Α. ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΙΣΟ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ
Για την εξέταση των μεταβολών και τάσεων της αυτοαπασχόλησης στο σύνολο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού ανατρέξαμε στα στοιχεία των απογραφών της ΕΛΣΤΑΤ, τα οποία αναφέρονται ανά δεκαετία. Επίσης, προκειμένου να εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα τις ετήσιες μεταβολές των τελευταίων χρόνων, αξιοποιήσαμε τις Έρευνες Εργατικού δυναμικού (Γ΄ τρίμ. 2001-2017), οι οποίες όμως αφορούν στατιστικές εκτιμήσεις, όχι πλήρεις καταγραφές, επομένως παρουσιάζουν ορισμένες διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα τελικά απογραφικά στοιχεία. Μεθοδολογικά προβλήματα που σχετίζονται, π.χ., με κριτήρια κατάταξης, αν και υπάρχουν, θεωρούμε ότι δεν αλλοιώνουν τις τάσεις, επομένως και τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε. Επίσης στους πίνακες που χρησιμοποιήθηκαν για την εξέταση των μεταβολών έχουν γίνει ορισμένες ομαδοποιήσεις προκειμένου να εξετάζονται συγκρίσιμα μεγέθη (π.χ. η ΕΛΣΤΑΤ σε προηγούμενες δεκαετίες κατέγραφε ενιαία εμπόριο/τουρισμό/εστίαση). Τέλος, σε αυτήν τη μελέτη δεν ασχολούμαστε με την κατηγορία Γεωργία-Κτηνοτροφία-Αλιεία-Δασοκομία.
Οι πληθυσμιακές μεταβολές των αυτοαπασχολούμενων τα τελευταία 60 χρόνια με βάση τα στοιχεία των απογραφών της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφονται ως σύνθετες και αντιφατικές, γενικά και ιδιαίτερα κατά κλάδο, ωστόσο αποτυπώνονται ορισμένες γενικές τάσεις που αξίζει να σημειώσουμε:
Από τη δεκαετία του 1950 που ουσιαστικά ξεκινάει η μεταπολεμική καπιταλιστική ανασυγκρότηση για την Ελλάδα, οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίς προσωπικό αποτελούν σταθερά ένα μεγάλο ποσοστό της συνολικής απασχόλησης. Τα μεγάλα ποσοστά της αυτοαπασχόλησης (με αποκορύφωμα την ποσοστιαία συγκέντρωση των α/α χ.πρ. το 1961, 25,9%), που αντανακλούν το σχετικά αργό βαθμό κεφαλαιακής συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, οφείλονται σε παράγοντες που διατρέχουν το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος από την ίδρυσή του [βλ. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1949 (Α1, Α2, Β1, Β2 τόμος)], που εν μέρει επιδεινώνονται με τη μαζική ενσωμάτωση προσφύγων (μετά από τη Μικρασιατική Εκστρατεία), αλλά και στις ιδιαίτερες μεταπολεμικές συνθήκες, την πολιτική των κυβερνήσεων κατά τον ένοπλο ταξικό αγώνα του ΔΣΕ για απότομη συγκέντρωση αγροτικών πληθυσμών κυρίως στην Αττική, τις κυβερνητικές πολιτικές συμμαχιών για την ενσωμάτωσή τους με μέτρα προστασίας επαγγελμάτων, τη σχετικά ευνοϊκή φορολογική πολιτική κλπ. Επίσης η ταχεία οικοδόμηση αστικών κέντρων και κυρίως της Αττικής συνδέθηκε με την ταυτόχρονη αύξηση της οικοδόμησης κατοικιών και της αντίστοιχης αυτοαπασχόλησης. Στη συνέχεια, και κυρίως μετά από την επαναφορά του αστικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος (1974) η αυτοαπασχόληση επεκτείνεται σε νέους κλάδους, των λεγόμενων υπηρεσιών.
Το 1991 καταγράφεται ο μέγιστος αριθμός αυτοαπασχολούμενων χ.πρ. ως τότε (632.690) και ταυτόχρονα η πρώτη διακριτή μείωση του ποσοστού των α/α χ.πρ. επί της συνολικής απασχόλησης (το 1991 21,6%, ενώ το 1981 23,9%). Αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ απόλυτου και ποσοστιαίου αριθμού α/α χ.πρ. οφείλεται στο ότι την ίδια περίοδο υπάρχει αναλογικά πολλαπλάσια αύξηση των μισθωτών, καθώς και των εργοδοτών (μισθωτοί – 1991: 1.984.229, 1981: 1.691.150 και εργοδότες – 1991: 243.045, 1981: 97.528).
Η συγκρότηση της ΕΕ (έχει προηγηθεί η δημιουργία της ενιαίας εσωτερικής αγοράς) και οι κατευθύνσεις της διαμόρφωσαν νέες ανάγκες και απαιτήσεις για την παραπέρα ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά και νέες κλαδικές κατατάξεις (π.χ. πτώση της αυτοαπασχόλησης στη μεταποίηση παράλληλα με τη γενικότερη υποχώρηση της απασχόλησης, κυρίως ως μισθωτής εργασίας στη μεταποίηση).
Είναι γνωστές οι επισημάνσεις ευρωενωσιακών και εγχώριων αστικών επιτελείων για το μεγάλο όγκο διάσπαρτων ατομικών κεφαλαίων, τους χιλιάδες α/α χ.πρ., χαρακτηρίζοντάς τα ως διαρθρωτικό πρόβλημα (κυρίως λόγω χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας, αλλά και περιορισμένης ευελιξίας σε αναγκαίες προσαρμογές και ιεραρχήσεις κλπ.).
Μετά από το 1990 είναι γενικότερα περίοδος που η μεγάλη καπιταλιστική δραστηριότητα επεκτείνεται σε νέους κλάδους, π.χ. στο εμπόριο σε προϊόντα που αποτελούν εφαρμογές νέων τεχνολογιών (κινητή τηλεφωνία, PC και τα συναφή), στην υγεία κλπ. Είναι επίσης η περίοδος της απελευθέρωσης των αγορών λόγω του στόχου της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, έντασης της διεθνοποίησης του κεφαλαίου που συνοδεύεται από άρση του προστατευτισμού των εθνικών αγορών, ιδιωτικοποίησης των κρατικών μονοπωλίων στη βιομηχανία, στις μεταφορές, στις τράπεζες, στον τουρισμό, τάση που διαμορφώθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1990. Στην ΕΕ αλλά και παγκόσμια κυριάρχησε η τάση απελευθέρωσης των αγορών, η άρση κανόνων εθνικής προστασίας (π.χ. στην ακτοπλοΐα) και συντεχνιακής-επαγγελματικής προστασίας (π.χ. ταξί-φορτηγά στις μεταφορές, φαρμακεία κλπ.). Συνοδεύτηκε από πιο στοχευμένη πιστωτική πολιτική στις μΜ επιχειρήσεις σε σχέση με την αρχικά ευρύτερη διασπορά προγραμμάτων χρηματοδότησης, όπως τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ) αρχικά και στη συνέχεια τα Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης (ΚΠΣ) που είχαν συμβάλει στην τάση ενίσχυσης και α/α χ.πρ. Σε αυτές τις συνθήκες, ιδιαίτερα στις δεκαετίες 1990-2000 η πορεία της αυτοαπασχόλησης χ.πρ. συνεχίζεται αντιφατικά, με πτώση του μεριδίου της στη συνολική απασχόληση (16,5%, Έρευνα Εργατικού Δυνανικού ΕΛΣΤΑΤ, Γ΄ τρίμ. 2001) και ταυτόχρονη όμως αναπαραγωγή τμημάτων της σε νέους κλάδους (π.χ. επιστημονικοτεχνικές υπηρεσίες, τουρισμός/εστίαση).
Η πιο συγκεκριμένη εξέταση της περιόδου 2001-2017 (Έρευνες Εργατικού Δυναμικού, Γ΄ τριμήνων, με την εξαίρεση του αγροτικού τομέα) βοηθά να προσεγγίσουμε καλύτερα τις διαφαινόμενες τάσεις ανά κλάδο, συνυπολογίζοντας και τις διαφοροποιήσεις κατά την τελευταία οικονομική κρίση. Επίσης προκειμένου να ερμηνευτούν ορισμένες τάσεις και να εξαχθούν πιο ασφαλή συμπεράσματα, εξετάζουμε την πορεία των α/α χ.πρ. σε συνάρτηση με την κατηγορία των εργοδοτών αλλά και των συμβοηθούντων μελών, καθώς καταγράφεται και αντίστοιχη κινητικότητα από κατηγορία σε κατηγορία.
Την περίοδο 2001-2008, περίοδο καπιταλιστικής ανάπτυξης, καταγράφεται αύξηση της συνολικής απασχόλησης (+569.600, 16,0%). Το μεγαλύτερο μέρος της οφείλεται σε αύξηση των μισθωτών (+439.400, 17,2%), που αποτυπώνεται και στην αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής τους στο σύνολο της απασχόλησης (71,4% το 2001, 72,2% το 2008). Επίσης ο αριθμός των εργοδοτών εμφανίζει αριθμητική αύξηση (+65.600, 22,9%), όπως επίσης και οριακή αύξηση της ποσοστιαίας συμμετοχής τους στο σύνολο της απασχόλησης (8,0% το 2001, 8,5% το 2008).
Οι α/α χ.πρ. καταγράφουν αντίστοιχη αριθμητική αύξηση από 587.600 σε 638.500 (+50.900, 8,7%) και ταυτόχρονα μείωση της ποσοστιαίας συμμετοχής τους στο σύνολο της απασχόλησης (16,5% το 2001, 15,5% το 2008). Η ποσοστιαία αυτή μείωση σχετίζεται κυρίως με την επέκταση της μισθωτής εργασίας, αλλά και με τη «μετακίνηση» ενός τμήματος α/α χ.πρ. στην κατηγορία των εργοδοτών, καθώς αυτήν την περίοδο απέκτησε τη δυνατότητα μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης.
Η παραπάνω αυξητική πορεία αντιστρέφεται την περίοδο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης 2008-2015. Η συνολική απασχόληση μειώνεται κατακόρυφα κατά 918.000 απασχολούμενους (22,2%) στους 3,21 εκ. το 2015 κι εκτινάσσεται η ανεργία. Οι μισθωτοί μειώνονται κατά 620.300 (20,8%), οι εργοδότες κατά 125.800 (35,8%). Οι α/α χ.πρ μειώνονται κατά 103.500 (16,2%, σύνολο 535.000 το 2015) και τα συμβοηθούντα μέλη μειώνονται κατά 69.200 (44,1%).
Την περίοδο της κρίσης η συνολική απασχόληση βρίσκεται στο ναδίρ της το 2013, μειούμενη από το 2008 κατά 26,2%. Οι μισθωτοί μειώνονται κατά 26,9% (2008-2013), οι εργοδότες κατά 39,4% (2008-2013), ενώ οι α/α χ.πρ. έχουν μειωθεί μόλις κατά 12,6% (2008-2013). Φαίνεται ότι η αυτοαπασχόληση χ.πρ., κατά βάση μικρές ατομικές επιχειρήσεις, δείχνουν μεγαλύτερη αντοχή τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι το διάστημα 2009-2012 η διακλαδική μεταβολή των α/α χ.πρ. δεν ακολουθεί ενιαία αρνητική τάση. Οι α/α χ.πρ. μεταβάλλονται ως εξής: Στις υπηρεσίες υγείας 2,6%, στις κατασκευές 2,6%, στον τουρισμό 0,2%, στο εμπόριο -1,3%, στις μεταφορές -7%, στη μεταποίηση -9,5%, σε λοιπές υπηρεσίες -16%, στις υπηρεσίες εκπαίδευσης -32%.
