Με βάση τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό πώς μπορούν να συνδυάζονται η επαναστατική λογοκοπία με τη γραμμή δράσης που σπέρνει αυταπάτες, ευνουχίζει τον ταξικό ριζοσπαστισμό, λειτουργεί ως εφεδρεία αστικών δυνάμεων. Γίνεται κατανοητό γιατί αυτή η γραμμή πλεύσης όχι μόνο δεν τρομάζει το ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προβάλλεται από αυτόν ως «δημιουργική κριτική», ενώ αξιοποιείται για τη ρυμούλκηση αγωνιστών στο κυβερνητικό του άρμα.
Η ίδια η ουσία και η λογική του μεταβατικού προγράμματος «ρίχνει γέφυρες» συνεργασίας με δυνάμεις καθαρά αστικού, σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα. Χαρακτηριστικές είναι οι συγκλίσεις που αντικειμενικά δημιουργούνται στη βάση του μεταβατικού προγράμματος μεταξύ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αντίστοιχων προγραμμάτων όπως αυτό του Σχεδίου Β΄ ή της εισήγησης14 της λεγόμενης Αριστερής Πλατφόρμας του Λαφαζάνη στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, στις 8 Δεκέμβρη 2013, η οποία ζητάει πολιτική συνεργασία με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και με άλλες δυνάμεις της «εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς».
Οι επίσημες διεργασίες μεταξύ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων οπορτουνιστικών ομάδων (Σχέδιο Β΄, ΕΕΚ, ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, Όμιλος Γ. Κορδάτος, όμιλος για τη Μελέτη της Λογικής της Ιστορίας) ξεκίνησαν με προοπτική την κοινή εκλογική κάθοδο στις ευρωεκλογές, ενώ συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Η συζήτηση έγινε στη βάση του «ευρωσκεπτικιστικού» προγράμματος του Σχεδίου Β΄, το οποίο αποτελεί ένα εναλλακτικό σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα διαχείρισης με στόχο την επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη, σε βάρος τελικά της εργατικής τάξης.15
Η διαδικασία αυτή, που περιελάμβανε συνεχείς συναντήσεις, συσκέψεις και διαβουλεύσεις, πήρε το χαρακτήρα και δημόσιας αντιπαράθεσης μ’ εκατέρωθεν χαρακτηρισμούς. Η άκαρπη (προς το παρόν) διαδικασία φαίνεται να οφείλεται όχι τόσο σε διαφορές θέσεων όσο στο ζήτημα διαμόρφωσης του συσχετισμού μέσα στο πλαίσιο αυτής της συμμαχίας. Αυτό αναδεικνύεται τόσο από την ταύτιση σε μεγάλο μέρος των θέσεων αυτών των φορέων όσο και από αντίστοιχες παραδοχές διάφορων στελεχών και συνιστωσών.
Προμετωπίδα της διαπάλης που αναπτύχθηκε αποτέλεσε η διαφωνία για την έξοδο από το ευρώ και την Ευρωζώνη. Η πλειοψηφία των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΝΑΡ, ΣΕΚ, Αριστερή Συσπείρωση, ΟΚΔΕ, ΕΚΚΕ) πρόβαλλε ως αναγκαία βάση για τη συμπόρευση το λεγόμενο μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα. Δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΑΡΑΣ, ΑΡΑΝ, ανένταχτοι) και το Σχέδιο Β΄ του Αλαβάνου επέμεναν στη θέση να μην τεθεί ως προαπαιτούμενο της συμφωνίας η έξοδος από την ΕΕ.
Μετά από αυτές τις ζυμώσεις, η ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η Πανελλαδική Συνέλευση του Σχεδίου Β΄ ψήφισαν ξεχωριστά σχέδια κοινής πολιτικής δήλωσης που διαφοροποιούνταν ως προς την ιεράρχηση των στόχων της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ.16
Η μη επίτευξη συμφωνίας πυροδότησε νέο γύρο ανακοινώσεων, δηλώσεων, αλληλοκατηγοριών, τόσο ανάμεσα σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και Σχέδιο Β΄ όσο και στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στους κόλπους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η μία προσέγγιση (αφορά βασικά τις δυνάμεις που επέμεναν να προταχτεί ο στόχος της εξόδου από την ΕΕ) προσπαθεί να προσδώσει στις διαβουλεύσεις αυτές ένα θετικό χαρακτήρα, για σημαντικά βήματα, γι’ ανοιχτούς διαύλους, για διαδικασία που δεν κρίνεται σε μία πράξη και για «…μια πρώτη μεγάλη δυνατότητα που αργά ή γρήγορα θα ολοκληρωθεί»17.
