«Θυμάμαι πως, όταν γύρισα στη Ρωσία απ’ το εξωτερικό και έφτασα στην Πετρούπολη τις πρώτες μέρες του Ιούλη 1917, έμεινα κατάπληκτος απ’ τον εντυπωσιακό αριθμό των μπολσεβίκικων τοιχοκολλήσεων που ανάγγελναν συσκέψεις και συνέδρια, σε όλες τις γωνιές της πρωτεύουσας και των προαστίων, σε δημόσιες αίθουσες, σ’ εργοστάσια κλπ. Δεν έβλεπα ούτε μία αφίσα των αναρχικών. Έμαθα ακόμη ότι το Κόμμα των Μπολσεβίκων κυκλοφορούσε στην πρωτεύουσα και αλλού καθημερινές εφημερίδες σε πλήθος αντίτυπα κι ότι είχε σχεδόν παντού –στα εργοστάσια, στις διοικήσεις, στο Στρατό κλπ.– σημαντικούς κι όλο επιρροή πυρήνες. Και παρατηρούσα ταυτόχρονα, με μια μικρή απογοήτευση, την απουσία απ’ την Πετρούπολη μιας αναρχικής εφημερίδας, καθώς και κάθε προφορικής προπαγάνδας. Βέβαια, υπήρχαν μερικές αντικρατιστικές ομάδες εκεί, μα σε πολύ πρωτόγονη κατάσταση. […] Στον πέμπτο μήνα μιας εκπληκτικής επανάστασης, καμία εφημερίδα, καμία φωνή αναρχικού στην πρωτεύουσα της χώρας! Κι αυτά, απέναντι στην ξέφρενη δραστηριότητα του Μπολσεβίκικου Κόμματος»12.
Αυτή η αποκαρδιωτική μαρτυρία του αναρχικού Βολίν καταγράφει την κατάσταση των αναρχικών ομάδων στην Πετρούπολη το καλοκαίρι του 1917. Παρόλο που η Ρωσία γέννησε κορυφαίους εκπροσώπους-θεμελιωτές της αναρχικής ιδεολογίας –όπως ο Μ. Μπακούνιν και ο Π. Κροπότκιν– και οι αναρχικές ιδέες είχαν μια ορισμένη διάδοση μέσα στο κίνημα του ναροντνικισμού στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο ρωσικός αναρχισμός δεν κατάφερε να αναπτύξει καμία σημαντική επιρροή, ούτε να έχει επίδραση στα γεγονότα τόσο της επανάστασης του 1905 όσο και του 1917. Οι Ρώσοι αναρχικοί είχαν κατά κανόνα λιγοστές δυνάμεις και δρούσαν σε μικρές ομάδες, αποκομμένες από τις εργατικές μάζες.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟ ΩΣ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ
Για να κατανοηθεί καλύτερα η στάση των αναρχικών το 1917, απαιτείται μια σύντομη ιστορική επισκόπηση της πορείας του πολιτικού ρεύματος του αναρχισμού ως τα τέλη του 19ου αιώνα.
Οι απαρχές του αναρχισμού, ως ρεύματος που γεννιέται κάτω από την επίδραση οικονομικών-κοινωνικών όρων που διαμορφώνει ο καπιταλισμός, εμφανίζονται με την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανικής καπιταλιστικής παραγωγής στα τέλη του 18ου - αρχές του 19ου αιώνα. Η κοινωνική και οικονομική του βάση είναι η καταστροφή των μικρών ιδιοκτητών από τη μεγάλη βιομηχανία και η επιθυμία διατήρησης της μικρής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής θέσης που προκύπτει από αυτήν. Αντανακλά ουσιαστικά τη μικροαστική αντίδραση και διαμαρτυρία στη μεγάλη, καπιταλιστικά οργανωμένη βιομηχανική παραγωγή, όπως βέβαια και στο κράτος που αντιστοιχεί σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής. Εκφράζει την επιθυμία των μικρών παραγωγών να διατηρήσουν εκείνες τις κοινωνικές συνθήκες που τους επέτρεπαν να δουλεύουν ανεξάρτητοι μέσα στην παραγωγική διαδικασία και να διασφαλίζουν την αντίστοιχη κοινωνική θέση.13 Αυτό εξηγεί και το ότι στις περισσότερες εκδοχές, το οικονομικό-κοινωνικό ιδανικό του αναρχικού ρεύματος είναι μια μικρή, αυτονομημένη ή χαλαρά συνδεδεμένη παραγωγή, (ένα μίγμα ουτοπικών, μικροαστικών, εξιδανικευμένων προκαπιταλιστικών στοιχείων). Αυτή είναι η αιτία που ο αναρχισμός αντικειμενικά δεν μπορεί να προβάλλει ένα θετικό-προωθητικό πρόταγμα για τη νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης, γιατί κοιτάζει προς το παρελθόν και όχι προς το μέλλον.
Ο αναρχισμός του 19ου αιώνα γεννιέται κι εκφράζεται μέσα από δύο βασικές γενικές τάσεις, οι οποίες αποτελούν και τα σημεία αναφοράς για όλα τα μετέπειτα και σύγχρονα ρεύματα. Η πρώτη είναι μια «κοινοτιστική», «κομμουνιστική», «κολεκτιβιστική» τάση, με αναφορά κυρίως στο Ρώσο Μιχαήλ Μπακούνιν, που έχει ως πηγή έμπνευσης τη ρωσική αγροτική κοινότητα. Η δεύτερη είναι μια «ατομικιστική», με αναφορά κυρίως στο Γερμανό νεαρό εγελιανό Μαξ Στίρνερ, η οποία αναπτύσσεται με άξονα την αντίληψη για την ανεξαρτησία του ατόμου από την κοινωνία και την ελεύθερη ανάπτυξή του («αναρχοατομισμός»).
Η «κοινοτιστική» εκδοχή του αναρχισμού είναι και αυτή που είχε πραγματική επιρροή, και μάλιστα την εποχή που συντελούνταν η μεταμόρφωση των παλιών εξαρτημένων αγροτών σε ατομικούς εμπορευματοπαραγωγούς ή σε μισθωτούς εργάτες, ενώ δεν είναι συμπτωματικό ότι απέκτησε μια σχετικά πιο ευρεία επιρροή σε χώρες που το 19ο αιώνα ακόμη συντελούνταν αυτή η διαδικασία μετάβασης (βλ. Ρωσία, Ιταλία, Ισπανία, σε μικρότερο βαθμό στην Ελλάδα, π.χ. στη Δυτική Πελοπόννησο κατά το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα, χώρες Λ. Αμερικής). Μετά από την ολοκλήρωση αυτού του κοινωνικού μετασχηματισμού περιορίστηκε και η επιρροή αυτής της τάσης του αναρχισμού σε μαζικό επίπεδο. Η δεύτερη τάση, η οποία γεννήθηκε στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, είχε από την αρχή ως σημείο αναφοράς τους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς της πόλης, τους μικροαστούς εκείνης της εποχής. Από την αρχή της χαρακτηρίζεται από έντονο ατομικισμό και ουσιαστικά ποτέ δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ένα πραγματικά μαζικό κίνημα ή να το επηρεάσει σημαντικά, ενώ η όποια επίδρασή της αφορούσε κυρίως μικροαστούς ή μεσοαστούς ριζοσπάστες διανοούμενους.
Στη Ρωσία ο αναρχισμός γνώρισε μια ορισμένη διάδοση τις δεκαετίες 1870-1880, κυρίως μέσα από τη διάδοση κι επιρροή των ιδεών του Μπακούνιν στο κίνημα του ναροντνικισμού (από τη ρωσική λέξη ναρόντ=λαός). Την περίοδο 1861-1895 (μετά από την αγροτική μεταρρύθμιση του 1861 που κατάργησε τη δουλοπαροικία), υπήρξε μια πλειάδα ομάδων και οργανώσεων των ναρόντνικων. Σε γενικές γραμμές, οι ναρόντνικοι συνδύαζαν ένα ριζοσπαστικό-αντιφεουδαρχικό πρόγραμμα ενάντια στην τσαρική απολυταρχία με ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού. Πίστευαν ότι η αγροτιά ήταν η βασική δύναμη της κοινωνικής αλλαγής και τάσσονταν υπέρ της μικρής αγροτικής κοινότητας, εκφράζοντας ουσιαστικά αντίθεση στην αστική ανάπτυξη της Ρωσίας. Οι οργανώσεις τους, με πιο γνωστές τη «Ζεμλιά ι Βόλια» («Γη κι Ελευθερία»), τη «Ναρόντναγια Βόλια» («Λαϊκή Βούληση»), την «Τσιόρνι Περεντέλ» («Μαύρος Αναδασμός») κ.ά., ανέπτυξαν πληθώρα μορφών δράσης ενάντια στην καταπίεση της τσαρικής απολυταρχίας, προέβησαν σε σειρά ηρωικών πράξεων ατομικής τρομοκρατίας (δολοφονίες κλπ.) που τους καθιέρωσαν στη λαϊκή συνείδηση ως μάρτυρες της πάλης, αποκτώντας πλατιά απήχηση στις λαϊκές μάζες.
Στα 1870-1880 οι ιδέες του Μπακούνιν βρήκαν μια ορισμένη απήχηση σε ομάδες ναρόντνικων επαναστατών, καθώς ο Μπακούνιν επίσης θεωρούσε τη ρωσική αγροτική κοινότητα ως βάση της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η απόρριψη του κράτους από τον Μπακούνιν «φωτιζόταν» από την εχθρότητα της παλιάς αγροτικής τοπικής αυτονομίας απέναντι στο συγκεντρωτικό αστικό κράτος, όχι επομένως από τη σκοπιά του μέλλοντος. Γι’ αυτό και έβλεπε το κράτος ως πηγή όλων των δεινών, ως αιτία της ταξικής διαίρεσης της κοινωνίας και της εκμετάλλευσης, και όχι ως αποτέλεσμά της. Δεν έβλεπε την οικονομική βάση της ταξικής εκμετάλλευσης.
Την περίοδο 1880-1890 αναπτύσσεται το εργατικό κίνημα, διαδίδεται πλατύτερα ο μαρξισμός. Ο επαναστατικός μαρξισμός από τα πρώτα του βήματα υποχρεώθηκε να κάνει ριζοσπαστική κριτική στη θεωρία και δράση των ναρόντνικων. Απέδειξε τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης και την ανάγκη συγκρότησης επαναστατικού κόμματος του ρωσικού προλεταριάτου. Ο Λένιν, με τα έργα του «Ποιοι είναι οι “φίλοι του λαού” και πώς πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες» (1894), «Το οικονομικό περιεχόμενο του ναροντνικισμού» (1894-1895), «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία» (1896-1899), έκανε βαθιά ανάλυση των οικονομικών και ταξικών σχέσεων στη Ρωσία κι επισφράγισε την ιδεολογική-πολιτική επικράτηση του μαρξισμού ενάντια στις θεωρίες των ναρόντνικων.
Η αδιάλλακτη, σταθερή πάλη των μπολσεβίκων ενάντια σε κάθε μορφή μικροαστικής επαναστατικότητας –όπως εξηγεί ο Λένιν– ήταν ο βασικός παράγοντας που καθήλωσε το ρωσικό αναρχισμό σε μικρή επιρροή: «Στο εξωτερικό δεν ξέρουν ακόμη καλά ότι ο μπολσεβικισμός μεγάλωσε, διαμορφώθηκε και ατσαλώθηκε μέσα σ’ ένα μακρόχρονο αγώνα ενάντια στη μικροαστική επαναστατικότητα, που μοιάζει με τον αναρχισμό ή κάτι δανείστηκε απ’ αυτόν […] . Ο “μανιασμένος’’ από τις φρικωδίες του καπιταλισμού μικροαστός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο που, όπως και ο αναρχισμός, χαρακτηρίζει όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Η αστάθεια μιας τέτοιας επαναστατικότητας, η στειρότητά της, η ιδιότητά της να μετατρέπεται γρήγορα σε υποταγή, σε απάθεια, σε φαντασιοπληξία, ακόμη και σε “μανιασμένο’’ ενθουσιασμό για το ένα ή το άλλο αστικό ρεύμα της “μόδας” –όλα αυτά είναι πασίγνωστα […]
Και αν στη Ρωσία, παρόλη την πιο μικροαστική σύνθεση του πληθυσμού της σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές χώρες, ο αναρχισμός είχε σχετικά ασήμαντη επιρροή στην περίοδο των δύο επαναστάσεων (1905 και 1917) και στον καιρό της προετοιμασίας τους, αυτό πρέπει αναμφισβήτητα να το θεωρήσουμε εν μέρει σαν υπηρεσία του μπολσεβικισμού, που διεξήγαγε πάντα τον πιο αμείλικτο και αδιάλλακτο αγώνα ενάντια στον οπορτουνισμό. Λέω “εν μέρει”, γιατί ακόμη πιο σπουδαίο ρόλο για το αδυνάτισμα του αναρχισμού στη Ρωσία έπαιξε το γεγονός ότι στο παρελθόν (1870-1880) ο αναρχισμός είχε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί εξαιρετικά πλούσια και να φανερώσει οριστικά ότι είναι λαθεμένος και ακατάλληλος σαν καθοδηγητική θεωρία για την επαναστατική τάξη»14.
Ο ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1905
Την περίοδο πριν την επανάσταση του 1905 υπήρχαν στη Ρωσία ορισμένες σκόρπιες αναρχικές ομάδες στην Οδησσό, το Εκατερινοσλάβ, το Μπιαλιστόκ (πόλη της Πολωνίας, τότε μέρος της Ρώσικης Αυτοκρατορίας). Το 1903 είχε ιδρυθεί στην Ελβετία η ομάδα «Χλέμπ ι Βόλια» («Ψωμί κι Ελευθερία») με τη συμμετοχή του Κροπότκιν και ακολούθων του, όπως η Μαρία Κορν, ο Β. Τσερκέσοφ κ.ά. Στα επαναστατικά γεγονότα του 1905-1907 σχηματίστηκαν αναρχικές ομάδες και σε άλλες μεγάλες πόλεις και βιομηχανικά κέντρα της Ρωσίας, η επίδραση των οποίων ήταν ασήμαντη.
Ο Βολίν αφηγείται ότι την περίοδο του 1905 το αναρχικό κίνημα ήταν «πολύ αδύναμο, παντελώς άγνωστο στον πολύ κόσμο […] Υπήρχαν μία ή δύο αναρχικές ομάδες στην Αγία Πετρούπολη, άλλες τόσες στη Μόσχα (αν και, τούτες εδώ, ήταν πιο δυνατές και δραστήριες) κι ομάδες σκόρπιες στο Νότο και σε δυτικές περιοχές. Η δραστηριότητά τους βασικά περιοριζόταν σε μια αδύναμη προπαγάνδα, πράγμα εξάλλου δύσκολο, και σε δολοφονικές απόπειρες ενάντια σε πολύ αφοσιωμένους υπηρέτες του καθεστώτος»15. Ο Πιοτρ Αρσίνοφ16 επίσης γράφει: «Ο αναρχισμός προωθούνταν από μερικές μικροομάδες, που δεν είχαν καταλάβει αρκετά καθαρά τα καθήκοντά τους στην επανάσταση. […] Έχοντας μόνο ένα μικρό αριθμό αγωνιστών και ταυτόχρονα στερούμενος ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα για το άμεσο μέλλον, ο αναρχισμός δεν μπορούσε να διαδοθεί πλατιά και να ριζώσει μέσα στις μάζες»17. Ο Π. Άβριτς, αποτιμώντας τη δράση των αναρχικών, συμπεραίνει: «Αποτυγχάνοντας να οικοδομήσουν μια συνεκτική οργάνωση ή να διεισδύσουν στο αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα σε κάποιο σημαντικό βαθμό, παρέμειναν μια χαλαρή συλλογή θορυβωδών μικρών ομάδων, που οι δραστηριότητές τους είχαν σχετικά μικρό αντίκτυπο στην εξέλιξη της εξέγερσης»18.
