Η ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ


της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Η ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Ο Κ. Μαρξ στην αρχή του έργου του «Το Κεφάλαιο», μελετώντας το «εμπόρευμα», έκανε την εξής διαπίστωση: «Ο πλούτος των κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται ως ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι’ αυτό, η έρευνα μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος»1.

Εμπορεύματα είναι τα προϊόντα που παράγονται με σκοπό την ανταλλαγή. Η εμφάνιση των εμπορευμάτων είναι ιστορικό φαινόμενο. Ξεκίνησε με την λίγο-πολύ τυχαία ανταλλαγή προϊόντων που «περίσσευαν», ενώ στη συνέχεια άρχισε η παραγωγή προϊόντων για την ανταλλαγή, δηλαδή η εμπορευματική παραγωγή που τη χαρακτηρίζουμε ως απλή σε διάκριση από την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή.

Η διαδικασία της ανταλλαγής εξελίχθηκε ιστορικά από τις πιο απλές σε πιο σύνθετες μορφές. Στην αρχή η ανταλλαγή γινόταν άμεσα με προϊόντα, π.χ. ο παραγωγός σιτηρών αντάλλασσε σιτηρά με τσεκούρια, με αλέτρι και ό,τι άλλο του χρειαζόταν. Στη συνέχεια η ανταλλαγή αναπτύχθηκε και εμφανίστηκε η ανταλλαγή με τη μεσολάβηση ενός εμπορεύματος (γενικό ισοδύναμο), με το οποίο συγκρίνονταν όλα τα εμπορεύματα και έπαιζε το ρόλο του μέσου ανταλλαγής. Το ρόλο αυτό έπαιζαν αρχικά διαφορετικά εμπορεύματα (π.χ. ζώα). Στη συνέχεια το μέσο ανταλλαγής λειτούργησε καθαρά ως μέσο πληρωμών και αποθησαύρισης, χρήμα. Για το ρόλο του χρήματος ήταν πιο κατάλληλα από φυσική άποψη (δεν φθείρονται εύκολα κλπ.) τα πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, αργυρός). Ετσι έγινε δυνατή η χρονική απόσταση ανάμεσα στην πώληση του ενός προϊόντος και την αγορά του άλλου. Ο Λένιν χαρακτήρισε επιγραμματικά την εμπορευματική παραγωγή σαν «παραγωγή απομονωμένων μεταξύ τους παραγωγών, που συνδέονται ο ένας με τον άλλο μέσω της αγοράς»2.

Η ουσία και τα κύρια χαρακτηριστικά της εμπορευματικής παραγωγής είναι: ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, το ξεχώρισμα (αυτοτέλεια, απομόνωση) των παραγωγών, η μετατροπή των προϊόντων εργασίας σε εμπορεύματα, η σύνδεση των παραγωγών μέσω της αγοράς.

Στους παλιότερους τρόπους παραγωγής (δουλοκτητικό και φεουδαρχικό) υπήρχε αλλά δεν κυριαρχούσε η παραγωγή με σκοπό την ανταλλαγή. Το εμπόριο και η αγορά είχαν πιο περιορισμένη έκταση.

Στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής κυριαρχούσε η φυσική μορφή παραγωγής, η παραγωγή γινόταν με σκοπό την άμεση κατανάλωση στο πλαίσιο του νοικοκυριού που παρήγαγε ή του ιδιοκτήτη (δουλοκτήτη, φεουδάρχη) στον οποίο υπαγόταν. Τα βασικά μέσα επιβίωσης (τρόφιμα, ένδυση κλπ.) παράγονταν στo πλαίσιο του ατομικού αγροτικού φεουδαρχικού ή δουλοκτητικού νοικοκυριού.

Η εμπορευματική παραγωγή έγινε κυρίαρχη σε ένα ανώτερο στάδιο ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας όταν είχε βαθύνει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, όταν είχε επιτευχθεί ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όταν η ίδια η εργατική δύναμη αποσπάστηκε από τα μέσα παραγωγής που κατείχε και έγινε εμπόρευμα (πώλησή της στον κατέχοντα μέσα παραγωγής), δηλαδή στις συνθήκες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.

