε προηγούμενες περιόδους.

Ο άλλος δρόμος είναι αυτός του σοσιαλισμού, η σχεδιασμένη, οργανωμένη ένταξη του α/α στη μεγάλη κοινωνικοποιημένη βιομηχανία, στην κρατική σοσιαλιστική κατανομή των προϊόντων, στις κοινωνικοποιημένες μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, κατασκευές και στις σοσιαλιστικές υπηρεσίες παιδείας, υγείας-πρόνοιας, αθλητισμού, πολιτισμού κλπ.

Σε αυτό το έδαφος θα βγει κερδισμένος και ο ίδιος ο α/α, αφού θα απολαμβάνει ανώτερη ποιότητα ζωής, σταθερή εργασία με ανθρώπινο ωράριο και σε καλύτερες συνθήκες, αλλά και πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας, παιδείας, υποδομές για τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή θα απολαμβάνει ως κοινωνικά αγαθά παρεχόμενα σε όλους τους εργαζόμενους αυτά που ίσως του παρείχε σ’ ένα βαθμό και για κάποιο διάστημα η θέση του ως α/α, συχνά με υπερχρέωση και ανασφάλεια. Στη νέα κοινωνική του θέση θα απαλλαγεί ο ίδιος από το διαρκές άγχος και την ανασφάλεια της επιβίωσης, από την ατομική έγνοια για προμήθειες, πληρωμές, χρέη κλπ.

 

Η ένταξη στη σοσιαλιστική παραγωγή όσων παραμένουν ως αυτοαπασχολούμενοι

Ο σοσιαλισμός, ως πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δηλαδή ως βαθμίδα της προς διαμόρφωση νέας κοινωνίας, αρχικά ενσωματώνει ορισμένα στοιχεία ξένα προς αυτόν, όπως της ατομικής ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής ή και στην κατανομή όχι πλήρως με όρους «σύμφωνα με τις ανάγκες». Ο σοσιαλισμός είναι μια κοινωνία στην οποία το «νέο» που γεννιέται παλεύει διαρκώς ενάντια στο «παλιό», μέχρι την πλήρη και αμετάκλητη εξάλειψή του.

Αρχικά θα υπάρχει η υλική βάση ύπαρξης μορφών μικρής, ατομικής και ομαδικής, ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής, που αποτελούν τη βάση για την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Η βάση αυτή παραμένει κυρίως σε τομείς όπου ακόμη δεν είναι υψηλή η κοινωνικοποίηση της εργασίας, επομένως δε δημιουργούνται οι συνθήκες για άμεση κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και διαμόρφωση κοινωνικής ιδιοκτησίας. Αυτή η υλική βάση θα πρέπει να εξαλειφθεί σχεδιασμένα, αλλά και σχεδιασμένα να περιοριστούν οι αντιδράσεις εξαιτίας της προγενέστερης συνείδησης του μικροϊδιοκτήτη, της αντίδρασης του α/α απέναντι στο συλλογικό κοινωνικό συμφέρον και της δυσκολίας ένταξής του στην άμεσα κοινωνική εργασία.

Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ προσδιορίζεται ότι:

«Η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινά με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Αρχικά διαμορφώνεται ο νέος τρόπος παραγωγής, ο οποίος επικρατεί βασικά με την ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, της σχέσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας.

Κοινωνικοποιούνται τα μέσα παραγωγής στη βιομηχανία, στην ενέργεια-ύδρευση, στις τηλεπικοινωνίες, στις κατασκευές, επισκευές, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στο χονδρικό-λιανικό και εισαγωγικό-εξαγωγικό εμπόριο, στις συγκεντρωμένες τουριστικές-επισιτιστικές υποδομές.

Κοινωνικοποιείται η γη, οι καπιταλιστικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις.

Καταργείται η ατομική ιδιοκτησία και η οικονομική δραστηριότητα στην εκπαίδευση, στην υγεία-πρόνοια, στον πολιτισμό και στον αθλητισμό, στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Οργανώνονται αποκλειστικά ως κοινωνικές υπηρεσίες.

Η βιομηχανική και το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής παραγωγής πραγματοποιούνται με σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, Κεντρικού Σχεδιασμού, εργατικού ελέγχου σε όλη την κλίμακα διεύθυνσης-διοίκησης.

Η εργατική δύναμη παύει να είναι εμπόρευμα. Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση ξένης εργασίας, δηλαδή η μίσθωση εργασίας από τους ακόμα κατέχοντες μεμονωμένα μέσα παραγωγής σε κλάδους που δεν υφίσταται υποχρεωτική κοινωνικοποίηση, π.χ., στη βιοτεχνία, στην αγροτική παραγωγή, στον τουρισμό-επισιτισμό, σε ορισμένες βοηθητικές υπηρεσίες.

Ο Κεντρικός Σχεδιασμός εντάσσει την εργατική δύναμη, τα μέσα παραγωγής, τις πρώτες και άλλες βιομηχανικές ύλες και πόρους στην οργάνωση της παραγωγής, των κοινωνικών και διοικητικών υπηρεσιών.» (Βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013, σελ. 108-109.)

Αυτό σημαίνει ότι στους συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας που προβλέπει το Πρόγραμμα (βιοτεχνία, τμήμα τουρισμού-επισιτισμού –όχι οι συγκεντρωμένες υποδομές– και ορισμένες βοηθητικές υπηρεσίες) μπορεί να διατηρηθεί, δίπλα στον κοινωνικοποιημένο τομέα που θα υπάρχει και σε αυτούς τους κλάδους, και η μεμονωμένη αυτοαπασχόληση, χωρίς βέβαια μίσθωση ξένης εργασίας.

Μιλάμε κυρίως για μικρή βιοτεχνική εμπορευματοπαραγωγή, για μικροϊδιοκτησία στην εστίαση (καφενεία, ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία κλπ.), αυτοαπασχόληση σε βοηθητικές υπηρεσίες (κουρεία κλπ.), μικρά τουριστικά καταλύματα, π.χ., σε νησιά κλπ.

Με ευθύνη της εργατικής εξουσίας θα ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν τα μέσα παραγωγής και τον εκσυγχρονισμό τους, την προμήθεια πρώτων υλών, την απορρόφηση και διάθεση της παραγωγής κλπ. Το σοσιαλιστικό κράτος θα σχεδιάζει και θα παίρνει μέτρα που θα αφορούν γενικότερα τη ρύθμιση των σχέσεων αυτής της μικρής παραγωγής και των α/α με την κοινωνικοποιημένη παραγωγή και τις κρατικές υπηρεσίες, τη σύνδεση και τη σχέση με τους φορείς και τα όργανα της εξουσίας (κλαδικά, περιφερειακά, κεντρικά), με τις κοινωνικές οργανώσεις. Θα μελετά τις γενικότερες κοινωνικές ανάγκες, τις δυνατότητες και την κατάσταση ανά κλάδο, και θα προσαρμόζει κίνητρα και αντικίνητρα, θα διαμορφώνει συγκεκριμένη κρατική πολιτική.

 

Η συμμετοχή στα όργανα εξουσίας

Η Κοινωνική Συμμαχία εκφράζεται επίσης με τη συμμετοχή των α/α (όπως αντίστοιχα και των συνεταιρισμένων αγροτών) στα όργανα εξουσίας. Εξασφαλίζεται η αντιπροσώπευσή τους μέσω ξεχωριστών Συμβουλίων, όπως και η συμμετοχή τους στα ανώτερα, περιφερειακά και κεντρικά όργανα εξουσίας. Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναφέρεται:

«Η εργατική εξουσία εκφράζει τη συμμαχία της με τους μεμονωμένους αυτοαπασχολούμενους και τους συνεταιρισμένους αγρότες, δίνοντας τη δυνατότητα της ξεχωριστής αντιπροσώπευσής τους μέσω των Συμβουλίων τους, για τα οποία ψηφίζουν αντίστοιχα και οι συνταξιούχοι. Τα Συμβούλια αυτά έχουν μεταβατικό χαρακτήρα, αφού αντιστοιχούν σε μεταβατικές μορφές ιδιοκτησίας, με προοπτική την ένταξη αυτών των στρωμάτων στην άμεσα κοινωνική παραγωγή. Ο εργατικός χαρακτήρας της εξουσίας διασφαλίζεται στη σύνθεση των περιφερειακών και κεντρικών οργάνων, στα οποία εκπροσωπούνται οι αυτοαπασχολούμενοι και οι συνεταιρισμένοι αγρότες.» (Βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013, σελ. 122-123.)

Τα Συμβούλια των α/α θα διασφαλίζουν την ενεργό συμμετοχή τους στη διαμόρφωση, υλοποίηση και τον έλεγχο στην εφαρμογή της πολιτικής του σοσιαλιστικού κράτους, θα εκφράζουν την έμπρακτη συμβολή και συμμετοχή τους στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και τη διαμόρφωση της νέας κοινωνίας. Είναι αντικείμενο περαιτέρω μελέτης το πώς θα συγκροτούνται σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο, ενώ αρκετά ζητήματα θα τα λύσει και η ίδια η πείρα της οικοδόμησης. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η σύνδεσή τους και τοπικά και κλαδικά με τα όργανα εξουσίας των εργαζόμενων. Αυτή η σύνδεση θα εξασφαλίζεται και μέσα από την αντιπροσώπευση των α/α στα όργανα εξουσίας σε περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο.

 

Η εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων – βάση εξάλειψης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων

Η πολιτική του εργατικού κράτους εκφράζει ως αρχή και κατεύθυνση την προσπάθεια για ολοένα και μεγαλύτερη επέκταση κι εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλη τη σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής. Αυτό γίνεται πρώτα και κύρια μέσα από τη σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την ανάπτυξη της κοινωνικοποίησης της εργασίας και του καταμερισμού της, τη σχεδιασμένη ένταξη του εργατικού δυναμικού στην παραγωγή. Έτσι δημιουργείται η υλική βάση ώστε να καταργούνται σταδιακά όσες εμπορευματοχρηματικές σχέσεις έχουν απομείνει, η μικρή ατομική παραγωγή και η μεμονωμένη αυτοαπασχόληση, η μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας του παραγωγικού συνεταιρισμού στον αγροτικό τομέα. Σταδιακά, θα γίνεται όλο και πιο φανερή η ανωτερότητα της μεγάλης, κοινωνικά οργανωμένης παραγωγής και τα προτερήματα που μπορεί να εξασφαλίσει στους εργαζόμενους στον κοινωνικοποιημένο τομέα, όπως καλύτερες συνθήκες εργασίας, ξεκούρασης, αναψυχής, η μείωση του εργάσιμου χρόνου και η αύξηση του ελευθέρου ώστε, μεταξύ άλλων, να πραγματοποιείται η ενεργός συμμετοχή στα όργανα εξουσίας. Θα καθίσταται για τους ίδιους τους ατομικούς εμπορευματοπαραγωγούς «ελκυστικότερη» σε σχέση με τη δαπάνη της ατομικής τους εργασίας στους τομείς που δραστηριοποιούνται. Θα γίνεται φανερό στην πράξη ότι η κοινωνικοποιημένη παραγωγή και οι κρατικά οργανωμένες υπηρεσίες που θα αναπτύσσονται από τον κεντρικό σχεδιασμό στους αντίστοιχους κλάδους θα μπορούν να προσφέρουν ποιοτικό και φθηνό προϊόν, που δύσκολα θα μπορεί να το «ανταγωνιστεί» η μικροπαραγωγή. Με αυτόν τον τρόπο θα γίνεται και το κέρδισμα για την ένταξή τους στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή, με τη συνειδητοποίηση ότι αυτό τους εξασφαλίζει ανώτερους όρους εργασίας και ζωής.

Η εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων και η πορεία της σοσιαλιστικής συσσώρευσης που θα μπορεί να εξασφαλίζει ένα ανώτερο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας θα επιδρά ώστε να υπερνικούνται εμπόδια από την πιθανή εμφάνιση ταλαντεύσεων, η οποία έχει αντικειμενική βάση για όλα τα τμήματα των μικρών εμπορευματοπαραγωγών, έτσι και για τμήματα των α/α. Η στερέωση της συμμαχίας γίνεται μόνο μέσα από τη στερέωση της εργατικής εξουσίας και των νέων σχέσεων, με την έμπρακτη, υλική απόδειξη προς τα λαϊκά τμήματα των α/α ότι το σοσιαλιστικό κράτος μπορεί να τους εξασφαλίσει ανώτερης ποιότητας ζωή.

Η πιο καλή απόδειξη των αρετών και της ανωτερότητας της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και του κεντρικού σχεδιασμού θα είναι η πρόσβαση στα επιτεύγματα της σοσιαλιστικής παραγωγής και οικονομίας, στις κοινωνικές υπηρεσίες που θα διασφαλίζει το εργατικό κράτος. Με αυτόν τον τρόπο θα δίνεται έμπρακτη απάντηση στην ανησυχία για την απώλεια της ιδιοκτησίας, θα γίνεται συνείδηση ότι η διατήρησή της έχει έναν (ιστορικά) προσωρινό χαρακτήρα, θα εμπεδώνεται ότι το μέλλον και το υλικό συμφέρον των α/α είναι η ένταξή τους στην άμεσα κοινωνικοποιημένη παραγωγή.

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

H ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ

Το ΚΚΕ έχει επεξεργασμένη γραμμή συμμαχίας με στόχο τη συσπείρωση και κοινή δράση των λαϊκών τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου με την εργατική τάξη. Είναι η πολιτική της Κοινωνικής Συμμαχίας ενάντια στα μονοπώλια, στις κυβερνήσεις και στις διεθνικές συμμαχίες της αστικής τάξης, που συνιστούν την καπιταλιστική εξουσία.

Η διαδικασία συγκρότησης της Κοινωνικής Συμμαχίας, η εξέλιξή της και το περιεχόμενο της πάλης της περιγράφονται διεξοδικά στο Πρόγραμμα, στις συνεδριακές και στις αποφάσεις των συνόδων της ΚΕ του Κόμματος. Η αντικειμενική βάση αυτής της Συμμαχίας εδράζεται ακριβώς στην τάση καταστροφής της μικροϊδιοκτησίας στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως συνέπεια της τάσης συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου με αποτέλεσμα την καταστροφή ή την επιδείνωση των συνθηκών ζωής κι εργασίας των πιο λαϊκών τμημάτων των ατομικών παραγωγών. Το μέλλον του α/α πάει χέρι-χέρι με το μέλλον του μισθωτού, παρά την ταξική τους διαφορά, όπως ήδη αναπτύχθηκε.

Ωστόσο η διαδικασία αυτή δεν είναι ευθύγραμμη, ούτε οδηγεί αυθόρμητα τους αυτοαπασχολούμενους στην κατανόηση της αναγκαιότητας ένταξής τους στην άμεσα –μέσω του κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού– κοινωνική εργασία και επομένως της συμπόρευσης με την εργατική τάξη. Ακόμα και όταν διαμορφώνεται ορισμένη αντιμονοπωλιακή συνείδηση, έχει στοιχεία υπεράσπισης της μικρής ατομικής ιδιοκτησίας, δεν εξελίσσεται σε αντικαπιταλιστική. Για μια τέτοια εξέλιξη σε ένα πρωτοπόρο τμήμα α/α, απαιτείται η συνειδητή παρέμβαση των κομμουνιστών.