Οι αναρχικές ομάδες επιδόθηκαν κυρίως σε πράξεις τρομοκρατίας, εκτελέσεις εκπροσώπων της τσαρικής απολυταρχίας, βομβιστικές ενέργειες. Οι δύο βασικές ομάδες αναρχικής τρομοκρατίας ήταν η «Τσέρνογιε Ζνάμια» («Μαύρη Σημαία») που είχε αναπτύξει δίκτυο «ομάδων μάχης» στην Οδησσό, το Εκατερινοσλάβ, τη Σεβαστούπολη και άλλες πόλεις και η «Μπεζνατσάλιε» («Χωρίς Αρχή») που δρούσε κυρίως στην Πετρούπολη.
Η «Χλεμπ ι Βόλια» όπως και ορισμένες μικρότερες αναρχοκομμουνιστικές ομάδες που δρούσαν στο Κίεβο και τη Μόσχα απέρριπταν την τρομοκρατία κι επικέντρωναν τη δραστηριότητά τους στη ζύμωση και την προπαγάνδα. Την άσκοπη τρομοκρατική δράση απέρριπταν επίσης και οι ομάδες των αναρχοσυνδικαλιστών. Την περίοδο εκείνη εμφανίστηκαν επίσης ορισμένες αναρχοατομικιστικές ομάδες στη Μόσχα, την Πετρούπολη και το Κίεβο. Κύριοι εκπρόσωποι του αναρχοατομισμού ήταν ο Αλεξέι Μποροβόι και ο Λεβ Τσέρνι.19
Ο μπολσεβίκος Ε. Γιαροσλάβσκι, στο βιβλίο του «Η ιστορία του αναρχισμού στη Ρωσία» που γράφτηκε το 1937, συνοψίζοντας τη δράση των αναρχικών στην επανάσταση του 1905 συμπεραίνει: «Οι αναρχικοί στη Ρωσία όχι μόνο δεν έκαναν καμία επαναστατική πράξη μεγάλης σημασίας, αλλά αναμφισβήτητα προκάλεσαν στο επαναστατικό κίνημα σημαντική ζημιά με τον αγώνα τους ενάντια στο μαρξισμό και κυρίως με την υπεράσπιση της ατομικής τρομοκρατίας»20.
Το ζήτημα της τρομοκρατίας δεν αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης μονάχα μέσα στους κόλπους των αναρχικών κύκλων, αλλά απασχόλησε συνολικά το επαναστατικό-δημοκρατικό κίνημα, τα κόμματα και τις ομάδες που πάλευαν ενάντια στον τσαρισμό. Εξάλλου, η βίαιη λαϊκή αντίδραση ενάντια στον τσαρισμό και την κρατική καταστολή, συμπεριλαμβανομένων και κάποιων μορφών ατομικής τρομοκρατίας, προϋπήρχε στην επαναστατική λαϊκή παράδοση του ναροντνικισμού.
Βασικός κληρονόμος του ναροντνικισμού στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν το κόμμα των «Σοσιαλιστών Επαναστατών», γνωστών ως «εσέρων» (από τα αρχικά των λέξεων στα ρωσικά). Οι εσέροι «κληρονόμησαν» και τις μαχητικές μορφές δράσης των ναρόντνικων και τον περιορισμένο μικροαστικό, αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα της πάλης ενάντια στον τσαρισμό. Από το 1901 είχαν συγκροτήσει την επονομαζόμενη «Οργάνωση Μάχης» και προχώρησαν σε πλήθος μαχητικών ενεργειών, όπως η ανατίναξη με βόμβα του Μεγάλου Δούκα Σεργκέι το Φλεβάρη του 1905, η επίθεση με βόμβα στην κατοικία του υπουργού Π. Στολίπιν τον Αύγουστο του 1906 κ.ά.
Ο Β. Σερζ21 κάνει μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση για τη σχέση της ατομικής τρομοκρατίας ως μεθόδου πάλης με το μικροαστικό χαρακτήρα του κόμματος των εσέρων, που προσφέρει και ορισμένα γενικότερα συμπεράσματα: «Επαναφέροντας τις θεωρίες των παλιών ναρόντνικων, οι εσέροι έβλεπαν τις αγροτικές κοινότητες ως βάση του μελλοντικού ρωσικού σοσιαλισμού […]. Ένα κόμμα διανοουμένων, που στρέφεται προς τους αγρότες για υποστήριξη, είναι ανίκανο να χρησιμοποιήσει τη δράση των εργατικών μαζών όπου η απεργία και η διαδήλωση είναι οι απλούστερες μορφές· δεν έχει εναλλακτική λύση παρά να προσφύγει σε τρομοκρατικές δράσεις. Στην πραγματικότητα –όπως έγραψε ο Λένιν πολύ αργότερα και όπως έδειξε η Ιστορία σε άφθονες περιπτώσεις– οι εσέροι πολύ συχνά δεν ήταν παρά φιλελεύθεροι οπλισμένοι με βόμβες και περίστροφα. Ακόμη κι έτσι, μέχρι το 1917 το Σοσιαλεπαναστατικό Κόμμα έδειξε δείγματα εξαιρετικής επαναστατικής ποιότητας. […] Η πτώση τους μετά από το Μάρτη και τον Οκτώβρη του 1917 είναι γι’ αυτόν το λόγο ακόμη περισσότερο απογοητευτική: Αποκαλύπτει την ανικανότητα των μεσαίων τάξεων να καθοδηγήσουν οποιαδήποτε επανάσταση στην εποχή μας»22.
Σε αντίθεση με τους ναρόντνικους και τους εσέρους, οι μπολσεβίκοι αντιμετώπισαν την ένοπλη πάλη και όλες τις μαχητικές μεθόδους της όχι με μονομέρεια, αλλά ως μορφή της ταξικής πάλης για το σοσιαλισμό, που μπορεί και πρέπει να αξιοποιείται με υπολογισμό των συγκεκριμένων κάθε φορά συνθηκών. Στο 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (1903), με σχετικό Σχέδιο Απόφασης, η τρομοκρατία απορρίπτεται ως μέθοδος πάλης την παρούσα στιγμή, «γιατί αποσπά τις καλύτερες δυνάμεις από την άμεσα κι επιτακτικά αναγκαία δουλειά οργάνωσης και ζύμωσης» και «σπάει τη σύνδεση των επαναστατών με τις μάζες των επαναστατικών τάξεων του πληθυσμού»23.
Οι μπολσεβίκοι όμως κάθε άλλο παρά αρνήθηκαν τις οξυμένες μορφές του ένοπλου αγώνα σε συνθήκες ανόδου της επαναστατικής δράσης των μαζών. Ο Λένιν γράφει το 1906: «Όταν βλέπω σοσιαλδημοκράτες να δηλώνουν με υπεροψία και αυτοϊκανοποίηση: Εμείς δεν είμαστε αναρχικοί, δεν είμαστε κλέφτες, δεν είμαστε ληστές, εμείς είμαστε ανώτεροι από αυτά, εμείς αποδοκιμάζουμε τον παρτιζάνικο πόλεμο, τότε αναρωτιέμαι: Καταλαβαίνουν μήπως οι άνθρωποι αυτοί τι λένε; Σ’ ολόκληρη τη χώρα γίνονται ένοπλες συγκρούσεις και συμπλοκές της μαυροεκατονταρχίτικης κυβέρνησης με τον πληθυσμό. […] Καταλαβαίνω ότι, επειδή η οργάνωσή μας είναι αδύνατη και απροετοίμαστη, εμείς μπορούμε να αρνηθούμε σε μια ορισμένη περιφέρεια και σε μια ορισμένη στιγμή ν’ αναλάβουμε την κομματική καθοδήγηση της αυθόρμητης αυτής πάλης […] Όταν όμως βλέπω ένα θεωρητικό ή ένα δημοσιολόγο της σοσιαλδημοκρατίας να μην αισθάνεται λύπη γι’ αυτήν την έλλειψη προετοιμασίας, αλλά να αυτοϊκανοποιείται υπεροπτικά και να επαναλαμβάνει με ναρκισσισμό και θαυμασμό φράσεις για αναρχισμό, μπλανκισμό και τρομοκρατία, που τις έχει αποστηθίσει από τα μικρά του χρόνια, τότε νιώθω τον εαυτό μου προσβεβλημένο για τον εξευτελισμό που υφίσταται η πιο επαναστατική στον κόσμο θεωρία»24.
Την περίοδο της επανάστασης του 1905-1907 οι μπολσεβίκοι πρωτοστάτησαν σε μαχητικές μορφές αγώνα του προλεταριάτου και σε μορφές ένοπλης σύγκρουσης. Δούλεψαν επαναστατικά για τη διαμόρφωση υποδομών για τη συνωμοτική δουλειά του Κόμματος, εξασφάλισαν οπλισμό, παράνομα τυπογραφεία, απαλλοτρίωσαν χρηματικά ποσά από τράπεζες για την εξασφάλιση της επαναστατικής δράσης τους.25 Χαρακτηριστικό του πνεύματος με το οποίο ο Λένιν αντιμετώπιζε την ένοπλη μορφή της σύγκρουσης και της αποφασιστικότητας με την οποία ζητούσε να ξεπεραστούν οι όποιες αναστολές στους κόλπους του ΣΔΕΚΡ είναι το γράμμα του προς τη Μαχητική Επιτροπή της Επιτροπής Πετρούπολης των Μπολσεβίκων το 1905: «Ιδρύστε αμέσως μαχητικές ομάδες […] Ας εξοπλίζονται αμέσως μόνοι τους, ο καθένας όπως μπορεί, άλλος με πιστόλι, άλλος με μαχαίρι, άλλος με μια πατσαβούρα με πετρέλαιο για εμπρησμούς […] Ορισμένα τμήματα θα αναλάβουν αμέσως τώρα να σκοτώσουν ένα χαφιέ, να ανατινάξουν ένα αστυνομικό τμήμα, άλλα να επιτεθούν στην τράπεζα για να κατάσχουν χρήματα για την εξέγερση […] . Όμως είναι υποχρεωτικό να αρχίσουν να μαθαίνουν στην πράξη: Μη φοβάστε αυτές τις δοκιμαστικές επιθέσεις. Υπάρχει βέβαια ο κίνδυνος να καταλήξουν στην άλλη άκρη, αυτό όμως είναι κακό της αυριανής μέρας, ενώ σήμερα το κακό βρίσκεται στην αδράνειά μας, στο δογματισμό μας, στην πολύσοφη ακινησία, στο γεροντικό φόβο για κάθε πρωτοβουλία»26.
Σημειώνουμε ως άξια αναφοράς την παρατήρηση του Π. Άβριτς, ο οποίος, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τους παράγοντες που εμπόδισαν τη διάδοση του αναρχισμού, αναφέρει ότι ένας εξ αυτών ήταν το γεγονός ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα στη Ρωσία (εννοώντας το ΣΔΕΚΡ και τους εσέρους), σε αντίθεση με τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης, ήταν κόμματα μαχητικής δράσης και όχι διαποτισμένα με ρεφορμισμό και κοινοβουλευτισμό. Άλλωστε, όπως επίσης αναφέρει, η επιρροή των εσέρων στην αγροτιά και των μπολσεβίκων στο προλεταριάτο «κάλυπταν» αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις, χωρίς να μένει «χώρος» για τον αναρχισμό. Εξηγεί ότι ο αναρχισμός δύσκολα θα μπορούσε να βρει απήχηση στους λίγους αγρότες που έδειχναν ενδιαφέρον να ασχοληθούν με τα πολιτικά ζητήματα, καθώς στην αγροτιά υπήρχε αδιαμφισβήτητη πρωτοκαθεδρία των εσέρων των οποίων το πρόγραμμα ήταν προσαρμοσμένο στους πόθους του αγροτικού πληθυσμού της υπαίθρου· ενώ στο προλεταριάτο η δράση των μπολσεβίκων άφηνε ελάχιστα περιθώρια για τον αναρχισμό, ο οποίος, κατά τον Άβριτς, μπορούσε τελικά να έχει απήχηση μόνο σε ορισμένα τμήματα εκτοπισμένων τεχνιτών που επιθυμούσαν την επιστροφή στο ιδεώδες του Κροπότκιν για μια προβιομηχανική παραγωγή ή σε τμήματα ανειδίκευτων, άνεργων, περιθωριοποιημένων εργατών των πόλεων.27
ΟΙ ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΣΤΗΝ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ
Το Φλεβάρη του 1917 ξέσπασε η λαϊκή αγανάκτηση απέναντι στην απολυταρχία, τα δεινά του πολέμου, την πείνα και γκρέμισε τον τσάρο από το θρόνο του. Σχηματίστηκε η αστική Προσωρινή Κυβέρνηση. Στην επανάσταση του Φλεβάρη, που είχε αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες συμμετείχαν στην απεργιακή πάλη, επανασυγκροτήθηκαν τα Σοβιέτ (που, ως μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης, είχαν εμφανιστεί πρώτη φορά στην επανάσταση του 1905), τμήματα του στρατού πέρασαν με το μέρος των επαναστατημένων, ενώ στα εργοστάσια και στις συνοικίες συγκροτήθηκαν ένοπλες πολιτοφυλακές και κόκκινες φρουρές. Πυροδοτήθηκε μια πρωτόγνωρη δραστηριότητα των επαναστατημένων εργατών, αγροτών, στρατιωτών, οι οποίοι, συγκροτώντας τα Σοβιέτ, είχαν δημιουργήσει όργανα-φορείς της δικής τους εξουσίας.
Οι μήνες από το Φλεβάρη μέχρι την Οκτωβριανή Επανάσταση χαρακτηρίστηκαν από την άνοδο της δραστηριότητας και της πρωτοβουλίας των μαζών που εκφράζονταν κυρίως μέσα από τα Σοβιέτ, τα οποία –υπό την κυριαρχία των μικροαστικών δυνάμεων των εσέρων και των μενσεβίκων που σ’ εκείνη τη φάση πλειοψηφούσαν σε αυτά– «οικειοθελώς» παραχωρούσαν την εξουσία στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Διαμορφώθηκε η αντικειμενική εκείνη κατάσταση που ο Λένιν χαρακτήρισε ως «δυαδική εξουσία». Γι’ αυτό και η δραστηριότητα των μπολσεβίκων όλο αυτό το διάστημα περιστράφηκε γύρω από το να πείσουν τις εργατικές μάζες να πάρουν την εξουσία, γραμμή που συμπυκνώθηκε (κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτού του διαστήματος) στο σύνθημα: «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!».
Μέσα σε αυτό το επαναστατικό «πανδαιμόνιο» λαϊκής δράσης και πρωτοβουλίας δρούσαν ελάχιστες αναρχικές δυνάμεις στις διάφορες πόλεις της Ρωσίας. Αυτές πήραν ζωή από τους αναρχικούς που επέστρεψαν από το εξωτερικό, καθώς και από εκείνους που απελευθερώθηκαν από τις φυλακές και τις εξορίες που τους είχε στείλει το τσαρικό καθεστώς. Οι ομάδες αυτές ήταν αδύναμες, διάσπαρτες, χωρίς συνοχή και χωρίς σαφή στόχο δράσης.
Ο Πολ Άβριτς υπολογίζει ότι αρχικά υπήρχαν περίπου 100 αναρχικοί στην Πετρούπολη (με μόλις τρεις μικρούς πυρήνες στα εργοστάσια της περιοχής του Βίμποργκ, της νήσου Βασίλιεφ και στο μεγαθήριο Πουτίλοφ28). Το καλοκαίρι, μετά από αρκετές δυσκολίες, φτιάχτηκε η αναρχοσυνδικαλιστική ομάδα κι εφημερίδα «Γκόλος Τρούντα» («Φωνή της Εργασίας»). Ο Βολίν λέει σχετικά: «Μόνο το μήνα Αύγουστο κι ύστερ’ από πολύ μεγάλες δυσκολίες, η μικρή αναρχοσυνδικαλιστική ομάδα, που την αποτελούσαν προπάντων σύντροφοι που γύρισαν απ’ το εξωτερικό, κατάφερε να συγκροτήσει μια εβδομαδιαία εφημερίδα. Κι όσο για την προφορική προπαγάνδα, δεν υπήρχαν στην Πετρούπολη παρά τρεις-τέσσερις σύντροφοι ικανοί να την ασκήσουν»29. Οι αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες είχαν μια περιορισμένη επιρροή σε ένα τμήμα εργατών που είχαν απογοητευτεί από την προδοσία των σοσιαλιστικών κομμάτων της Β΄ Διεθνούς. Οι ομάδες της Πετρούπολης συντονίζονταν μέσα από μια χαλαρή Αναρχική Ομοσπονδία.
