Α) ΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΣ «ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ
Υπενθυμίζουμε ότι τον περασμένο Σεπτέμβρη ο Αλ. Τσίπρας προχώρησε σε σημαντικές ανακατατάξεις στα κομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ. Η διαδικασία αυτή περιγράφηκε ως «αρχηγικός ανασχηματισμός» και είχε τα εξής κύρια στοιχεία: α. Αντικατάσταση του Π. Σκουρλέτη από τη θέση του Γραμματέα του κόμματος. Νέος Γραμματέας ορίστηκε ο Δ. Τζανακόπουλος. Θυμίζουμε ότι ο Π. Σκουρλέτης είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τον Αλ. Τσίπρα και είχε επίσης εκφράσει ενστάσεις στις διαδικασίες διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ και την ηλεκτρονική εγγραφή μελών με την πλατφόρμα iSYRIZA, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «θέλουμε κόμμα μελών και όχι κόμμα followers». β. Αντικατάσταση του Ευ. Τσακαλώτου από τη θέση του τομεάρχη Οικονομικών από την Έ. Αχτσιόγλου (με τον Τσακαλώτο να παραμένει μόνο στη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου). γ. Τοποθέτηση του Ν. Ηλιόπουλου ως εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ.
Ιδιαίτερα η αφαίρεση από τον Ευ. Τσακαλώτο του χαρτοφυλακίου της Οικονομίας προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια τόσο στον ίδιο όσο και γενικότερα στην ομάδα των 53+. Ενδεικτική του κλίματος αντιπαράθεσης ήταν η τοποθέτηση του Αλ. Τσίπρα προς τον Ευ. Τσακαλώτο σε σχετική κομματική σύσκεψη: «Αν θέλετε συμπροεδρία ή συνδιοίκηση, να μου το πει κάποιος εδώ μέσα»3, αλλά και το ότι για πρώτη φορά ακούστηκαν φωνές από την πλευρά των λεγόμενων «προεδρικών» για συγκρότηση πειθαρχικού οργάνου και διαγραφή του Ευ. Τσακαλώτου.
Ο Ευ. Τσακαλώτος είχε προβεί σε σειρά παρεμβάσεων, με πιο χαρακτηριστική την εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην Εποχή (2.8.2020). Οι παρεμβάσεις που έκανε ο Ευ. Τσακαλώτος ξεχωρίζουν όχι μόνο γιατί έδιναν τον τόνο της εσωκομματικής διαπάλης, αλλά και γιατί δεν παρουσιάστηκαν απλώς ως σκόρπιες επισημάνσεις, αλλά με το χαρακτήρα μιας πιο συνεκτικής πλατφόρμας, ικανής να αντιπολιτευτεί τη ΝΔ και να εγκλωβίσει ένα ακροατήριο που μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως «αριστερό» και «ριζοσπαστικό». Θέτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προβάλλει με ριζοσπαστικά συνθήματα τα ζητήματα της «πράσινης μετάβασης», το ζήτημα της καταστολής και του λεγόμενου ατομικού «δικαιωματισμού», του αντιρατσισμού κλπ. στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, αντλώντας από τη σχετική ατζέντα της «Αριστεράς των Δημοκρατικών» των ΗΠΑ.
Ουσιαστικά, η συζήτηση αυτή αποτυπώνει τον προβληματισμό σχετικά με το ποια αντιπολιτευτική τακτική θα είναι πιο αποτελεσματική απέναντι στη ΝΔ: Η προβολή και ιεράρχηση των στοιχείων εκείνων που θα παρουσιάζουν το ΣΥΡΙΖΑ ως πιο αποτελεσματικό διαχειριστή σε σχέση με τη ΝΔ (όπως αυτά που ιεραρχούνται στο «προεδρικό» περιβάλλον) ή εκείνων που θα παρουσιάζουν το ΣΥΡΙΖΑ ως τη συνεπή και ριζοσπαστική «αντινεοφιλελεύθερη» δύναμη (όπως αυτά που προβάλλουν οι 53+ και άλλες δυνάμεις). Πρόκειται για δύο πλευρές που μπορούν να αξιοποιηθούν συμπληρωματικά στον εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων, ενώ έτσι κι αλλιώς αξιοποιούνται –με διαφορετικές αναλογίες– και από τα δύο «στρατόπεδα».