Είναι στην ευθύνη των κομμουνιστών να συμβάλλουν με την πρωτοπόρα δράση τους ώστε να ωριμάζει αυτή η προοπτική και ταυτόχρονα να περιορίζονται στο μέτρο του δυνατού αντιθέσεις και διαφορές που αντικειμενικά υπάρχουν ανάμεσα στους συμμάχους. Στην ευθύνη των κομμουνιστών είναι να προβάλλονται οι κοινοί στόχοι πάλης και η κοινή προοπτική, να κατοχυρώνεται στην πράξη η αναγκαιότητα αυτής της συμμαχίας και ο καθοδηγητικός ρόλος της εργατικής τάξης.

Στις σημερινές συνθήκες η πάλη για τη συγκρότηση της Κοινωνικής Συμμαχίας έχει ως αφετηρία την πάλη για την απόκρουση των βάρβαρων αντιλαϊκών πολιτικών που γενικεύτηκαν τα προηγούμενα χρόνια προκειμένου να εξασφαλιστεί η έξοδος από την κρίση με ανάκαμψη της κερδοφορίας των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, την πάλη για τις κοινές σύγχρονες ανάγκες σε παιδεία, υγεία-πρόνοια, ελεύθερο χρόνο, αντισεισμική-αντιπυρική-αντιπλημμυρική προστασία, ενάντια στην ακρίβεια, τη φορολογία και τη δανειακή εξόντωση που καταστρέφουν το εργατικό και λαϊκό εισόδημα, ενάντια στη σήψη της ναρκωμανίας και άλλα παρασιτικά φαινόμενα.

Αυτό το περιεχόμενο είναι κρίσιμο να εκφράζεται και στο ίδιο το κίνημα των α/α, συσπειρώνοντας τα πιο λαϊκά τμήματά τους με βάση και τη συγκεκριμένη έκφραση των δικών τους προβλημάτων και αναγκών. Έτσι, θα μπαίνουν στη μάχη νέες δυνάμεις ξεπερνώντας συντεχνιακές πρακτικές και αντιλήψεις απόσπασης του ατομικού από το κοινωνικό συμφέρον. Η καλά επεξεργασμένη και πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών α/α στο αντίστοιχο κίνημα των ΕΒΕ, με στόχο να ανεβαίνει η αγωνιστική διεκδίκηση όχι μόνο ενάντια σε νομοθετικές ρυθμίσεις των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, αλλά και ενάντια στις κυβερνήσεις, την ΕΕ κλπ., είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να γίνονται βήματα στη βελτίωση του συσχετισμού δυνάμεων που σήμερα είναι ιδιαίτερα αρνητικός, να συσπειρώνονται ευρύτερα τμήματα α/α σε αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, να διαχωρίζονται ιδεολογικά-πολιτικά από τις επιδιώξεις των μεγαλύτερων και μεσαίων επιχειρηματιών, που βάζουν τη σφραγίδα τους στις ανώτατες συνδικαλιστικές οργανώσεις.

Προϋπόθεση είναι να ανεβαίνει και η αντιπαράθεση με το συντεχνιασμό και τις αντίστοιχες διεκδικήσεις που σήμερα κυριαρχούν. Τέτοιου είδους διεκδικήσεις, που αντικειμενικά επικεντρώνουν στη διατήρηση της μικρής ιδιοκτησίας έναντι της μεγάλης, κινούνται σε αναχρονιστική κατεύθυνση, εγκλωβίζουν στην υπεράσπιση του «χτες» έναντι των αντικειμενικών τάσεων και δυνατοτήτων που γεννάει η κοινωνική εξέλιξη. Αντικειμενικά λειτουργούν ανασχετικά στην κατανόηση της ανάγκης αμφισβήτησης, ρήξης με τον καπιταλισμό.

 

Α. Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ 
ΤΩΝ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ 
ΚΑΙ Η ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Στο κίνημα των α/α δραστηριοποιούνται οι ακόλουθες τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις:

Η ΓΣΕΒΕΕ (Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος), η οποία αποτελεί τη μαζικότερη τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση του χώρου. Η ΓΣΕΒΕΕ έχει ενταγμένες στο δυναμικό της 50 τοπικές ομοσπονδίες και 28 πανελλαδικές κλαδικές ομοσπονδίες. Συνολικά στις γραμμές της συμμετέχουν περίπου 1.000 σωματεία με συνολική εκλογική βάση περίπου 42.000 ψηφίσαντες.

Η ΕΣΕΕ (Εθνική Συνομοσπονδία Εμπόρων Ελλάδος), η οποία έχει συγκροτηθεί την τελευταία 20ετία ως τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση εμπόρων κι έχει στο ενεργητικό της 15 περιφερειακές τοπικές ομοσπονδίες. Μέλη τους είναι εμπορικοί σύλλογοι, οι οποίοι με πρόσφατη αλλαγή του καταστατικού της ΕΣΕΕ, μπορούν να εξελιχτούν σε συλλόγους «εμπορίου κι επιχειρηματικότητας». Στις γραμμές της ΕΣΕΕ δραστηριοποιούνται 300 περίπου εμπορικοί σύλλογοι με συνολική εκλογική βάση περίπου 28.000 ψηφίσαντες.

Η ΓΣΕΑΕ (Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Αυτοκινητιστών Ελλάδος), η οποία έχει εγγεγραμμένες τις κλαδικές ομοσπονδίες αυτοκινητιστών (Λεωφορείων, Φορτηγών, Ταξί) και συνολική εκλογική βάση περίπου 20.000 ψηφίσαντες σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία.

Ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται και κλαδικές ομοσπονδίες που δεν είναι ενταγμένες σε τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο (π.χ. Λαϊκών Αγορών, Εκτελωνιστών).

Αυτόνομες συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν και οι συνταξιούχοι α/α. Η μεγαλύτερη ομοσπονδία εξ αυτών είναι η ΠΟΣ-ΟΑΕΕ, που καλύπτει το σύνολο των συνταξιούχων πρώην ΟΑΕΕ με 80 σωματεία στο δυναμικό της και συνολική εκλογική βάση περίπου 13.000 ψηφίσαντες.

Την πλειοψηφία στα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα διατηρούν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις που πρόσκεινται σε ΚΙΝΑΛ-ΝΔ (ΚΙΝΑΛ στη ΓΣΕΒΕΕ, ΝΔ στην ΕΣΕΕ). Βρίσκονται σε σταθερή συνεργασία, στην οποία κατά βάση συμμετέχουν και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ όπου υφίστανται, ενώ συγκροτούν συνήθως ενιαία προεδρεία. Στα ίδια τα πρωτοβάθμια σωματεία εμφανίζονται συνήθως μέσω κοινών ψηφοδελτίων, ενώ διατηρούν σταθερό μέτωπο προς τις δικές μας δυνάμεις όπου αυτές έχουν συγκροτημένη παρέμβαση, κυρίως γνωστές ως ΠΑΣΕΒΕ.

Οι θέσεις των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργάνων ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ είναι σε συμφωνία με τη στρατηγική ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας στο πλαίσιο του ευρωμονόδρομου. Με τις θέσεις και τις πρωτοβουλίες τους, οι ηγεσίες τους ουσιαστικά εκφράζουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις ανώτερων τμημάτων των α/α, μεσαίων επιχειρήσεων, κάνοντας όμως αναφορές και στις μικρές, κυρίως στις μικρές δυναμικές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται δορυφορικά γύρω από το μεγάλο κεφάλαιο και τα μονοπώλια, διατηρώντας και αναβαθμίζοντας τα μερίδιά τους, ενισχύοντας τη συμμαχία τους με αυτά. Εκπρόσωποι αυτών των τμημάτων μετέχουν κυρίως στη σύνθεση των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων διασφαλίζοντας τον προσανατολισμό τους στην υπεράσπιση των συμφερόντων τους.

Βασικό εργαλείο στη διαμόρφωση των επεξεργασιών-θέσεων των ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ αποτελούν τα ινστιτούτα που διατηρούν, όπως το ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ, το ΙΝΕ της ΕΣΕΕ, τα οποία, μέσω των αναλύσεων και επεξεργασιών τους, ντύνουν με επιστημονικό μανδύα τις πολιτικές κατευθύνσεις και στοχεύσεις των ηγεσιών στις τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Οι γενικές κατευθύνσεις και προτάσεις των ινστιτούτων αυτών ουσιαστικά κινούνται στο πλαίσιο αναπαραγωγής των Ευρωενωσιακών κατευθύνσεων για τις μΜ επιχειρήσεις, με την απαραίτητη προφανώς προσαρμογή στα δεδομένα της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας.

Στις σημερινές συνθήκες ασθενικής ανάκαμψης της οικονομίας, οι ηγεσίες των ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ έχουν διαμορφώσει ένα συνολικότερο πλαίσιο προτάσεων που λαμβάνει υπόψη και τις γενικότερες ιεραρχήσεις της αστικής τάξης και του κράτους της, επιδιώκοντας να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα αυτών των τμημάτων. Βασικές αιχμές στις θέσεις τους αποτελούν η εξασφάλιση στοχευμένης χρηματοδότησης και η διαμόρφωση εξειδικευμένων πολιτικών στήριξης της ανταγωνιστικότητας των μΜ επιχειρήσεων προκειμένου αυτές να ανταπεξέλθουν στις νέες συνθήκες και στον οξυμένο ενδοκαπιταλιστικό ανταγωνισμό. Οι πρωτοβουλίες τους είναι εναρμονισμένες με το γενικότερο προσανατολισμό τους και γι’ αυτό επιδιώκουν την αναβάθμιση της συμμετοχής τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων μέσω της αναβάθμισης του κοινωνικού διαλόγου, της συμμετοχής τους σε αντίστοιχες Ευρωπαϊκές Οργανώσεις, με τη διεξαγωγή ημερίδων κλπ., ενώ την ίδια ώρα υπονομεύουν την αγωνιστική συλλογική δράση, κηρύττουν την αναποτελεσματικότητα των αγώνων.

Ωστόσο με ορισμένο διακηρυκτικό τρόπο και στην τακτική τους λαμβάνουν υπόψη τις εκατοντάδες χιλιάδες πολύ μικρές επιχειρήσεις, τους α/α χ.πρ., τους οποίους επιδιώκουν με επεξεργασμένο πλαίσιο αιτημάτων να ενσωματώνουν στις επιδιώξεις τους, σπέρνοντας αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει αστική πολιτική διαχείρισης που θα συνδυάζει την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων με την καθημερινή πάλη επιβίωσης των πιο λαϊκών τμημάτων των α/α. Έτσι, διατυπώνουν και αντίστοιχο πλαίσιο αιτημάτων για τη λεγόμενη επιχειρηματικότητα «ανάγκης» (βλ. ΓΣΕΒΕΕ), όπως έχουν ονομάσει τους α/α χ.πρ. και τις πολύ μικρές, ατομικές, οικογενειακές επιχειρήσεις. Έχουν διπλό στόχο: Αφενός την ενσωμάτωση στις παραπάνω κατευθύνσεις όσων μικροεπιχειρήσεων καταφέρουν να αποδειχτούν βιώσιμες από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, αφετέρου την προβολή στοιχειωδών μέτρων ανακούφισης για τους υπόλοιπους που δε θα αντέξουν.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η συντριπτική πλειοψηφία των δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες στηρίζουν τη γενική γραμμή των ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ διανθίζοντάς την με πληθώρα συντεχνιακών, κλαδικών και τοπικών, διεκδικήσεων.

Γενικά, το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα των επαγγελματιών-βιοτεχνών-εμπόρων, χαρακτηρίζεται από έντονο συντεχνιακό κατακερματισμό. Δραστηριοποιούνται χιλιάδες κλαδικά, ομοιοεπαγγελματικά σωματεία, σωματεία ειδικοτήτων, σε επίπεδο δήμων ή νομών, πανελλαδικά ή και ορισμένα πιο περιορισμένου συνοικιακού χαρακτήρα. Αυτήν τη στιγμή τα σωματεία των αυτοαπασχολούμενων υπολογίζονται με βάση τα στοιχεία των τριτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων περίπου στα 2.000, χωρίς να υπάρχει ακριβής εικόνα, ενώ συνολικά στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα των αυτοαπασχολούμενων εκτιμάται ότι συμμετέχει με διακυμάνσεις περίπου το 10-15%. Η μεγάλη πλειοψηφία των α/α χ.πρ. παραμένει ανοργάνωτη και μακριά από τη συνδικαλιστική δράση.

Η κατάσταση στα πρωτοβάθμια σωματεία των α/α είναι κατά βάση διαλυτική. Την περίοδο της τελευταίας μεγάλης οικονομικής κρίσης, πολλά ομοιοεπαγγελματικά σωματεία κυρίως στην περιφέρεια οδηγήθηκαν σε παραπέρα απομαζικοποίηση λόγω και της μείωσης των αντίστοιχων επαγγελματιών. Άλλος παράγοντας απομαζικοποίησης των σωματείων ήταν ο περιορισμός διεξαγωγής διάφορων σεμιναρίων πιστοποίησης (λόγω περιορισμού διάθεσης κοινοτικών κι εθνικών πόρων), στα οποία είχε ουσιαστικά προσαρμοστεί η λειτουργία πολλών σωματείων, οδηγώντας τα έτσι στον εκφυλισμό. Η γενική αυτή τάση δεν αναιρεί το γεγονός ότι παραμένουν και ορισμένοι συνδικαλιστικοί φορείς με μεγάλη μαζικότητα (π.χ. ταξί, λαϊκών αγορών), καθώς και άλλοι που βρίσκονται σε φάση μαζικοποίησης (π.χ. ορισμένοι εμπορικοί σύλλογοι), γεγονός που σχετίζεται είτε με τη μεγάλη μάζα αυτοαπασχόλησης ή και την αύξησή της στους κλάδους αυτούς, είτε και με τη διατήρηση ορισμένων συντεχνιακά κατοχυρωμένων επαγγελματικών δικαιωμάτων που τείνουν να καταργηθούν ή βρίσκονται αυτήν τη χρονική περίοδο υπό αίρεση.

Χρειάζεται στενή παρακολούθηση των τάσεων αυτών στις παρούσες συνθήκες της οικονομικής ανάκαμψης ειδικά σε μια σειρά κλάδους που ανακάμπτουν ή έστω περιορίζεται η διαρκής επιδείνωση των προηγούμενων χρόνων και ταυτόχρονα διατηρούν σημαντικό αριθμό α/α. Αντίστοιχα επανέρχονται κοινοτικά προγράμματα, ενώ η συμμετοχή σε ορισμένα προϋποθέτει τη συμμετοχή σε επαγγελματικά σωματεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο του προγράμματος «Ανοιχτά Κέντρα Εμπορίου» υπέβαλαν αίτηση συμμετοχής πάνω από 100 εμπορικοί σύλλογοι ή επιμελητήρια μαζί με τους αντίστοιχους δήμους. Σε εξέλιξη βρίσκεται επίσης αντίστοιχο πρόγραμμα εκπαίδευσης εργαζόμενων, στο οποίο επιδιώκεται να συμμετέχουν και κλαδικές ομοσπονδίες και σωματεία των ΕΒΕ. Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι όπου οι δυνάμεις μας συμμετέχουν στα σωματεία με αξιώσεις διαμορφώνονται αντίστοιχα συνθήκες αντιπαράθεσης και ανόδου της συμμετοχής. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι αυτές των Εμπορικών Συλλόγων Πάτρας, Λάρισας, Χανίων.