Στη Μόσχα, το Μάρτη του 1917, υπήρχαν περίπου 70 αναρχικοί οργανωμένοι σε μία Ομοσπονδία αναρχικών ομάδων. Αναφέρεται ότι είχαν κάποιες δυνάμεις στους αρτοποιούς και σε εργάτες της βιομηχανίας τροφίμων. Η Ομοσπονδία της Μόσχας είχε αναρχοκομμουνιστικό προσανατολισμό και κυκλοφορούσε την καθημερινή εφημερίδα «Αναρχία», που διηύθυναν οι αδελφοί Γκορντίν.30
Οι αναρχοσυνδικαλιστές έκαναν ορισμένες προσπάθειες παρέμβασης στο εργατικό κίνημα που είχε αναπτυχθεί ραγδαία και συμμετείχαν στις εργοστασιακές επιτροπές, που σε μεγάλο βαθμό είχαν περάσει στην επιρροή των μπολσεβίκων. Οι εργοστασιακές επιτροπές ήταν ταξικές προλεταριακές οργανώσεις και αποτέλεσαν τη βάση για την μπολσεβίκικη δουλειά στα εργοστάσια, ενώ στην πορεία προς την Οκτωβριανή Επανάσταση η δουλειά των εργοστασιακών επιτροπών έπαιξε ρόλο στη ριζοσπαστικοποίηση των εργατών και την αλλαγή των συσχετισμών στα Σοβιέτ υπέρ των μπολσεβίκων. Στην 1η Συνδιάσκεψη των εργοστασιακών επιτροπών που έγινε στις 31 Μάη (13 Ιούνη) 1917, έγινε οξυμένη πάλη ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους μενσεβίκους για τα καθήκοντα των επιτροπών και γύρω από το ζήτημα του εργατικού ελέγχου στην παραγωγή –ένα σύνθημα που ζύμωναν οι μπολσεβίκοι.
Ο Λένιν, στο χαιρετισμό που απηύθυνε στη Συνδιάσκεψη και απαντώντας στους μενσεβίκους, τόνισε ότι, όταν μιλάει κανείς για «έλεγχο» της βιομηχανίας, δεν πρέπει να ξεχνάει τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους και της εξουσίας που υπάρχει, που είναι αστική. «Για να ασκείται πραγματικά ο έλεγχος στη βιομηχανία, πρέπει να είναι εργατικός έλεγχος, πρέπει σε όλα τα υπεύθυνα όργανα η πλειοψηφία να αποτελείται από εργάτες και η διεύθυνση να λογοδοτεί για τις ενέργειές της σε όλες τις έγκυρες εργατικές οργανώσεις»31. Για το περιεχόμενο του εργατικού ελέγχου οι μπολσεβίκοι αντιπαρατέθηκαν και με τους αναρχικούς, που εννοούσαν τον έλεγχο του κάθε εργοστασίου ξεχωριστά αποκλειστικά από τους εργάτες που δουλεύουν σε αυτό και όχι από το προλεταριάτο ως τάξη. Η γραμμή των μπολσεβίκων ήταν αυτή που επικράτησε. Τις παραμονές της Οκτωβριανής Επανάστασης, στην Πανρωσική Συνδιάσκεψη των εργοστασιακών επιτροπών, σε σύνολο 167 αντιπροσώπων, οι 96 ήταν μπολσεβίκοι, 24 εσέροι, 13 αναρχικοί, 7 μενσεβίκοι κ.ά.32
Άλλες ενέργειες των αναρχικών ομάδων ήταν ορισμένες τυχοδιωκτικές απαλλοτριώσεις και καταλήψεις κτηρίων, με πιο γνωστό περιστατικό την κατάληψη της βίλας Ντουρνοβό και τα αιματηρά επεισόδια που προκλήθηκαν εξαιτίας της προσπάθειας της Προσωρινής Κυβέρνησης να την εκκενώσει τον Ιούνη του 1917.33
Συνολικά, μέσα στις συνθήκες γιγάντωσης του εργατικού κινήματος και της ανάπτυξης των Σοβιέτ, η επιρροή των αναρχικών ήταν ασήμαντη, πράγμα που αποτυπώνεται και από την εκπροσώπησή τους στα Σοβιέτ και στα συνέδρια των Σοβιέτ, όπου συνήθως δεν ήταν παρά «μισή ντουζίνα σε ένα σύνολο αρκετών εκατοντάδων αντιπροσώπων»34.
Η πιο μεγάλη σύγχυση των αναρχικών και η καρδιά της χρεοκοπίας τους φανερώνεται γύρω από το ζήτημα της στάσης τους απέναντι στα Σοβιέτ. Το μεγαλύτερο κομμάτι των αναρχικών τα απέρριπτε, αφού τα θεωρούσε –και σωστά, αφού τέτοια ήταν– όργανα εξουσίας. Αφού λοιπόν η αναρχική διδασκαλία απορρίπτει κάθε εξουσία γενικά, οι αναρχικοί απέρριψαν και τα Σοβιέτ, ως όργανα που εξέφραζαν, δυνάμει, την επαναστατική εξουσία των εργατών.
Ήδη από την επανάσταση του 1905 οι αναρχικοί δεν είχαν θετική στάση απέναντι στα Σοβιέτ: «Τα Σοβιέτ του 1905 ήταν εξίσου ενοχλητικά για τους αναρχικούς, δεδομένου ότι, ως αδιαμόρφωτοι έστω αντιπροσωπευτικοί θεσμοί (παρά ως άμεσα δημοκρατικοί φορείς), έμοιαζαν με τους κρατικιστικούς θεσμούς, με ενσαρκώσεις εξουσίας και ισχύος»35, λέει ο Μπούκτσιν και προσθέτει ότι το ίδιο συνέβη και στα 1917: «Οι αναρχικοί συνολικά δεν αναγνώρισαν ως όφειλαν τη σπάνια ευκαιρία που τους δινόταν να χρησιμοποιήσουν τα Σοβιέτ σαν μέσο για να πετύχουν τα κοινωνικά τους ιδεώδη. Το 1917, όπως και το 1905, οι περισσότεροι αναρχικοί απέφυγαν τα Σοβιέτ· τα θεώρησαν στίβο αντιπαράθεσης των πολιτικών κομμάτων –σαν μικρά πολιτικά κοινοβούλια δηλαδή»36.
Ο Βολίν χαρακτηρίζει τα Σοβιέτ ως «συγκεχυμένους, περιστασιακούς και καθαρά αντιπροσωπευτικούς οργανισμούς» και λέει: «Στην ουσία, ένα “Σοβιέτ” δεν είναι διόλου μια οργάνωση ταξικού αγώνα κι επαναστατικής δράσης […] Λόγω της δομής του κυρίως, είναι μια οργάνωση πλαδαρή, παθητική, γραφειοκρατική ή, στην καλύτερη περίπτωση, διοικητικής φύσης. Ένα Σοβιέτ μπορεί ν’ ασχολείται με ορισμένες τοπικές μικροδραστηριότητες και τίποτα περισσότερο […] Προσβάλλεται εύκολα από την “πολιτική ασθένεια” και, συνεπώς, αποτελεί ένα σίγουρο κίνδυνο για την Επανάσταση»37. Η Οκτωβριανή Επανάσταση έγινε κάτω από το σύνθημα: «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Κάτω δηλαδή από τη μισητή για τους αναρχικούς λέξη «εξουσία», αλλά και την εξίσου αντιπαθητική, όπως είδαμε, «Σοβιέτ». Οι μπολσεβίκοι, με επεξεργασμένη πολιτική, με σταθερότητα στην αντιπαράθεση στην Προσωρινή Κυβέρνηση, αλλά κι ευελιξία για το τράβηγμα των εργατικών μαζών με βάση τις καμπές και την πορεία της ταξικής πάλης, με σκληρή διαπάλη σε όλες τις φάσεις, κατάφεραν σταδιακά να αποσπάσουν τα Σοβιέτ από την επιρροή των εσέρων και των μενσεβίκων. Το Σεπτέμβρη και τον Οκτώβρη, με τους μπολσεβίκους να πλειοψηφούν στα βασικά Σοβιέτ της Πετρούπολης και της Μόσχας, το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» (το οποίο είχε αποσυρθεί προσωρινά από τον Λένιν μετά από τα γεγονότα του Ιούλη του 1917 κι επανήλθε το Σεπτέμβρη38) συγκέντρωνε την υποστήριξη εκατομμυρίων εξεγερμένων εργατών, αγροτών, στρατιωτών και ισοδυναμούσε με κάλεσμα για σοσιαλιστική επανάσταση.
Οι αναρχικοί απέρριπταν το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ». Ο Βολίν γράφει: «Όσο για τους αναρχικούς, αυτό το σύνθημα τους έβαλε σε σκέψεις, και δικαιολογημένα […] δε δέχονταν το σύνθημα χωρίς κάποιες επιφυλάξεις. Γι’ αυτό, ο όρος εξουσία καθιστούσε το σύνθημα διφορούμενο, ύποπτο, παράλογο και δημαγωγικό». Ταυτόχρονα όμως δεν μπορούσαν να παραβλέψουν τη συμμετοχή των επαναστατημένων μαζών στα Σοβιέτ, με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε αντιφάσεις και να «σύρονται» ουσιαστικά πίσω από τα γεγονότα.
Μπορούμε να παρακολουθήσουμε αυτές τις αντιφάσεις γύρω από το ζήτημα της εξουσίας των Σοβιέτ στην πορεία κλιμάκωσης του ταξικού αγώνα μέσα από την αρθογραφία βασικών αναρχικών εντύπων. Στις 25 Αυγούστου, μέσα στο στροβιλισμό των γεγονότων κι ενώ ο Κορνίλοφ ετοίμαζε αντεπαναστατικό πραξικόπημα, η αναρχοσυνδικαλιστική «Γκόλος Τρούντα» διακήρυσσε: «Δεν έχουμε ανάγκη την εξουσία»39. Η απόρριψη του στόχου της εξουσίας είναι ουσιαστικά παραίτηση από την επανάσταση, παράδοση στον ταξικό αντίπαλο, είναι διακήρυξη γραμμής αφοπλισμού. Η άρνηση της διεκδίκησης της εξουσίας σε επαναστατικές συνθήκες σημαίνει και άρνηση της επανάστασης.
Λίγες μέρες πριν το ξέσπασμα της επανάστασης, στο φύλλο της 20ής Οκτώβρη, η ίδια εφημερίδα έγραφε για το ενδεχόμενο κατάληψης της εξουσίας από τους μπολσεβίκους: «Η πιθανή υλοποίηση του συνθήματος: Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ –ή, μάλλον, η πιθανή κατάληψη της πολιτικής εξουσίας– θα είναι το τέλος; Αυτό θα είναι όλο; […] Όλα θα εξαρτηθούν απ’ την ερμηνεία που οι νικητές θα δώσουν στη λέξη “εξουσία’’ […] Αν η κατάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ σημαίνει, στην πραγματικότητα, υφαρπαγή της εξουσίας από ένα νέο πολιτικό κόμμα […] τότε ύστερ’ από ένα μεσοδιάστημα –λίγο ως πολύ μακρόχρονο– ο αγώνας αναγκαστικά θα ξαναρχίσει. Θα είναι η αρχή της τρίτης και τελευταίας φάσης της ρώσικης επανάστασης…»40. Ουσιαστικά προανήγγειλε την ανάληψη ένοπλης δράσης απέναντι στη νέα εξουσία.
Στο φύλλο της 25ης Οκτώβρη, τη μέρα δηλαδή της επανάστασης, η «Γκόλος Τρούντα» ανήγγελλε: «Μια που δίνουμε στο σύνθημα “όλη η εξουσία στα Σοβιέτ” ολότελα διαφορετική έννοια […] μια που δεν πιστεύουμε στις πλατιές προοπτικές μιας επανάστασης που ξεκινάει με μια πολιτική πράξη, δηλαδή με την κατάληψη της εξουσίας· μια που κρίνουμε αρνητικά κάθε ενέργεια των επαναστατημένων μαζών για πολιτικούς σκοπούς και κάτω απ’ την αιγίδα ενός πολιτικού κόμματος […] εκτιμούμε το σημερινό κίνημα αρνητικά»41.
Η σύγχυση και οι αντιφάσεις γύρω από το θέμα των Σοβιέτ φαίνονταν και στην αρθρογραφία της εφημερίδας «Αναρχία» της Μόσχας. Τον Απρίλη του 1918 έγραφε: «Είμαστε από θέση αρχής ενάντια στα Σοβιέτ, επειδή είμαστε ενάντια σε κάθε μορφής κράτος. Λένε ότι έχουμε σκοπό να ανατρέψουμε τους μπολσεβίκους. Ανοησίες. Είχαμε εναντιωθεί ακόμα και στην ανατροπή των μενσεβίκων»42.
Έχοντας αυτήν τη γραμμή, οι αναρχικοί ήταν αδύνατο να αναπτύξουν κάποια πρακτική πολιτική κατεύθυνση που να μπορέσει να συσπειρώσει γύρω της μάζες, πολύ περισσότερο να αναπτύξουν κάποιο συγκεκριμένο πολιτικό σχέδιο και στόχους. Σε συνθήκες κίνησης εκατομμυρίων μαζών που αμφισβητούσαν την αστική εξουσία, ουσιαστικά δε διαμόρφωσαν καμία πρακτική γραμμή, πέρα από γενικόλογα καλέσματα ενάντια σε «κάθε εξουσία». Από τα ίδια τα πράγματα περιθωριοποιήθηκαν χωρίς να μπορούν να επιδράσουν στην πορεία της ταξικής πάλης.
Ορισμένες αναρχικές δυνάμεις, που δεν μπορούσαν να παραγνωρίσουν την τεράστια δυναμική της ίδιας της επαναστατικής πραγματικότητας και των διαθέσεων των μαζών, στην πορεία των επαναστατικών γεγονότων του Οκτώβρη ακολούθησαν το επαναστατικό ρεύμα και «συνέπλευσαν» πίσω από τους μπολσεβίκους στηρίζοντας την εξέγερση του Οκτώβρη. Υπό την πρωτοκαθεδρία των μπολσεβίκων συμμετείχαν ορισμένοι αναρχικοί, όπως και οι αριστεροί εσέροι στη συγκρότηση της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής (ΣΕΕ)43 του Σοβιέτ της Πετρούπολης για τη στρατιωτική προετοιμασία της εξέγερσης. Στην πράξη, ένα τμήμα των αναρχικών συντάχτηκε με την εξέγερση του Οκτώβρη.
Η στάση απέναντι στα Σοβιέτ και την εξουσία τους αποτέλεσε βασικό σημείο τριβής ανάμεσα στους αναρχικούς. Χοντρικά μπορούμε να πούμε ότι οι αναρχικοί χωρίστηκαν σε τρεις τάσεις: Μια μερίδα τους αναγνώρισε και στήριξε την εξουσία των Σοβιέτ, μια άλλη μερίδα καλούσε σε άμεση ανατροπή τους γιατί ήταν φορείς εξουσίας και μια τρίτη τάση ταλαντευόταν.
