Στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Β΄, 1949-1968» αναφέρεται ότι η 12η Ολομέλεια αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία του Κόμματος γιατί υπερασπίστηκε τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, άφησε κομμουνιστικά αντανακλαστικά παρά τις σοβαρές αντιφάσεις που περιείχε η στρατηγική. Το Πρόγραμμα που επεξεργάστηκε το 9ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Δεκέμβρης 1973) διατηρεί σοβαρά προβλήματα στρατηγικής, εξαιτίας και των αρνητικών επιπτώσεων του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ στην πολιτική γραμμή του Κόμματος και στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Τα βασικά προβλήματα εστιάζονται: Στα δύο στάδια της επαναστατικής διαδικασίας, στην αντίληψη ότι μια κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού μ’ ένα «μεταβατικό πρόγραμμα» μπορεί ν’ ανοίξει την επαναστατική διαδικασία, να διαπαιδαγωγήσει επαναστατικά την εργατική τάξη. Στην εκτίμηση για το χαρακτήρα της διαπλοκής και της συνεργασίας του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου, για το επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού και τη θέση του στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Αυτά τα προβλήματα θεωρητικού χαρακτήρα, με επιπτώσεις όμως στη χάραξη της στρατηγικής και στη διαμόρφωση του Προγράμματος, έλκουν την καταγωγή τους από την περίοδο πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορούν το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, τις αποφάσεις της Γ΄ Διεθνούς, όπως έχουμε εκτιμήσει στο 18ο Συνέδριο, στο Δοκίμιο, στη Διακήρυξη της ΚΕ για τον αντιφασιστικό αγώνα στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κλπ.
Το «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τ. Β΄, 1949-1968» στη σελίδα 26 αναφέρεται στα μεθοδολογικά προβλήματα που υπάρχουν στην ιστορική συγκρότηση του αστικού κράτους, στην ανάλυση του ελληνικού καπιταλισμού και στις διάφορες φάσεις της, με αφετηρία τις απαρχές συγκρότησης του ελληνικού κράτους, «που από τη γέννησή του είχε πολύ περιορισμένη έκταση και κυρίως περιορισμένο πληθυσμό, περιορισμένη εσωτερική αγορά, που ήταν παράγοντας καθυστέρησης της εσωτερικής κεφαλαιακής συσσώρευσης».
Η λαθεμένη, από την πλευρά του ΚΚΕ, εκτίμηση της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού επηρεάζεται επίσης από τις μεταπολεμικές ενδοαστικές αντιθέσεις, την αντιπαράθεση τμήματος αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα με τις ΗΠΑ σε σχέση με το πρόγραμμα εκβιομηχάνισης και της αποτελεσματικότερης αξιοποίησης των αμερικανικών εισροών, για τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα και τη στέρεη ενσωμάτωσή της στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα των ΗΠΑ στην ευρύτερη περιοχή.2
Το ίδιο επέδρασαν οι αντιρρήσεις που εκφράστηκαν από τμήμα των αστικών δυνάμεων την περίοδο που ξεκίνησε η συζήτηση για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ με πυρήνα της αντιπαράθεσης το αν η Ελλάδα ήταν έτοιμη από την άποψη της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης να πετύχει «ισότιμη» συμμετοχή σε δικαιώματα και υποχρεώσεις ή θα μετατρεπόταν σε «απλή αποικία». Η διαμάχη επεκτάθηκε, ανάλογα με τα επιμέρους καπιταλιστικά συμφέροντα, με αντικείμενο «αν η Ελλάδα θα έδινε βάρος στον αγροτικό χαρακτήρα της οικονομίας -που πίστευαν ότι είχε πλεονεκτήματα στο πλαίσιο της ΕΟΚ- ή θα είχε πλήγματα η πορεία εκβιομηχάνισης που ήταν ασθενής και μη ανταγωνιστική»3.