 

Οι δυνάμεις μας στο συνδικαλιστικό κίνημα των αυτοαπασχολούμενων παραμένουν λίγες, με περιορισμένη συνδικαλιστική επιρροή.

Η συνδικαλιστική μας επιρροή στις τριτοβάθμιες οργανώσεις είναι περιορισμένη. Τα ποσοστά μας έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια στη ΓΣΕΒΕΕ (14,6% και 7/51 έδρες στο ΔΣ έναντι 20,7% το 2005). Στην ΕΣΕΕ το ίδιο (8,1% και 2/25 έδρες στο ΔΣ έναντι 9,76% το 2006).

Έχουμε την πλειοψηφία σε 6 ομοσπονδίες, ενώ σε σύνολο 120 περίπου πανελλαδικών ομοσπονδιών έχουμε συνδικαλιστική εκπροσώπηση στα ΔΣ των 36.

Στο σύνολο των πρωτοβάθμιων σωματείων, με εξαίρεση την Αθήνα όπου έχουμε την πλειοψηφία σε δεκάδες σωματεία, οι δυνάμεις μας είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Στις περισσότερες πόλεις (με εξαίρεση ίσως την Πάτρα και τη Λάρισα) είμαστε έξω από τη συντριπτική πλειοψηφία των σωματείων.

Η συρρίκνωση ορισμένων μεταποιητικών-παραγωγικών επαγγελμάτων, στα οποία το Κόμμα παραδοσιακά διατηρούσε μεγαλύτερη συνδικαλιστική επιρροή, επιταχύνθηκε τα χρόνια της κρίσης, επιδρώντας αντικειμενικά στη μείωση των εγγεγραμμένων στα ίδια τα σωματεία, αλλά και στις δικές μας δυνάμεις. Σε κλάδους που η αυτοαπασχόληση παρουσίασε δυναμική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια (κυρίως εστίαση, υπηρεσίες), δεν πήραμε όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να εδραιωθεί η παρέμβασή μας. Σήμερα οι λιγοστές δυνάμεις μας που δραστηριοποιούνται στο κίνημα των α/α είναι διάσπαρτες και ως επί το πλείστον έξω από τις μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις.

 

Β. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΑΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ. Η ΠΟΡΕΙΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΑΣΕΒΕ ΚΑΙ Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ. - ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης, οι δυνάμεις μας έδωσαν τη μάχη της διαφώτισης για τις αιτίες των οξυμένων προβλημάτων, για τις κατευθύνσεις και τους στόχους των εφαρμοζόμενων κυβερνητικών πολιτικών, επιδιώκοντας να δυναμώσει η συμμετοχή των α/α στην πάλη, να οργανώνουν τις δικές τους εστίες αντίστασης στη βάση των οξυμένων προβλημάτων τους, να διαμορφώνονται προϋποθέσεις κοινής δράσης με την εργατική τάξη και τη μικρομεσαία αγροτιά.

Επεξεργαστήκαμε πλαίσιο πάλης σε γραμμή ρήξης με τη στρατηγική ενίσχυσης του κεφαλαίου, πλαίσιο που υιοθέτησαν και προώθησαν οι μαζικοί φορείς που συσπειρώνονται στην ΠΑΣΕΒΕ. Ταυτόχρονα επιδιώξαμε αυτό να γίνει αντικείμενο συζήτησης και πάλης και στα υπόλοιπα σωματεία και ομοσπονδίες των α/α. Επικεντρώσαμε σε βασικές αιχμές όπως η κατάργηση των βασικών φορολογικών νόμων και χαρατσιών και η ανάγκη διατήρησης του αφορολόγητου ορίου για τους α/α που καταργήθηκε το 2013, η πάλη ενάντια στη διάλυση ασφαλιστικών δικαιωμάτων και συντάξεων, η διεκδίκηση κάλυψης αναγκών υγείας-περίθαλψης για τους ανασφάλιστους, η διαγραφή τμήματος χρεών προς το Δημόσιο και τις τράπεζες, η υπεράσπιση της κυριακάτικης αργίας κλπ.

Μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι, παρά την απότομη όξυνση των προβλημάτων και την άνοδο της δυσαρέσκειας προς τις κυβερνητικές πολιτικές, η συμμετοχή των α/α στις κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης ήταν σε γενικές γραμμές περιορισμένη. Στη μεγάλη πλειοψηφία των α/α κυριάρχησε ο συμβιβασμός στην εξελισσόμενη επίθεση, σε συνδυασμό με την ένταση της ατομικής επαγγελματικής προσπάθειας. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι κινητοποιήσεις ενάντια στον αντιασφαλιστικό νόμο Κατρούγκαλου στις οποίες, πέραν του γενικότερου κλίματος καταδίκης του νόμου, ρόλο έπαιξε και η έντονη δραστηριοποίηση των συνδικαλιστικών ηγεσιών ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ και των επιστημονικών συλλόγων, λόγω των διογκωμένων ασφαλιστικών εισφορών που επέβαλε ο νόμος κυρίως σε μεσαία και υψηλότερα εισοδήματα.

Γενικά, το στίγμα στο συνδικαλιστικό κίνημα των α/α έδωσαν οι διεκδικήσεις και τα αιτήματα των πιο ισχυρών μικρομεσαίων επιχειρηματιών και ο συντεχνιακός προσανατολισμός, όπως αυτά εκφράστηκαν από τις θέσεις των διοικήσεων ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ και άλλων μαζικών φορέων (π.χ. Ομοσπονδία Ταξί), με τις δυνάμεις μας να καταφέρνουν να παίρνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων κυρίως στην Αττική. Επίσης οι αγωνιστικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν στο συνταξιουχικό κίνημα των α/α, μέσω των πρωτοβουλιών της ομοσπονδίας ΠΟΣ-ΟΑΕΕ στην οποία είμαστε πλειοψηφία (και η οποία δραστηριοποιείται στη ΣΕΑ), ήταν σε θετική κατεύθυνση και απέκτησαν μαζικό χαρακτήρα, ιδιαίτερα την περίοδο ψήφισης και εφαρμογής του ν. Κατρούγκαλου.

Η διαπάλη που αναπτύχθηκε για τον προσανατολισμό του κινήματος των ΕΒΕ είχε εξαρχής οξυμένα χαρακτηριστικά. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης βρέθηκε ο χαρακτήρας της κρίσης και των εφαρμοζόμενων πολιτικών κυβερνήσεων-ΕΕ για τη διαχείρισή της. Η απότομη όξυνση των προβλημάτων έδωσε τη δυνατότητα και στις δικές μας δυνάμεις να ανοίξουν καλύτερα τη συζήτηση για το τι κίνημα χρειάζεται, σε ποια κατεύθυνση, με ποια γραμμή συμμαχίας. Οξύνθηκε η αντιπαράθεση με τη γραμμή των συνδικαλιστικών φορέων, επιμελητηρίων, αστικών κομμάτων που παρενέβαιναν στην κατεύθυνση υπεράσπισης της στρατηγικής ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και του ευρωμονόδρομου, με ταυτόχρονη «γόνιμη» κριτική στο μίγμα των εφαρμοζόμενων πολιτικών (κυρίως όσον αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους) και τακτική προώθησης του κοινωνικού διαλόγου, υπονόμευσης τελικά της αγωνιστικής συλλογικής δράσης.

Στο ζενίθ της οικονομικής κρίσης και εξαιτίας ορισμένων συνεπειών όπως η αναστολή των τραπεζικών πιστώσεων, τα capital controls κ.ά., η δυσαρέσκεια απέναντι στην ΕΕ και τις αστικές κυβερνήσεις δεν οδήγησε αυτόματα, όπως σωστά είχε επισημάνει το ΚΚΕ, σε απεγκλωβισμό από τους γενικότερους αστικούς σχεδιασμούς κι επιδιώξεις. Η πλειοψηφία των α/α υιοθέτησε την ιδεολογική γραμμή των αστικών επιτελείων για το χαρακτήρα της κρίσης (π.χ. κρίση χρέους) και αποδείχτηκε ευάλωτη στις εκάστοτε κυβερνητικές εναλλαγές και στα διάφορα αναχώματα που ορθώνονταν διαδοχικά για τον αποπροσανατολισμό της πάλης, όπως τα «κινήματα της πλατείας», το δημοψήφισμα κ.ο.κ. Παρά την προσπάθεια των δυνάμεών μας και τη διαμόρφωση ενός σταθερού τμήματος α/α που δραστηριοποιήθηκε με τη γραμμή μας, τα αποτελέσματα στον προσανατολισμό και τη μαζικοποίηση της πάλης, στη διεύρυνση της πολιτικής επιρροής του Κόμματος στους α/α ήταν σε γενικές γραμμές πολύ περιορισμένα. Ο περιορισμένος αντίκτυπος της παρέμβασής μας, σε συνδυασμό με το χτύπημα που δέχτηκαν κλάδοι στους οποίους διατηρούσαμε παραδοσιακά δυνάμεις προ κρίσης, με εξαίρεση την Αττική, μπορούμε να πούμε ότι είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των δυνάμεων και της επιρροής μας σε πανελλαδικό επίπεδο.

 

Εκτίμηση για τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες 
που διαμόρφωσαν το συσχετισμό στο κίνημα των αυτοαπασχολούμενων

Καταρχάς η ίδια η θέση αυτών των τμημάτων στην παραγωγή –που από τη φύση τους ως μικροϊδιοκτήτες αναζητούν διέξοδο από τα προβλήματά τους σε κατεύθυνση υπεράσπισης της μικροϊδιοκτησίας τους έναντι των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων– καθιστά πιο σύνθετη τη διαδικασία απεγκλωβισμού τους από την αστική πολιτική και ιδεολογία. Μάλιστα, η ίδια η προ κρίσης οικονομική τους κατάσταση, με σχετικά βελτιωμένο και σταθερό εισόδημα, με ορισμένες ρυθμίσεις προστασίας της αυτοαπασχόλησης, είχε συμβάλει στην ενίσχυση των δεσμών εκτεταμένων τμημάτων τους με την αστική τάξη και το κράτος της, την ΕΕ, στην πεποίθηση αρμονικής συμβίωσής τους με τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, όπως αυτή έπαιρνε σάρκα και οστά με χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις να λειτουργούν δορυφορικά γύρω τους.

Στον αποπροσανατολισμό και την καλλιέργεια κλίματος συμβιβασμού την περίοδο της κρίσης έπαιξαν ρόλο και οι ίδιες οι ηγεσίες του συνδικαλιστικού κινήματος των ΕΒΕ, οι ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ, δευτεροβάθμιες ομοσπονδίες, όπως και τα επιμελητήρια. Η απλόχερη στήριξη της γραμμής ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας και του ευρωμονόδρομου διαχρονικά, η στάση αποδοχής των εφαρμοζόμενων πολιτικών κυβερνήσεων-ΕΕ στο όνομα της αναγκαιότητας αυτών με επιμέρους διαφοροποιήσεις, η υπονόμευση των αγωνιστικών πρωτοβουλιών ακόμα και αυτών που οι ίδιες εξήγγειλαν, σε συνδυασμό με τη διαχρονική κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και την έλλειψη οργάνωσης της μεγάλης μάζας των α/α, λειτούργησαν ανασχετικά στις περιορισμένες, έτσι κι αλλιώς, αγωνιστικές διεργασίες.

Σε αυτές τις συνθήκες απαιτούνταν μαζική, καλά επεξεργασμένη ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση από πλευράς των ίδιων των κομμουνιστών, πρωτοπόρα δράση στο κίνημα ώστε να δυναμώνει η αγωνιστική διεκδίκηση και να μπαίνουν νέα τμήματα α/α στην πάλη, να βαθαίνει ο προβληματισμός και να συσπειρώνονται δυνάμεις, οι πιο πρωτοπόρες, σε αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Λαμβάνοντας υπόψη το δοσμένο συσχετισμό δυνάμεων αλλά και τη γενικότερη στάθμη της αντιμονοπωλιακής αντικαπιταλιστικής πάλης στο εργατικό κίνημα, οι λιγοστές δυνάμεις μας που έδρασαν στο κίνημα των α/α είχαν αντικειμενικά περιορισμένη επιρροή και δεν κατάφεραν να πετύχουν βελτίωση στο συσχετισμό δυνάμεων.

Ωστόσο χρειάζεται πιο συγκεκριμένα να εξετάσουμε και σε τι βαθμό βάρυναν υποκειμενικές αδυναμίες, αν εξαντλήθηκαν τα περιθώρια στην ίδια τη δράση του Κόμματος. Μπροστά στις αυξημένες απαιτήσεις της περιόδου, αναδείχτηκαν πιο έντονα καθυστερήσεις και χρόνιες καθοδηγητικές αδυναμίες που χαρακτηρίζουν τη δουλειά του Κόμματος στους α/α.

Θα μπορούσαμε να έχουμε δώσει τη μάχη από καλύτερες θέσεις αν, μελετώντας πιο συστηματικά τις οικονομικές και κοινωνικές τάσεις και τις εξελίξεις, είχαμε διαμορφώσει έγκαιρα ένα ολοκληρωμένο σχέδιο παρέμβασης/οικοδόμησης σε κλάδους που βαραίνει η σημασία τους λόγω αυξημένης συγκέντρωσης της αυτοαπασχόλησης, καθώς είχαμε επίγνωση ότι οι δυνάμεις μας συγκεντρώνονταν κυρίως σε κλάδους όπου συρρικνωνόταν η αυτοαπασχόληση. Πρακτικά, βρεθήκαμε με ελάχιστες δυνάμεις σε μεγάλους κλάδους και πόλεις, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να επιδράσουμε με πιο μαζικούς όρους στην εξέλιξη της πάλης.

Ταυτόχρονα, καλύτερα μπορούσαμε να έχουμε επεξεργαστεί θέσεις, πλαίσια πάλης, γενικά και σε κλάδους, ώστε να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε πιο ολοκληρωμένα στην πίεση των συντεχνιακών διεκδικήσεων που δυνάμωναν και λόγω των πολιτικών απελευθέρωσης που επιταχύνθηκαν και επιδρούσαν και στις γραμμές μας, πίεση που εκφράστηκε και στις γραμμές σωματείων που έχουμε την πλειοψηφία.

Αν και έγιναν ορισμένες προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση κυρίως στο επίπεδο του Τμήματος της ΚΕ, αυτές ήταν έτσι κι αλλιώς αποσπασματικές και δεν αφομοιώθηκαν από το δυναμικό μας. Στη δράση των δυνάμεών μας βάρυναν παλιότερες επεξεργασίες, αναντίστοιχες με τις απαιτήσεις και την πολιτική του Κόμματος, διατηρήθηκαν σε ένα βαθμό συντεχνιακές αντιλήψεις που αποτέλεσαν βαρίδι ώστε να ανοίξουμε δρόμους στη σύνθετη αντιπαράθεση που αναπτύχθηκε, να αντιμετωπίζονται διλήμματα και αυταπάτες περί δυνατότητας επιστροφής σε παλιότερες περιόδους που χαρακτηρίζονταν από μικρότερο βαθμό κεφαλαιακής συγκέντρωσης και μεγαλύτερης προστασίας της μικροϊδιοκτησίας.

