Η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η χρησιμοποίησή τους από την εργατική δύναμη μέσω του κεντρικού σχεδιασμού αποτελεί θεμελιακή κοινωνική σχέση της νέας κοινωνίας, της κομμουνιστικής, ακόμα και στα πρώτα της βήματα ή και κατά τη μακρόχρονη πρώιμη εποχή της, αυτή που συνήθως ονομάζουμε σοσιαλιστική οικοδόμηση ή σοσιαλισμό.
Η εκκίνηση μιας τέτοιας διαδικασίας, βαθιά ανατρεπτικής, οπωσδήποτε προϋποθέτει μια ορισμένη συγκέντρωση μέσων παραγωγής που συνεπάγεται έναν ορισμένο βαθμό ανάπτυξης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας, διαδικασία που συντελείται στο πλαίσιο της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης.
Η διαδικασία εκβιομηχάνισης αναμφίβολα προάγει την παραγωγικότητα της εργασίας, αφού αντικαθιστά μέρος της ζωντανής χειρωνακτικής –ακόμα και πνευματικής– εργασίας από τις μηχανές, προωθεί τον άμεσο συνεργατισμό των ατόμων στην παραγωγική διαδικασία, τη συλλογική εργασία.3
Το πέρασμα από τη χειρωνακτική μεταποιητική παραγωγή αρχικά στη μανιφακτούρικη συγκεντροποίησή της και στη συνέχεια στη μηχανοποιημένη επέφερε μεγάλη κοινωνική πρόοδο. Αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι κατάστρεψε τον ατομικό χειροτέχνη παραγωγό και αγροτοπαραγωγό, επέφερε την αποξένωση από την εργασιακή διαδικασία, θεμελιώθηκε πάνω στην εκμεταλλευτική σχέση κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας, που αξιοποίησε βάναυσα ακόμα και την παιδική εργασία.
Από τεχνολογική άποψη, στη βιομηχανική παραγωγή συντελέστηκαν μεγάλες τομές, ανατροπές που σχετίζονταν με τις επιστημονικές ανακαλύψεις, τις τεχνολογικές εφαρμογές τους, ιδιαίτερα ως προς την ενεργειακή πηγή κίνησης των μηχανημάτων, αλλά και το είδος της ζωντανής εργασίας που υποκαθιστούσε (αρχικά τη μυϊκή, στην πορεία όλο και περισσότερο και πνευματική). Η ηλεκτροκίνηση ήδη χαρακτήριζε την καπιταλιστική βιομηχανία κατά τις αρχές του 20ού αιώνα και μπορούσε να θεωρηθεί ως στοιχείο που υποδήλωνε το βαθμό συγκεντροποίησης των μέσων παραγωγής και ωρίμανσης του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας που καθιστούσε ώριμη την αναγκαιότητα κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής.
Στην αχανή τσαρική Ρωσία, λίγο πριν την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου (1914), η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων παρουσίαζε μεγάλη εσωτερική ανισομετρία, συγκεντρώνοντας τη βιομηχανική ανάπτυξη κυρίως στις ευρωπαϊκές περιφέρειές της, σε βιομηχανίες που κυρίως αποτελούσαν ξένες επενδύσεις. Επρόκειτο για βιομηχανίες, οι οποίες παρουσίαζαν υψηλό για την εποχή βαθμό συγκέντρωσης εργατών –όχι όμως πάντα και υψηλό βαθμό ιπποδύναμης– αποτέλεσαν τη βάση για την εκκίνηση του νέου (κομμουνιστικού) τρόπου παραγωγής.
Βέβαια, αυτή η εκκίνηση στερήθηκε σημαντικές για την εποχή τους βιομηχανίες, αφού τελικά σημαντικές δυτικές ευρωπαϊκές περιφέρειες δεν εντάχθηκαν στο νέο εργατικό κράτος. Απώλειες είχε και εξαιτίας των συνολικότερων καταστροφών του ιμπεριαλιστικού πολέμου, της αντεπανάστασης και της ξένης επέμβασης.
