Σε αυτό το μέρος, θα εστιάσουμε σε δύο τύπους αντισοβιετικών επιχειρημάτων και στις ιστορικές ρίζες τους.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Οι μπολσεβίκοι κατηγορήθηκαν για την ύπαρξη αντιδημοκρατισμού στην οργανωτική δομή τους, στις μορφές της πολιτικής τους δράσης, ακόμη και στην επιχειρηματολογία τους. Στην πολύ βασική αντιπαράθεση μεταξύ Μάρτοφ και Λένιν για τον καθορισμό της ιδιότητας του μέλους του κόμματος το 1903, ο Μάρτοφ υπεράσπισε το επιχείρημά του ως εξής:
«Στο σχέδιό μας τα μέλη του κόμματος έχουν το δικαίωμα να ενημερώνουν το κέντρο για τις απαιτήσεις και τις σκέψεις τους».
Από αυτό το σημείο είναι φανερό ότι η γενική κριτική των Μενσεβίκων στους Μπολσεβίκους αφορούσε το ζήτημα της δημοκρατίας. Ο Τρότσκι, που δεν είχε συνειδητοποιήσει την ιστορική σημασία της διάσπασης στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα στη Ρωσία και αναζητούσε ένα τρίτο δρόμο ανάμεσα στους Μενσεβίκους και τους Μπολσεβίκους, παρομοίασε την έμφαση του Λένιν στο συγκεντρωτισμό στην οργάνωση κομμάτων με «μια επιθυμία για μια σιδερένια πυγμή πάνω στα μέλη του κόμματος».
Λίγο-πολύ όλες οι πολιτικές γραμμές στη Ρωσία -δηλαδή οι αναρχικοί, οι εσέροι, οι καντέτοι- κατηγόρησαν αργά ή γρήγορα τους μπολσεβίκους ως αντιδημοκρατικούς. Καθώς η μπολσεβίκικη επανάσταση έφτασε και το μπολσεβίκικο πρόγραμμα έγινε ευδιάκριτο, ο Κάουτσκι, που ήταν σύντροφος και επίσης ένας από τους δασκάλους του Λένιν, επέκρινε την μπολσεβίκικη θέση για την εξουσία, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου. Σύμφωνα με τον Κάουτσκι «ο σοσιαλισμός χωρίς δημοκρατία είναι αδύνατος» και προκειμένου να αποδείξει τις θέσεις του, αναφερόμενος στις εξελίξεις στη Ρωσία, μίλησε για «τα μεσσιανικά συμπλέγματα ηγετών και τις δικτατορικές συνήθειές τους». Στην ίδια πηγή, ο Κάουτσκι, που χαρακτηρίστηκε ως αποστάτης από το Λένιν, συνέχισε την κριτική του χαρακτηρίζοντας τη σοβιετική εξουσία ως «την αντικατάσταση της δημοκρατίας με τη δικτατορία». Δεδομένου ότι τα βασικά επιχειρήματα του Λένιν για τη φύση του σοσιαλιστικού κράτους προέκυψαν από τα κείμενα του Μαρξ για την Κομμούνα του Παρισιού, ο Κάουτσκι, ένας πολύ πεπειραμένος συνεργάτης του Μαρξ και του Ενγκελς, υποστήριξε ότι υπήρξε μια απόκλιση μεταξύ της Κομμούνας του Παρισιού και της ρωσικής περίπτωσης. Σύμφωνα με Κάουτσκι, η Κομμούνα του Παρισιού ήταν αποτέλεσμα της δράσης όλου του προλεταριάτου και κανένα από τα σοσιαλιστικά ρεύματα δεν αποκλείστηκε από αυτή την προσπάθεια. Εντούτοις, για αυτόν η κατάσταση στη Ρωσία ήταν ακριβώς το αντίθετο. Οι Μπολσεβίκοι κατέκτησαν την κρατική εξουσία με τον αποκλεισμό όλων των άλλων σοσιαλιστικών ρευμάτων.
Με την κατάρρευση των αστικών δημοκρατικών θεσμών στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της εποχής του μεσοπολέμου, το πρόβλημα της δημοκρατίας στη Σοβιετική Ενωση εκδηλώθηκε ως μέρος της εσωκομματικής διαπάλης ανάμεσα σε ορισμένες φράξιες στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι εάν κάποιος ερευνά λεπτομερώς, μπορεί πάντα να βρει συντάκτες φανταστικών ιστοριών. Νομίζω ότι ο Πάνεκοκ είναι ένας από εκείνους τους συντάκτες. Για τον Πάνεκοκ, που θεώρησε ότι η ρωσική επανάσταση ήταν ο θρίαμβος των μεσαίων τάξεων, οι πολιτικές μέθοδοι της Κομιντέρν ήταν τόσο αντιδημοκρατικές που το ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης χρησιμοποίησε τις πηγές χρημάτων του για να κατασιγάσει τα αντίπαλα κομμουνιστικά κόμματα στη Δυτική Ευρώπη και ως συνέπεια αυτής της προπαγάνδας οι μικρές κομμουνιστικές ομάδες, που δεν είχαν οικονομικούς πόρους, εξαφανίστηκαν.
