Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ


του Κώστα Παπαδάκη

Oι πρόσφατες αναμετρήσεις των ευρωεκλογών, καθώς και των διαδοχικών εκλογών σε χώρες όπως η Γερμανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα, τροφοδότησαν μια συζήτηση που, αν αναζητήσουμε τα κίνητρά της, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι καθόλου αθώα. Η συζήτηση αυτή θέτει στο επίκεντρό της και προσπαθεί από διάφορες μεριές να πριμοδοτήσει την αντίληψη ότι σήμερα δεν υπάρχει ανάγκη ύπαρξης κομμουνιστικών κομμάτων. Στο στόχαστρο της αστικής τάξης και των φερέφωνών της τίθεται για μια ακόμα φορά η αδιαπραγμάτευτη επιλογή για κάθε πραγματικά μαρξιστικό λενινιστικό ΚΚ να έχει στρατηγικό του στόχο την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.

Τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα «διαβάζονται» από αστούς αναλυτές με τέτοιο τρόπο ώστε να ασκήσουν ιδεολογική και πολιτική πίεση στα ΚΚ, προβάλλοντας ως σύγχρονο και καινούργιο την ενσωμάτωση στη στρατηγική του κεφαλαίου και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, προπαγανδίζοντας με διάφορες παραλλαγές τη λεγόμενη «νεοαριστερά». Μαζικά προβάλλονται σχήματα ακίνδυνα για το καπιταλιστικό σύστημα και την πλουτοκρατία.

Η κοσμοθεωρία μας αποκαλύπτει την ειδική σύνδεση του ιμπεριαλισμού με το πολιτικό ρεύμα του οπορτουνισμού. Η μεγάλη κερδοφορία των μονοπωλίων είναι αυτή που εξασφαλίζει για το κεφάλαιο την εξαγορά στρωμάτων της εργατικής τάξης, κερδίζοντάς τα με το μέρος των συμφερόντων της αστικής τάξης.

Η διαμόρφωση μιας «εργατικής αριστοκρατίας» αποτελεί την κοινωνική - ταξική βάση του πολιτικού ρεύματος του οπορτουνισμού.

Η ειδική σύνδεση και σχέση της ανάπτυξης των μονοπωλίων με τον οπορτουνισμό επιβάλλει συγκεκριμένα πολιτικά καθήκοντα. Ετσι δεν μπορεί να νοηθεί συνεπής αντιιμπεριαλιστική πάλη χωρίς το συστατικό στοιχείο της πάλης ενάντια στον οπορτουνισμό σε όλες τις παραλλαγές έκφρασής του. Δεν έχει σημασία αν οι κύριοι πολιτικοί φορείς και εκφραστές του οπορτουνισμού έχουν μικρές δυνάμεις. Από τα αποτελέσματα της παραπλάνησης που διαχέουν πλατιά στο λαό επωφελείται πολλαπλά η αστική τάξη. Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης οι οπορτουνιστικές δυνάμεις και τα κόμματά τους λειτουργούν ως βαλβίδα ασφαλείας στο αστικό πολιτικό σύστημα. Αποτελούν «ενδεδειγμένη», γι’ αυτό και πριμοδοτούμενη, εναλλακτική επιλογή στα κατεξοχήν κόμματα του κεφαλαίου, χωρίς αυτή να απαιτεί κανενός είδους σύγκρουση με την εξουσία του κεφαλαίου. Σε περίοδο πίεσης για προσαρμογή, διλημμάτων και άνθησης της λογικής του μικρότερου κακού, μπορεί να προσφέρουν χρήσιμες υπηρεσίες στην αστική τάξη, ανάλογα βέβαια και με το μικρότερο ή μεγαλύτερο «κενό χώρο» που θα τους αφήσει η κάθε φορά κατάσταση της σοσιαλδημοκρατίας σε κάθε χώρα.

ΔΥΟ ΤΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ: ΡΗΞΗ Ή ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ

Το δίλημμα ρήξη ή ενσωμάτωση γίνεται πια ακόμα πιο επιτακτικό. Αυτό το δίλημμα προβάλλει ως κεντρικό ερώτημα μπροστά στα ΚΚ. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το πρόγραμμα, η γραμμή, οι διακηρύξεις, οι στόχοι και τα αιτήματα των ΚΚ θα βάζουν στο στόχαστρο το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα σε κάθε χώρα, δηλαδή το ζήτημα «ποια τάξη στην εξουσία», και θα χτίζουν στην καθημερινή ταξική πάλη τη μοναδική διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα, τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή τις ευρωεκλογές εκφράστηκε η αντιπαράθεση που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη για τον ίδιο τον προσανατολισμό του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ΔΚΚ).

Σε αυτές τις εκλογές από τη μια πλευρά βρέθηκε η στρατηγική ενσωμάτωσης στις επιδιώξεις του μεγάλου κεφαλαίου, στο πλαίσιο της ΕΕ που έχει ως όρο την εγκατάλειψη της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας, τη μετάλλαξη και τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση των ΚΚ. Εργαλείο για τη διαμόρφωση αυτού του πόλου του σύγχρονου οπορτουνισμού στην Ευρώπη είναι το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΚΕΑ).

Από την άλλη πλευρά βρέθηκαν οι δυνάμεις της ρήξης με τον ιμπεριαλισμό, την ΕΕ, τη στρατηγική του κεφαλαίου. Αυτές οι δυνάμεις δεν είναι άλλες από τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα που θεωρούν αδιαπραγμάτευτη την πάλη για το σοσιαλισμό και δεν υποτάσσονται στη γραμμή του κεφαλαίου. Αυτά τα κόμματα, παρά το ότι συνεχίζουν να βρίσκονται σε πορεία προβληματισμού για προγραμματικές επιλογές και αναζήτησης απαντήσεων για τις αιτίες των ανατροπών, θέτουν θέμα άλλης εξουσίας, υπερασπίζονται από θέσεις αρχής το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, πιστεύουν και προπαγανδίζουν το σοσιαλισμό ως στρατηγικό τους στόχο.

Η συνεργασία και η κοινή διακήρυξη των 21 Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, οι πρωτοβουλίες δράσης που ανέπτυξαν προεκλογικά, προέβαλλαν το δικαίωμα κάθε λαού να αποφασίζει για το δρόμο ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένου -σε ορισμένες περιπτώσεις- και του δικαιώματος της αποδέσμευσης. Ανέδειξαν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ, αλλά και το κύριο, το ζήτημα της εξουσίας των μονοπωλίων, το πραγματικό δηλαδή πολιτικό πρόβλημα της κάθε χώρας.

Στον αντίποδα, το ΚΕΑ και στις ευρωεκλογές έδρασε για την ενσωμάτωση λαϊκών δυνάμεων στο καπιταλιστικό σύστημα, στον ιμπεριαλισμό, στην ΕΕ και στη στρατηγική του κεφαλαίου. Ο ιδιαίτερος ρόλος του είναι το τράβηγμα κυρίως κομμουνιστικών κομμάτων στη γραμμή της αποδοχής του ευρωμονόδρομου, η δημιουργία αναχωμάτων εξ αριστερών στη δράση επαναστατικών κομμάτων όπως το ΚΚΕ, η συκοφάντηση των θέσεών τους.

ΜΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΜΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ

Οι προϋποθέσεις έχουν διαμορφωθεί ιστορικά για να βρει έδαφος, να αναπτυχθεί παραπέρα αυτή η επιχείρηση ενάντια στα ΚΚ. Στην Ευρώπη, εδώ και δεκαετίες, το κομμουνιστικό κίνημα υποφέρει από βαθύτατη κρίση. Μακρόχρονη είναι η κυριαρχία του οπορτουνιστικού ρεύματος, του ευρωκομμουνισμού τις δεκαετίες πριν από τις αντεπαναστατικές ανατροπές, που ολοκληρώθηκε στο οπορτουνιστικό ρεύμα των τελευταίων δύο δεκαετιών στο κομμουνιστικό κίνημα της Ευρώπης. Κομμουνιστικά κόμματα αυτοδιαλύθηκαν ή αφομοιώθηκαν μέσα σε άλλα πολιτικά σχήματα ή ακόμα χειρότερα διατήρησαν τον κομμουνιστικό τους τίτλο αλλά απέρριψαν το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε στον 20ό αιώνα, απαρνήθηκαν τον εργατικό τους χαρακτήρα και αποστολή, την κομμουνιστική τους ιδεολογία, έπαψαν να αποτελούν ιδεολογική και πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, εγκατέλειψαν την ταξική πάλη. Ακολούθησαν τη στρατηγική του κεφαλαίου, της ταξικής συνεργασίας, σμπαραλιάζοντας ισχυρούς δεσμούς που διατηρούσαν προηγούμενα με την εργατική τάξη των χωρών τους. Οι όποιοι τελευταίοι εναπομείναντες δεσμοί αποδείχτηκαν χρήσιμοι για την αστική τάξη στο τέλος της περασμένης δεκαετίας.

Πολύ σύντομα αυτά τα κομμουνιστικά κόμματα κλήθηκαν από αρκετές αστικές τάξεις ευρωπαϊκών χωρών να συμπράξουν σε κυβερνητικά σχήματα διαχείρισης του καπιταλισμού με τη σοσιαλδημοκρατία (π.χ. σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία). Ηταν επείγον τότε για το κεφάλαιο να «αγοραστεί» επιπλέον πολύτιμος χρόνος, καθώς τα μεγάλα λόγια περί δήθεν κοινωνικής ευημερίας για όλους και παντοτινής ειρήνης που συνόδευσαν τη διάλυση του σοσιαλισμού φανερώνονταν όλο και πιο πολύ ότι ήταν απάτη. Ο ρόλος τέτοιου είδους ΚΚ σε εκείνη τη φάση ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος για το κεφάλαιο, προσφέροντάς του ανεκτίμητες υπηρεσίες σε χώρες ατμομηχανές της καπιταλιστικής Ευρώπης, για να περάσουν με τη μεγαλύτερη ανοχή και λαϊκή συναίνεση στρατηγικής σημασίας καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Η συμμετοχή των ΚΚ σε αστικές κυβερνήσεις έφερε τους μεταλλαγμένους κομμουνιστές από θέσεις κυβερνητικής ευθύνης να πρωτοστατούν στην εφαρμογή των αναδιαρθρώσεων, που επιτάσσανε οι ανάγκες του κεφαλαίου και προέβλεπαν η συνθήκη του Μάαστριχτ, οι αντιλαϊκές κατευθύνσεις της ΕΕ καθώς και η Στρατηγική της Λισαβόνας.

Ηταν τα ίδια ΚΚ που λέρωσαν τα χέρια τους με το αίμα των λαών στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις συνεργασίας με τους σοσιαλδημοκράτες και παρείχαν κάθε διευκόλυνση στους βομβαρδισμούς του γιουγκοσλαβικού λαού. Το «ανανεωτικό κύμα της ελπίδας που κυριεύει την Ευρώπη» ήταν φυσικό πολύ σύντομα να χρεοκοπήσει. Η ιδεολογική και πολιτική χρεοκοπία του Γαλλικού ΚΚ, όπως και η φθορά του κύρους των ΚΚ που προέκυψαν από το Ιταλικό ΚΚ ή του ΚΚ Ισπανίας εκφράστηκαν και με τις μεγάλες εκλογικές απώλειές τους μόλις πριν λίγα χρόνια. Το αναφέρουμε γιατί είχε ερμηνευθεί η μεγάλη εκλογική τους επιρροή ως δικαίωση της πολιτικής τους σε προηγούμενη φάση. Αντίστοιχη αρνητική επίδραση στον προσανατολισμό και στα κομμουνιστικά τους χαρακτηριστικά είχαν και όσα κόμματα έσπευσαν να μιμηθούν και να ακολουθήσουν τη γραμμή αυτών των κομμάτων. Ο γύρος αυτός ολοκληρώθηκε γι’ αυτά τα κόμματα, αλλά και για αρκετά ακόμα που τα θεωρούσαν πρότυπο, χωρίς να βγει από μέρους τους κανένα ουσιαστικό συμπέρασμα από ταξική σκοπιά.

ΝΕΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΑΛΛΑΓΗ ΠΡΟΘΥΜΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ

Αυτά τα ΚΚ πετάχτηκαν από τις άρχουσες τάξεις των χωρών τους σαν στυμμένες λεμονόκουπες. Επρεπε σύντομα να βρεθεί πρόθυμος αντικαταστάτης. Δεν άργησε να βρεθεί. Αλλωστε τα οπορτουνιστικά κόμματα της λεγόμενης «αριστεράς» δεν ήρθαν από το πουθενά. Ολα αυτά τα χρόνια είχαν ξεχωριστή συμβολή σε αυτές τις εξελίξεις, με τις οποίες το κομμουνιστικό κίνημα οδηγήθηκε σε ακόμα δυσμενέστερη θέση.

Μετά τις ανατροπές, με όχημα την «ενότητα της αριστεράς», την προώθηση της αυταπάτης για «αριστερή-φιλολαϊκή» πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας και τη λογική της συμμετοχής σε αστικές κυβερνήσεις, διάφορες οπορτουνιστικές ομάδες επιχείρησαν να πλαγιοκοπήσουν τα ΚΚ, σαν βδέλλες «κόλλησαν» σε αυτά, άσκησαν πολύμορφη ιδεολογικοπολιτική επίδραση, αναπαράγοντας την κυρίαρχη αστική ιδεολογία και τις μικροαστικές παραλλαγές της με το μανδύα της «άλλης αριστεράς».

Η τάση σοσιαλδημοκρατικοποίησης των ΚΚ, με την παρέμβαση των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών, των αστικών ΜΜΕ, πήρε σοβαρή ώθηση. Συνέβαλε καθοριστικά και η οργανωμένη αντικομμουνιστική εκστρατεία που πολύ σύντομα αποδείχτηκε ότι είχε στρατηγική σημασία για το κεφάλαιο στην αντιπαράθεσή του με το κομμουνιστικό κίνημα και το ταξικό εργατικό κίνημα.

ΚΕΑ - ΜΟΧΛΟΣ ΜΕΤΑΛΛΑΞΗΣ ΚΚ

Η διαμόρφωση και η πορεία που ακολούθησε το ΚΕΑ, στο οποίο μετέχει ενεργητικά και ο ΣΥΝ, επιβεβαιώνει την εκτίμηση των Θέσεων του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ ότι «αποτελεί από την ίδρυσή του θεσμικό στοιχείο της ΕΕ και μοχλός συντονισμού της επιχείρησης για μετάλλαξη του χαρακτήρα των κομμάτων που διατηρούν τον τίτλο κομμουνιστικό ή έχουν κρατήσει στον ένα ή τον άλλο βαθμό, έστω και τυπικά, ορισμένα χαρακτηριστικά»1.

