Την τελευταία δεκαετία ξεδιπλώθηκαν ευρείες ανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα. Αποτύπωναν την ανάγκη αναβάπτισης των αστικών πολιτικών δυνάμεων με στόχο την ενσωμάτωση-χειραγώγηση της λαϊκής δυσαρέσκειας. Αφορούσαν και ορισμένες ενδοαστικές αντιθέσεις σε σχέση με θέματα διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας και προτεραιοτήτων στις συμμαχίες.
Οι ανακατατάξεις αυτές αγκάλιασαν σχεδόν ολόκληρο το φάσμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων, ενώ βασικό στοιχείο αποτέλεσε η ευρεία ανασύνθεση του σοσιαλδημοκρατικού πόλου, καθώς η φθορά του ΠΑΣΟΚ έκανε αναγκαία την προώθηση στο προσκήνιο του ΣΥΡΙΖΑ ως βασικής σοσιαλδημοκρατικής δύναμης αστικής διαχείρισης, προκαλώντας μια γενικότερη κινητικότητα και αναμόρφωση στο σοσιαλδημοκρατικό χώρο. Η αποδυνάμωση του μέχρι προ κρίσης παγιωμένου «δικομματισμού» ΝΔ-ΠΑΣΟΚ διαμόρφωσε το έδαφος για την εμφάνιση ενός «κατακερματισμού» στο αστικό πολιτικό σύστημα, ο οποίος ήταν σχετικά άγνωστος για τα εγχώρια πολιτικά δεδομένα μετά από το 1974, με εμφάνιση κομμάτων με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (ΔΗΜΑΡ, ΠΟΤΑΜΙ, ΑΝΕΛ, Ένωση Κεντρώων, Χρυσή Αυγή) ορισμένα από τα οποία, αν και με μικρή δύναμη, έπαιξαν δραστήριο ρόλο ως εφεδρείες στο σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας, όπως η ΔΗΜΑΡ και οι ΑΝΕΛ.
Τα περισσότερα από τα κόμματα αυτά είχαν τελικά βραχύβια κοινοβουλευτική παρουσία ή και κατά περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν αντικειμενικά ως «κόμματα μιας χρήσης» στο πλαίσιο της ανασύνθεσης του αστικού πολιτικού-κομματικού συστήματος. Παρουσίαζαν συχνά συγκεχυμένα και αντιφατικά στοιχεία στην πολιτική τους φυσιογνωμία, ενσωματώνοντας διαφορετικές και θολές πολιτικές προσεγγίσεις, ορισμένα με έντονο το προσωπικό στίγμα του επικεφαλής του κόμματος ή ακόμη και με στοιχεία καιροσκοπισμού.
Η ταχύτατη πορεία σοσιαλδημοκρατικοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ μετά από το 2012, και η ανάδειξή του σε κυβερνητικό κόμμα, πορεία που έγκαιρα είχε διαβλέψει το ΚΚΕ στις αναλύσεις του, δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει και ορισμένες φυγόκεντρες τάσεις στις γραμμές του, ως αντανάκλαση και της λαϊκής δυσαρέσκειας μετά από την υπογραφή του 3ου «Μνημονίου». Το φαινόμενο αυτό οδήγησε και στη δημιουργία μιας σειράς πολιτικών κινήσεων (ΛΑΕ, «Πλεύση Ελευθερίας», ΜΕΡΑ25 κτλ.) που επιχείρησαν να συντηρήσουν τη δήθεν ριζοσπαστική «αντιμνημονιακή» ρητορική στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης και να εμφανιστούν ως «αντισυστημικές» δυνάμεις. Τα στελέχη τους είχαν όμως ήδη παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Το ΜΕΡΑ25 ουσιαστικά εμφανίστηκε στις ευρωεκλογές του 2019. Προβλήθηκε εκτεταμένα από τα ΜΜΕ. Επιχειρεί να αυτοπαρουσιαστεί ως «κληρονόμος» του ΣΥΡΙΖΑ του 2015, παρουσιάζοντας παραπλανητικά ως δήθεν «εναλλακτικό», «ριζοσπαστικό» κι «εφικτό» το πρόγραμμα με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην αστική διακυβέρνηση. Αναπαράγει το μύθο περί «σκληρής» διαπραγμάτευσης και τη λαϊκή παραπλάνηση του δημοψηφίσματος του 2015 που κατέληξε στην ψήφιση του 3ου «Μνημονίου», εγκαλώντας το ΣΥΡΙΖΑ ότι εγκατέλειψε τις αρχές του και προσχώρησε στη λογική ότι δεν υπάρχει εναλλακτική διέξοδος από τη σημερινή πολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού.