Εχει σημασία το ζήτημα της αντανάκλασης των ενδοαστικών αντιθέσεων στο πολιτικό σύστημα και της διείσδυσής τους στις επεξεργασίες του Κόμματος, καθώς και σήμερα υπάρχουν αντιθέσεις συμφερόντων στους κόλπους της αστικής τάξης όσον αφορά λ.χ. το ευρώ ή τη δραχμή, στην περιοριστική ή επεκτατική διαχειριστική συνταγή, στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, στο ποιοι κλάδοι-τομείς της οικονομίας αποτελούν «ατμομηχανή» της παραγωγικής ανάκαμψης. Ο ΣΥΡΙΖΑ λ.χ. δε χρησιμοποιεί τις αντιθέσεις αυτές μόνο για λόγους εκλογικής πολιτικής τακτικής, αλλά ως πολιτική γραμμή εναλλακτικής λύσης, με τη μια συνταγή διαχείρισης απέναντι στην άλλη και με ταλαντεύσεις στοιχίζεται περισσότερο ή λιγότερο με τον έναν ιμπεριαλιστικό πόλο σε αντίθεση με τον άλλο.
Στις αναλύσεις-εκτιμήσεις του Κόμματός μας, η συγκριτική καθυστέρηση στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού εμφανίζεται ως ιδιομορφία, αποδίδεται στους ληστρικούς προσανατολισμούς του ξένου κεφαλαίου, στο πλέγμα των διεθνών σχέσεων της χώρας ιδιαίτερα με τις ΗΠΑ. Παράλληλα παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα στηρίχτηκε κυρίως στην εσωτερική συσσώρευση και λιγότερο στις επενδύσεις ξένων κεφαλαίων. Παραγνωρίζεται η σύμφυτη με την καπιταλιστική ανάπτυξη ανισομετρία κι ενδοκλαδική δυσαναλογία αντίστοιχα σε διακρατικό και εθνικό επίπεδο. Υποβαθμίζεται το γενικό ταξικό κριτήριο στην επιλογή ένταξης στην ΕΟΚ, δηλαδή της ενίσχυσης της συνεργασίας με καπιταλιστικά κράτη. Κατηγορείται η αστική τάξη για υποτέλεια, διαχωρίζεται σ’ εθνική και ξενόδουλη, σε μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή εθνική αστική τάξη.
Επιδιώκεται η ανάδειξη κυβέρνησης αντιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών πολιτικών δυνάμεων, η οποία θα μπορούσε να εξασφαλίσει και τη συγκατάθεση ή ανοχή-ουδετερότητα της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης. Επιδιώκεται κυβέρνηση που με λαϊκή στήριξη θα προχωρήσει σε αλλαγές θεσμών που αφορούν το αστικό κράτος και το αστικό πολιτικό σύστημα, την καπιταλιστική οικονομία, και μέσω αυτής να ξετυλιχτεί η επαναστατική διαδικασία των δύο σταδίων. Το ζήτημα λοιπόν της εκτίμησης του χαρακτήρα του κράτους είναι βασικό και δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίζεται μόνο με πολιτικούς όρους, ως κράτος που ταυτίζεται κάθε φορά με το ποιο κόμμα ή ποιος συνασπισμός κομμάτων κυβερνά, ή με ποια μορφή πολιτεύματος.
Και όλ’ αυτά ενώ και το 9ο (1973) και το 10ο (Μάης 1978) Συνέδριο, που ήταν προγραμματικά, δέχονταν -και σωστά- ότι στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός. Ταυτόχρονα επισημαινόταν στις Θέσεις για το 10ο Συνέδριο (Θέση 52, σελίδα 62) ότι, παράλληλα με την ύπαρξη των βασικών αντικειμενικών προϋποθέσεων του σοσιαλισμού στη χώρα μας, εξακολουθούσαν να παραμένουν άλυτα «δημοκρατικά προβλήματα, και μάλιστα τα σπουδαιότερα απ’ αυτά, το πρόβλημα της εθνικής ανεξαρτησίας, το πρόβλημα της κυριαρχίας των μονοπωλίων και το πρόβλημα των δημοκρατικών ελευθεριών οξύνονται».