Ο Λένιν, λίγο καιρό μετά από την Επανάσταση, το Γενάρη του 1918, σημείωνε στο λόγο του στο 3ο Συνέδριο των Σοβιέτ: «Κι ενώ μερικοί αναρχικοί μιλάνε με φόβο για τα Σοβιέτ, εξακολουθώντας ακόμη να επηρεάζονται από τις παλιωμένες αντιλήψεις, ένα καινούργιο, ένα φρέσκο ρεύμα αναρχισμού τάσσεται οριστικά στο πλευρό των Σοβιέτ, βλέποντας ότι έχουν τη ζωτικότητα και την ικανότητα να κερδίσουν τις συμπάθειες των μαζών και να ξυπνήσουν τη δημιουργική τους δύναμη»44.
Υπήρξαν αναρχικοί που πάλεψαν στο πλάι των μπολσεβίκων για την ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης, όπως και ενάντια στην αντεπανάσταση των Λευκών, που πολέμησαν στον Κόκκινο Στρατό και δούλεψαν με το σοβιετικό καθεστώς. Αξίζει να αναφερθεί το παράδειγμα του αναρχικού ναύτη Ανατόλι Ζελεζνιακόφ, ο οποίος ήταν μέλος της ΣΕΕ και πήρε δραστήριο μέρος στην οκτωβριανή ένοπλη εξέγερση και στην κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων, ενώ ήταν και αντιπρόσωπος στο 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ. Ήταν εκείνος που το Γενάρη του 1918, όντας επικεφαλής της φρουράς στα ανάκτορα της Ταυρίδας, ανάγκασε τους εναπομείναντες βουλευτές των αντεπαναστατικών κομμάτων να αποχωρήσουν από τα ανάκτορα για τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης. Ο Βολίν εξιστορεί ότι πλησίασε τον Β. Τσερνόφ που προέδρευε και του είπε: «Σας παρακαλώ να διακόψετε τη συνεδρίαση, οι άντρες μου είναι κουρασμένοι. […] Αρκετά φλυαρήσατε. Φύγετε». Κάπως έτσι διαλύθηκε πρακτικά η περιβόητη Συντακτική Συνέλευση. Στον Εμφύλιο πολέμησε αρχικά στην Ουκρανία ως επίτροπος στολίσκου, στη συνέχεια ως διοικητής της 16ης Μεραρχίας Πεζικού στην Οδησσό, αργότερα διοικητής τεθωρακισμένης αμαξοστοιχίας ενάντια στα στρατεύματα του Ντενίκιν. Σκοτώθηκε πολεμώντας το 1919.45
Άλλο παράδειγμα είναι ο αναρχοκομμουνιστής Αλεξάντρ Γκε, που συμμετείχε στην ΠΚΕΕ των Σοβιέτ (τις αναρχικές απόψεις του οποίου συχνά κατατρόπωνε ο Λένιν), μέλος της σοβιετικής κυβέρνησης του Βόρειου Καυκάσου. Σκοτώθηκε από τους Λευκούς το 1919.
Ο αναρχοσυνδικαλιστής Μπιλ Σάτοφ, πρώην μέλος των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW), συμπαρατάχτηκε με τους μπολσεβίκους, συμμετείχε στη ΣΕΕ και ανέλαβε μετά από την Επανάσταση διάφορες υπεύθυνες θέσεις. Ο αναρχικός Α. Μπέργκμαν μεταφέρει ένα διάλογο που είχε με τον Σάτοφ: «“Τώρα περνάμε την πιο δύσκολη φάση, αυτή της βίαιης κοινωνικής επανάστασης” είπε ο Σάτοφ. “Πρέπει να υπερασπιστούμε πολλά μέτωπα”, συνέχισε, “και χρειαζόμαστε έναν ισχυρό και πειθαρχημένο στρατό. […] Φυσικά οι Μπολσεβίκοι έκαναν πολλά λάθη, αυτό είναι ανθρώπινο […] Είναι η ώρα να σηκώσουμε τα μανίκια και να δουλέψουμε, και χρειαζόμαστε άντρες για την υπεράσπιση της επανάστασης και την ανοικοδόμηση. Εμείς, οι Αναρχικοί, πρέπει να μείνουμε πιστοί στα ιδεώδη μας, όμως αυτήν τη στιγμή δεν πρέπει να κάνουμε κριτική. Πρέπει να δουλέψουμε και να βοηθήσουμε εποικοδομητικά”»46.
Ο Λένιν σε γράμμα του στη Σύλβια Πάνκχερστ (Αύγουστος 1919) γράφει: «Πάρα πολλοί εργάτες αναρχικοί γίνονται τώρα οι πιο ειλικρινείς οπαδοί της σοβιετικής εξουσίας, και μια και είναι έτσι, αποδεικνύεται ότι αυτοί είναι οι καλύτεροί μας σύντροφοι και φίλοι, οι καλύτεροι επαναστάτες, που ήταν εχθροί του μαρξισμού μόνο από παρανόηση ή, σωστότερα, όχι από παρανόηση, αλλά γιατί ο επίσημος σοσιαλισμός που κυριαρχούσε στην εποχή της Β΄ Διεθνούς πρόδωσε το μαρξισμό…»47.
Τους αναρχικούς που αναγνώρισαν την εξουσία των Σοβιέτ και δούλεψαν στα επαναστατικά όργανα εξουσίας οι υπόλοιποι αναρχικοί τους αποκαλούσαν «σοβιετικούς αναρχικούς» ή «αναρχο-μπολσεβίκους». Από αυτούς, ορισμένοι σκοτώθηκαν πολεμώντας στον Εμφύλιο, άλλοι παρέμειναν υποστηρικτές της σοβιετικής εξουσίας δουλεύοντας μάλιστα για το σοβιετικό κράτος από διάφορες θέσεις, άλλοι, ιδιαίτερα στην όξυνση της πάλης τη δεκαετία του 1930, στράφηκαν σε μια πορεία ενάντια στη σοβιετική εξουσία, όπως συνέβη άλλωστε και με πρώην στελέχη των μπολσεβίκων που πέρασαν σε αντιπολιτευτικές θέσεις, εχθρικές προς τη σοβιετική εξουσία και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Η παγκόσμια ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης αγκάλιασε και συγκίνησε κάθε αγωνιζόμενο εργάτη. Είχε ευρύτερη επιρροή στους σοσιαλιστές διάφορων αποχρώσεων, αλλά και σε αναρχικούς, μισο-αναρχικούς, αναρχοσυνδικαλιστές στις ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ. Το 1920, στις «Θέσεις για τα βασικά καθήκοντα του 2ου Συνεδρίου της ΚΔ» ο Λένιν, καλώντας σε τράβηγμα των προλεταριακών στοιχείων που υπήρχαν στους αναρχικούς, έγραφε: «Το Συνέδριο εφιστά την προσοχή όλων των συντρόφων, ιδιαίτερα των λατινικών και τον αγγλοσαξονικών χωρών, στο γεγονός πως μέσα στους αναρχικούς όλου του κόσμου ύστερα από τον πόλεμο γίνεται μια βαθιά ιδεολογική διάσπαση πάνω στο ζήτημα της στάσης απέναντι στη δικτατορία του προλεταριάτου και στη Σοβιετική Εξουσία. […] Γι’ αυτό, το Συνέδριο θεωρεί σαν χρέος όλων των συντρόφων να υπερασπίζουν ολόπλευρα το πέρασμα όλων των μαζικών-προλεταριακών στοιχείων από τον αναρχισμό με το μέρος της Γ΄ Διεθνούς»48.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΑΛΛΑΚΟΜΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΟΞΥΝΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ
Την πρώτη περίοδο μετά από την Επανάσταση, το Κόμμα των Μπολσεβίκων είχε να αντιμετωπίσει καταρχάς τη σταθεροποίηση της σοβιετικής εξουσίας μέσα σε περιβάλλον μεγάλων δυσκολιών και απέναντι σε πλήθος ενεργειών υπονόμευσης. Μετά από την κατάληψη της εξουσίας η ταξική πάλη οξύνθηκε και με τις αντεπαναστατικές δυνάμεις και τα αστικά κόμματα, αλλά και με τα κόμματα που αρχικά δεν είχαν αντιταχτεί στην επανάσταση. Τα κόμματα αυτά αντιμετωπίστηκαν με κατασταλτικά μέτρα στην πορεία όξυνσης της ταξικής πάλης και στο βαθμό που αντιτέθηκαν στη σοβιετική εξουσία με ένοπλο τρόπο, στήριξαν την αντεπανάσταση και προέβησαν σε ανοιχτά αντεπαναστατικές πράξεις (δολοφονίες στελεχών των μπολσεβίκων κ.ά.).
Οι καντέτοι, ως καθαρόαιμο αστικό κόμμα, από το τέλος του Νοέμβρη κιόλας του 1917 στήριξαν ανοιχτά την προετοιμασία της αντεπαναστατικής εξέγερσης του Καλέντιν και το κόμμα τους απαγορεύτηκε. Οι εσέροι και οι μενσεβίκοι, τη νύχτα της 25ης προς την 26η Οκτώβρη, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την επαναστατική ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης και την εξουσία των Σοβιέτ. Εγκατέλειψαν το Συνέδριο των Σοβιέτ, ουσιαστικά ευθυγραμμιζόμενοι με την αντεπανάσταση.
Οι εσέροι, από τις 26 κιόλας του Οκτώβρη, την επόμενη μέρα της Επανάστασης, αποφάσισαν να αναλάβουν ένοπλη δράση ενάντια στη σοβιετική εξουσία, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με συντάγματα των κοζάκων και στρατιωτικά τμήματα εχθρικά προς την Επανάσταση και συγκρότησαν παράνομες ένοπλες ομάδες.49 Μετά από τη διάλυση της Συντακτικής Συνέλευσης, πέρασαν στην ατομική τρομοκρατία και σε δολοφονίες μπολσεβίκων, όπως του Β. Βολοντάρσκι και του Μ. Σ. Ουρίτσκι. Στη διάρκεια του Εμφυλίου υποστήριξαν ανοιχτά την αντεπανάσταση, συμμετείχαν στο σχηματισμό αντιμπολσεβίκικων «κυβερνήσεων» –όπως στη Σαμάρα, στη Σιβηρία, στην περιοχή της Κασπίας και αλλού– και συνεργάστηκαν με τους εθνικιστές στην Ουκρανία.
Διαφορετική στάση κράτησαν οι αριστεροί εσέροι, οι οποίοι άλλωστε είχαν στηρίξει ενεργά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Οι αριστεροί εσέροι είχαν διαχωριστεί ως πολιτική ομάδα στη διάρκεια του πολέμου, κρατώντας επαναστατική-διεθνιστική στάση, παραμένοντας όμως στο κόμμα των εσέρων. Όπως έχουμε αναφέρει, συμμετείχαν από κοινού με τους μπολσεβίκους στη ΣΕΕ και την ένοπλη ανατροπή της Προσωρινής Κυβέρνησης. Μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση βάθυνε η ρήξη με τους «δεξιούς εσέρους», από τους οποίους αποχωρίστηκαν και οργανωτικά και συγκροτήθηκαν ως χωριστό πολιτικό κόμμα με πανρωσικό συνέδριο που έγινε μετά από την Επανάσταση, το Δεκέμβρη του 1917. Οι μπολσεβίκοι, παίρνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι αριστεροί εσέροι αναγνώρισαν την Οκτωβριανή Επανάσταση και υπολογίζοντας στα ερείσματα που είχαν στην αγροτιά, τους πρότειναν τη συμμετοχή στα όργανα εξουσίας της επαναστατικής κυβέρνησης. Οι αριστεροί εσέροι, οι οποίοι αρχικά αρνήθηκαν θεωρώντας ότι έπρεπε να σχηματιστεί «ομοιογενής» κυβέρνηση απ’ όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα, συμμετείχαν τελικά το Δεκέμβρη του 1917 με 7 στελέχη τους στο Σοβιέτ των Επιτρόπων του Λαού. Συμμετείχαν επίσης στη συγκρότηση του Κόκκινου Στρατού και της Πανρωσικής Έκτακτης Επιτροπής (ΠΕΕ)50, στην οποία ανέλαβε αντιπρόεδρος ο αριστερός εσέρος Αλεξαντρόβιτς.51
Οι αριστεροί εσέροι παρέμειναν ορισμένους μήνες στη σοβιετική κυβέρνηση, αλλά η όξυνση της ταξικής πάλης τους οδήγησε σε σύγκρουση με τους μπολσεβίκους. Στις αρχές του 1918 διαφώνησαν με τη σύναψη της ειρήνης του Μπρεστ υποστηρίζοντας τη συνέχιση του πολέμου και το Μάρτη αποχώρησαν από την κυβέρνηση. Μαζί τους συντάχτηκαν στο ζήτημα του πολέμου και οι αναρχικοί. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1918 η σύγκρουση των αριστερών εσέρων με τους μπολσεβίκους βάθυνε, καθώς διαφωνούσαν με την αποστολή εργατικών επισιτιστικών αποσπασμάτων στην ύπαιθρο για την καταπολέμηση της παρακράτησης των σιτηρών από τους εύπορους αγρότες και σε σχέση με τη συγκρότηση των επιτροπών φτωχών αγροτών (επιτροπές φτωχολογιάς52), που βάθυνε την ταξική πάλη στο χωριό.
Τους πρώτους μήνες μετά από την Επανάσταση η σοβιετική εξουσία είχε να αντιμετωπίσει μεγάλα προβλήματα. Ο πόλεμος μαινόταν, αφού και μετά από την ειρήνη του Μπρεστ συνεχιζόταν η περικύκλωση, είχε φουντώσει ο Εμφύλιος και οργανώθηκε η ιμπεριαλιστική επέμβαση. Είχε επίσης να αντιμετωπίσει την αποδιάρθρωση στην παραγωγή που είχαν επιφέρει τα τόσα χρόνια πολέμου, αλλά και το σαμποτάρισμα των εχθρών της Επανάστασης. Το χειμώνα του 1917-1918, την άνοιξη και τους θερινούς μήνες του 1918, είχε να αντιμετωπίσει το φάσμα της πείνας, η οποία χτύπησε σφοδρότερα τις πόλεις, την καρδιά του προλεταριάτου και της Επανάστασης.
«Τους μήνες Απρίλη και Μάη, η έλλειψη τροφίμων φτάνει στα άκρα […] Οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων, που γινόταν όλο και πιο δύσκολο να βρεθούν, ανέβαιναν, ενώ η αξία των χαρτονομισμάτων ήταν αντικείμενο αλλεπάλληλων υποτιμήσεων […] Οι αγρότες προτιμούσαν να παρακρατούν το σιτάρι αντί να το παραδίδουν στο κράτος, που είχε απαγορεύσει την αγοραπωλησία […] Το σιτάρι έγινε αντικείμενο κερδοσκοπίας και πουλιόταν τέσσερις ή πέντε φορές πάνω από την τιμή του […] Το μονοπώλιο ήταν μια ζωτική ανάγκη. Το ελεύθερο εμπόριο του σιταριού θα είχε σαν αποτέλεσμα το κράτος μεν να έχει τη δυνατότητα να εκδίδει χρήμα, αλλά στην πραγματικότητα να είναι εντελώς ανίσχυρο απέναντι στην κερδοσκοπία, που θα ήταν ο κυρίαρχος της αγοράς»53.
Η σοβιετική εξουσία, για να λύσει το επισιτιστικό πρόβλημα, οργάνωσε μέτρα ενάντια στην απόκρυψη σιτηρών και την κερδοσκοπία. Έχοντας καταργήσει το ελεύθερο εμπόριο των σιτηρών, οργάνωσε τον παλλαϊκό έλεγχο και καταγραφή. Η απόφαση αυτή όξυνε την ταξική πάλη στο χωριό και αντιμετώπισε τη δυσαρέσκεια της εύπορης αγροτιάς, των κουλάκων. Η σοβιετική εξουσία συγκρότησε ειδικό επαναστατικό όργανο με αυξημένες εξουσίες, που επιφορτίστηκε με το σχεδιασμό και την επίβλεψη της συγκομιδής στην ύπαιθρο, τη συγκέντρωση, μεταφορά και διανομή στις πόλεις. Ορίστηκε η υποχρεωτική παράδοση όλων των πλεονασμάτων από τους αγρότες, μετά από την αφαίρεση των αναγκαίων ποσοτήτων για τη συντήρησή τους, τη σπορά κλπ.