Το ΚΕΑ, ως συγκροτημένο κέντρο του οπορτουνισμού για όλη την Ευρώπη, στοχεύει στο να συσπειρώσει όλα εκείνα τα κομμουνιστικά κόμματα που συμβιβάζονται με την αστική ιδεολογία και πολιτική, αξιοποιώντας τη σκληρή διαπάλη στο εσωτερικό μιας σειράς κομμουνιστικών κομμάτων ανάμεσα στην επαναστατική γραμμή ρήξης με τον ιμπεριαλισμό και σε εκείνη της ενσωμάτωσης. Το ΚΕΑ αξιοποιεί κατάλληλα τα κενά, τις αδυναμίες και τις καθυστερήσεις διαμόρφωσης επαναστατικής στρατηγικής στις σύγχρονες συνθήκες από μια σειρά ΚΚ μετά τις ανατροπές. Επιδιώκει να επιδράσει στη διαμόρφωση της σύγχρονης πορείας και φυσιογνωμίας των ΚΚ με τη νόθευση της αντίληψης για το σοσιαλισμό, την οριστική προσχώρηση στο οπορτουνιστικό ρεύμα και την ταξική συνεργασία. Να μπολιάσει την αντίληψη των ΚΚ με όλη την αντικομμουνιστική επιχειρηματολογία, επικεντρώνοντας καθόλου τυχαία στο Στάλιν, δηλαδή στην περίοδο που μπήκαν τα θεμέλια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ.

Ταυτόχρονα το ΚΕΑ επιχειρεί παρέμβαση και πέραν των συνόρων της ΕΕ. Με πακτωλό χρημάτων από την ΕΕ και με πολυπλόκαμο δίκτυο παραρτημάτων Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, με προμετωπίδα το λεγόμενο ίδρυμα «Ρόζα Λούξεμπουργκ», που ανήκει στην «Αριστερά» της Γερμανίας, έχει στήσει παραρτήματα μελέτης και προβολής θεωρητικών θέσεων του οπορτουνισμού σε χώρες όπως: Πολωνία, Ρωσία, Βραζιλία, Μεξικό, Νότια Αφρική, Ισραήλ, Παλαιστίνη, Βιετνάμ και πρόσφατα και στην Ινδία.2 Με την παρέμβασή του στηρίζει τις οπορτουνιστικές δυνάμεις στον υπονομευτικό τους ρόλο ενάντια στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.

ΚΕΑ - ΦΟΡΕΑΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Αλλά και στο εργατικό κίνημα οι δυνάμεις του ΚΕΑ αταλάντευτα υπηρέτησαν την ταξική συνεργασία, τη συνδιαλλαγή, τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, το συμβιβασμό. Καθώς λοιπόν το κεφάλαιο γίνεται ακόμα πιο επιθετικό σε συνθήκες κρίσης, οι δυνάμεις του ΚΕΑ, όπως η «Αριστερά» στη Γερμανία ή το «Μπλόκο» στην Πορτογαλία έχουν αναλάβει εργολαβικά το ρόλο αναχαίτισης όποιας εργατικής συνδικαλιστικής οργάνωσης με ριζοσπαστικά ταξικά αιτήματα. Μέσα στο καλοκαίρι συνδικαλιστικά στελέχη τους πρότειναν μειώσεις μισθών, ωραρίου και απολύσεις για να ανακάμψουν δήθεν πολυεθνικές επιχειρήσεις. Η κυβερνητική σύμπραξη με τους σοσιαλδημοκράτες στο κρατίδιο του Βερολίνου, σε σύμπνοια με τους εργατοπατέρες, ανακοίνωσε πάγωμα μισθών και αύξηση ωραρίων στους δημόσιους υπαλλήλους, μειώνοντας περαιτέρω την τιμή της εργατικής δύναμης.

Με άλλα λόγια αφήνουν ανυπεράσπιστους τους εργατοϋπάλληλους στην εργοδοτική απαίτηση για ευελιξία και συμπίεση προς τα κάτω της τιμής της εργατικής δύναμης. Καλλιεργούν τη λογική ότι με «σύγχρονες» προτάσεις προσαρμογής των εργατών είναι δυνατό να ικανοποιηθεί και η δίψα των καπιταλιστών για νέα κέρδη και ταυτόχρονα οι εργάτες να αποφύγουν τις συνέπειες της κρίσης. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι να υιοθετείται η τελευταία λέξη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Η εχθρική στάση τους απέναντι στο ταξικά προσανατολισμένο συνδικαλιστικό κίνημα, η προσπάθεια αναχαίτισης κάθε γνήσιας ριζοσπαστικής ταξικής διεκδίκησης απέναντι στην εργοδοσία εκφράζεται πολύμορφα, επιστρατεύοντας είτε τα απολύτως ελεγχόμενα από την εργοδοσία ξεπουλημένα επιχειρησιακά συμβούλια (π.χ. στη Γερμανία) είτε συνδικαλιστικές ενώσεις χειραγωγούμενες από τη σοσιαλδημοκρατία στη λογική της ταξικής συνεργασίας. Σε μεγάλες απεργίες, π.χ. στον κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας, έπαιξαν ρόλο «πέμπτης φάλαγγας» (επιχειρήσεις Βολγκσβάγκεν στην Πορτογαλία - Κοντινεντάλ στη Γερμανία κ.α).

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΣΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ

Η ευρωεκλογική διακήρυξη του ΚΕΑ δε χωρά καμιά παρερμηνεία ως προς το ποια είναι η στόχευσή του: «Μπροστά στην παρούσα κρίση, η Ευρωπαϊκή Αριστερά καλείται ολοένα και περισσότερο να παίξει αποφασιστικό ρόλο για την ανάδειξη κοινών πολιτικών δράσεων ενάντια στην πολιτική και πολιτισμική ηγεμονία της δεξιάς. Η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην ΕΕ έγινε δυνατή, μεταξύ άλλων, εξαιτίας ενός είδους μεγάλου συνασπισμού ανάμεσα στα κόμματα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών. Αυτή η συναίνεση είναι ένας από τους λόγους για την πολιτική κρίση του τρόπου λειτουργίας της Ευρώπης. Δημιουργεί μεγάλες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων»3.

Στην προεκλογική του πλατφόρμα το ΚΕΑ δεν κάνει βεβαίως καμιά αναφορά στο ζήτημα της εξουσίας των μονοπωλίων. Δηλαδή το βασικό πολιτικό πρόβλημα μεθοδικά αποκρύπτεται, ενώ εξωραΐζεται ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ. Η έννοια του σοσιαλισμού δε βρίσκει καμιά θέση στο κείμενο, έστω ως λεκτική αναφορά. Με το καλημέρα και εξ ορισμού δηλαδή, τα όποια κομμουνιστικά κόμματα συνυπογράφουν τη διακήρυξη με τους οπορτουνιστές, απαρνιούνται ή πιέζονται να απαρνηθούν τη βασική αποστολή τους που καθορίζεται από το χαρακτήρα τους, ευνουχίζουν ή πιέζονται να ευνουχίσουν τη στρατηγική τους στα όρια του εκμεταλλευτικού συστήματος.

