Για το προσεχές Συνέδριο και το νέο Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ


της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Το προηγούμενο διάστημα καταγράφηκε έντονη κινητικότητα στις εσωκομματικές διεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ, με κύρια χαρακτηριστικά α) την εμφάνιση της «Ομπρέλας», ως κίνησης που συνένωσε διάφορες πλευρές της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, β) τη συγκρότηση της «Ριζοσπαστικής Εναλλακτικής Ενότητας» (ΡΕΝΕ), ως νέας τάσης - στρατόπεδο των λεγόμενων «προεδρικών», και γ) την παρέμβαση, με σχετικό κείμενο, των στελεχών της «Γέφυρας», που προωθούν τη συνεργασία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ.

Είναι φανερό ότι όλες οι πλευρές προετοιμάζονται ενόψει του Συνεδρίου και των σχετικών εσωκομματικών διαδικασιών, ψηφοφοριών, οργάνων, νομαρχιακών συνδιασκέψεων που προγραμματίζονται. Έχει ήδη αναγγελθεί ότι, παράλληλα με την προσυνεδριακή διαδικασία, θα προχωρήσει κι ένα σχέδιο παρεμβάσεων με παρουσίαση θεματικών του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και του σχεδίου «Αντι-Πισσαρίδη», κυρίως σε περιφερειακές εκδηλώσεις.

 

1. ΣΕ ΠΟΙΟ ΕΔΑΦΟΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΕΤΑΙ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ 
ΓΙΑ ΤΟ «ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ» ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Η συζήτηση γύρω από το λεγόμενο «μετασχηματισμό» του ΣΥΡΙΖΑ, 
η οποία άνοιξε από τον Αλ. Τσίπρα αμέσως μετά από την εκλογική 
ήττα του 2019, έχει αποτελέσει όλο αυτό το διάστημα το «χαλί» πάνω στο οποίο ξεδιπλώνονται τόσο οι διεργασίες στο ΣΥΡΙΖΑ όσο και ευρύτερα για την αναμόρφωση του σοσιαλδημοκρατικού χώρου.1

Η εκδήλωση της νέας διεθνούς κρίσης και το σύνθετο περιβάλλον των οξυμένων ανταγωνισμών στην περιοχή διαμορφώνουν ένα νέο έδαφος για την αστική διαχείριση, πάνω στο οποίο καλούνται να προσαρμοστούν οι αστικές δυνάμεις. Η συζήτηση αφορά τους όρους και τη βέλτιστη προσαρμογή της σοσιαλδημοκρατίας, με στόχο και τον εγκλωβισμό λαϊκών-εργατικών τμημάτων.

Από αυτήν τη σκοπιά, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η ανάγκη μετασχηματισμού και διεύρυνσης για το ΣΥΡΙΖΑ θα ανέκυπτε ανεξαρτήτως ηγεσίας, εσωκομματικών συσχετισμών και ομαδοποιήσεων. Εξάλλου, η εσωκομματική συζήτηση στο ΣΥΡΙΖΑ δεν αφορά κάποια «σύγκρουση» στο επίπεδο της στρατηγικής ανάμεσα σε εκ διαμέτρου αντίθετους πόλους.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ εστιάζουν στην προσπάθεια πειστικού διαχωρισμού από τη ΝΔ σε συνθήκες ευρείας υιοθέτησης κεϊνσιανών μέτρων. Σε προηγούμενη φάση ο διαχωρισμός μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ διευκολυνόταν από το πλαστό δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», ενώ στη σημερινή φάση δεσπόζει η σύγκλιση των λεγόμενων φιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων στην προσφυγή στην επεκτακτική δημοσιονομική πολιτική για την καπιταλιστική ανάκαμψη.

Η αντικειμενική δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί ως η πιο αποτελεσματική δύναμη αστικής διαχείρισης οξύνει τις αντιφάσεις και στην πολιτική του: Από τη μία προσπαθεί να εμφανίζεται ως αξιόπιστη κυβερνητική λύση για την αστική διακυβέρνηση και από την άλλη προσπαθεί να ενσωματώνει ριζοσπαστικές και αγωνιστικές διαθέσεις.

Η προσπάθεια προσαρμογής των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ συνδέεται και με τις διεργασίες στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία. Σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο αναπτύσσονται διεργασίες στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, που αντανακλούν και την ενδοαστική διαπάλη σε συνθήκες ενός μεταβαλλόμενου παγκόσμιου περιβάλλοντος, αλλά και τις προσαρμογές για την ενσωμάτωση της δυσαρέσκειας λαϊκών στρωμάτων.

Εντείνονται οι επεξεργασίες με στόχο όχι μόνο την ενσωμάτωση της λαϊκής διαμαρτυρίας, αλλά και τη μορφοποίησή της με όρους κίνησης μαζών υπέρ της αστικής στρατηγικής. Το παράδειγμα από την πλευρά των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, και ιδιαίτερα της λεγόμενης «Αριστεράς των Δημοκρατικών», είναι ενδεικτικό.

Παράλληλα, αναπτύσσεται κι ένας βαθύτερος προβληματισμός σε σχέση με τις σύγχρονες οργανωτικές μορφές που πρέπει να επιλέξει η σοσιαλδημοκρατία, πλευρά που σχετίζεται άμεσα με τη συζήτηση για το «μετασχηματισμό» του ΣΥΡΙΖΑ. Προτείνεται, για παράδειγμα, από ορισμένους η μετάβαση σε ένα «υβριδικό» κόμμα, το οποίο θα έχει τη δυνατότητα, πλάι στις κάθετες παραδοσιακές δομές, να συναρθρώνει τη σύμπλευση σε επιμέρους ζητήματα και κινηματικές πρωτοβουλίες.

Οι αναλύσεις θεωρητικών στελεχών της σοσιαλδημοκρατίας είναι ενδεικτικές. Ο Κ. Δουζίνας αναφέρει: «Τα χαρακτηριστικά της άυλης παραγωγής οδηγούν τους εργαζόμενους σε έντονες δικτυώσεις και συνεργασίες, όχι όμως σε στενές πολιτικές ή συνδικαλιστικές σχέσεις και συγκλίσεις. (...) Τα παραδοσιακά κόμματα φθίνουν παντού. Η πυραμιδωτή κομματική μορφή ανταποκρινόταν στην οργάνωση της παραγωγής σε μεγάλες εργασιακές μονάδες και της πολιτικής σε κεντρικούς χώρους (...) Ο ύστερος καπιταλισμός προωθεί δικτυώσεις μεταξύ αγνώστων, σε οριζόντιες συνεργασίες, σε εύπλαστες και συνεχείς επικοινωνίες χωρίς πολιτικές συγκλίσεις, διαδράσεις χωρίς πολιτική συμπόρευση (...) Χρειαζόμαστε μια νέα Αριστερά, ένα κόμμα υβριδικό (...) μορφές ψηφιακής λειτουργίας και διαβούλευσης συμπληρώνουν τις κλασικές οργανώσεις.»2

 

2. ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΕΡΓΑΣΙΩΝ

Α) ΟΙ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΚΑΙ Ο ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΣ «ΑΝΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ

Υπενθυμίζουμε ότι τον περασμένο Σεπτέμβρη ο Αλ. Τσίπρας προχώρησε σε σημαντικές ανακατατάξεις στα κομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ. Η διαδικασία αυτή περιγράφηκε ως «αρχηγικός ανασχηματισμός» και είχε τα εξής κύρια στοιχεία: α. Αντικατάσταση του Π. Σκουρλέτη από τη θέση του Γραμματέα του κόμματος. Νέος Γραμματέας ορίστηκε ο Δ. Τζανακόπουλος. Θυμίζουμε ότι ο Π. Σκουρλέτης είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τον Αλ. Τσίπρα και είχε επίσης εκφράσει ενστάσεις στις διαδικασίες διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ και την ηλεκτρονική εγγραφή μελών με την πλατφόρμα iSYRIZA, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «θέλουμε κόμμα μελών και όχι κόμμα followers». β. Αντικατάσταση του Ευ. Τσακαλώτου από τη θέση του τομεάρχη Οικονομικών από την Έ. Αχτσιόγλου (με τον Τσακαλώτο να παραμένει μόνο στη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου). γ. Τοποθέτηση του Ν. Ηλιόπουλου ως εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ.

Ιδιαίτερα η αφαίρεση από τον Ευ. Τσακαλώτο του χαρτοφυλακίου της Οικονομίας προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια τόσο στον ίδιο όσο και γενικότερα στην ομάδα των 53+. Ενδεικτική του κλίματος αντιπαράθεσης ήταν η τοποθέτηση του Αλ. Τσίπρα προς τον Ευ. Τσακαλώτο σε σχετική κομματική σύσκεψη: «Αν θέλετε συμπροεδρία ή συνδιοίκηση, να μου το πει κάποιος εδώ μέσα»3, αλλά και το ότι για πρώτη φορά ακούστηκαν φωνές από την πλευρά των λεγόμενων «προεδρικών» για συγκρότηση πειθαρχικού οργάνου και διαγραφή του Ευ. Τσακαλώτου.