Είναι η περίοδος του λεγόμενου «πολεμικού κομμουνισμού», που επιβλήθηκε από τις σκληρές συνθήκες που αντιμετώπισε η σοβιετική εξουσία από τους πρώτους κιόλας μήνες ύπαρξής της. Οργανώθηκαν εργατικά τμήματα επισιτισμού που θα συνέδραμαν σε αυτό το έργο. Η ανταλλαγή ανάμεσα στις πόλεις και την ύπαιθρο δυσχεραινόταν σημαντικά από το γεγονός ότι η βιομηχανική παραγωγή δεν είχε ακόμη ορθοποδήσει, ώστε να παρέχει σε επαρκή ποσότητα προϊόντα για ανταλλαγή με τα σιτηρά, ενώ οι αγρότες δυσανασχετούσαν με την πληρωμή τους σε χαρτονόμισμα το οποίο ήταν ακόμη ασταθές και υποτιμημένο, ως αποτέλεσμα του συνεχιζόμενου πολέμου.
Το Μάη του 1918, απευθυνόμενος στους εργάτες της Πετρούπολης για την οργάνωση επισιτιστικού τμήματος, ο Λένιν λέει: «Δεκάδες χιλιάδες επίλεκτοι εργάτες, πρωτοπόροι, αφοσιωμένοι στο σοσιαλισμό, που δε θα υποκύψουν στη δωροδοκία και στη ληστεία και θα είναι σε θέση να δημιουργήσουν μια σιδερένια δύναμη ενάντια στους κουλάκους, στους κερδοσκόπους, στους μαυραγορίτες, στους δωρολήπτες, στους αποδιοργανωτές –να τι μας χρειάζεται…»54.
Οι αναρχικοί και οι αριστεροί εσέροι αντιστάθηκαν στα μέτρα για τα σιτηρά, υποστηρίζοντας ουσιαστικά το ελεύθερο εμπόριο. Στο γράμμα του προς τους εργάτες της Πετρούπολης, «Για την πείνα», ο Λένιν εξηγεί: «Αρκεί να σκεφτούμε έστω και λιγάκι πάνω σ’ αυτούς τους όρους νίκης πάνω στην πείνα, για να καταλάβουμε όλη την απύθμενη βλακεία των σιχαμερών μωρολόγων του αναρχισμού που αρνούνται την ανάγκη της κρατικής εξουσίας […] Τώρα ακριβώς που η επανάστασή μας πλησίασε πολύ κοντά συγκεκριμένα και πρακτικά –κι εδώ βρίσκεται η ανυπολόγιστη αξία της– στα καθήκοντα της πραγματοποίησης του σοσιαλισμού, ακριβώς τώρα και ακριβώς στο βασικό ζήτημα, στο ζήτημα των σιτηρών, φαίνεται πεντακάθαρα η ανάγκη μιας σιδερένιας επαναστατικής εξουσίας, η ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, της οργάνωσης της συγκέντρωσης των προϊόντων, της μεταφοράς και της κατανομής τους σε μαζική, πανεθνική κλίμακα, παίρνοντας υπόψη τις ανάγκες δεκάδων και εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, υπολογίζοντας από τα πριν τις συνθήκες και τα αποτελέσματα της παραγωγής για ένα χρόνο και πολλά χρόνια […] Το κόμμα των ανερμάτιστων ανθρώπων, δηλαδή των αριστερών εσέρων, δείχνει κι εδώ τον αλλοπροσαλλισμό του: Αφήνει να το παρασύρουν οι ιδιοτελείς κραυγές και τα ουρλιαχτά της αστικής τάξης, βάζει τις φωνές ενάντια στο μονοπώλιο των σιτηρών, “διαμαρτύρεται” για την επισιτιστική δικτατορία, τρομοκρατείται από την αστική τάξη, φοβάται την πάλη ενάντια στον κουλάκο και στριφογυρίζει υστερικά, συμβουλεύοντας να ανεβάσουμε τις σταθερές τιμές, να αφήσουμε ελεύθερο το ιδιωτικό εμπόριο και άλλα τέτοια»55.
Οι διαφωνίες με τους αριστερούς εσέρους αντανακλούν την αντιπαράθεση για την ταξική πάλη στο χωριό στις οξυμένες συνθήκες της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου. Στην πράξη, οι αριστεροί εσέροι απομακρύνθηκαν από τα συμφέροντα των φτωχών αγροτών και στράφηκαν εναντίον τους, υποστηρίζοντας τα συμφέροντα της εύπορης και τμήματος της μεσαίας αγροτιάς η οποία, σε εκείνη τη φάση, στο κύριο ζήτημα του εμπορίου του σιταριού, επηρεαζόταν και συντασσόταν με τους κουλάκους. Υποστηρίζοντας το ελεύθερο εμπόριο, οι αριστεροί εσέροι και οι αναρχικοί υπερασπίζονταν τα συμφέροντα των κουλάκων.56
Στο 5ο Συνέδριο των Σοβιέτ,57 που έγινε τον Ιούλη του 1918, η αντιπαράθεση με τους αριστερούς εσέρους κορυφώθηκε. Η ηγέτιδά τους, Μαρία Σπιριντόνοβα, επιτέθηκε σφοδρά στους μπολσεβίκους και δήλωσε από το βήμα του Συνεδρίου ότι: «Υπάρχουν ανάμεσά μας διαφορές που είναι απλώς χωρίς σημασία, όμως για το αγροτικό ζήτημα είμαστε έτοιμοι να δώσουμε μάχη», αναγγέλλοντας ότι θα σταθούν αντιμέτωποι στους μπολσεβίκους «με το περίστροφο ή με τη βόμβα στο χέρι»58. Την επόμενη μέρα (6 Ιούλη), στελέχη των αριστερών εσέρων, σε μια πράξη άμεσης υπονόμευσης της εργατικής εξουσίας, δολοφονούν τον πρεσβευτή της Γερμανίας στη Μόσχα Κόμη Μίρμπαχ, σε μια προσπάθεια να προκαλέσουν την επανέναρξη του πολέμου με τη Γερμανία, και οργάνωσαν μια αποτυχημένη εξέγερση, η οποία καταπνίγηκε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Η εξέγερση οργανώθηκε από την ΚΕ του κόμματος των αριστερών εσέρων και είχε ως αρχικό πυρήνα δυνάμεις της ΠΕΕ, που ήταν υπό τις διαταγές του αριστερού εσέρου Ντ. Ι. Ποπόφ. Οι στασιαστές μάλιστα συνέλαβαν τον Φ. Τζερζίνσκι όταν έφτασε στο σημείο που ήταν συγκεντρωμένοι, με απαίτηση να του παραδώσουν το δολοφόνο του Γερμανού πρεσβευτή. Συνέλαβαν επίσης 27 ακόμη στελέχη των μπολσεβίκων, ανάμεσά τους και τον πρόεδρο του Σοβιέτ της Μόσχας. Διέθεταν περίπου δύναμη 1.800 ατόμων, 6-8 πυροβόλα και 4 θωρακισμένα οχήματα. Με τους αριστερούς εσέρους συμπαρατάχτηκαν στην εξέγερση και δυνάμεις των αναρχικών. Περίπου 300 στασιαστές συνελήφθησαν, ενώ 13 πρωτοστατήσαντες που πιάστηκαν με το όπλο στο χέρι, ανάμεσά τους και ο Αλεξαντρόβιτς, εκτελέστηκαν λίγες μέρες μετά.59
Την επόμενη μέρα (7 Ιούλη), ο Λένιν λέει για την ανταρσία: «Οι αριστεροί εσέροι, συνεπαρμένοι από τις ηχηρές φράσεις, ωρύονται εδώ και μερικούς μήνες: “Κάτω το Μπρεστ, ζήτω η εξέγερση ενάντια στους Γερμανούς”. […] Κλείνοντας τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα, εξακολουθούσαν να ακολουθούν με παράλογη επιμονή τη γραμμή τους, χωρίς να νιώθουν ότι απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από τις λαϊκές μάζες […] Και στο βαθμό που απομακρύνονταν από το λαό, άρχιζαν να προσελκύουν όλο και περισσότερο τη συμπάθεια της αστικής τάξης, που έλπιζε ότι θα πραγματοποιήσει τα σχέδιά της με τα χέρια τους»60.
Η όξυνση της πάλης ανάμεσα στους μπολσεβίκους και τους αριστερούς εσέρους, όπως και με τους αναρχικούς στην πορεία εδραίωσης της σοβιετικής εξουσίας, είναι ενδεικτική των δυσκολιών της σοσιαλιστικής εξουσίας και της όξυνσης της ταξικής πάλης που επέρχεται μετά από την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας, που ανοίγει νέα καθήκοντα για το ΚΚ. Δυνάμεις που αναγνώρισαν και συμμετείχαν στην Οκτωβριανή Επανάσταση σύντομα ταλαντεύτηκαν σε σχέση με την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου και την πορεία βαθέματος της ταξικής πάλης και των σχέσεων παραγωγής και κατανομής, σε συνθήκες μάλιστα που η σοβιετική εξουσία αγωνιζόταν για την ύπαρξή της. Το «στρατόπεδο» των επαναστατημένων του Οκτώβρη δεν έμεινε ενιαίο στη νέα φάση της ταξικής πάλης.
Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΥΣ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥΣ
Η παρουσίαση της κατάστασης που είχε να αντιμετωπίσει η σοβιετική εξουσία ως το καλοκαίρι του 1918, η όξυνση της αντιπαράθεσης με τους αριστερούς εσέρους και ο αντεπαναστατικός τους ρόλος μας δίνει τη βάση για προσεγγίσουμε και την πορεία της αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις των αναρχικών, η οποία σε γενικές γραμμές ακολούθησε παρόμοια πορεία και σε παρόμοια σημεία (όπως το ζήτημα της ειρήνης του Μπρεστ και το ζήτημα της ταξικής πάλης στην ύπαιθρο).
Οι μπολσεβίκοι γενικά, ως και την άνοιξη του 1918, δε δίωκαν την προπαγάνδα των αναρχικών, τη δράση τους μέσα από ορισμένες καταλήψεις κτιρίων, τον αναρχικό Τύπο. Μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, καταγράφεται μάλιστα μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ορισμένων αναρχικών ομάδων. Μια πλατιά αναρχική συνδιάσκεψη έγινε στα τέλη του Δεκέμβρη του 1917 στο Χάρκοβο και μία ακόμη στο Εκατερινοσλάβ το Φλεβάρη του 1918. Μέσα στο 1918 οι αναρχοσυνδικαλιστές έκαναν δυο πανρωσικές συνδιασκέψεις, στη Μόσχα, ενώ στη Μόσχα επίσης πραγματοποίησαν ένα πανρωσικό συνέδριο και οι αναρχοκομμουνιστές. Η Ομοσπονδία Αναρχικών της Πετρούπολης κυκλοφορούσε καθημερινή εφημερίδα.61 Οι μπολσεβίκοι δεν μπορούσαν όμως να ανεχτούν ένοπλη δράση που να υπονομεύει την εξουσία των Σοβιέτ. Γι’ αυτό, και μετά από σειρά περιστατικών, τον Απρίλη του 1918 αποφάσισαν να αφοπλίσουν τις ένοπλες αναρχικές ομάδες.
Στη Μόσχα οι οπλισμένες δυνάμεις των αναρχικών διευθύνονταν από ένα «Μαύρο Επιτελείο». Ήταν δυνάμεις ανεξέλεγκτες και ανεύθυνες. Ο Σερζ αναφέρει ότι «οι ίδιοι οι αναρχικοί παραδέχτηκαν ότι ύποπτα στοιχεία, τυχοδιώκτες, κοινοί εγκληματίες και αντεπαναστάτες παρεισέφρησαν στις γραμμές τους». Παραθέτει αποσπάσματα από την εφημερίδα «Αναρχία» (1 Απρίλη 1918) όπως αυτό: «Συμβαίνουν θλιβερές καταχρήσεις. Άγνωστα πρόσωπα διεξάγουν συλλήψεις και αποσπούν χρήματα εν ονόματι της Ομοσπονδίας. Η Ομοσπονδία δηλώνει ότι δε θα ανεχτεί καμία κατάσχεση με σκοπό τον προσωπικό πλουτισμό». Αναφέρει επίσης ομάδες αναρχικών που συζητούσαν ανοιχτά τη δυνατότητα ένοπλης ανατροπής των μπολσεβίκων. Αυτό αποδείχτηκε εξάλλου, καθώς δυνάμεις αναρχικών συμμετείχαν λίγους μήνες αργότερα στην εξέγερση των αριστερών εσέρων: «Εγώ ο ίδιος γνωρίζω ότι, λίγο πριν, είχε γίνει μια συνάντηση των ηγετών της Αναρχικής Ομοσπονδίας όπου συζητήθηκε η δυνατότητα μιας εξέγερσης εναντίον των μπολσεβίκων», αναφέρει ο Σερζ.
Οι μπολσεβίκοι, μετά από συσσώρευση ορισμένων περιστατικών όπως οι δολοφονίες στελεχών της ΠΕΕ και άλλες επιθέσεις για τις οποίες ανέλαβε την ευθύνη επίσημα η Αναρχική Ομοσπονδία, αποφάσισε τον αφοπλισμό των αναρχικών: «5.000 σοβιετικοί στρατιώτες πήραν μέρος σ’ αυτήν την επιχείρηση τη νύχτα της 11-12 Απρίλη. Τα σπίτια που οι αναρχικοί είχαν καταλάβει και που τα υπεράσπιζαν με τα πολυβόλα τους περικυκλώθηκαν. Στους καταληψίες δόθηκαν είκοσι λεπτά για να παραδοθούν. Σε αρκετά μέρη υπήρξε αιμοτοχυσία […] Μ’ αυτόν τον τρόπο καταλήφθηκαν είκοσι εφτά σπίτια, είκοσι ομάδες αφοπλίστηκαν και 500 συνελήφθησαν. Οι νεκροί και οι τραυματίες έφτασαν τις μερικές δεκάδες. Κανένας αναρχικός, γνωστός ως τέτοιος, δε σκοτώθηκε στη διάρκεια αυτών των εχθροπραξιών και δεν ακολούθησαν ούτε συνοπτικές εκτελέσεις (όπως φημολογήθηκε), ούτε άλλα σκληρά μέτρα»62. Η εφημερίδα «Αναρχία» ξανακυκλοφόρησε λίγες μέρες μετά, στις 21 Απρίλη. Όπως εξιστορεί ο Σερζ, ο αφοπλισμός των αναρχικών δε συνάντησε κάποια σημαντική δυσκολία, ούτε ακολούθησαν σημαντικές αντιδράσεις. Ο αναρχισμός εξουδετερώθηκε με μια απλή «αστυνομική επιχείρηση […] δε χρειάστηκε να οργανωθεί ούτε μια πολιτική καμπάνια εναντίον του»63.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μαρτυρία του αντεπαναστάστη στρατηγού Κ. Γκόπερς (Karlis Goppers, 1876-1941), που αποδεικνύει πως οι αναρχικές λέσχες αποτέλεσαν «φωλιά» αντεπαναστατικών δυνάμεων, δίνοντας λύση στο πρόβλημα στέγασης πρακτόρων των αντεπαναστατών. Αναφέρει: «Οι αναρχικές λέσχες μας έδωσαν την ευκαιρία να οργανωθούμε κατάλληλα. Οι μπολσεβίκοι τους ανέχονταν… Στις αρχές Απρίλη, εξήντα ή εβδομήντα μέλη μας μπήκαν σ’ αυτές τις λέσχες. Δε χρειαζόταν πια να σπάμε το κεφάλι μας για να βρούμε χώρο να εγκαταστήσουμε τα μέλη μας που έφταναν από τις επαρχίες. Χρειαζόταν μόνο να τους εφοδιάζω με ένα πάσο και να τους κατευθύνω στον επικεφαλής ενός “αναρχικού αποσπάσματος”, που μπορούσε να τους βάλει σε ένα μεγάλο σπίτι όπου έκαναν κατάληψη οι ελευθεριακοί. Επικεφαλής των αναρχικών μας είχαμε ένα λοχαγό πυροβολικού, που η εμφάνιση και ο χαρακτήρας του ταίριαζε με την αναμενόμενη εικόνα ενός αναρχικού»64.