Ωστόσο, σε μια περίπου εικοσαετή πορεία με αντιφάσεις και οπισθοχωρήσεις (ΝΕΠ4, όξυνση της ταξικής πάλης), μπήκαν τα θεμέλια του νέου τρόπου παραγωγής, έδωσαν αποτελέσματα εκβιομηχάνισης, πανσοβιετικού εξηλεκτρισμού, με ρυθμό και κυρίως με κοινωνικές σχέσεις πρωτόγνωρες στην ιστορία της κοινωνικής εξέλιξης.
Η επαναστατική εργατική εξουσία, συγκροτημένη ως σοβιετική (συμβούλια στο χώρο εργασίας ως όργανα εξουσίας, που τα μέλη τους εκλέγονταν από όλους τους εργαζόμενους, ελέγχονταν και ανακαλούνταν, καθώς και οι αντιπρόσωποι στα παραπάνω συμβούλια έως το κεντρικό, κυρίως στην περίοδο μέχρι το νέο Σύνταγμα του 1936), καλλιέργησε και ανέδειξε εργάτες και εργάτριες με πρωτοφανή πρωτοβουλία, ευθύνη, αποτελεσματικότητα στην οργάνωση και απόδοση της σοσιαλιστικής εργασίας. Η κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας απελευθέρωσε τη δύναμη του συνδυασμένου εργάτη, την οποία ανέδειξε ο Κ. Μαρξ συσχετίζοντας την «Οικονομία με εφευρέσεις»: «Τέλος, όμως, μόνον η εμπειρία του συνδυασμένου εργάτη ανακαλύπτει και δείχνει πού και πώς μπορεί να γίνει οικονομία, πώς θα εφαρμοστούν με τον απλούστερο τρόπο οι ανακαλύψεις που έγιναν ήδη, ποια πρακτικά εμπόδια πρέπει να υπερνικηθούν κατά την εφαρμογή της θεωρίας στην πράξη –κατά την εφαρμογή της στο προτσές παραγωγής– κλπ.»5.
Ο Σταχάνοφ δεν ήταν μόνο ένας πρωτοπόρος συνειδητός κομμουνιστής εργάτης. Αντιπροσώπευε ένα ολόκληρο κίνημα κομμουνιστικής στάσης στην εργασία, στη ζωή. Αλλά και στην αγροτική παραγωγή, κυρίως την πιο μηχανοποιημένη και οργανωμένη σε κρατικά αγροκτήματα, αναδείχτηκαν ήρωες και ηρωίδες της σοσιαλιστικής εργασίας. Σε αντίθεση με το μεγαλύτερο μέρος των επαγγελματιών εκπαιδευτικών που τάχθηκε με την ανατροπή του τσάρου όχι όμως και με τη σοσιαλιστική επανάσταση, κατά χιλιάδες αναδείχτηκαν νέοι δάσκαλοι, παιδαγωγοί, καθηγητές, νεαρές και νεαροί φοιτητές· όλοι αυτοί οργάνωσαν και πραγματοποίησαν μια μοναδική –για την ταχύτητα και την έκτασή της– στη ανθρώπινη ιστορία εκστρατεία εξάλειψης του αναλφαβητισμού, μόρφωσης παιδιών, ενηλίκων και υπερήλικων, ανδρών και γυναικών, όχι μόνο στα τμήματα της αναπτυγμένης Ρωσίας αλλά και στους πληθυσμούς της αχανούς Ασίας που ζούσαν μέσα σε βαθιά προκαπιταλιστική καθυστέρηση. Η πάλη για την οργάνωση της νέας κοινωνίας αποτυπώθηκε και στην πολιτιστική δημιουργία: στη λογοτεχνία, στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στο χορό, στα εικαστικά, στη μουσική, ανοίχτηκαν νέοι δρόμοι –που αναγνωρίστηκαν και από τους πρωτοπόρους στον καπιταλισμό– κι έμειναν στην ιστορία.