Ο Ευ. Τσακαλώτος είχε προβεί σε σειρά παρεμβάσεων, με πιο χαρακτηριστική την εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη στην Εποχή (2.8.2020). Οι παρεμβάσεις που έκανε ο Ευ. Τσακαλώτος ξεχωρίζουν όχι μόνο γιατί έδιναν τον τόνο της εσωκομματικής διαπάλης, αλλά και γιατί δεν παρουσιάστηκαν απλώς ως σκόρπιες επισημάνσεις, αλλά με το χαρακτήρα μιας πιο συνεκτικής πλατφόρμας, ικανής να αντιπολιτευτεί τη ΝΔ και να εγκλωβίσει ένα ακροατήριο που μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως «αριστερό» και «ριζοσπαστικό». Θέτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να προβάλλει με ριζοσπαστικά συνθήματα τα ζητήματα της «πράσινης μετάβασης», το ζήτημα της καταστολής και του λεγόμενου ατομικού «δικαιωματισμού», του αντιρατσισμού κλπ. στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, αντλώντας από τη σχετική ατζέντα της «Αριστεράς των Δημοκρατικών» των ΗΠΑ.

Ουσιαστικά, η συζήτηση αυτή αποτυπώνει τον προβληματισμό σχετικά με το ποια αντιπολιτευτική τακτική θα είναι πιο αποτελεσματική απέναντι στη ΝΔ: Η προβολή και ιεράρχηση των στοιχείων εκείνων που θα παρουσιάζουν το ΣΥΡΙΖΑ ως πιο αποτελεσματικό διαχειριστή σε σχέση με τη ΝΔ (όπως αυτά που ιεραρχούνται στο «προεδρικό» περιβάλλον) ή εκείνων που θα παρουσιάζουν το ΣΥΡΙΖΑ ως τη συνεπή και ριζοσπαστική «αντινεοφιλελεύθερη» δύναμη (όπως αυτά που προβάλλουν οι 53+ και άλλες δυνάμεις). Πρόκειται για δύο πλευρές που μπορούν να αξιοποιηθούν συμπληρωματικά στον εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων, ενώ έτσι κι αλλιώς αξιοποιούνται –με διαφορετικές αναλογίες– και από τα δύο «στρατόπεδα».

 

Β) ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ Η «ΟΜΠΡΕΛΑ»

Μέσα στο Γενάρη υπήρξε μια σημαντική κινητικότητα, που αποτυπώθηκε με την εμφάνιση νέων τάσεων και στην αναδιάταξη των εσωκομματικών ισορροπιών. Συνοψίζουμε τα εξής:

i) Ως βασική εξέλιξη ξεχώρισε η εμφάνιση της «Ομπρέλας», ως κίνησης που συνενώνει διαφορετικά ρεύματα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Στην «Ομπρέλα», μαζί με την ομάδα των 53+, συναντήθηκαν επίσης στελέχη της λεγόμενης «παλαιάς φρουράς» που όλο το τελευταίο διάστημα έχουν δημόσια διαφοροποιηθεί (Ν. Φίλης, Ν. Βούτσης, Π. Σκουρλέτης), στελέχη της ομάδας του Δ. Βίτσα (Κ. Πουλάκης, Ε. Καλαμαρά –θυμίζουμε ότι ο Δ. Βίτσας έχει διατελέσει Γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και ο Δ. Παπαδημούλης.4

Ουσιαστικά συνενώνονται διαφορετικές τάσεις, που όμως στη συζήτηση σε σχέση με τους όρους του «μετασχηματισμού», τη δομή και τη φυσιογνωμία του κόμματος έχουν εκφράσει επιφυλάξεις, καθώς θεωρείται προτιμότερο να διατηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ορισμένες από τις «ριζοσπαστικές» διακηρύξεις, ως «κόμμα της Αριστεράς», εξασφαλίζοντας ουσιαστικά μεγαλύτερη ικανότητα χειραγώγησης λαϊκών δυνάμεων, ενώ παράλληλα τα στελέχη αυτά αντιδρούν στην ενίσχυση του «αρχηγοκεντρικού» χαρακτήρα του κόμματος. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται προσπάθεια διαχείρισης του ερωτήματος σχετικά με ποια στοιχεία θα διευκολύνουν ή όχι τη μαζικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και τη σχέση του με τις υπόλοιπες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις.

Τα στελέχη αυτά βρίσκονται σε αντιπαράθεση ιδιαίτερα με την ομάδα του Ν. Παππά - Χρ. Σπίρτζη.

Η βασική «είδηση» βρίσκεται στη συγκρότηση αυτού του εσωκομματικού μετώπου και του εύρους που διαθέτει, και λιγότερο στο περιεχόμενο του ίδιου του κειμένου, το οποίο άλλωστε (για να έχει αυτό το εύρος) είναι πιο στρογγυλεμένο σε σχέση με προηγούμενες παρεμβάσεις που εξέφραζαν αμιγώς την ομάδα των 53+.

Συνοπτικά, στο σχετικό κείμενο, αναδεικνύεται η ανάγκη να ντύνεται πιο αποτελεσματικά με ριζοσπαστικό, «αριστερό», ακόμη και «αντικαπιταλιστικό» επίχρισμα η σοσιαλδημοκρατική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Αναφέρεται ενδεικτικά: «Η αντιπολιτευτική μας τακτική οφείλει να επικεντρώνεται στα στρατηγικά θέματα, όπου είναι διακριτές οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές με την κυβέρνηση», ενώ συμπληρώνουν: «Ο ΣΥΡΙΖΑ/ΠΣ ως κόμμα της Αριστεράς ενσωματώνει όλες τις παραδόσεις και θεωρητικές αναλύσεις του παρελθόντος και συνάμα δημιουργεί και αναζητά νέες στη βάση των συμφερόντων των εργαζόμενων, των κοινωνικών στρωμάτων και των τάξεων που θέλει να εκπροσωπεί. (...) Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει τον κοινωνικό μετασχηματισμό, την αλλαγή της κοινωνίας, το σοσιαλισμό, που είναι ταυτόχρονα και στόχος και δρόμος.»

Απαντώντας στο εσωκομματικό τμήμα εκείνων που τους κατηγορούν ότι επιθυμούν μια επιστροφή στον «παλιό ΣΥΡΙΖΑ του 3%», χαρακτηρίζουν ως πλαστό το διαχωρισμό και τα διλήμματα «όπως, π.χ., “ποιοι θέλουν και ποιοι δε θέλουν τη διεύρυνση”, “ποιοι υπονομεύουν τον πρόεδρο”, “αν γίνεται αμήχανη και ασθενική αντιπολίτευση προς την κυβέρνηση Μητσοτάκη”, “το κόμμα του 3 σε αντιπαράθεση με εκείνο του 30%”».

Εξάλλου, είναι παραπλανητικό να θεωρηθεί ότι η λογική που περιγράφεται στο κείμενο της «Ομπρέλας» «κλείνει» τάχα την πόρτα στη συνεργασία με το χώρο του ΚΙΝΑΛ και τον ευρύτερο σοσιαλδημοκρατικό χώρο, όπως υποστηρίχτηκε σε σχετική αρθρογραφία του Τύπου. Ουσιαστικά παρουσιάζονται με πιο ριζοσπαστική φρασεολογία μια σειρά σοσιαλδημοκρατικές προτάσεις αστικής διαχείρισης, που μπορούν να αποτελέσουν βάση για σύμπλευση και με το ΚΙΝΑΛ και με άλλες δυνάμεις.

Δύο ακόμη σημεία που ξεχωρίζουν:

Πρώτο: Για να μπορέσουν να αναπτερώσουν τις αυταπάτες για μια νέα «αριστερή φιλολαϊκή κυβέρνηση», φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι χρειάζεται να πάρουν αποστάσεις από το έργο της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Εξάλλου έχει ήδη χρησιμοποιηθεί το επιχείρημα ότι το παραχθέν αντιλαϊκό κυβερνητικό έργο, τα μνημόνια του ΣΥΡΙΖΑ κλπ. επιβλήθηκαν από τους δανειστές και «δεν είναι στην ιδιοκτησία του». Γι’ αυτό προκρίνουν το σύνθημα «την επόμενη φορά διαφορετικά». Αναφέρουν: «Κρίσιμο ζήτημα είναι να εντάσσουμε την αντιπολιτευτική μας τακτική σε έναν ευρύτερο προγραμματικό ορίζοντα. Με αυτήν την έννοια η αντιπολίτευσή μας γίνεται πειστική στο βαθμό που καταθέτουμε εναλλακτικές προτάσεις, οι οποίες μας δεσμεύουν στη “δεύτερη φορά Αριστερά”, προτάσεις πέρα, ακόμα και σε αντίθεση και σε αναθεώρηση, του κυβερνητικού μας έργου. Η επαγγελία ότι “την άλλη φορά θα είναι διαφορετικά” για τη διακυβέρνηση της Αριστεράς έχει σημασία και μπορεί να δημιουργήσει νέα ελπίδα και έμπνευση μόνο μέσα από τη συλλογική και ολόπλευρη προετοιμασία από σήμερα.»