Πρόκειται για ιδεολογική αδυναμία να θεωρείται η κυριαρχία των μονοπωλίων πρόβλημα δημοκρατικό ή να θεωρείται ότι η σχέση εξάρτησης στο πλαίσιο του ιμπεριαλισμού συνιστά καπιταλιστική ιδιομορφία και παρέκκλιση σ’ εθνικό επίπεδο. Ουσιαστικά παραγνωρίζεται ότι πρόκειται για φαινόμενα σύμφυτα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, της καπιταλιστικής διεθνοποίησης.
Προβληματικός υπήρξε και ο διαχωρισμός στο στόχο κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής διαχωρίζοντάς τα σε μονοπώλια «στρατηγικής σημασίας» ή στο πρώτο στάδιο εθνικοποίησης μονοπωλίων «εθνικής σημασίας». Στη ρεφορμιστική αστική και στην οπορτουνιστική αντίληψη, στρατηγικής σημασίας θεωρούνται τα ιδιωτικά μονοπώλια στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και των τηλεπικοινωνιών, στα μεγάλα λιμάνια κι αεροδρόμια, ο τομέας της αμυντικής βιομηχανίας, τα μονοπώλια εξόρυξης, επεξεργασίας κι εμπορίας ορυκτού πλούτου, ο τομέας της ύδρευσης κλπ. Αυτά τα μονοπώλια, ακόμα και όταν είναι αποκλειστικά κρατικά, δεν παύουν να εξυπηρετούν την αναπαραγωγή του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, την ιδιοποίηση της υπεραξίας, την εκμετάλλευση του εργατικού δυναμικού. Πολύ περισσότερο που στρατηγικής σημασίας είναι κι άλλα μονοπώλια στην παραγωγή εργαλείων και μηχανών, στη μεταποίηση, στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, στον τουρισμό κλπ. Για τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης και την οικοδόμηση σημασία έχουν όλα τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και βεβαίως ο τομέας του εμπορίου, των κοινωνικών υπηρεσιών, της παιδείας, της πρόνοιας-υγείας, των κατασκευών κλπ.
Από αυτά τα θεωρητικά-ιδεολογικά λάθη πηγάζουν και τα πολιτικά που χαρακτηρίζουν ως φιλομονοπωλιακή την πολιτική μιας κυβέρνησης φιλελεύθερων αστικών κομμάτων, ή τη δοκιμασμένη κυβερνητική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας, και ως αντιμονοπωλιακή την πολιτική μιας κυβέρνησης συνεργασίας νέων σοσιλαδημοκρατικών, οπορτουνιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων που εκπροσωπούν μικροαστικές κι εργατικές δυνάμεις, χαρακτηρίζοντάς τες και ως πρώτο στάδιο της επαναστατικής διαδικασίας.
Η πρόταξη της «αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής δημοκρατικής αλλαγής» στηρίχτηκε στην αντίληψη ότι οι υποκειμενικές της προϋποθέσεις μπορούν να ωριμάσουν με γρηγορότερους ρυθμούς από τις υποκειμενικές προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής αλλαγής. Στην προκειμένη περίπτωση ο χαρακτήρας της επανάστασης προσδιορίζεται από το συσχετισμό δυνάμεων κι όχι από το χαρακτήρα της εποχής, επομένως ποια επανάσταση μπορεί να λύσει και τη συγκεκριμένη αντίθεση στο ερώτημα «με τα μονοπώλια ή το λαό». Δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, πέραν της οπορτουνιστικής επίδρασης, να διαχωρίζεται η στρατηγική σε στρατηγική για την κατάργηση της ξενοκρατίας και σε στρατηγική για την ανατροπή του καπιταλισμού. Ούτε η λογική περί αλληλοδιαπλεκόμενων σταδίων και φάσεων μπορεί να δικαιολογήσει ένα τέτοιο «σχήμα».