Τα γεγονότα της άνοιξης και του καλοκαιριού του 1918 σήμαναν το πέρασμα σε μια νέα φάση, όπου τα κόμματα και οι δυνάμεις που αρχικά είχαν στηρίξει την επανάσταση πλάι στους μπολσεβίκους πέρασαν πια ανοιχτά με το μέρος της αντεπανάστασης. Κορύφωση της αντεπαναστατικής τρομοκρατικής δράσης ήταν η απόπειρα δολοφονίας ενάντια στον Λένιν τον Αύγουστο του 1918 από την εσέρα Φ. Κάπλαν. Επίσης, αναρχικές δυνάμεις συνέχισαν τις ένοπλες αντεπαναστατικές ενέργειες κι επιθέσεις στους μπολσεβίκους, όπως η βομβιστική επίθεση στα γραφεία του μπολσεβίκικου κόμματος στη Μόσχα το Σεπτέμβρη του 1918 με 12 νεκρούς και 50 τραυματίες.65
Παρόλ’ αυτά, ορισμένες αναρχικές ομάδες συνέχισαν να έχουν δράση ως και το 1920-1921 κι έπειτα. Οι μπολσεβίκοι διατηρούσαν την εξής στάση: Στο βαθμό που οι αναρχικοί και οι ομάδες τους δεν εναντιώνονταν έμπρακτα στη σοβιετική εξουσία, οι σοβιετικές αρχές δεν τους δίωκαν (αυτούς που αποκαλούσαν «ιδεολόγους αναρχικούς»).
Ενδεικτική της συνέχισης της δραστηριότητας, αλλά και της σύγχυσης και ταλάντευσης των αναρχικών απέναντι στους μπολσεβίκους και τη σοβιετική εξουσία είναι η εξιστόρηση του Α. Μπέργκμαν από τη συμμετοχή του στις συζητήσεις της Λέσχης των «Ουνιβερσαλιστών» γύρω στην άνοιξη του 1920. Οι «Ουνιβερσαλιστές» ήταν μια ομάδα αναρχικών που είχαν συγκροτήσει το 1920 οι αδελφοί Γκορντίν και ο Γκ. Ασκάροφ, οι οποίοι υποστήριζαν τους μπολσεβίκους.66
«Άνθρωποι όλων των επαναστατικών τάσεων μαζεύονταν στη Λέσχη. Μετριοπαθείς Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες και οι πιο ακραίοι οπαδοί της Σπιριντόνοβα. Μαξιμαλιστές, Ατομικιστές και Αναρχικοί διάφορων τάσεων», αφηγείται ο Μπέργκμαν. Παραθέτοντας τις εντυπώσεις του, αναφέρει την ομιλία του Ροστσίν, παλιού αναρχικού, ο οποίος στήριζε τη σοβιετική εξουσία: «Εγκωμίασε τον επαναστατικό ρόλο του ΚΚ και αποκάλεσε τον Λένιν το μεγαλύτερο άντρα του αιώνα. […] “Καθήκον κάθε Αναρχικού είναι να δουλέψει ολόθερμα μαζί με τους Κομμουνιστές, που είναι η πρωτοπορία της επανάστασης” […] “Ο άνθρωπος είναι Αναρχομπολσεβίκος’’, σχολίασε με σαρκασμό το ακροατήριο».67
Η ΣΥΜΠΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΒΗΣΙΜΟ ΤΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΤΟΥ
Οι αναρχικοί που εναντιώθηκαν στη σοβιετική εξουσία ουσιαστικά εναντιώθηκαν στην επανάσταση. Σε συνθήκες σκληρού αγώνα, υπονόμευσης της εργατικής εξουσίας, εμφύλιου πολέμου και ιμπεριαλιστικής επέμβασης, η προπαγάνδα και πρακτική δράση, συχνά ένοπλη, των αναρχικών για την αμφισβήτηση της σοβιετικής εξουσίας ισοδυναμούσε με σύμπλευση με την αντεπανάσταση. Σε συνθήκες που κρίνεται το «ποιος-ποιον» δύο μόνο καθαρά στρατόπεδα υπάρχουν: Η επανάσταση και η αντεπανάσταση. Στο σύνθημα «Κάτω η σοβιετική εξουσία», οι αναρχικοί τόνιζαν το «εξουσία», οι αστοί το «σοβιετική», και οι δύο όμως συνέπιπταν στην ανατροπή της πρώτης νικηφόρας εργατικής επανάστασης. Αντικειμενικά η δράση των αναρχικών ενάντια στους μπολσεβίκους συμπλέχτηκε με τα αντεπαναστατικά σχέδια.
Δυο είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα που αποδεικνύουν τη χρεοκοπία και συνταύτιση του αναρχισμού με την αντεπανάσταση, τα οποία εξάλλου προβάλλονται κατά κόρον από τη σύγχρονη αντικομμουνιστική προπαγάνδα των αναρχικών. Η δράση των αναρχικών στο ένοπλο αγροτικό κίνημα του Μαχνό στην Ουκρανία και η στάση τους από κοινού με άλλες αντιμπολσεβίκικες δυνάμεις στα γεγονότα της Κρονστάνδης. Θα περιοριστούμε σε μια σύντομη αναφορά, καθώς τα ιστορικά αυτά γεγονότα δεν μπορούν να καλυφθούν σε όλες τους τις λεπτομέρειες στο πλαίσιο αυτού του άρθρου.
Για το κίνημα του Μαχνό
Η Ουκρανία είναι μια περιοχή κομβική για τη σιτοπαραγωγή, όπως επίσης πλούσια σε ορυκτό πλούτο και με σημαντική βιομηχανία. Το καλλιεργήσιμο κι εύφορο έδαφος σημαίνει μεγάλη μάζα αγροτικού πληθυσμού, στον οποίο, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, υπάρχει σημαντική διαστρωμάτωση, καθώς δίπλα στη φτωχή αγροτιά διαμορφώθηκαν υπολογίσιμα στρώματα μεσαίων και εύπορων αγροτών.
Την περίοδο του εμφύλιου πολέμου η Ουκρανία βρέθηκε στο κέντρο ισχυρών και αλλεπάλληλων πολεμικών συγκρούσεων όσο καμία άλλη περιοχή της επικράτειας της πρώην Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η σοβιετική εξουσία, για να καταφέρει να νικήσει ολοκληρωτικά και να εγκαθιδρυθεί, χρειάστηκε να δώσει σκληρό αγώνα ως το 1921 με διαδοχικά εχθρικά στρατεύματα.
Αρχικά είχε απέναντί της τις ουκρανικές αστικές εθνικιστικές δυνάμεις, που μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση δεν αναγνώρισαν τη σοβιετική εξουσία και ανακήρυξαν ως εξουσία την εθνικιστική Ράντα (αστικό όργανο εξουσίας που συγκροτήθηκε μετά από την επανάσταση του Φλεβάρη και αρχικά στήριξε την Προσωρινή Κυβέρνηση). Η εξουσία της Ράντα ανετράπη από τα Σοβιέτ μετά από σκληρό αγώνα το Γενάρη του 1918, αλλά μόνο για λίγο, καθώς ακολούθησε γερμανική εισβολή. Οι Γερμανοί, αξιοποιώντας σύμφωνο που είχαν συνάψει με τη Ράντα με το οποίο ζητούσε βοήθεια ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία, εισέβαλαν στα εδάφη της Ουκρανίας κι εγκαθίδρυσαν σκληρό αντεπαναστατικό καθεστώς. Εναντίον των στρατευμάτων κατοχής οι μπολσεβίκοι ξεκίνησαν παρτιζάνικο πόλεμο. Το Νοέμβρη του 1918, μετά από το ξέσπασμα της γερμανικής επανάστασης, η κυβέρνηση της Σοβιετικής Ρωσίας κατήγγειλε την ειρήνη του Μπρεστ και ξεκίνησε το διώξιμο των γερμανικών στρατευμάτων με τη συμβολή του Κόκκινου Στρατού. Το Δεκέμβρη του 1918 την εξουσία στο Κίεβο κατέλαβαν οι αστοί εθνικιστές με επικεφαλής τον Σ. Β. Πετλιούρα. Παράλληλα, στα τέλη του 1918 ξεκίνησαν στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία τα στρατεύματα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης της Αντάντ. Την άνοιξη του 1919, τα λευκά αντεπαναστατικά στρατεύματα του Ντενίκιν κατάφεραν να ελέγξουν μεγάλο μέρος της επικράτειας. Ενάντια στα στρατεύματα του Ντενίκιν και του Βράνγκελ διεξαγόταν σκληρός αγώνας με παρτιζάνικα τμήματα και δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού. Η σοβιετική εξουσία κατάφερε να επικρατήσει στα τέλη του 1920 - αρχές του 1921.
Όλο αυτό το διάστημα η Ουκρανία ήταν ένα τεράστιο πεδίο μαχών, στο οποίο δρούσαν διάφοροι στρατοί, επαναστατικά και αντεπαναστατικά στρατεύματα, ένοπλες ομάδες πολέμαρχων, συμμορίες κλπ. Σε ορισμένα μέρη της Ουκρανίας, στα 4 αυτά χρόνια, το καθεστώς άλλαξε 14 φορές! Σε αυτές τις συνθήκες αστάθειας και συνεχόμενων πολεμικών συγκρούσεων δημιουργήθηκε ο στρατός του Μαχνό.
Το κίνημα του Μαχνό δημιουργήθηκε την άνοιξη του 1918, στην πορεία του αγώνα των Ουκρανών αγροτών ενάντια στα γερμανικά στρατεύματα. Ο Μαχνό γεννήθηκε το 1889 σε μια φτωχή αγροτική οικογένεια στο χωριό Γκιουλιαϊπόλε, στην Ανατολική Ουκρανία. Από την επανάσταση του 1905 είχε έρθει σε επαφή με τις αναρχικές ιδέες. Το 1906, στα 17 του, συμμετείχε σε αναρχοκομμουνιστικό πυρήνα και το 1909 φυλακίστηκε. Στη φυλακή έγινε στενός φίλος με τον αναρχικό Πιοτρ Αρσίνοφ, ο οποίος και επηρέασε καθοριστικά την αναρχική «μόρφωση» του μισο-αγράμματου χωρικού Μαχνό.68 Μετά από την επανάσταση του Φλεβάρη, αποφυλακίστηκε κι επέστρεψε στο χωριό του. Εκεί, τον Αύγουστο του 1917, συγκρότησε ένα πρώτο μικρό ένοπλο τμήμα το οποίο προέβη σε επιδρομές εναντίον μεγάλων τσιφλικιών και αργότερα, μετά από την εισβολή των Γερμανών, εναντίον των δυνάμεων κατοχής. Το αντάρτικο του Μαχνό είχε αγροτική βάση και είχε τη στήριξη και των κουλάκων. Σταδιακά κατάφερε να ελέγχει μια εκτεταμένη έκταση γύρω από την περιοχή του Ντον, με κέντρο το Γκιουλιαϊπόλε. Η σχέση του με τη σοβιετική εξουσία είχε μεγάλες διακυμάνσεις, από ασταθή συνεργασία αρχικά και συγκυριακά, μέχρι ανοιχτή αντεπαναστατική δράση.
Ο Μαχνό πολέμησε ενάντια στους Γερμανούς, τον Πετλιούρα, τον Ντενίκιν και τον Βράνγκελ, σε κάποιες στιγμές σε συνεργασία με τη σοβιετική εξουσία. Πολέμησε όμως κι ενάντια στον Κόκκινο Στρατό, αρνούμενος την εξουσία των Σοβιέτ. Οι αντάρτικες ομάδες του εμπόδιζαν το έργο των επισιτιστικών οργάνων και των επιτροπών φτωχολογιάς. Τρεις φορές ήρθε σε συμφωνία με τη σοβιετική εξουσία και τις τρεις φορές την αθέτησε. Ταξικά αντανακλούσε την αγροτική αντίδραση, ιδιαίτερα των εύπορων αγροτών, στη σοβιετική εξουσία και τα έκτακτα μέτρα που χρειάστηκε να πάρει για την αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης.
Η δράση του Μαχνό συνέβαλε στο στρατιωτικό χτύπημα των λευκών στρατευμάτων. Ο Ε. Γιαροσλάβσκι άλλωστε λέει: «Δε θεωρούμε ότι το κίνημα του Μαχνό ήταν εχθρικό προς την επανάσταση από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε»69. Η αντιπαράθεσή του όμως με τη σοβιετική εξουσία ήταν ουσιαστικά χτύπημα της επανάστασης, που λύθηκε με ένοπλο τρόπο.
Ο ίδιος ο Μαχνό ήταν περισσότερο ένας πολεμιστής, πολέμαρχος, παρά θεωρητικός του αναρχισμού. Έτσι άλλωστε περιγράφεται και στις διάφορες βιογραφίες του70. Σημαντική επίδραση στο μαχνοβίτικο κίνημα είχαν οι αναρχικοί Βολίν, Π. Αρσίνοφ, Μπαρόν, της αναρχικής οργάνωσης «Ναμπάτ»71.
Ο στρατός του Μαχνό κατά διαστήματα κατάφερε να ελέγχει σχετικά μεγάλες περιοχές. Η δράση του μας δίνει και έμπρακτα παραδείγματα που μας επιτρέπουν να κρίνουμε τη δοκιμασία του αναρχικού ιδανικού στην πράξη, κατά την «εφαρμογή» του, μέσα μάλιστα από τις αναφορές των αναρχικών πηγών. Θα αναφέρουμε ενδεικτικά μόνο δυο παραδείγματα, ένα που αφορά το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας και ένα που αφορά την οργάνωση της οικονομίας.