Η διαφορετική προσέγγιση από αυτήν που επικράτησε θεωρεί πως υπάρχει επαρκής σύγκλιση θέσεων, που επιτρέπει τη μετωπική συμπόρευση. Σε κείμενο που υπογράφουν μια σειρά συσπειρωμένων στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ αναφέρεται: «Τα δύο κείμενα, απόρροια κοινής συλλογικής επεξεργασίας, που ψηφίστηκαν αντιστοίχως από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και από το ΣΧΕΔΙΟ Β΄ εκφράζουν σημαντική σύγκλιση θέσεων και, συνεπώς, καθιστούν δυνατή αυτήν την, από κάθε άποψη, αναγκαία συμπόρευση…»18. Ακόμη, σε ανακοίνωση της ΑΡΑΣ με χαρακτηριστικό τίτλο «βρείτε τις διαφορές και κερδίστε… μια μετωπική συμπόρευση» τονίζεται ο επουσιώδης χαρακτήρας των διαφορών και γίνεται κάλεσμα για πίεση «από τα κάτω» ώστε να προχωρήσει το εγχείρημα: «Αν οι οργανώσεις που συμμετέχουν στη διαδικασία αδυνατούν να βάλουν τον εαυτό τους στο ύψος των περιστάσεων πρέπει όλοι οι αγωνιστές που αντιλαμβάνονται τη σημασία αυτού του εγχειρήματος από κοινού να πιέσουν ανοιχτά και δημόσια για την άμεση συγκρότηση της Μετωπικής Συμπόρευσης με κοινές εκδηλώσεις»19.
Ο χαρακτήρας του μεταβατικού προγράμματος και οι εγγενείς αντιφάσεις που αντικειμενικά εμπεριέχει, αποτελούν και τη βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται διεργασίες και απόψεις που θεωρούν πως το μεταβατικό πρέπει να γίνει πιο μίνιμουμ, ώστε να πετυχαίνονται οι μέγιστες δυνατές συμμαχίες. Τέτοιες πλευρές αναδείχτηκαν τόσο στο πλαίσιο του προσυνεδριακού διαλόγου του 3ου Συνεδρίου του ΝΑΡ20 όσο και στις ανακοινώσεις του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά από την αποτυχία συμφωνίας με το Σχέδιο Β΄.
Ανεξάρτητα από την εξέλιξη των ζυμώσεων σε αυτήν τη φάση, αναδεικνύεται ο χαρακτήρας του μεταβατικού προγράμματος όχι ως «γέφυρα του σήμερα με το αύριο του κινήματος», αλλά ως γέφυρα για τη μορφοποίηση του οπορτουνιστικού πόλου. Ο στόχος αυτός διατυπώνεται ανοιχτά από το ΝΑΡ: «Διεκδικήσεις-κόμβοι που επιλέγουμε και ιεραρχούμε από αυτό το πρόγραμμα […] αποτελούν το περιεχόμενο της παρέμβασής μας για την διαμόρφωση –για παράδειγμα– των στόχων του αγωνιστικού μετώπου ρήξης ανατροπής ή του πολιτικού πλαισίου για τη μετωπική συμπόρευση…»21.
Οι παραπάνω διεργασίες εντάσσονται στην αναμόρφωση του οπορτουνιστικού χώρου του αστικού πολιτικού συστήματος στο έδαφος του μεγάλου κενού που αφήνει η σταδιακή μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε καθαρόαιμο κόμμα αστικής διαχείρισης.
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ «ΝΕΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ» ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΡ
Οι διεργασίες για τη λεγόμενη μετωπική πολιτική συμπόρευση έθεσαν εκ νέου το ζήτημα του χαρακτήρα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που είχε απασχολήσει εκτενώς και τη 2η Πανελλαδική της Συνδιάσκεψη.
Επιπλέον τροφή στη συζήτηση αυτή έδωσε η διεξαγωγή του 3ου Συνεδρίου του ΝΑΡ (29 Νοέμβρη - 1 Δεκέμβρη 2013). Σε αυτό αναφέρεται ότι «υποκείμενο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της προσέγγισης της επανάστασης» είναι το «Αντικαπιταλιστικό Εργατικό Μέτωπο» για την προώθηση του οποίου απαιτείται:
• «Η συσπείρωση των επαναστατικών κομμουνιστικών δυνάμεων και η συγκρότηση σύγχρονου κόμματος κομμουνιστικής απελευθέρωσης.