Ανάμεσα στις άλλες αρνητικές συνέπειες της εκτίμησης για καθυστερημένο ελληνικό καπιταλισμό που οφείλεται κύρια και αποκλειστικά στην εξάρτηση, είναι και ότι δεν παίρνεται υπόψη στη διαμόρφωση της στρατηγικής των συμμαχιών η διεύρυνση των ενδιάμεσων κοινωνικών στρωμάτων που συνοδεύουν την καπιταλιστική ανάπτυξη που συντελέστηκε τη μεταπολεμική περίοδο. Παραγνωρίζει την εμφάνιση νέων μεσαίων στρωμάτων δυναμικά αναπτυσσόμενων, καθώς και την ισχυροποίηση της εργατικής αριστοκρατίας, τη δημιουργία δηλαδή των κοινωνικοοικονομικών όρων για την ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και την ισχυροποίηση του ρεφορμισμού-οπορτουνισμού, αφού διευρύνθηκε η κοινωνική τους βάση.
Τα μεσαία στρώματα -χωρίς να παίρνεται υπόψη η εσωτερική τους διαστρωμάτωση, τα αντιδιαμετρικά συμφέροντα ενός σημαντικού τμήματός τους με την εργατική τάξη- συλλήβδην θεωρούνταν σύμμαχός της, επιπλέον θεωρούνταν ρεαλιστικό στην κοινωνική συμμαχία να προσχωρήσουν και τμήματα της «μη μονοπωλιακής» αστικής τάξης ή να μείνουν σε γραμμή ουδετερότητας.
Διαχέεται η αντίληψη, με πολλούς τρόπους, ότι είναι δυνατόν η πολιτική συμμαχία με την πρόοδο της ταξικής πάλης και της συνεργασίας των κοινωνικών δυνάμεων να οδηγήσει -στις συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων- σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα διαφοροποιήσει το αστικό κράτος και την οικονομία, ώστε να γίνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Πρόκειται για μεταρρυθμιστική αντίληψη που αποσπά το χαρακτήρα της πολιτικής από το χαρακτήρα της οικονομίας.
Το θέμα είναι ότι, σε περιόδους που ωριμάζει ουσιαστική αλλαγή στο συσχετισμό μεταξύ των δύο αντίπαλων τάξεων, δεν αρκεί η γενικά ανεβασμένη πολιτική δραστηριότητα των μαζών ή η έκφραση της ταξικής πάλης με τις πιο οξυμένες μορφές πάλης. Η πολιτική δραστηριότητα των λαϊκών μαζών με την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και την καθοδήγηση του ΚΚΕ αποκτά προτεραιότητα σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης και όταν η εργατική τάξη με τους συμμάχους της είναι αποφασισμένη να ριχτεί στην πάλη για να πάρει στα χέρια της την πολιτική εξουσία, με πρώτη πράξη να καταργήσει την καπιταλιστική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και να τσακίσει το αστικό κράτος και όχι ν’ αλλάξει κάποιους αστικούς θεσμούς μετασχηματίζοντάς τους σε εργατικούς, σοσιαλιστικούς. Η επικράτησή της βέβαια θα κριθεί από την αποτελεσματική αντιμετώπιση της οργανωμένης αντίδρασης της αστικής τάξης, των μηχανισμών της, από την απόκρουση της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, ζήτημα που θα κριθεί και με όρους προλεταριακού διεθνισμού, εργατικής λαϊκής αλληλεγγύης στον περίγυρό της και σε διεθνές επίπεδο.
Το 9ο και το 10ο Συνέδριο είναι επηρεασμένα από τη γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, στην οποία αποφασιστικά επέδρασε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Σ’ αυτήν τη βάση προβάλλουν την εκτίμηση ότι έχουν αυξηθεί σε διεθνή κλίμακα οι δυνατότητες του ειρηνικού περάσματος της εξουσίας στις επαναστατικές δυνάμεις σε σύγκριση με το παρελθόν όπως αναφέρεται στη Θέση 64 στη σελίδα 73 των Θέσεων για το 10ο Συνέδριο. Η λογική της θέσης αυτής στηριζόταν στην εκτίμηση ότι ήταν δυνατός ο ειρηνικός δρόμος με απαραίτητη προϋπόθεση τη διαμόρφωση ενός τέτοιου πολιτικού κλίματος και προπαντός την ύπαρξη μιας τέτοιας υπεροχής των λαϊκών επαναστατικών δυνάμεων, που θα παρέλυαν την Αντίδραση, θα την υποχρέωναν να εγκαταλείψει κάθε σκέψη ένοπλης αντίστασης στη θέληση του λαού.