Τα συμπεράσματα αυτά πρέπει να αφομοιωθούν και να παρθούν μέτρα για να ξεπεραστούν καθοδηγητικές ανεπάρκειες, ξεκινώντας πρώτα απ’ όλα από την ίδια την ΚΕ. Η τάση περιορισμού της αυτοαπασχόλησης χωρίς προσωπικό δεν πρόκειται να αντιστραφεί, ανεξάρτητα από το ρυθμό και την έκταση που αυτή προωθείται από κλάδο σε κλάδο ή ακόμα και από την περισσότερο ή λιγότερο ευκαιριακή ανάκαμψη σε τμήμα της σε κάποιους κλάδους ή υποκλάδους. Τα διάφορα συγκυριακά και επιλεκτικού χαρακτήρα προγράμματα χρηματοδότησης δεν αναιρούν την εκτίμηση κρατικών και άλλων αστικών κέντρων ότι η εκτεταμένη διασπορά κεφαλαίων στην αυτοαπασχόληση αποτελεί διαρθρωτικό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Αντικειμενικά λοιπόν θα διαμορφώνονται και στη συνέχεια προϋποθέσεις, ώστε να αναπτύξει το Κόμμα αγωνιστικούς ιδεολογικοπολιτικούς δεσμούς με ευρύτερα τμήματα α/α χ.πρ., να παρέμβει στο κίνημά τους, στον προσανατολισμό του, στην κοινή πάλη με το εργατικό και αγροτικό κίνημα.

 

Εκτίμηση για την πορεία και εμβέλεια της ΠΑΣΕΒΕ

Οι προαναφερθείσες αδυναμίες είχαν την αντανάκλασή τους στην εξέλιξη της πορείας και εμβέλειας της Πανελλαδικής Αντιμονοπωλιακής Συσπείρωσης Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων (ΠΑΣΕΒΕ). Η ΠΑΣΕΒΕ συγκροτήθηκε το 2009 ως επιστέγασμα της δράσης της ΠΣΕΑ (Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα), που είχε συγκροτηθεί το 2007 με αιχμή κυρίως τις ασφαλιστικές διεκδικήσεις των α/α.

Η ΠΑΣΕΒΕ αποτέλεσε εκείνο το πανελλαδικό οργανωτικό συνδικαλιστικό σχήμα που με τις θέσεις του εξέφρασε τα συμφέροντα των πιο λαϊκών τμημάτων των α/α, παίρνοντας σημαντικό αριθμό πρωτοβουλιών. Επιβεβαιώθηκε στην πράξη ότι η πρωτοβουλία συγκρότησης της ΠΑΣΕΒΕ ήταν αναγκαία, καθώς συνέβαλε σε θετική κατεύθυνση στο συντονισμό δυνάμεων που κινήθηκαν σε αγωνιστική κατεύθυνση την περίοδο της κρίσης.

Ωστόσο δεν πρέπει να διαφεύγει την προσοχή μας ότι η εμβέλεια της ΠΑΣΕΒΕ, οι δυνάμεις που συσπειρώνει μόνιμα ή σε πιο ευκαιριακή βάση παραμένουν εξαιρετικά περιορισμένες. Η κινητοποιητική της ικανότητα παρέμεινε περιορισμένη, με λίγες εξαιρέσεις, στις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2010-2011 και στις κινητοποιήσεις για το Ασφαλιστικό, το 2015-2016, και αυτό κυρίως στην Αθήνα.

Οι φορείς που συντονίζονταν στις γραμμές της ήταν κυρίως σωματεία και ομοσπονδίες που πλειοψηφούν οι δυνάμεις μας, τα οποία –με εξαίρεση την ΟΒΣΑ (Ομοσπονδία Βιοτεχνικών Σωματείων Αθήνας) και την ΠΟΣ-ΟΑΕΕ (Συνταξιούχοι ΟΑΕΕ)– συσπειρώνουν περιορισμένο αριθμό επαγγελματιών. Κλαδικές ομοσπονδίες που παραδοσιακά έπαιζαν ένα ρόλο στο κίνημα των ΕΒΕ και είμαστε πλειοψηφία διαλύθηκαν ή βρίσκονται σε φθίνουσα πορεία, ακολουθώντας τη γενική τάση των κλάδων τους. Αντίστοιχα, οι δυνάμεις μας στις υπόλοιπες πόλεις πλην Αθήνας ήταν πολύ περιορισμένες ώστε να μπορέσουν να επιδράσουν με κινηματικούς όρους. Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν κάποιες πρωτεύουσες νομών όπου, ενώ ο συσχετισμός ήταν σχετικά καλύτερος, όχι μόνο δεν καταφέραμε να παρέμβουμε ουσιαστικά, να απευθυνθούμε και να συσπειρώσουμε νέες δυνάμεις, αντίθετα, τα σωματεία αυτά παραμένουν μέχρι και σήμερα παροπλισμένα και η επιρροή μας διαρκώς μειώνεται. Επίσης, ορισμένες ομοσπονδίες επαγγελματιών, οι οποίες μετείχαν στην Ιδρυτική Σύσκεψη της ΠΑΣΕΒΕ, διαχώρισαν στην πορεία τη θέση τους, στοιχιζόμενες με τις θέσεις και την τακτική της ΓΣΕΒΕΕ, χωρίς να μπορέσουμε να το αποτρέψουμε λόγω της περιορισμένης δικής μας παρέμβασης στις γραμμές τους.

Ορισμένες δυνατότητες διεύρυνσης της ΠΑΣΕΒΕ με νέες δυνάμεις γεννήθηκαν την περίοδο 2011-2015. Ορισμένα σωματεία, στις διοικήσεις των οποίων οι δυνάμεις μας δεν πλειοψηφούσαν, συμμετείχαν κατά περίπτωση στις αγωνιστικές δραστηριότητες-πρωτοβουλίες που καλούσε η ΠΑΣΕΒΕ ή οι ομοσπονδίες-μέλη της, κυρίως σε πρωτοβουλίες που αφορούσαν φορολογικό και χρέη, Ασφαλιστικό, υγειονομική περίθαλψη, κυριακάτικη αργία.

Οι δυνατότητες αυτές δεν καρποφόρησαν και με δική μας ευθύνη. Δεν κατέστη δυνατό να συγκροτηθεί από μεριάς μας, και λόγω έλλειψης προσανατολισμού, ένας πιο σταθερός πυρήνας αγωνιστικών δυνάμεων σε αυτούς τους φορείς, πόσο μάλλον κομματικών, ώστε να αξιοποιηθούν οι προσωρινές ρωγμές και διαφοροποιήσεις συνδικαλιστών και να γίνουν ορισμένα βήματα πιο σταθερά στη βελτίωση του συσχετισμού. Οι δυνάμεις που πρόσκεινται στη γραμμή ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ διατήρησαν τελικά την πλειοψηφία σε αυτούς τους φορείς, με περιορισμένες εξαιρέσεις. Αποδείχτηκε στην πράξη ότι ο μηχανισμός ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ και δευτεροβάθμιων ομοσπονδιών παραμένει ισχυρός, παρά τις κάποιες υπαρκτές ενδείξεις προσωρινής εξασθένισης, αλλά και η δική μας αδύναμη παρουσία επιδρά και αυτή ανασχετικά στην αποκρυστάλλωση ορισμένων δυνατοτήτων που κατά καιρούς εμφανίζονται.

Η οικονομική ανάκαμψη, έστω και ασταθής και με περιορισμένους ρυθμούς, σε συνδυασμό με ορισμένα κυβερνητικά μέτρα που συνέβαλαν στην άμβλυνση των προβλημάτων των α/α, έχει οδηγήσει σήμερα σε καθίζηση των όποιων αγωνιστικών διαθέσεων των προηγούμενων χρόνων, επιδρώντας ανασταλτικά και στη μαχητικότητα των δικών μας δυνάμεων. Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με την αδρανοποίηση μιας σειράς σωματείων και ομοσπονδιών που πλειοψηφούσαμε, λόγω αντικειμενικών ή υποκειμενικών αδυναμιών, έχει οδηγήσει σήμερα σε περιορισμό των δυνάμεων που συμμετέχουν στην ΠΑΣΕΒΕ.

Αυτήν τη στιγμή η ΠΑΣΕΒΕ συσπειρώνει ελάχιστους φορείς σε πανελλαδικό επίπεδο, στην πλειοψηφία τους όχι μαζικούς. Στην πράξη αποτελεί μορφή συνδικαλιστικής έκφρασης των κομμουνιστών και της επιρροής μας στο κίνημα και ως ένα βαθμό μορφή συντονισμού της πάλης ορισμένων, περιορισμένων αριθμητικά φορέων που κινούνται σε αντιπαράθεση με τη γραμμή των συνδικαλιστικών ηγεσιών ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ.

Πρέπει να προβληματίσει περισσότερο ότι ένας σεβαστός αριθμός σωματείων που συμμετέχουν στην ΠΑΣΕΒΕ παραμένει σε άσχημη κατάσταση, χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη ανησυχία από τα καθοδηγητικά όργανα για τη διόρθωση αυτής της κατάστασης. Τα ΔΣ εξακολουθούν να μη συνεδριάζουν ή συνεδριάζουν τυπικά, κινητοποιούνται ελάχιστες δυνάμεις, η όποια δράση τους αφορά τη συμμετοχή σε κεντρικές δραστηριότητες, δεν αναπτύσσουν πρωτοβουλίες. Παραμένουν κατά βάση άμαζα, χωρίς δεσμούς με μη κομματικές δυνάμεις α/α. Ταυτόχρονα, χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί ότι η καταρχήν συμφωνία ενός ΔΣ με τις θέσεις, π.χ. της ΠΑΣΕΒΕ δεν αντανακλά απαραίτητα και τη στάση της πλειοψηφίας των μελών του μαζικού φορέα, καθώς στις γραμμές του υπάρχει μεγάλη ανομοιομορφία, διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις, ακόμα και διαπάλη. Υποτιμήθηκε και υποτιμάται σε αρκετές περιπτώσεις η αναγκαία ζύμωση και συγκεκριμένη παρέμβαση (αυτοτελώς των κομμουνιστών, αλλά και μέσω της επαφής του ίδιου του ΔΣ με τα μέλη του) προκειμένου να γίνονται γνωστές οι θέσεις που υιοθετεί το σωματείο, να αυξάνεται ο βαθμός συμφωνίας και δράσης των μελών του, ότι απαιτείται ικανότητα εκλαΐκευσης, σωστής ιεράρχησης ανάλογα με την οξύτητα των προβλημάτων, ακόμα και προσαρμογών όπου αυτές κρίνονται απαραίτητες.

Το γεγονός ότι σε μια σειρά φορείς που πλειοψηφούν οι δυνάμεις μας δεν υπάρχουν συγκροτημένες άλλες παρατάξεις, άρα εύκολα μπορούμε να προβάλλουμε τις θέσεις του Κόμματος χωρίς αντιπαράθεση, δεν πρέπει να δημιουργεί επανάπαυση και να αποσπά από το κύριο ζητούμενο, που δεν είναι άλλο από την υιοθέτηση αυτών των θέσεων από περισσότερους, το τράβηγμα νέων δυνάμεων στην πάλη που αντικειμενικά θα «έρχονται με τις απόψεις τους» και θα απαιτείται συζήτηση, πειθώ, επιχειρήματα.

Η υπόθεση συσπείρωσης δυνάμεων στο κίνημα που συντονίζουν τη δράση τους σε πανελλαδικό επίπεδο, η υιοθέτηση ριζοσπαστικών αγωνιστικών πλαισίων πάλης και ο εμπλουτισμός τους από τους φορείς που συμμετέχουν περισσότερο ή λιγότερο σταθερά σε αυτήν τη συσπείρωση είναι μια διαδικασία που εξελίσσεται με όρους κινήματος και κρίνεται στους ίδιους τους μαζικούς φορείς, στους οποίους βεβαίως οι κομμουνιστές παρεμβαίνουν κι επιδιώκουν να επιδράσουν με την πρωτοπόρα δράση τους. Επομένως απαιτείται προσπάθεια, γνώση του συσχετισμού και των διεργασιών που συντελούνται, αντιπαράθεση και κατοχύρωση ριζοσπαστικών πλαισίων πάλης και κατευθύνσεων μέσα στο ίδιο το μαζικό κίνημα, στα σωματεία και τις ομοσπονδίες.

Το προηγούμενο διάστημα επίσης, δοκιμάστηκαν στην πράξη και ορισμένες επιλογές που σχετίζονταν με την ίδια τη δομή της ΠΑΣΕΒΕ. Ήταν επιλογές οι οποίες διαμορφώθηκαν σε μεγάλο βαθμό κάτω και από το βάρος των αναγκών που γεννούσαν οι ίδιες οι συνεχόμενες κινητοποιήσεις τα προηγούμενα χρόνια και ο αρνητικός συσχετισμός. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις συνιστούσαν μια σχηματική μεταφορά μορφών από άλλα κινήματα, π.χ. η δημιουργία κλαδικών γραμματειών. Στην πράξη οι γραμματείες αντικατέστησαν την καθοδηγητική ευθύνη των οργάνων ή τη συγκρότηση Κομματικών Ομάδων, ενώ στη συνέχεια οι περισσότερες αδρανοποιήθηκαν.

Ταυτόχρονα, δημιουργήθηκε επανάπαυση ότι οι γραμματείες μπορούν να γίνουν όχημα αλλαγής συσχετισμού χωρίς την καθ’ όλα απαραίτητη διαπάλη για την απόσπαση δυνάμεων σε επίπεδο σωματείου. Καλλιεργήθηκε εφησυχασμός ότι η ΠΑΣΕΒΕ και οι γραμματείες της είναι ένα ασφαλές αντιμονοπωλιακό εργαλείο, που ανεξάρτητα από την εμβέλειά της στα σωματεία το κύριο είναι να προβάλλει τις θέσεις του Κόμματος για τους α/α ή να παίρνει θέση υπέρ του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού κινήματος.

Σήμερα είναι κρίσιμο ζήτημα ο κομματικός προβληματισμός να εστιάσει στην αλλαγή του συσχετισμού «από τα κάτω», ώστε ο συντονισμός «από τα πάνω» σε ριζοσπαστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση να γίνει πιο ουσιαστικός. Να συνειδητοποιηθεί ότι το κύριο και βασικό καθήκον είναι να ενισχυθεί ο προσανατολισμός στα ίδια τα σωματεία και τις ομοσπονδίες των α/α, ώστε να επιδράσουμε στη λειτουργία τους και στον προσανατολισμό της πάλης τους, να μαζικοποιηθούν οι γραμμές τους, να βελτιωθεί ο συσχετισμός υπέρ της επιρροής του Κόμματος.

Ξεχωρίζουμε επομένως τα εξής καθήκοντα:

– Τη βελτίωση της λειτουργίας των σωματείων και ομοσπονδιών που είμαστε πλειοψηφία, τη μαζικοποίηση των γραμμών τους. Δίνουμε προτεραιότητα στην ανάγκη αντιστροφής της κατάστασης στα σωματεία της περιφέρειας που έχουμε την πλειοψηφία.