• Η συγκρότηση του πόλου της αντικαπιταλιστικής επαναστατικής Αριστεράς, η ενίσχυση και αναβάθμιση του ελπιδοφόρου βήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το άνοιγμα δρόμων πολιτικής συνεργασίας και μετωπικής συμπόρευσης των ευρύτερων αντικαπιταλιστικών, αντιΕΕ και αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων.
• Η συγκρότηση του εργατικού και λαϊκού αγωνιστικού μετώπου ρήξης-ανατροπής, με θεμέλιο ένα πολιτικά ανατρεπτικό και ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα και η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του μαζικού κινήματος».
Το ΝΑΡ προσεγγίζει το επαναστατικό υποκείμενο μέσω της αλληλεπίδρασης κόμματος - μετώπου - αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του εργατικού κινήματος: «Το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αποτελείται από την ενότητα και την αλληλεπίδραση του κόμματος (της ειδικής στρατηγικής πρωτοπορίας), του πολιτικού μετώπου (της γενικής και πολιτικά αποφασιστικής πρωτοπορίας) και των αντικαπιταλιστικών τάσεων των αγωνιζόμενων εργατικών-λαϊκών μαζών»22.
Η παραπάνω «αναζήτηση», όπως και οι άλλες στις οποίες θ’ αναφερθούμε στη συνέχεια, δεν είναι καθόλου καινούργιες. Η διαρκής αναζήτηση άλλωστε για «νέα» φαινόμενα και «νέες» απαντήσεις αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του οπορτουνισμού σε διεθνές επίπεδο: Νέο επαναστατικό υποκείμενο, νέο στάδιο του καπιταλισμού, νέο ταξικό εργατικό κίνημα, νέο κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης κλπ. Αυτές οι διαρκείς και ατέλειωτες αναζητήσεις του οπορτουνισμού γίνονται στο έδαφος της πολιτικής προσπάθειας θεωρητικής τεκμηρίωσης της αναγκαιότητας ριζικής τομής στο κομμουνιστικό κίνημα, στο πλαίσιο της λεγόμενης «κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης».
Φυσικά η κριτική μας δεν έγκειται στο ότι δεν υπάρχουν νέα φαινόμενα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού που χρειάζονται βαθιά μελέτη. Ίσα-ίσα, θεωρούμε ότι η αδυναμία ερμηνείας και γενίκευσης των νέων φαινομένων του καπιταλισμού με τα μεθοδολογικά εργαλεία του μαρξισμού-λενινισμού από το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα άφησε άπλετο χώρο στην ερμηνεία τους με αστικά και μικροαστικά κριτήρια. Ακριβώς τέτοιου είδους ερμηνεία αποτελούν αυτές οι διαρκείς αναζητήσεις του ΝΑΡ και των υπόλοιπων οπορτουνιστικών σχημάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλα τα επίπεδα, στην οικονομία, στο εποικοδόμημα, στο κόμμα, στην επαναστατική πολιτική, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό κλπ.
Όπως και οι αντίστοιχες διεθνείς «αναζητήσεις» του «νέου επαναστατικού υποκειμένου», έτσι και αυτή του ΝΑΡ αρνείται ουσιαστικά το ρόλο του ΚΚ, υποβαθμίζοντας κι εξισώνοντάς τον με το ρόλο άλλων κομμάτων, αλλά και συνδικαλιστικών εργατικών οργανώσεων. Με βάση την παραπάνω οριοθέτηση του «πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου», το ΚΚ δεν αποτελεί την ιδεολογική και πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, αλλά απλώς την «ειδική στρατηγική πρωτοπορία», ένα είδος διαφώτισης των υπόλοιπων τμημάτων του επαναστατικού υποκειμένου.
Το ΚΚ αποτελεί οργάνωση που αποτελείται από τα πιο πρωτοπόρα, τα πιο συνειδητά στοιχεία της εργατικής τάξης και είναι φορέας της συνένωσης της επαναστατικής θεωρίας με το εργατικό κίνημα. Αυτό που διαφοροποιεί το Κομμουνιστικό Κόμμα από τις άλλες οργανώσεις της εργατικής τάξης είναι η συνειδητά σχεδιασμένη πάλη για την απαλλαγή από την εκμετάλλευση, η υπεράσπιση και προβολή των γενικών συμφερόντων της εργατικής τάξης ως τάξης έναντι των ιδιαίτερων συμφερόντων των επιμέρους τμημάτων της. Η πολιτική ενότητα της εργατικής τάξης, η ενότητα στη βάση της ιστορικής της αποστολής, μπορεί να εκφραστεί μόνο με τη συσπείρωση της εργατικής τάξης γύρω από το Κόμμα της.