Η εκβιομηχάνιση και των πιο καθυστερημένων περιοχών, ο εξηλεκτρισμός όλης της χώρας, η μηχανοποίηση της αγροτικής παραγωγής, η γενική πολιτιστική άνοδος έγιναν με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στην Αγγλία, στις ΗΠΑ, στην Ιαπωνία, στη Γαλλία, στη Γερμανία, γενικότερα στην Ευρώπη.
Στις χώρες του καπιταλισμού η βιομηχανική επανάσταση πέρασε μέσα από τις σάρκες και το αίμα παιδιών, μεταναστών, μαύρων δούλων, διπλά εκμεταλλευόμενων γυναικών, βέβαια και συνολικά με την εκμετάλλευση της εγχώριας εργατικής τάξης· σαν το βρυκόλακα τράφηκε από την υπερεκμετάλλευση των λαών στις αποικίες μέχρι να φτάσει εκείνη την ανάπτυξη της παραγωγικότητας, ώστε να δώσει κάποια ανάσα στην εγχώρια εργατική τάξη, κυρίως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από την άλλη, στη Σοβιετική Ένωση με την επαναστατική εργατική εξουσία, η βιομηχανική επανάσταση έγινε με σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή, στο παιδί, στη γυναίκα6, στον ηλικιωμένο. Γι’ αυτό και δημιούργησε πρωτόγνωρα στην ανθρωπότητα δικαιώματα για όλους αυτούς, ανεξάρτητα από φύλο, χρώμα φυλής, εθνική προέλευση, θρησκευτική πεποίθηση. Η μεγαλύτερη και μοναδική κατάκτηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ήταν η εξάλειψη της ανεργίας, η εξασφάλιση εργασίας ανάλογης με την τεχνική ή επιστημονική ή καλλιτεχνική ειδίκευση, αλλά και η συνεχής δυνατότητα που σε σημαντικό βαθμό έδινε το κράτος για νέα εξειδικευμένη γνώση, μεταπήδηση σε άλλο εργασιακό αντικείμενο, πιο πνευματικό και επιτελικό, χωρίς όμως να πετύχει τη γενίκευση του τελευταίου.
Η σοσιαλιστική οικοδόμηση δημιούργησε αφάνταστες σε έκταση και ποιότητα αποκλειστικά κρατικές και δωρεάν παρεχόμενες ιατρικές και προνοιακές υπηρεσίες που ξεκινούσαν από το χώρο εργασίας, το χώρο εκπαίδευσης κι έφταναν και στο τελευταίο χωριό.
Δεν ήταν μόνο υπηρεσίες αποκατάστασης ή και πρόληψης της υγείας. Ήταν ολόκληρη φιλοσοφία και οργάνωση των κοινωνικών υπηρεσιών, ώστε κανένα παιδί, ενήλικας ή υπερήλικας να μη μένει μόνος ή αβοήθητος ή να εξαρτάται απόλυτα από μέλη της οικογένειάς του. Αντίθετα, μέσα στην καθημερινότητά του κάθε άνθρωπος είχε όλη τη δυνατότητα, τις υποδομές να συνδυάζει την εργασιακή ή την εκπαιδευτική δραστηριότητα με τη φυσική και αισθητική αγωγή και δημιουργία, να νιώθει την κοινωνική στήριξη του κράτους. Έσπασε το κέλυφος της οικονομικής εξάρτησης των μελών της οικογένειας και η σχέση των δύο φύλων, η επιλογή τους για συμβίωση και τεκνοποίηση μπήκε σε καθαρά ερωτική, συναισθηματική βάση· η μητρότητα και η ανάπτυξη των παιδιών έπαψε να αποτελεί αποκλειστικά ατομική υπόθεση, έγινε στην πράξη κοινωνική.