Χρειάζεται επιτακτικά να αντιμετωπιστούν προβλήματα που σχετίζονται με το περιεχόμενο της λειτουργίας των σωματείων αυτών: Αν τα ΔΣ έχουν εικόνα των προβλημάτων των μελών τους, τι πλαίσιο πάλης υιοθετούν, με τι πρωτοβουλίες το προωθούν, αν υπάρχει προσανατολισμός επαφής και διαμόρφωσης αγωνιστικών δεσμών με τους επαγγελματίες, αν επιλέγουν κατάλληλες μορφές πάλης, αν επεξεργάζονται επιτυχημένα την αντιπαράθεση με μηχανισμούς, με άλλες δυνάμεις, αν έχουν σχέδιο μαζικοποίησης των γραμμών τους με νέες δυνάμεις και προφανώς αν και τα ίδια τα κ.μ. ανταποκρίνονται αναπτύσσοντας πρωτοπόρα δράση, αν είναι δηλαδή ηγέτες στο χώρο τους.

Στους συλλόγους/σωματεία που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που βρίσκονται σε συρρίκνωση, οι δυσκολίες έχουν σαφώς πιο αντικειμενικό χαρακτήρα, ωστόσο είναι ένα ζήτημα αν εξαντλούνται τα περιθώρια όσον αφορά την οργάνωση της πάλης για την ανακούφιση από τα υπάρχοντα οξυμένα προβλήματα.

– Τη διαμόρφωση σχεδίου για απόσπαση πλειοψηφιών σε νέα σωματεία και ομοσπονδίες και πώς διαμορφώνουμε τις προϋποθέσεις σε αυτήν την κατεύθυνση. Θετικά παραδείγματα δείχνουν ότι προϋπόθεση για την αλλαγή του συσχετισμού είναι η διαμόρφωση πυρήνα αγωνιστικών δυνάμεων, η ανάληψη πρωτοβουλιών ως μειοψηφία, η ανοιχτή κι επιχειρηματολογημένη αντιπαράθεση με τις θέσεις και τη δράση της διοίκησης.

– Την ενίσχυση των επαφών με συνδικαλισμένους α/α, άλλους συνδικαλιστές που διαφοροποιούνται κατά καιρούς από τη γραμμή των ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ, δευτεροβάθμιων ομοσπονδιών που μπορεί να μην ταυτίζονται σε όλα μαζί μας. Την περίοδο της κρίσης και ιδιαίτερα μπροστά στην κατάθεση του νόμου Κατρούγκαλου είχαμε αρκετά τέτοια φαινόμενα. Αντίστοιχα και σήμερα, η πείρα δείχνει ότι μπροστά στην όξυνση προβλημάτων μπορούν να διαμορφώνονται τέτοιες δυνατότητες, όπως, π.χ., στις φονικές πλημμύρες στη Μάνδρα. Οι δυνάμεις μας να γίνουν πιο ικανές στην επικοινωνία και στη διαπάλη.

 

Για το συντονισμό της πάλης των αυτοαπασχολούμενων σε πανελλαδικό επίπεδο

Επιβεβαιώνουμε ότι πρόθεσή μας ήταν και είναι ο πανελλαδικός συντονισμός λαϊκών τμημάτων α/α με ριζοσπαστικό πλαίσιο πάλης. Αυτή η διαδικασία όμως προϋποθέτει ενίσχυση των δυνάμεων του Κόμματος στο κίνημα των α/α, απόκτηση θέσεων, πλειοψηφιών στα σωματεία και τις ομοσπονδίες τους, στόχος από τον οποίο σήμερα απέχουμε αρκετά.

Σήμερα στο επίκεντρο της σκέψης μας πρέπει να είναι το πώς θα ανοίξουμε νέους δρόμους επαφής και συσπείρωσης νέων δυνάμεων, σωματείων και ομοσπονδιών. Σε αυτό το σύνθετο καθήκον σε αυτήν τη φάση και με το δοσμένο συσχετισμό, πολύ περιορισμένα πλέον μπορεί να ανταποκριθεί η Πανελλαδική Γραμματεία της 
ΠΑΣΕΒΕ.

Χρειάζεται να δοκιμάσουμε και νέες μορφές συντονισμού σε επίπεδο πόλης. Πείρα σχετική υπάρχει ήδη σε αυτό το ζήτημα και μέσα στο κίνημα των α/α. Αρκετές φορές έχουν παρθεί πρωτοβουλίες συντονισμού από ομοσπονδίες που έχουμε την πλειοψηφία. Τέτοιες πρωτοβουλίες αναπτύχθηκαν και σε κρίσιμες φάσεις μαζικών λαϊκών κινητοποιήσεων (π.χ. μεσοπρόθεσμα πλαίσια, πανελλαδικό συλλαλητήριο 2014, κινητοποιήσεις για Ασφαλιστικό), αλλά και σε φάσεις όπου με την κατεύθυνση των δικών μας δυνάμεων ομοσπονδίες που επηρεάζουμε τοποθετήθηκαν ενιαία, με αποφάσεις των Διοικητικών Συμβουλίων τους, πάνω σε κρίσιμα ζητήματα της διαπάλης (π.χ. προσπάθεια ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ-ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ για την εμφάνιση «κοινωνικής συμμαχίας»). Γενικά οι κινήσεις αυτές ήταν επιτυχημένες.

Να επιδιώξουμε το συντονισμό σε επίπεδο πόλης, νομού, περιφέρειας. Στην Αττική η ΟΒΣΑ παίρνει πρωτοβουλίες οι οποίες κατά περιόδους πετυχαίνουν ευρύτερη συσπείρωση (βλ. κινητοποιήσεις για φορολογικό-χρέη-κατασχέσεις, ενάντια στις κατασχέσεις, για την κυριακάτικη αργία, για τις πλημμύρες στη Μάνδρα κλπ.). Με πρωτοβουλίες των δυνάμεών μας να δοκιμαστούν μορφές συντονισμού πάλης στη Θεσσαλονίκη, στα Γιάννενα, στην Πάτρα, στη Λάρισα. Σε κλαδικό επίπεδο, να πάρουμε πρωτοβουλίες για το συντονισμό ενώσεων, εμπορικών συλλόγων, π.χ. στον κλάδο του εμπορίου για την κυριακάτικη αργία, τον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο κλπ. Αυτά τα ζητήματα να απασχολήσουν πιο συστηματικά τα κομματικά καθοδηγητικά όργανα με προσανατολισμό στα μεγάλα καθολικά προβλήματα των α/α και των οικογενειών τους, που μπορούν να δημιουργήσουν προβληματισμό, ρωγμές ή έστω ορισμένες προϋποθέσεις επαφής με α/α και τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Τέτοια ζητήματα είναι το φορολογικό/χρέη/κατασχέσεις, το Ασφαλιστικό, η κυριακάτικη αργία.

 

Για τους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες και καλλιτέχνες

Η εξειδίκευση της δουλειάς του Κόμματος στους αυτοαπασχολούμενους επιστήμονες θα μας απασχολήσει προσεχώς πιο αναλυτικά, μετά από συνθετική επεξεργασία που θα διαμορφώσουν τα συναρμόδια Τμήματα της ΚΕ. Ωστόσο, και κατά τη συζήτηση του παρόντος κειμένου και ιδιαίτερα από αντίστοιχες Τομεακές Οργανώσεις μπορεί να αναπτυχθεί ο προβληματισμός, ώστε στη Συνδιάσκεψη να εμπλουτιστεί ο σχεδιασμός με προτάσεις για το θέμα των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων και καλλιτεχνών.

Βασικό πρόβλημα παραμένει ο εγκλωβισμός των α/α αλλά και της πλειοψηφίας των μισθωτών επιστημόνων στο να «αποδέχονται» ως συνδικαλιστικούς εκπροσώπους τους τα επιστημονικά επιμελητήρια (π.χ.,Τεχνικό, Οικονομικό, Γεωτεχνικό Επιμελητήριο) και τους επιστημονικούς συλλόγους (Ιατρικός, Δικηγορικός Σύλλογος), που συμβάλλουν στην επεξεργασία και υλοποίηση της αστικής στρατηγικής.

Η δική μας παρέμβαση, πέρα από τις αυτονόητες διαφορές που αφορούν την εξειδίκευση σε κάθε διαφορετικό κλάδο κι επιστημονικό αντικείμενο (π.χ. υγεία, δικαιοσύνη, τέχνη), στοχεύει γενικά:

α) Στο κέρδισμα α/α επιστημόνων και καλλιτεχνών με το Πρόγραμμα του Κόμματος, ώστε να συμβάλλουν μέσω του επιστημονικού ή καλλιτεχνικού έργου τους στη συνειδητοποίηση ευρύτερων εργατικών-λαϊκών δικαιωμάτων.

β) Στην προσπάθεια αυτοτελούς συνδικαλιστικής έκφρασης και οργάνωσης τόσο των α/α όσο και των μισθωτών επιστημόνων αλλά και καλλιτεχνών, έξω από τη δομή των επιμελητηρίων και των επιστημονικών συλλόγων, που προχωράει αργά, με διαφορετική ταχύτητα στους διάφορους κλάδους. Ενώ στους μισθωτούς επιστήμονες έχουν γίνει μεγαλύτερα ή μικρότερα βήματα, στους α/α μόνο στην περίπτωση των τεχνικών-μηχανικών διαμορφώνονται σήμερα προϋποθέσεις για δημιουργία συλλόγου αυτοαπασχολούμενων. Εξαίρεση αποτελεί ο χώρος των α/α φοροτεχνικών, στους οποίους υπάρχει αυτοτελής συνδικαλιστική έκφραση (Ομοσπονδία Φοροτεχνικών και δεκάδες σωματεία σε όλη την Ελλάδα).

γ) Στην προσπάθεια συντονισμού της δράσης των α/α επιστημόνων στο περιεχόμενο, στο πλαίσιο πάλης και τις μορφές με τις δυνάμεις μας στο κίνημα των ΕΒΕ και σε αντιπαράθεση με την προσπάθεια συντονισμού του αντιπάλου (ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΤΕΕ, ΔΣΑ). Αυτή η κατεύθυνση πρέπει και μπορεί άμεσα να ενισχυθεί στους βασικούς άξονες (φορολογία, Ασφαλιστικό, υγεία κλπ.).

δ) Στην όξυνση της αντιπαράθεσης σε συλλόγους και φορείς που δεσπόζει αντικειμενικά η συντεχνιακή λογική και παραμένουν χαρακτηριστικά «κλειστού επαγγέλματος» (συμβολαιογράφοι, φαρμακοποιοί κλπ.).

ε) Στο συντονισμό αγωνιστικής δράσης των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων σε κάθε κλάδο με τους μισθωτούς επιστήμονες και συνολικά τους εργαζόμενους, με τη διαμόρφωση κατάλληλου πλαισίου πάλης (π.χ. κατασκευές).

Απαιτείται αναβάθμιση της προσπάθειας ιδεολογικοπολιτικής αντεπίθεσης, καθώς στους α/α επιστήμονες παραμένουν ιδιαίτερα ισχυρές οι προσδοκίες από την παρούσα φάση της καπιταλιστικής ανάκαμψης, της προπαγάνδισης των start-up επιχειρήσεων και οι αυταπάτες ότι η όποια επιδείνωση που βιώνουν θα είναι προσωρινή.

 

Για την ανάπτυξη κοινής δράσης των μαζικών φορέων των α/α με το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό κίνημα 
και την προώθηση του στόχου της Κοινωνικής Συμμαχίας

Σήμερα είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε βαθύτερα κι ενιαία την εξέλιξη των βημάτων στην προώθηση της Κοινωνικής Συμμαχίας. Στο ζενίθ της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, η Κοινωνική Συμμαχία είχε «μια ορισμένη μορφή διαμόρφωσης με το κοινό πλαίσιο δράσης στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από το ΠΑΜΕ, στη φτωχή αγροτιά της υπαίθρου μέσα από την ΠΑΣΥ, στους αυτοαπασχολούμενους, εμπόρους και βιοτέχνες μέσα από την ΠΑΣΕΒΕ, στους νέους και τις νέες που συσπειρώνονται στο ΜΑΣ, στις γυναίκες μέσα από τους Συλλόγους και τις Ομάδες της ΟΓΕ» (βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013, σελ. 83). Η πείρα των προηγούμενων χρόνων είναι πολύτιμη, καθώς το καθήκον προώθησης της κοινής δράσης και συμμαχίας δοκιμάστηκε σε συνθήκες όξυνσης της επίθεσης απέναντι στο σύνολο των δικαιωμάτων των λαϊκών δυνάμεων.

Όμως, ήδη από το 19ο Συνέδριο έμπαινε ο στόχος: «Η Λαϊκή Συμμαχία επιδιώκει τη συνεχή προσέλκυση στις γραμμές της νέων συνδικαλιστικών και γενικότερα μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Να αποδυναμώνονται σταθερά και αποτελεσματικά, με βάση την εξέλιξη του συσχετισμού δυνάμεων, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, οι αστικές ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές συνδικαλιστικές δυνάμεις που κυριαρχούν στα ανώτατα συνδικαλιστικά όργανα, αλλά και σε Εργατικά Κέντρα και ομοσπονδίες» (βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013, σελ. 82).

Το 20ό Συνέδριο (2017) εκτιμούσε: «Με βάση την ως τώρα πείρα, βγαίνει το συμπέρασμα ότι θέλει προσοχή η σχηματοποίηση της Κοινωνικής Συμμαχίας ή ο περιορισμός της μόνο στις ήδη υπάρχουσες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, αντιμονοπωλιακές, αντικαπιταλιστικές συσπειρώσεις, όπως είναι το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΕΒΕ, η ΠΑΣΥ, η ΟΓΕ, το ΜΑΣ. Να αποφεύγουμε τη λαθεμένη εξίσωση και παράταξη των κοινωνικών συμμάχων ως εργατών - αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ και αγροτών-γυναικών-νεολαίας» (Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στο 20ό Συνέδριο, βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2017, σελ. 56).

Επίσης στην Πολιτική Απόφαση του 20ού Συνεδρίου επισημαίνεται: «Τρίτο: Η Κοινωνική Συμμαχία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σχηματικά και να ταυτίζεται με την κοινή δράση των υπαρχουσών αντιμονοπωλιακών-αντικαπιταλιστικών συσπειρώσεων όπως είναι το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΕΒΕ, η ΠΑΣΥ, η ΟΓΕ, το ΜΑΣ. Ιδιαίτερα θέλει προσοχή γιατί η ΟΓΕ, ως ριζοσπαστικό κίνημα γυναικών εργατικής-λαϊκής ένταξης ή καταγωγής, και το ΜΑΣ, ως συσπείρωση φοιτητών-σπουδαστών, δεν πρέπει να θεωρούνται φορείς κοινωνικών δυνάμεων. Η ορισμένη μορφή που πήρε με το πλαίσιο δράσης, το οποίο διαμορφώθηκε τα προηγούμενα χρόνια, δε μένει στατική, θα αναπτύσσεται ανάλογα με τη συγκεκριμένη φάση του κινήματος και του συσχετισμού, θα εμφανίζει και άλλες μορφές, θα δυναμώνει και θα αναδιατάσσεται με όρους κινήματος πραγματικής κίνησης μαζών, δυναμώνοντας κι εμβαθύνοντας τους αντικαπιταλιστικούς-αντιμονοπωλιακούς στόχους της Συμμαχίας, διευρύνοντας συνεχώς την εμβέλειά της. (...) Ο κύριος προσανατολισμός σήμερα είναι η οργάνωση των αγροτών σε συλλόγους, ομοσπονδίες κλπ. Ανάλογα πρέπει να δούμε την κατάσταση με τους συλλόγους των αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ, με την αντιμονοπωλιακή συσπείρωση της ΠΑΣΕΒΕ» (βλ. Πολιτική Απόφαση 20ού Συνεδρίου, ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2017, σελ. 120-121).