Αυτό το καθήκον δεν μπορεί να το επιτελέσει κανένα μέτωπο και κανένα τμήμα του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος, ακριβώς γιατί η επαναστατική, ταξική συνείδηση δεν αναπτύσσεται ούτε ενιαία, ούτε αυθόρμητα στην εργατική τάξη. Αυθόρμητα η εργατική τάξη δε φτάνει στον αντικαπιταλιστικό, αλλά στην καλύτερη περίπτωση στον οικονομικό αγώνα.
Η επαναστατική συνείδηση «εισάγεται» μέσα στο εργατικό κίνημα από το πρωτοπόρο τμήμα της τάξης, από το ΚΚ, το οποίο προσπαθεί να συγκεντρώνει το πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης στις γραμμές του και γύρω του, να το προετοιμάζει πολύπλευρα για την αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας.
Για να το κάνει αυτό βέβαια, πρέπει να κατακτά μια σειρά χαρακτηριστικά: Να σφυρηλατεί δεσμούς με ευρύτερες εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, να μην υποκύπτει σε πιέσεις μικροαστικού χαρακτήρα, αλλά και να μην αποσπάται από τις εργατικές-λαϊκές μάζες. Να έχει γνώση των αντικειμενικών παραγόντων και της περιπλοκότητας διαμόρφωσης της εργατικής συνείδησης στην κάθε περίπτωση. Να έχει συνείδηση των νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης, των διαφορετικών καθηκόντων που απορρέουν γι’ αυτό σε μη επαναστατικές συνθήκες και σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Κόμμα το οποίο σε μη επαναστατικές συνθήκες θα ετοιμάζεται ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά για να μη χάσει την «πυξίδα» του την κρίσιμη στιγμή, τη στιγμή της εμφάνισης της επαναστατικής κατάστασης.
Το «σύγχρονο κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης» που ευαγγελίζεται το ΝΑΡ δεν έχει καμία σχέση με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, δεν έχει καμία σχέση με το κόμμα νέου τύπου. Θ’ αποτελεί καρικατούρα κομμουνιστικού κόμματος, ένα συνονθύλευμα οπορτουνιστικών αντιλήψεων με κομμουνιστική αναφορά, χωρίς επαναστατικό πρόγραμμα, χωρίς ιδεολογική-πολιτική ενότητα, χωρίς επαναστατικές αρχές λειτουργίας.
Καθόλου τυχαία δεν είναι επίσης η πλήρης απουσία αναφοράς στην αναγκαιότητα αδιάλλακτης και συνεπούς πάλης απέναντι στον οπορτουνισμό ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον επαναστατικό χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος. Το ακριβώς αντίθετο, ο οπορτουνισμός –ο οποίος έτσι κι αλλιώς θα κυριαρχεί στο «σύγχρονο κόμμα κομμουνιστικής απελευθέρωσης»– προβάλλεται όχι ως θανάσιμος αντίπαλος, αλλά ως εν δυνάμει σύμμαχος, ως όχημα «πολιτικής συνεργασίας και μετωπικής συμπόρευσης».
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η αντιπαράθεση στις γραμμές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ γύρω από αυτά τα ζητήματα. Στην προγραμματική διακήρυξη του ΝΑΡ υπογραμμίζεται ότι η πρωτοβουλία για τη συγκρότηση του λεγόμενου κόμματος της κομμουνιστικής απελευθέρωσης δεν υποκαθιστά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά αντίθετα στοχεύει στην ισχυροποίηση και διεύρυνσή της. Στο ζήτημα πώς θα προκύψει το νέο αυτό κόμμα, διευκρινίζεται πως δεν μπορεί να είναι απλά μετεξέλιξη του ΝΑΡ, αφού: «Έχουμε βαθιά εκτίμηση ότι το ΝΑΡ, όπως είναι σήμερα και με τις αντιφάσεις που συχνά το καθηλώνουν, δεν μπορεί να εκφράσει αυτήν την αναγκαιότητα»23. Επίσης, διευκρινίζεται πως δεν μπορεί να προκύψει ως μετεξέλιξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που πήραν μέρος στον προσυνεδριακό διάλογο του ΝΑΡ εξέφρασαν αντιτιθέμενες απόψεις. Ορισμένες θεωρούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως το πρόπλασμα δημιουργίας του κομμουνιστικού φορέα, ενώ κάποιες άλλες βλέπουν μ’ επιφυλακτικότητα ένα τέτοιο εγχείρημα, τεκμηριώνοντας ότι δεν είναι ώριμο, άποψη που φαίνεται πως έχει αφετηρία φόβους για ηγεμόνευση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το ΝΑΡ.