Ποτέ οι διαστάσεις της εμπορευματικής παραγωγής στο διάβα των αιώνων της ανθρώπινης Ιστορίας δεν ήταν τόσο μεγάλες όσο στην εποχή του καπιταλισμού.

Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ

Οπως σημειώσαμε προηγούμενα, εμπόρευμα είναι το προϊόν της εργασίας που παράγεται για την ανταλλαγή. Αν εξετάσουμε το εμπόρευμα στη μορφή που παρουσιάζεται στη διαδικασία της ανταλλαγής, διακρίνουμε δύο ιδιότητες: Την αξία χρήσης και την αξία.

α) Η αξία χρήσης.

Το εμπόρευμα ικανοποιεί ορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Αυτή η ιδιότητά του λέγεται αξία χρήσης. Οι αξίες χρήσης αποτελούν το υλικό περιεχόμενο του πλούτου σε κάθε κοινωνία - τρόπο παραγωγής. Ορισμένες αξίες χρήσης τις παίρνουμε από τη φύση σε έτοιμη μορφή και δεν αποτελούν προϊόντα ανθρώπινης εργασίας (π.χ. αέρας). Ο βασικός όμως όγκος των αξιών χρήσης είναι προϊόν εργασίας.

Το προϊόν της εργασίας για να γίνει εμπόρευμα πρέπει να παράγεται για την ικανοποίηση των αναγκών όχι των ίδιων των παραγωγών, αλλά άλλων μελών της κοινωνίας, πρέπει να αποτελεί μια κοινωνική αξία χρήσης.

β) Η αξία και η μορφή εμφάνισης της, η ανταλλακτική αξία.

Στις συνθήκες της εμπορευματικής παραγωγής η αξία χρήσης είναι ο υλικός φορέας μιας κοινωνικής ιδιότητας: της ανταλλακτικής αξίας, δηλαδή το εμπόρευμα ανταλλάσσεται σε ορισμένες αναλογίες με άλλα εμπορεύματα π.χ. 1 σακάκι = 1000 καρφιά.

Τι είναι όμως εκείνο που δίνει τη δυνατότητα να συγκρίνονται μεταξύ τους διάφορα εμπορεύματα, που έχουν τις πιο διαφορετικές ιδιότητες και ικανοποιούν όχι συγκρίσιμες μεταξύ τους ανάγκες;

Το κοινό στοιχείο που τα κάνει συγκρίσιμα είναι η εργασία, το γεγονός ότι όλα τα εμπορεύματα είναι προϊόντα ανθρώπινης εργασίας.

Η αξία είναι η υλοποιημένη (ενσωματωμένη) στο εμπόρευμα εργασία. Μέτρο της εργασίας και επομένως μέτρο της αξίας είναι ο χρόνος εργασίας.

Η αξία εμφανίζεται με τη μορφή της ανταλλακτικής αξίας. Δηλαδή η αξία εμφανίζεται μόνο ως αναλογία στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων και όχι άμεσα ως ποσότητα χρόνου εργασίας. Π.χ. στην ανταλλαγή 1 σακάκι = 1000 καρφιά σημαίνει ότι για το 1 σακάκι έχει δαπανηθεί τόσος χρόνος εργασίας όσος για 1000 καρφιά, χωρίς να γνωρίζουμε πόσος είναι αυτός ο δαπανημένος χρόνος εργασίας. Να προσεχτεί το εξής: Οταν λέμε ότι ο χρόνος εργασίας προσδιορίζει την αξία του εμπορεύματος, δε σημαίνει ότι π.χ. το προϊόν ενός αργού ράφτη είναι μεγαλύτερης αξίας από του γρήγορου ράφτη, γιατί μιλώντας για χρόνο εργασίας δεν εννοούμε τον ατομικό χρόνο εργασίας που δαπανά ο παραγωγός, αλλά τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας. Ως τέτοιος προσδιορίζεται ο χρόνος που απαιτείται για την παραγωγή του δοσμένου εμπορεύματος με το μέσο -σε μια κοινωνία- επίπεδο επιδεξιότητας και εντατικότητας της εργασίας (είναι οι συνθήκες όπου παράγεται η βασική μάζα του εμπορεύματος). Διευκρινίζουμε ότι πρόκειται για χρόνο που απαιτείται την στιγμή της ανταλλαγής και όχι αυτόν που απαιτείται όταν παράγεται το εμπόρευμα. Ο χρόνος αυτός μπορεί να έχει μειωθεί ή αυξηθεί αν έχει αυξηθεί ή μειωθεί αντίστοιχα το μέσο επίπεδο της παραγωγικότητας της εργασίας.