Εντούτοις, όπως αναφέρεται, δεν πρέπει να πάρουμε αυτά τα φανταστικά επιχειρήματα σοβαρά. Ενας άλλος φανταστικός συγγραφέας εκείνης της περιόδου ήταν για άλλη μια φορά ο Κάουτσκι. Με την αποφασιστική νίκη της σοσιαλιστικής εξουσίας στη Σοβιετική Ενωση, ο Κάουτσκυ έχασε την παλαιά δημοτικότητά του στους μαρξιστικούς κύκλους. Ομως ο αντισοβιετισμός είναι μια τέτοια ασθένεια που μόλις μολυνθεί κάποιος με αυτήν, η θεραπεία της είναι πολύ δύσκολη. Το 1937, χρονιά που η ανθρωπότητα βρίσκονταν μπροστά στο αβυσσαλέο χάσμα του φασισμού, προτίμησε να επικρίνει το Σύνταγμα του Στάλιν από τη σκοπιά της συμβατότητάς του με τους αστικούς δημοκρατικούς θεσμούς, που είχαν σβήσει σε ολόκληρη την Ευρώπη από τα αιματηρά χέρια της αστικής τάξης και των πολιτικών πρακτόρων της.
«Εάν εκείνοι που έχουν την εξουσία (σ.σ. ο Κάουτσκι εννοεί το ΚΚ της Σοβιετικής Ενωσης) είχαν συμφωνήσει με τη Γερμανία και την Ιαπωνία, θα μπορούσε ακόμη και να ειπωθεί ότι ο κομμουνισμός θα συγκροτούσε μια ένωση υποστήριξης με το φασισμό. Τα δημοκρατικά κόμματα και κράτη του κόσμου τότε θα διεξήγαγαν έναν τρομακτικό πόλεμο με μια αντιδημοκρατική ένωση που συγκροτείται από τις δυνάμεις του “κακού”».
Με αυτές τις λέξεις αποδεικνύεται το πολύ βασικό σύμπτωμα αυτής της ασθένειας, δηλαδή ο αντικομμουνισμός. Στη αντίληψη του Κάουτσκι, η Σοβιετική Ενωση ήταν μέρος των δυνάμεων του κακού, ενώ οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν οι δημοκρατικές δυνάμεις.
Το ζήτημα της δημοκρατίας αναβίωσε μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή τη φορά οι κριτικές βασικά προέρχονταν από στελέχη του Ψυχρού Πολέμου και των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Είναι πολύ γνωστό ότι ο κύριος στόχος του ψυχρού πολέμου ήταν η «συγκράτηση του σοσιαλισμού». Κατά συνέπεια, τα οικονομικά και στρατιωτικά μέσα δεν ήταν αρκετά για αυτό το σκοπό. Αυτά τα μέσα έπρεπε να υποστηριχθούν με ιδεολογικά εργαλεία.
Οπως αναφέρεται στη διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής του KKE: «Και από τα δύο τμήματα του Κομμουνιστικού Κινήματος, εξουσίας και μη, δεν εκτιμήθηκε σωστά ο παγκόσμιος συσχετισμός των δυνάμεων, ενώ υποτιμήθηκε η δυναμική της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης του καπιταλισμού». Το ζήτημα της δημοκρατίας ήταν ένα από αυτά τα εργαλεία. «Οι αιματηρές μπότες του Στάλιν», κυριολεκτικά, εφευρέθηκαν στη μεταπολεμική εποχή. Αυτό ήταν αναγκαστικό για τους ιμπεριαλιστές, από τη στιγμή που το γόητρο της ΕΣΣΔ και ιδιαίτερα του Στάλιν -ο «θείος Τζο», που απελευθέρωσε την Ευρώπη- για την αντίληψη των λαών της Ευρώπης και ως εκ τούτου των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην Ευρώπη ήταν τόσο μεγάλο, όπως υπογραμμίζουν πολλές πηγές της εποχής.
Αυτό το σκηνικό στην Ευρώπη δημιούργησε πάνω από έναν λόγους για την επιτάχυνση της επίθεσης του ιμπεριαλισμού ενάντια στο σοσιαλισμό. Το τέλος ενός παγκοσμίου πολέμου ξεκίνησε έναν άλλον, μια πολεμική ιστορία που δεν είχε υπάρξει ποτέ πριν.