Να θυμίσουμε πως ο φορέας αυτός προέκυψε από δυνάμεις που αποχώρησαν από το ΚΚΕ, έχοντας αποτελέσει τους βασικούς φορείς ενός από τα δύο «αντίπαλα» και αλληλοτροφοδοτούμενα αντικομματικά κέντρα που δρούσαν μέσα στο ΚΚΕ. Στην ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος και στην κρίση του κομμουνιστικού κινήματος είδαν την επιβεβαίωση των αντιλήψεών τους για ιστορικό ξεπέρασμα και χρεοκοπία των κομμάτων νέου τύπου. Έκτοτε το ΝΑΡ ακολούθησε βήμα το βήμα μια σταθερή πορεία απομάκρυνσης από το μαρξισμό, επιδιώκοντας να πραγματοποιήσει μια «τομή» με το κομμουνιστικό κίνημα. Αυτό που επιχειρεί να κάνει σε συνθήκες κρίσης είναι η διατήρηση κι ενίσχυση των παραπάνω οπορτουνιστικών χαρακτηριστικών σε συνδυασμό με την επαναφορά στοιχείων της κομμουνιστικής ορολογίας.
Χαρακτηριστική της τελευταίας προσπάθειας είναι η επαναφορά στο 3ο Συνέδριο του επιθέτου «κομμουνιστικό» στον τίτλο του, μέσω της αλλαγής της ονομασίας του από ΝΑΡ σε «ΝΑΡ για την κομμουνιστική απελευθέρωση». Και αυτή η εξέλιξη επιβεβαιώνει την εξής εκτίμηση του ΚΚΕ: «Χαρακτηριστικό του οπορτουνισμού είναι οι “οβιδιακές μεταμορφώσεις” ανάλογα με τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις και την πορεία της ταξικής πάλης. Έτσι, στα πρώτα χρόνια της αντεπανάστασης διάφορες οπορτουνιστικές δυνάμεις διακήρυτταν την υπέρβαση του “κομμουνιστικού κινήματος” […] Σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, ορισμένες οπορτουνιστικές δυνάμεις που έχουν ξεκόψει από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αφού ήρθαν σε ρήξη μαζί του σε προηγούμενη περίοδο, ξανα-ανακαλύπτουν την “κομμουνιστική τους ταυτότητα”, τον Λένιν, τους μπολσεβίκους, διακηρύσσουν το στόχο ανατροπής του καπιταλισμού για το σοσιαλισμό κλπ.»24.
Ο ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ
Ένα άλλο πεδίο αναζητήσεων του ΝΑΡ είναι αυτό του χαρακτήρα της εποχής μας. Το ΝΑΡ έχει προχωρήσει στην εκτίμηση ότι η εποχή μας δεν είναι εποχή του ιμπεριαλισμού, του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Ισχυρίζεται ότι αυτό το στάδιο του καπιταλισμού έχει ξεπεραστεί, ενώ τώρα βρισκόμαστε στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού.
Όπως και άλλες αναζητήσεις του ΝΑΡ, έτσι κι αυτή στηρίζεται στα θεμέλια αντίστοιχων επεξεργασιών του διεθνούς οπορτουνισμού. Πιο συγκεκριμένα, οι ρίζες της θεωρίας του ολοκληρωτικού καπιταλισμού ως νέου σταδίου του καπιταλισμού εντοπίζονται στη δεκαετία του 1970 και στο ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα της Νέας Αριστεράς, το οποίο αποτελούσε ένα συνονθύλευμα οπορτουνιστικών ρευμάτων, που αναπτύχθηκε κυρίως από διανοουμένους των πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών. Οι αναλύσεις του ρεύματος αυτού, με το οποίο το ΝΑΡ ως Νέο Αριστερό Ρεύμα επιχείρησε να συνδεθεί και μέσω της ονομασίας του, ήρθε σε ανοιχτή σύγκρουση με το μαρξισμό-λενινισμό. Και όταν λέμε μαρξισμό-λενινισμό δεν εννοούμε μόνο τις αναλύσεις των ΚΚ, οι οποίες έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ προβληματικές, αλλά τα ίδια τα θεμελιώδη ζητήματα των αναλύσεων των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν σε όλα τα ζητήματα: Χαρακτήρας εποχής, ταξική διάρθρωση, χαρακτηριστικά επαναστατικού κόμματος κλπ.