Ακόμα και σήμερα, παρά τη βαρβαρότητα της καπιταλιστικής αντεπανάστασης, δεν έγινε ακόμα δυνατό να ξηλωθούν όλες οι υγειονομικές και προνοιακές δομές, παραμένουν ανώτερες σε σύγκριση με τις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες. Οι επιτυχίες του εργατικού κράτους στην ΕΣΣΔ, χωρίς υπερβολή, άλλαξαν τη ζωή των εργατών κι εργατριών, των εργαζόμενων σ’ όλο τον κόσμο – και τον καπιταλιστικό.
Βέβαια, αναφερόμενοι στις παραπάνω κατακτήσεις, αναδεικνύουμε την τάση, τη δυναμική τής προς διαμόρφωση κομμουνιστικής κοινωνίας. Δεν υποτιμάμε τα πραγματικά κοινωνικά προβλήματα, είτε ξεπηδούσαν από τη σχετική καθυστέρηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κατά το ξεκίνημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ή λόγω της όξυνσης της ταξικής πάλης στην πορεία είτε πολύ περισσότερο στις αδυναμίες και τα λάθη του υποκειμενικού παράγοντα. Δεν υποτιμάμε το γεγονός ότι δεν είχαν εξαλειφθεί κοινωνικές ανισότητες, όπως ανάμεσα στην πνευματική και χειρωνακτική εργασία, τον εκτελεστικό και επιτελικό χαρακτήρα της εργασίας στην πόλη και το χωριό, ανισοτιμίες σε βάρος της γυναίκας, καθώς και εθνικιστικές και πολιτισμικές αντιθέσεις ριζωμένες στην προσοσιαλιστική ιστορία των πληθυσμών της Σοβιετικής Ένωσης. Αντίθετα θεωρούμε ότι η μεγάλη άνοδος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων με κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας δεν ήταν αρκετή για να υποστηρίξει μια νέα ώθηση ανάπτυξης του σοσιαλιστικού (ανώριμου κομμουνιστικού) τρόπου παραγωγής στην τέτοια ωρίμανσή του, ώστε να τον απαλλάξουν από κάθε βαρίδι του παρελθόντος, ν’ αποτελέσουν τη βάση πλήρους άνθισης των κομμουνιστικών σχέσεων, να κάνουν οριστικά ανεπίστρεπτη τη νίκη του επί του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Η καπιταλιστική ιδεολογία και πολιτική, μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στη Σοβιετική Ένωση και γενικευμένα σε όλες τις χώρες σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, ισχυρίστηκε ότι το πλεονέκτημα του καπιταλισμού βρίσκεται στην ατομικότητα της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, από την οποία πηγάζει ο ανταγωνισμός ως κίνητρο, η πρωτοβουλία, η ατομική ευθύνη ως πηγή για την ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας. Αντίθετα, ισχυρίζεται, ο σοσιαλισμός μέσω της κοινωνικής ιδιοκτησίας στερεί αυτό το κίνητρο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Αυτή η αστική αντίληψη, η οποία συστηματικά διαδίδεται πρώτ’ απ’ όλα μέσω όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης, βρίσκει απήχηση στην πλειονότητα των νέων, παρά τη χρόνια ανεργία που βιώνουν, την υποαπασχόληση και ετεροαπασχόληση, τους εξαιρετικά χαμηλότερους μισθούς. Βάση αυτής της απήχησης είναι η αρνητική εμπειρία, δηλαδή το γεγονός της ανατροπής της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της εκ νέου καπιταλιστικοποίησης.