Ο μύθος που δημιουργήθηκε από τη δεξιά και αριστερή, τροτσκιστική και μπουχαρινική αντιπολίτευση για την κατάσταση στη Ρωσία, αξιοποιήθηκε στην εκστρατεία δυσφήμησης των αμερικανικών «δεξαμενών σκέψης». Αυτές οι παραποιήσεις χρησιμοποιήθηκαν ως καταλύτης στη διαμόρφωση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στον «ελεύθερο κόσμο» και το «σιδηρούν παραπέτασμα», οι οποίες δεν παρέμειναν μόνο στη φιλολογία των διεθνών σχέσεων, αλλά και στα μυαλά των μέσων Δυτικοευρωπαίων και Αμερικανών.
Αυτό το τελευταίο γεγονός αποτέλεσε μια από τις πιο αξιοσημείωτες επιτυχίες του αμερικανικού ιμπεριαλισμού κατά τη διεξαγωγή του ψυχρού πολέμου. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι χωρίς το λήθαργο της σοβιετικής ηγεσίας μετά τη μεγάλη νίκη ενάντια στο φασισμό, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός δε θα είχε κατορθώσει να καλλιεργήσει αυτή την αντιπαράθεση. Ενα επιπλέον συμπέρασμα είναι ότι η σοβιετική ηγεσία δεν κατανόησε τις απαιτήσεις της νέας εποχής, ειδικά αυτές που αφορούσαν την ιδεολογία.
Υπάρχουν ορισμένες εξηγήσεις σε σχέση με τις προσδοκίες της σοβιετικής ηγεσίας για «σταθερότητα». Η σημαντικότερη «δικαιολογία» ήταν ότι η Σοβιετική Ενωση έχασε εκατομμύρια των παιδιών της κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού πολέμου. Εντούτοις, ο ιμπεριαλισμός έκανε την επίθεσή του φορώντας το ένδυμα του αμυνόμενου. Βεβαίως τα όργανα της Σοβιετικής Ενωσης δεν ήταν αρκετά ισχυρά για να αναχαιτίσουν αυτή την επίθεση, δεδομένου ότι ο ιμπεριαλισμός διεκδικούσε περισσότερα και όχι μόνο «ειρηνική συνύπαρξη». Παρά τις επανειλημμένα ειρηνόφιλες δηλώσεις της σοβιετικής ηγεσίας, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός περικύκλωσε τη Σοβιετική Ενωση με τους διεθνείς στρατιωτικούς, οικονομικούς και πολιτικούς του οργανισμούς.
Μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο η συζήτηση από την πλευρά του ιμπεριαλισμού περί «ριζοσπαστικής δημοκρατίας» έγινε το αντίδοτο του σοσιαλισμού. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός νομιμοποίησε τη δράση του γύρω από αυτή τη συζήτηση, ενώ οι πιο αιματηρές ενέργειες των ιμπεριαλιστικών κέντρων στηρίχθηκαν επάνω στις «δυτικές αξίες», στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκεται η δημοκρατία. Και η επικράτηση της δημοκρατικής αυτής ρητορικής στην αριστερά κέρδισε το προβάδισμα εκείνη την περίοδο. Ηταν τόσο μεγάλη η επίδραση, ώστε υπήρξαν μερικοί διανοούμενοι και αυτοαποκαλούμενοι σοσιαλιστές και κομμουνιστές που εξέφρασαν με σθένος το θαυμασμό τους στις αντεπαναστάσεις στις σοσιαλιστικές χώρες στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ενωση. Χαιρέτισαν αυτές τις αντεπαναστάσεις ως «επαναστάσεις της εργατικής τάξης» ενάντια στις γραφειοκρατικές κρατικιστικές ηγεσίες.
Ορισμένοι από τους αποκαλούμενους ως διανοούμενους άξιζαν μόνο για τη δυνατότητά τους να καταγγέλλουν τη σοβιετική οικοδόμηση. Με τη διάλυση του σοβιετικού σοσιαλισμού μοιράστηκαν την ίδια μοίρα με τη Σοβιετική Ενωση. Υπάρχει κανένας σήμερα που να θυμάται το όνομα Αλεξάντρ Σολζενίτσιν, ο οποίος κάποτε θεωρήθηκε ως ο Ντοστογιέφσκι των χρόνων μας; Μερικοί άλλοι διανοούμενοι, όπως η Σούζαν Σόνταγκ, έφτασαν να δικαιολογήσουν την επίθεση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία. Σήμερα υπάρχει μια μεγάλη βιβλιογραφία για τα εγκλήματα που διαπράττονται από τον ιμπεριαλισμό στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και την αφαίρεση των δημοκρατικών δικαιωμάτων στην καθημερινή ζωή και ειδικά στην εργασία κατά τη διάρκεια της «μετα-κομμουνιστικής» περιόδου.