Ας επικεντρώσουμε όμως την προσοχή μας στο ζήτημα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Με αυτόν τον όρο οι παραπάνω δυνάμεις κωδικοποίησαν τις αλλαγές «σε επίπεδο οικονομίας και κοινωνίας» που συντελέστηκαν μετά από την κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στην ουσία η κριτική τους σε αυτήν την περίοδο είχε έντονο «αντινεοφιλελεύθερο» χαρακτήρα, αφού στρεφόταν ενάντια στην αστική διαχείριση που σταδιακά αντικατέστησε την κεϊνσιανή, ιδιαίτερα στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1980. Αυτή η αντινεοφιλελεύθερη επίθεση συνοδευόταν από την καλυμμένη υπεράσπιση της προηγούμενης μορφής διαχείρισης που κυριάρχησε από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970.
Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου άρθρου δεν μπορεί να γίνει εξαντλητική παρουσίαση ούτε των θέσεων του ΝΑΡ στο ζήτημα, ούτε της κριτικής του ΚΚΕ σε αυτές τις θέσεις. Γι’ αυτό θα περιοριστούμε στη μεθοδολογική κριτική του «ολοκληρωτικού καπιταλισμού». Με λίγα λόγια, δε θα εστιάσουμε στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσδίδει σε αυτό το ΝΑΡ, αλλά στο ερώτημα σε ποιο βαθμό αυτά τα υπαρκτά ή ανύπαρκτα νέα χαρακτηριστικά μπορούν να στοιχειοθετήσουν την εμφάνιση νέου σταδίου του καπιταλισμού.
Ας παρουσιάσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, όπως το ίδιο το ΝΑΡ τα ξεχωρίζει στην προγραμματική διακήρυξη που ψήφισε το 3ο Συνέδριό του.25
«Πηγή της κρίσης και των κοινωνικών δεινών είναι ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός! Η νέα αυτή βαθμίδα στην ιστορική πορεία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εμπεριέχει στοιχεία όλων των προηγούμενων σταδίων του. Κυρίως όμως αναμορφώνει ριζικά τον καπιταλισμό, με σημαίες τον ποιοτικά βαθύτερο χαρακτήρα της εκμετάλλευσης, την ακόρεστη δίψα για κέρδος και την πρωτοφανή αντίδραση και ανελευθερία. […] “Καρδιά” του ολοκληρωτικού καπιταλισμού είναι η ποιοτικά ανώτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων, με αρκετούς παλιούς και πολλούς νέους τρόπους, οι οποίοι συνδυάζουν οργανικά την απόσπαση σχετικής και απόλυτης υπεραξίας, σπρώχνουν εκατομμύρια ανθρώπους κάτω από το φυσικό όριο επιβίωσης, σε καθεστώς εξαθλίωσης και απογειώνουν την ανεργία, την ανασφάλεια και την εργασία-λάστιχο. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός υποδουλώνει με πρωτόγνωρο τρόπο όλο το είναι των εργαζομένων […] μετατρέπει σε ιδιωτική ιδιοκτησία ό,τι μπορεί ν’ αξιοποιηθεί για παραγωγή κέρδους […] καθολικοποιεί την αγορά, απελευθερώνει τις αγορές εργατικής δύναμης και υπηρεσιών· εμπορευματοποιεί πλήρως τους φυσικούς πόρους, τους ατμοσφαιρικούς ρύπους, τα απορρίμματα, την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, δομές και σχέσεις της οικογένειας ή της κοινότητας, την επικοινωνία, την ασφάλεια (μισθοφορικοί στρατοί, υπηρεσίες security), τα προσωπικά δεδομένα. Ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός απειλεί τους όρους ύπαρξης της ανθρωπότητας. Λεηλατεί τη φύση όσο δεν το έκανε ποτέ άλλοτε ο άνθρωπος στη Γη […] καταφεύγει συχνά στον πόλεμο…»26.
Ποιο είναι, αλήθεια, το κριτήριο της περιοδολόγησης του καπιταλισμού με βάση το οποίο τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν για το ΝΑΡ νέο στάδιο του καπιταλισμού; Τη συγκεκριμένη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα την βρούμε σε μια παλιότερη αναλυτική παρουσίαση των θέσεων του ΝΑΡ για τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Εκεί αναφέρεται: «Πέρα από τους επαναστατικούς μετασχηματισμούς που ανατρέπουν τον υπάρχοντα τρόπο παραγωγής και οδηγούν σ’ έναν άλλο, μπορούμε να διακρίνουμε και μετασχηματισμούς που μεταλλάσσουν σημαντικές πλευρές του υπάρχοντος συστήματος και των κοινωνικών του σχέσεων, συμβάλλοντας στην αναπαραγωγή του με νέους όρους και μορφές. Οι μετασχηματισμοί αυτοί δεν ανατρέπουν ριζικά τις θεμελιακές δομές και σχέσεις του συστήματος, ωστόσο τις αναπτύσσουν και, από μια άποψη, τροποποιούν ποιοτικά τις μορφές και τον τρόπο λειτουργίας τους. Πρόκειται δηλαδή για τομές μέσα στη συνέχεια οι οποίες ορίζουν διακριτές ιστορικές περιόδους-στάδια του κεφαλαιοκρατικού συστήματος»27.