Από τη γενική τάση μείωσης φαίνεται ότι εξαιρούνται οι κλάδοι υγείας, κατασκευών, τουρισμού (με εξαίρεση το 2012-2013). Η αύξηση α/α χ.πρ. στον κλάδο υγείας πρέπει να σχετίζεται και με τις μεγάλες αλλαγές στην ασφάλιση υγείας (π.χ. ΙΚΑ) και τη μεγάλη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα υγείας· στον τουρισμό, με τη δυναμική του κλάδου και σε συνθήκες κρίσης, ενώ πιο σύνθετο είναι το θέμα στις κατασκευές, κλάδο με τη μεγαλύτερη κρίση. Και για τον κλάδο της εκπαίδευσης χρειάζεται ειδικότερη μελέτη, με δεδομένη την επέκταση της φροντιστηριακής υποστήριξης με ατομικά μαθήματα, οικονομική δραστηριότητα εν πολλοίς μη καταγεγραμμένη.
Θα επιχειρήσουμε μια εξήγηση της σχετικά μεγαλύτερης αντοχής που δείχνουν οι α/α χ.πρ. την περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης, καθώς και της ιδιαίτερης αντοχής τους στον κλάδο των κατασκευών: Είναι δεδομένο ότι ένα μεγάλο τμήμα των α/α χ.πρ. (κατά βάση ατομικές επιχειρήσεις) διατήρησαν σε λειτουργία τις επιχειρήσεις τους εξαιτίας της γενικευμένης ανεργίας (συσσωρεύοντας παράλληλα προσωπικά χρέη), είτε οι ίδιοι είτε μεταφέροντας τις σε πρόσωπα της οικογένειας. Παράλληλα, ένα τμήμα των εργοδοτών –κυρίως ατομικές, οικογενειακές επιχειρήσεις με περιορισμένη εκμετάλλευση εργατικής δύναμης– συνέχισε την οικονομική δραστηριότητά του χωρίς πλέον δυνατότητα μίσθωσης εργατικού δυναμικού, υποπίπτοντας πλέον στην κατηγορία των α/α χ.πρ.
Οι συσσωρευμένες συνέπειες της κρίσης γίνονται πιο ορατές την περίοδο 2012-2015 όπου η μείωση των α/α χ.πρ. συνεχίζεται (-9,3%), ενώ αντίθετα στους εργοδότες αποτυπώνεται αύξηση (3,1%). Ταυτόχρονα κατακόρυφη είναι η μείωση των συμβοηθούντων μελών (που συνήθως δραστηριοποιούνται σε πολύ μικρές ατομικές, οικογενειακές επιχειρήσεις), όπου η συνολική μείωσή τους το διάστημα 2008-2015 αγγίζει το 44,1%, επιβεβαιώνοντας και από αυτήν την πλευρά τη δραστική μείωση του τζίρου στις επιχειρήσεις αυτές. Ωστόσο, όσον αφορά τη μείωση των συμβοηθούντων μελών, χρειάζεται να ελεγχθούν σε μεγαλύτερο βάθος αλλαγές στην αντίστοιχη νομοθεσία που υποχρεώνει στην υποχρεωτική καταγραφή τους ως ασφαλισμένων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα αντίστοιχα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (βλ. Στατιστικό Μητρώο Επιχειρήσεων) για το διάστημα 2011-2016 που αφορούν τις μεταβολές του πλήθους των επιχειρήσεων στη χώρα. Στους συγκεκριμένους πίνακες οι επιχειρήσεις κατηγοριοποιούνται είτε με βάση τη νομική μορφή τους είτε με βάση τον αριθμό των μισθωτών που απασχολούν.
Με βάση τη νομική μορφή παρατηρείται μείωση σε όλες τις κατηγορίες: Οι ατομικές επιχειρήσεις μειώνονται κατά 21,2% (-186.290), οι ομόρρυθμες κατά 28% (-26,154), οι ετερόρρυθμες κατά 16,4% (-4.480), οι ΕΠΕ κατά 27,9% (-7.016), οι ΑΕ κατά 12,5% (-4.116). Ταυτόχρονα παρατηρείται αύξηση στην κατηγορία λοιπών επιχειρήσεων (+14.949, +52,1%), που οφείλεται κατά βάση στη δημιουργία μιας νέας μορφής επιχειρήσεων, τις ΙΚΕ (Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρίες). Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η κρίση είχε την επίδρασή της στο σύνολο των επιχειρήσεων ανεξαρτήτως μεγέθους.
Επίσης, εξετάζοντας τη μείωση των ατομικών επιχειρήσεων στους βασικούς κλάδους στους οποίους συγκεντρώνεται η αυτοαπασχόληση έχουμε για το διάστημα 2011-2016: Κατασκευές -45,3%, Τέχνες/διασκέδαση/ψυχαγωγία -44,9%, Μεταποίηση -28,2%, Εκπαίδευση -21,6%, Εμπόριο/επισκευή αυτοκινήτων -21,4%, Επαγγελματικές/Τεχνικές/Επιστημονικές υπηρεσίες -20,4%, Μεταφορές/Αποθήκευση -17,6%, παροχή υπηρεσιών (άλλες δραστηριότητες) -14,6, Υπηρεσίες Καταλυμάτων/Εστίασης -9,1%. Αύξηση σημειώνεται στην κατηγορία παροχής υπηρεσιών υγείας 3,7%.
Όσον αφορά τα αντίστοιχα στοιχεία που απεικονίζουν τη μεταβολή των επιχειρήσεων με βάση τον αριθμό των μισθωτών που απασχολούν, καταγράφονται τα εξής: Επιχειρήσεις 0-4 εργαζ. -22,8% (-226.349), επιχειρήσεις 5-9 εργαζ. 17% (+7,532), επιχειρήσεις 10-49 εργαζ. 51,4% (+11.198), επιχειρήσεις 50 και πάνω εργαζ. 42% (+1.449). Επιβεβαιώνεται δηλαδή από τα παραπάνω στοιχεία ότι η μεγάλη μείωση των επιχειρήσεων στη χώρα την περίοδο της κρίσης αφορά τις μικρότερες επιχειρήσεις, δηλαδή τις επιχειρήσεις των αυτοαπασχολούμενων που δεν εκμεταλλεύονται ξένη μισθωτή εργασία ή εκμεταλλεύονται περιορισμένη.
Επίσης, και όσον αφορά την κατηγορία επιχειρήσεων 0-4 εργαζόμενων, η μείωση επιμερίζεται ως εξής στους βασικούς κλάδους στους οποίους συγκεντρώνεται η αυτοαπασχόληση: Κατασκευές -45,5%, Τέχνες/διασκέδαση/ψυχαγωγία -38,4%, Εκπαίδευση -32,3%, Μεταποίηση -24,5%, Εμπόριο/επισκευή αυτοκινήτων -20,2%, Μεταφορές/αποθήκευση -18,2%, Επαγγελματικές/Τεχνικές/Επιστημονικές υπηρεσίες -18,6%, Παροχή υπηρεσιών (άλλες δραστ.) -9,9%, Υπηρεσίες καταλυμάτων/Εστίασης -7,4%. Αύξηση καταγράφεται στις υπηρεσίες υγείας κατά 2,5%.
Τάσεις και μεταβολές στην απόλυτη και ποσοστιαία συγκέντρωση των αυτοαπασχολούμενων στο σύνολο της αυτοαπασχόλησης και κατά κλάδο
Οι κατηγοριοποιήσεις της ΕΛΣΤΑΤ αλλάζουν από δεκαετία σε δεκαετία, γεγονός που προκαλεί δυσκολία στην παρακολούθηση της κλαδικής κατανομής. Κατά συνέπεια, καταγράφουμε ενιαία τους κλάδους εμπορίου/τουρισμού/εστίασης, καθώς και τις υπηρεσίες, προκειμένου να συγκρίνουμε αντίστοιχα μεγέθη και να εξάγουμε πιο ασφαλή συμπεράσματα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη της συγκέντρωσης των α/α χ.πρ. ανά κλάδο στο σύνολο της αυτοαπασχόλησης (με βάση τα απογραφικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ):
Το 1971 σε σύνολο 435.816 α/α χ.πρ, 1ος κλάδος είναι το εμπόριο/τουρισμός/εστίαση με 159.840 (36,7% επί του συνόλου της αυτοαπασχόλησης), 2ος η μεταποίηση με 117.424 (26,9%), 3ος οι υπηρεσίες με 61.340 (14,1%), 4ος οι μεταφορές/αποθήκευση με 52.416 (12%), 5ος οι κατασκευές με 37.972 (8,71%)
Το 1991 σε σύνολο 632.690 α/α χ.πρ., 1ος κλάδος εξακολουθεί να είναι το εμπόριο/τουρισμός/εστίαση με 244.480 (38,6%), αλλά 2ος οι υπηρεσίες με 131.129 (20,7%), ενώ 3ος η μεταποίηση με 94.672 (14,9%), 4ος οι κατασκευές με 86.445 (13,7%) και 5ος οι μεταφορές/αποθήκευση με 57.653 (9,1%).
Το 2011 σε σύνολο 599.916 α/α χ.πρ., 1ος κλάδος εξακολουθεί να είναι το εμπόριο/τουρισμός/εστίαση με 228.296 (38%), 2ος κλάδος οι υπηρεσίες με 200.162 (33,4%), 3ος κλάδος οι κατασκευές με 73.619 (12,3%), 4ος κλάδος η μεταποίηση με 50.643 (7,3%), 5ος κλάδος οι μεταφορές/αποθήκευση με 43.830 (8,4%).
Είναι εμφανής η σταδιακή κλαδική ανασύνθεση της αυτοαπασχόλησης, με το εμπόριο/τουρισμό/εστίαση να κατέχουν σταθερά το μεγαλύτερο μερίδιο, με άνοδο της αυτοαπασχόλησης στην κατηγορία τουρισμός-εστίαση (όπως καταγράφεται στις ετήσιες Έρευνες Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ), και επίσης με μεγάλη αύξηση του μεριδίου των α/α χ.πρ. στις υπηρεσίες. Σημαντική μείωση παρουσιάζει το μερίδιο της μεταποίησης στους α/α χ.πρ.
Πιο συγκεκριμένα για τις τάσεις και μεταβολές κατά κλάδο την περίοδο 2001-2017
Εξετάζουμε πιο συγκεκριμένα τις τάσεις που διαμορφώνονται στους κλάδους Εμπορίου/επισκευών, Τουρισμού/εστίασης, Κατασκευών, Μεταποίησης, Μεταφορών/αποθήκευσης, καθώς και στις Υπηρεσίες (επαγγελματικές-τεχνικές-επιστημονικές δραστηριότητες, υγεία-κοινωνική μέριμνα, εκπαίδευση, λοιπές υπηρεσίες) το διάστημα 2001-2017 (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνες Εργατικού Δυναμικού για το Γ΄ τρίμ. κάθε χρονιάς):
Στη μεταποίηση καταγράφεται μείωση της απασχόλησης το διάστημα 2001-2015. Η μείωση αυτή ξεκινά στη φάση ανάπτυξης (-7,4 % το διάστημα 2001-2008) και κορυφώνεται στη φάση της κρίσης, το διάστημα 2008-2015, όπου η μείωση της απασχόλησης φτάνει το 37%. Το 2001 καταγράφονται συνολικά 592.200 απασχολούμενοι, οι οποίοι μειώνονται ως το 2015 στις 345.300 (συνολική μείωση 41,7%). Η σημαντική αυτή μείωση αφορά καταρχήν τη μισθωτή εργασία, η οποία υποχωρεί κατά 41,8%.
Οι α/α χ.πρ. μειώνονται το 2001-2008 κατά 9,3% (από 65.500 σε 59.400 το 2008) και το διάστημα 2008-2015 σε 46.300 (κατά 22%), συνολικά για το διάστημα 2001-2015 κατά 29%.
Μείωση παρατηρείται επίσης στους εργοδότες κατά 52,5% για το διάστημα 2001-2015 (από 58.600 σε 27.800), όπως και στα συμβοηθούντα μέλη κατά 46% (από 25.200 σε 13.600).