Παράλληλα αποκρύπτονται θεμελιακές αντιθέσεις, νομοτέλειες της καπιταλιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Αποδίδονται στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση του καπιταλισμού τόσο οι αιτίες της κρίσης όσο και οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Μάλιστα η διακήρυξη του ΚΕΑ κάνει την …περισπούδαστη εκτίμηση: «Ο κόσμος έχει οδηγηθεί σε αυτή την παγκόσμια κρίση από την ηγεμονική πολιτική των ΗΠΑ και ειδικότερα της κυβέρνησης Μπους»4. Αποδίδεται η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος στην «ανεξέλεγκτη χωρίς φραγμούς» λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η κρίση στην ΕΕ στην «εξάρτησή της από τις ΗΠΑ», όπως παραπλανητικά τονίζεται στην εν λόγω διακήρυξη. Δηλαδή σκόπιμα αποσιωπάται ότι η εξάρτηση και μεταξύ διαφορετικών ιμπεριαλιστικών κέντρων είναι χαρακτηριστικό του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, όπως η εξαγωγή κεφαλαίων, η διαπλοκή στη σύνθεση των κεφαλαίων τμημάτων που συσσωρεύονται σε διαφορετικές αγορές. Κρύβεται το κύριο, ότι πρόκειται για μια κρίση υπερπαραγωγής του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, που η βαθύτερη αιτία της είναι η σχέση εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης απ’ το κεφάλαιο.

Δεν υπάρχει σε κανένα σημείο ξεκάθαρη στάση αντιπαράθεσης με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και ιδιαίτερα με την ΕΕ. Το αντίθετο μάλιστα, υιοθετείται σκόπιμα ότι «η ΕΕ βρίσκεται σε σταυροδρόμι», αν θα απορρίψει τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση ή όχι, αν δήθεν θα επιλέξει φιλολαϊκό ή αντιλαϊκό δρόμο. Επιδιώκει να συγκαλύψει ότι η ΕΕ προέκυψε ως διακρατική ένωση της κυριαρχίας των μονοπωλίων στην Ευρώπη, γι’ αυτό και δεν μπορεί ν’ αλλάξει, παρά μόνο να πολεμηθεί από το εργατικό κίνημα, όπως πρέπει να πολεμηθεί η εξουσία των μονοπωλίων του κεφαλαίου σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ. Η νεοφιλελεύθερη ή η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση του καπιταλισμού, οι ξεπερασμένοι διαχωρισμοί περασμένων δεκαετιών όπως «αριστερά - δεξιά» που εξυπηρετούν τη δικομματική-διπολική εναλλαγή, τον παραπλανητικό ρόλο της σοσιαλδημοκρατίας στη χειραγώγηση των εργατικών και λαϊκών μαζών, συγκαλύπτουν την πραγματική ελάχιστη διαχωριστική γραμμή που είναι μεταξύ των μονοπωλίων και της λαϊκής πλειοψηφίας. Σε αυτή την αντιπαράθεση πρέπει να τοποθετείται κάθε κόμμα και τα ΚΚ είναι αυτά που από τον ίδιο το χαρακτήρα τους παίρνουν θέση ενάντια στα μονοπώλια, με το μέρος της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τη μικρομεσαία αγροτιά, τους μικροεπαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους.

Κεντρικό σύνθημα της διακήρυξης του ΚΕΑ είναι το αταξικό σύνθημα «οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη» που θεωρεί ως δεδομένο ότι θα υπάρχουν καπιταλιστικά κέρδη και σπέρνει αυταπάτες ότι ταυτόχρονα με την ύπαρξή τους μπορούν δήθεν να προταχθούν και να ικανοποιηθούν οι λαϊκές ανάγκες, ενώ παράλληλα καλλιεργούνται οι διαχρονικές σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες για «δίκαιη αναδιανομή», την ώρα που η εξουσία βρίσκεται στα χέρια του κεφαλαίου.

Ταυτόχρονα στο κείμενο του ΚΕΑ εκφράζεται η ανησυχία ότι «αναπτύσσεται αντιπαράθεση μεταξύ του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος για την ασφάλεια και τη στρατηγική των πολεμικών επεμβάσεων και της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ […] Πρέπει να τονίσουμε τον πολιτικό, και όχι μόνο στρατιωτικό, αρνητικό ρόλο που παίζει το ΝΑΤΟ, σύμφωνα με τα αμερικανικά συμφέροντα στην Ευρώπη […] Το ΝΑΤΟ παρέμεινε και αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο σε ένα επιχειρησιακό εργαλείο των κυβερνήσεων των ΗΠΑ για τις ηγεμονικές στρατηγικές τους»5. Αθωώνεται δηλαδή η ΕΕ και επιχειρείται να εμφανιστεί ως το δήθεν αντίβαρο στις ΗΠΑ. Ζυμώνεται η άποψη ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να αλλάξει αν απαλλαγεί από την «αμερικάνικη ηγεμονία». Η διακήρυξη του ΚΕΑ επίσης αναφέρει ότι «…η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να ανοίξει στη δημοκρατική συμμετοχή όλων των ανθρώπων, αλλιώς δε θα έχει μέλλον», καλλιεργώντας έτσι απατηλή συναινετική στάση απέναντι στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Συγκαλύπτεται ο χαρακτήρας αυτών των κέντρων επίθεσης ενάντια στους λαούς, ανεξάρτητα από το μεταξύ τους συσχετισμό ή και τον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.

Στην ίδια κατεύθυνση είναι και οι θέσεις της προεκλογικής πλατφόρμας του ΚΕΑ για την αναμόρφωση ή τον εκδημοκρατισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας:

«Κριτικάρουμε τους στόχους και τις τρέχουσες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την απόλυτη ανεξαρτησία της από οποιαδήποτε μορφή πολιτικού ελέγχου, την έλλειψη διαφάνειας στις αποφάσεις της και τις δράσεις της. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πρέπει να αλλάξει σύμφωνα με τα κριτήρια της απασχόλησης και της κοινωνικής και οικολογικής ανάπτυξης με επιλεκτική μείωση των επιτοκίων. Η ΕΚΤ πρέπει να υπόκειται σε δημόσιο και δημοκρατικό έλεγχο και οι κανονισμοί της πρέπει να αλλάξουν. […]. Οι πιστώσεις και το σύστημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πρέπει να επαναπροσανατολιστούν…»6.

Ανάλογες είναι οι θέσεις του για την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: «...για την αναθεώρηση των δομικών ρυθμιστικών προγραμμάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΔΝΤ»7.

Ετσι όλα τα εργαλεία στρατηγικής σημασίας στη στυγνή εκμετάλλευση των λαών ο οπορτουνισμός τα «βαφτίζει» ως εν δυνάμει φιλολαϊκά. Πρόκειται για συνειδητή προσπάθεια εξαπάτησης που στοχεύει στην αποδοχή και νομιμοποίησή τους στην εργατική λαϊκή συνείδηση, την αναχαίτιση της πάλης ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου σε κάθε κράτος-μέλος και στις ίδιες τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις.