Β) ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ Η «ΟΜΠΡΕΛΑ»
Μέσα στο Γενάρη υπήρξε μια σημαντική κινητικότητα, που αποτυπώθηκε με την εμφάνιση νέων τάσεων και στην αναδιάταξη των εσωκομματικών ισορροπιών. Συνοψίζουμε τα εξής:
i) Ως βασική εξέλιξη ξεχώρισε η εμφάνιση της «Ομπρέλας», ως κίνησης που συνενώνει διαφορετικά ρεύματα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Στην «Ομπρέλα», μαζί με την ομάδα των 53+, συναντήθηκαν επίσης στελέχη της λεγόμενης «παλαιάς φρουράς» που όλο το τελευταίο διάστημα έχουν δημόσια διαφοροποιηθεί (Ν. Φίλης, Ν. Βούτσης, Π. Σκουρλέτης), στελέχη της ομάδας του Δ. Βίτσα (Κ. Πουλάκης, Ε. Καλαμαρά –θυμίζουμε ότι ο Δ. Βίτσας έχει διατελέσει Γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και ο Δ. Παπαδημούλης.4
Ουσιαστικά συνενώνονται διαφορετικές τάσεις, που όμως στη συζήτηση σε σχέση με τους όρους του «μετασχηματισμού», τη δομή και τη φυσιογνωμία του κόμματος έχουν εκφράσει επιφυλάξεις, καθώς θεωρείται προτιμότερο να διατηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ορισμένες από τις «ριζοσπαστικές» διακηρύξεις, ως «κόμμα της Αριστεράς», εξασφαλίζοντας ουσιαστικά μεγαλύτερη ικανότητα χειραγώγησης λαϊκών δυνάμεων, ενώ παράλληλα τα στελέχη αυτά αντιδρούν στην ενίσχυση του «αρχηγοκεντρικού» χαρακτήρα του κόμματος. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται προσπάθεια διαχείρισης του ερωτήματος σχετικά με ποια στοιχεία θα διευκολύνουν ή όχι τη μαζικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και τη σχέση του με τις υπόλοιπες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.
Τα στελέχη αυτά βρίσκονται σε αντιπαράθεση ιδιαίτερα με την ομάδα του Ν. Παππά - Χρ. Σπίρτζη.
Η βασική «είδηση» βρίσκεται στη συγκρότηση αυτού του εσωκομματικού μετώπου και του εύρους που διαθέτει, και λιγότερο στο περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου, το οποίο άλλωστε (για να έχει αυτό το εύρος) είναι πιο στρογγυλεμένο σε σχέση με προηγούμενες παρεμβάσεις που εξέφραζαν αμιγώς την ομάδα των 53+.
Συνοπτικά, στο σχετικό κείμενο, αναδεικνύεται η ανάγκη να ντύνεται πιο αποτελεσματικά με ριζοσπαστικό, «αριστερό», ακόμη και «αντικαπιταλιστικό» επίχρισμα η σοσιαλδημοκρατική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Αναφέρεται ενδεικτικά: «Η αντιπολιτευτική μας τακτική οφείλει να επικεντρώνεται στα στρατηγικά θέματα, όπου είναι διακριτές οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές με την κυβέρνηση», ενώ συμπληρώνουν: «Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΠΣ ως κόμμα της Αριστεράς ενσωματώνει όλες τις παραδόσεις και θεωρητικές αναλύσεις του παρελθόντος και συνάμα δημιουργεί και αναζητά νέες στη βάση των συμφερόντων των εργαζόμενων, των κοινωνικών στρωμάτων και των τάξεων που θέλει να εκπροσωπεί. (...) Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τον κοινωνικό μετασχηματισμό, την αλλαγή της κοινωνίας, το σοσιαλισμό, που είναι ταυτόχρονα και στόχος και δρόμος.»