Δεύτερο, παρουσιάζουν ένα επιπλέον βήμα στην επεξεργασία σχετικά με τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», η οποία δεν παρουσιάζεται στεγνά ως ανάγκη κρατικής στήριξης νέων επενδύσεων που θα δώσουν ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη, αλλά και ως πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στο «νεοφιελευθερισμό» και τη σοσιαλδημοκρατία, με τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις να προβάλλονται ως οι μόνες που μπορούν να υλοποιήσουν μια «δίκαιη μετάβαση» στη νέα εποχή: «Τα κράτη και οι κοινωνίες μπορεί να θιγούν όχι μόνο από την κλιματική αλλαγή, αλλά και από τις επιπτώσεις των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της. Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δημιουργεί νέους, καινοτόμους τομείς στην οικονομία, τροφοδοτώντας έναν παγκόσμιο ανταγωνισμό που μπορεί να δημιουργήσει νέες ανισότητες μεταξύ χωρών και κοινωνιών. Είναι ορατός ο κίνδυνος η πράσινη μετάβαση να “αξιοποιηθεί” από ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους για την οικονομική επικράτησή τους, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι ανισότητες και ο κοινωνικός αποκλεισμός.» Οι προτάσεις περιλαμβάνουν κρατική ρυθμιστική παρέμβαση στις πράσινες επενδύσεις (μέγεθος, χωροθέτηση κλπ.), έλεγχο της «ασυδοσίας» των επιχειρήσεων κλπ.

 

ii) Στο τμήμα των λεγόμενων «προεδρικών», διασπάστηκε η βασική ομάδα της «Κίνησης Μελών» (Ν. Παππάς, Χρ. Σπίρτζης, Π. Πολάκης, Ρ. Δούρου κ.ά.) και συγκροτήθηκε μια νέα τάση, η «Ριζοσπαστική Εναλλακτική Ενότητα» (ΡΕΝΕ), υπό τους Αντ. Κοτσακά, Π. Ρήγα, Ν. Σκορίνη.

Στο σχετικό της κείμενο η ΡΕΝΕ μιλάει για την ανάγκη μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε «μεγάλο κόμμα της κυβερνητικής Αριστεράς», με στόχο «το μετασχηματισμό και τη μετεξέλιξη του κόμματος σε βασικό κορμό των αριστερών, προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων του ελληνικού λαού».

Επαναλαμβάνονται επίσης ορισμένες θέσεις που είχαν διατυπωθεί πιο αναλυτικά σε προηγούμενα κείμενα του Αντ. Κοτσακά, με πιο ενδεικτικά τα ζητήματα σχετικά με την ανάγκη μετάβασης από ένα «πυραμιδικό» σε ένα «πολυσυλλεκτικό» κόμμα, ζήτημα στο οποίο συμπίπτει και με άλλους στο ΣΥΡΙΖΑ: «Το μοντέλο του κόμματος με την πυραμιδική μορφή –που αντλεί τις ρίζες του από το κόμμα “Νέου Τύπου” του Λένιν– ενώ ανταποκρίθηκε με επάρκεια σε κοινωνίες έντασης εργασίας, παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες στο να ανταποκριθεί στη σημερινή περίοδο. Περίοδο που χαρακτηρίζεται από την ένταση της γνώσης και του κεφαλαίου. Η πρώτη, που είναι και πλειοψηφούσα, στηρίζει την προσέγγιση στο ότι το κόμμα αποτελεί όχημα και εργαλείο διαμόρφωσης κοινωνικών και πολιτικών πλειοψηφιών διακυβέρνησης. Η δεύτερη θεωρεί περίπου το κόμμα σαν “αυτοσκοπό”. (...) Η πρώτη εκδοχή οδηγεί στο μετασχηματισμό της πληθυντικής Αριστεράς σε κυβερνώσα, η δεύτερη εξαντλείται στην “Αριστερά της διαμαρτυρίας”.»5

Η ΡΕΝΕ, με βάση τα λεγόμενά της, επιδιώκει να μην προσδιορίζεται ως εσωκομματική τάση, αλλά ως ένα ανοιχτό «ρεύμα ιδεών». Εκτός των προαναφερθέντων, στην κίνηση συμμετέχουν οι Στ. Τζουμάκας, Μ. Γκίβαλος, Γ. Μυλόπουλος, Κ. Δουζίνας, Δ. Τεμπονέρας κ.ά.

Από την πλευρά της, η «Κίνηση Μελών» πραγματοποίησε διαδικτυακή σύσκεψη στην οποία παρουσιάστηκαν 3 θεματικές εισηγήσεις από τους Ν. Παππά, Χρ. Σπίρτζη και Γ. Μπαλάφα. Άλλα στελέχη που παίρνουν μέρος είναι ο Κ. Ζαχαριάδης, Τρ. Αλεξιάδης, ο Γ. Τσίπρας, αλλά και εκ των νέων «ΠΑΣΟΚογενών» ο Μ. Νικοφόρος (ΠΑΣΠ ΑΣΟΕΕ).6

Υπενθυμίζουμε ότι από την «Κίνηση Μελών» άνοιξε το τελευταίο διάστημα η συζήτηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές επειδή δεν έδωσε σημασία στη «μεσαία τάξη», την υπερφορολόγησε κλπ. Ουσιαστικά, αυτή η συζήτηση παρουσιάζεται και ως ένα είδος ψευδεπίγραφης «αυτοκριτικής» για την περίοδο διακυβέρνησης και του μνημονίου ΣΥΡΙΖΑ, με στόχο την εκ νέου παραπλάνηση των λαϊκών στρωμάτων.

 

iii) Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η παρέμβαση που έκαναν με σχετικό κείμενο στελέχη της λεγόμενης «Γέφυρας». Πρόκειται για στελέχη προερχόμενα από την εκσυγχρονιστική («σημιτική») πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, το ΠΟΤΑΜΙ και το λεγόμενο κεντροαριστερό χώρο και εργάζονται για τη σύγκλιση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.

Στο κείμενο που υπογράφουν γνωστά στελέχη και παράγοντες του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού χώρου που συμπλέουν με το ΣΥΡΙΖΑ (Ν. Μπίστης, Σπ. Δανέλλης, Α. Λιάκος και Π. Παναγιώτου) αναφέρεται: «Από τις χρήσιμες γενικές εκφωνήσεις για την Προοδευτική Διακυβέρνηση να προχωρήσουμε στην εκπόνηση ενός συνεκτικού και ρεαλιστικού σχεδίου που θα περιλαμβάνει όσες δυνάμεις θέλουν να δεσμευτούν σε ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση (...) Αυτό το προσκλητήριο περιλαμβάνει όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, της Κεντροαριστεράς και της Πολιτικής Οικολογίας όπως έχουν διαμορφωθεί και αυτοπροσδιορίζονται στη χώρα μας. Όπως στην περίπτωση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, έτσι και στη χώρα μας υπάρχει πεδίο προγραμματικών συγκλίσεων.»

Σε σχέση με τη συνεργασία ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναφέρουν: «Δε θα συμφωνήσουμε σε όλα, θα παραμείνουν διαφορές στην κριτική αποτίμηση του παρελθόντος. Αλλά δεν ξεχνάμε το επιβεβαιωμένο στην πράξη αξίωμα ότι, χωρίς ένα ποσοστό λήθης, δεν υπάρχει πολιτική συμμαχιών. Η αντιπαράθεση στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της Δεξιάς και η ανάπτυξη αριστερής πολιτικής στο αδιαπραγμάτευτο ευρωπαϊκό πλαίσιο αποτελούν επαρκή αφετηριακή βάση για την αναζήτηση κοινού προγραμματικού πλαισίου. Σε αυτό το πλαίσιο και αυτήν την προοπτική, η λογική των πραγμάτων και των αριθμών επιτάσσει στο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία και στο ΚΙΝΑΛ να γυρίσουν γρήγορα και αποφασιστικά σελίδα στις μεταξύ τους σχέσεις.»

Πρέπει να θυμίσουμε ότι το προηγούμενο διάστημα στο θέμα του προσδιορισμού ΑΟΖ και θαλάσσιων ζωνών υπήρξε ένα ετερόκλητο μωσαϊκό, καθώς συνέπεσαν στελέχη των 53+ με στελέχη της «Γέφυρας» και της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής Κεντροαριστεράς (Ν. Μπίστης, Α. Λιάκος, Ν. Μουζέλης, Σ. Βαλντέν). Ενώ από την άλλη, οι απόψεις Κοτζιά (που έκανε λόγο για «σημιτικούς νεο-ΣΥΡΙΖΑίους») και στελεχών του λεγόμενου «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» συνέπεσαν με την κεντρική γραμμή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ.