Η σχετική αντοχή που επιδεικνύουν οι α/α χ.πρ. καταγράφεται και στη μεταποίηση, όπου μάλιστα σημειώνεται μικρή αριθμητική αύξηση των α/α στην αρχή της κρίσης 2009-2011 (πιθανόν και λόγω στροφής άνεργων μισθωτών του κλάδου στην αυτοαπασχόληση). Ταυτόχρονα όμως, αξίζει να σημειωθεί ότι η επιστροφή της απασχόλησης σε αυξητικούς ρυθμούς, η οποία ξεκινάει χρονικά από το 2014, ουσιαστικά δεν αγγίζει τους α/α. Η συγκεντροποίηση στη μεταποίηση προχωράει, όπως επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της χρονικής περιόδου 2014-2017 κατά την οποία η μισθωτή εργασία αυξάνεται, ενώ οι α/α χ.πρ. συνεχίζουν να μειώνονται σταθερά κατά 13,5% το διάστημα 2014-2017 (από 45.500 σε 38.900).
Στις κατασκευές, την περίοδο 2001-2008 η συνολική απασχόληση αυξάνεται κατά 26,3% (+83.400, από 317.400 σε 400.800), στη συνέχεια το διάστημα 2008-2015 υποχωρεί σημαντικά κατά 63,6% (-255.000) και καταγράφει τάση αύξησης το διάστημα 2015-2017 (6,6%, +9.700). Οι μισθωτοί αυξάνονται ως το 2008 κατά 32,1% και στη συνέχεια μειώνονται κατακόρυφα κατά 67,9% ως το 2015 (σε 90.400).
Το ίδιο διάστημα, 2001-2008, οι α/α χ.πρ. αυξάνονται κατά 7,3% (από 56.300 σε 60.400), το διάστημα 2008-2015 μειώνονται κατά 28,6% (σε 17.300) και αρχίζουν πάλι να αυξάνονται την περίοδο 2015-2017 κατά 21,6% (52.400).
Μεγάλη διακύμανση παρουσιάζει η κατηγορία των εργοδοτών το ίδιο διάστημα. Οι εργοδότες αυξάνονται κατά 25,6% το 2001-2008 (από 39.800 σε 50.000) και στη συνέχεια μειώνονται κατακόρυφα κατά 78% (11.000 το 2015). Η κατακόρυφη μείωση των εργοδοτών αφορά κατά βάση μικρότερες ατομικές επιχειρήσεις με 1-2 άτομα μισθωτούς, που λόγω της κρίσης συνέχισαν χωρίς εκμετάλλευση εργατικής δύναμης.
Στον κλάδο του εμπορίου/επισκευών την περίοδο 2001-2008 καταγράφεται αύξηση στην απασχόληση κατά 15% (από 731.500 σε 841.100), στη συνέχεια (2008-2015) μείωση κατά 19,5% (σε 676.800), ενώ το διάστημα 2015-2017 αύξηση κατά 1,6% (687.700). Οι μισθωτοί αυξάνονται το ίδιο διάστημα (2001-2008) κατά 23,9% (σε 452.500), στη συνέχεια (2008-2015) μειώνονται κατά 9,4% (409.900) και αυξάνονται το 2015-2017 κατά 0,2% (410.800).
Οι α/α χ.πρ. το διάστημα 2001-2008 μειώνονται κατά 0,2% (από 216.100 σε 215.700) και στη συνέχεια το διάστημα 2008-2015 μειώνονται κατά 25,6% (160.500), ως αποτέλεσμα και της τάσης συγκεντροποίησης που βρίσκεται σε εξέλιξη. Το διάστημα 2015-2017, οι α/α χ.πρ. εμφανίζουν οριακή αύξηση 0,6% (161.400).
Οι εργοδότες αυξάνονται το 2001-2008 κατά 25,2% (από 86.200 σε 107.900) και στη συνέχεια μειώνονται δραστικά κατά 33,5% (71.700 το 2015). Αντίστοιχα, τα συμβοηθούντα μέλη, ενώ παραμένουν περίπου σταθερά την περίοδο 2001-2008 (65.500 το 2008), μειώνονται με μεγάλους ρυθμούς το διάστημα 2008-2015 κατά 46,6% (34.700 το 2015).
Στον κλάδο τουρισμού-εστίασης η απασχόληση αυξάνεται το 2001-2008 κατά 17% (από 297.000 σε 347.500), αυξάνεται το διάστημα 2008-2015 κατά 5% (365.000) και στη συνέχεια το 2015-2017 αυξάνεται κατά 9,2% (398.600). Οι μισθωτοί αυξάνονται το διάστημα 2001-2008 κατά 14,1% (από 182.900 σε 208.700), το 2008-2015 αυξάνονται κατά 19% (σε 248.300) και το διάστημα 2015-2017 αυξάνονται κατά 11% (275.600).
Οι α/α χ.πρ το 2001-2008 μειώνονται κατά 3,5% (από 48.600 σε 46.900), στη συνέχεια το 2008-2015 μειώνονται κατά 2,8% (45.600) και το διάστημα 2015-2017 μειώνονται κατά 2,4% (44.500). Οι εργοδότες αυξάνονται κατά 47,5% το διάστημα 2001-2008 (από 34.300 σε 50.600), στη συνέχεια το 2008-2015 μειώνονται κατά 16% (42.500) και αυξάνονται και πάλι το 2015-2017 κατά 17,4% (49.900). Τα συμβοηθούντα μέλη αυξάνονται το διάστημα 2001-2008 κατά 32,4% (41.300 το 2008), μειώνονται το 2008-2015 κατά 30,8% (28.600 το 2015) και στη συνέχεια παραμένουν στα ίδια επίπεδα.
Συνολικά η αύξηση της απασχόλησης στον κλάδο σχετίζεται με τη δυναμική του. Σημειώνει το χαμηλότερο σημείο της τις χρονιές 2012-2013, δηλαδή στην κορύφωση της κρίσης, και στη συνέχεια αυξάνει κατακόρυφα, σε μια περίοδο μεγάλης δυναμικής για τον κλάδο. Αυτή η δυναμική του κλάδου το διάστημα 2013-2017 δεν εκφράζεται στους α/α χ.πρ., οι οποίοι συνεχίζουν να μειώνονται.
Στον κλάδο μεταφορών/αποθήκευσης καταγράφεται μείωση της απασχόλησης το διάστημα 2001-2008 κατά 19,5% (από 266.100 σε 214.300), στη συνέχεια το 2008-2015 μείωση κατά 22,2% (σε 166.700) και στην πορεία (2015-2017) καταγράφεται αύξηση 13,9% (189.900). Οι μισθωτοί μειώνονται ως το 2008 κατά 21,4% (από 196.500 σε 154.300), μειώνονται στη συνέχεια (2008-2015) κατά 24,2% (σε 117.000) και τελικά αυξάνονται το 2015-2017 κατά 15,1% (σε 134.700).
Οι α/α χ.πρ. μειώνονται το 2001-2008 κατά 14% (από 55.500 σε 47.700 το 2008), στη συνέχεια (2008-2015) μειώνονται κατά 13% (41.500) και αυξάνονται και πάλι (2015-2017) κατά 10,6% (45.900).
Οι εργοδότες μειώνονται το διάστημα 2001-2008 κατά 14,8% (από 11.500 σε 9.800), μειώνονται στη συνέχεια (2008-2015) κατά 32,7% (6.600), και στη συνέχεια (2015-2017) αυξάνονται ξανά κατά 10,6% (7.300).
Στον κλάδο των υπηρεσιών συνολικά οι α/α χ.πρ. είναι 145.300 το 2001, καταγράφουν αύξηση μέχρι το 2008 κατά 42,9% (207.700) και μικρή μείωση ως το 2015 κατά 5,8% (105.700). Στις υπηρεσίες ξεχωρίζουν ορισμένοι τομείς λόγω της αυξημένης συμμετοχής των α/α χ.πρ.: Στον τομέα των υπηρεσιών υγείας - κοινωνικής μέριμνας οι α/α χ.πρ. διατηρήθηκαν στα ίδια περίπου επίπεδα σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, με το σημερινό τους αριθμό (36.600 το 2017) να είναι αυξημένος και να ξεπερνά τα προ κρίσης επίπεδα (30.800 το 2008). Αντίστοιχα, στις επαγγελματικές, τεχνικές, επιστημονικές δραστηριότητες καταγράφονται πολλαπλάσιοι σε σχέση με το 2008 (7,7%). Παρατηρούμε δε ότι το διάστημα της κρίσης αυξάνεται δραστικά ο αριθμός α/α χ.πρ. (αποκορύφωμα το 2013, όπου καταγράφονται 103.600), αποτέλεσμα ενδεχομένως της στροφής στην αυτοαπασχόληση λόγω ανεργίας, αλλά και λόγω καταγραφής σημαντικού τμήματος ουσιαστικά μισθωτών στην κατηγορία αυτή με μπλοκάκι. Στην εκπαίδευση ο αριθμός των α/α χ.πρ. μειώνεται το διάστημα 2009-2012 κατά 32,1% και δείχνει να ανακάμπτει το 2015-2017 (32,7%). Ωστόσο και στις υπόλοιπες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, παρά τη σαφή μείωση το διάστημα 2008-2015 κατά 18,7% ο αριθμός των α/α χ.πρ. παραμένει αρκετά υπολογίσιμος (59.000), το μερίδιο της αυτοαπασχόλησης στους τομείς των υπηρεσιών παραμένει αυξημένο σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες.
Εν κατακλείδι, την περίοδο 2015-2017, στην οποία η ελληνική καπιταλιστική οικονομία περνά σε φάση ασθενικής ανάκαμψης, καταγράφεται ανάσχεση της μείωσης των α/α χ.πρ. και οριακή αύξηση του αριθμού τους, με διακυμάνσεις από κλάδο σε κλάδο. Ο αριθμός των α/α χ.πρ. έχει πιάσει το κατώτερο σημείο του το 2015 (535.000) και στη συνέχεια καταγράφεται αύξηση κατά 3,1% (+16.400) για το διάστημα 2015-2017. Η αύξηση αυτή καταγράφεται στους εξής κλάδους (διάστημα 2015-2017): Υπηρεσίες Εκπαίδευσης (32,7%), Κατασκευές (21,5%), Μεταφορές/Αποθήκευση (10,6%), Επαγγελματικές/επιστημονικές/τεχνικές υπηρεσίες (9,3%), Εμπόριο/Επισκευές (0,6%). Μείωση συνεχίζει να καταγράφεται κυρίως στον κλάδο της μεταποίησης (-16%). Στον τουρισμό/εστίαση η μείωση των α/α χ.πρ. (-2,4%) συνδυάζεται με ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση των εργοδοτών κατά 17,4%.
Έτσι, το 2016 (Γ΄ τριμ.), καταγράφεται ως εξής η πανελλαδική κατάταξη των κλάδων, ως προς το ποσοστιαίο μερίδιο των α/α χ.πρ. στο σύνολο της αυτοαπασχόλησης χ.πρ.: 1. Εμπόριο. 2. Επαγγελματικές, τεχνικές, επιστημονικές δραστηριότητες. 3. Κατασκευές. 4. Τουρισμός-εστίαση. 5. Μεταφορά-αποθήκευση. 6 Μεταποίηση. 7. Υγεία - κοινωνική μέριμνα. 8. Άλλες δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών. 9. Εκπαίδευση κλπ.
Η περιφερειακή κατανομή των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό
Η εξέταση των μεριδίων συμμετοχής των α/α χ.πρ. γίνεται με βάση τα αντίστοιχα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (Γ΄ τρίμ. 2016), εξαιρουμένου του αγροτικού τομέα.
Με βάση το σύνολο των α/α χ.πρ. στην επικράτεια (535.600), πρώτη περιφέρεια στη συγκέντρωση α/α χ.πρ. καταγράφεται η Αττική με 171.485 (32% επί του συνόλου της αυτοαπασχόλησης χ.πρ.), 2η η Κεντρική Μακεδονία με 97.912 (18,3%), 3ο το Αιγαίο με 39.543 (7,3%) και ακολουθούν Θεσσαλία με 35.188 (6,6%), Δυτική Ελλάδα με 32.826 (6,1%), Αν. Στερεά-Εύβοια με 31.893 (5,9%), Πελοπόννησος με 30.218 (5,6%), Ανατ. Μακεδονία-Θράκη με 28.345 (5,2%), Κρήτη με 27.312 (5%), Ήπειρος με 16.093 (3%) και Ιόνιο με 12.181 (2,2%). Δηλαδή τα δύο αστικά κέντρα, Αθήνα και Θεσσαλονίκη, συγκεντρώνουν σχεδόν το 50% της συνολικής αυτοαπασχόλησης χωρίς προσωπικό.