γ) Ο διπλός χαρακτήρας της εργασίας. Συγκεκριμένη και αφηρημένη εργασία.

Εδώ προκύπτει ένα δεύτερο ερώτημα: Πώς μπορούμε να συγκρίνουμε μεταξύ τους τόσο διαφορετικά ποιοτικές εργασίες, όπως του σιδηρουργού της υφάντρας κ.ο.κ.;

Η σύγκριση μπορεί να γίνει γιατί η εργασία που παράγει εμπορεύματα έχει διπλό χαρακτήρα:

Από τη μια είναι συγκεκριμένη εργασία που καταναλώθηκε για τη διαμόρφωση μιας αξίας χρήσης, δηλαδή εργασία συγκεκριμένης μορφής, ειδικότητας, π.χ. του ράφτη, του ξυλουργού, του γεωργού κ.ο.κ.

Από την άλλη είναι ανθρώπινη εργασία γενικά, κατανάλωση ανθρώπινης εργατικής δύναμης, αφηρημένη εργασία (έχει «αφαιρεθεί» κάθε συγκεκριμένος προσδιορισμός, ειδικότητα). Η αφηρημένη εργασία διαμορφώνει την αξία των εμπορευμάτων που είναι συγκρίσιμα ως υλοποίηση όμοιας -αφηρημένης- ανθρώπινης εργασίας, που έχει μόνο ποσοτικό προσδιορισμό το χρόνο εργασίας.

Υπογραμμίζουμε το εξής: Η ιδιότητα της εργασίας να δημιουργεί αξία δεν είναι ιδιότητα φυσική, αλλά κοινωνική. Αν δεν υπάρχει εμπορευματική παραγωγή δεν υπάρχει αξία. Κι όπου λείπει η αξία δεν υπάρχει αφηρημένη εργασία. Συνεπώς η αφηρημένη εργασία είναι μια ειδική οικονομική κατηγορία της εμπορευματικής παραγωγής που αντανακλά συγκεκριμένες σχέσεις παραγωγής.

Ο Μαρξ αποκάλυψε για πρώτη φορά το διπλό χαρακτήρα της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα και που εκφράζει την αντίθεση ανάμεσα στον ατομικό και τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας, που χαρακτηρίζει την εμπορευματική παραγωγή. Από τη μια ο παραγωγός είναι ιδιώτης ανεξάρτητος παραγωγός (επιχείρηση), ο οποίος παράγει προς ίδιον όφελος και από την άλλη το προϊόν του προορίζεται να ικανοποιήσει ανάγκες άλλων, της κοινωνίας. Το προϊόν του είναι εμπόρευμα και αποδείχνει την κοινωνική του χρησιμότητα μόνο στην αγορά και μέσω της αγοράς.

δ) Ο νόμος της αξίας.

Η ανταλλαγή εμπορευμάτων είναι ανταλλαγή ισοδύναμων, ανταλλαγή ίσων ποσοτήτων κοινωνικά αναγκαίας αφηρημένης εργασίας. Ετσι -σε τελευταία ανάλυση- ρυθμίζονται οι αναλογίες, στις οποίες ανταλλάσσονται τα εμπορεύματα. Αυτός είναι ο νόμος της αξίας, ο οποίος δρα πάντα όπου τα προϊόντα της εργασίας παίρνουν εμπορευματική μορφή.