Οπως έχουμε εκτιμήσει, παρά τα όποια γλιστρήματα που κατά καιρούς είχε το Κόμμα μας με δική του ευθύνη και κάτω και από τις επιδράσεις του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αφού ήταν αναπόσπαστο τμήμα του, δεν εξελίχτηκε σ’ ένα διαμορφωμένο οπορτουνιστικό κόμμα, δεν έγινε ποτέ ευρωκομμουνιστικό κόμμα, δεν πέρασε σε εχθρικό στρατόπεδο απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αν είχε εξελιχτεί σε οπορτουνιστικό κόμμα, θα είχε χάσει τη δυνατότητα της πάλης για την αποκατάσταση του χαρακτήρα και του προγράμματός του. Αυτό το συνειδητοποιήσαμε και το εκτιμήσαμε την περίοδο του 1989-1991.
Ας δούμε λοιπόν τα βαρίδια που παρέμειναν στο Κόμμα μετά από το 1968 και το 1974, όταν το Κόμμα μας κατέκτησε με το σπαθί του τη νομιμότητα. Βαρίδια που παραμένουν κι αναπαράγονται στη συνείδηση, στη μνήμη, στις επιλογές ακόμα και φίλων, οπαδών του Κόμματος, κομμουνιστών για πολλά χρόνια, με απόψεις για ΚΚΕ «κόμμα κυβερνητικό» στις συνθήκες του καπιταλισμού, για συνεργασία γύρω από ένα «μίνιμουμ πρόγραμμα», για διαχωρισμό μεταξύ συνεργασιών τακτικής και συνεργασιών στρατηγικής, για την «ενότητα της Αριστεράς», δηλαδή συνεργασία με τους οπορτουνιστές ή και σοσιαλδημοκράτες. Ζητήματα δηλαδή που δεν τ’ αντιμετωπίσαμε με ολοκληρωμένη ιδεολογικοπολιτική δουλειά με άξονα το Πρόγραμμα του Κόμματος και μετά από το 1991.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1973-1991
Το 9ο Συνέδριο (1973) διατηρεί τη λογική της στρατηγικής των σταδίων του 8ου Συνεδρίου (1961), λογική που επίσης διατηρείται αλώβητη, με ορισμένες επιμέρους τροποποιήσεις που δεν αλλάζουν την ουσία, και στο 10ο Συνέδριο το 1978. Στην ίδια βάση με ορισμένους εκσυγχρονισμούς διαμορφώνεται η στρατηγική του Κόμματος ως και το 12ο Συνέδριο το 1987, αν και τυπικά δε φαίνονται καθαρά τα δύο στάδια στον όρο «αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό», καθώς προβάλλεται ο όρος ενιαία επαναστατική διαδικασία που αναιρείται με τη λογική της στήριξης κυβερνήσεων στο έδαφος του καπιταλισμού. Το 13ο Συνέδριο το 1991 ήταν συνέδριο της διάσπασης, καταργήθηκε πολύ γρήγορα με το 14ο Συνέδριο το ίδιο έτος και αφού είχε συντελεστεί η διάσπαση του Κόμματος· από την άποψη αυτή, δε χρειάζεται ειδική ενασχόληση στο πλαίσιο του άρθρου.
Στο Πρόγραμμα του 10ου Συνεδρίου αναφέρονται δύο αλληλοσυνδεόμενα μεταξύ τους στάδια επαναστατικών μετασχηματισμών με διακριτές διαφορές μεταξύ τους: Το επαναστατικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό, που ως πολιτικό καθεστώς αποκαλείται δημοκρατία του λαού, και το σοσιαλιστικό. Η δημοκρατία του λαού έχει ως αποστολή της να καταργήσει την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού από τα δεσμά της ξενοκρατίας, να πετύχει -όπως σημειώνει- την πτώση του ενός μετά από το άλλο οχυρού της ολιγαρχίας, μ’ επιστέγασμα τη σοσιαλιστική επανάσταση. Παραδέχεται ότι η δημοκρατία του λαού θα δρα στο έδαφος της κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, ενώ η κυβέρνηση θα εθνικοποιήσει ξένα και ντόπια μονοπώλια εθνικής σημασίας, θα περιορίσει τη δράση των υπόλοιπων μονοπωλίων με δημοκρατικό έλεγχο και θα ενισχύσει κοινοπραξίες μικρών βιομηχανικών επιχειρήσεων.