Ήδη η ζωή είχε ξεπεράσει την ΠΑΣΥ ως μορφή συσπείρωσης στο αγροτικό κίνημα από την ανάπτυξη των αγροτικών αγώνων και είχε αντικατασταθεί από την Πανελλαδική Συντονιστική των Μπλόκων η οποία βρέθηκε σε κοινούς αγώνες και με τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ και της ΟΓΕ. Επίσης κάποιες κοινές δραστηριότητες «τράβηξαν» με φορείς σε επίπεδο περιφέρειας, π.χ. η περσινή κοινή δράση ε/υ - ΟΒΣΑ - ΟΓΕ στην 
Αττική με αφορμή το μέτωπο της κυριακάτικης αργίας.

Η θετική και αρνητική πείρα που έχουμε πάνω σε αυτό το ζήτημα πρέπει να ζυγιστεί σωστά. Παραμένει ζητούμενο πώς δουλεύουμε στην πράξη αυτήν την κοινή δράση, πώς λαμβάνουμε υπόψη το διαφορετικό χαρακτήρα, δομή, συσχετισμό στο κάθε κίνημα, αποφεύγοντας μια σχηματική μεταφορά του σχεδιασμού, των αιτημάτων και των μορφών πάλης που μπορεί να έχουμε επιλέξει για το ισχυρότερο, το εργατικό κίνημα. Οι ενέργειες που προωθούμε να πατάνε πάνω σε πραγματικές διεργασίες στα ίδια τα σωματεία και τις δυνάμεις των α/α.

Η Κοινωνική Συμμαχία δε θα αναπτύσσεται εξαρχής στο έδαφος της αποδοχής των διεκδικήσεων της εργατικής τάξης από τα μικροαστικά στρώματα ως ένδειξη αλληλεγγύης. Επίσης, η ηγετική θέση της εργατικής τάξης στη Συμμαχία θα αναγνωρίζεται ως αποτέλεσμα της τέτοιας δράσης του εργατικού κινήματος που θα αγκαλιάζει και τα προβλήματα, τις ανάγκες των α/α. Η πραγματοποίηση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης εξαρτάται και από την ικανότητά της να τραβήξει με το μέρος της τα διαρκώς ταλαντευόμενα τμήματα των α/α που οδηγούνται στην καταστροφή, που βιώνουν συνθήκες επιδείνωσης των όρων ζωής κι εργασίας και που, παρά το αντικειμενικό συμφέρον τους να συσπειρωθούν στο πλευρό της για την ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, η ίδια η ατομική ιδιοκτησία τους θα λειτουργεί ανασταλτικά σε αυτήν την προοπτική. Είναι υπόθεση της παρέμβασης των κομμουνιστών στο εργατικό κίνημα, ώστε αυτό να δρα με όρους κοινής δράσης βάζοντας στο επίκεντρο ζητήματα επιβίωσης και όρων ζωής (υγεία, ασφάλιση, παιδεία, πρόνοια, κοινωνικές υποδομές και υπηρεσίες προστασίας από φυσικά φαινόμενα κ.ά.) που αφορούν ευρύτερα τις εργατικές-λαϊκές οικογένειες, που αφορούν την πλειοψηφία των α/α, έτσι ώστε να κατακτά κύρος σε αυτά τα στρώματα. Η παρέμβαση αυτή πρέπει να υπολογίζει ότι αναφερόμαστε σε κίνημα μικροϊδιοκτητών, άρα είναι αδύνατη η πλήρης ταύτιση και αντιστοίχιση σε στόχους και διεκδικήσεις της εργατικής τάξης. Η στάθμη της παρέμβασης των κομμουνιστών, σε συνδυασμό φυσικά με τα αντίστοιχα μέτρα για να βελτιώνεται η διοχέτευση κι εμβέλεια των θέσεών μας σε αυτά τα στρώματα, είναι διαδικασία σύνθετη, με επιτυχίες, αλλά και οπισθοχωρήσεις.

Το καθήκον αυτό δεν είναι εύκολο στις σημερινές συνθήκες που ο συσχετισμός παραμένει εξαιρετικά αρνητικός, δε σημαίνει όμως ότι δεν υπάρχουν και δυνατότητες που διαμορφώνονται στο ίδιο το έδαφος της αντικειμενικής εξέλιξης της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό αποδεικνύουν και οι κοινές πρωτοβουλίες που πάρθηκαν από εργατικά σωματεία, ενώσεις α/α, συλλόγους γυναικών σε σχέση με την κυριακάτικη αργία, για τα ζητήματα υγείας ή για άλλα έκτακτα οξυμένα λαϊκά προβλήματα (π.χ. πλημμύρες και πυρκαγιές στην Αττική), όπου έγκαιρα φροντίσαμε να διαμορφώσουμε κατάλληλο πλαίσιο που διευκόλυνε την κοινή δράση.

Η πείρα δείχνει επίσης ότι καλύτερα πρέπει να ιεραρχήσουμε αυτά τα μέτωπα που αφορούν μεγάλα λαϊκά προβλήματα: Περιεχόμενο και υποδομές για αποκλειστικά δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, το ίδιο για την υγεία-πρόνοια, διεκδικήσεις που αφορούν αντιπλημμυρική-αντιπυρική-αντισεισμική προστασία, ρύπανση και μόλυνση εδάφους-αέρα-υδάτων, διατροφική αλυσίδα. Είναι μεγάλα ζητήματα, στα οποία μπορεί να αναπτυχθεί κοινή πάλη με εργατικά σωματεία, αγροτικούς συλλόγους, συλλόγους και ομάδες γυναικών της ΟΓΕ, φορείς επιστημόνων α/α, να συσπειρωθούν φοιτητές-σπουδαστές, να προωθηθεί η Κοινωνική Συμμαχία στην πράξη. Επίσης τέτοια δράση μπορεί και πρέπει να αγκαλιάσει και οικονομικά προβλήματα, π.χ. τις κατασχέσεις, ιδιαίτερα από το Δημόσιο. Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να σχεδιάζεται και η ιδιαίτερη δουλειά που πρέπει να γίνεται και στους ίδιους τους φορείς των α/α, ώστε να ωριμάζει αυτή η συμμετοχή, να συσπειρώνονται υπαρκτές δυνάμεις και όχι απλά να εξασφαλίζεται η τυπική απόφαση.

 

Γ. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΙΚΩΝ 
ΟΡΓΑΝΩΝ, ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ 
ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥΣ

Χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, ξεκινώντας από την ίδια την ΚΕ, καθοδηγητικές αδυναμίες και καθυστερήσεις που έχουν εντοπιστεί επανειλημμένα. Οι αδυναμίες αυτές αναδείχτηκαν πιο γλαφυρά τα τελευταία χρόνια, όπου οι απαιτήσεις όσον αφορά την καθοδήγηση των δυνάμεών μας στους α/α και στο κίνημά τους ήταν αυξημένες και είναι φανερό ότι επέδρασαν με τη σειρά τους στη δυνατότητα του Κόμματος να παρέμβει με καλύτερους όρους σε αυτά τα στρώματα. Είναι δεδομένο ότι η πολιτική επιρροή του Κόμματος αλλά και η εκλογική του επιρροή, όπως τουλάχιστον αποτυπώνεται και σε διάφορες αναλύσεις (π.χ. των πρόσφατων exit polls), είναι κάτω από τον αντίστοιχο μ.ό. Αντίστοιχα η συνδικαλιστική μας επιρροή μειώνεται.

Η κατάσταση αυτή δεν ήταν μονόδρομος. Θα μπορούσαμε, αν έγκαιρα είχαμε πάρει όλα τα αναγκαία μέτρα, να παρεμβαίνουμε σήμερα από καλύτερες θέσεις και με καλύτερα αποτελέσματα. Αυτό επιβεβαιώνεται, π.χ., στην Αττική, όπου πάρθηκαν έγκαιρα μέτρα ενίσχυσης της δουλειάς και σήμερα βρισκόμαστε με ανανεωμένες κομματικές δυνάμεις και περίγυρο, με ορισμένες ζωντανές υποδομές στο κίνημα. Αντίστοιχα βήματα έχουν γίνει στην Κρήτη, όπου έχει εξασφαλιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό η παρακολούθηση της δουλειάς στο κίνημα, η καθοδήγηση κομματικών ομάδων. Χρειάζεται να σπάσει κάθε ίχνος υποτίμησης, να αναβαθμιστεί η ίδια η ενασχόληση των καθοδηγητικών οργάνων με στόχο την αντιστροφή της κατάστασης.

Η δουλειά των οργάνων παραμένει γενικόλογη και αποσπασματική. Εξακολουθεί να υπάρχει απόσταση ανάμεσα στη σωστή επισήμανση για βελτίωση της δουλειάς και στα μέτρα που τελικά προωθούνται. Συχνά δεν υπάρχει επίγνωση των τάσεων και των μεταβολών που επέρχονται, των πολιτικών που εφαρμόζονται και πώς επιδρούν, με αποτέλεσμα να αδυνατούμε να διαμορφώσουμε σχέδιο παρέμβασης, θέσεις, προτεραιότητες. Αντίστοιχα, παραμένει η ανάγκη για πιο συγκεκριμένη καθοδήγηση των δυνάμεών μας στο κίνημα. Συχνά δεν υπάρχει καν γνώση των θέσεων που διαμορφώνει το Κόμμα, ειδικά στα Τομεακά Γραφεία και τα Γραφεία ΚΟΒ των εδαφικών, πόσο μάλλον συμβολή στην επεξεργασία, αλλά ούτε και ανησυχία για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δυνάμεις μας που δρουν σε συνθήκες εξαιρετικά αρνητικού συσχετισμού.

Το πρόβλημα είναι καθαρά καθοδηγητικό και σχετίζεται με μια σειρά παράγοντες:

– Δεν έχει αφομοιωθεί η σημασία του ζητήματος και γενικότερα της αναγκαίας δουλειάς για την προώθηση της Κοινωνικής Συμμαχίας, που προϋποθέτει εξειδικευμένη παρέμβαση στους αυτοαπασχολούμενους, αυτοτελώς και στο κίνημά τους, καθώς και αντίστοιχη δουλειά για πρωτοβουλίες εκ μέρους του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού κινήματος. Δεν έχει συνειδητοποιηθεί επαρκώς η ανάγκη να αντιστραφεί η τάση διαρκούς επιδείνωσης της παρέμβασής μας σε αυτά τα στρώματα, που παραμένουν πολυπληθή και με άμεση επίδραση στο γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων.

– Δεν έχει εξασφαλιστεί ο απαραίτητος προσανατολισμός στα ίδια τα Γραφεία Περιοχής, το πώς συζητάνε για τα προβλήματα των κλάδων α/α, το πλαίσιο πάλης, σε ποιους φορείς και πώς θα παρέμβουμε, λήψη οργανωτικών μέτρων, τακτικό και δημιουργικό έλεγχο για την υλοποίηση των αποφάσεων, την αναγκαία διάταξη δυνάμεων. Οι υπεύθυνοι σε επίπεδο Γραφείων Περιοχής δεν ασχολούνται επαρκώς, είτε λόγω υποτίμησης είτε λόγω φόρτου καθηκόντων, ενώ στις Τομεακές Επιτροπές, στα Γραφεία ΚΟΒ των εδαφικών πολλές φορές δεν υπάρχουν υπεύθυνοι.

– Δεν προχωρά «προς τα κάτω» η προσπάθεια αφομοίωσης της υπάρχουσας επεξεργασίας και δεν καταλήγει σε σχέδιο κομματικής παρέμβασης, σε συγκρότηση και καθοδήγηση των κ.ο. κλπ., δεν υπάρχει καθοδηγητική προσπάθεια γι’ αυτό.

Με βάση τα παραπάνω, είναι σαφές ότι πρέπει να αναβαθμιστεί και η ίδια η συμβολή του Τμήματος της ΚΕ. Να ενισχυθεί η δουλειά του στη μελέτη των εξελίξεων κατά κλάδο και τομέα οικονομίας, στην παρακολούθηση των πολιτικών εξελίξεων και σχεδιασμών, ώστε να μπορεί να συμβάλλει πιο ουσιαστικά στην επεξεργασία θέσεων και κατευθύνσεων κατά κλάδο και περιφέρεια.

Χρειάζεται να δυναμώσει ο εξοπλισμός και η ιδεολογικοπολιτική βοήθεια, τόσο στο εσωτερικό του Κόμματος όσο και στο βασικό πυρήνα α/α οπαδών, ώστε να αφομοιώνουν τη στρατηγική του Κόμματος, τις γενικές αλλά και εξειδικευμένες θέσεις του για τους α/α, να μπορούν να παρεμβαίνουν συστηματικά και με αυξημένη ικανότητα σε κάθε φάση της πάλης. Έτσι, μπορεί να αυξάνει η αντοχή και μαχητικότητα μπροστά στις δυσκολίες.

Παραμένει, π.χ., το πρόβλημα, αρκετοί σύντροφοι να σκέφτονται την κομματική παρέμβαση στους α/α από τη σκοπιά υπεράσπισης της μικρής ιδιοκτησίας έναντι της μεγάλης καπιταλιστικής, χρησιμοποιώντας λαθεμένα επιχειρήματα και προτάσεις (π.χ. πρόταξη αναγκαιότητας αστικών συνεταιρισμών, στρεβλή αντιμετώπιση στην κατάργηση νόμων που αίρουν την προστασία της αυτοαπασχόλησης). Το πρόβλημα παραμένει γενικευμένο, ιδιαίτερα τώρα που είναι περίοδος άρσης του συντεχνιακού προστατευτισμού, απελευθέρωσης αγορών, προώθησης εκσυγχρονισμών σε σειρά κλάδων.

Επίσης είναι χαρακτηριστικές οι δυσκολίες και οι απαιτήσεις ώστε να ανοίξει πιο ολοκληρωμένα η αντιπαράθεση γύρω από τα ζητήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και τις συνθήκες που διαμορφώνονται για τους α/α αυτήν την περίοδο, ώστε η παρέμβασή μας να μην είναι γενικόλογη, να αντιπαρατίθεται συγκεκριμένα στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, λ.χ. των προγραμμάτων χρηματοδότησης, αλλά και ορισμένων περιορισμένων μέτρων ανακούφισης που παίρνει, της τακτικής και της θέσης συνδικαλιστικών ηγεσιών, άλλων μηχανισμών που παρεμβαίνουν.

Χρειάζεται πιο αποφασιστικά να γίνουν κατάλληλες χρεώσεις στα όργανα, να συγκροτηθούν βοηθητικές επιτροπές, κομματικές ομάδες ανά φορέα. Το κάθε όργανο να διαμορφώσει και να ελέγχει την υλοποίηση ενός πιο μακροπρόθεσμου σχεδίου παρέμβασης με τις αντίστοιχες ιεραρχήσεις ανά πόλη και κλάδο και με σαφή στόχο να πιάσουμε νέες επαφές, να διαμορφώσουμε πυρήνες, κομματικούς και στο κίνημα.