Το ΜΕΡΑ25 έχει ισχυρές διεθνείς διασυνδέσεις στον ευρύτερο σοσιαλδημοκρατικό χώρο, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Εμφανίζεται ως τμήμα του διεθνούς δικτύου DiEM 25, (Κίνημα για τη Δημοκρατία στην Ευρώπη 2025) στο οποίο συνενώνονται και συνεργάζονται κόμματα από μια σειρά ευρωπαϊκές χώρες, ορισμένα από τα οποία διαθέτουν και κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αν και περιορισμένη [π.χ. το κόμμα Alternativet (Εναλλακτική) στη Δανία, το Razem (Μαζί) στην Πολωνία κ.ά.]. Στο DiEM 25 έχουν εκφράσει τη στήριξή τους διάφορες προσωπικότητες του λεγόμενου «προοδευτικού» αστικού κόσμου (Σλ. Ζίζεκ, Ν. Τσόμσκι, Τ. Νέγκρι, Ν. Κλάιν, ο σκηνοθέτης Κεν Λόουτς, ο οικονομολόγος Τζ. Γκάλμπρεϊθ, ο Τζ. Ασάνζ των Wikileaks κ.ά.).
Υπενθυμίζουμε ότι ο ιδρυτής του Γ. Βαρουφάκης είχε προχωρήσει πριν μερικά χρόνια στην ίδρυση της λεγόμενης Προοδευτικής Διεθνούς μαζί με τον Μπ. Σάντερς, ηγετική φυσιογνωμία της λεγόμενης «Αριστεράς» του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ και υποψήφιο για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Επίσης, διατηρεί στενές επαφές και με τη βρετανική σοσιαλδημοκρατία και τον Τζ. Κόρμπιν, ηγέτη των Εργατικών.1
Το ΜΕΡΑ25 αντλεί μεγάλο μέρος των πολιτικών του διακηρύξεων από την ατζέντα που θέτουν σε διεθνές επίπεδο αυτές οι δυνάμεις, κυρίως με άξονα την εμβάθυνση της ΕΕ και τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», απηχώντας ανάγκες και στοχεύσεις τμημάτων του κεφαλαίου στο διεθνή ανταγωνισμό, όπως θα αναφερθεί αναλυτικότερα στη συνέχεια.
Για να απευθυνθεί και να συσπειρώσει διαφορετικά ακροατήρια, το ΜΕΡΑ25 χρησιμοποιεί ευέλικτη τακτική και εναλλασσόμενα προσωπεία («αριστερό», κοσμοπολίτικο, εθνικο-ανεξαρτησιακό, φιλελεύθερο κτλ.). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην κριτική που ασκεί προς την κυβέρνηση της ΝΔ «στεναχωριέται...» γιατί, όπως αναφέρει, «βλέπουμε μια τάση όχι προς φιλελεύθερη κατεύθυνση, αλλά βλέπουμε μια τάση προς ολιγοπωλιακές ρυθμίσεις υπέρ συγκεκριμένων προσοδοφόρων συμφερόντων».2 Με τις θέσεις του υποστηρίζει συνεπώς έναν «καλό» φιλελευθερισμό, αλλά δίχως μονοπώλια, λες και μπορεί να υπάρξει τέτοιος στις συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού!
Αυτοπροσδιορίζεται ως ένας χώρος συνεύρεσης διαφορετικών ιδεολογικών ρευμάτων στο έδαφος ενός «μίνιμουμ κοινού προγράμματος» που στόχο έχει τη σταθεροποίηση. Φτάνει στο σημείο να εγκαλεί τις δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή του καπιταλισμού με φαιδρά επιχειρήματα. Ειδικότερα αναφέρει, επί της ουσίας, ότι «αντίθετα με κάποιους συντρόφους μας της Αριστεράς που θεωρούν, όπως το 1929, ότι η κατάρρευση του καπιταλισμού είναι καλό πράγμα γιατί θα έρθει ο σοσιαλισμός, εμείς πιστεύουμε ότι η άτακτη κατάρρευση του καπιταλισμού μόνο το ναζισμό ενισχύει».3
Ενσωματώνει επίσης έντονα στοιχεία του «κοσμοπολιτισμού» του κεφαλαίου στηρίζοντας την ΕΕ, ενώ επίσης προβάλλει και τις ανάγκες ορισμένων αστικών εκσυγχρονισμών στην Ελλάδα (για την υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας), θυμίζοντας την «εκσυγχρονιστική», «ευρωπαϊστική» φρασεολογία σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού» σε προηγούμενη φάση.
Σήμερα, το ΜΕΡΑ25 βρίσκεται σε φάση παραπέρα επεξεργασίας των θέσεων που δημοσίευσε προεκλογικά, στην πορεία προς το 1ο Συνέδριό του που έχει εξαγγελθεί για το Φλεβάρη του 2020.