Το ίδιο πνεύμα διαπνέει και τη θέση του ΚΕΑ για την Ευρωμεσογειακή Ενωση: «Μια δημοκρατική και διαφανής διαδικασία πρέπει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ των χωρών στο Βορρά και στο Νότο της Μεσογείου. Αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την αποφυγή της μετατροπής αυτού του φιλόδοξου πολιτικού σχεδίου της Μεσογειακής Ενωσης σε μια πολιτική δομή ανισότητας»8. Δηλαδή το ΚΕΑ υποστηρίζει ότι μπορεί να υπάρξει μια Ευρωμεσογειακή Ενωση που να υπηρετεί τους λαούς, ενώ σε αυτή θα κυριαρχούν ανταγωνιστικά καπιταλιστικά κράτη, όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί παρουσιάζονται από το ΚΕΑ χωρίς τον ταξικό τους χαρακτήρα, ως «ουδέτεροι» οργανισμοί εμπορίου και διεθνούς συνεργασίας που έχουν απλά πάρει κάποιες λανθασμένες αποφάσεις, οι οποίες μπορούν να αποσυρθούν και να αντικατασταθούν από κάποιες άλλες φιλολαϊκές. Αυτή η στάση του ΚΕΑ απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς προωθεί τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου στο πλαίσιο μιας «κοσμοπολίτικης Ευρώπης»9.

Αντίστοιχη είναι και η αναφορά στον ΟΑΣΕ στην πλατφόρμα του ΚΕΑ: «Περισσότερο από ποτέ, η ασφάλεια στην Ευρώπη πρέπει να βασιστεί στις αρχές της ειρήνης, του αφοπλισμού, της δομικής ανικανότητας επίθεσης και της λύσης των διαμαχών με πολιτικά μέσα εντός του συστήματος του ΟΑΣΕ»10. Παρουσιάζεται ο ΟΑΣΕ ως το «περιστέρι της ειρήνης». Πρόκειται για έναν ιμπεριαλιστικό οργανισμό που αναγνώρισε το ψευδοκράτος του Κοσσυφοπεδίου, συνεχίζοντας την πολιτική της ιμπεριαλιστικής επέμβασης και διάλυσης των Βαλκανίων. Τήρησε σιγή ιχθύος στο μακελειό στη Λωρίδα της Γάζας, που για βδομάδες επέβαλε ο ισραηλινός στρατός. Ενα μήνα μετά τις ευρωεκλογές, η κοινοβουλευτική συνέλευση του ΟΑΣΕ επιβεβαίωσε τον αντιδραστικό ρόλο του, ψηφίζοντας το επαίσχυντο αντικομμουνιστικό ψήφισμα. Βεβαίως η αντικομμουνιστική ενέργεια του ΟΑΣΕ δε συγκίνησε το ΚΕΑ, που όχι μόνο δεν καταδίκασε το γεγονός, αλλά υιοθετεί όλη την αντικομμουνιστική επιχειρηματολογία, δίνοντας «αριστερό» άλλοθι στην αντικομμουνιστική υστερία. Σημειωτέον, στο κείμενο του ΚΕΑ η αντικομμουνιστική εκστρατεία στοιβάζεται ανάμεσα στα πολλά, μετά μάλιστα την «πάλη ενάντια στην ομοφοβία».

Η δε Συνθήκη της Λισαβόνας, όπως άλλωστε και το Μάαστριχτ, δεν καταδικάζονται στο σύνολό τους. Το αντίθετο, αποσπώνται για αποπροσανατολιστική κριτική ορισμένες μόνο διατάξεις τους και στην ουσία το συνολικό αντιδραστικό περιεχόμενο και η στρατηγική σημασία που έχουν για τις ανάγκες του μεγάλου κεφαλαίου συσκοτίζονται. Αλλωστε αυτή η τακτική της κριτικής σε επιμέρους διατάξεις έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να ρίξουν μόλις πρόσφατα οι ιμπεριαλιστές στάχτη στα μάτια του ιρλανδικού λαού, ότι τάχα μόνο κάποιες διατάξεις είναι προβληματικές στη συνθήκη της Λισαβόνας και ότι με ορισμένες τροπολογίες, που δε θίγουν την αντιλαϊκή ουσία, ο ιρλανδικός λαός θα έπρεπε να πει το «ΝΑΙ», κάτι που τελικά τον εξανάγκασαν να κάνει με δεύτερο δημοψήφισμα. Το ΚΕΑ με τέτοια αιτήματα έριχνε νερό στο μύλο των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών και υπονόμευε την πάλη του ιρλανδικού λαού για μια δεύτερη απόρριψη της Ευρωσυνθήκης.

H ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ GUE

Σε αυτό το σημείο πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι πέραν του ΚΕΑ εκλογική πλατφόρμα για τις ευρωεκλογές κυκλοφόρησε και η GUE-NGL, η τεχνική συνομόσπονδη ομάδα στα πλαίσια του ευρωκοινοβουλίου. Η GUE υιοθέτησε δικό της κείμενο διακήρυξης μπροστά στις ευρωεκλογές, όπως κάνει από το 1999. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η συγκεκριμένη διακήρυξη αντιβαίνει τον ίδιο το χαρακτήρα της GUE, μετατρέποντας το πλαίσιο τεχνικής συνεργασίας στο Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο σε πλαίσιο πολιτικής συνεργασίας και προγραμματικών κατευθύνσεων, τις οποίες οι υπογράφοντες δεσμεύονται να υπερασπιστούν στη χώρα τους και πανευρωπαϊκά. Δεν είναι τυχαίο επίσης το γεγονός ότι το συγκεκριμένο κείμενο έτυχε μαζικής προβολής σε αρκετές χώρες ως κείμενο συνεργασίας Κομμουνιστικών Κομμάτων μαζί με κόμματα της «νεοαριστεράς».

Βεβαίως το ΚΚΕ δεν υπέγραψε το κείμενο της Διακήρυξης, το πολιτικό περιεχόμενο της οποίας κινείται στην ίδια γραμμή ενσωμάτωσης, απατηλού εξανθρωπισμού της, πλαίσιο το οποίο έχουμε ήδη κριτικά παρουσιάσει. Σε αυτό αποσιωπάται ότι οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που προωθεί η ΕΕ δεν είναι απλά κάποιες επιλογές νεοφιλελεύθερων κυβερνήσεων -όπως υποστηρίζεται στο κείμενο- αλλά βαθύτερη ανάγκη του κεφαλαίου για ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ότι χρειάζεται ρήξη και ανατροπή στο επίπεδο της εξουσίας.

ΣΧΗΜΑΤΑ ΕΦΕΔΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΦΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Η χρονική συγκυρία έφερε με χρονική απόσταση δύο βδομάδων στις κάλπες τρεις χώρες, όπου τα τελευταία χρόνια έχουν διαμορφωθεί οπορτουνιστικά κόμματα της «νεοαριστεράς» (Γερμανία - «Αριστερά», Πορτογαλία - «Μπλόκο», Ελλάδα - ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ). Παρά τις όποιες επιμέρους διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, η γενική γραμμή πλεύσης τους συμπίπτει με εκείνη του ΚΕΑ, όπως αναλύθηκε παραπάνω. Οι διαφορετικές δοσολογίες στην ψευτοεπαναστατική ρητορεία αυτών των σχημάτων καθορίζονται από τις ιδιαίτερες συνθήκες σε κάθε χώρα, κυρίως ανάλογα με την επιρροή του ΚΚ και το μέτωπο αντιπαράθεσης μαζί του.