Βαραίνει αρνητικά στη βελτίωση της παρέμβασης του Κόμματος όχι μόνο το περιορισμένο των κομματικών δυνάμεων α/α, αλλά και η ηλικιακή κατάσταση, άλλες αδυναμίες που αφορούν ζητήματα αφομοίωσης των θέσεών μας. Το καθήκον απόκτησης νέων δυνάμεων, της ανανέωσης του κομματικού περίγυρου χρειάζεται να οργανωθεί με την αντίστοιχη υπευθυνότητα και απαιτητικότητα. Ιεραρχούμε σαφώς α/α χ.πρ.· επίσης α/α που δραστηριοποιούνται κυρίως σε παραγωγικά επαγγέλματα, π.χ. στη μεταποίηση, καθώς εκτιμάμε ότι πιο εύκολα, λόγω του χαρακτήρα της δραστηριότητάς τους, συνειδητά υιοθετούν τις προγραμματικές θέσεις του Κόμματος για την αυτοαπασχόληση στο σοσιαλισμό. Ιεραρχούμε, επίσης, νεότερες ηλικίες, γυναίκες α/α, δουλεύοντας σταθερά και με υπομονή, καθώς εδώ οι δυσκολίες είναι πολλαπλάσιες. Αυτή η διαδικασία είναι σύνθετη, απαιτεί σαφώς αυξημένη ιδεολογική πολιτική βοήθεια προκειμένου να «απαρνηθεί» ο ίδιος ο α/α την κοινωνική του θέση ως μικροϊδιοκτήτη, διαδικασία που χρειάζεται να συνεχίζεται με την ίδια ένταση και στην περίοδο δοκιμής του υποψήφιου κομματικού μέλους.

Τέλος, χρειάζεται να μελετηθεί η πείρα και από την οργανωτική πολιτική του Κόμματος όσον αφορά τη διάταξη των κ.μ. α/α στις γραμμές του.

Η πείρα επιβεβαιώνει ότι, όπου έχουμε συγκροτημένες ΚΟΒ α/α, οι απαιτήσεις είναι πολλαπλάσιες. Είναι πιο σύνθετη η διαδικασία αφομοίωσης της στρατηγικής και του χαρακτήρα του Κόμματος, είναι πιο απαιτητική η ιδεολογική δουλειά σε αυτές τις Οργανώσεις. Εύκολα γλιστράει στην ενασχόληση μόνο με τη συνδικαλιστική δουλειά, δύσκολα αντιμετωπίζεται ο συντεχνιασμός. Ταυτόχρονα όμως, όπου ξεπεράστηκαν αυτά τα προβλήματα, διαμορφώνονται συνθήκες πιο οργανωμένης και συστηματικής παρέμβασης στα στρώματα αυτά, μετράμε αποτελέσματα.

Αντίθετα, όπου δεν έχουμε συγκροτημένες ΚΟΒ και οι α/α είναι ενταγμένοι στις εδαφικές ΚΟΒ, διευκολύνεται η διαδικασία αφομοίωσής τους στο σύνολο της Κομματικής Οργάνωσης. Ταυτόχρονα όμως είναι πολλαπλάσιες οι δυσκολίες στην εξειδίκευση του σχεδιασμού, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχουμε και σ’ αυτό ορισμένα θετικά αποτελέσματα, όταν τα Γραφεία των ΚΟΒ και οι Τομεακές Επιτροπές ουσιαστικά ασχολούνται με το κίνημα των α/α μέσω των Ενώσεων.

Σε κάθε περίπτωση, οι καθοδηγητικές απαιτήσεις είναι αυξημένες, απαιτούνται εξειδικευμένα οργανωτικά μέτρα, διάταξη κατάλληλων στελεχών, ιδιαίτερη δουλειά με τα στελέχη που είναι α/α, λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ειδικά όσοι δεν απασχολούν ξένη μισθωτή εργασία, επιμονή στην ανάδειξη συνδικαλιστικών στελεχών α/α, αλλά και αντιμετώπιση των οργανωτικών προβλημάτων εκεί που έχουν συσσωρευτεί.

Οι εδαφικές ΚΟΒ μπορεί να είναι η βάση για την καταρχήν διάταξη των δυνάμεών μας α/α, με αντίστοιχα μέτρα για τη σωστή οργάνωση της δουλειάς. Ταυτόχρονα μπορεί να εξετάζεται η δυνατότητα συγκρότησης ΚΟΒ με ευθύνη σε μεγάλους κλάδους ή περιοχές υψηλής συγκέντρωσης α/α, προφανώς με την αντίστοιχη καθοδηγητική στήριξη. Αντίστοιχα, μπορούν να αξιοποιηθούν και άλλες μορφές, όπως η πραγματοποίηση κομματικών αχτίφ στελεχών ή συνδικαλιστών.

Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να διαταχθούν και κατάλληλες δυνάμεις που να μπορούν να ανοίξουν δρόμους. Να στελεχωθούν κατάλληλα οι βοηθητικές επιτροπές των Επιτροπών Περιοχών ώστε να μπορούν να στηρίξουν τη δουλειά των Οργάνων. Να πάρουμε όλα τα αναγκαία μέτρα για την εκπαίδευση και ανάδειξη νέων συνδικαλιστικών στελεχών, συνολικά να εξασφαλιστεί η καθοδήγηση κ.ο. και εκλεγμένων στο κίνημα των α/α.

  

Δ. ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑΡΧΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΒΕΛΤΙΩΘΕΙ Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΜΑΣ ΣΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ, ΒΙΟΤΕΧΝΩΝ, ΕΜΠΟΡΩΝ

Προκύπτει επιτακτικά η ανάγκη να επεξεργαστούμε ένα πιο συνολικό σχέδιο παρέμβασης με στόχο τη βελτίωση του συσχετισμού και στο ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα των αυτοαπασχολούμενων. Αυτή η ανάγκη δεν εξαντλείται αποκλειστικά και μόνο στην περίοδο των αρχαιρεσιών, όπως συχνά κατανοείται, αφορά τον καθημερινό προσανατολισμό και την οργάνωση της δουλειάς των Κομματικών Οργανώσεων προκειμένου να αναπτύσσεται η παρέμβαση του Κόμματος μέσω των κ.μ. στο κίνημα, δεμένη φυσικά και με την αυτοτελή κομματική παρέμβαση. Επομένως χρειάζεται να οργανωθεί και να ελεγχθεί συστηματικά η δουλειά στα καθοδηγητικά όργανα, να μην επαφίεται στην καλή διάθεση υπευθύνων και συνδικαλιστών.

Βασική προτεραιότητα παραμένει η βελτίωση της παρέμβασής μας στους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις όπου καταγράφεται και μεγαλύτερη συγκέντρωση της αυτοαπασχόλησης. Προτεραιότητα αποκτά η δουλειά μας στα μεγάλα αστικά κέντρα, σε Αττική, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Βόλο, Γιάννενα, Ηράκλειο, Πάτρα, Καλαμάτα, Καβάλα, αλλά και στα μεγάλα τουριστικά νησιά Αιγαίου-Ιονίου.

Σε αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να δούμε καλύτερα και τις ιεραρχήσεις μας, επικεντρώνοντας στην ανάγκη να βελτιωθεί η παρέμβασή μας στα σωματεία και ομοσπονδίες στους εξής κλάδους:

 

Στο εμπόριο

Στον κλάδο με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση αυτοαπασχόλησης, στον οποίο προχωρά η μονοπώληση με ταχύτερους ρυθμούς, αυξήθηκε η συμμετοχή στις αρχαιρεσίες των εμπορικών συλλόγων, γεγονός που σχετίζεται και με τη διεύρυνση του καταστατικού τους, αλλά και με την αντιπαράθεση που αναπτύσσεται στο έδαφος των εξελίξεων στον κλάδο, ειδικά όπου και εμείς συμμετέχουμε πιο οργανωμένα. Συνολικά υπάρχουν σε όλη τη χώρα περίπου 300 εμπορικοί σύλλογοι. Η πείρα από την προσπάθεια να συγκροτήσουμε καλύτερα την παρέμβασή μας το τελευταίο διάστημα είναι θετική. Μπορούμε με οργανωμένο σχέδιο να εξασφαλίσουμε την παρέμβασή μας σε όλες τις μεγάλες πόλεις, καθώς, όπου γίνεται συγκεκριμένη καταγραφή, επιβεβαιώνεται ότι υπάρχουν δυνάμεις προς αξιοποίηση.

Ταυτόχρονα, χρειάζεται να σχεδιάσουμε την παρέμβασή μας και στο υπαίθριο εμπόριο, στο οποίο συγκροτούνται ξεχωριστές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Πρόκειται για δύσκολο τομέα, καθώς είναι πολυπληθής και με μεγάλο βαθμό οργάνωσης στα σωματεία του, αλλά κυριαρχούν συντεχνιακές και άλλες αντιδραστικές αντιλήψεις και πρακτικές. Προτεραιότητα δίνουμε στα σωματεία επαγγελματιών και παραγωγών στις λαϊκές αγορές όπου, εκτός της Αττικής, δεν έχουμε πουθενά αλλού συγκεκριμένη παρέμβαση.

 

Στις επιστημονικές/τεχνικές/επαγγελματικές υπηρεσίες

Πρόκειται για κλάδο που διαρκώς αυξάνει η σημασία του, αφού αριθμητικά είναι δεύτερος στη συγκέντρωση α/α στη χώρα (στην περιφέρεια της πρωτεύουσας είναι πρώτος). Οι αυτοαπασχολούμενοι σε αυτούς τους κλάδους μετέχουν σε επαγγελματικές ενώσεις, πολλές φορές ενιαία με τους μισθωτούς, όπως δικηγορικοί, ιατρικοί σύλλογοι κλπ. Αλλού, λειτουργούν και ξεχωριστά σωματεία α/α, όπως στους λογιστές. Η πλειοψηφία αυτών των φορέων είναι μαζικοί, καθώς σε πολλούς η δυνατότητα άσκησης επαγγέλματος προϋποθέτει τη συμμετοχή σε αυτούς. Το επόμενο διάστημα απαιτείται να οργανωθεί ξεχωριστή ειδική συζήτηση για το συγκεκριμένο κλάδο.

 

Στις κατασκευές

Τα αντίστοιχα σωματεία παραμένουν μαζικά, παρά τη μεγάλη μείωση που έχουν υποστεί κυρίως λόγω της πολύχρονης κρίσης που μαστίζει τον κλάδο, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι το διάστημα 2015-2017 καταγράφεται αύξηση των α/α χ.πρ. Χαρακτηριστικά, στους ηλεκτρολόγους υπάρχουν πάνω από 50 σωματεία σε όλη την Ελλάδα, το ίδιο και στους υδραυλικούς, σχετικά μαζικά παρά την εμφανή μείωση της συμμετοχής των τελευταίων χρόνων. Οι δυνάμεις μας έχουν μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια και χρειάζεται να σχεδιάσουμε εκ νέου την παρέμβασή μας στα περισσότερα από αυτά. Ξεχωρίζουμε κατά προτεραιότητα τα σωματεία των ηλεκτρολόγων και των υδραυλικών ως τα πιο μαζικά και δευτερευόντως τα σωματεία ψυκτικών, τεχνιτών ασανσέρ, καυστήρων.

 

Στις μεταφορές

Πρόκειται για κλάδο σημαντικό, λαμβάνοντας υπόψη τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης και του κράτους της, των αστικών κομμάτων, για αναβάθμιση του ρόλου της χώρας σε διεθνές διαμετακομιστικό κόμβο εμπορευμάτων, όπως επίσης και του τουρισμού. Ο κλάδος έχει ακόμα χαμηλό βαθμό συγκέντρωσης, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί έντονος συντεχνιασμός, ενώ δρομολογείται η επιτάχυνση της συγκεντροποίησης (εταιρίες ηλεκτρονικών πλατφορμών στα ταξί κλπ.). Ιεραρχούμε την παρέμβασή μας στα σωματεία των ιδιοκτητών ταξί και φορτηγών. Η Ομοσπονδία των Ταξί περιλαμβάνει περίπου 100 σωματεία, στα οποία ψηφίζουν περίπου 10.000 (μόνο στην Αθήνα ψηφίζουν περίπου 4.000), ενώ καταγράφηκε μείωση της επιρροής μας στις πρόσφατες αρχαιρεσίες. Στα Φορτηγά υπάρχουν επίσης πάνω 100 σωματεία σε όλη την Ελλάδα και 9 κλαδικές ομοσπονδίες. Στη συντριπτική πλειοψηφία των σωματείων αυτών δεν έχουμε δυνάμεις.

 

Στην εστίαση

Παρουσιάζει μεγάλη συγκέντρωση αυτοαπασχόλησης που αναπαράγεται, ενώ κατ’ αναλογία είναι μεγαλύτερα τα ποσοστά των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό σε σχέση με άλλους κλάδους. Πρόκειται για μεγάλο κλάδο, με περίπου 45 σωματεία, στα οποία έχουμε ελάχιστες δυνάμεις. Επίσης οι συνθήκες εργασίας, τα αυξημένα ωράρια εργασίας δυσκολεύουν την οργάνωση ειδικά των α/α χ.πρ. Μας ενδιαφέρει να αποκτήσουμε πρόσβαση, να επιδρούμε όσο μπορούμε, καθώς σε πολλές πόλεις, ειδικά στις τουριστικές περιοχές, τα συγκεκριμένα τμήματα επαγγελματιών επιδρούν με τις θέσεις τους και τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.

 

Στη μεταποίηση, όπως επίσης και στην επισκευή και επιδιόρθωση

Πρόκειται κατά βάση για χτυπημένους κλάδους κι επαγγέλματα κατά την περίοδο της κρίσης, που ωστόσο διατηρούν μια σεβαστή συγκέντρωση α/α. Το τελευταίο διάστημα σε ορισμένα επαγγέλματα (που σχετίζονται και με τον κλάδο του τουρισμού) εμφανίζονται σημάδια ανάκαμψης. Πρόκειται για παραγωγικά τμήματα στα οποία εκτιμάμε ότι και οι δυνατότητες παρέμβασης είναι περισσότερες. Ξεχωρίζουν εδώ τα επαγγέλματα του μετάλλου (18 σωματεία πανελλαδικά), του ξύλου (28 σωματεία πανελλαδικά), όπως επίσης και τα σωματεία επισκευαστών αυτοκινήτου (57 σωματεία πανελλαδικά).

 

Στις υπηρεσίες

Σταδιακά ενισχύεται το μερίδιο των α/α με άμεση αντανάκλαση και στην κλαδική διάρθρωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι α/α λογιστές, στους οποίους η βελτίωση της παρέμβασής μας τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι υπάρχουν δυνατότητες. Επίσης έχουν μαζικοποιηθεί οι συνδικαλιστικοί φορείς επαγγελματιών, όπως Ασφαλιστών, Μεσιτών, Ιδιοκτητών Φροντιστηρίων, Σχολών Οδηγών κλπ., οι οποίοι, αν και δεν είναι στις προτεραιότητές μας, επιδρούν στο συνολικό συσχετισμό. Χρειάζεται να εξασφαλίσουμε έστω τη συγκρότηση ψηφοδελτίων με τις δυνάμεις που έχουμε καταγράψει, στη βάση του συνολικού μας πλαισίου, εξασφαλίζοντας τουλάχιστον την επαφή με ορισμένα τμήματά τους που προβληματίζονται.

