Ο Κ. Μαρξ στην αρχή του έργου του «Το Κεφάλαιο», μελετώντας το «εμπόρευμα», έκανε την εξής διαπίστωση: «Ο πλούτος των κοινωνιών, όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται ως ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι’ αυτό, η έρευνα μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος»1.
Εμπορεύματα είναι τα προϊόντα που παράγονται με σκοπό την ανταλλαγή. Η εμφάνιση των εμπορευμάτων είναι ιστορικό φαινόμενο. Ξεκίνησε με την λίγο-πολύ τυχαία ανταλλαγή προϊόντων που «περίσσευαν», ενώ στη συνέχεια άρχισε η παραγωγή προϊόντων για την ανταλλαγή, δηλαδή η εμπορευματική παραγωγή που τη χαρακτηρίζουμε ως απλή σε διάκριση από την καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή.
Η διαδικασία της ανταλλαγής εξελίχθηκε ιστορικά από τις πιο απλές σε πιο σύνθετες μορφές. Στην αρχή η ανταλλαγή γινόταν άμεσα με προϊόντα, π.χ. ο παραγωγός σιτηρών αντάλλασσε σιτηρά με τσεκούρια, με αλέτρι και ό,τι άλλο του χρειαζόταν. Στη συνέχεια η ανταλλαγή αναπτύχθηκε και εμφανίστηκε η ανταλλαγή με τη μεσολάβηση ενός εμπορεύματος (γενικό ισοδύναμο), με το οποίο συγκρίνονταν όλα τα εμπορεύματα και έπαιζε το ρόλο του μέσου ανταλλαγής. Το ρόλο αυτό έπαιζαν αρχικά διαφορετικά εμπορεύματα (π.χ. ζώα). Στη συνέχεια το μέσο ανταλλαγής λειτούργησε καθαρά ως μέσο πληρωμών και αποθησαύρισης, χρήμα. Για το ρόλο του χρήματος ήταν πιο κατάλληλα από φυσική άποψη (δεν φθείρονται εύκολα κλπ.) τα πολύτιμα μέταλλα (χρυσός, αργυρός). Ετσι έγινε δυνατή η χρονική απόσταση ανάμεσα στην πώληση του ενός προϊόντος και την αγορά του άλλου. Ο Λένιν χαρακτήρισε επιγραμματικά την εμπορευματική παραγωγή σαν «παραγωγή απομονωμένων μεταξύ τους παραγωγών, που συνδέονται ο ένας με τον άλλο μέσω της αγοράς»2.
Η ουσία και τα κύρια χαρακτηριστικά της εμπορευματικής παραγωγής είναι: ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, το ξεχώρισμα (αυτοτέλεια, απομόνωση) των παραγωγών, η μετατροπή των προϊόντων εργασίας σε εμπορεύματα, η σύνδεση των παραγωγών μέσω της αγοράς.
Στους παλιότερους τρόπους παραγωγής (δουλοκτητικό και φεουδαρχικό) υπήρχε αλλά δεν κυριαρχούσε η παραγωγή με σκοπό την ανταλλαγή. Το εμπόριο και η αγορά είχαν πιο περιορισμένη έκταση.
Στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής κυριαρχούσε η φυσική μορφή παραγωγής, η παραγωγή γινόταν με σκοπό την άμεση κατανάλωση στο πλαίσιο του νοικοκυριού που παρήγαγε ή του ιδιοκτήτη (δουλοκτήτη, φεουδάρχη) στον οποίο υπαγόταν. Τα βασικά μέσα επιβίωσης (τρόφιμα, ένδυση κλπ.) παράγονταν στo πλαίσιο του ατομικού αγροτικού φεουδαρχικού ή δουλοκτητικού νοικοκυριού.
Η εμπορευματική παραγωγή έγινε κυρίαρχη σε ένα ανώτερο στάδιο ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας όταν είχε βαθύνει ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, όταν είχε επιτευχθεί ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, όταν η ίδια η εργατική δύναμη αποσπάστηκε από τα μέσα παραγωγής που κατείχε και έγινε εμπόρευμα (πώλησή της στον κατέχοντα μέσα παραγωγής), δηλαδή στις συνθήκες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Ποτέ οι διαστάσεις της εμπορευματικής παραγωγής στο διάβα των αιώνων της ανθρώπινης Ιστορίας δεν ήταν τόσο μεγάλες όσο στην εποχή του καπιταλισμού.