Επιπλέον στις εκλογές της Γερμανίας και της Πορτογαλίας οι οπορτουνιστικές δυνάμεις είχαν απέναντί τους μια σοσιαλδημοκρατία σε υποχώρηση, η οποία τελικά υπέστη βαριά ήττα στη Γερμανία και σημαντική φθορά στην Πορτογαλία. Τα φουσκωμένα ποσοστά της «Αριστεράς» Γερμανίας και του «Μπλόκο» της Πορτογαλίας υπερπροβλήθηκαν από τα αστικά ΜΜΕ. Αυτή η προβολή από την αστική τάξη φανερώνει τη σιγουριά μιας εφεδρείας που έχουν στα χέρια τους, σε συνθήκες που δυσκολεύονται -για την ώρα- τα βασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του αστικού πολιτικού συστήματος να εγκλωβίζουν το ίδιο αποτελεσματικά με πριν.

Σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης τέτοιου είδους εφεδρείες -ανεξάρτητα αν τις αξιοποιήσει τελικά ή όχι το κεφάλαιο για το σχηματισμό κυβέρνησης- είναι σημαντικές, αφού το διευκολύνουν και να βάλει στο χέρι το εργατικό λαϊκό κίνημα και λιγότερο επώδυνα να προωθήσει τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις για να δυναμώσει την κερδοφορία του κεφαλαίου στη φάση αναζωογόνησης. Τα κόμματα τύπου ΚΕΑ, όπως η «Αριστερά» Γερμανίας, λειτουργούν ως ο πιο ασφαλής χώρος όχι μόνο εφεδρείας αλλά και επανατροφοδότησης με νέες δυνάμεις για τη σοσιαλδημοκρατία. Ως όμορος χώρος με την τελευταία, ο οπορτουνισμός υποδέχεται εύκολα απογοητευμένες δυνάμεις που προσμένουν ακόμα στη σοσιαλδημοκρατία και διατηρούν την αυταπάτη για μια μελλοντική αναζωογόνησή της, αφού «τιμωρηθεί» με κάποιες πρόσκαιρες εκλογικές απώλειες.

ΤΑ «ΑΡΙΣΤΕΡΑ» ΣΧΗΜΑΤΑ ΩΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΠΙΕΣΗ ΣΤΑ ΚΚ

Η σύνθεση αυτών των κοινωνικών δυνάμεων που στρέφονται κατά κύριο λόγο στα οπορτουνιστικά κόμματα αποτελείται κυρίως από μικροαστικά και μεσαία στρώματα που διαβλέπουν μια άμεση χρονικά επιδείνωση της θέσης τους στην ταξική διαστρωμάτωση, την οποία θέλουν να αποφύγουν διαπραγματευόμενοι, χωρίς πρόθεση βαθύτερων ανατροπών. Οι αντιλήψεις, που φορείς τους είναι αυτά τα στρώματα, ασκούν επίδραση και σε εργατικές λαϊκές δυνάμεις και ιδιαίτερα στη νεολαία που έχει λειψή κοινωνική πείρα.

Αυτού του τύπου τα κόμματα αντικειμενικά έχουν περιορισμένες δυνατότητες να επηρεάζουν γνήσια εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, να αποκτούν την κρίσιμη μαγιά δυνάμεων από την εργατική τάξη που δρα ως πρωτοπορία για τη ριζοσπαστικοποίηση. Αυτοί άλλωστε οι περιορισμοί πηγάζουν από την ίδια την κοινωνική βάση του οπορτουνισμού, αλλά και από το γεγονός ότι δεν αποτελούν κόμματα κυβερνητικής εναλλαγής, παρότι επιδιώκουν να αναβαθμίσουν το ρόλο τους στα πλαίσια του αστικού πολιτικού συστήματος.

Τα κόμματα της «νεοαριστεράς» επιδιώκουν να επιδράσουν στον πολιτικό φορέα του εργατικού κινήματος, το κομμουνιστικό κόμμα, ανεξάρτητα από την εκλογική τους επιρροή. Αξιοποιώντας την πρώην κομμουνιστική προέλευση δυνάμεών τους, προβάλλουν τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική με «αριστερή» φρασεολογία. Η επιρροή τους δε θα πρέπει να εξετάζεται μόνο από τα εκλογικά ποσοστά, αλλά κύρια από το ρόλο τους στην ανάσχεση της ριζοσπαστικοποίησης και του βαθέματος της πολιτικής συνείδησης που τείνει προς χειραφέτηση.

Σήμερα τίθεται η ανάγκη αντιμετώπισης του οπορτουνισμού που αναπτύσσεται στις γραμμές ορισμένων ΚΚ. Δε φτάνει η υπεράσπιση του κομμουνιστικού ονόματος και των συμβόλων για να ανακοπεί η μετάλλαξη. Η υπεράσπισή τους είναι ανάγκη να συνοδεύεται από την αδιάκοπη πάλη για τη διαμόρφωση επαναστατικής στρατηγικής. Είναι ανάγκη δηλαδή να συνειδητοποιηθεί βαθύτερα ότι μια αποτελεσματική πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό προϋποθέτει ξεκάθαρη στρατηγική με στόχο το σοσιαλισμό, αποτιμώντας επιστημονικά με εργαλείο το μαρξισμό-λενινισμό τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα, υπερασπίζοντας την προσφορά και τις κατακτήσεις του. Η πείρα έχει δείξει ότι ο συμβιβασμός και η συνδιαλλαγή με τον οπορτουνισμό δυσκολεύει την αντιμετώπισή του. Η όποια οργανωτική ενότητα προϋποθέτει την ιδεολογική και πολιτική ενότητα, διαφορετικά ο συμβιβασμός με τον οπορτουνισμό οδηγεί σε εγκατάλειψη των κομμουνιστικών αρχών και χαρακτηριστικών, σε παραίτηση από την πάλη για το σοσιαλισμό.

Γι’ αυτό και υποστηρίζεται συστηματικά ο οπορτουνισμός και οι σχηματισμοί του από αστικούς θεσμούς σε συνδυασμό με τον αντικομμουνισμό και με όλων των ειδών τα μέσα για την περιθωριοποίηση των συνεπών ΚΚ, την αναχαίτιση της δυναμικής τους στην πάλη για αμφισβήτηση και αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας.

Γι’ αυτό, παρά την εκλογική ενίσχυση κομμάτων όπως η «Αριστερά» της Γερμανίας ή το «Μπλόκο» της Πορτογαλίας, η στόχευση παραμένει για υποταγή των ΚΚ στη στρατηγική της ενσωμάτωσης. Στη δε Γερμανία, η «Αριστερά» ως πολιτικό εγχείρημα έχει σημασία ευρωπαϊκών διαστάσεων, παρόλο που δεν έχει σήμερα απέναντι της ένα ισχυρό ΚΚ. Ομως σε ελάχιστο μετεκλογικό χρόνο επιβεβαιώθηκε ο πραγματικός της ρόλος. Σε συνέχεια της κυβερνητικής συνεργασίας της με τη σοσιαλδημοκρατία στο κρατίδιο του Βερολίνου εξέφρασε και μετεκλογικά την προθυμία σύμπραξης τόσο σε κρατιδιακό όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Να θυμηθούμε επίσης στη χώρα μας, ότι ακόμα και την περίοδο της τεχνητής δημοσκοπικής διόγκωσης του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στο 20%, όλα τα σφυριά χτυπούσαν στην προσέλκυση του ΚΚΕ και ασκούνταν ακόμα μεγαλύτερη πίεση, στη λογική μιας «μεγάλης αριστερής πλειοψηφικής τάσης που διαμορφωνόταν» για την ανάδειξη κυβερνητικής λύσης με φιλολαϊκό πρόσωπο, αλλά χωρίς να θίγεται η εξουσία του κεφαλαίου.