Η αντίληψη για την αναπτυξιακή κατεύθυνση υποτιμούσε κάτι το αδιαμφισβήτητο από τη θεωρία μας και την πείρα, ότι δεν υπάρχει ανάπτυξη χωρίς ταξικό χαρακτήρα, θα είναι καπιταλιστική ή σοσιαλιστική. Επομένως η παραγωγική διαδικασία και η παραγωγική ανασυγκρότηση που υπάρχει στα κομματικά ντοκουμέντα δεν είναι ζήτημα αριθμητικών και στατιστικών δεικτών, εκφράζει παραγωγικές σχέσεις και στην προκειμένη περίπτωση, αφού «πατάει» στο έδαφος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αφορά την καπιταλιστική ανάπτυξη και μόνο. Το επίπεδο ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων είναι που καθορίζει ότι στην Ελλάδα προ πολλού έχουν διαμορφωθεί οι αντικειμενικοί υλικοί όροι για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση και όχι οι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ κλπ.
Στο ίδιο Συνέδριο δεν αποκλείεται η πιθανότητα, πριν την έναρξη της επαναστατικής πορείας του πρώτου σταδίου, να υπάρξει ενδιάμεση φάση που εκτιμάται ως τακτικός στόχος, που δεν μπορεί να καθοριστεί από πριν: Αφορά τη συγκρότηση κυβέρνησης, η επιλογή της οποίας θα καθορίζεται από τα υπεύθυνα καθοδηγητικά όργανα ή άλλο συνέδριο του Κόμματος. Επεξηγούσε ότι η κατάργηση του τακτικού στόχου της «Νέας Δημοκρατίας» ως φάσης μέσα στην επαναστατική διαδικασία του πρώτου σταδίου που ανέφερε το 9ο Συνέδριο, γίνεται όχι γιατί δεν υπήρχε η λογική μιας τέτοιας φάσης, αλλά γιατί εξέλειπε η ανάγκη ανατροπής της Χούντας και γιατί ο όρος «Νέα Δημοκρατία» χρησιμοποιήθηκε από το κόμμα που ίδρυσε ο Κ. Καραμανλής.
Δεν προτεινόταν κάποια συγκεκριμένη μορφή συμπαράταξης των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών πολιτικών δυνάμεων, αλλά τονιζόταν ότι μπορούσε ν’ αξιοποιηθεί η πείρα του Λαϊκού Μετώπου, του ΕΑΜ, της ΕΔΑ και μερικότερων συνεργασιών στην προδικτατορική περίοδο. Πρόκειται στην ουσία για σχήματα πολιτικής συνεργασίας που καταργούν την ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλεια του Κόμματος, όπως άλλωστε συνέβη με την περίπτωση της ΕΔΑ και της ίδρυσης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου». Είναι φανερό ότι δεν είχε εκτιμηθεί αντικειμενικά η πείρα της ΕΔΑ και πάνω και σ’ αυτήν την αδυναμία έγινε παρέκκλιση με την ίδρυση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου».
Το 10ο Συνέδριο το 1978 ξεκαθάριζε ότι η συγκρότηση του μετώπου θα εξαρτιόταν από την εργατική τάξη και από τη στάση της στα αιτήματα των εργαζομένων, επισημαίνοντας ότι οι διαφορές συμφερόντων της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων δεν αφορούν θεμελιακά ζητήματα, έχουν προσωρινό μη ανταγωνιστικό χαρακτήρα.