Το πώς θα ολοκληρωθεί η σοσιαλιστική δημοκρατία και τα όργανά της στις διαδικασίες της μελλοντικής σοσιαλιστικής οικοδόμησης είναι μια αποφασιστικά σημαντική ερώτηση. Εντούτοις, αυτή η ερώτηση πρέπει να απαντηθεί χωρίς να χαθεί η ενότητα των μέσων και των τελικών σκοπών. Η βελτίωση των μηχανισμών συμμετοχής, η πάλη ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση, καθώς και η τελευταία φάση μετασχηματισμού του κράτους στη μεταβατική περίοδο προς τον κομμουνισμό μπορούν να συζητηθούν εφόσον δεν έρχονται σε αντίθεση με την επαναστατική αποστολή του προλεταριάτου και το ρόλο του ηγετικού κόμματός του.
Οσον αφορά το σήμερα, η «ριζοσπαστική δημοκρατία» ή η «βελτίωση των δημοκρατικών θεσμών» δεν μπορεί να είναι ούτε στόχος ούτε πολιτικό εργαλείο για τους κομμουνιστές. Η αποστολή των κομμουνιστών στη διάρκεια του καπιταλισμού δεν είναι να βελτιώσουν τη συμμετοχή της εργατικής τάξης στα αστικά δημοκρατικά παιχνίδια, αλλά να την οργανώσουν γύρω από την επαναστατική γραμμή που εκφράζει το κομμουνιστικό κόμμα. Αξιώνοντας μια ανάλογη σχέση μεταξύ της συνείδησης των εργαζόμενων μαζών και του επιπέδου των αστικών δημοκρατικών θεσμών, έχουμε στην καλύτερη περίπτωση, μια λανθασμένη ερμηνεία του «Τι να κάνουμε;» και στην πραγματικότητα μια γυμνή άρνηση των λενινιστικών αρχών. Εάν δεν εγκαταλειφθεί αυτή η άποψη, δεν μπορεί να κατανοηθεί η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Προσπαθούμε να θίξουμε αυτό το ζήτημα στο επόμενο μέρος.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Ποια είναι η βασική σπουδαιότητα της Σοβιετικής Ενωσης; Μπορούμε να εξετάσουμε πραγματικά τον μποσλεβικισμό κατά τρόπο ουδέτερο;
Φυσικά δεν μπορούμε και πράγματι δεν πρέπει να είμαστε ουδέτεροι. Ομως για να αποφευχθεί η άποψη ότι υπερβάλλουμε τον ιστορικό ρόλο της Οκτωβριανής Επανάστασης και της θεμελίωσης του σοσιαλισμού στη σοβιετική πατρίδα και αργότερα στην Ανατολική Ευρώπη, παίρνουμε το ρίσκο να αναφερθούμε σε ένα πρόσωπο «απαλλαγμένο από κάθε πολιτική προκατάληψη», όπως ο Ludwig von Mises, ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του φιλελευθερισμού στον 20ό αιώνα, ο οποίος συνοψίζει την επιτυχία του σοσιαλισμού σε τέσσερις όρους:
1. Είτε πιστεύουμε στη σημασία του είτε όχι, ο ρωσικός μποσλεβικισμός έχει ολοκληρώσει ένα πράγμα που πρέπει να θεωρηθεί ως ένα από τα κρισιμότερα γεγονότα στην παγκόσμια ιστορία λόγω του πελώριου προγράμματός του. Το μέγεθος της επιτυχίας είναι μοναδικό.
2. Σήμερα κανένα από τα ισχυρά κόμματα δεν έχει τη δύναμη να αφιερωθεί ατάραχο στην υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας. Οι υπερασπιστές της ατομικής ιδιοκτησίας είναι η μειοψηφία.
3. Η λέξη «καπιταλισμός» είναι η συνισταμένη όλων των κακών στην εποχή μας. Ο σοσιαλισμός καθιέρωσε την κυριαρχία του ακόμη και πάνω στους αντιπάλους του.
4. Σε όλο τον κόσμο υπάρχει μια τάση προς τον μπολσεβικισμό.
Ο Von Mises, ένας ορκισμένος αντίπαλος του σοσιαλισμού, τεκμηρίωσε την κοσμοϊστορική σημασία της μπολσεβίκικης επανάστασης με τις παραπάνω δηλώσεις. Τα τελευταία τρία από τα σημεία που έθιξε αφορούν το γεγονός ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αμφισβητήθηκε σοβαρά με την αυγή της Οκτωβριανής Επανάστασης. Στην πραγματικότητα η συζήτηση σχετικά με το αδύνατο του σοσιαλισμού αντιστράφηκε ξαφνικά από τους μπολσεβίκους, ειδικά μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και της «χαοτικής» περιόδου. Τα σταθερά βήματα που πραγματοποιήθηκαν στην εποχή του Στάλιν ενίσχυσαν το γόητρο του σοσιαλισμού στον κόσμο. Επιπλέον, εκείνη τη στιγμή η καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία δοκίμαζε μια από τις πιο καταστρεπτικές κρίσεις της.