Σε αυτή την κατεύθυνση επιχειρήθηκε και η αθροιστική ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος για τα «κόμματα της Αριστεράς». Η προσπάθεια αυτή βρήκε έδαφος δεδομένου και του αμβλυμμένου μετώπου στον οπορτουνισμό που έχουν ορισμένα ΚΚ. Ο «πόνος» για το «συνολικό αποτέλεσμα της αριστεράς» συνδυάζεται με τον «πόνο» για τη μείωση της εκλογικής επιρροής του ΚΚΕ, με μοναδικό σκοπό να εγκαταλείψει τη συνεπή αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή γραμμή συμμαχιών και τη στρατηγική του σοσιαλισμού.

Παρόμοιες πιέσεις ασκούνται και στην Πορτογαλία και στην Ιταλία. Μέσα στο καλοκαίρι η Κομμουνιστική Επανίδρυση μαζί με το Κόμμα των Ιταλών Κομμουνιστών και μια σοσιαλδημοκρατική ομάδα προχώρησαν τη διαδικασία για την ίδρυση μιας λεγόμενης «αριστερής εναλλακτικής ομοσπονδίας». Οι θυελλώδεις ως τώρα διεργασίες προχωρούν ολοταχώς προς τη σταδιακή διάλυση των κομμουνιστικών κομμάτων και στη συγχώνευσή τους σε ένα «αριστερό» συνασπισμό, ο οποίος θα συγκλίνει στην κατεύθυνση δημιουργίας ενός κόμματος τύπου «Αριστεράς» Γερμανίας.

Παρά τις όποιες επιφυλάξεις μπορούν να υπάρχουν για την τελική κατάληξη αυτής της κατάστασης, αφού υπάρχουν δυνάμεις που βάζουν ζήτημα υπεράσπισης της κομμουνιστικής ταυτότητας και θέτουν ως απαράβατο όρο τη διατήρηση του κομμουνιστικού κόμματος, οι εξελίξεις στη γειτονική χώρα είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές.

Σε άρθρο σχολιασμού των ευρωπαϊκών εκλογών σε ιταλική εφημερίδα, τα στελέχη της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης Γκράσσι και Στέρι σημειώνουν: «Προτείνουμε μια συμμαχία με προϋπόθεση μια αποτελεσματική απάντηση στην καπιταλιστική κρίση, κοινωνική σύγκρουση και προστασία της εργατικής τάξης [...] διαπιστώνουμε επίσης ότι το ευρωπαϊκό σενάριο προσφέρει μια σειρά από πιθανές λύσεις για να συνυπάρξει η αριστερά. Δε μιλάμε κατ’ ανάγκη για ένα μόνο κόμμα, αλλά για τη συνύπαρξη διαφόρων σχηματισμών. Πρέπει ωστόσο να είναι σαφής η διαφοροποίηση σε σχέση με την κουλτούρα και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, εδώ είναι που βλέπουμε και την ουσιαστική αναμόρφωση του Δημοκρατικού κόμματος»11.

Πόσο πιο απλά και εκλαϊκευτικά άραγε θα μπορούσαν να μας περιγράψουν ότι από τη στιγμή που οι κομμουνιστές υποστείλουν την πολεμική και την αντιπαράθεση τους με τον οπορτουνισμό, ακολουθώντας την οδό της «συνύπαρξης» μαζί του, είτε στα πλαίσια του ίδιου κόμματος είτε σε συνεργασία με τον οργανωμένο πολιτικό του φορέα, αυτό οδηγεί στην απεμπόληση των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών του και δεν υπάρχει άλλη πορεία από αυτή της σοσιαλδημοκρατικοποίησης. Τα αυξημένα ποσοστά δεν αποτελούν τεκμήριο φιλολαϊκής πολιτικής. Εχει αποδειχτεί ότι δυνάμεις αστικές και οπορτουνιστικές μπορούν με μεγαλύτερη ευκολία να αποσπάσουν τη στήριξη ή την ανοχή της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων που δεν έχουν συνειδητοποιήσει την ταξική τους θέση, τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, την αναγκαιότητα της πάλης για την εξουσία. Κι αυτό γιατί γνωρίζουν καλά πως η επιλογή τους δεν προϋποθέτει καμιά σύγκρουση με την αστική τάξη.

Οι οπορτουνιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες περιοχές του κόσμου αξιοποιούν τις αδυναμίες του κομμουνιστικού κινήματος, εκμεταλλεύονται το αδύνατο ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο και την ανεπαρκή πάλη με τις δυνάμεις του οπορτουνισμού. Εκμεταλλεύονται προβλήματα που έχουν ΚΚ σε ζητήματα στρατηγικής και τακτικής, ελλείψεις στους δεσμούς με την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, τη νεολαία (π.χ. Γερμανία). Η όποια σύμπραξη, στήριξη σε αυτά τα κόμματα έχει και θα έχει ολέθριες συνέπειες για τα ΚΚ.

Ο εγκλωβισμός των τελευταίων σε ξεπερασμένες διαχωριστικές γραμμές παλιών δεκαετιών που αναμασούν το κενό γράμμα της έννοιας «αριστερά» είναι βούτυρο στο ψωμί των κομμάτων τύπου ΚΕΑ.

ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΗ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΚΚ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟ

Καμιά ανοχή και συνύπαρξη από μεριάς των κομμουνιστών δεν μπορεί να υπάρξει με τον οπορτουνισμό και τη σοσιαλδημοκρατία. Το κομμουνιστικό κίνημα θα πρέπει να ενισχύσει το ιδεολογικό του μέτωπο απέναντι στην επίθεση για δήθεν εκσυγχρονιστική προσαρμογή του με απόρριψη των «κομμουνιστικών ιδεοληψιών του υπαρκτού σοσιαλισμού» κλπ. Πρέπει να ενισχυθεί η πάλη με τον οπορτουνισμό, με το ΚΕΑ, με τις δυνάμεις του σε κάθε χώρα.

Στο έδαφος αυτής της συζήτησης είναι θετικό βήμα η Κοινή Διακήρυξη 21 Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων χωρών της ΕΕ για τις ευρωεκλογές του Ιούνη του 2009. Η συγκεκριμένη Διακήρυξη εξέφρασε κοινές θέσεις που ανταποκρίνονται στο χαρακτήρα της ΕΕ και στο περιεχόμενο της αντιπαράθεσης που πρέπει να γίνει με αυτή σε όλη την Ευρώπη.

Πρόσθετο θετικό στοιχείο που εκφράστηκε την ίδια περίοδο ήταν η αποχώρηση του Ουγγρικού Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος από το ΚΕΑ. Οπως τονίζει άλλωστε το ίδιο στην επιστολή αποχώρησής του: «Είμαστε πεισμένοι ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένας “νέος ευρωπαϊκός πολιτικός πολιτισμός”, αλλά συνεπής πάλη ενάντια στον καπιταλισμό, για τα δικαιώματα των εργαζόμενων μαζών. Δεν πρέπει μόνο να ασκούμε κριτική στον καπιταλισμό, αλλά πρέπει και να οργανώνουμε την καθημερινή πάλη των εργατών.