Ωστόσο εξετάζοντας την ποσοστιαία συγκέντρωση των α/α χ.πρ. στο σύνολο της απασχόλησης σε κάθε περιφέρεια ξεχωριστά, προκύπτουν σημαντικές διαφοροποιήσεις και τελείως διαφορετική κατάταξη: 1η περιφέρεια είναι η Στερεά με 22,9%, 2η η Θράκη με 21,4%, 3η η Πελοπόννησος με 21,1% και ακολουθούν Δυτική Ελλάδα 21%, Αιγαίο 20,9%, Θεσσαλία 19,5%, Δυτική Μακεδονία 18,7%, Ήπειρος 18,3%, Κεντρική Μακεδονία 18,3% (με 15,9% στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης), Ιόνιο 15,7%, Κρήτη 13,5% και Αττική 12,6%. Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι στα μεγάλα αστικά κέντρα κυριαρχεί σε μεγαλύτερο βαθμό η μισθωτή εργασία.
Λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη συνδυασμένα τα παραπάνω στοιχεία, ως προς την οργάνωση της δουλειάς μας σε αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, παραμένει στην προτεραιότητα η οργάνωση της δουλειάς στις περιφέρειες πρωτεύουσας και Θεσσαλονίκης, ενώ επίσης χρειάζεται να οργανωθεί η δουλειά με μεγαλύτερη ένταση στο Αιγαίο, τη Θεσσαλία, τη Στερεά, τη Δυτική Ελλάδα, καθώς ο αριθμός και η ποσοστιαία συγκέντρωση των α/α χ.πρ. είναι σημαντική.
Για την ποσοστιαία συμμετοχή των γυναικών στην αυτοαπασχόληση (στοιχεία Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, Γ΄ τρίμ. 2016)
Το σύνολο των α/α γυναικών στην αυτοαπασχόληση χ.πρ. είναι 31,77%, δηλαδή 170.162 σε σύνολο 535.600 α/α χ.πρ.
Οι κλάδοι με τη μεγαλύτερη αριθμητική συγκέντρωση γυναικών α/α χ.πρ. είναι: 1. Εμπόριο με 55.059 (34,3%). 2. Επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες με 36.034 (42,82%). 3. Δραστηριότητες υγείας και κοινωνικής μέριμνας με 17.839 (51,62%). 4. Παροχή υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης με 17.323 (37,86%). 5. Δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών με 10.379 (49,51%). 6. Εκπαίδευση με 7.295 (61,85%). 7 Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες με 4.163 (41,26%). 8. Δραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών με 3.428 (85,99%) και ακολουθούν Τέχνες-διασκέδαση-ψυχαγωγία, ενημέρωση, επικοινωνία, κατασκευές, μεταποίηση κλπ.
Αξιοσημείωτο για τον προσανατολισμό της δουλειάς μας είναι ότι το ποσοστό των γυναικών α/α είναι σημαντικά μεγαλύτερο στην αυτοαπασχόληση χωρίς προσωπικό απ’ ό,τι στους εργοδότες. Στην πρώτη κατηγορία οι γυναίκες α/α χ.πρ. είναι το 31,77% του συνόλου, ενώ στην κατηγορία των εργοδοτών οι γυναίκες είναι το 27,5% (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ Γ΄ τρίμ. 2016).
Η αυτοαπασχόληση στην Ελλάδα σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ-28
Με βάση στοιχεία της ίδιας της ΕΕ (Γ΄τρίμ. 2016), το 96,8% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές (δηλαδή 0-9 άτομα προσωπικό) έναντι του 93% στην ΕΕ-28, ποσοστό αρκετά αυξημένο.
Αξία έχουν επίσης και ορισμένα στοιχεία που προσδιορίζουν το μέγεθος της μη μισθωτής εργασίας στη χώρα μας σε σχέση με την ΕΕ που, παρά τα μεθοδολογικά τους προβλήματα (συμπεριλαμβάνουν ενιαία α/α χωρίς προσωπικό, α/α με προσωπικό και συμβοηθούντα μέλη), επιβεβαιώνουν τη γενική τάση. Με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, στην Ελλάδα η αυτοαπασχόληση αποτελεί το 34% της συνολικής απασχόλησης, ενώ την ίδια στιγμή τα αντίστοιχα ποσοστά είναι στην ΕΕ-28 15,7%, στις ΗΠΑ 7% και στις χώρες του ΟΟΣΑ 15,5% (σε αυτά τα στοιχεία συμπεριλαμβάνεται και η Γεωργία-Αλιεία-Δασοκομία). Αντίστοιχα είναι τα ποσοστά σε όλους τους κλάδους, συγκρίνοντας την ελληνική πραγματικότητα με την κατάσταση στην ΕΕ-28: Εμπόριο 41% έναντι 18% στην ΕΕ-28, Τουρισμός-εστίαση 34% έναντι 16%, Μεταφορές-αποθήκευση 27% έναντι 11%, Μεταποίηση 23% έναντι 7%, Επαγγελματικές/επιστημονικές/τεχνικές δραστηριότητες 54% έναντι 33%, υπηρεσίες υγείας 20% έναντι 9% κλπ. Με βάση τις ίδιες πηγές, καταγράφεται ότι η προστιθέμενη αξία που παράγεται ανά απασχολούμενο στις πολύ μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα είναι μόλις το 40% της μέσης παραγόμενης προστιθέμενης αξίας ανά απασχολούμενο στην ΕΕ-28.
(Σημείωση: Πηγές ΕΛΣΤΑΤ-Eurostat-Παγκόσμια Τράπεζα, με βάση τις Έρευνες Εργατικού Δυναμικού για το Γ΄ τρίμ. 2016, όπως αναφέρονται συνοπτικά στο οικονομικό δελτίο του ΣΕΒ Η φτώχεια των εθνών, Μάρτης του 2017.)
Συνοπτική εκτίμηση
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύεται ότι η αυτοαπασχόληση στο πλαίσιο της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας παρουσιάζει τάσεις αντιφατικές, σε αντίθεση με την καθαρή τάση συρρίκνωσης των α/α στην αγροτική παραγωγή. Καταγράφονται μειωτικές τάσεις που αφορούν μόνο την περίοδο της κρίσης, καθώς και κάποιες μειωτικές τάσεις πιο γενικευμένες, που αφορούν δηλαδή και την περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης: Η τάση μείωσης των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό είναι αργή, με ευκαιριακές ανακάμψεις, ενώ πιο σταθερά εμφανίζεται η μειωτική τάση στο εμπόριο και τη μεταποίηση. Παράλληλα με τη γενική τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης που αντικειμενικά οδηγεί τμήματα αυτοαπασχολούμενων στην καταστροφή, συνυπάρχουν ανασχετικές τάσεις που οδηγούν στην αναπαραγωγή τμημάτων α/α σε κλάδους και τομείς ανάλογα με την εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομίας και τις παρεμβάσεις της κυβερνητικής και ευρωενωσιακής πολιτικής. Το ποσοστό των πολύ μικρών επιχειρήσεων και ιδίως των α/α χ.πρ. παραμένει ιδιαίτερα μεγάλο στην Ελλάδα σε σχέση με το μ.ό. της ΕΕ-28.
Επίσης, με ασφάλεια μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι ορισμένα τμήματα άντεξαν και στην περίοδο της καπιταλιστικής κρίσης. Παρά το γεγονός ότι επιταχύνθηκε η καταστροφή ατομικών επιχειρήσεων και συρρικνώθηκε σημαντικά ο συνολικός αριθμός τους, την ίδια ώρα, εν μέσω παρατεταμένης ανεργίας, ένα μεγάλο τμήμα διατήρησε το καθεστώς της αυτοαπασχόλησης, ενώ σε ορισμένους κλάδους αυτή αναπτύχθηκε παραπέρα λόγω ευνοϊκών συνθηκών.
Η καπιταλιστική ανάκαμψη δημιουργεί νέα δεδομένα, καθώς η πορεία συρρίκνωσης σε αυτήν τη φάση δείχνει να περιορίζεται. Σε αυτές τις συνθήκες έχει σημασία να εμβαθύνουμε κατά κλάδο, καθώς η τάση αυτή δεν είναι ενιαία. Σε ορισμένους κλάδους καταγράφεται ακόμα και αύξηση των α/α χ.πρ., αναθέρμανση της επαγγελματικής δραστηριότητας, ενώ συνεχίζεται η πορεία συρρίκνωσης του αριθμού των α/α χ.πρ. σε άλλους κλάδους.
Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις, οι κλάδοι που ιεραρχούμε στην παρέμβασή μας είναι:
- Το εμπόριο (το οποίο συγκεντρώνει σταθερά το μεγαλύτερο αριθμό α/α χ.πρ. και των οποίων η επιδείνωση της οικονομικής τους δραστηριότητας συνεχίζεται).
- Ο κλάδος επαγγελματικών/επιστημονικών δραστηριοτήτων, που παρουσιάζει μεγάλη αύξηση την τελευταία δεκαετία και συγκεντρώνει μεγάλο πλήθος α/α χ.πρ. (ιδιαίτερα στην περιφέρεια πρωτεύουσας όπου είναι 1ος κλάδος σε αριθμό α/α).
- Ο κλάδος τουρισμού/εστίασης (όπου παράλληλα με τον αυξημένο αριθμό α/α χ.πρ. συγκεντρώνεται και μεγάλος αριθμός α/α με περιορισμένο αριθμό εργαζόμενων).
- Οι κατασκευές (όπου παρά τη βαθιά κρίση των τελευταίων χρόνων συγκεντρώνουν ακόμα μεγάλο αριθμό α/α χ.πρ. με ελαφριά αυξητική τάση).
- Ο κλάδος μεταφορών/αποθήκευσης.
- Η μεταποίηση.
Οι τρεις τελευταίοι κλάδοι διατηρούν την ιδιαίτερη σημασία τους ως κλάδοι παραγωγικοί.
- B. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΥΣ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ
ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΕ
Η πολιτική του αστικού κράτους καθορίζεται από τις συνολικότερες ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, βάθρο της οποίας είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Στόχο της έχει την υποβοήθηση της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, επομένως εν μέρει λαμβάνει υπόψη την εκτεταμένη παρουσία και λειτουργία χιλιάδων μικρών ατομικών κεφαλαίων.
Στις απαρχές της ιστορικής εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην Ελλάδα, οι επιχειρήσεις μικρής κεφαλαιακής συγκέντρωσης, ακόμα και κάποιοι μικροί ατομικοί εμπορευματοπαραγωγοί, αναπτύσσονταν ως συστατικά μέρη της αστικής τάξης. Στην πορεία όμως της ιστορικής εξέλιξης, κάποιες από αυτές αναδείχτηκαν σε δυναμικά τμήματα της αστικής τάξης, ενώ άλλες έχασαν τα μέσα παραγωγής που διέθεταν και προλεταριοποιήθηκαν. Ως τέτοιες κοινωνικές δυνάμεις έβαλαν τη σφραγίδα τους στην ίδια τη διαμόρφωση της αστικής εξουσίας και στη συγκρότηση του αστικού κράτους, μετέχοντας ενεργά στις κινητήριες δυνάμεις της αστικής εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης. Μια σειρά επαγγελματικοί-συντεχνιακοί προστατευτικοί νόμοι έχουν τη ρίζα τους στην ανάπτυξη και τέτοιων δυνάμεων στις πόλεις ήδη από τη φεουδαρχία. Στη συνέχεια, νόμοι προστασίας της εθνικής αγοράς σχετίζονται με την καπιταλιστική κρατική συγκρότηση. Μεγάλο μέρος της καπιταλιστικής συσσώρευσης πραγματοποιούνταν μέσω των ατομικών κεφαλαίων (μικροεπιχειρήσεων με πολύ περιορισμένο αριθμό μισθωτών).
Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, και μάλιστα του μονοπωλιακού, το σημαντικότερο μέρος της διευρυμένης καπιταλιστικής αναπαραγωγής πραγματοποιείται από τις μετοχικές επιχειρήσεις, και μάλιστα τις ΑΕ. Παρόλ’ αυτά, από τη χρονική περίοδο της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανασυγκρότησης μέχρι σήμερα, παραμένει στην Ελλάδα –αν και μειούμενος– μεγάλος αριθμός πολύ μικρών επιχειρήσεων και α/α χ.πρ., ένα μέρος των οποίων αναπαράγεται σχετικά δυναμικά κινούμενο συχνά ως στεφάνη γύρω από τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα μονοπώλια.
Η κίνηση αυτή δε γίνεται μόνο με την αυθόρμητη λειτουργία των νόμων της καπιταλιστικής αγοράς. Υποβοηθείται από τις εκάστοτε κυβερνητικές αποφάσεις, από εξειδικευμένες πολιτικές για τις μΜ επιχειρήσεις με στόχο την αναγκαία προσαρμογή κι ενσωμάτωσή τους στις βασικές στρατηγικές επιλογές, ανάλογα και με τη φάση του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου, τον περιφερειακό και διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό και άλλους παράγοντες. Έτσι, ορισμένη πολιτική προστασίας προς τις μΜ επιχειρήσεις, που διατηρούνταν σε μεγαλύτερη έκταση τις προηγούμενες δεκαετίες, συμβάδιζε με το στόχο εκείνης της μεγέθυνσης (και του απαραίτητου τεχνολογικού εξοπλισμού) που ήταν προϋπόθεση για μια ουσιαστική συγχώνευση ή και προσαρμογή στην εμφάνιση μεγάλων επιχειρήσεων και μονοπωλίων σε νέους κλάδους.
Με βάση τις παραπάνω επισημάνσεις, χρειάζεται να εκτιμήσουμε την εκάστοτε πολιτική κυβερνήσεων και αστικών κομμάτων για τους α/α, όπως και τις αντίστοιχες κατευθύνσεις της ΕΕ, του ΟΟΣΑ, οι οποίες γενικά δεν έρχονται σε αντιπαράθεση, αλλά κατά κανόνα υπηρετούν τη γενική κατεύθυνση με στόχο την υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Η είσοδος της Ελλάδας αρχικά στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην ΕΕ αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης, την οποία στήριξαν διαχρονικά όλες οι αστικές κυβερνήσεις. Από αυτήν ωφελήθηκαν τα πιο ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου και κυρίως τα πιο διεθνοποιημένα, καθώς απέκτησαν ευνοϊκότερες συνθήκες στην ευρύτερη ευρωενωσιακή αγορά.
Αρχικά, στην περίοδο ένταξης στην ΕΟΚ, μια σειρά μικρές, ακόμα και μεγαλύτερες επιχειρήσεις, μένοντας «εθνικά απροστάτευτες», οδηγήθηκαν στη συρρίκνωση και καταστροφή, κυρίως σε κλάδους όπως ο ιματισμός, η κλωστοϋφαντουργία, το δέρμα, στη συνέχεια στη ναυπηγοεπισκευαστική κλπ. Ωστόσο, στα 40 χρόνια που ακολούθησαν, οι τάσεις που αφορούσαν την αυτοαπασχόληση και τη μικρής εμβέλειας επιχειρηματικότητα εξελίχτηκαν πιο σύνθετα και αντιφατικά κι επηρεάστηκαν από διάφορους παράγοντες, άλλους πιο σταθερά εμφανιζόμενους που σχετίζονται με τους κύκλους της καπιταλιστικής κρίσης, άλλους πιο συγκυριακούς, όπως τα Ολυμπιακά έργα στην Ελλάδα. Έτσι, σε φάσεις σχετικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην Ελλάδα, μαζί με τις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις ευνοήθηκαν και χιλιάδες πολύ μικρές επιχειρήσεις. Ακόμα και ελεύθεροι επαγγελματίες, που ζούσαν αποκλειστικά από τη δική τους εργασία, είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, τόσο σε κλάδους με υψηλή συγκέντρωση αυτοαπασχόλησης (π.χ. κατασκευές, εμπόριο), αλλά και σε νέους κλάδους που αναπτύχθηκαν, όπως, π.χ. στον υποκλάδο εμπορίου κινητής τηλεφωνίας και πληροφορικής. Ένα τμήμα τους σε ένα σύντομο διάστημα συγκέντρωσης του δικού τους υπερπροϊόντος, υποβοηθούμενοι από τραπεζικά προγράμματα και φοροαπαλλαγές, απέκτησε σύντομα την ικανότητα μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, έστω και αν αυτή ήταν σε περιορισμένη έκταση ή και ευκαιριακά.
Η διεύρυνση της αυτοαπασχόλησης σε ορισμένους κλάδους ευνοήθηκε σ’ ένα βαθμό και από τις εκάστοτε αστικές πολιτικές. Τέτοιες ήταν, για παράδειγμα, πολιτικές που εντάθηκαν από το ΠΑΣΟΚ (γενικότερα τότε από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία), π.χ., με διευρυμένο κρατικό παραγωγικό τομέα ο οποίος διαμόρφωσε ως στεφάνη και τη διευρυμένη αυτοαπασχόληση σε τεχνικές και επιστημονικές υπηρεσίες. Αντίστοιχα, η πολιτική επέκτασης της γενικής δημόσιας παιδείας και της ανώτατης εκπαίδευσης συνδυάστηκε με την αντίστοιχη επέκταση της ιδιωτικής, από την οποία ευνοήθηκε και η αυτοαπασχόληση.
Ταυτόχρονα, ένα τμήμα των κοινοτικών επιδοτήσεων και προγραμμάτων κατευθύνθηκε και προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις με διάφορες στοχεύσεις. Φυσικά η κοινοτική χρηματοδότηση, ιδιαίτερα στην ΕΕ και κυρίως στην Ευρωζώνη, εξυπηρέτησε κυρίως γενικότερους στόχους, όπως τη στήριξη των πιο δυναμικών μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω της πρόσβασης στην καινοτομία, την τόνωση της εξωστρέφειας κλπ. Επίσης εξυπηρέτησε και κλαδικές προτεραιότητες, με χαρακτηριστικά παραδείγματα μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον τουρισμό, στις νέες τεχνολογίες, στις υπηρεσίες καλλωπισμού κλπ. Ωστόσο, με διάφορους τρόπους, μέσα από προγράμματα στα οποία συχνά εμπλέκονταν επιμελητήρια, ακόμα και συνδικαλιστικοί φορείς ή και άλλα ειδικά προγράμματα, όπως αυτά για τη νεανική και γυναικεία επιχειρηματικότητα, κατευθύνθηκαν κονδύλια και προς τις μικροεπιχειρήσεις των αυτοαπασχολούμενων, παίζοντας σημαντικό ρόλο και στην ενσωμάτωση ευρύτερων τμημάτων τους. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η πολιτική δανεισμού των τραπεζών προς τις μΜ επιχειρήσεις, είτε άμεσα μέσω προγραμμάτων σε κλαδικές οικονομικές δραστηριότητες είτε έμμεσα (π.χ. δανειοδότηση κατοικίας, καταναλωτικά δάνεια σε μικρεμπόρους).
Μπορούμε να εκτιμήσουμε συνολικά ότι οι αυξημένοι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1994-2008, σε συνδυασμό με τη διατήρηση μέτρων προστασίας της αυτοαπασχόλησης σε μια σειρά επαγγέλματα (είτε λόγω πολιτικής συμμαχιών είτε λόγω μη ύπαρξης συνολικότερων προϋποθέσεων ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας μεγάλης κλίμακας) και τη στοχευμένη χρηματοδότηση της μΜ επιχειρηματικότητας σε κλάδους προτεραιότητας, συνέβαλαν στη διατήρηση της αυτοαπασχόλησης σε μεγάλη έκταση. Διευκόλυναν την ενδοκλαδική αναδιάταξή της, στήριξαν το πιο δυναμικό τμήμα της, συγκράτησαν την απότομη συρρίκνωσή της σε μια σειρά κλάδους και την απότομη αύξηση της ανεργίας, την ίδια περίοδο που η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου συνέχιζε να είναι ανθηρή. Δηλαδή η πορεία γενικά της αυτοαπασχόλησης ήταν συνάρτηση της γενικότερης πορείας της οικονομίας με βάση και τα ιδιαίτερα γνωρίσματα που αυτή είχε ανά κλάδο, και δεν επιβεβαιώθηκαν εκτιμήσεις-προβλέψεις για άμεση, βίαιη καταστροφή της πλειονότητας των α/α.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τη δεκαετία 1991-2001 το ισοζύγιο στο άνοιγμα-κλείσιμο επιχειρήσεων παραμένει σταθερά θετικό παρά την τάση μείωσης του ρυθμού αύξησης νέων επιχειρήσεων (1991: +42.000 νέες επιχειρήσεις, 2001: +20.000 νέες επιχειρήσεις, Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων).
Ταυτόχρονα όμως αυτή η πολιτική στήριξης της μΜ επιχειρηματικότητας έφερνε μέσα της και την αντίφασή της, καθώς η καπιταλιστική ιδιοκτησία θρέφεται καταστρέφοντας τη μικρή ατομική ιδιοκτησία. Ο καπιταλισμός οδηγεί αντικειμενικά σε καταστροφές, συγχωνεύσεις-εξαγορές, μετατρέποντας τον αυτοαπασχολούμενο σε μισθωτό από το κεφάλαιο. Αυτήν την αντιφατικότητα επιχειρούν να διαχειριστούν οι αστικές κυβερνήσεις, διαχείριση που γίνεται πιο πολύπλοκη σε συνθήκες άρσης της προστασίας της «εθνικής» αγοράς, συγκρότησης διακρατικών οικονομικών πολιτικών συμμαχιών όπως είναι η ΕΕ, ακόμα περισσότερο η Ευρωζώνη. Έτσι, αυτή η εν μέρει ευνοϊκή πολιτική προηγούμενων δεκαετιών άρχισε να περιορίζεται πιο έντονα στο βαθμό που το απαιτούσαν οι συνολικότερες ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας και τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονταν στην ενιαία αγορά της ΕΕ, αλλά και διεθνώς.
Το καινούργιο στοιχείο, ιδιαίτερα της δεκαετίας 2000 και λίγο πριν, δηλαδή η είσοδος στη διεθνή αγορά εμπορευμάτων παραγόμενων με πολύ φθηνή εργατική δύναμη από Κίνα, Ινδία κλπ., άλλαξε τις συνθήκες ανταγωνιστικότητας σε κλάδους που κυριαρχούσε η αυτοαπασχόληση ή και η μικρή επιχειρηματικότητα. Τα νέα δεδομένα, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες ολοκλήρωσης της Ενιαίας Αγοράς στην ΕΕ (λόγω ανταγωνισμών και ανισόμετρης ανάπτυξης), οδήγησαν και σε πιο στοχευμένες ευρωενωσιακές πολιτικές για τις μΜ επιχειρήσεις, όπως αυτές αποτυπώθηκαν και στα κεντρικά κείμενα της ΕΕ (π.χ. Ευρωπαϊκός Χάρτης για τη μΜ επιχειρηματικότητα, Ιούνης του 2000), με στόχο τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας συνολικά της ευρωενωσιακής καπιταλιστικής οικονομίας, όπως και των αντίστοιχων εθνικών οικονομιών.
Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα κατευθύνσεων που προωθήθηκε αμέσως πριν την οικονομική κρίση είναι το πρόγραμμα-πλαίσιο Small Business Act (SBA) που στόχο είχε τη βελτίωση των εθνικών πολιτικών προς τις μΜ επιχειρήσεις, προτάσσοντας ένα συνολικότερο πλαίσιο δράσεων και πολιτικές που κατά βάση είχαν και έχουν αποδέκτες εκείνα τα τμήματα των μΜ επιχειρήσεων που παραμένουν χρήσιμα στο πλαίσιο της γενικότερης καπιταλιστικής κερδοφορίας και όχι τόσο τους α/α χωρίς ή με πολύ περιορισμένη μίσθωση 2-3 εργαζόμενων.