Ό,τι φαίνεται όμως δεν είναι και η βαθύτερη αλήθεια, η οποία αποκαλύπτεται με πιο διεισδυτική και αναλυτική μελέτη της ιστορικής εξέλιξης που εδώ και χρόνια μεθοδεύει και προωθεί συλλογικά το Κόμμα μας, βέβαια κι άλλα ΚΚ, μαρξιστές επιστήμονες. Στο παρόν κείμενο θ’ αναφερθούμε σ’ ορισμένα από τα συμπεράσματά μας αλλά και θα επιχειρήσουμε την περαιτέρω προσέγγιση πλευρών του όλου ζητήματος.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟΚΑΙ Ο ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
Καταρχήν δεν είναι αλήθεια ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός τα κατάφερε αποκλειστικά και μόνο με την ατομική πρωτοβουλία, τη δήθεν απρόσκοπτη λειτουργία της αγοράς.
Ας μην ξεχνάμε ότι η αστική ιδεολογία και πολιτική δανείστηκε στοιχεία του κεντρικού σχεδιασμού προκειμένου να σώσει τον καπιταλισμό σε συνθήκες μεγάλης κεφαλαιοποίησης αλλά και βαθιάς οικονομικής κρίσης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τι έκανε ο Χίτλερ στη Γερμανία τη δεκαετία του 1930; Τι έκανε ο Ρούσβελτ με το «New Deal» στις ΗΠΑ; Τι έκανε όλη η Δυτική καπιταλιστική Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τις κρατικές επιχειρήσεις ενέργειας, τηλεπικοινωνιών, αερομεταφορών, σιδηροδρόμων, ακόμα και οδικών συγκοινωνιών, αλλά και με κρατικές βιομηχανίες επεξεργασίας ορυκτών, μεταλλευμάτων, βιομηχανικών υλών, φαρμάκων;
Το κρατικό μονοπώλιο και ο περιορισμένος καπιταλιστικός σχεδιασμός ήταν η μερική προσαρμογή της καπιταλιστικής σχέσης στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας. Δεν ήταν μια στρεβλή εκδοχή του καπιταλισμού, όπως αργότερα ισχυρίστηκε η νεοφιλελεύθερη πολιτική. Ήταν η τότε αναγκαία συνειδητή επιλογή της καπιταλιστικής εξουσίας, επειδή τα επιμέρους ατομικά ή και συλλογικά (μετοχικά) κεφάλαια είχαν υποστεί μεγάλη απαξίωση, δυσκολεύονταν να μπουν δυναμικά σε νέο κύκλο μεγάλων επενδύσεων αν δε στηρίζονταν μ’ αυτό τον τρόπο από το κράτος τους. Και βέβαια η στήριξη από το κράτος και με τις κρατικές καπιταλιστικού τύπου επιχειρήσεις έφερε νέα κεφάλαια, βγαλμένα από το μόχθο των εργαζομένων μέσω του καπιταλιστικού σχεδιασμού, των Προγραμμάτων Επενδύσεων, χορηγήσεων, κρατικών έργων υποδομών κλπ., κεφάλαια που διοχετεύτηκαν σε παλιούς και νέους καπιταλιστές.
Η ποιοτική διαφορά σε σχέση με το σοσιαλισμό είναι ότι αυτός ήταν ένας περιορισμένος καπιταλιστικός σχεδιασμός (των μονοπωλίων, του κράτους ή και διακρατικών οργάνων), όταν και όσο τον είχαν ανάγκη οι καπιταλιστές, στο έδαφος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και προς εξυπηρέτησή της, ενώ δεν αναιρούσε την αναρχία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Διόλου τυχαία οι μετέπειτα ιδιωτικοποιήσεις έφεραν πολύ μεγαλύτερους μονοπωλιακούς ομίλους, μετόχους που έγιναν μεγιστάνες του παγκόσμιου πλούτου.
Και στην Ελλάδα, από κρατικές επιχειρήσεις, με κρατικά μισθωμένους εργατοϋπάλληλους και διευθυντές έγινε ο μεταπολεμικός πλήρης εξηλεκτρισμός, τα υδροηλεκτρικά φράγματα και σταθμοί, έφτασε η τηλεφωνία και στο τελευταίο νησί.