Θέλουμε να εξαλείψουμε τον καπιταλισμό. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά θέλει να τον βελτιώσει […]. Προσπαθήσαμε να επηρεάσουμε και να αλλάξουμε αυτές τις διεργασίες, αλλά οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Η πολιτική γραμμή των βασικών κομμάτων μελών του ΚΕΑ και του ίδιου του ΚΕΑ στρέφεται προς μια κατεύθυνση που παραβιάζει τα βασικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Θεωρούμε πως ο ρεβιζιονισμός και ο οπορτουνισμός αποτελούν τώρα το μεγαλύτερο κίνδυνο που απειλεί το κομμουνιστικό κίνημα. Είναι άσχημο που είμαστε φτωχοί και που δεν έχουμε χρήματα. Αλλά θα τα χάσουμε όλα αν παραιτηθούμε από τις καθαρές ιδεολογικές μας πεποιθήσεις, αν παραιτηθούμε από το Μαρξισμό-Λενινισμό»12.

Αποτελεί ανάγκη σήμερα να αναδειχτεί με ακόμα μεγαλύτερη ευκρίνεια ότι η συμμετοχή στο ΚΕΑ είναι ασύμβατη με την εκπλήρωση της επαναστατικής αποστολής ενός ΚΚ, να οργανώσει δηλαδή την εργατική τάξη σε γραμμή σύγκρουσης με την αστική εξουσία

Η κοινή δράση, η αλληλεγγύη κι ο συντονισμός που αναπτύχθηκε τους προηγούμενους μήνες μπροστά στις ευρωεκλογές ανάμεσα στα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα της Ευρώπης αποτελεί σημαντική κατάκτηση. Βοηθάει στον προσανατολισμό της ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινήματος σε κάθε χώρα, για να ατσαλώνεται η δράση των κομμουνιστών σε συνθήκες μεγάλης ιδεολογικοπολιτικής επίθεσης και ωμού αντικομμουνισμού. Δοκιμάστηκε με επιτυχία και στη σκληρή και εξαρχής δύσκολη αναμέτρηση που έδωσε ο ιρλανδικός λαός στο πρόσφατο δημοψήφισμα που παρά την επικράτηση του «ΝΑΙ», ένα σημαντικό κομμάτι του, το 33%, εκφράστηκε με το «ΟΧΙ» ως μια δύναμη αντίστασης. Το κάλεσμα αλληλεγγύης κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων στον ιρλανδικό λαό με ταξικό προσανατολισμό αναδείκνυε την ανάγκη απόρριψης της ευρωσυνθήκης, ανοίγοντας μέτωπο στη αντίληψη του ΚΕΑ και των συνοδοιπόρων του ότι μπορεί να υπάρξει και φιλολαϊκή εκδοχή της. Αναδείχτηκε ότι και από τη δραματική υποχώρηση ως και εξαφάνιση οπορτουνιστικών αλλά και αστικών σχημάτων -ιδιαίτερα στη Σκανδιναβία και τη Βόρεια Ευρώπη- που ζητούσαν διαπραγμάτευση για μια καλύτερη Συνθήκη ή εξαιρέσεις από τη γενική αντεργατική γραμμή της ΕΕ (π.χ. σχήματα ενάντια στην ευρωσυνθήκη στη Σκανδιναβία, το κόμμα Libertas στην Ιρλανδία κ.ά.). Τέτοιοι σχηματισμοί που από κοινού με τα συμβιβασμένα συνδικάτα και την ένωσή τους, την ETUC, καλούσαν σε πάλη για πρωτόκολλα εξαίρεσης στην αντεργατική λαίλαπα είτε αποδυναμώθηκαν αισθητά είτε και διαλύθηκαν.

Η ΕΕ όμως και στο πρόσφατο δημοψήφισμα δεν έμεινε στο «ΝΑΙ» ή «ΟΧΙ» της ευρωσυνθήκης. Στο επίκεντρο της προπαγάνδας της έθεσε όλη τη στρατηγική της. Εκανε καθαρό στον ιρλανδικό λαό ότι το «ΟΧΙ» στη Συνθήκη σημαίνει «ΟΧΙ» στην ΕΕ συνολικά. Οταν ο αντίπαλος λοιπόν επιστρατεύει το σύνολο της στρατηγικής του, ένας λόγος παραπάνω οι κομμουνιστές να θέσουν στον αντίποδα τη δική τους στρατηγική, ν’ αναδείξουν τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της, την εξουσία των μονοπωλίων που υπηρετεί, την ανάγκη ανατροπής της. Ν’ ανοίξουν ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο στις δυνάμεις που ζητούν ορισμένα μόνο μερεμέτια, που αργά η γρήγορα οδηγούν ριζοσπαστικές δυνάμεις στην αποστράτευση και στην απογοήτευση και τις λαϊκές δυνάμεις στο συμβιβασμό.

Στην Ελλάδα το ΚΚΕ ασκεί με συνέπεια πολεμική στο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΕΑ και συνολικά τον οπορτουνισμό. Η επεξεργασμένη στρατηγική του, η πρόσφατη απόφαση για το σοσιαλισμό αποτελούν ακλόνητη πυξίδα για να μην πιάσουν τόπο οι πολύμορφες μεθοδεύσεις τόσο των αστών όσο και των οπορτουνιστών. Γι’ αυτό η δύναμη και η εξαιρετική αντοχή που επιδεικνύει το ΚΚΕ δεν είναι συμπτωματική.

Σήμερα μπορεί και πρέπει το διεθνές κομουνιστικό κίνημα να βγάλει συμπεράσματα, να γενικεύσει τη θετική αλλά και την αρνητική πείρα του από την για δεκαετίες αναμέτρησή του με τον οπορτουνισμό. Αυτό που είναι αναγκαίο ως προϋπόθεση για να έχει βάθος, συνέχεια και προοπτική αυτή η αναμέτρηση, είναι η αποφασιστική δρομολόγηση ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής των ΚΚ απέναντι στον ιμπεριαλισμό.

Το ΚΚΕ, μαζί με μια σειρά από ΚΚ, είναι δυνατό το επόμενο διάστημα να σημειώσουν αποφασιστικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Κώστας Παπαδάκης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, μέλος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων.

1. «18ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα», έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, σελ. 297 .

2. Βλ. Ιστοσελίδα Ιδρύματος «Ρόζα Λούξεμπουργκ», www.rosalux.de.

3. Εκλογική Πλατφόρμα του ΚΕΑ - 2009, «Μαζί για την Ευρώπη».

4. Εκλογική Πλατφόρμα του ΚΕΑ - 2009, «Μαζί για την Ευρώπη».

5. Εκλογική Πλατφόρμα του ΚΕΑ - 2009, «Μαζί για την Ευρώπη».

6. Εκλογική Πλατφόρμα του ΚΕΑ - 2009, «Μαζί για την Ευρώπη».

7. Εκλογική Πλατφόρμα του ΚΕΑ - 2009, «Μαζί για την Ευρώπη».

8. Εκλογική Πλατφόρμα του ΚΕΑ - 2009, «Μαζί για την Ευρώπη».

9. Εκλογική Πλατφόρμα του ΚΕΑ - 2009, «Μαζί για την Ευρώπη».

10. Εκλογική Πλατφόρμα του ΚΕΑ - 2009, «Μαζί για την Ευρώπη».

11. Εφημερίδα «Il Manifesto», 6 Οκτώβρη 2009.

12. Ανακοίνωση του Ουγγρικού ΚΕΚ για την αποχώρησή του από το ΚΕΑ.