Οπως o Von Mises βεβαίωσε, η συζήτηση δεν αφορούσε τη σοσιαλιστική οικονομία, αλλά τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Η υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας, η βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ήταν ντροπή και η λέξη καπιταλισμός ήταν βλασφημία. Εντούτοις, η συζήτηση δεν έχει τελειώσει οριστικά. Ειδικά μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης έχει αναβιώσει και είναι ακόμα ζωντανή.
Υπάρχουν εκατοντάδες των παραλλαγών αυτού του επιχειρήματος. Θα εξετάσουμε δύο σημαντικές ομάδες επιχειρημάτων στα πλαίσια της συζήτησης, οι οποίες θεωρούμε ότι σχετίζονται άμεσα με τον αντισοβιετισμό. Η πρώτη από αυτές υποστηρίζει ότι η σοσιαλιστικά σχεδιασμένη οικονομία είναι ανεπαρκής, δεδομένου ότι παραβλέπει τη σημασία της αγοράς, ως συνέπεια αυτής της παράβλεψης το σοσιαλιστικό σύστημα θα είναι πάντα αδύναμο. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι ο σοσιαλισμός απαιτεί ορισμένους όρους και αν αυτοί οι όροι δεν ικανοποιούνται, ο σοσιαλισμός είναι ανέφικτος. Για να επεξηγηθεί αυτό, μπορεί να δοθεί ως παράδειγμα αυτού του «επιχειρήματος του υπό όρους σοσιαλισμού» η τροτσκιστική θεωρία της «διαρκούς επανάστασης». Για τον Τρότσκι, ο σοσιαλισμός στη Ρωσία ήταν μόνο ένα όνειρο παρά μόνο αν άρχιζε η επανάσταση στη Δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γερμανία, εξαιτίας όμως της έλλειψης μιας τέτοιας επανάστασης στην Ευρώπη, η γραφειοκρατικοποίηση του ΚΚ στη Σοβιετική Ενωση ήταν αναπόφευκτη.
Ας αναλύσουμε αυτές τις δύο ομάδες επιχειρημάτων.
Η αξιολόγηση του ζητήματος της σχεδιασμένης οικονομίας έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η επιτυχία της σχεδιασμένης οικονομίας είχε τόσο βαθιά επιδράσει στα καπιταλιστικά κράτη ώστε μερικές καπιταλιστικές χώρες, ειδικά εκείνες που ήταν υπανάπτυκτες, είχαν προσπαθήσει «να σχεδιάσουν» την καπιταλιστική αναρχία για αρκετές δεκαετίες. Δεδομένου ότι με τη δημιουργία ενός βιομηχανικού γίγαντα από μια αγροτική οικονομία η Σοβιετική Ενωση απέδειξε ότι ο μόνος δρόμος ανάπτυξης ήταν η σχεδιασμένη οικονομία.
Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (ή όπως έχουμε αναφέρει παραπάνω, με την έναρξη του ιδεολογικού παγκοσμίου πολέμου) ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ κατέβαλε ιδιαίτερη προσπάθεια να δυσφημήσει τον κεντρικό σχεδιασμό. Οπως είναι γνωστό, η μετάβαση της ηγεμονίας στο καπιταλιστικό σύστημα από τη Μεγάλη Βρετανία στις ΗΠΑ σήμανε επίσης τη μετάβαση από το «ελεύθερο εμπόριο» στην «ελεύθερη επιχείρηση». Η κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία έπρεπε να δυσφημιστεί χάριν «της ελεύθερης επιχείρησης». Ποια μέτρα θα έπρεπε να ληφθούν προκειμένου να υπάρξει αντίσταση σε αυτή την επίθεση;
Βεβαίως η βασική αποτυχία ήταν ότι το ΚΚΣΕ δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει την προηγούμενη βαθιά γνώση του στο να συνδυάζει τους πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες στην καθοδήγηση της εργατικής τάξης και της κοινωνίας. Αν εξετάσουμε τα παραδείγματα κολεκτιβοποίησης και εκβιομηχάνισης, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα ποια ήταν η σημασία τους. Η ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί είναι αν η κολεκτιβοποίηση και η εκβιομηχάνιση ήταν μόνο οικονομικά εργαλεία. Η απάντηση αυτής της ερώτησης είναι τόσο σημαντική, που μερικές αντισοβιετικές θέσεις αξιοποιούν την καταφατική απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Εάν η φύση της μετάβασης στην σχεδιασμένη οικονομία, η κολεκτιβοποίηση στη γεωργία και η εκβιομηχάνιση δε γίνουν κατανοητές, η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης θα αποδίδεται πιθανώς στις οικονομικές ιδεοληψίες της σοβιετικής ηγεσίας και στην ανεπάρκεια της προγραμματισμένης οικονομίας.