Κι όταν πλέον δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ενδιαφέροντος από τους καπιταλιστές, έπρεπε ν’ αλλάξει και η νομοθεσία, να καταργηθεί το κρατικό μονοπώλιο, να επιτραπεί η πώλησή του, να προβληθεί μια δουλεμένη επιχειρηματολογία για να αλλάξει χαρακτήρα η κρατική υπαλληλία, να γίνει εργατικό δυναμικό σε επιχειρήσεις συλλογικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, σε μετοχικές εταιρείες.
Μερικός κρατικός σχεδιασμός και κρατικό μονοπώλιο δεν ήταν παρέκκλιση της σοσιαλδημοκρατίας. Ήταν αναγκαστική κίνηση του καπιταλισμού προκειμένου να διασωθεί, γι’ αυτό κι εφαρμόστηκε και από φιλελεύθερα αστικά κόμματα ως κυβερνητικά, τα οποία βέβαια είχαν κι έχουν μοιρασμένους ρόλους με τα αστικοποιημένα σοσιαλδημοκρατικά. Γι’ αυτό, όταν πλέον αυτές οι κρατικές επιχειρήσεις ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους, όταν θα έπρεπε το κράτος να κάνει νέες επενδύσεις σε συνθήκες μάλιστα διακρατικής απελευθέρωσης των αγορών, έγιναν οι κατεξοχήν φορείς αποκήρυξης των κρατικών επιχειρήσεων, προπαγανδιστές των ελαττωμάτων τους έναντι των ιδιωτικών, έριξαν το ανάθεμα στους εργαζόμενους των κρατικών επιχειρήσεων κι όχι στο καπιταλιστικό σύστημα.
Βέβαια, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, είχε γίνει μια μεγάλη προσαρμογή της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, η μετοχική καπιταλιστική ιδιοκτησία, προσαρμογή αναγκαία για τα κεφαλαιακά μεγέθη που απαιτούσε η εισαγωγή νέων μηχανών. Η προσαρμογή εκφράστηκε και με το ρόλο της τραπεζικής Πίστης, όπως τον αναλύει ο Μαρξ στο έργο του «Το Κεφάλαιο»:
«Είναι αλήθεια ότι με το τραπεζικό σύστημα δίνεται η μορφή μιας γενικής λογιστικής και κατανομής των μέσων παραγωγής σε κοινωνική κλίμακα, αλλά πάλι μόνο η μορφή. Έχουμε δει ότι το μέσο κέρδος του κάθε ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη ή κάθε ξεχωριστού κεφαλαίου καθορίζεται όχι από την υπερεργασία, που το κεφάλαιο αυτό ιδιοποιείται από πρώτο χέρι, αλλά από την ποσότητα της συνολικής υπερεργασίας, που ιδιοποιείται το συνολικό κεφάλαιο, και από την οποία το κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο παίρνει το μερίδιό του, ανάλογα μόνο με το μέρος του συνολικού κεφαλαίου που αντιπροσωπεύει. Αυτός ο κοινωνικός χαρακτήρας του κεφαλαίου πετυχαίνεται και πραγματοποιείται πέρα για πέρα μόνο με την πλήρη ανάπτυξη του πιστωτικού και τραπεζικού συστήματος. Από την άλλη μεριά, το σύστημα αυτό εξελίσσεται παραπέρα. Θέτει στη διάθεση των βιομηχάνων και εμπόρων κεφαλαιοκρατών όλο το διαθέσιμο, μαζί με το δυνητικό κεφάλαιο της κοινωνίας, που αδρανεί ακόμα, έτσι που ούτε ο δανειστής αυτού του κεφαλαίου, ούτε αυτός που το χρησιμοποιεί είναι ιδιοκτήτες ή παραγωγείς του. Καταργεί έτσι τον ιδιωτικό χαρακτήρα του κεφαλαίου και περικλείνει έτσι μέσα του, αλλά μόνο μέσα του, την κατάργηση του ίδιου του κεφαλαίου. Με το τραπεζικό σύστημα η κατανομή του κεφαλαίου και σαν ιδιωτική επιχείρηση και σαν κοινωνική λειτουργία αποσπάται από τα χέρια των ιδιωτών κεφαλαιοκρατών και των τοκογλύφων. Η τράπεζα και η Πίστη, όμως, γίνονται ταυτόχρονα το πιο ισχυρό μέσο, για να οδηγηθεί η κεφαλαιοκρατική παραγωγή πέρα από τα δικά της όρια και ένας από τους πιο αποτελεσματικούς μοχλούς των κρίσεων και της απάτης.