 

iv) Τέλος, να σημειώσουμε ότι παραμένουν ορισμένα στελέχη, που διατηρούν την αυτονομία τους, συνομιλώντας και με τους 53+ αλλά και τις υπόλοιπες τάσεις, οι οποίοι όμως διαδραματίζουν ευρύτερο ρόλο και στους σχεδιασμούς της επόμενης μέρας (Γ. Δραγασάκης, Α. Μπαλτάς, Γ. Σταθάκης).

Αντίστοιχα, και στον κύκλο που κινείται γύρω από τον Αλ. Τσίπρα υπάρχουν νεότερα στελέχη, όπως ο Δ. Τζανακόπουλος7 , η Έ. Αχτσιόγλου κ.ά., που σε αυτήν τη φάση διατηρούν μια σχετική απόσταση τόσο από την ομάδα των «προεδρικών» του Ν. Παππά όσο και από τις υπόλοιπες ομάδες (με τις οποίες όμως έχουν ανοιχτούς διαύλους), έχοντας το μάτι στραμμένο στο να διαδραματίσουν ρόλο «ηγετικής ομάδας» την επόμενη μέρα / ή και σε μια διαδοχή ηγεσίας.

Σημειώνουμε επίσης ότι υπήρξαν δημοσιεύματα που επανέφεραν το όνομα του Γ. Σακελλαρίδη –ο οποίος τώρα είναι επικεφαλής του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας– σε σενάρια περί στήριξής του από την «Ομπρέλα» για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (ο ίδιος δηλώνει «ενοχλημένος» από την εμπλοκή του ονόματός του στα σχετικά δημοσιεύματα). Επίσης, γράφτηκε ότι η «Ομπρέλα» κάνει προσπάθεια να προσεγγίσει στελέχη που έχουν αποχωρήσει από το ΣΥΡΙΖΑ σε προηγούμενη φάση, όπως ο Α. Καρίτζης και ο Τ. Κορωνάκης.8 Ουσιαστικά, η συζήτηση αυτή υπενθυμίζει ότι υπάρχει ένα στελεχικό δυναμικό το οποίο, καθώς απομακρύνθηκε από το ΣΥΡΙΖΑ το 2015 και δεν επωμίστηκε την πολιτική φθορά της κυβερνητικής θητείας, μπορεί σε επόμενη φάση να παίξει το ρόλο εφεδρειών στην αναβάπτιση και τη στελέχωση του ΣΥΡΙΖΑ ή και του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Επίσης, όπως έχουμε σημειώσει σε προηγούμενα κείμενα, οι δυνάμεις αυτές διατηρούν διαύλους επικοινωνίας με ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων στον οπορτουνιστικό χώρο (π.χ., σχέσεις ανάμεσα σε παλιά στελέχη της Νεολαίας ΣΥΝ και σε στελέχη των ΕΑΑΚ, και ιδιαίτερα με τα στελέχη που αποχώρησαν από τη νΚΑ φτιάχνοντας την «Αναμέτρηση», σχέσεις με τον αναρχικό χώρο κ.ά.), όπως έχει αποτυπωθεί σε πλήθος κοινών παρεμβάσεων, εκδηλώσεων, δραστηριοτήτων.

 

Γ) Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ

Φαίνεται ότι παράλληλα με την προσπάθεια για ενίσχυση-διεύρυνση του κόμματος και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, έχει προταχτεί και η ανάγκη για ανανέωση και ανάδειξη στελεχών, ικανών να ανταποκριθούν στις ανάγκες της αστικής διαχείρισης την επόμενη μέρα, αλλά και να αποτελέσουν αντίβαρο στο προβεβλημένο προφίλ των «καταρτισμένων», «τεχνοκρατικά αποτελεσματικών» στελεχών που προβάλλει η ΝΔ.

Όπως αποτυπώθηκε σε διάφορα δημοσιεύματα, ο ΣΥΡΙΖΑ προετοιμάζει «φυτώρια στελεχών» και κινείται σε δύο κατευθύνσεις, που η μία υποστηρίζει την άλλη.

Ένα κομμάτι αυτού του σχεδιασμού είναι η προσπάθεια διείσδυσης σε επαγγελματικούς-επιστημονικούς χώρους και τομείς, που οι οργανωτικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ υστερούν. Στόχος είναι να «θωρακιστεί» με προσωπικότητες ώστε να μην εμφανίζεται τόσο μεγάλη η «ψαλίδα» με τα στελέχη της ΝΔ. Σε αυτό αποσκοπούν, ανάμεσα σε άλλα, και κινήσεις όπως η στενή συνεργασία με την καθηγήτρια Αθηνά Λινού (την οποία πρότεινε στην κυβέρνηση και ως «κοινή υπουργό» Υγείας) και η προσπάθεια προσέλκυσης νέων προσώπων από τον ευρύτερο σοσιαλδημοκρατικό χώρο (π.χ. Ρεγγίνα Βάρτζελη). Σε αρκετά δημοσιεύματα αναφέρεται επίσης ότι έχει ανατεθεί ξεχωριστός σχεδιασμός σε στενούς συνεργάτες του Αλ. Τσίπρα, όπως ο Μ. Καλογήρου, με στόχο «να φτιάξει μια ομάδα που θα αξιολογήσει και θα φέρει στο προσκήνιο στελέχη που συμμετείχαν στη διακυβέρνηση των 4,5 ετών κατέχοντας τεχνοκρατικό-επιτελικό ρόλο»9, και με σκοπό ο λόγος του κόμματος να γίνει «πιο επιστημονικός και πιο τεκμηριωμένος». Στη σχετική ονοματολογία αναφέρονται νεότερα στελέχη, με γνώμονα την απόκτηση πείρας από την προηγούμενη διακυβέρνηση στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό σε αρμοδιότητες υπουργείων, ως γραμματείς ΕΣΠΑ κλπ.10

Παράλληλα, θα αναζητηθεί η «ανάπτυξη» νέων στελεχών και μέσα από τη δράση ινστιτούτων, δεξαμενών σκέψης, πανεπιστημιακών ιδρυμάτων κλπ. Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες αναφέρουν ότι υπήρξε σχετική σύσκεψη του Δ. Τζανακόπουλου, γραμματέα της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, 
με τον Γ. Δραγασάκη (επικεφαλής του ινστιτούτου ΕΝΑ) και της Δ. Κολτσίδα (επικεφαλής του ιδρύματος Πουλαντζά) για την ενεργοποίηση των ινστιτούτων σε αυτήν την κατεύθυνση. Γενικότερα, ιδιαίτερος είναι ο ρόλος που παίζει σε αυτήν την προσπάθεια ο Γ. Δραγασάκης.

Στο ίδιο στοχεύει και η στενότερη συνεργασία με το ΙΝΤΕΡΠΟΣΤ 
(Ινστιτούτο Ερευνών και Πολιτικής Συνεργασίας), που θεωρείται «πνευματικό παιδί» του Γεράσιμου Αρσένη και του οποίου τώρα ηγείται η Λούκα Κατσέλη.11

Μην υποτιμηθεί ότι σε τέτοιους χώρους, στα πανεπιστήμια, σε ερευνητικά ιδρύματα και νέους επιστήμονες, ο σοσιαλδημοκρατικός χώρος έχει δυνάμεις και επιρροή. Ιδρύματα, ινστιτούτα, οι λεγόμενοι «μαρξίζοντες» καθηγητές ασκούν πολλαπλή ιδεολογική-πολιτική επιρροή, έχουν αξιοποιηθεί κατά καιρούς επανειλημμένα για την πίεση κι εγκλωβισμό δυνάμεων στους χώρους των φοιτητών, μεταπτυχιακών, υπ. διδακτόρων και νέων ερευνητών.

 

Δ) Η ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ «ΣΥΓΚΛΙΣΕΩΝ»

Αποτελεί κομβική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ η παρουσίαση μιας αλυσίδας σημείων σύγκλισης ανάμεσα στις λεγόμενες «αριστερές και προοδευτικές» δυνάμεις. Υπάρχει συγκεκριμένος σχεδιασμός ώστε να μπαίνει στο κάδρο και το Κόμμα. Μπαίνει στο στόχαστρο ο κόσμος που μας ακολουθεί και μας εμπιστεύεται πολιτικά, στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, στις αγωνιστικές διεκδικήσεις, με στόχο, όπως λένε, να «σπάει το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», να φιλοτεχνείται ένα πλαστό αγωνιστικό προφίλ στο ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο στόχος αυτός υποστηρίζεται και από σχετικές επεξεργασίες του ινστιτούτου «Ν. Πουλατζάς» που, μελετώντας τις εκλογικές τάσεις, κάνει συγκεκριμένη δουλειά ακριβώς πάνω στο ζήτημα των «συγκλίσεων». Σε σχετική συνέντευξη, οι Κ. Πουλάκης και Δ. Κολτσίδα (υπεύθυνοι για το ίδρυμα) αναφέρουν: «Από το 2016 και ύστερα είχε δημιουργηθεί ένα αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και ρεύμα στην κοινωνία, βοηθούντων φυσικά των ΜΜΕ. Αυτό πρέπει να σπάσει. Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει αρχίσει να κάμπτεται. Ας μην υποτιμήσουμε την κοινή ανακοίνωση ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ΚΚΕ και ΜΕΡΑ25 για τον εορτασμό της επετείου του Πολυτεχνείου, ούτε τις τελευταίες κοινοβουλευτικές συζητήσεις, αφού για πρώτη φορά ανατράπηκε, έστω λίγο, η εξίσωση στην κριτική των κομμάτων αυτών μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο αρχίζει σιγά-σιγά να κάμπτεται από τ’ αριστερά.»12