Οι μελετητές στα δυτικά πανεπιστήμια γενικά υποστηρίζουν ότι η σοβιετική ηγεσία υιοθετούσε τον οικονομικό ντετερμινισμό και ότι το ΚΚ θεώρησε ότι με τη δημιουργία ορισμένων οικονομικών όρων -όπως οι αυξήσεις της συγκομιδής στη γεωργική παραγωγή, το προβάδισμα σε σχέση με τις καπιταλιστικές χώρες στο επίπεδο παραγωγής χάλυβα κλπ.- ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να οικοδομηθεί. Αυτές οι απόψεις είναι μακριά από την κατανόηση των προθέσεων της σοβιετικής ηγεσίας στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1920 και της δεκαετίας του 1930. Τα φαινομενικά ως οικονομικά μέτρα αυτών των ετών αναπτύχθηκαν και εφαρμόστηκαν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και για να ξεπαστρέψουν τις καπιταλιστικές σχέσεις και την αστική τάξη στη σοβιετική πατρίδα. Επομένως αυτά ήταν όχι μόνο οικονομικά, αλλά και πολιτικά βήματα που επέτρεψαν στην ηγεσία του ΚΚ να ενεργοποιήσει και να οδηγήσει τις εργαζόμενες τάξεις της χώρας στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού.
Πώς μπορεί μια ισοπεδωτική προσέγγιση, χαρακτηρίζοντας αυτά τα βήματα ως οικονομισμό, να κατανοήσει την άνοδο και τη σημασία του Σταχανοφισμού στη δεκαετία του 1930; Λόγω της ισοπεδωτικής προσέγγισής τους υποστηρίζουν ότι ο Σταχανοφισμός ήταν μια έκδοση του «επιστημονικού» ελέγχου του εργατικού δυναμικού εκείνης της περιόδου στον καπιταλισμό, όπως ο Τεϋλορισμός.
Πρέπει να είμαστε βέβαιοι για το ότι αυτοί οι στενά σκεπτόμενοι αξιολογητές της σοβιετικής οικονομίας και η πολιτική τους αντίληψη δεν περιορίζεται στα δυτικά πανεπιστήμια.
Π.χ. ο Τόνυ Κλιφ, που ήταν στέλεχος ενός πολιτικού ρεύματος που είχε ιστορικά προβλήματα με τη Σοβιετική Ενωση, αξιολογεί τις οικονομικές κινήσεις της σοβιετικής ηγεσίας τόσο αυθαίρετα, ώστε μια από τις πιο συγκεκριμένες εκφράσεις της ταξικής πάλης στη σοβιετική ύπαιθρο, δηλαδή η κολεκτιβοποίηση, παρουσιάζεται μόνο ως τακτικός ελιγμός στο κλείσιμο της ψαλίδας ανάμεσα στις αγροτικές και αστικές περιοχές. Εάν μια φορά κάνετε τον αναγνώστη να πιστέψει ως τέτοια την οικονομική ουσία αυτών των κινήσεων, κατόπιν δίνοντας μερικές στατιστικές είναι πολύ εύκολο να κατηγορηθεί ο Στάλιν ως εκφραστής των κουλάκων στη διαδικασία της κολεκτιβοποίησης.
Πρέπει αποφασιστικά να αντιπαρατεθούμε στα επιχειρήματα που ερμηνεύουν τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης στην οικονομική χρεοκοπία του σοσιαλισμού. Δεδομένου ότι αυτά τα επιχειρήματα φτάνουν τελικά στο συμπέρασμα ότι με οικονομικούς όρους η οικονομία της αγοράς είναι ανώτερη από τον κεντρικό σχεδιασμό και το σύστημα της αγοράς είναι καταλληλότερο στην «ανθρώπινη φύση» και «την πραγματικότητα των καιρών μας» από ότι η σοσιαλιστική οργάνωση της οικονομίας.