Απαντώντας στο εσωκομματικό τμήμα εκείνων που τους κατηγορούν ότι επιθυμούν μια επιστροφή στον «παλιό ΣΥΡΙΖΑ του 3%», χαρακτηρίζουν ως πλαστό το διαχωρισμό και τα διλήμματα «όπως, π.χ., “ποιοι θέλουν και ποιοι δε θέλουν τη διεύρυνση”, “ποιοι υπονομεύουν τον πρόεδρο”, “αν γίνεται αμήχανη και ασθενική αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη”, “το κόμμα του 3 σε αντιπαράθεση με εκείνο του 30%”».
Εξάλλου, είναι παραπλανητικό να θεωρηθεί ότι η λογική που περιγράφεται στο κείμενο της «Ομπρέλας» «κλείνει» τάχα την πόρτα στη συνεργασία με το χώρο του ΚΙΝΑΛ και τον ευρύτερο σοσιαλδημοκρατικό χώρο, όπως υποστηρίχτηκε σε σχετική αρθρογραφία του Τύπου. Ουσιαστικά παρουσιάζονται με πιο ριζοσπαστική φρασεολογία μια σειρά σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις αστικής διαχείρισης, που μπορούν να αποτελέσουν βάση για σύμπλευση και με το ΚΙΝΑΛ και με άλλες δυνάμεις.
Δύο ακόμη σημεία που ξεχωρίζουν:
Πρώτο: Για να μπορέσουν να αναπτερώσουν τις αυταπάτες για μια νέα «αριστερή φιλολαϊκή κυβέρνηση», φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι χρειάζεται να πάρουν αποστάσεις από το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου έχει ήδη χρησιμοποιηθεί το επιχείρημα ότι το παραχθέν αντιλαϊκό κυβερνητικό έργο, τα μνημόνια του ΣΥΡΙΖΑ κλπ. επιβλήθηκαν από τους δανειστές και «δεν είναι στην ιδιοκτησία του». Γι’ αυτό προκρίνουν το σύνθημα «την επόμενη φορά διαφορετικά». Αναφέρουν: «Κρίσιμο ζήτημα είναι να εντάσσουμε την αντιπολιτευτική μας τακτική σε έναν ευρύτερο προγραμματικό ορίζοντα. Με αυτήν την έννοια η αντιπολίτευσή μας γίνεται πειστική στο βαθμό που καταθέτουμε εναλλακτικές προτάσεις, οι οποίες μας δεσμεύουν στη “δεύτερη φορά Αριστερά”, προτάσεις πέρα, ακόμα και σε αντίθεση και σε αναθεώρηση, του κυβερνητικού μας έργου. Η επαγγελία ότι “την άλλη φορά θα είναι διαφορετικά” για τη διακυβέρνηση της Αριστεράς έχει σημασία και μπορεί να δημιουργήσει νέα ελπίδα και έμπνευση μόνο μέσα από τη συλλογική και ολόπλευρη προετοιμασία από σήμερα.»
Δεύτερο, παρουσιάζουν ένα επιπλέον βήμα στην επεξεργασία σχετικά με τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», η οποία δεν παρουσιάζεται στεγνά ως ανάγκη κρατικής στήριξης νέων επενδύσεων που θα δώσουν ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά και ως πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στο «νεοφιελευθερισμό» και τη σοσιαλδημοκρατία, με τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις να προβάλλονται ως οι μόνες που μπορούν να υλοποιήσουν μια «δίκαιη μετάβαση» στη νέα εποχή: «Τα κράτη και οι κοινωνίες μπορεί να θιγούν όχι μόνο από την κλιματική αλλαγή, αλλά και από τις επιπτώσεις των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της. Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δημιουργεί νέους, καινοτόμους τομείς στην οικονομία, τροφοδοτώντας έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό που μπορεί να δημιουργήσει νέες ανισότητες μεταξύ χωρών και κοινωνιών. Είναι ορατός ο κίνδυνος η πράσινη μετάβαση να “αξιοποιηθεί” από ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους για την οικονομική επικράτησή τους, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός.» Οι προτάσεις περιλαμβάνουν κρατική ρυθμιστική παρέμβαση στις πράσινες επενδύσεις (μέγεθος, χωροθέτηση κλπ.), έλεγχο της «ασυδοσίας» των επιχειρήσεων κλπ.