Ακολουθώντας αυτήν τη λογική, στο κείμενο της «Ομπρέλας» αναφέρεται: «Η τεκμηριωμένη, μαχητική προγραμματική αντιπολίτευση δημιουργεί ρωγμές και αποδομεί το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο και καταρρίπτει πειστικά τη θεωρία “των δύο άκρων” με τα οποία πορεύεται η κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς διεισδύει και βρίσκει αποδοχή σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά ακροατήρια. Η στάση του κόμματός μας όσον αφορά τη δίκη της Χρυσής Αυγής, η κοινή δήλωση των αριστερών δυνάμεων για το Πολυτεχνείο, η πολιτική μας για την πανδημία και τις συνέπειές της σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, της υγείας και των δημοκρατικών ελευθεριών είναι υποδείγματα στη σωστή πλευρά της πολιτικής.»

Ενώ πιο αποκαλυπτικά συνεχίζει το κείμενο: «Είναι φανερό, από τις προτάσεις και τις πολιτικές που κατατίθενται απέναντι στη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική μέσα στη Βουλή και από αντίστοιχους προβληματισμούς μέσα στους κοινωνικούς χώρους και σε αντιπροσωπευτικούς τους φορείς, ότι διαμορφώνεται συν τω χρόνω μια συνεκτική ατζέντα συγκλίσεων που διαμορφώνει το έδαφος για συμπράξεις, είτε ad hoc με μεγάλη όμως πολιτική σημασία, όπως αυτή που έγινε πρόσφατα απέναντι στην αυταρχική αντισυνταγματική απαγόρευση της κυβέρνησης για τις εκδηλώσεις τιμής στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, είτε σε μονιμότερη βάση συγκρότησης αντιπολιτευτικής τακτικής. (...) Υπάρχει η επιτακτική ανάγκη για τη συγκρότηση μιας πλατιάς συμμαχίας κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων ευρέος φάσματος από δυνάμεις της Αριστεράς, της πολιτικής οικολογίας και της Κεντροαριστεράς, μια συμμαχία με κεντρικό εκφραστή το ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία.»

Με πανομοιότυπη φρασεολογία, περί «θεματικών» «ad hoc» όπως τις αναφέρουν συγκλίσεων, κάνει λόγο για το ίδιο θέμα και η «Γέφυρα»: «Κοινή δράση στα συνδικάτα, την Τοπική Αυτοδιοίκηση, γενικότερα στο μαζικό κίνημα θα αποτελέσει βάση εκκίνησης, ενότητας και αντίστασης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η κοινή στάση των κομμάτων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης στη δίκη της Χρυσής Αυγής, η κοινή δήλωση ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, ΚΚΕ, Μέρα25 για το Πολυτεχνείο αποτελούν ad hoc σημαντικές πρωτοβουλίες που μπορούν να επεκταθούν σε άλλα ζητήματα, με τη συμμετοχή όλων των προοδευτικών δυνάμεων.»

Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να παρουσιάζεται ως κομμάτι ενός φάσματος «αγωνιστικών» δυνάμεων, ώστε να σπάει το «αντιΣΥΡΙΖΑ», όπως λένε, μπλοκ. Και προφανώς δεν αποτελεί πρόβλημα για το ΣΥΡΙΖΑ, αν έχει κατορθώσει να μπαίνει σε αυτό το κάδρο, να τον καταγγέλλουν ύστερα είτε ως «ασυνεπή» είτε ως «ρεφορμιστική δύναμη», όπως κάνουν, για παράδειγμα, δυνάμεις του οπορτουνισμού.

 

3. ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ» ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Η ρευστότητα που προκαλούν στον ευρύτερο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας οι προαναφερόμενες εξελίξεις αυξάνει τη δυνατότητα των δυνάμεών μας να συζητήσουν με μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους που διαφωνούν ήδη ως ένα βαθμό με την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ κι εκτιμούν ως συνεπή τη στάση του Κόμματος σε μια σειρά θέματα. Στο βαθμό που αναβαθμίζεται η προσπάθεια ολοκληρωμένης παρέμβασής μας (αυτοτελώς και μέσα στο εργατικό-λαϊκό κίνημα), μπορεί να σημειωθεί αισθητή πρόοδος σε αυτήν την κατεύθυνση.

Ωστόσο, η πρόσφατη πείρα στις εκλογές του 2019 απέδειξε ότι δεν πρόκειται για εύκολο καθήκον, παρά τη διάχυτη απογοήτευση που υπήρχε εκείνη την περίοδο από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Παραμένει μεγάλη η ικανότητα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων να ενσωματώνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια και τις όποιες αγωνιστικές διαθέσεις. Η εκλογική αντοχή του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με τις δυνάμεις του ΚΙΝΑΛ και του ΜΕΡΑ25, οι συσχετισμοί στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, υπογραμμίζουν αυτήν τη διαπίστωση.

Το επόμενο διάστημα θα ενταθεί η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να επανασυσπειρώσει δυνάμεις που είχαν απογοητευτεί από την περίοδο της αντιλαϊκής διακυβέρνησής του, αξιοποιώντας τους ακόλουθους παράγοντες:

  • Τη φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ, λόγω της αντιλαϊκής διακυβέρνησης (ιδιαίτερα στο ζήτημα της καταστολής, αλλά και της ανασφάλειας μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων για την επόμενη μέρα), που ενισχύει την προβολή του ΣΥΡΙΖΑ ως «μικρότερου κακού» κι ενισχύει ξανά τις προσδοκίες από μια κυβερνητική εναλλαγή σε τμήματα που μπορούμε να προσεγγίσουμε.
  • Την προβολή της νίκης των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ ως απόδειξη της δυνατότητας προοδευτικής στροφής στο πλαίσιο του συστήματος με το «πράσινο New Deal». Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΙΝΑΛ αυτοπροβάλλονται τώρα ως οι γνήσιοι εκφραστές της αναγκαίας μεγάλης κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, σε σχέση με τη «νεοφιλελεύθερη» ΝΔ.
  • Την παρέμβαση δυνάμεων του οπορτουνιστικού ρεύματος και της σοσιαλδημοκρατίας (κυρίως στο φοιτητικό κίνημα και στους εκπαιδευτικούς), με στόχο την επικράτηση κι εδραίωση στην πράξη του ρηχού αντικυβερνητικού προσανατολισμού.
  • Τη δυνατότητα οι πολλές διαφορετικές τάσεις στο πλαίσιο του 
ΣΥΡΙΖΑ να λειτουργήσουν τελικά προς όφελος της πολυσυλλεκτικότητάς του (του «ανοίγματος» προς την κοινωνική επιρροή του ΚΙΝΑΛ και της στόχευσης στις παρυφές του ΚΚΕ), αφού από τη μια ως τάσεις έχουν ελάχιστες ουσιαστικές διαφορές και αφετέρου μπορούν να καλλιεργούν αυταπάτες και προσδοκίες σε διαφορετικά ακροατήρια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αξιοποιήσει αυτούς τους παράγοντες στον προεκλογικό σχεδιασμό του, που εστιάζει σ’ ένα προσκλητήριο συσπείρωσης κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα οδηγήσει σε μια νέα προοδευτική διακυβέρνηση.

Αξιοποιεί το γεγονός ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με αναλογικότερο σύστημα, για να θέσει το δίλημμα της κάλπικης πόλωσης, δηλαδή ποια πολιτική συμμαχία με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διασφαλίσει την εκλογική ήττα της ΝΔ.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει το νέο πρόγραμμα προοδευτικής διακυβέρνησης, το οποίο την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν έχει παρουσιαστεί ολοκληρωμένο.

Ωστόσο έχουν ήδη δημοσιευτεί βασικοί άξονες και οι κύριες διακηρύξεις του. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, της λιτότητας, της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, της πορείας συρρίκνωσης των μικρών επιχειρήσεων. Προσπαθεί να πείσει ότι το σύνολο των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων οφείλεται στην προσκόλληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη «σε ένα παρωχημένο και σκληρό νεοφιλελευθερισμό επαρχιώτικου τύπου».

Απέναντι σε αυτήν την καρικατούρα της συντηρητικής πολιτικής εμφανίζει ως «προοδευτική πολιτική» την κυρίαρχη σημερινή γραμμή αστικής διαχείρισης στης ΗΠΑ και στην ΕΕ, δηλαδή την πολιτική της μεγάλης κρατικής παρέμβασης, της δημοσιονομικής επεκτατικής πολιτικής (ανοχής στην αύξηση του κρατικού χρέους και του ετήσιου ελλείμματος), της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, της κρατικής στήριξης μεγάλων επενδύσεων για την «Πράσινη Μετάβαση» και τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της οικονομίας.