Τα σωματεία των παραπάνω κλάδων και υποκλάδων είναι τα πιο μαζικά στο συνδικαλιστικό κίνημα των αυτοαπασχολούμενων και αποτελούν βασική προτεραιότητα στην παρέμβασή μας. Τα ίδια τα καθοδηγητικά όργανα θα πρέπει να σχεδιάσουν την παρέμβασή μας με βάση τα εξής καθήκοντα:

1) Να καταγραφούν κομματικές δυνάμεις και οπαδοί, να συζητηθούν, να εγγραφούν ως μέλη στα σωματεία τους, καθώς παρατηρείται σε μεγάλη έκταση το φαινόμενο μέλη του Κόμματος να μη συμμετέχουν. Να διαταχθούν κατάλληλες δυνάμεις όπου δεν έχουμε παρέμβαση, με στόχο να διαμορφώσουμε πυρήνα επαφών.

2) Να μελετηθούν πιο συγκεκριμένα οι εξελίξεις στους κλάδους αυτούς, να είναι υπόψη τα προβλήματα των α/α και να διαμορφώνεται σταθερά σχέδιο αντίστοιχων πρωτοβουλιών στη βάση κατάλληλων στόχων και μορφών πάλης.

3) Να οργανώνεται πιο μεθοδικά και σταθερά η μάχη των αρχαιρεσιών από τις ίδιες τις ΕΠ και τις ΤΕ, με ιδιαίτερο έλεγχο σ’ αυτά τα σωματεία.

4) Να συγκροτούνται κομματικές ομάδες, ειδικά στα σωματεία που έχουμε την πλειοψηφία. Να εξασφαλίζεται η ουσιαστική καθοδήγησή τους, όπως επίσης και των μεμονωμένων εκλεγμένων.

 

Ορισμένες ακόμα επισημάνσεις για το συνδικαλιστικό κίνημα των ΕΒΕ

  1. Για τη συγκρότηση τοπικών ενώσεων και συλλόγων αυτοαπασχολούμενων και μικρών ΕΒΕ.

Το προηγούμενο διάστημα είχαμε ξεχωρίσει ως κατεύθυνση τη συγκρότηση τοπικών ενώσεων και συλλόγων επαγγελματιών που απασχολούσαν ως 4-5 άτομα προσωπικό. Πρόκειται για κατεύθυνση που στόχο είχε από τη μία την αντιμετώπιση του κατακερματισμού που χαρακτηρίζει το συνδικαλιστικό κίνημα των ΕΒΕ με την ύπαρξη πολλών μικρών ομοιοεπαγγελματικών σωματείων και από την άλλη να διευκολυνθεί η αυτοτελής οργάνωση των πιο λαϊκών τμημάτων των α/α σε διαχωρισμό τους από τους καπιταλιστές, στην προοπτική ωρίμανσης και της Κοινωνικής Συμμαχίας.

Τέτοιες ενώσεις ιδρύθηκαν στην Αττική, καθώς και στους δήμους Θεσσαλονίκης, Κέρκυρας, Λευκάδας. Η πείρα από τη συγκεκριμένη κίνηση δίνει θετικά, αλλά και αρνητικά αποτελέσματα που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Οι περισσότερες ενώσεις στην Αττική συγκροτήθηκαν κυρίως σε δήμους στους οποίους υπήρχε απουσία εμπορικών συλλόγων. Στους δε δήμους Αθηνών και Θεσσαλονίκης, η ηχηρή παρουσία μεγάλων εμπορικών αλυσίδων και πολυκαταστημάτων στους αντίστοιχους εμπορικούς συλλόγους καθιστούσε αναγκαία την ίδρυση αντίστοιχων ενώσεων. Όμως, όπου αντιμετωπίστηκαν ή κατέληξαν ως μορφή συσπείρωσης μόνο των δικών μας δυνάμεων, πέρασε κλίμα επανάπαυσης και σ’ ένα βαθμό «παραταξιοποίησης».

Αποδεικνύεται στην πράξη ότι το πρόβλημα της απόσπασης των πιο λαϊκών τμημάτων α/α από την επιρροή των ισχυρότερων δεν είναι αμιγώς οργανωτικό, ούτε αντιμετωπίζεται σχηματικά. Είναι σύνθετο ζήτημα ιδεολογικής, πολιτικής και μαζικής παρέμβασης, της πρωτοπόρας δράσης των κομμουνιστών, απαιτεί γνώση των εξελίξεων, ανάπτυξη αγωνιστικών διεργασιών με κατάλληλα πλαίσια πάλης, όξυνση της διαπάλης για την απόσπαση δυνάμεων από την επιρροή του αντιπάλου. Διαφορετικά, με δική μας πρωτοβουλία ιδρύεται άμαζη ένωση, ενώ η πλειοψηφία των συνδικαλισμένων παραμένει στους εμπορικούς συλλόγους. Επίσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η συνολικότερη κατάσταση στα ήδη υπάρχοντα σωματεία των ΕΒΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο διάστημα καταγράφεται θετική πείρα σε μια σειρά εμπορικούς συλλόγους και ενώσεις (π.χ. Γιάννενα, Πάτρα, Χανιά, Μεταμόρφωση, Λάρισα) ως αποτέλεσμα και της καλύτερης δικής μας οργανωμένης παρέμβασης. Πρόκειται για συλλόγους που συσπειρώνουν εκατοντάδες α/α, εμπόρους και άλλους επαγγελματίες.

Για τις όποιες αναγκαίες πρωτοβουλίες ίδρυσης αντίστοιχων ενώσεων, απαιτείται συγκεκριμένη εξέταση, σωστός υπολογισμός των διεργασιών, του συσχετισμού και της εμβέλειας της δικής μας παρέμβασης.

Με τα ίδια κριτήρια πρέπει να αντιμετωπιστούν και αντίστοιχα ζητήματα που αφορούν κλαδικά ομοιοεπαγγελματικά σωματεία. Εδώ είναι πιο καθαρό ότι, υπό τις ίδιες κατάλληλες προϋποθέσεις, η συνένωση επαγγελματικών σωματείων που συχνά δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο ή και επάγγελμα είναι επιβεβλημένη, λαμβάνοντας υπόψη και τις αντικειμενικές εξελίξεις στα ίδια τα επαγγέλματα που συνεπικουρούν σε αυτήν την κατεύθυνση (π.χ. ενιαιοποίηση τεχνιτών στα συνεργεία αυτοκινήτων, άρση των επαγγελματικών περιορισμών στις διάφορες κατηγορίες των φορτηγών ΔΧ κλπ.).

 

  1. Χρειάζεται να προβληματίσει η κατάλληλη μορφή οργάνωσης στο κίνημα για τους χιλιάδες α/α που, ενώ έχουν κλείσει τη μικροεπιχείρησή τους, συνεχίζουν να εργάζονται ως μη καταγεγραμμένοι α/α.

Πρόκειται αντικειμενικά για μια μεταβατική κατάσταση που αφορά κατά βάση επαγγελματίες που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και «οδεύουν» στην καταστροφή. Το φαινόμενο αυτό πήρε μεγάλη έκταση την περίοδο της κρίσης ιδιαίτερα στη μεταποίηση, στις κατασκευές, σε επαγγέλματα παροχής υπηρεσιών, λόγω της αυξημένης φορολογίας και της εκτίναξης των χρεών προς το Δημόσιο, σε συνδυασμό με την αδυναμία εύρεσης μισθωτής εργασίας λόγω της εκτεταμένης ανεργίας.

Σήμερα μια σειρά κλαδικές ομοσπονδίες (π.χ. υδραυλικών) έχουν προχωρήσει ανοιχτά σε μέτρα καταγγελίας επαγγελματιών που εντοπίζονται να εργάζονται με τέτοιους όρους, αποδίδοντας ταυτόχρονα σε αυτό το φαινόμενο όλα τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι υπόλοιποι επαγγελματίες και συσκοτίζοντας έτσι τις συνέπειες της 8χρονης κρίσης, της αντικειμενικής κυριαρχίας των μονοπωλίων και των πολιτικών που την εξυπηρετούν.

Η πρόταση των κομμουνιστών στο κίνημα για καθιέρωση αφορολόγητου ορίου στους α/α, για διαγραφή τμήματος των χρεών για τους εν ενεργεία και μη επαγγελματίες, ο ακατάσχετος λογαριασμός για τις μικροεπιχειρήσεις και η κατοχύρωση επιδόματος ανεργίας χωρίς όρους και προϋποθέσεις, είναι η μόνη ενδεδειγμένη προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι κραυγαλέες συνέπειες της κρίσης και όχι μόνο. Σε αυτήν την κατεύθυνση καλούμε και τα σωματεία να δράσουν, να πάρουν πρωτοβουλίες στήριξης των συναδέλφων τους που βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση, καλούμε τους ίδιους να οργανώσουν την πάλη τους σε αυτήν την κατεύθυνση. Παράλληλα επιδιώκουμε τη λήψη αποφάσεων από τα τριτοβάθμια και δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα, για την προσωρινή παραμονή στα σωματεία τους για ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ένα χρόνο) όλων των επαγγελματιών που κλείνουν βιβλία και τη λήψη συγκεκριμένων πρωτοβουλιών για την ανακούφισή τους από τα οξυμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν.

 

  1. Για την άμεση εμπλοκή του συνδικαλιστικού κινήματος με διάφορα προγράμματα χρηματοδότησης.

Πρόκειται κυριολεκτικά για μηχανισμό εκμαυλισμού συνειδήσεων που επιδρά καταλυτικά στο χαρακτήρα και τον προσανατολισμό του συνδικαλιστικού κινήματος. Σε αυτό το έδαφος διαμορφώνεται και ένας ολόκληρος συνδικαλιστικός γραφειοκρατικός μηχανισμός, που πολλές φορές υπηρετεί και τα δικά του αυτοτελή συμφέροντα, ο οποίος στέκεται εχθρικά στην ενίσχυση του αγωνιστικού προσανατολισμού στο συνδικαλιστικό κίνημα. Τα πολλαπλά φαινόμενα διαφθοράς που αποκαλύπτονται κατά περιόδους είναι η κορυφή του παγόβουνου σε μια κατάσταση που τα προηγούμενα χρόνια οδήγησε δεκάδες σωματεία, αλλά και ομοσπονδίες, στη διάλυση, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αποστροφή προς την οργανωμένη συνδικαλιστική δράση εκ μέρους των μικρότερων α/α που δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά.

Αυτήν την περίοδο, που αυξάνονται ξανά τα κονδύλια από την ΕΕ για μια σειρά προγράμματα χρηματοδότησης, έχει δυναμώσει εκ νέου η προσπάθεια των συνδικαλιστικών ηγεσιών για εμπλοκή των φορέων σε αυτά. Τα κυριότερα τέτοια προγράμματα που απευθύνονται σε συνδικαλιστικούς φορείς των α/α είναι προγράμματα εκπαίδευσης εργαζόμενων, σεμινάρια ενίσχυσης και πιστοποίησης δεξιοτήτων α/α, αλλά και ορισμένα νέα προγράμματα –όπως το πρόγραμμα «Ανοιχτά Κέντρα Εμπορίου»– που εμπλέκουν τους ίδιους τους φορείς άμεσα ως δικαιούχους στην υλοποίησή τους. Πάνω σε αυτά δυναμώνει η παρέμβαση και των άλλων δυνάμεων για συνδικαλιστικό κίνημα που θα έχει το ρόλο επιχειρηματικού συμβούλου και οργανωτή της επιχειρηματικής δράσης, ως δήθεν διέξοδο στα προβλήματα της μΜ επιχειρηματικότητας, αξιοποιώντας ταυτόχρονα και τα οξυμένα οικονομικά προβλήματα των σωματείων για να καμφθούν οι όποιες αντιστάσεις και προβληματισμοί.

Η στάση μας απέναντι σε τέτοιου είδους προγράμματα είναι καθαρά αρνητική. Πρόκειται για μοχλό ενσωμάτωσης του συνδικαλιστικού κινήματος και ως τέτοιον τον καταγγέλλουμε. Η επιμόρφωση εργαζόμενων, όπου είναι απαραίτητη, μπορεί να γίνεται μέσα από υπάρχουσες κρατικές δομές (ΟΑΕΔ), αντίστοιχα και η οποιαδήποτε αναγκαία επιμόρφωση των α/α πάνω στις τεχνικές και άλλες εξελίξεις του επαγγέλματός τους. Τα προγράμματα αυτά δεν πρόκειται να δώσουν διέξοδο στα συσσωρευμένα οικονομικά προβλήματα σωματείων και ομοσπονδιών, αντίληψη στην οποία πολλές φορές παρασύρονται και δικές μας δυνάμεις. Αντίθετα, αμβλύνοντας τον ίδιο το συνδικαλιστικό χαρακτήρα των μαζικών φορέων, πολλές φορές τα επιδεινώνουν.

 

  1. Για την παρέμβασή μας στα επιμελητήρια των α/α.

Τα επιμελητήρια είναι ΝΠΔΔ και λειτουργούν υπό την επίβλεψη και τις γενικές κατευθύνσεις του αρμόδιου υπουργείου. Πρόκειται για μηχανισμό συμβούλων του αστικού κράτους και των κυβερνήσεων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση-προώθηση της κυβερνητικής κι ευρωενωσιακής πολιτικής. Εξυπηρετούν στην πράξη αστικούς σχεδιασμούς, τα συμφέροντα μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην ενσωμάτωση και των πιο λαϊκών τμημάτων των α/α. Αυτό αντανακλάται και στη σύνθεση των διοικήσεων, οι οποίες κυρίως απαρτίζονται από επιχειρηματίες μεγάλου και μεσαίου βεληνεκούς, ενώ και στο εκλογικό σώμα παρατηρείται αντίστοιχη αναλογία.

Ωστόσο η συμμετοχή στις επιμελητηριακές εκλογές είναι πολλαπλάσια της αντίστοιχης στους συνδικαλιστικούς φορείς, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που παρεμβαίνουν και στον προσανατολισμό του κινήματος (κινητοποιήσεις για Ασφαλιστικό, για ΦΠΑ στα νησιά κλπ.). Επομένως χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε φαινόμενα υποτίμησης της παρέμβασής μας σε αυτά, καθώς στα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών (Δεκέμβρης του 2017) δεν αποτυπώνεται ούτε καν η συνδικαλιστική επιρροή μας. Η συμμετοχή μας στις εκλογές και η παρουσία μας στα ΔΣ όπου έχουμε εκλεγμένους συμβούλους έχει την έννοια της γνώσης των κατευθύνσεων που αυτά προωθούν, της αξιοποίησής της για την αποκάλυψη της αστικής πολιτικής, της όξυνσης της αντιπαράθεσης με τους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου στη συνέχεια μέσα στο ίδιο το κίνημα των αυτοαπασχολούμενων. Επομένως χρειάζεται να οργανωθεί καλύτερα η δουλειά, ξεκινώντας καταρχάς από την καθοδήγηση των εκλεγμένων συμβούλων μας σε αυτά.

Η ΚΕ του ΚΚΕ
Οκτώβρης 2019


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Εισήγηση της ΚΕ του ΚΚΕ στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για την παρέμβαση του Κόμματος στους αυτοαπασχολούμενους της πόλης.