Η ανταλλαγή ισοδυνάμων δεν ισχύει σε κάθε περίπτωση ανταλλαγής, αλλά ως μέσος όρος σε μακρόχρονες σχετικά περιόδους. Ο νόμος πραγματοποιείται μέσω των διακυμάνσεων των τιμών (χρηματική έκφραση της αξίας) πάνω και κάτω από την αξία.

Ο νόμος της αξίας είναι ο αυθόρμητος «ρυθμιστής» των αναλογιών μεταξύ των κλάδων στην εμπορευματική παραγωγή. Αυτό γίνεται γιατί η διακύμανση των τιμών πάνω - κάτω από την αξία (ανάλογα με την προσφορά - ζήτηση) προκαλεί μετακινήσεις εργασίας από τον ένα κλάδο στον άλλο.

Στον καπιταλισμό το εμπόρευμα περιέχει στην αξία του -ως μέρος της- την υπεραξία, δηλαδή το απλήρωτο μέρος της εργασίας του εργάτη. Ο Μαρξ τόνιζε ότι η παραγωγή υπεραξίας ή κέρδους είναι ο απόλυτος νόμος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επομένως καθορίζει όλη την κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας. Ετσι ο νόμος της αξίας ισχύει στον καπιταλισμό -που είναι εμπορευματική οικονομία- εμφανίζεται όμως με τροποποιημένη μορφή, γιατί οι αξίες «μετασχηματίζονται» σε τιμές παραγωγής που είναι παραλλαγμένη μορφή της αξίας. Η διαπραγμάτευση αυτού του θέματος είναι έξω από την αποστολή του παρόντος κειμένου.

Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής προϋποθέτει τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης. Η κοινωνικοποιημένη εργασία, όταν υπάρχει κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και κεντρικός σχεδιασμός, γίνεται άμεσα κοινωνική, που σημαίνει ότι δεν επιβεβαιώνει την κοινωνική χρησιμότητά της μέσω της αγοράς, αλλά εκ των προτέρων υπολογίζονται οι κοινωνικές ανάγκες, με βάση αυτές σχεδιάζεται η κατανομή της εργασίας στους διάφορους τομείς της κοινωνικής παραγωγής και εντάσσονται ανάλογα και οι ατομικές εργατικές δυνάμεις.

Σκοπός της κομμουνιστικής παραγωγής και βασικός οικονομικός νόμος είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών σε ολοένα ανώτερο επίπεδο. Πραγματοποιείται με τον κεντρικό σχεδιασμό και τον εργατικό έλεγχο.

Ο αναγκαίος, για να καλυφθούν οι κοινωνικές ανάγκες, χρόνος εργασίας για το σύνολο των προϊόντων ή για το προϊόν ενός κλάδου ή για τη μονάδα του προϊόντος δεν είναι ταυτόσημη σχέση με τον «κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας» που ισχύει για την ανταλλαγή ισοδυνάμων (νόμος της αξίας). Μόνο φαινομενική είναι η ομοιότητά του, γιατί στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής η δαπάνη εργατικής δύναμης (η κατανομή των εργαζομένων σε κλάδους και επιχειρήσεις κλπ.) είναι εκ των προτέρων σχεδιασμένη με βάση τις κοινωνικές ανάγκες. Ετσι το προϊόν δεν παίρνει τη μορφή εμπορεύματος, η παραγωγή δεν είναι εμπορευματική, τα προϊόντα δεν παράγονται με σκοπό την ανταλλαγή τους, κατά συνέπεια στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής δεν έχει ισχύ ο νόμος της αξίας.

«Μέσα στη συντροφική κοινωνία, που είναι θεμελιωμένη στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής, οι παραγωγοί δεν ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους. Το ίδιο και η εργασία που έχει ξοδευτεί για την παραγωγή προϊόντων δεν παρουσιάζεται εδώ ως αξία αυτών των προϊόντων σαν μια εμπράγματη ιδιότητα που έχουν, γιατί τώρα, σε αντίθεση με την καπιταλιστική κοινωνία, οι ατομικές εργασίες υπάρχουν άμεσα κι όχι πια έμμεσα σαν συστατικά στοιχεία της συνολικής εργασίας»3.