ii) Στο τμήμα των λεγόμενων «προεδρικών», διασπάστηκε η βασική ομάδα της «Κίνησης Μελών» (Ν. Παππάς, Χρ. Σπίρτζης, Π. Πολάκης, Ρ. Δούρου κ.ά.) και συγκροτήθηκε μια νέα τάση, η «Ριζοσπαστική Εναλλακτική Ενότητα» (ΡΕΝΕ), υπό τους Αντ. Κοτσακά, Π. Ρήγα, Ν. Σκορίνη.
Στο σχετικό της κείμενο η ΡΕΝΕ μιλάει για την ανάγκη μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε «μεγάλο κόμμα της κυβερνητικής Αριστεράς», με στόχο «το μετασχηματισμό και τη μετεξέλιξη του κόμματος σε βασικό κορμό των αριστερών, προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων του ελληνικού λαού».
Επαναλαμβάνονται επίσης ορισμένες θέσεις που είχαν διατυπωθεί πιο αναλυτικά σε προηγούμενα κείμενα του Αντ. Κοτσακά, με πιο ενδεικτικά τα ζητήματα σχετικά με την ανάγκη μετάβασης από ένα «πυραμιδικό» σε ένα «πολυσυλλεκτικό» κόμμα, ζήτημα στο οποίο συμπίπτει και με άλλους στο ΣΥΡΙΖΑ: «Το μοντέλο του κόμματος με την πυραμιδική μορφή –που αντλεί τις ρίζες του από το κόμμα “Νέου Τύπου” του Λένιν– ενώ ανταποκρίθηκε με επάρκεια σε κοινωνίες έντασης εργασίας, παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες στο να ανταποκριθεί στη σημερινή περίοδο. Περίοδο που χαρακτηρίζεται από την ένταση της γνώσης και του κεφαλαίου. Η πρώτη, που είναι και πλειοψηφούσα, στηρίζει την προσέγγιση στο ότι το κόμμα αποτελεί όχημα και εργαλείο διαμόρφωσης κοινωνικών και πολιτικών πλειοψηφιών διακυβέρνησης. Η δεύτερη θεωρεί περίπου το κόμμα σαν “αυτοσκοπό”. (...) Η πρώτη εκδοχή οδηγεί στο μετασχηματισμό της πληθυντικής Αριστεράς σε κυβερνώσα, η δεύτερη εξαντλείται στην “Αριστερά της διαμαρτυρίας”.»5
Η ΡΕΝΕ, με βάση τα λεγόμενά της, επιδιώκει να μην προσδιορίζεται ως εσωκομματική τάση, αλλά ως ένα ανοιχτό «ρεύμα ιδεών». Εκτός των προαναφερθέντων, στην κίνηση συμμετέχουν οι Στ. Τζουμάκας, Μ. Γκίβαλος, Γ. Μυλόπουλος, Κ. Δουζίνας, Δ. Τεμπονέρας κ.ά.
Από την πλευρά της, η «Κίνηση Μελών» πραγματοποίησε διαδικτυακή σύσκεψη στην οποία παρουσιάστηκαν 3 θεματικές εισηγήσεις από τους Ν. Παππά, Χρ. Σπίρτζη και Γ. Μπαλάφα. Άλλα στελέχη που παίρνουν μέρος είναι ο Κ. Ζαχαριάδης, Τρ. Αλεξιάδης, ο Γ. Τσίπρας, αλλά και εκ των νέων «ΠΑΣΟΚογενών» ο Μ. Νικοφόρος (ΠΑΣΠ ΑΣΟΕΕ).6
Υπενθυμίζουμε ότι από την «Κίνηση Μελών» άνοιξε το τελευταίο διάστημα η συζήτηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές επειδή δεν έδωσε σημασία στη «μεσαία τάξη», την υπερφορολόγησε κλπ. Ουσιαστικά, αυτή η συζήτηση παρουσιάζεται και ως ένα είδος ψευδεπίγραφης «αυτοκριτικής» για την περίοδο διακυβέρνησης και του μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο την εκ νέου παραπλάνηση των λαϊκών στρωμάτων.
iii) Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η παρέμβαση που έκαναν με σχετικό κείμενο στελέχη της λεγόμενης «Γέφυρας». Πρόκειται για στελέχη προερχόμενα από την εκσυγχρονιστική («σημιτική») πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, το ΠΟΤΑΜΙ και το λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο και εργάζονται για τη σύγκλιση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.