Οι αστικές ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου υιοθέτησαν τις γενικότερες κατευθύνσεις της ΕΕ για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, προσαρμόζοντάς τες στις ιδιαίτερες ανάγκες και προτεραιότητες της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, δεδομένης της πολύ μεγαλύτερης ύπαρξης πολύ μικρών επιχειρήσεων.
Η εκτεταμένη ύπαρξη διάσπαρτων πολύ μικρών, ατομικών επιχειρήσεων, ειδικά α/α χ.πρ. που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα παραμένει πάνω από το μ.ό. της ΕΕ-28. Αυτή χαρακτηρίστηκε από την ΕΕ ως «διαρθρωτική» με αρνητικές συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια εκτίμηση-συμπέρασμα ασπάζονται και διάφορα εγχώρια επιτελεία και σε σχέση, μάλιστα, με το συνολικότερο στόχο ανάκαμψης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Βέβαια, όπως θα εκθέσουμε και στη συνέχεια, η επίλυση του προβλήματος της χαμηλής παραγωγικότητας τέτοιων επιχειρήσεων και της σπατάλης κοινωνικής εργασίας, με τρόπο που να οδηγεί συνολικά σε άνοδο της κοινωνικής ευημερίας, προϋποθέτει σοσιαλιστικές σχέσεις.
Η πολιτική του αστικού κράτους την περίοδο της κρίσης και στις παρούσες συνθήκες ανάκαμψης
Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομική κρίση του 2008 ξέσπασε με μεγαλύτερη ένταση, βάθος και διάρκεια στην ελληνική οικονομία. Η συμμετοχή της Ελλάδας στο κοινό νόμισμα της Ευρωζώνης είχε ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση σκληρής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, πρόταξης της διάσωσης των τραπεζών με στόχο την αποφυγή κλονισμού της καπιταλιστικής λειτουργίας και στη συνέχεια την ανάκαμψη της κερδοφορίας του μεγάλου κεφαλαίου. Στο βωμό αυτών των στόχων θυσιάστηκαν ορισμένες ευνοϊκές πολιτικές προς τη μικρή επιχειρηματικότητα του παρελθόντος.
Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η επιδείνωση του συστήματος φορολόγησης των α/α και η αυστηροποίηση του αντίστοιχου ελέγχου, που διαμόρφωσαν ένα εξαιρετικά ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας για τις μικροεπιχειρήσεις των α/α.
Η ίδια η κρίση σε συνδυασμό με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές όλων των κυβερνήσεων είχε άμεση αρνητική επίδραση και στην ίδια την οικονομική δραστηριότητα των αυτοαπασχολούμενων στην πλειοψηφία των κλάδων. Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις (Όψεις κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα της κρίσης, Νοέμβρης του 2018), το διαθέσιμο εισόδημα των α/α μειώθηκε το διάστημα 2009-2014 κατά 40,3%, όταν το αντίστοιχο εισόδημα των μισθωτών μειώθηκε κατά 38,6% και των συνταξιούχων κατά 32,5%.
Χιλιάδες είναι αυτοί που βρίσκονται ακόμα και σήμερα σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, υπερχρεωμένοι. Χαρακτηριστικά είναι επίσης τα στοιχεία που δίνει η εξαμηνιαία έρευνα οικονομικού κλίματος της ΓΣΕΒΕΕ (Αύγουστος του 2019), όπου αναφέρονται ως έχοντες οφειλές το 22,1% στον ΕΦΚΑ και το 21% στην Εφορία (χωρίς φυσικά να συμπεριλαμβάνονται όσοι έχουν ήδη κλείσει την επιχείρησή τους). Επίσης καθυστερούμενες οφειλές έχει το 16,1% σε προμηθευτές, το 12% σε ενοίκια, το 14,9% για δόσεις δανείου. Αντίστοιχα, σύμφωνα με δημοσιεύματα που βασίζονται σε στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 68% των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων αφορούν πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Η ίδια η κρίση και η ένταση της διεθνοποίησης της καπιταλιστικής αγοράς οδήγησαν στην επιτάχυνση μεταρρυθμίσεων σχετικά με την άρση συντεχνιακών κι εθνικών προστατευτισμών, που λειτουργούσαν τις προηγούμενες δεκαετίες ως «ασπίδα προστασίας» και για χιλιάδες μικροεπιχειρήσεις. Η απελευθέρωση εμπορευμάτων και υπηρεσιών, των κλειστών επαγγελμάτων, του ωραρίου κλπ. όξυναν τον ανταγωνισμό προς όφελος των μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Χαρακτηριστική εξέλιξη αποτελεί η ενίσχυση της τάσης συγκεντροποίησης στο εμπόριο, όπου τα τελευταία χρόνια πολυκαταστήματα, αλυσίδες, κέντρα εμπορίου εξαπλώνονται και συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των πωλήσεων. Σε αυτήν τη γραμμή κινήθηκαν όλες οι κυβερνήσεις της οικονομικής κρίσης.
Αντίστοιχα και στη νέα φάση ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, οι πολιτικές των αστικών κομμάτων, κυρίως της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, για τη μΜ επιχειρηματικότητα έχουν κοινά στοιχεία, όπως το σταθερό προσανατολισμό στη στήριξη των πιο δυναμικών μΜ επιχειρήσεων, κλαδικές προτεραιότητες, συγκλίνοντας άλλωστε και με τις βασικές κατευθύνσεις της ΕΕ (βλ. άρθρο στην ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 2/2019). Είναι χαρακτηριστική η ετήσια έκθεση του Small Business Act 2017-2018 για την Ελλάδα, που εκτιμά θετικά την επιτάχυνση της προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας (νομοθετικές πρωτοβουλίες 2015-2017) στις ευρωενωσιακές ντιρεκτίβες γύρω από μια σειρά δείκτες-κριτήρια που αφορούν τη στήριξη της μΜ επιχειρηματικότητας (με βάση τις προτεραιότητες της ΕΕ).
Ωστόσο, είναι δεδομένο ότι πλέον αποκτάται και μια σχετικά μεγαλύτερη ευελιξία στο μίγμα της εφαρμοζόμενης πολιτικής σε σχέση με το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Έτσι, με την έξοδο από την κρίση, η ΝΔ με τον αντιπολιτευτικό της λόγο έριξε το ανάθεμα για την καταστροφή της «μεσαίας τάξης», όπως λέει, στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Η τελευταία, προς το τέλος της θητείας της επιδίωξε ορισμένες ρυθμίσεις ως προς τα χρέη στις τράπεζες, τον ΕΦΚΑ. Επομένως χρειάζεται συστηματική παρακολούθηση και ερμηνεία των αλλαγών στις θέσεις των άλλων κομμάτων, στην τακτική τους.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ούσα η πρώτη χρονικά κυβέρνηση μετά την επίσημη έξοδο από τα μνημόνια, έδωσε πρώτη το στίγμα, όπως αυτό αποτυπώθηκε στο αντίστοιχο «Εθνικό Παραγωγικό Αναπτυξιακό Σχέδιο», που συμπεριλάμβανε:
– Την ενίσχυση της παραγωγικότητας των μΜ επιχειρήσεων μέσω της ταχύτερης εισαγωγής καινοτομίας, ενσωμάτωσης νέων τεχνολογικών δεδομένων κλπ.
– Τη στήριξη εκείνων που δραστηριοποιούνται στους βασικούς άξονες προτεραιοτήτων κατά κλάδο (τουρισμός, αγροτοδιατροφή κλπ.), μέσω και της ενίσχυσης του εξαγωγικού προσανατολισμού.
– Τη διαμόρφωση προϋποθέσεων για τη συνένωση, εξαγορά, συγκεντροποίηση κεφαλαίου, μέσω της προώθησης συνεργατικών σχημάτων κλπ.
– Την παραπέρα βελτίωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας των μΜ επιχειρήσεων, αλλά και τη διευκόλυνση της ανάκαμψης μΜ επιχειρήσεων που χτυπήθηκαν από την κρίση (π.χ. εξωδικαστικός συμβιβασμός, πτωχευτικός κώδικας, 2η ευκαιρία).
Αυτή η πολιτική, που προβλήθηκε με το μανδύα της «δίκαιης, βιώσιμης ανάπτυξης για όλους», που επί της ουσίας συνέπλεε με τις γενικές κατευθύνσεις ΕΕ-ΟΟΣΑ, δεν μπορούσε να δώσει διέξοδο στα συσσωρευμένα προβλήματα του μεγαλύτερου όγκου των α/α. Υπηρετούσε πολλαπλούς στόχους, με κυριότερους τη στήριξη εκείνων των πιο δυναμικών μΜ επιχειρήσεων, ως επί το πλείστον εταιρίες ορισμένης κεφαλαιακής συγκέντρωσης.
Αυτήν την κατεύθυνση επιβεβαιώνουν σε γενικές γραμμές και τα προγράμματα στήριξης για τις μΜ επιχειρήσεις, που χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον με κοινοτικούς πόρους (μέσω ΕΣΠΑ και όχι μόνο), πολλά εκ των οποίων ήδη εφαρμόζονται, όπως: «Ανταγωνιστικότητα και καινοτομία», «Επιχειρούμε ΕΞΩ», «Ψηφιακό βήμα» και «Ψηφιακό άλμα», «Ενίσχυση τουριστικών και νέων τουριστικών επιχειρήσεων». Αντίστοιχα, η εξαγγελία ταμείων, fund of funds, για «την Επάνοδο επιχειρήσεων», «4ης βιομηχανικής επανάστασης», προγράμματος εγγυοδοσίας για «καινοτόμες στη γαλάζια και πράσινη ανάπτυξη», για την ενίσχυση «επιχειρηματικής διαχείρισης αποβλήτων» κλπ.
Το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης της ΝΔ επίσης εξυπηρετεί τους γενικότερους αστικούς σχεδιασμούς και κατευθύνσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη και συμβαδίζει με τις κατευθύνσεις της ΕΕ για τη μΜ επιχειρηματικότητα. Η κριτική της προς την προηγούμενη κυβέρνηση αφορά κυρίως το ρυθμό απορροφητικότητας των προγραμμάτων αυτών, όπως και την ανάγκη ταχύτερης προώθησης μέτρων για τη γρήγορη αδειοδότηση των επιχειρήσεων, το ξεπέρασμα γραφειοκρατικών εμποδίων κλπ. Επιβεβαιώνεται δηλαδή και σε αυτόν τον τομέα ότι το αστικό κράτος «έχει συνέχεια» και δεν αμφισβητείται ο χαρακτήρας και οι γενικές κατευθύνσεις.
Να σημειωθεί ωστόσο ότι η ΝΔ προεκλογικά, με τις υποσχέσεις της ότι θα σώσει τη «μεσαία τάξη» από τη φοροληστεία και τα μέτρα που επέβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει καλλιεργήσει ορισμένες προσδοκίες οι οποίες ενισχύθηκαν και από ορισμένες μικροπαρεμβάσεις (π.χ. στη ρύθμιση των 120 δόσεων για οφειλές σε Εφορία και ασφαλιστικά ταμεία). Γενικά οι εξαγγελίες της δεν πρέπει να υποτιμηθούν.
Η ΝΔ ως νέα κυβέρνηση, ούσα και ανοιχτά ιδεολογικά κόμμα αστικό φιλελεύθερο, στις συνθήκες πλέον της οικονομικής ανάκαμψης, διακηρύσσει ότι θα εφαρμόσει ένα τροποποιημένο «μίγμα» δημοσιονομικής πολιτικής, περιορίζοντας τόσο τη φορολογία όσο και τις «άσκοπες» κρατικές δαπάνες, δίνοντας καλύτερες συνθήκες στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, από την ανάπτυξη της οποίας μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, αλλά και αυξήσεις μισθών.