Ο Κεντρικός Σχεδιασμός είναι νομοτέλεια της κομμουνιστικής παραγωγής, είναι κοινωνική σχέση με την έννοια ότι εκφράζει τον τρόπο συνένωσης των άμεσων παραγωγών με τα μέσα παραγωγής, τον έλεγχο των άμεσων παραγωγών στο τι και πόσο θα παραχθεί και το πώς θα κατανεμηθεί στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, πόσο από το παραγόμενο προϊόν προορίζεται για τη διευρυμένη αναπαραγωγή, για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσω κοινωνικών υπηρεσιών και για την άμεση κατανομή στους εργαζόμενους, ώστε να πραγματοποιείται η σχεδιασμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Το εκάστοτε σχέδιο του Κεντρικού Σχεδιασμού, θέτοντας τους στόχους της παραγωγής, κατανέμει υλικά μέσα και εργατική δύναμη, συσχετίζει τους κλάδους της παραγωγής και καθορίζει τις αναλογίες μεταξύ τους, προγραμματίζει την παραγωγή μέσων παραγωγής και την εκπαίδευση και εξειδίκευση της εργατικής δύναμης, προσεγγίζει περισσότερο ή λιγότερο την αναγκαιότητα της διευρυμένης αναλογικής ανάπτυξης. Ομως ούτε η κατανομή των μέσων παραγωγής, ούτε η κατανομή της εργατικής δύναμης γίνεται μέσω της αγοράς. Επομένως και η κατανομή του κοινωνικού προϊόντος διέπεται από το βασικό οικονομικό νόμο του (διευρυνόμενη κοινωνική ευημερία) και τις σχέσεις της κοινωνικής ιδιοκτησίας, του κεντρικού σχεδιασμού και του εργατικού ελέγχου κι όχι από ξένους προς αυτόν.

Στην κατώτερη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, στο σοσιαλισμό, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων -και κατά συνέπεια της συνείδησης- επιβάλλει το νόμο κατανομής του κοινωνικού προϊόντος: «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με την εργασία του».

Το μέτρο της εργασίας δεν μπορεί να είναι άλλο από το χρόνο εργασίας, δηλαδή το χρόνο με τον οποίο συμβάλλει ο καθένας ατομικά στη διαμόρφωση του συνολικού κοινωνικού προϊόντος στο πλαίσιο της κοινωνικής παραγωγής.

Η χρηματική αμοιβή της εργασίας («μισθός») δεν αντιπροσωπεύει την αξία της εργατικής δύναμης που καταναλώθηκε, αφού η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα, αλλά είναι μορφή με την οποία η κοινωνία -στη βάση σχεδίου- επιστρέφει ατομικά στον εργαζόμενο ένα μέρος από αυτό που της προσέφερε, ρυθμίζοντας την πρόσβαση και για ορισμένα προϊόντα που βρίσκονται σε περιορισμένη ποσότητα. Ομως από την αρχή ένα σημαντικό μέρος των κοινωνικών αναγκών ικανοποιείται ανάλογα με τις ανάγκες με δωρεάν δημόσια παροχή (π.χ. παιδεία, φροντίδα υγείας κ.ά.).