Το τραπεζικό σύστημα, υποκαθιστώντας το χρήμα με διάφορες μορφές πιστωτικής κυκλοφορίας, δείχνει ακόμα, ότι το χρήμα δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα άλλο από μία ιδιαίτερη έκφραση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και των προϊόντων της, που, επειδή βρίσκεται σε αντίθεση με τη βάση της ατομικής παραγωγής, οφείλει να εμφανίζεται πάντα σε τελευταία ανάλυση σαν ένα πράγμα, σαν ένα ιδιαίτερο εμπόρευμα δίπλα στα άλλα εμπορεύματα»7.
Αν και γενικά οι κρατικές και διακρατικές ρυθμίσεις επιταχύνουν τη συγκέντρωση και συγεντροποίηση, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι υπάρχουν κι εκείνες οι –γνωστές ως «αντιμονοπωλιακές»– ρυθμίσεις (π.χ. οι σχετικές αντιμονοπωλιακές επιτροπές) που συνιστούν κρατική (ή και διακρατική) καπιταλιστική παρέμβαση περιστασιακής αναχαίτισης της συγκεντροποίησης σε κυριολεκτικά μονοπωλιακή κλίμακα· διόλου τυχαία πρωτοεφαρμόστηκαν στις ΗΠΑ στην πετρελαϊκή συγκεντροποίηση, αλλά κι έναν αιώνα αργότερα στην πληροφορική.
Η αστική πολεμική κρύβει ότι και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ολοκληρώνουν τον κύκλο τους, την ανάπτυξή τους, ακολουθεί η κάμψη, η κρίση, η απαξίωση, γι’ αυτό και με τον ένα ή άλλο τρόπο καταστρέφονται, πτωχεύουν, εξαγοράζονται, ενσωματώνονται σε άλλες νεότερες, δυναμικότερες, μεγαλύτερες από άποψη κεφαλαιοποίησης. Άλλωστε και πολλές κρατικοποιήσεις έγιναν για ν’ απαλλάξουν τους ιδιώτες καπιταλιστές από απαξιωμένες επιχειρήσεις. Ας θυμηθούμε την ιστορία των αερομεταφορών στην Ελλάδα, πώς περνούσαν από το ιδιωτικό στο κρατικό καπιταλιστικό καθεστώς και το αντίθετο.
Το σημαντικότερο είναι ότι δεν υπάρχει ένας γενικός κρατισμός, αυτός της Σοβιετικής Ένωσης, της Κούβας, της Κορέας, του Βιετνάμ πριν τις ανατροπές, του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, πολύ περισσότερο του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980, της Σουηδίας, της Γαλλίας μεταπολεμικά κλπ.
Υπάρχει σοσιαλιστική-κομμουνιστική ιδιοκτησία και σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτήν υπάρχει η καπιταλιστική κρατική ιδιοκτησία, αυτή δηλαδή που υπήρχε έντονα στη μεταπολεμική καπιταλιστική Ευρώπη, που υπάρχει και σήμερα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Ασίας, όπως στην Κίνα, στο Βιετνάμ και αλλού.