Αλήθεια, όμως, μπορεί κάθε «αναπαραγωγή του συστήματος με νέους όρους και μορφές» ν’ αποτελέσει βάση εμφάνισης κάποιου νέου σταδίου του καπιταλισμού; Αν ίσχυε αυτή η διαπίστωση, τότε κάθε λίγες δεκαετίες θα έπρεπε ν’ ανακαλύπτουμε κι ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, αφού, όπως σημείωναν οι Μαρξ και Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο ήδη από το 1848: «Η αστική τάξη δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς να επαναστατικοποιεί αδιάκοπα τα εργαλεία παραγωγής, δηλαδή τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Αντίθετα, η αμετάβλητη διατήρηση του παλιού τρόπου παραγωγής αποτελούσε τον πρώτο όρο ύπαρξης όλων των προηγούμενων βιομηχανικών τάξεων. Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή απ’ όλες τις προηγούμενες. Διαλύονται όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις, κι όλες οι καινούργιες που διαμορφώνονται παλιώνουν πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Καθετί το κλειστό και στάσιμο εξατμίζεται, καθετί το ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται ν’ αντικρίσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους»28.
Η κριτική μας λοιπόν στην οπορτουνιστική θεωρία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού δεν έγκειται στο αν εμφανίζονται νέα στοιχεία σε όλο το εύρος του καπιταλιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αλλά στο ποια από αυτά τα νέα στοιχεία μπορούν να στοιχειοθετήσουν την εμφάνιση νέου σταδίου του καπιταλισμού.
Στην ιστορία του καπιταλισμού άλλαξαν πολλές φορές οι όροι με τους οποίους γινόταν «η αναπαραγωγή του συστήματος». Ο Μαρξ, για παράδειγμα, αναλύει στο Κεφάλαιο τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που κυριαρχούσαν στον καπιταλισμό την περίοδο της απλής κεφαλαιοκρατικής συνεργασίας, της μανιφακτούρας και της μεγάλης βιομηχανίας.
Κριτήριο λοιπόν για την εμφάνιση νέου σταδίου του καπιταλισμού δεν μπορεί να είναι τέτοιες αλλαγές στους «όρους και τις μορφές της αναπαραγωγής του συστήματος», αλλά οι θεμελιώδεις εκείνες προσαρμογές του κεφαλαίου στην κίνησή του, οι οποίες αναδεικνύουν τη γενικευμένη ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στην ανώτερη κοινωνία, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Πρόκειται για προσαρμογές οι οποίες προκύπτουν από τους ίδιους τους εσωτερικούς νόμους κίνησης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, από την τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, οι οποίες οδηγούν στην κυριαρχία της μεγάλης μετοχικής εταιρίας, του μονοπωλίου, στην οικονομική ζωή των καπιταλιστικών κρατών. Η κυριαρχία του μονοπωλίου αναδεικνύει και το γεγονός ότι ο καπιταλισμός έχει χάσει τη «νεανική» του ορμή. Γι’ αυτό το λόγο ο Λένιν τόνιζε τον παρασιτικό χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού, το φρενάρισμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όχι σε απόλυτους αλλά σε σχετικούς όρους, δηλαδή με βάση τις δυνατότητες που προσφέρει το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Ας δούμε όμως πιο συγκεκριμένα πώς εστίασαν σε αυτά τα σημεία-καμπές οι Μαρξ και Λένιν. Καταρχάς ο Μαρξ, ο οποίος έζησε την πρώτη περίοδο ανάπτυξης των σύγχρονων μετοχικών εταιριών (ο Ένγκελς χαρακτήριζε αυτήν την περίοδο ως τον πρώτο βαθμό της μετοχικής εταιρίας), καθόρισε ακριβώς αυτήν την εμφάνιση της μετοχικής εταιρίας ως το σημείο εκείνο προσαρμογής του καπιταλισμού στο νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Γράφει χαρακτηριστικά για τη μετοχική εταιρία: «Είναι η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, και γι’ αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση, που πριν απ’ όλα παρουσιάζεται σαν απλό μεταβατικό σημείο προς μια νέα μορφή παραγωγής»29.