Ήδη στις εξαγγελίες της νέας κυβέρνησης και στους στόχους των υπουργείων προτάσσεται η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων με ταχύτερους ρυθμούς (αντίστοιχες εξαγγελίες είχε κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά), όπως η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις από 28% που είναι σήμερα (δεν περιλαμβάνονται οι ατομικές επιχειρήσεις) σταδιακά στο 24% και στο 20%, η μείωση του φόρου στα μερίσματα στο 5% από 10%, η μείωση της φορολογίας των φυσικών προσώπων για εισοδήματα ως 10.000 ευρώ από 22% σε 9% (εδώ περιλαμβάνονται οι ατομικές επιχειρήσεις), η σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος κ.ά. Πάνω σε αυτά, όπως έγινε και με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ και με τη βελτίωση των όρων για ένταξη στη ρύθμιση των 120 δόσεων, επιδιώκει να καλλιεργήσει κλίμα ευφορίας και στους α/α, συνεπικουρούμενη και από τη θετική στάση ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ.
Τα μέτρα που εξήγγειλε η νέα κυβέρνηση, στο βαθμό που θα εφαρμοστούν, θα δώσουν μια προσωρινή ανάσα στους α/α χωρίς ωστόσο να αντιστρέψουν τη γενική τους κατάσταση. Άλλωστε το σύνολο των μέτρων υπέρ του κεφαλαίου και των μονοπωλίων παραμένει σε πλήρη ισχύ, με στόχο την παραπέρα ενίσχυσή του. Ταυτόχρονα παραμένει η συσσώρευση χρεών και οικονομικών υποχρεώσεων των α/α, το ίδιο και οι αυστηροποιημένες πολιτικές είσπραξης, οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, τα «κόκκινα» δάνεια κλπ. Άλλωστε η νέα κυβέρνηση ετοιμάζεται να πάει ένα βήμα παραπέρα αντιλαϊκές πολιτικές που εφάρμοσε και η προηγούμενη, όπως νέες αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα, σε υγεία, παιδεία κλπ. Σε κάθε περίπτωση, οι χιλιάδες α/α χ.πρ. και μικροεπιχειρήσεις θα συνεχίσουν να δίνουν τη μάχη της επιβίωσης, με διαφοροποιήσεις από κλάδο σε κλάδο.
Το ΚΙΝΑΛ, μέσω της ΠΑΣΚΕΒΕ, είναι 1η δύναμη στη ΓΣΕΒΕΕ. Υποστηρίζει ότι η πολιτική του μπορεί να εξασφαλίσει την ανάπτυξη (ενώ του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αναπτυξιακή) και ταυτόχρονα να διατηρήσει το κοινωνικό κράτος (σε αντίθεση με τη ΝΔ).
Γενικά και τ’ άλλα αστικά κόμματα μιλούν για ορισμένη διάσωση ή εκσυγχρονισμό της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας.
Ξεχωριστή βαρύτητα στους αστικούς σχεδιασμούς και στην παρέμβαση του αστικού κράτους καταλαμβάνουν οι περιφέρειες και οι δήμοι στους οποίους εξειδικεύονται πλείστες κεντρικές κατευθύνσεις που αφορούν άμεσα ή έμμεσα τη μΜ επιχειρηματικότητα κι επιδρούν και στα πιο λαϊκά τμήματα των αυτοαπασχολούμενων, γι’ αυτό χρειάζεται να ενταθεί η παρακολούθηση. Υπάρχει άμεση σχέση της Τοπικής Διοίκησης με μεγάλα τμήματα αυτοαπασχολούμενων-επαγγελματιών-εμπόρων. Η σχέση αυτή αφορά άμεσα το εισόδημα (φόροι, τέλη, πρόστιμα), τη λειτουργία (ωράριο, κανονισμοί, κανονιστικές άδειες), την επαγγελματική δραστηριότητα (π.χ. προγράμματα Ανοιχτά Κέντρα Εμπορίου, συμβουλευτικές δομές κλπ.).
Η σχέση αυτή, εκτός των άλλων, δημιουργεί δίκτυα εξαρτήσεων-επίδρασης-πελατειακών δεσμών από τις διοικήσεις δήμων-περιφερειών, πρόσδεσης στην πολιτική που διαχειρίστηκε την καπιταλιστική οικονομική κρίση και τώρα στις συνθήκες ανάκαμψης, άμεσης επίδρασης, ακόμα και στράτευσης στους στόχους ανάπτυξης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ταυτόχρονα υπάρχουν οι δυνατότητες να ανέβουν οι διεκδικήσεις απέναντι στην πολιτική που υλοποιεί το «τοπικό κράτος», με αιτήματα που αμβλύνουν την επίθεση στο εισόδημα (ενάντια στα υπέρογκα δημοτικά τέλη, τα πρόστιμα και τις κατασχέσεις) και άλλες πλευρές όπως η απελευθέρωση του ωραρίου, η κυριακάτικη αργία κλπ., ή στις ανάγκες της λαϊκής οικογένειας (υποδομές, παιδικοί σταθμοί κλπ.).
Σημασία έχει και η στάση επιτελείων της αστικής τάξης, όπως του ΣΕΒ, εκφράζοντας πιο καθαρά τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Χαρακτηριστική είναι η εξής θέση του:
«Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό α/α κατά 34% (σύνολο μη μισθωτών) (...) απ’ όλες τις ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου το 2016. Αυτό είναι ένδειξη υπανάπτυξης της οικονομίας, εκτεταμένης φοροδιαφυγής και καθήλωσης του πληθυσμού σε ένα σχετικά χαμηλό βιοτικό επίπεδο, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία (...). Οι αριθμοί αυτοί είναι εντυπωσιακοί ως προς τις αρνητικές επιπτώσεις και συνέπειες (...) από το έλλειμμα προσαρμοστικότητας της ελληνικής οικονομίας στις σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής. Απορεί κανείς για τι είδους ανάπτυξη μιλάνε τα σχέδια εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής (...) όταν η οργάνωση της παραγωγής (...) ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό το πρότυπο της μικρής οικογενειακής και ατομικής επιχείρησης. Αυτό είναι αποτέλεσμα της πολιτικής προστατευτισμού που ασκείται.» (Η φτώχεια των εθνών, 30 Μάρτη 2017).
Επίσης η κοινή μελέτη του ΣΕΒ και της E&Y (Ernst & Young) «Μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα» (2017) επικεντρώνεται στην τεκμηρίωση της εξαιρετικά χαμηλής παραγωγικότητας των πολύ μικρών επιχειρήσεων έναντι των υπολοίπων. Είναι χαρακτηριστικά τα στοιχεία που αφορούν το λόγο προστιθέμενης αξίας ανά απασχολούμενο, ο οποίος υπολογίζεται σε 34 χιλ. ευρώ για τις Μεσαίες Επιχειρήσεις, σε 28 χιλ. ευρώ για τις μικρές και σε 14 χιλ. ευρώ για τις πολύ μικρές.
Για την αντιμετώπιση της εκτεταμένης ατομικής επιχειρηματικότητας, ο ΣΕΒ προτείνει μέτρα που διευκολύνουν τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αλλά και τη μεγέθυνση των μΜ επιχειρήσεων, επικεντρώνοντας: Σε στοχευμένες στρατηγικές για βιώσιμη μεγέθυνση, στον προσανατολισμό σε νέες αγορές (εξωστρέφεια), στην προώθηση συνεργιών και συνεργατικών σχημάτων (για την επίτευξη κρίσιμης μάζας για οικονομίες κλίμακας), σε εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης και διάθεση πόρων για την ενίσχυση έρευνας και καινοτομίας. Παράλληλα προκρίνει ένα αντίστοιχο ρυθμιστικό πλαίσιο που να ευνοεί την επιχειρηματικότητα με έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων, την απλοποίηση έναρξης επιχειρηματικής δραστηριότητας, του πτωχευτικού κώδικα και της εργατικής νομοθεσίας, της φορολογίας.
Επίσης εκτιμά θετικά τη Μεσαία επιχειρηματικότητα, που θεωρεί ότι επέδειξε αντοχή και προσαρμοστικότητα στην κρίση και αύξηση των εξαγωγών της κατά 40% κλπ. Ασκεί κριτική προς την ΕΕ ζητώντας πιο αποτελεσματικές πολιτικές, με στόχο το «think scale first» (προτεραιότητα στη μεγέθυνση) αντί του «think small first» (προτεραιότητα στις μικρές).
Γ. Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
ΣΤΟΥΣ ΑΥΤΟΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΟΥΣ
Με βάση τα παραπάνω και τα καθήκοντα που απορρέουν από το Πρόγραμμα του Κόμματος, χρειάζεται να συνειδητοποιηθεί η ανάγκη δραστικής βελτίωσης της παρέμβασής μας στους α/α της πόλης, κυρίως α/α χ.πρ. όπως προσδιορίσαμε στην Εισαγωγή, καθώς υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις στη δουλειά μας σε αυτόν τον τομέα.
Η ανάγκη να δουλέψουμε πιο αποτελεσματικά σε αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις δεν έρχεται σε αντίθεση με το βασικό καθήκον του Κόμματος, την αφύπνιση και συσπείρωση της εργατικής τάξης στην επαναστατική προοπτική. Αντίθετα, υπηρετεί ακριβώς αυτόν το στόχο, καθώς η εκπλήρωση των στρατηγικών καθηκόντων του Κόμματος προϋποθέτει την απόσπαση λαϊκών τμημάτων των μεσαίων στρωμάτων από την επιρροή της αστικής τάξης και τη συσπείρωση ενός μέρους τους με την εργατική τάξη στην πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας ή έστω την αδρανοποίηση κάποιων τμημάτων τους. Το καθήκον αυτό δεν κρίνεται μόνο σε επαναστατικές συνθήκες, η βάση του διαμορφώνεται από σήμερα.
Για την πλειοψηφία των κατώτερων τμημάτων των α/α ανοίγονται δύο δρόμοι:
Ο ένας δρόμος, του καπιταλισμού, οδηγεί στην καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους των α/α και ιδιαίτερα εκείνων χωρίς μισθωτή εργασία. Στην πορεία ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, τροποποιούνται όλο και περισσότερο οι όροι αυτοαπασχόλησης, με κυρίαρχη την τάση άρσης ευνοϊκότερων συνθηκών γι’ αυτήν που ίσχυαν σε προηγούμενες περιόδους.
Ο άλλος δρόμος είναι αυτός του σοσιαλισμού, η σχεδιασμένη, οργανωμένη ένταξη του α/α στη μεγάλη κοινωνικοποιημένη βιομηχανία, στην κρατική σοσιαλιστική κατανομή των προϊόντων, στις κοινωνικοποιημένες μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, κατασκευές και στις σοσιαλιστικές υπηρεσίες παιδείας, υγείας-πρόνοιας, αθλητισμού, πολιτισμού κλπ.
Σε αυτό το έδαφος θα βγει κερδισμένος και ο ίδιος ο α/α, αφού θα απολαμβάνει ανώτερη ποιότητα ζωής, σταθερή εργασία με ανθρώπινο ωράριο και σε καλύτερες συνθήκες, αλλά και πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας, παιδείας, υποδομές για τη δημιουργική αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή θα απολαμβάνει ως κοινωνικά αγαθά παρεχόμενα σε όλους τους εργαζόμενους αυτά που ίσως του παρείχε σ’ ένα βαθμό και για κάποιο διάστημα η θέση του ως α/α, συχνά με υπερχρέωση και ανασφάλεια. Στη νέα κοινωνική του θέση θα απαλλαγεί ο ίδιος από το διαρκές άγχος και την ανασφάλεια της επιβίωσης, από την ατομική έγνοια για προμήθειες, πληρωμές, χρέη κλπ.