Ο Μαχνό και ο αναρχισμός γενικά διακηρύσσουν ως βασικό πυρήνα την απόρριψη κάθε πολιτικής εξουσίας. Στις περιοχές όμως που ήλεγχε ο στρατός του Μαχνό, ο Άβριτς παραδέχεται ότι πρακτικά είχε εγκαθιδρυθεί μια αρχή εξουσίας, με τα δικά της όργανα και μέσα επιβολής, ότι είχε συγκροτηθεί μια «χαλαρή κυβέρνηση», όπως εύσχημα την ονομάζει. Ο Μαχνό συγκεκριμένα εγκαθίδρυσε στρατιωτικό επαναστατικό συμβούλιο που είχε το χαρακτήρα ανώτατου οργάνου εξουσίας. Όπως επιπλέον παραδέχεται ο Άβριτς, «τα χαλινάρια της εξουσίας παρέμεναν σφιχτά στα χέρια του Μαχνό και του επιτελείου του» καθώς ο Μαχνό όριζε ο ίδιος τους βασικούς αξιωματικούς του και υπέβαλε το στρατό του στην σκληρή πειθαρχία που παραδοσιακά είχαν τα κοζάκικα στρατεύματα της περιοχής.72
Τον Οκτώβρη και το Νοέμβρη του 1919 ο Μαχνό κατέλαβε για αρκετές βδομάδες το Εκατερινοσλάβ και το Αλεξάντροφσκ, μεγάλες πόλεις της περιοχής. Ήταν η ευκαιρία του να «εφαρμόσει την αντίληψή του για τον αναρχισμό στη ζωή της πόλης». Όταν οι σιδηροδρομικοί και οι εργάτες στα τηλεγραφεία του Αλεξάντροφσκ παραπονέθηκαν ότι δεν έχουν πληρωθεί εδώ και βδομάδες, ο Μαχνό απάντησε: «Δεν είμαστε μπολσεβίκοι για να σας τρέφει το κράτος», και πρότεινε να χρεώνουν απευθείας τους επιβάτες των τρένων, ώστε να εξασφαλίζουν το μισθό και τα τρόφιμά τους. Ο Άβριτς περιγράφει ότι ο Μαχνό δεν μπόρεσε να έχει απήχηση στους εργάτες των πόλεων: «Σε αντίθεση με τους αγρότες και τους τεχνίτες του χωριού, που ήταν ανεξάρτητοι παραγωγοί συνηθισμένοι να διαχειρίζονται τις υποθέσεις τους, οι εργοστασιακοί εργάτες και οι ανθρακωρύχοι λειτουργούσαν ως αλληλένδετα τμήματα μιας περίπλοκης βιομηχανικής μηχανής και χάνονταν χωρίς την καθοδήγηση εποπτών και ειδικών τεχνικών. Επιπλέον, οι αγρότες και οι τεχνίτες μπορούν να ανταλλάξουν τα προϊόντα της δουλειάς τους, ενώ οι εργάτες εξαρτώνται από τους κανονικούς μισθούς για την επιβίωσή τους. […] Ποτέ δεν κατάλαβε την περιπλοκότητα μιας αστικής οικονομίας, ούτε είχε τη διάθεση να την καταλάβει. Απεχθανόταν το “δηλητήριο” των πόλεων και αγαπούσε τη φυσική απλότητα του αγροτικού περιβάλλοντος στο οποίο είχε γεννηθεί»73. Η εκτίμηση αυτή συμπυκνώνει την αδυναμία του αναρχισμού του Μαχνό να καταλάβει τις τεράστιες διαφορές της ζωής της πόλης από την αγροτική ζωή. Αναδεικνύει μια από τις ρίζες του αναρχισμού, την έμφυτη αντίδραση του ατομικού εμπορευματοπαραγωγού προς το «μεγάλο», το «οργανωμένο» σε μεγάλη κλίμακα, ουσιαστικά τη βιομηχανικά οργανωμένη, σύνθετη καπιταλιστική κοινωνία και το κράτος της, κοιτάζοντας όμως προς τα πίσω, εξιδανικεύοντας το χτες της κοινωνίας (την αγροτική κοινότητα εν προκειμένω) και όχι προς τα μπροστά, προς την κοινωνικοποιημένη παραγωγή και την απονέκρωση του κράτους.
Μετά από την οριστική νίκη της σοβιετικής εξουσίας στην Ουκρανία, οι ένοπλες δυνάμεις που Μαχνό, που συνέχισαν να αντιτάσσονται στη σοβιετική εξουσία, εκκαθαρίστηκαν σταδιακά από το Δεκέμβρη του 1920. Όσοι εθελοντικά κατέθεσαν τα όπλα αμνηστεύτηκαν. Λίγες δυνάμεις απέμειναν στον Μαχνό, ο οποίος τελικά τον Αύγουστο του 1921 διέφυγε στη Ρουμανία και αργότερα στην Πολωνία και τη Γαλλία.
Για την αντεπαναστατική εξέγερση της Κρονστάνδης
Η κατάσταση της σοβιετικής οικονομίας στα 1920-1921 ήταν ακόμη εξαιρετικά δύσκολη, εξαιτίας των συνεχόμενων πληγμάτων από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τον εμφύλιο και την ξένη ιμπεριαλιστική επέμβαση. Το 1920 η παραγωγή της μεγάλης βιομηχανίας είχε μειωθεί σχεδόν κατά εφτά φορές σε σύγκριση με την προπολεμική περίοδο. Η παραγωγή κάρβουνου ήταν μικρότερη κατά τρεις φορές και πετρελαίου κατά δυόμισι φορές. Λόγω της έλλειψης καυσίμου και πρώτων υλών, δε δούλευαν πολλές παραγωγικές μονάδες. Ο πληθυσμός υπέφερε από την έλλειψη πολλών απαραίτητων βασικών βιομηχανικών προϊόντων.74
Η ίδια κατάσταση επικρατούσε και στην αγροτική παραγωγή. Δεν υπήρχε επάρκεια ούτε σε βασικά διατροφικά είδη, όπως το ψωμί, ενώ πολλοί εργάτες, για να γλιτώσουν από την πείνα, έφευγαν από τα αστικά κέντρα και πήγαιναν στην ύπαιθρο.75 Το δελτίο τροφίμων που δινόταν από τις σοβιετικές αρχές στους εργάτες των πόλεων δεν επαρκούσε και από τον Απρίλη του 1920 η μαύρη αγορά φούντωσε, με διάφορα είδη να πωλούνται 40 και 50 φορές πάνω από τις επίσημες τιμές. Η νομισματική αστάθεια είχε ως συνέπεια οι εργαζόμενοι, όλο και πιο συχνά, να λαμβάνουν την πληρωμή τους σε είδος.76
Το μπολσεβίκικο κόμμα επεξεργαζόταν τρόπους για να μπορέσει να λύσει το επείγον ζωτικό πρόβλημα της αγροτικής παραγωγής και να σταθεροποιήσει τη συμμαχία με τους αγρότες. Από τον πολεμικό κομμουνισμό πέρασε στο «φόρο σε είδος», που μπορούσε να εξασφαλίσει την ανταλλαγή των αγροτικών προϊόντων με τις πόλεις. Είναι η αρχή της ΝΕΠ, ως αναγκαστικού ελιγμού για την ανόρθωση της οικονομίας και τη σταθεροποίηση της σοβιετικής εξουσίας.
Η δύσκολη κατάσταση που επικρατούσε, η ένδεια, οι ελλείψεις, η πείνα, ήταν το έδαφος που εκμεταλλεύτηκαν αστικές και μικροαστικές πολιτικές δυνάμεις και κόμματα για να εκδηλωθούν στα τέλη του 1920 και αρχές του 1921 ορισμένες αντεπαναστατικές συνωμοσίες και αγροτικές ταραχές, όπως στην περιοχή του Ταμπόφ, στην περιοχή του μέσου και κάτω Βόλγα, στην Ουκρανία, τη Σιβηρία και αλλού. Στα αστικά κέντρα αυτό εκφράστηκε με ορισμένες εκδηλώσεις δυσαρέσκειας το Φλεβάρη του 1921 στην Πετρούπολη, τη Μόσχα και αλλού, που ανακατεύτηκαν με τη μενσεβίκικη, εσέρικη και αναρχική αντιμπολσεβίκικη δράση. Συνέχεια αυτών των γεγονότων ήταν η αντεπαναστατική εξέγερση της Κρονστάνδης το Μάρτη του 1921.
Η εξέγερση αντανακλούσε ουσιαστικά την πολιτική αστάθεια των μικροαστικών μαζών, που δυνάμωσε στα τέλη του 1920 με αρχές του 1921. Ο Λένιν συμπυκνώνει τις οικονομικές-κοινωνικές συνθήκες που αποτέλεσαν τη βάση, αλλά και το σκοπό, την ταξική της ουσία. Παραθέτουμε αναλυτικά:
«Η άνοιξη του 1921 μας έφερε –κυρίως εξαιτίας της σιτοδείας και της επιζωοτίας– εξαιρετική χειροτέρευση της κατάστασης της αγροτιάς, που και πριν ήταν υπερβολικά δύσκολη, λόγω του πολέμου και του αποκλεισμού. Αποτέλεσμα αυτής της χειροτέρευσης ήταν οι πολιτικές ταλαντεύσεις που γενικά είναι μέσα στην ίδια τη “φύση” του μικροπαραγωγού. Η πιο ξεκάθαρη έκφραση αυτών των ταλαντεύσεων ήταν η ανταρσία της Κρονστάνδης.
Το πιο χαρακτηριστικό στα γεγονότα της Κρονστάνδης ήταν ακριβώς οι ταλαντεύσεις του μικροαστικού στοιχείου. Πολύ λίγα πράγματα ήταν πλήρως διαμορφωμένα, καθαρά, καθορισμένα. Συγκεχυμένα συνθήματα: “Ελευθερία’’, “ελευθερία του εμπορίου’’, “ξεσκλάβωμα’’, “Σοβιέτ χωρίς τους μπολσεβίκους’’ ή επανεκλογή των Σοβιέτ, η λύτρωση από τη “δικτατορία του Κόμματος’’ κλπ. Και οι μενσεβίκοι και οι εσέροι δηλώνουν ότι η ανταρσία της Κρονστάνδης είναι “δική τους”. […] Όλοι οι λευκοφρουρίτες ακαριαία, με ταχύτητα μπορεί να πει κανείς ασυρμάτου, κινητοποιούνται “υπέρ της Κρονστάνδης” […] Πάνω από πενήντα ρωσικές εφημερίδες των λευκοφρουριτών στο εξωτερικό αναπτύσσουν λυσσαλέα σε δραστηριότητα καμπάνια “υπέρ της Κρονστάνδης”. Οι μεγάλες τράπεζες, όλες οι δυνάμεις του χρηματιστικού κεφαλαίου διενεργούν εράνους για τη βοήθεια της Κρονστάνδης. Ο έξυπνος ηγέτης της αστικής τάξης και των τσιφλικάδων, ο καντέτος Μιλιουκόφ, εξηγεί υπομονετικά στον ανόητο Βίκτορ Τσερνόφ απευθείας […] ότι δεν υπάρχει λόγος να βιάζονται για Συντακτική, ότι μπορεί και πρέπει να ταχθούν υπέρ της σοβιετικής εξουσίας –μόνο χωρίς τους μπολσεβίκους. […] Το ζήτημα δεν είναι ότι ο Μιλιουκόφ σαν άτομο είναι πιο έξυπνος, μα ότι ο ηγέτης του κόμματος της μεγαλοαστικής τάξης, λόγω της ταξικής του θέσης, βλέπει πιο καθαρά, καταλαβαίνει πιο καλά την ταξική ουσία της υπόθεσης και τις πολιτικές αμοιβαίες σχέσεις […] αποκαλύπτει την πραγματική τακτική της πραγματικής δύναμης των λευκοφρουριτών, της δύναμης των καπιταλιστών και των τσιφλικάδων: Ας υποστηρίξουμε όποιον να είναι, ακόμη και τους αναρχικούς, οποιαδήποτε σοβιετική εξουσία, αρκεί να ανατραπούν οι μπολσεβίκοι, αρκεί να πραγματοποιηθεί μια μετατόπιση της εξουσίας! Δεν έχει σημασία αν γίνει προς τα αριστερά ή προς τα δεξιά, προς τους μενσεβίκους ή προς τους αναρχικούς, αρκεί να μετατοπιστεί η εξουσία από τους μπολσεβίκους· και τα υπόλοιπα θα τα κάνουμε “εμείς”, οι Μιλιουκόφ, “εμείς”, οι καπιταλιστές και οι τσιφλικάδες, “μόνοι μας”. Τους αναρχικούς, τους Τσερνόφ και τους Μάρτοφ θα τους διώξουμε με χαστούκια…»77.
Οι ναύτες της Κρονστάνδης αποτέλεσαν, τόσο στην επανάσταση του 1905 όσο και στην επανάσταση του 1917, μια από τις εξαιρετικά μάχιμες δυνάμεις της επανάστασης, προπύργια της επαναστατικής πάλης των μπολσεβίκων. Το 1921 όμως είχαν επέλθει σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση των πληρωμάτων. Ο Καρλ Ράντεκ αναφέρει: «Τα παλιά πληρώματα της Κρονστάνδης έδωσαν στην κυβέρνηση των Σοβιέτ ολόκληρες χιλιάδες μαχητές που σ’ όλες τις στρατιές, σ’ όλες τις υπηρεσίες κρατήσανε τον πιο δοξασμένο ρόλο στην υπεράσπιση και την ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ρωσίας. Έτσι, δεν έμεινε στην Κρονστάνδη παρά ένα ασήμαντο μέρος από αυτούς τους παλιούς αγωνιστές, που όλοι κρατάνε τώρα πόστα διοικητικά, αποτελούνε την κομμουνιστική θωράκιση του στόλου κι είναι ενάντια σ’ αυτούς που ξεσηκώθηκαν, τα καινούργια πληρώματα».
Με τη Φινλανδία και τις Βαλτικές Χώρες να έχουν μείνει εκτός της Σοβιετικής Ρωσίας, βάση της στρατολόγησης των πληρωμάτων αποτελούσε κυρίως η Νότια Ρωσία και οι ακτές της Μαύρης Θάλασσας. «Έτσι, στην πλειονότητά του το ναυτικό αποτελείται από στοιχεία που προέρχονται από Ουκρανούς χωρικούς. Πρωτύτερα οι ειδικευμένοι ναύτες ήτανε κυρίως εργάτες μεταλλουργοί. Η ανάγκη να διατηρηθούν αυτοί οι εργάτες στην πολεμική βιομηχανία είχε για επακόλουθο πολλούς νεαρούς αστούς –που λόγω του πολέμου ή της επανάστασης είχαν αναγκαστεί να διακόψουνε τις σπουδές τους στις ανώτερες τεχνικές σχολές– να τους τραβήξει ο στόλος με τους σχετικά καλούς όρους που τους πρόσφερε. […] Κατά τρόπο γενικό και σε πρώτη γραμμή, είναι η δυσαρέσκεια του χωρικού, του Ουκρανού χωρικού, που εκδηλώθηκε σ’ αυτήν την ανταρσία»78.
Η εξέγερση ξεκίνησε στις 28 Φλεβάρη 1921. Υπήρχε ένα μίγμα συνθημάτων που επικεντρώθηκε γύρω από το αίτημα της επανεκλογής των Σοβιέτ, για «ελεύθερες» εκλογές, συνθήματα όπως «η εξουσία στα Σοβιέτ και όχι στα κόμματα», αλλά και αιτήματα ενάντια στην παρακράτηση, υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και του σεβασμού της αγροτικής ιδιοκτησίας. Υπήρχαν και ορισμένα συνθήματα υπέρ της Συντακτικής Συνέλευσης, της ανατροπής δηλαδή της σοβιετικής εξουσίας και της εγκαθίδρυσης αστικής δημοκρατίας. Είναι επίσης διαπιστωμένη ιστορικά η άμεση εμπλοκή των Λευκών, όπως του τσαρικού στρατηγού Κοζλόφσκι.
Στην Κρονστάνδη η αντεπανάσταση πέρασε στην τακτική της «υπονόμευσης» της επανάστασης από τα μέσα. Γι’ αυτό και δεν έθεσε στον πυρήνα της εξέγερσης την ανατροπή της σοβιετικής εξουσίας, αλλά, στη βάση της αποδοχής της, την απομάκρυνση των μπολσεβίκων από τα Σοβιέτ. Χωρίς τους μπολσεβίκους, τα ίδια τα Σοβιέτ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για τη μετάβαση στην αστική εξουσία. Μία από τις αστικές εφημερίδες έγραφε εκείνες τις μέρες: «Τα Σοβιέτ δεν είναι μόνο όργανα συμβουλευτικά ή νομοθετικά, είναι και όργανα της κρατικής εξουσίας στο σύνολό της. Και μόνο σαν τέτοια μπορούνε ν’ αντικαταστήσουνε το μπολσεβίκικο κράτος και ν’ αποτελέσουνε τη βάση μιας πιο ομαλής οργάνωσης των επαρχιών χωρίς να ξεκόψουνε με τον πληθυσμό. Είναι αυτονόητο πως θα μπορούσανε να εκπληρώσουν αυτόν το βιώσιμο ρόλο, μόνο ύστερα από την επανεκλογή τους»79.