Ο Μαρξ αναδεικνύει τα νέα στοιχεία που φέρνει μαζί της η αντικατάσταση του ατομικού ιδιοκτήτη από ομάδα ατομικών ιδιοκτητών, του ατομικού κεφαλαίου από το συνεταιριστικό (στο οποίο ο συνεταιρισμένος ιδιοκτήτης δεν έχει αποκοπεί ούτε από τα μέσα παραγωγής, ούτε από τη λειτουργία της παραγωγής) και στη συνέχεια από το μετοχικό κεφάλαιο (όπου ο μέτοχος είναι αποσπασμένος από την παραγωγή).
Ο Λένιν, ο οποίος έζησε τέσσερις δεκαετίες παραπάνω και πρόλαβε να δει την πλήρη ανάπτυξη της παραπάνω τάσης, ξεχώρισε ρητά την κυριαρχία της μεγάλης μετοχικής εταιρίας, του μονοπωλίου, ως το βασικό χαρακτηριστικό του νέου σταδίου του καπιταλισμού. «Απ’ όλα όσα είπαμε πιο πάνω για την οικονομική ουσία του ιμπεριαλισμού, βγαίνει ότι πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε ως μεταβατικό ή, πιο σωστά, ως καπιταλισμό που πεθαίνει»30. «Ο καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο οδηγεί άμεσα στην πιο ολόπλευρη κοινωνικοποίηση της παραγωγής, τραβάει, μπορούμε να πούμε, τους καπιταλιστές, παρά τη θέληση και τη συνείδησή τους, σε κάποια νέα κοινωνική κατάσταση πραγμάτων, που είναι μεταβατική από την πλήρη ελευθερία του συναγωνισμού προς την πλήρη κοινωνικοποίηση»31.
Η αντίληψη περί του νέου σταδίου του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και η απόρριψη της ουσίας του ιμπεριαλισμού ως μονοπωλιακού καπιταλισμού αντανακλάται και στις θέσεις του ΝΑΡ γι’ αυτό που χαρακτηρίζουν ως «δημοκρατικό κι εθνικό πρόβλημα». Ας δούμε πρώτα τη σχετική αναφορά στην απόφαση του πρόσφατου συνεδρίου του: «Το δημοκρατικό κι εθνικό πρόβλημα επανέρχονται με νέο τρόπο και μεγάλη οξύτητα, όχι με τους όρους του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού, αλλά από το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, με βαθιά ταξικό περιεχόμενο, άρρηκτα δεμένα με το κοινωνικό ζήτημα, την καπιταλιστική κρίση και την αστική επίθεση για το ξεπέρασμά της»32.
Καταρχάς η παραπάνω διατύπωση υπονοεί ότι κατά την αντίληψη του ΝΑΡ το «δημοκρατικό κι εθνικό πρόβλημα», όπως τίθονταν πριν το ...υποτιθέμενο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, δεν είχαν «βαθιά ταξικό περιεχόμενο», δεν ήταν «άρρηκτα δεμένα με το κοινωνικό ζήτημα» κλπ.
Κατά δεύτερον, η φρασεολογία και οι όποιες αναφορές περί ταξικού περιεχομένου σήμερα είναι κενές περιεχομένου, αφού τα αντιλαϊκά μέτρα των κυβέρνησης - ΕΕ - ΔΝΤ προβάλλονται σταθερά από κεντρικά στελέχη του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ζήτημα «υποτέλειας» κι ενδοτισμού, ως συνέπειες της «νέας κατοχής» της χώρας, τα δεσμά της οποίας πρέπει να σπάσει ο λαός.
Η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία προβάλλεται σχεδόν πανομοιότυπα από ένα πλέγμα οπορτουνιστικών, αστικών κι εθνικιστικών δυνάμεων, αξιοποιείται από τμήματα της αστικής τάξης τα οποία θέλουν να κρατήσουν ανοιχτό το ενδεχόμενο μελλοντικής αναπροσαρμογής των διεθνών συμμαχιών της Ελλάδας.
Για την εργατική τάξη το ζητούμενο δεν είναι η πάλη για τη λεγόμενη «αποκατάσταση της εθνικής κυριαρχίας» που στο έδαφος του καπιταλισμού μεταφράζεται σε πάλη για αναβάθμιση της εγχώριας αστικής τάξης στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος, αλλά η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, η αποδέσμευση της Ελλάδας και των άλλων κρατών από τον καπιταλισμό και απ’ όλες τις μορφές διακρατικής ιμπεριαλιστικής συνεργασίας και συμμαχίας.