Δεν ήταν αυτά τα προβλήματα του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ενωση. Το πρόβλημα ήταν ότι η σοβιετική ηγεσία δεν ήταν ικανή να χρησιμοποιήσει την προηγμένη δυνατότητά της σχετικά με την κινητοποίηση του λαού γύρω από συγκεκριμένους στόχους. Το πρόβλημα ήταν ότι η σοβιετική ηγεσία δεν ήταν ικανή να χρησιμοποιήσει τον κεντρικό σχεδιασμό ως εργαλείο για μια πιο οργανωμένη και πιο πολιτική κοινωνία. Μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η σοβιετική ηγεσία δε χρησιμοποίησε τον κεντρικό σχεδιασμό ως εργαλείο στην ταξική πάλη που συνεχιζόταν σε διεθνές και εθνικό επίπεδο. Το πρόβλημα ήταν ότι η σοβιετική ηγεσία δεν ήταν ικανή να λύσει τα προβλήματα στην οικονομική σφαίρα σε άμεση σχέση με την πολιτική σφαίρα, όπως ήταν ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό, «η ψαλίδα» αμοιβών, τιμών και καταμερισμού της εργασίας μεταξύ της πόλης και του χωριού. Αντί να στραφούν σε «μνημονευμένες» προτάσεις, οι σοβιετικοί κομμουνιστές (επιστήμονες, πολιτικοί) έπρεπε να είχαν προωθήσει νέες απαντήσεις στα πλαίσια του σοσιαλισμού. Επρεπε να είχαν δοθεί απαντήσεις, καθοδηγώντας τις μάζες στην προσπάθεια της βελτίωσης του σοσιαλισμού και της υπεράσπισης των προόδων του. Ελλείψει τέτοιων απαντήσεων, η τάση για έναν «καλύτερο σοσιαλισμό» στην κοινωνία ενσωματώθηκε σε αστικά ιδεολογήματα. Αντίθετα προς την κοινή προπαγάνδα των ιμπεριαλιστικών κέντρων, το πρόβλημα στην ΕΣΣΔ δεν ήταν η ένδεια, αλλά η ευημερία η οποία δεν υποστηρίχτηκε με συγκεκριμένα πολιτικά μέσα.
Μια αναφορά της περιόδου Μπρέζνιεφ επισήμανε ότι: «Η νέα γενιά, που είχε μεγαλώσει κατά τη διάρκεια των ετών σταθερότητας, ήταν πιο μορφωμένη και απαιτητική. Ενας ασυμβίβαστος εκσυγχρονισμός του τρόπου ζωής έχει παραγάγει νέες απαιτήσεις και, στο τέλος, μια νέα δυσαρέσκεια». Αν και δε συμφωνούμε με τη γενική αξιολόγηση του συντάκτη αυτής της αναφοράς, μας προσφέρει ορισμένες χρήσιμες ενδείξεις. Ο «ασυμβίβαστος εκσυγχρονισμός» έπρεπε να είναι στην ημερήσια διάταξη του ΚΚΣΕ. Ικανοποιώντας τις υλικές ανάγκες της κοινωνίας σε αυξανόμενη ποιότητα και ποσότητα, ολόκληρη η κοινωνία έπρεπε να αντιλαμβάνεται ότι αυτές οι βελτιώσεις ήταν το αποτέλεσμα της σταθερότητας στο σοσιαλισμό. Σήμερα είναι προφανέστερο ότι η σοσιαλιστική οικονομία πρόσφερε τις πιο ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης και εργασίας για ολόκληρη την κοινωνία, τις οποίες οποιαδήποτε καπιταλιστική οικονομία δε θα μπορούσε ούτε μπορεί να διαμορφώσει. Εντούτοις, είναι πάρα πολύ αργά για τους σοβιετικούς λαούς. Ενας δάσκαλος απ’ το Καζαχστάν αναφέρει:
«Στους παλαιούς χρόνους είχαμε έναν γενικό γραμματέα… Αν και τα είχαμε όλα, παραπονιόμαστε ότι δεν είχαμε τίποτα... Τελικά τώρα έχουμε τα πάντα Snickers, Finlandia, Smirnov, Absolut, φούστες, σορτς, αλλά πραγματικά δεν έχουμε τίποτα. Ενώ όταν είχαμε τα πάντα, παραπονιόμαστε για την έλλειψη. Τώρα στην αγορά υπάρχουν πολλά αγαθά, αλλά δεν διαθέτουμε τα οικονομικά μέσα... Τα καταστήματα είναι πλήρη, αλλά έχουμε χάσει τον τρόπο ζωής μας. Στους σοβιετικούς χρόνους είχαμε τα χρήματα, την εξουσία και την ελπίδα. Τώρα δεν έχουμε τίποτα, κινούμαστε ακριβώς σαν νεκρά σώματα».
Η δεύτερη ομάδα των προαναφερθέντων επιχειρημάτων θεωρεί γενικά την μπολσεβίκικη επανάσταση ως λάθος στην Ιστορία, μια λανθασμένη προσπάθεια από μερικούς πεισματάρηδες επαναστάτες. Οι πιο διαδεδομένες εξηγήσεις για «μετά το 1989» βασίστηκαν σε αυτό το επιχείρημα. Οι περισσότεροι από τους αριστερούς διανοούμενους, τους μελετητές και τους πολιτικούς σχετικά με τα γεγονότα στις σοσιαλιστικές χώρες, επέλεξαν τον εύκολο δρόμο και υιοθέτησαν τις ταυτολογικές τροτσκιστικές θέσεις ή τις αντιμαρξιστικές θέσεις του Wittfogel περί ασιατικού - ανατολίτικου δεσποτισμού.