Στο κείμενο που υπογράφουν γνωστά στελέχη και παράγοντες του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού χώρου που συμπλέουν με το ΣΥΡΙΖΑ (Ν. Μπίστης, Σπ. Δανέλλης, Α. Λιάκος και Π. Παναγιώτου) αναφέρεται: «Από τις χρήσιμες γενικές εκφωνήσεις για την Προοδευτική Διακυβέρνηση να προχωρήσουμε στην εκπόνηση ενός συνεκτικού και ρεαλιστικού σχεδίου που θα περιλαμβάνει όσες δυνάμεις θέλουν να δεσμευτούν σε ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση (...) Αυτό το προσκλητήριο περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, της Κεντροαριστεράς και της Πολιτικής Οικολογίας όπως έχουν διαμορφωθεί και αυτοπροσδιορίζονται στη χώρα μας. Όπως στην περίπτωση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, έτσι και στη χώρα μας υπάρχει πεδίο προγραμματικών συγκλίσεων.»
Σε σχέση με τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναφέρουν: «Δε θα συμφωνήσουμε σε όλα, θα παραμείνουν διαφορές στην κριτική αποτίμηση του παρελθόντος. Αλλά δεν ξεχνάμε το επιβεβαιωμένο στην πράξη αξίωμα ότι, χωρίς ένα ποσοστό λήθης, δεν υπάρχει πολιτική συμμαχιών. Η αντιπαράθεση στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της Δεξιάς και η ανάπτυξη αριστερής πολιτικής στο αδιαπραγμάτευτο ευρωπαϊκό πλαίσιο αποτελούν επαρκή αφετηριακή βάση για την αναζήτηση κοινού προγραμματικού πλαισίου. Σε αυτό το πλαίσιο και αυτήν την προοπτική, η λογική των πραγμάτων και των αριθμών επιτάσσει στο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία και στο ΚΙΝΑΛ να γυρίσουν γρήγορα και αποφασιστικά σελίδα στις μεταξύ τους σχέσεις.»
Πρέπει να θυμίσουμε ότι το προηγούμενο διάστημα στο θέμα του προσδιορισμού ΑΟΖ και θαλάσσιων ζωνών υπήρξε ένα ετερόκλητο μωσαϊκό, καθώς συνέπεσαν στελέχη των 53+ με στελέχη της «Γέφυρας» και της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής Κεντροαριστεράς (Ν. Μπίστης, Α. Λιάκος, Ν. Μουζέλης, Σ. Βαλντέν). Ενώ από την άλλη, οι απόψεις Κοτζιά (που έκανε λόγο για «σημιτικούς νεο-ΣΥΡΙΖΑίους») και στελεχών του λεγόμενου «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» συνέπεσαν με την κεντρική γραμμή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.
iv) Τέλος, να σημειώσουμε ότι παραμένουν ορισμένα στελέχη, που διατηρούν την αυτονομία τους, συνομιλώντας και με τους 53+ αλλά και τις υπόλοιπες τάσεις, οι οποίοι όμως διαδραματίζουν ευρύτερο ρόλο και στους σχεδιασμούς της επόμενης μέρας (Γ. Δραγασάκης, Α. Μπαλτάς, Γ. Σταθάκης).