Οπως επιβεβαιώθηκε και από την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα στον ανώριμο κομμουνισμό, το σοσιαλισμό, ο νόμος της αξίας έχει ισχύ στο βαθμό που παραμένουν μορφές της εμπορευματικής παραγωγής, είτε ατομικής είτε ομαδικής (συνεταιριστικής), αλλά χωρίς εκμετάλλευση ξένης εργασίας. Στο βαθμό δηλαδή που δεν έχουν κοινωνικοποιηθεί όλα τα μέσα παραγωγής, αλλά παραμένουν μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας (π.χ. στην ΕΣΣΔ ατομικά αγροκτήματα και συνεταιρισμοί), εξαιτίας ανεπαρκούς ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Τα προϊόντα αυτών των μορφών είναι εμπορεύματα και ανταλλάσσονται ως εμπορεύματα με τα προϊόντα της άμεσα κοινωνικής παραγωγής με βάση το νόμο της αξίας, που όμως η λειτουργία του περιορίζεται από τη λειτουργία του Κεντρικού Σχεδιασμού, ο οποίος καθορίζει πλάνα παραγωγής και τιμές για τα συνεταιριστικά προϊόντα και με άλλους οικονομικούς μοχλούς (π.χ. φόρους). Η ατομική και συνεταιριστική παραγωγή είναι υποταγμένες στην κοινωνική ιδιοκτησία και στον κεντρικό σχεδιασμό. Ο νόμος της αξίας δεν είναι ρυθμιστής των αναλογιών στη σοσιαλιστική οικονομία. Δεν εναρμονίζεται με το νέο τρόπο παραγωγής, δεν αποτελεί νόμο του. Είναι στοιχείο ξένο προς αυτόν, είναι σε αντίφαση με τον Κεντρικό Σχεδιασμό και την κοινωνική ιδιοκτησία. Αυτή η αντίφαση πρέπει να ξεπεραστεί με τη μετατροπή όλης της παραγωγής σε άμεσα κοινωνική παραγωγή. Δηλαδή στην πορεία ανάπτυξης του σοσιαλισμού κάθε μορφή ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στα προϊόντα της παραγωγής πρέπει να μετατραπεί σε κοινωνική ιδιοκτησία.

Επίσης στο σοσιαλισμό ο νόμος της αξίας διέπει τις ανταλλαγές προϊόντων (εμπορευμάτων) μεταξύ της σοσιαλιστικής κοινωνίας και των καπιταλιστικών κοινωνιών (τις οποίες μπορούμε να θεωρήσουμε ως ξεχωριστούς εμπορευματοπαραγωγούς). Η εξάλειψη αυτού του φαινομένου θα έρθει ως αποτέλεσμα εξάλειψης των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ σοσιαλιστικών και καπιταλιστικών κοινωνιών, με την ανατροπή του καπιταλισμού στις πιο αναπτυγμένες κοινωνίες και με τη διαμόρφωση των οικονομικών σχέσεων μεταξύ διαφορετικών σοσιαλιστικών κρατών στη βάση της αλληλοβοήθειας και του σχεδιασμού.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η «αγορά», η εμπορευματική παραγωγή, είναι ιστορικό φαινόμενο. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στο διάβα της ανθρώπινης Ιστορίας και τελικά κυριάρχησε στον καπιταλισμό όταν έγινε εμπόρευμα και η εργατική δύναμη. Δε θα υπάρχει αιώνια. Η ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η ανάπτυξη και πλήρης κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής θα οδηγήσει την ανταλλαγή και την αγορά στο τέλος της.

Η αγορά δεν είναι ένας «οικονομικός μηχανισμός» ανεξάρτητος από τις σχέσεις παραγωγής, αλλά συνδέεται με την ύπαρξη εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής γενικά και των καπιταλιστικών σχέσεων ειδικότερα. Στον καπιταλισμό οι σχέσεις κατανομής που πραγματοποιούνται μέσω της αγοράς καθορίζονται από τις κυρίαρχες καπιταλιστικές -εκμεταλλευτικές- σχέσεις παραγωγής. Δηλαδή από το γεγονός ότι οι άμεσοι παραγωγοί που δεν είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και συνεπώς ούτε των προϊόντων της παραγωγής, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους πρέπει να αγοράζουν τα προϊόντα που οι ίδιοι παράγουν με την πώληση της εργατικής τους δύναμης. Η δυνατότητα πρόσβασης των άμεσων παραγωγών στα προϊόντα που παράγουν (και προορίζονται για πώληση) καθορίζεται από το μισθό τους, από το πόσο δηλαδή πούλησαν την εργατική τους δύναμη.