Προβάλλει ως προοδευτική φιλολαϊκή στροφή την «ενίσχυση του αναπτυξιακού και ρυθμιστικού ρόλου του αστικού κράτους στην οικονομία».

Καλεί σε πολιτική συνεργασία τις αριστερές, προοδευτικές και σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, σ’ έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή γενικόλογων στόχων με θολό περιεχόμενο όπως: Η στήριξη των μισθών, η ενίσχυση του συστήματος υγείας, η διαγραφή μέρους του ιδιωτικού χρέους, η αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας στην ΕΕ, η ενίσχυση των ατομικών δικαιωμάτων κι ελευθεριών.

Οι χιλιοειπωμένες κάλπικες υποσχέσεις φιλολαϊκής διαχείρισης κι εξανθρωπισμού της δικτατορίας του κεφαλαίου επανέρχονται στη νέα συσκευασία που απαιτούν οι νέες συνθήκες.

Σε επεξεργασίες και άρθρα που έχουν δημοσιευτεί σε προηγούμενα τεύχη της ΚΟΜΕΠ έχουμε παρουσιάσει αναλυτικά τους πραγματικούς ταξικούς στόχους της συγκεκριμένης πρότασης στην οικονομία. Η συγκεκριμένη πρόταση αστικής διαχείρισης στοχεύει: Αφενός να διασφαλίσει με τη μεγάλη κρατική παρέμβαση τη χρηματοδότηση νέων κερδοφόρων επενδύσεων των μονοπωλιακών ομίλων και αφετέρου την ελεγχόμενη απαξίωση κεφαλαίου (π.χ., κλείσιμο λιγνιτικών σταθμών, αλλαγή ενεργειακών δικτύων).

Πρόκειται για αλλαγή στην αστική διαχείριση σε συνθήκες βαθιάς διεθνούς οικονομικής κρίσης, προκειμένου να δοθεί μια νέα προσωρινή ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Η νέα πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ κινείται σε τελευταία ανάλυση στις ίδιες αντιδραστικές ράγες που καθορίζει η αστική τάξη και η ΕΕ.

Η μόνη προοδευτική απάντηση στις σημερινές συνθήκες είναι η οργάνωση του αγώνα για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του λαού με βάση τις σύγχρονες δυνατότητες που υπάρχουν, και όχι η υποταγή. Είναι ο αγώνας για αποδέσμευση από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ με λαϊκή εξουσία, και όχι η υλοποίηση των βάρβαρων ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών. Είναι η οργάνωση της λαϊκής πάλης για το σοσιαλισμό, και όχι ο εξωραϊσμός της δικτατορίας του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

 

4. ΝΕΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ Ή ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΠΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ;

Με βάση όσα προαναφέραμε, γίνεται φανερό ότι αυξάνουν οι απαιτήσεις για ολοκληρωμένη παρέμβασή μας. Χρειάζεται να ενταθεί η καθοδηγητική προσπάθεια ώστε να αυξηθεί η ικανότητα των δυνάμεών μας να εξηγούν την αιτία της κρίσης στην οικονομία, τους στόχους της στρατηγικής του κεφαλαίου και, πάνω απ’ όλα, η ικανότητα μαχητικής, τεκμηριωμένης προβολής της προγραμματικής διεξόδου, γειωμένα στο έδαφος των λαϊκών αναγκών.

Αντίστοιχα, αυξάνουν οι απαιτήσεις της προσπάθειάς μας για τον προσανατολισμό και την κλιμάκωση στο βαθμό του δυνατού των αγώνων, ώστε να σημαδεύουν τον ταξικό αντίπαλο και όχι μόνο την κυβέρνηση της ΝΔ.

Μέσα από το μεγάλο πολιτικό άνοιγμα με τις Θέσεις του Συνεδρίου, μέσα στην προσπάθεια που παντού ξεδιπλώνουν οι δυνάμεις μας για την οργάνωση της πάλης για τα λαϊκά προβλήματα, χρειάζεται να επιμείνουμε:

 

α) Στην ανάδειξη της σημερινής σύγκλισης των διαφορετικών τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ τους αλλά και με τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, σε σχέση με την επεξεργασμένη στρατηγική του κεφαλαίου για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας και τη γεωπολιτική αναβάθμιση του ρόλου της εγχώριας αστικής τάξης. Επίσης το ότι σε αυτό το έδαφος είναι δεδομένη η σύγκλιση όλων σχετικά με την υλοποίηση των κατευθύνσεων της ΕΕ (Νέα Πράσινη Κοινωνική Συμφωνία - «Πράσινο New Deal», Ευελιξία στις Εργασιακές Σχέσεις, Προσιτή Υγεία - Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα κλπ.).

Καταρχάς, στο επίπεδο της οικονομίας, και στο φόντο της αποδοχής σε αυτήν τη φάση απ’ όλες τις αστικές πολιτικές δυνάμεις της ανάγκης μέτρων κεϊνσιανής διαχείρισης, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ μιλάνε για την ανάγκη κρατικών επενδυτικών προγραμμάτων κι επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, σε «γλώσσα» που θα ζήλευε ο ΣΥΡΙΖΑ, τονίζει ότι «το κράτος είναι σημαντικό και ειδικά σε περιόδους κρίσης έχει μεγάλο ρόλο να παίξει, δεν μπορεί να αντικατασταθεί είτε από την ατομική ελεύθερη βούληση είτε από τις αγορές».13

Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί από την κυβέρνηση, προβάλλει στην ουσία ορισμένες διαφοροποιήσεις στον τρόπο και στις ιεραρχήσεις της εφαρμογής του σχεδίου ανάκαμψης της ΕΕ, της νέας «Ευρωπαϊκής Πράσινης Κοινωνικής Συμφωνίας».

Προσπαθεί να προβάλει ένα δήθεν πιο φιλολαϊκό τρόπο εφαρμογής των στρατηγικών κατευθύνσεων της ΕΕ και να αποδείξει στην αστική τάξη ότι διατηρεί την ικανότητά του να συσπειρώνει ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις, μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, γύρω από τους στρατηγικούς στόχους του κεφαλαίου. Για να τονίσει την προσήλωσή του στην αποτελεσματική αστική διαχείριση, κάνει προτάσεις σήμερα για «κοινό υπουργό Υγείας» και «διακομματική επιτροπή» για τη διαχείριση των κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης.

Για να διαφοροποιηθεί από τη ΝΔ, σηκώνει ξανά υποκριτικά τη σημαία της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων, της κοινωνικά δίκαιης «πράσινης» ανάπτυξης. Ας δούμε συνοπτικά τι κρύβεται πίσω από τα γενικόλογα προοδευτικά συνθήματα.

Η μερίδα του λέοντος της κρατικής χρηματοδότησης θα συνεχίσει να κατευθύνεται για τη στήριξη του μεγάλου κεφαλαίου μέσα από ένα πλέγμα ρυθμίσεων (Νέος Αναπτυξιακός Νόμος, Αναπτυξιακή Επενδυτική Τράπεζα, φορολογική μεταρρύθμιση κλπ.).

Η περιβόητη «ενεργειακή δημοκρατία» στην υλοποίηση της πράσινης μετάβασης μεταφράζεται κυρίως στη συμμετοχή ορισμένων μεσαίων επιχειρήσεων στα σχετικά προγράμματα ενίσχυσης επενδύσεων, μέσα από τις ενεργειακές κοινότητες για την υλοποίηση μικρότερων νέων έργων.

Αυτές οι μικρές διαφορές δεν πρόκειται ούτε καν να αμβλύνουν τις γνωστές αρνητικές συνέπειες για τα λαϊκά στρώματα (υψηλή ανεργία, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, το πανάκριβο ηλεκτρικό ρεύμα, την καταστροφή δασικών εκτάσεων, την αύξηση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας κλπ.). Αναλυτική κριτική θα γίνει, μετά από την ολοκληρωμένη παρουσίαση του Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ, σε επόμενο τεύχος της ΚΟΜΕΠ.

Οι διακηρύξεις για κοινωνική δικαιοσύνη μεταφράζονται σε ορισμένες προτάσεις αλλαγών στη φορολογική και κοινωνική πολιτική που ισοδυναμούν σε μικρή αναδιανομή εισοδήματος προς τις ομάδες ακραίας φτώχειας, από τους υπόλοιπους μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, αφού στην πράξη θα μείνουν στο απυρόβλητο οι μονοπωλιακοί όμιλοι.

Οι ανέξοδες υποσχέσεις για διαγραφή μεγάλου μέρους του ιδιωτικού χρέους των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών επιχειρήσεων θα μείνουν «κενό γράμμα», αφού ούτε καν αμφισβητείται το πλέγμα των γνωστών δεσμεύσεων προς την ΕΕ και θα απαιτηθεί επίσης στη συνέχεια η αποπληρωμή των νέων κρατικών δανείων. Το ευχολόγιο για ριζική αλλαγή σε μακροπρόθεσμη βάση του πλαισίου της ΕΕ για την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής συσκοτίζει απαιτήσεις που γεννάει ο σκληρός ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών κέντρων στο πλαίσιο της διεθνούς αγοράς.