Αντίστοιχα, και στον κύκλο που κινείται γύρω από τον Αλ. Τσίπρα υπάρχουν νεότερα στελέχη, όπως ο Δ. Τζανακόπουλος7 , η Έ. Αχτσιόγλου κ.ά., που σε αυτήν τη φάση διατηρούν μια σχετική απόσταση τόσο από την ομάδα των «προεδρικών» του Ν. Παππά όσο και από τις υπόλοιπες ομάδες (με τις οποίες όμως έχουν ανοιχτούς διαύλους), έχοντας το μάτι στραμμένο στο να διαδραματίσουν ρόλο «ηγετικής ομάδας» την επόμενη μέρα / ή και σε μια διαδοχή ηγεσίας.
Σημειώνουμε επίσης ότι υπήρξαν δημοσιεύματα που επανέφεραν το όνομα του Γ. Σακελλαρίδη –ο οποίος τώρα είναι επικεφαλής του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας– σε σενάρια περί στήριξής του από την «Ομπρέλα» για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (ο ίδιος δηλώνει «ενοχλημένος» από την εμπλοκή του ονόματός του στα σχετικά δημοσιεύματα). Επίσης, γράφτηκε ότι η «Ομπρέλα» κάνει προσπάθεια να προσεγγίσει στελέχη που έχουν αποχωρήσει από το ΣΥΡΙΖΑ σε προηγούμενη φάση, όπως ο Α. Καρίτζης και ο Τ. Κορωνάκης.8 Ουσιαστικά, η συζήτηση αυτή υπενθυμίζει ότι υπάρχει ένα στελεχικό δυναμικό το οποίο, καθώς απομακρύνθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και δεν επωμίστηκε την πολιτική φθορά της κυβερνητικής θητείας, μπορεί σε επόμενη φάση να παίξει το ρόλο εφεδρειών στην αναβάπτιση και τη στελέχωση του ΣΥΡΙΖΑ ή και του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Επίσης, όπως έχουμε σημειώσει σε προηγούμενα κείμενα, οι δυνάμεις αυτές διατηρούν διαύλους επικοινωνίας με ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων στον οπορτουνιστικό χώρο (π.χ., σχέσεις ανάμεσα σε παλιά στελέχη της Νεολαίας ΣΥΝ και σε στελέχη των ΕΑΑΚ, και ιδιαίτερα με τα στελέχη που αποχώρησαν από τη νΚΑ φτιάχνοντας την «Αναμέτρηση», σχέσεις με τον αναρχικό χώρο κ.ά.), όπως έχει αποτυπωθεί σε πλήθος κοινών παρεμβάσεων, εκδηλώσεων, δραστηριοτήτων.
Γ) Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ
Φαίνεται ότι παράλληλα με την προσπάθεια για ενίσχυση-διεύρυνση του κόμματος και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, έχει προταχτεί και η ανάγκη για ανανέωση και ανάδειξη στελεχών, ικανών να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αστικής διαχείρισης την επόμενη μέρα, αλλά και να αποτελέσουν αντίβαρο στο προβεβλημένο προφίλ των «καταρτισμένων», «τεχνοκρατικά αποτελεσματικών» στελεχών που προβάλλει η ΝΔ.
Όπως αποτυπώθηκε σε διάφορα δημοσιεύματα, ο ΣΥΡΙΖΑ προετοιμάζει «φυτώρια στελεχών» και κινείται σε δύο κατευθύνσεις, που η μία υποστηρίζει την άλλη.