Η πορεία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ απέδειξε στην πράξη την ιστορική δυνατότητα να αλλάξει ο σκοπός της παραγωγής στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής: Από παραγωγή με σκοπό την κερδοφορία των καπιταλιστών σε παραγωγή με σκοπό την ικανοποίηση των ολοένα διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών. Μέσω του κεντρικού σχεδιασμού έγινε κατορθωτό να ικανοποιηθούν μαζικά μια σειρά βασικές ανάγκες των εργαζομένων: Εξασφαλίστηκε η δωρεάν ή η πολύ φτηνή παροχή μιας σειράς υπηρεσιών, πραγματοποιήθηκε μια σημαντική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (εφαρμογή τεχνολογικών επιτευγμάτων, εκπαίδευση και ειδίκευση εργατικού δυναμικού κλπ.) σε σχέση με το επίπεδο στο οποίο βρίσκονταν στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Προβλήματα υποκειμενισμού στο εκάστοτε σχέδιο του Κεντρικού Σχεδιασμού δεν ακυρώνουν την αναγκαιότητα και τη δυναμική του στη διευρυμένη κοινωνική ευημερία.

Ιστορικά αποδείχθηκε ότι η προσπάθεια αξιοποίησης των νομοτελειών της «αγοράς» της εμπορευματικής παραγωγής ως «συστατικά στοιχεία» της σοσιαλιστικής οικοδόμησης οδήγησε στο αδυνάτισμα των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής. Ενίσχυσε τις επιβιώσεις ή αναβίωσε στοιχεία του παλιότερου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού και εξέθρεψε τις δυνάμεις της αντεπανάστασης.

Η αντεπαναστατική εξέλιξη και η ανατροπή του σοσιαλισμού δεν αποδεικνύει την ανωτερότητα της αγοράς σε σχέση με τον κεντρικό σχεδιασμό. Το αντίθετο, ήρθε ως αποτέλεσμα της παραβίασης των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ήρθε ως αποτέλεσμα υποχώρησης από την προσπάθεια για παρά πέρα επέκταση και εμβάθυνση των σοσιαλιστικών -ανώριμων κομμουνιστικών- σχέσεων παραγωγής, για την πλήρη κυριαρχία τους. Η αντεπαναστατική εξέλιξη και ανατροπή του σοσιαλισμού ήρθε ως αποτέλεσμα της χαλάρωσης του κεντρικού σχεδιασμού, της παραβίασης των αντικειμενικών αναλογιών που θα πρέπει να αντανακλούνται στο κάθε σχέδιο. Στα αντεπαναστατικά γεγονότα συντέλεσε ακριβώς το γεγονός της υιοθέτησης των κριτηρίων της αγοράς ως κριτηρίων και στοιχείων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Στις σημερινές συνθήκες του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού βαθαίνει και οξύνεται σε πρωτοφανείς διαστάσεις η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και στην ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, στον εμπορευματικό χαρακτήρα της παραγωγής. Η αντίφαση αυτή εκδηλώνεται με πολλές μορφές και τρόπους στις δυσαναλογίες που εμφανίζονται στην παραγωγή ανάμεσα σε διάφορους κλάδους, στα φαινόμενα κρίσης της καπιταλιστικής οικονομίας που ούτε η αγορά ούτε όμως και τα διάφορα μείγματα διαχείρισης και της λεγόμενης «ρύθμισης της αγοράς» μπορούν να τα αντιμετωπίσουν. Τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα είναι εκδήλωση των παραπάνω αντιφάσεων και επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα και ρεαλιστικότητα του σοσιαλισμού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

1. Κ. Μαρξ: «Μισθός, Τιμή και Κέρδος», κεφ. VI, «Αξία και εργασία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 33-44.

2. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. Α΄, σελ. 49-62.

3. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. Β΄, σελ. 357.

4. Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 21-23.

5. Φρ. Ενγκελς: «Αντι-Ντύρινγκ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», 2006, σελ. 328-330.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Κ. Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 1, σελ. 49.

2. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 1, σελ. 425.

3. Κ. Μαρξ: «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 21.