Ήδη αυξάνουν οι επίσημες αναφορές του Eurogroup για σημαντικό περιορισμό των μέτρων οριζόντιας στήριξης των μικρών επιχειρήσεων από το 2022.

Η πίεση για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζόμενων προκειμένου να διασφαλιστεί η κερδοφορία των νέων επενδύσεων θα ενταθεί. Η όποια στήριξη του κατώτατου μισθού θα συγκαλύψει τη μείωση του μέσου μισθού σε διάφορους κλάδους.

 

β) Στη σύγκλιση των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην ανάληψη από την Ελλάδα του ρόλου του σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ έχουν ως βάση καθορισμού της πολιτικής τους το στόχο της γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας, ο οποίος καθορίζεται από τις ανάγκες του κεφαλαίου για την αναβάθμισή του στην περιοχή, για νέες διεξόδους κερδοφορίας, στους μεγάλους ανταγωνισμούς για τις πηγές και τους δρόμους μεταφοράς ενέργειας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε τη ΝΑΤΟϊκή «Συμφωνία των Πρεσπών» και η ΝΔ έκανε αντιπολίτευση με εθνικιστικές κορόνες, αλλά τώρα ως κυβέρνηση την εφαρμόζει. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εγκαινίασε το «στρατηγικό διάλογο ΗΠΑ-Ελλάδας», ενώ διαγωνίζεται με τη ΝΔ σχετικά με την ικανότητα προώθησης των σχεδίων των ΗΠΑ στην περιοχή, που με τη μία και την άλλη κυβέρνηση αναβαθμίζουν σταθερά τη στρατιωτικοπολιτική παρουσία τους. Και οι δύο συμφώνησαν στο νέο γύρο εξοπλιστικών προγραμμάτων που γίνεται με γνώμονα τις ΝΑΤΟϊκές επιταγές. Με τις ψήφους ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ και Ελληνικής Λύσης πέρασε, σε πνεύμα «εθνικής ομοψυχίας», η αγορά των γαλλικών Rafale στη Βουλή. Όλοι συμφωνούν στους «αναγκαίους επώδυνους συμβιβασμούς» προκειμένου να θωρακιστεί η συνοχή της Ν/Α πτέρυγας του ΝΑΤΟ και να προχωρήσει το σχέδιο συνεκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων.

Στην αστική πολιτική βέβαια συνυπάρχουν ταυτόχρονα και ο αστικός εθνικισμός και ο κοσμοπολιτισμός. Τέτοιες αποχρώσεις αποτυπώνονται και στη σχετική αντιπαράθεση που υπάρχει στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και άλλων κομμάτων, σχετικά με τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις και την ατζέντα μιας ενδεχόμενης προσφυγής στη Χάγη. Είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, αντανακλούν διαφορετικές προσεγγίσεις για το με ποια στρατηγική η αστική τάξη θα εξασφαλίσει τα μέγιστα οφέλη (ασφαλώς μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο συσχετισμών, συμμαχιών, συγκυρίας κλπ.) και αξιοποιούνται για τη στράτευση κι ενσωμάτωση διαφορετικών τμημάτων του λαού. Συνενώνονται στη στρατηγική υπηρέτησης των συμφερόντων της αστικής τάξης, στο πλαίσιο της αποδοχής και ενεργούς εμπλοκής στα σχέδια των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ.

 

γ) Στην ανάδειξη της συνενοχής όλων των ηγεσιών των σημερινών διαφορετικών τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ στην αντιλαϊκή διακυβέρνηση σε όλη την προηγούμενη δεκαετία (κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ), δηλαδή η συνέχιση της πολιτικής των μνημονίων (που θα «έσκιζε» ο ΣΥΡΙΖΑ 
και θα καταργούσε «με ένα νόμο»), η συγκυβέρνηση με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, οι «μεταμνημονιακές δεσμεύσεις», η «Συμφωνία των Πρεσπών», η πολιτική σημαιοφόρου των σχεδίων του ΝΑΤΟ.

Ιδιαίτερα χρειάζεται ν’ αποκαλυφθεί η προσπάθεια των ομάδων όπως οι 53+ και η «Ομπρέλα» να εμφανίζονται ως εκφραστές μιας «αριστερής ριζοσπαστικής» πτέρυγας που αντιμετωπίζει αυτοκριτικά την περίοδο της αντιλαϊκής διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (π.χ., από τη μια εμφανίζουν την πολιτική που ακολούθησαν ως «επώδυνο συμβιβασμό» λόγω του αρνητικού συσχετισμού στην ΕΕ, από την άλλη θριαμβολογούν για το σωτήριο μαξιλάρι, που δημιουργήθηκε με την πολιτική των «ματωμένων πλεονασμάτων»).

Αντίστοιχα σήμερα τα ηγετικά στελέχη όλων των τάσεων, από τον Σταθάκη και τον Παππά ως τον Τσακαλώτο, έχουν προσυπογράψει το νέο σχέδιο προγράμματος «Προοδευτικής Κυβέρνησης» του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δυνάμεις της «Ομπρέλας» παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στην προσπάθεια να το εμφανίσουν με ριζοσπαστικό μανδύα, βαδίζοντας στα χνάρια της πλατφόρμας της «Αριστεράς των Δημοκρατικών των ΗΠΑ». Προσπαθούν να εμφανίσουν ως σύγχρονη αριστερή εναλλακτική λύση τις μικροδιαφορές στο βαθμό ενίσχυσης των ομάδων της ακραίας φτώχειας, στο βαθμό συμμετοχής μεσαίων επιχειρήσεων στα επενδυτικά προγράμματα της «πράσινης ενέργειας», στην ένταση της κρατικής καταστολής απέναντι στο εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Δυσκολεύονται όμως όλο και περισσότερο να συσκοτίσουν την πλούσια ιστορική και σύγχρονη πείρα, που επιβεβαιώνει διεθνώς ότι στον καπιταλισμό ούτε υπάρχει «φιλολαϊκός» δρόμος, ούτε μπορούν όλοι να βγαίνουν κερδισμένοι. Δεν υπάρχουν μέτρα τα οποία ταυτόχρονα μπορούν να υπηρετούν και την κερδοφορία του κεφαλαίου και το λαό. Δεν μπορούν ταυτόχρονα να βγουν κερδισμένοι και οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες, η εργοδοσία και οι εργαζόμενοι. Τις αυταπάτες αυτές τις πλήρωσε ο λαός με τα αποτελέσματα της προηγούμενης κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ.

 

δ) Στην υπογράμμιση των συμπερασμάτων από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που τσάκισε το λαό με το 3ο Μνημόνιο.

Η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα έχουν πλέον πλούσια πείρα, δεν επιτρέπεται να ξαναπιαστούν στην ίδια σκουριασμένη παγίδα. Τα όποια προοδευτικά προεκλογικά συνθήματα του 2015 έδωσαν τη θέση τους στην αντιλαϊκή, συντηρητική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που υπηρέτησε με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο τις ανάγκες του κεφαλαίου τη συγκεκριμένη περίοδο.

Ψήφισε το 3ο Μνημόνιο, επέκτεινε τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, διατήρησε για τέσσερα χρόνια το αίσχος του υποκατώτατου μισθού των 511 ευρώ μικτά για τους νέους, με το νόμο Βρούτση - Αχτσιόγλου διατήρησε την κατάργηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον κατώτατο μισθό, ο καθορισμός του οποίου θα γίνεται με Υπουργική Απόφαση και με κριτήριο την «ανταγωνιστικότητα» και την «παραγωγικότητα» (δηλαδή με βάση τη θωράκιση των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου). Κλιμάκωσε την αντιασφαλιστική επίθεση με το Νόμο Κατρούγκαλου, πρωτοστάτησε στο χτύπημα της απεργίας, στρώνοντας σήμερα το χαλί για να επεκτείνει το αντεργατικό χτύπημα η κυβέρνηση της ΝΔ στη συνέχεια.