Στις 2 Μάρτη συγκροτήθηκε από τους στασιαστές «Προσωρινή Επαναστατική Επιτροπή» με επικεφαλής τον Σ. Μ. Πετριτσένκο. Συνελήφθησαν στελέχη των μπολσεβίκων και οι εκπρόσωποι της σοβιετικής κυβέρνησης που είχαν πάει για να συναντηθούν με τους ναύτες και να συζητήσουν τα αιτήματά τους. Στην εξέγερση πήραν μέρος 27.000 ναύτες και στρατιώτες, που διέθεταν 2 θωρηκτά και άλλα πολεμικά πλοία και σημαντικό οπλισμό. Είναι προφανές ότι οι μπολσεβίκοι δε θα μπορούσαν να ανεχτούν μια ανοιχτή αντεπαναστατική εξέγερση, πολύ περισσότερο που η εξέγερση αυτή οδηγούσε στο στρατιωτικό αποκλεισμό της Πετρούπολης και στην κατάληψη μιας θέσης-«κλειδί» για την άμυνα της πόλης. Ούτε βέβαια μπορούσαν να ανεχτούν τη σύλληψη των εκπροσώπων της επαναστατικής εξουσίας των Σοβιέτ. Για την καταστολή της εξέγερσης επιστρατεύτηκε ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Επίσης, 300 περίπου στελέχη των μπολσεβίκων, που ήταν αντιπρόσωποι στο 10ο Συνέδριο του Κόμματος που διεξαγόταν εκείνες τις μέρες στη Μόσχα, αναχώρησαν από το Συνέδριο και στάλθηκαν με αποστολή να ενισχύσουν και να καθοδηγήσουν τις δυνάμεις που θα συμμετείχαν στη στρατιωτική επιχείρηση ενάντια στην αντεπαναστατική εξέγερση. Οι δυνάμεις αυτές χρειάστηκε να περάσουν τα παγωμένα νερά (δίνοντας μάχη με το χρόνο πριν το λιώσιμο των πάγων) και να δώσουν σκληρές μάχες. Στις 18 Μάρτη η Κρονστάνδη καταλήφθηκε με ισχυρές απώλειες για τους στασιαστές. Περίπου 8.000, ανάμεσά τους ο Πετριτσένκο και άλλοι ηγέτες της εξέγερσης, διέφυγαν στη Φινλανδία.
Μετά από το 1920-1921, ορισμένες σκόρπιες αναρχικές ομάδες παρέμειναν, έσβησε όμως η επιρροή του αναρχισμού ως ρεύμα και σταδιακά έπαψαν να υπάρχουν οργανωμένες ομάδες. Εξάλλου, η σύμπλευσή τους με την αντεπανάσταση ξεκαθάρισε τα πράγματα. Λίγες μέρες πριν τα γεγονότα της Κρονστάνδης πέθανε ο Π. Κροπότκιν (8 Φλεβάρη 1921). Η κηδεία του, στην οποία η σοβιετική εξουσία επέτρεψε να συμμετέχουν οι αναρχικές οργανώσεις και μάλιστα απελευθέρωσε προσωρινά ορισμένους αναρχικούς κρατούμενους ώστε να παραστούν, αποτέλεσε ουσιαστικά την τελευταία δημόσια παρουσία αναρχικών.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η ιστορική πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης καταγράφει όχι μόνο την πλήρη χρεοκοπία του αναρχισμού, αλλά επιπλέον αναδεικνύει τη μικροαστική του ουσία, που αποτέλεσε τη βάση της συμπόρευσής του με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης στον «κοινό» στόχο της πάλης ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Η πείρα αυτή αναδεικνύει ορισμένα βασικά συμπεράσματα:
α) Η πολεμική των αναρχικών ενάντια στα Σοβιέτ ήταν πολεμική ενάντια στα νέα, λαϊκά επαναστατικά όργανα εξουσίας που ανέδειξε η ταξική πάλη, τα οποία επέτρεψαν στην εργατική τάξη να αμφισβητήσει την αστική εξουσία. Χάρη στην ύπαρξη των Σοβιέτ έγινε κατορθωτό να προετοιμαστεί βήμα-βήμα η προσεκτική πολιτική των μπολσεβίκων όλους αυτούς τους κρίσιμους μήνες που οδήγησαν στο θρίαμβο της επανάστασης.
Το τμήμα των αναρχικών που σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης αρκούνταν σε τυχοδιωκτικές ενέργειες, στη διατύπωση διακηρύξεων ενάντια «σε κάθε εξουσία» και πολέμησε τα Σοβιέτ ως «εξουσιαστικά» στην πράξη αρνήθηκε την επανάσταση. Αν η εργατική τάξη είχε ακολουθήσει αυτήν τη γραμμή, η εξουσία θα είχε παραδοθεί στα χέρια της αστικής τάξης, η αντεπανάσταση θα είχε νικήσει χωρίς καμία δυσκολία.
Οι αναρχικοί που αντιπάλεψαν τη σοβιετική εξουσία πέρασαν γρήγορα από την προπαγάνδα στην ένοπλη υπονόμευση. Πάλεψαν με το όπλο στο χέρι ενάντια στους επαναστατημένους εργάτες και αγρότες. Ο Άβριτς σημειώνει: «Οι αναρχικοί κύκλοι της Πετρούπολης σύντομα συζητούσαν έντονα για ένα “τρίτο και τελευταίο στάδιο της επανάστασης”, έναν τελικό αγώνα ανάμεσα στη σοσιαλιστική εξουσία και το δημιουργικό πνεύμα των μαζών […] ανάμεσα στο εξουσιαστικό και το ελευθεριακό σύστημα […] ανάμεσα στη μαρξιστική αρχή και την αναρχική αρχή»80. Και από την πορεία των γεγονότων (όπως της Κρονστάνδης κ.ά.) επιβεβαιώνεται ότι η «τρίτη επανάσταση» που επικαλούνταν οι αναρχικοί δεν ήταν σε εκείνες τις συνθήκες τίποτε άλλο, παρά η ανατροπή της εργατικής εξουσίας, η αντεπανάσταση.
Η πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης διαλύει επίσης στην πράξη κάθε μύθο για τη δυνατότητα διεξαγωγής της επανάστασης τάχα χωρίς καθοδήγηση, χωρίς επαναστατική πρωτοπορία, χωρίς επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Επίσης επιβεβαιώνει τη νομοτέλεια της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, της δικτατορίας του προλεταριάτου, ώστε να ξεκινήσει η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας.
Οι τεράστιες δυσκολίες της νεαρής σοβιετικής εξουσίας στους πρώτους κιόλας μήνες ύπαρξής της, οι συνθήκες αποδιοργάνωσης της παραγωγής που είχε να αντιμετωπίσει μετά από τα τόσα χρόνια πολέμου, η ιμπεριαλιστική επέμβαση, ο εμφύλιος πόλεμος και η αντεπαναστατική υπονόμευση, αναδεικνύουν ότι η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας είναι μια πολύ σκληρή και περίπλοκη υπόθεση. Η πείρα αυτή υπογραμμίζει τα δύσκολα καθήκοντα της επαναστατικής εξουσίας για τη διαμόρφωση της βάσης των νέων κοινωνικών σχέσεων και την ανάπτυξή τους στην πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Το κράτος ως όργανο επιβολής της ταξικής κυριαρχίας και η εξουσία ως σχέση κοινωνική δεν καταργούνται με τη θέληση. Η κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση, το να χάσουν τον πολιτικό, καταναγκαστικό χαρακτήρα μια σειρά κοινωνικές λειτουργίες αποτελεί προϊόν μιας ανοδικής πορείας των κομμουνιστικών σχέσεων, καινοτομιών στην παραγωγή, κατάκτηση νέων τρόπων για τη διεύθυνση των κοινωνικών υποθέσεων.
β) Στο κύριο ζήτημα, το ζήτημα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, οι αναρχικοί υποστήριξαν τη διατήρηση της ατομικής ή ομαδικής ιδιοκτησίας, ενάντια στην κομμουνιστική σχέση της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής.
Η στάση των αναρχικών γύρω από το ζήτημα της επίλυσης του επισιτιστικού προβλήματος των πρώτων μετεπαναστατικών μηνών και η στάση τους γενικότερα γύρω από το ζήτημα της ιδιοκτησίας γης αποκαλύπτει το βαθιά μικροαστικό χαρακτήρα του αναρχισμού. Οι αναρχικοί συνασπίστηκαν με τους αριστερούς εσέρους υπερασπιζόμενοι ουσιαστικά την «ελευθερία» της ιδιοκτησίας (έστω της μικρής) ενάντια στις παρεμβάσεις του εργατικού κράτους. Στην πράξη, υποστήριξαν το εμπόριο των σιτηρών, τη μαύρη αγορά και την κερδοσκοπία, απέναντι στη συντεταγμένη προσπάθεια της σοβιετικής εξουσίας να εξασφαλίσει την επάρκεια προϊόντων για ολόκληρο τον πληθυσμό, και των πόλεων και της υπαίθρου. Στήριξαν την αντίσταση των κουλάκων. Η στάση αυτή είναι πλευρά που αναδεικνύει ότι η αναρχική εχθρότητα προς το κράτος γενικά και το επαναστατικό-εργατικό κράτος συγκεκριμένα γίνεται από τη σκοπιά υπεράσπισης του απομονωμένου εμπορευματοπαραγωγού.
Η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας και της ατομικής ιδιοποίησης του προϊόντος της εργασίας ουσιαστικά αποτελούν τα στοιχεία που συνθέτουν την κοινή βάση της αστικής-φιλελεύθερης και αναρχικής αντίληψης για την ελευθερία.
Το σταθερό πρόβλημα του αναρχισμού είναι η έλξη του προς τον απομονωμένο εμπορευματοπαραγωγό που μπορεί να διατηρεί την ελευθερία του να εμπορεύεται το προϊόν της εργασίας του, σε μια «ιδεατή» προβιομηχανική περίοδο. Ο αναρχισμός δεν μπορεί να δει αυτό που ο Ένγκελς σημείωνε ήδη από το 1894 αντικρούοντας λαθεμένες απόψεις για το αγροτικό πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας: «Η προσπάθειά σας να προστατεύσετε την ιδιοκτησία του μικρού αγρότη δεν προστατεύει την ελευθερία του, αλλά μόνο την ιδιαίτερη μορφή της σκλαβιάς του»81.
Ανάλογη ήταν η στάση του αναρχισμού απέναντι στο προϊόν της εργασίας που προκύπτει από τη βιομηχανική παραγωγή, καθώς θεωρεί ότι ανήκει στην ομάδα των εργατών που το παράγουν και όχι σε ολόκληρη την κοινωνία. Αυτός άλλωστε ήταν και ο πυρήνας της αντιπαράθεσης με τους μπολσεβίκους γύρω από το ζήτημα του «εργατικού ελέγχου». Ο Βολίν αναφέρει ότι στη συγκεκριμένη αντιπαράθεση οι αναρχοσυνδικαλιστές της «Γκόλος Τρούντα» πρότασσαν το αίτημα της «απαλλοτρίωσης της ιδιωτικής βιομηχανίας από οργανισμούς συλλογικής παραγωγής», δηλαδή ομάδων παραγωγών (που επομένως θα ανταλλάσσουν τα προϊόντα της εργασίας τους μέσω εμπορευματικών σχέσεων), και όχι από το εργατικό κράτος και την κοινωνικοποιημένη παραγωγή.82
γ) Η υπεράσπιση της μικρής ιδιοκτησίας της αγροτικής γης και του προϊόντος της, όπως και της ιδιοποίησης του προϊόντος της βιομηχανικής παραγωγής από την ομάδα εργατών που δουλεύει στην εργοστασιακή μονάδα, σημαίνει και υπεράσπιση μιας κατακερματισμένης παραγωγής, καθηλωμένης στα όρια των μικρών και ανεξάρτητων παραγωγών ή το πολύ-πολύ συνενωμένων σε ομάδες. Κάθε βήμα πέρα από αυτό προϋποθέτει οργάνωση, διαχείριση, διοίκηση, επίλυση με σχεδιασμένο τρόπο της αποθήκευσης, μεταφοράς, διανομής, επιστημονικό σχεδιασμό για την ανάπτυξη της παραγωγής και πολλά άλλα, που στον ανώριμο κομμουνισμό μπορούν να γίνουν μόνο με τα όργανα εξουσίας, το εργατικό κράτος.
Σε κάθε περίπτωση, η στάση του αναρχισμού γύρω από αυτό το ζήτημα είναι απόδειξη της συνολικής αδυναμίας του να αντιμετωπίσει με επιστημονικό τρόπο και να δώσει απαντήσεις στο ζήτημα της οργάνωσης μιας σύνθετης και ανεπτυγμένης κοινωνικής παραγωγής. Το πώς δηλαδή μπορεί να λειτουργήσει μια κοινωνία που, για να καλύπτει σε διευρυμένο βαθμό τις λαϊκές ανάγκες, πρέπει να σχεδιάσει και να κατανείμει πόρους για τη σύγχρονη βιομηχανική παραγωγή, να αναπτύξει και να διαθέσει επιστημονικό δυναμικό, να αναπτύξει όλους τους σύγχρονους κλάδους που απαιτούν την κοινή και σχεδιασμένη εργασία χιλιάδων ανθρώπων (τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, δημόσια υγεία) και πολλά άλλα. Η απάντηση που δίνει ο μαρξισμός-λενινισμός είναι ότι όλα αυτά γίνονται μέσω των νέων κομμουνιστικών σχέσεων, μέσω του κεντρικού σχεδιασμού. Η μεγάλη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας, η συνολική ωρίμανση των κομμουνιστικών σχέσεων, αυτά είναι που θα διαμορφώσουν σε μια πορεία το έδαφος ώστε όλες οι διοικητικές λειτουργίες να χάνουν τον πολιτικό τους χαρακτήρα, να διαμορφώνεται η κομμουνιστική αυτοδιεύθυνση.
Ο Λένιν, καθαρίζοντας το μαρξισμό από την οπορτουνιστική διαστρέβλωσή του γύρω από το κράτος, στο θεμελιώδες έργο του «Κράτος και Επανάσταση» καθόρισε την αναγκαιότητα τσακίσματος του αστικού κράτους και την αντικατάστασή του από επαναστατικά όργανα εξουσίας, από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Απέναντι στους αναρχικούς γράφει: «Δε διαφωνούμε καθόλου με τους αναρχικούς στο ζήτημα της κατάργησης του κράτους ως σκοπό. Υποστηρίζουμε πως για την επίτευξη αυτού του σκοπού είναι απαραίτητη η προσωρινή χρήση των οργάνων, των μέσων και των μεθόδων της κρατικής εξουσίας εναντίον των εκμεταλλευτών»83.
Κι επισημαίνει σε άλλο σημείο: «Δεν “ονειρευόμαστε” πως θα τα βγάλουμε πέρα μονομιάς χωρίς καμιά διοίκηση, χωρίς καμιά υποταγή. Αυτά τα αναρχικά ονειροπολήματα, βασισμένα στη μη κατανόηση των καθηκόντων της δικτατορίας του προλεταριάτου, είναι απολύτως ξένα στο μαρξισμό και στην πράξη χρησιμεύουν μόνο για την αναβολή της σοσιαλιστικής επανάστασης ίσαμε τη μέρα που θα γίνουν αλλιώτικοι οι άνθρωποι. Όχι, εμείς θέλουμε τη σοσιαλιστική επανάσταση με τους ανθρώπους που έχουμε τώρα, που δε θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα δίχως υποταγή, δίχως έλεγχο, δίχως “επιστάτες και λογιστές” […]
Η οικονομική βάση για την ολοκληρωτική απονέκρωση του κράτους είναι μια τόσο υψηλή ανάπτυξη του κομμουνισμού, που εξαφανίζει την αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική και τη σωματική εργασία […] Γιατί όταν όλοι μάθουν να διοικούν και πραγματικά θα διοικούν μόνοι τους την κοινωνική παραγωγή […] και η ανάγκη να τηρούνται οι απλοί, βασικοί κανόνες κάθε ανθρώπινης συμβίωσης θα γίνει πολύ γρήγορα συνήθεια. Και τότε θα ανοίξουν διάπλατα οι πύλες για τη μετάβαση από την πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας στην ανώτερη φάση της, και συγχρόνως στην ολοσχερή απονέκρωση του κράτους»84.