Σύντομα μετά την αντεπανάσταση τα ιδεολογήματα που προήλθαν από αυτές τις θέσεις αποδείχτηκαν ότι είναι μακριά από την εξήγηση των γεγονότων πίσω από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Για παράδειγμα αποδεικνύεται ότι δεν ήταν η γραφειοκρατία από την οποία προέκυψε η νέα καπιταλιστική τάξη. Στην πραγματικότητα ήταν εκείνοι οι οποίοι ωφελήθηκαν από την πρωταρχική συσσώρευση, ως αποτέλεσμα της διασπάθισης των δημόσιων περιουσιών στο όνομα της ιδιωτικοποίησης. Μερικοί γραφειοκράτες αποκόμισαν προσωπικό όφελος από αυτή τη διαδικασία. Εντούτοις, οι περισσότεροι από αυτούς καταστράφηκαν μαζί με τις μάζες. Θα μπορούσε κανείς να δει ότι η γραφειοκρατία μετά βίας είχε διαμορφωθεί σε «μια ενιαία τάξη».
Οπωσδήποτε δε χρειάζονται εμπειρικά δεδομένα για να απορρίψουμε αυτή τη συζήτηση, αφού στηρίζεται σε ψεύτικη βάση. Θα επανέλθουμε στην περίπτωση της Σοβιετικής Ενωσης αργότερα, αλλά πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα σημείο: το επιχείρημα των θεωρητικών «εξορκισμών», όπου το προλεταριάτο και η οργάνωση της πρωτοπορίας του (το ΚΚ) παρουσιάζονται σαν να βρίσκονται σε δομικό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Πρέπει να αντιπαρατεθούμε σε αυτή τη θέση. Αν αυτή γίνει αποδεκτή ως σημείο αναφοράς, τότε ο εκφυλισμός των σοβιετικών θεσμών γίνεται αναπόφευκτος. Αυτός ο ισχυρισμός ενσωματώνει την άποψη που λέει ότι ο σοσιαλισμός οντολογικά στερείται εσωτερικών δυνάμεων ανανέωσης της ενεργητικότητάς του και των ηθικών αξιών που δημιουργούνται σε επαναστατική κατάσταση.
Κάτι ακόμα μπορούμε να προσθέσουμε για τη φύση αυτού του προβλήματος. Το πρόβλημα σχετίζεται με την ιστορική απόκλιση μεταξύ της πολιτικής και των κομμουνιστικών ιδανικών. Η πολιτική, είτε εκούσια είτε ακούσια, δημιουργεί τη διάκριση μεταξύ των κυβερνώντων υποκειμένων και των κυβερνημένων αντικειμένων. Αυτή η κατάσταση δημιουργεί τη βασική απόκλιση μεταξύ του κομμουνισμού και της πολιτικής και το πρόβλημα στο οποίο αναφερόμαστε προκύπτει από αυτό ακριβώς το ζήτημα. Ομως εάν υιοθετηθεί αυτή η απόκλιση έτσι ακριβώς, η κομμουνιστική πολιτική χάνει το έδαφός της και γίνεται εντελώς αναποτελεσματική και κενή. Η λενινιστική θεωρία της οργάνωσης είναι ο διαλύτης αυτής της ρήξης στο ιστορικό έδαφος. Στην προσπάθεια της κατάργησης των τάξεων και του κράτους η εργατική τάξη χρειάζεται την πολιτική περισσότερο από όσο τη χρειάζεται η αστική τάξη για να διατηρήσει την ηγεμονία της.
Ως εκ τούτου το πρόβλημα στη Σοβιετική Ενωση δεν ήταν οι μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές, αλλά μερικές ατέλειες και αποτυχίες στην πρακτική εφαρμογή αυτών των αρχών. Το πρόβλημα δεν ήταν η γραφειοκρατία που παρουσιάζεται ως «παντοδύναμη και πανταχού παρούσα» στις αντισοβιετικές θέσεις, αλλά η αποτυχία στη λειτουργία των γραφειοκρατικών μηχανισμών με πιο επαναστατικό τρόπο. Για μας το πρόβλημα ante omnia του σοβιετικού σοσιαλισμού δεν ήταν η άνοδος της ανεξέλεγκτης γραφειοκρατικής τάξης, αλλά το στρατηγικό λάθος σε σχέση με την κατανόηση της μεταπολεμικής οργάνωσης του καπιταλισμού και των προτεραιοτήτων του σοσιαλισμού στο διεθνή χώρο. Εάν αυτό είχε προβλεφθεί με έναν κατάλληλο τρόπο, η γραφειοκρατία στη Σοβιετική Ενωση θα είχε εξυπηρετήσει την εργατική τάξη κατά τη διάρκεια της ταξικής πάλης σε εσωτερικό και διεθνές επίπεδο.