Ή μήπως θα βαφτιστεί «πρόοδος» η συμμετοχή στην ΕΕ και στο 
ΝΑΤΟ, η προκλητική πολιτική του «μεντεσέ» των συμφερόντων των ΗΠΑ στην περιοχή, ο «διαβολικά καλός» Τραμπ και η ενεργός προώθηση των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων όπως με τη «Συμφωνία των Πρεσπών» για τη βαθύτερη διείσδυση ΝΑΤΟ και ΕΕ στα Δυτικά Βαλκάνια;

Να θυμίσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, που κατηγορεί τη ΝΔ ως «ακροδεξιά» κι «εθνικιστική» δύναμη που ενισχύει την κρατική καταστολή (η οποία ΝΔ ασφαλώς επιδιώκει να απευθύνεται σε τέτοια ακροατήρια), είναι ο ίδιος που συγκυβέρνησε με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, που έδειξε την ανοχή στη ΧΑ. Συνυπήρχε με τους φασίστες στις πλατείες των «αγανακτισμένων», συνέβαλε στην καθυστέρηση της δίκης της ΧΑ, προώθησε αντιδραστικές αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα αυστηροποιώντας ποινές που στρέφονται ενάντια σε εργατικούς-λαϊκούς αγώνες, άνοιξε νομοθετικά το δρόμο για το χτύπημα του ασύλου, εφάρμοσε το αίσχος της πολιτικής της ΕΕ για το μεταναστευτικό-προσφυγικό με τα κολαστήρια τύπου Μόριας.

 

ε) Στην υπενθύμιση των συμπερασμάτων από το ξαναπαιγμένο έργο του «αντιδεξιού-αντικυβερνητικού μετώπου» με στόχο τη δήθεν σωτηρία του λαού μέσα από την ανάδειξη μιας «προοδευτικής» κυβέρνησης (ανάλογη ήταν η λογική που πρόβαλε το ΠΑΣΟΚ και γενικότερα οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις για την ήττα της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1992-1993 και την ήττα των κυβερνήσεων Παπαδήμου και Σαμαρά την περίοδο 2012-2015) και τον εγκλωβισμό του εργατικού-λαϊκού κινήματος στο παιχνίδι της κυβερνητικής εναλλαγής.

Υπάρχει πλέον πλούσια πείρα σχετικά με τις αρνητικές συνέπειες στην πορεία της ταξικής πάλης, όταν το κίνημα περιορίστηκε μόνο στην αντιπαράθεση με την υπάρχουσα κυβέρνηση χωρίς να μπορεί να σημαδέψει ουσιαστικά τον πραγματικό, ταξικό αντίπαλό του.

Αυτή η πείρα πρέπει και μπορεί να αξιοποιηθεί για την εύστοχη παρέμβαση των δυνάμεών μας απέναντι στην κλιμακούμενη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ και του οπορτουνιστικού ρεύματος να προωθηθεί η γραμμή του αντικυβερνητικού μετώπου στην πράξη. Όπως αναφέρθηκε, σε αυτήν την κατεύθυνση αναβαθμίζεται η δουλειά των επιστημονικών επιτελείων - ινστιτούτων του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη προνομιακών αιχμών και ζητημάτων που μπορούν ν’ αξιοποιηθούν για προσκλήσεις συνεργασίας των «αριστερών» δυνάμεων.

Η αποκάλυψη του ρόλου του ΣΥΡΙΖΑ, η διαπάλη με τις δυνάμεις του και η ήττα της θολή αντιδεξιάς-αντικυβερνητικής γραμμής που προωθεί στο κίνημα είναι απαραίτητος όρος για την ανασύνταξη του κινήματος σε ταξική-αγωνιστική κατεύθυνση, για να βγαίνουν συμπεράσματα από τον κόσμο που παίρνει μέρος σε αγωνιστικές διεργασίες, για να πατάνε οι διεκδικήσεις σε στέρεο έδαφος, να αποκτούν μεγαλύτερη, όσο περνάει από το χέρι μας, συνέχεια, να γίνονται βήματα εμβάθυνσης στον προσανατολισμό.

Η εύστοχη παρέμβασή μας απαιτεί ιδιαίτερη προετοιμασία, ιδιαίτερα όταν, στην προσπάθειά μας να διευρύνουμε πρωτοπόρες εστίες αντίστασης και αντεπίθεσης σε κάθε χώρο δουλειάς, απευθυνόμαστε σε εργατικές δυνάμεις που δύσκολα αποβάλλουν εμπεδωμένες σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις.

Είναι φανερό ότι δεν αρκεί μια παρουσίαση των αρνητικών συνεπειών της κυβερνητικής πολιτικής και ενός πλαισίου συνδικαλιστικών διεκδικήσεων για να διαλυθούν αυταπάτες και χρόνια εδραιωμένες λαθεμένες αντιλήψεις σχετικά με την αναζήτηση του δήθεν «μικρότερου κακού», ως ρεαλιστικής λύσης στο πλαίσιο του συστήματος.

Η αύξηση της ικανότητας για ολοκληρωμένη ιδεολογική-πολιτική αντιπαράθεση με το ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα τη σοσιαλδημοκρατία, στη βάση της στρατηγικής διεξόδου, έχει ιδιαίτερη σημασία στην προσπάθεια να διαμορφωθούν όροι αντίστασης και αντεπίθεσης απέναντι στην επεξεργασμένη στρατηγική του κεφαλαίου.

Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα και τον ιδεολογικό εξοπλισμό για να ανοίξουμε πιο πλατιά, πιο εύστοχα και συγκεκριμένα τη συζήτηση για την ανώτερη οργάνωση της κοινωνίας, η οποία μπορεί να δώσει ολοκληρωμένες, πραγματικές λύσεις στα οξυμένα λαϊκά προβλήματα, να διασφαλίσει την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών με βάση τις μεγάλες αντικειμενικές δυνατότητες που υπάρχουν.

Μπορεί και πρέπει να ανοίξει πιο πλατιά η συζήτηση για την ανάγκη οργάνωσης της εργατικής-λαϊκής πάλης για το σοσιαλισμό. Η μεγάλη πρωτοβουλία των δυνάμεών μας για να αφομοιωθούν και να διαδοθούν οι Θέσεις του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ δείχνει ότι μπορούμε να κερδίσουμε αυτήν τη μάχη.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Βλ. Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για την Πολιτική Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ»,
ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2019.

2. Κ. Δουζίνας, «Οι αριστερές ιδέες σήμερα», εφημ. Εποχή, 16.1.2021.

3. «“Καζάνι που βράζει” ο ΣΥΡΙΖΑ», Καθημερινή, 25.9.2020.

4. Πιο αναλυτικά, το συγκεκριμένο κείμενο κατατέθηκε από τα μέλη της Πολιτικής Γραμματείας και του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ: Δημήτρη Βίτσα, Νίκο Βούτση, Θοδωρή Δρίτσα, Έφη Καλαμαρά, Κατερίνα Κνήτου, Πάνο Λάμπρου, Ράνια Σβίγγου, Πάνο Σκουρλέτη, Ευκλείδη Τσακαλώτο, Νίκο Φίλη και Τασία Χριστοδουλοπούλου, ενώ, όπως αναφέρεται στο κείμενο, στη συγγραφή του συνέβαλαν οι: Κώστας Αθανασίου, Άγγελος Γκόγκογλου, Πέτρος Καλκανδής, Ερμίνα Κυπριανίδου, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης, Γιάννης Μπασκόζος, Ανδρέας Ξανθός, Δημήτρης Παπαδημούλης, Χριστόφορος Παπαδόπουλος, Κώστας Πουλάκης, Μανώλης Σαρρής και Μιχάλης Υδραίος.

5. Αντ. Κοτσακάς - Χ. Τσιόκας, «Για τις ανάγκες του παρόντος και του μέλλοντος», Αυγή, 10.6.2020.

6. Τα Νέα, 19.1.2021.

7. Υπενθυμίζουμε ότι τον περασμένο χειμώνα είχε εμφανιστεί η συγκρότηση μιας τάσης υπό τον Δ. Τζανακόπουλο και τον Δ. Βίτσα, με τον τίτλο «Αριστερό Δίκτυο». Τότε είχε γραφτεί ότι «το Αριστερό Δίκτυο αυτοπροσδιορίζεται ως ρεύμα ιδεών που θέλει να έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με όλες τις τάσεις του κόμματος», ότι «δε διαφοροποιείται από την ηγεσία του κόμματος, αλλά κρατάει αποστάσεις από τους “σκληρούς’” προεδρικούς», καθώς και ότι «δεν αντιτίθεται στη διεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο θεωρεί ότι αυτή η διεύρυνση πρέπει να γίνει με αριστερό πρόγραμμα, προκειμένου στο νέο ΣΥΡΙΖΑ να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους τόσο οι αριστεροί όσο και οι προοδευτικοί δημοκράτες». Στελέχη που είχαν συνταχτεί με αυτήν την κίνηση: Γ. Μπασκόζος, Κ. Πουλάκης, Π. Πέρκα, Γ. Μπουρνούς, Κ. Μπάρκας.

8. Βήμα, 17.10.2021.

9. «Κομματικό φυτώριο ετοιμάζουν στο ΣΥΡΙΖΑ», Καθημερινή, 10.1.2021.

10. Ενδεικτικά, αναφέρονται στελέχη όπως ο Π. Κορκολής (συνεργάτης του Γ. Σταθάκη), η Ε. Φωτονιάτα (συνεργάτιδα του Γ. Δραγασάκη) κ.ά.

11. «Τα think tanks και ο ρόλος του Γιάννη Δραγασάκη», Βήμα, 10.1.2021.

12. Εποχή, 10.1.2021.

13. Καθημερινή, 4.10.2020.