Η ένταξη στη σοσιαλιστική παραγωγή όσων παραμένουν ως αυτοαπασχολούμενοι
Ο σοσιαλισμός, ως πέρασμα από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δηλαδή ως βαθμίδα της προς διαμόρφωση νέας κοινωνίας, αρχικά ενσωματώνει ορισμένα στοιχεία ξένα προς αυτόν, όπως της ατομικής ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής ή και στην κατανομή όχι πλήρως με όρους «σύμφωνα με τις ανάγκες». Ο σοσιαλισμός είναι μια κοινωνία στην οποία το «νέο» που γεννιέται παλεύει διαρκώς ενάντια στο «παλιό», μέχρι την πλήρη και αμετάκλητη εξάλειψή του.
Αρχικά θα υπάρχει η υλική βάση ύπαρξης μορφών μικρής, ατομικής και ομαδικής, ιδιοκτησίας σε μέσα παραγωγής, που αποτελούν τη βάση για την ύπαρξη εμπορευματοχρηματικών σχέσεων. Η βάση αυτή παραμένει κυρίως σε τομείς όπου ακόμη δεν είναι υψηλή η κοινωνικοποίηση της εργασίας, επομένως δε δημιουργούνται οι συνθήκες για άμεση κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και διαμόρφωση κοινωνικής ιδιοκτησίας. Αυτή η υλική βάση θα πρέπει να εξαλειφθεί σχεδιασμένα, αλλά και σχεδιασμένα να περιοριστούν οι αντιδράσεις εξαιτίας της προγενέστερης συνείδησης του μικροϊδιοκτήτη, της αντίδρασης του α/α απέναντι στο συλλογικό κοινωνικό συμφέρον και της δυσκολίας ένταξής του στην άμεσα κοινωνική εργασία.
Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ προσδιορίζεται ότι:
«Η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια ενιαία διαδικασία, η οποία ξεκινά με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη. Αρχικά διαμορφώνεται ο νέος τρόπος παραγωγής, ο οποίος επικρατεί βασικά με την ολοκληρωτική κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων, της σχέσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας.
– Κοινωνικοποιούνται τα μέσα παραγωγής στη βιομηχανία, στην ενέργεια-ύδρευση, στις τηλεπικοινωνίες, στις κατασκευές, επισκευές, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στο χονδρικό-λιανικό και εισαγωγικό-εξαγωγικό εμπόριο, στις συγκεντρωμένες τουριστικές-επισιτιστικές υποδομές.
– Κοινωνικοποιείται η γη, οι καπιταλιστικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις.
– Καταργείται η ατομική ιδιοκτησία και η οικονομική δραστηριότητα στην εκπαίδευση, στην υγεία-πρόνοια, στον πολιτισμό και στον αθλητισμό, στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Οργανώνονται αποκλειστικά ως κοινωνικές υπηρεσίες.
– Η βιομηχανική και το μεγαλύτερο μέρος της αγροτικής παραγωγής πραγματοποιούνται με σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, Κεντρικού Σχεδιασμού, εργατικού ελέγχου σε όλη την κλίμακα διεύθυνσης-διοίκησης.
– Η εργατική δύναμη παύει να είναι εμπόρευμα. Απαγορεύεται η χρησιμοποίηση ξένης εργασίας, δηλαδή η μίσθωση εργασίας από τους ακόμα κατέχοντες μεμονωμένα μέσα παραγωγής σε κλάδους που δεν υφίσταται υποχρεωτική κοινωνικοποίηση, π.χ., στη βιοτεχνία, στην αγροτική παραγωγή, στον τουρισμό-επισιτισμό, σε ορισμένες βοηθητικές υπηρεσίες.
– Ο Κεντρικός Σχεδιασμός εντάσσει την εργατική δύναμη, τα μέσα παραγωγής, τις πρώτες και άλλες βιομηχανικές ύλες και πόρους στην οργάνωση της παραγωγής, των κοινωνικών και διοικητικών υπηρεσιών.» (Βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013, σελ. 108-109.)
Αυτό σημαίνει ότι στους συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας που προβλέπει το Πρόγραμμα (βιοτεχνία, τμήμα τουρισμού-επισιτισμού –όχι οι συγκεντρωμένες υποδομές– και ορισμένες βοηθητικές υπηρεσίες) μπορεί να διατηρηθεί, δίπλα στον κοινωνικοποιημένο τομέα που θα υπάρχει και σε αυτούς τους κλάδους, και η μεμονωμένη αυτοαπασχόληση, χωρίς βέβαια μίσθωση ξένης εργασίας.
Μιλάμε κυρίως για μικρή βιοτεχνική εμπορευματοπαραγωγή, για μικροϊδιοκτησία στην εστίαση (καφενεία, ταβέρνες, ζαχαροπλαστεία κλπ.), αυτοαπασχόληση σε βοηθητικές υπηρεσίες (κουρεία κλπ.), μικρά τουριστικά καταλύματα, π.χ., σε νησιά κλπ.
Με ευθύνη της εργατικής εξουσίας θα ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν τα μέσα παραγωγής και τον εκσυγχρονισμό τους, την προμήθεια πρώτων υλών, την απορρόφηση και διάθεση της παραγωγής κλπ. Το σοσιαλιστικό κράτος θα σχεδιάζει και θα παίρνει μέτρα που θα αφορούν γενικότερα τη ρύθμιση των σχέσεων αυτής της μικρής παραγωγής και των α/α με την κοινωνικοποιημένη παραγωγή και τις κρατικές υπηρεσίες, τη σύνδεση και τη σχέση με τους φορείς και τα όργανα της εξουσίας (κλαδικά, περιφερειακά, κεντρικά), με τις κοινωνικές οργανώσεις. Θα μελετά τις γενικότερες κοινωνικές ανάγκες, τις δυνατότητες και την κατάσταση ανά κλάδο, και θα προσαρμόζει κίνητρα και αντικίνητρα, θα διαμορφώνει συγκεκριμένη κρατική πολιτική.
Η συμμετοχή στα όργανα εξουσίας
Η Κοινωνική Συμμαχία εκφράζεται επίσης με τη συμμετοχή των α/α (όπως αντίστοιχα και των συνεταιρισμένων αγροτών) στα όργανα εξουσίας. Εξασφαλίζεται η αντιπροσώπευσή τους μέσω ξεχωριστών Συμβουλίων, όπως και η συμμετοχή τους στα ανώτερα, περιφερειακά και κεντρικά όργανα εξουσίας. Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναφέρεται:
«Η εργατική εξουσία εκφράζει τη συμμαχία της με τους μεμονωμένους αυτοαπασχολούμενους και τους συνεταιρισμένους αγρότες, δίνοντας τη δυνατότητα της ξεχωριστής αντιπροσώπευσής τους μέσω των Συμβουλίων τους, για τα οποία ψηφίζουν αντίστοιχα και οι συνταξιούχοι. Τα Συμβούλια αυτά έχουν μεταβατικό χαρακτήρα, αφού αντιστοιχούν σε μεταβατικές μορφές ιδιοκτησίας, με προοπτική την ένταξη αυτών των στρωμάτων στην άμεσα κοινωνική παραγωγή. Ο εργατικός χαρακτήρας της εξουσίας διασφαλίζεται στη σύνθεση των περιφερειακών και κεντρικών οργάνων, στα οποία εκπροσωπούνται οι αυτοαπασχολούμενοι και οι συνεταιρισμένοι αγρότες.» (Βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013, σελ. 122-123.)
Τα Συμβούλια των α/α θα διασφαλίζουν την ενεργό συμμετοχή τους στη διαμόρφωση, υλοποίηση και τον έλεγχο στην εφαρμογή της πολιτικής του σοσιαλιστικού κράτους, θα εκφράζουν την έμπρακτη συμβολή και συμμετοχή τους στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και τη διαμόρφωση της νέας κοινωνίας. Είναι αντικείμενο περαιτέρω μελέτης το πώς θα συγκροτούνται σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο, ενώ αρκετά ζητήματα θα τα λύσει και η ίδια η πείρα της οικοδόμησης. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να εξασφαλίζεται η σύνδεσή τους και τοπικά και κλαδικά με τα όργανα εξουσίας των εργαζόμενων. Αυτή η σύνδεση θα εξασφαλίζεται και μέσα από την αντιπροσώπευση των α/α στα όργανα εξουσίας σε περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο.
Η εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων – βάση εξάλειψης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων
Η πολιτική του εργατικού κράτους εκφράζει ως αρχή και κατεύθυνση την προσπάθεια για ολοένα και μεγαλύτερη επέκταση κι εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων σε όλη τη σφαίρα της κοινωνικής παραγωγής. Αυτό γίνεται πρώτα και κύρια μέσα από τη σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, την ανάπτυξη της κοινωνικοποίησης της εργασίας και του καταμερισμού της, τη σχεδιασμένη ένταξη του εργατικού δυναμικού στην παραγωγή. Έτσι δημιουργείται η υλική βάση ώστε να καταργούνται σταδιακά όσες εμπορευματοχρηματικές σχέσεις έχουν απομείνει, η μικρή ατομική παραγωγή και η μεμονωμένη αυτοαπασχόληση, η μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας του παραγωγικού συνεταιρισμού στον αγροτικό τομέα. Σταδιακά, θα γίνεται όλο και πιο φανερή η ανωτερότητα της μεγάλης, κοινωνικά οργανωμένης παραγωγής και τα προτερήματα που μπορεί να εξασφαλίσει στους εργαζόμενους στον κοινωνικοποιημένο τομέα, όπως καλύτερες συνθήκες εργασίας, ξεκούρασης, αναψυχής, η μείωση του εργάσιμου χρόνου και η αύξηση του ελευθέρου ώστε, μεταξύ άλλων, να πραγματοποιείται η ενεργός συμμετοχή στα όργανα εξουσίας. Θα καθίσταται για τους ίδιους τους ατομικούς εμπορευματοπαραγωγούς «ελκυστικότερη» σε σχέση με τη δαπάνη της ατομικής τους εργασίας στους τομείς που δραστηριοποιούνται. Θα γίνεται φανερό στην πράξη ότι η κοινωνικοποιημένη παραγωγή και οι κρατικά οργανωμένες υπηρεσίες που θα αναπτύσσονται από τον κεντρικό σχεδιασμό στους αντίστοιχους κλάδους θα μπορούν να προσφέρουν ποιοτικό και φθηνό προϊόν, που δύσκολα θα μπορεί να το «ανταγωνιστεί» η μικροπαραγωγή. Με αυτόν τον τρόπο θα γίνεται και το κέρδισμα για την ένταξή τους στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή, με τη συνειδητοποίηση ότι αυτό τους εξασφαλίζει ανώτερους όρους εργασίας και ζωής.
Η εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων και η πορεία της σοσιαλιστικής συσσώρευσης που θα μπορεί να εξασφαλίζει ένα ανώτερο επίπεδο κοινωνικής ευημερίας θα επιδρά ώστε να υπερνικούνται εμπόδια από την πιθανή εμφάνιση ταλαντεύσεων, η οποία έχει αντικειμενική βάση για όλα τα τμήματα των μικρών εμπορευματοπαραγωγών, έτσι και για τμήματα των α/α. Η στερέωση της συμμαχίας γίνεται μόνο μέσα από τη στερέωση της εργατικής εξουσίας και των νέων σχέσεων, με την έμπρακτη, υλική απόδειξη προς τα λαϊκά τμήματα των α/α ότι το σοσιαλιστικό κράτος μπορεί να τους εξασφαλίσει ανώτερης ποιότητας ζωή.
Η πιο καλή απόδειξη των αρετών και της ανωτερότητας της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και του κεντρικού σχεδιασμού θα είναι η πρόσβαση στα επιτεύγματα της σοσιαλιστικής παραγωγής και οικονομίας, στις κοινωνικές υπηρεσίες που θα διασφαλίζει το εργατικό κράτος. Με αυτόν τον τρόπο θα δίνεται έμπρακτη απάντηση στην ανησυχία για την απώλεια της ιδιοκτησίας, θα γίνεται συνείδηση ότι η διατήρησή της έχει έναν (ιστορικά) προσωρινό χαρακτήρα, θα εμπεδώνεται ότι το μέλλον και το υλικό συμφέρον των α/α είναι η ένταξή τους στην άμεσα κοινωνικοποιημένη παραγωγή.