Ένα κομμάτι αυτού του σχεδιασμού είναι η προσπάθεια διείσδυσης σε επαγγελματικούς-επιστημονικούς χώρους και τομείς, που οι οργανωτικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ υστερούν. Στόχος είναι να «θωρακιστεί» με προσωπικότητες ώστε να μην εμφανίζεται τόσο μεγάλη η «ψαλίδα» με τα στελέχη της ΝΔ. Σε αυτό αποσκοπούν, ανάμεσα σε άλλα, και κινήσεις όπως η στενή συνεργασία με την καθηγήτρια Αθηνά Λινού (την οποία πρότεινε στην κυβέρνηση και ως «κοινή υπουργό» Υγείας) και η προσπάθεια προσέλκυσης νέων προσώπων από τον ευρύτερο σοσιαλδημοκρατικό χώρο (π.χ. Ρεγγίνα Βάρτζελη). Σε αρκετά δημοσιεύματα αναφέρεται επίσης ότι έχει ανατεθεί ξεχωριστός σχεδιασμός σε στενούς συνεργάτες του Αλ. Τσίπρα, όπως ο Μ. Καλογήρου, με στόχο «να φτιάξει μια ομάδα που θα αξιολογήσει και θα φέρει στο προσκήνιο στελέχη που συμμετείχαν στη διακυβέρνηση των 4,5 ετών κατέχοντας τεχνοκρατικό-επιτελικό ρόλο»9, και με σκοπό ο λόγος του κόμματος να γίνει «πιο επιστημονικός και πιο τεκμηριωμένος». Στη σχετική ονοματολογία αναφέρονται νεότερα στελέχη, με γνώμονα την απόκτηση πείρας από την προηγούμενη διακυβέρνηση στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό σε αρμοδιότητες υπουργείων, ως γραμματείς ΕΣΠΑ κλπ.10
Παράλληλα, θα αναζητηθεί η «ανάπτυξη» νέων στελεχών και μέσα από τη δράση ινστιτούτων, δεξαμενών σκέψης, πανεπιστημιακών ιδρυμάτων κλπ. Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν ότι υπήρξε σχετική σύσκεψη του Δ. Τζανακόπουλου, γραμματέα της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ,
με τον Γ. Δραγασάκη (επικεφαλής του ινστιτούτου ΕΝΑ) και της Δ. Κολτσίδα (επικεφαλής του ιδρύματος Πουλαντζά) για την ενεργοποίηση των ινστιτούτων σε αυτήν την κατεύθυνση. Γενικότερα, ιδιαίτερος είναι ο ρόλος που παίζει σε αυτήν την προσπάθεια ο Γ. Δραγασάκης.
Στο ίδιο στοχεύει και η στενότερη συνεργασία με το ΙΝΤΕΡΠΟΣΤ
(Ινστιτούτο Ερευνών και Πολιτικής Συνεργασίας), που θεωρείται «πνευματικό παιδί» του Γεράσιμου Αρσένη και του οποίου τώρα ηγείται η Λούκα Κατσέλη.11
Μην υποτιμηθεί ότι σε τέτοιους χώρους, στα πανεπιστήμια, σε ερευνητικά ιδρύματα και νέους επιστήμονες, ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος έχει δυνάμεις και επιρροή. Ιδρύματα, ινστιτούτα, οι λεγόμενοι «μαρξίζοντες» καθηγητές ασκούν πολλαπλή ιδεολογική-πολιτική επιρροή, έχουν αξιοποιηθεί κατά καιρούς επανειλημμένα για την πίεση κι εγκλωβισμό δυνάμεων στους χώρους των φοιτητών, μεταπτυχιακών, υπ. διδακτόρων και νέων ερευνητών.
Δ) Η ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ «ΣΥΓΚΛΙΣΕΩΝ»
Αποτελεί κομβική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ η παρουσίαση μιας αλυσίδας σημείων σύγκλισης ανάμεσα στις λεγόμενες «αριστερές και προοδευτικές» δυνάμεις. Υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός ώστε να μπαίνει στο κάδρο και το Κόμμα. Μπαίνει στο στόχαστρο ο κόσμος που μας ακολουθεί και μας εμπιστεύεται πολιτικά, στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, στις αγωνιστικές διεκδικήσεις, με στόχο, όπως λένε, να «σπάει το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», να φιλοτεχνείται ένα πλαστό αγωνιστικό προφίλ στο ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο στόχος αυτός υποστηρίζεται και από σχετικές επεξεργασίες του ινστιτούτου «Ν. Πουλατζάς» που, μελετώντας τις εκλογικές τάσεις, κάνει συγκεκριμένη δουλειά ακριβώς πάνω στο ζήτημα των «συγκλίσεων». Σε σχετική συνέντευξη, οι Κ. Πουλάκης και Δ. Κολτσίδα (υπεύθυνοι για το ίδρυμα) αναφέρουν: «Από το 2016 και ύστερα είχε δημιουργηθεί ένα αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και ρεύμα στην κοινωνία, βοηθούντων φυσικά των ΜΜΕ. Αυτό πρέπει να σπάσει. Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει αρχίσει να κάμπτεται. Ας μην υποτιμήσουμε την κοινή ανακοίνωση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25 για τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου, ούτε τις τελευταίες κοινοβουλευτικές συζητήσεις, αφού για πρώτη φορά ανατράπηκε, έστω λίγο, η εξίσωση στην κριτική των κομμάτων αυτών μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο αρχίζει σιγά-σιγά να κάμπτεται από τ’ αριστερά.»12
Ακολουθώντας αυτήν τη λογική, στο κείμενο της «Ομπρέλας» αναφέρεται: «Η τεκμηριωμένη, μαχητική προγραμματική αντιπολίτευση δημιουργεί ρωγμές και αποδομεί το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και καταρρίπτει πειστικά τη θεωρία “των δύο άκρων” με τα οποία πορεύεται η κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς διεισδύει και βρίσκει αποδοχή σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά ακροατήρια. Η στάση του κόμματός μας όσον αφορά τη δίκη της Χρυσής Αυγής, η κοινή δήλωση των αριστερών δυνάμεων για το Πολυτεχνείο, η πολιτική μας για την πανδημία και τις συνέπειές της σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, της υγείας και των δημοκρατικών ελευθεριών είναι υποδείγματα στη σωστή πλευρά της πολιτικής.»
Ενώ πιο αποκαλυπτικά συνεχίζει το κείμενο: «Είναι φανερό, από τις προτάσεις και τις πολιτικές που κατατίθενται απέναντι στη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική μέσα στη Βουλή και από αντίστοιχους προβληματισμούς μέσα στους κοινωνικούς χώρους και σε αντιπροσωπευτικούς τους φορείς, ότι διαμορφώνεται συν τω χρόνω μια συνεκτική ατζέντα συγκλίσεων που διαμορφώνει το έδαφος για συμπράξεις, είτε ad hoc με μεγάλη όμως πολιτική σημασία, όπως αυτή που έγινε πρόσφατα απέναντι στην αυταρχική αντισυνταγματική απαγόρευση της κυβέρνησης για τις εκδηλώσεις τιμής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, είτε σε μονιμότερη βάση συγκρότησης αντιπολιτευτικής τακτικής. (...) Υπάρχει η επιτακτική ανάγκη για τη συγκρότηση μιας πλατιάς συμμαχίας κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ευρέος φάσματος από δυνάμεις της Αριστεράς, της πολιτικής οικολογίας και της Κεντροαριστεράς, μια συμμαχία με κεντρικό εκφραστή το ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία.»
Με πανομοιότυπη φρασεολογία, περί «θεματικών» –«ad hoc» όπως τις αναφέρουν– συγκλίσεων, κάνει λόγο για το ίδιο θέμα και η «Γέφυρα»: «Κοινή δράση στα συνδικάτα, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, γενικότερα στο μαζικό κίνημα θα αποτελέσει βάση εκκίνησης, ενότητας και αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η κοινή στάση των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη δίκη της Χρυσής Αυγής, η κοινή δήλωση ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, ΚΚΕ, Μέρα25 για το Πολυτεχνείο αποτελούν ad hoc σημαντικές πρωτοβουλίες που μπορούν να επεκταθούν σε άλλα ζητήματα, με τη συμμετοχή όλων των προοδευτικών δυνάμεων.»
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να παρουσιάζεται ως κομμάτι ενός φάσματος «αγωνιστικών» δυνάμεων, ώστε να σπάει το «αντιΣΥΡΙΖΑ», όπως λένε, μπλοκ. Και προφανώς δεν αποτελεί πρόβλημα για το ΣΥΡΙΖΑ, αν έχει κατορθώσει να μπαίνει σε αυτό το κάδρο, να τον καταγγέλλουν ύστερα είτε ως «ασυνεπή» είτε ως «ρεφορμιστική δύναμη», όπως κάνουν, για παράδειγμα, δυνάμεις του οπορτουνισμού.