Προσδιορίζονταν ως πολιτικές δυνάμεις που μπορούσαν να ενταχτούν στο μέτωπο της «δημοκρατίας του λαού» το ΠΑΣΟΚ (που το χαρακτηρίζαμε ως μικροαστικό κόμμα), λόγω των τότε αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών συνθημάτων του και της δήλωσής του ότι διαφωνούσε με τη δυτικοευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, επίσης το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας, ενώ για τη συγκρότηση της συμμαχίας γινόταν η εκτίμηση ότι θα έπαιζε ρόλο η ενότητα των αριστερών δυνάμεων, δηλαδή του κόμματος και των οπορτουνιστών, με τον όρο της κατάργησης του τίτλου τους ως «ΚΚΕ εσωτερικού». Πέραν των άλλων, παραγνωριζόταν ότι ο οπορτουνιστικός χαρακτήρας αυτών των δυνάμεων που αποσχίστηκαν από το Κόμμα δεν καθοριζόταν κυρίως από τον τίτλο, αλλά από τη στάση τους απέναντι σε θεμελιακές κομμουνιστικές θέσεις κι αρχές, επομένως κι απέναντι στο Κόμμα. Με αυτήν την έννοια ήταν δύναμη αντικομμουνιστική ύστερα από την απόσχιση, την οποία αξιοποίησαν οι αστικές δυνάμεις για να πλήξουν το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, διαχωρίζοντάς το σε «ανανεωτικό» και «δογματικό». Μάλιστα, ο οργανωμένος οπορτουνισμός ενισχύθηκε παραπέρα από την εργατική αριστοκρατία, τη μικροαστική διανόηση, την κρατική υπαλληλία που αναπτύσσεται στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού σταδίου του καπιταλισμού. Νέα ενίσχυση του οργανωμένου οπορτουνισμού εκδηλώθηκε από το 2012 λόγω πλήγματος της θέσης αυτών των στρωμάτων.
Παράλληλα με τη συμμαχία των αντιιμπεριαλιστικών και αντιμονοπωλιακών δυνάμεων επιδιωκόταν η συνεργασία και κατά συνέπεια η κυβέρνηση των δημοκρατικών δυνάμεων για την άμεση λύση δημοκρατικών προβλημάτων όπως: Η αντίθεση με το κράτος και παρακράτος της Δεξιάς, η φασιστική δράση, το αυταρχικό καθεστώς, και μια σειρά άλλες πλευρές της ΝΔ. Προτεινόταν συνεργασία για την αφαίρεση της εξουσίας από τη Δεξιά στη βάση ενός προγράμματος που προωθούσε, στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατό, την εφαρμογή ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής ειρήνης και συνεργασίας με κράτη και λαούς, τη διάλυση του παρακράτους και την αποφασιστική αντιμετώπιση της φασιστικής δράσης, τον εκδημοκρατισμό της δημόσιας ζωής, τον περιορισμό της ασυδοσίας των μονοπωλίων ντόπιων και ξένων και τη βελτίωση της θέσης των εργαζομένων.
Είναι φανερό ότι δεν είναι δυνατόν αστικές δυνάμεις έστω να εγγυηθούν την πάλη με τον ξένο παράγοντα, την κατάργηση της ασυδοσίας των μονοπωλίων, άλλωστε πουθενά, σε καμία χώρα δε συνέβη κάτι τέτοιο.
Σημειωνόταν ταυτόχρονα ότι η δημοκρατική συνεργασία δεν έπρεπε να υποκαταστήσει το κύριο μέτωπο που ήταν η συμμαχία των αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων. Η λογική ήταν να μην αναβάλλεται ό,τι μπορούσε ο λαός να κερδίσει στο πλαίσιο του αστικού καθεστώτος, δηλαδή κέρδη αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα, θέση που τελικά παραπέμπει στην άποψη ότι το εργατικό κίνημα και οι σύμμαχοί του οφείλουν ν’ αναλάβουν κυβερνητική ευθύνη στο έδαφος του καπιταλισμού για την επίλυση προβλημάτων που η ίδια η αστική τάξη είχε κάποτε στις σημαίες της και τ’ απέβαλε, αντιδραστικοποιήθηκε μόλις έγινε κυρίαρχη τάξη.
Το γεγονός ότι σε πολλές χώρες, αν όχι παντού ή σχεδόν παντού, έκανε συμβιβασμούς με την απερχόμενη κυρίαρχη τάξη του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής ή ενέταξε προγενέστερους θεσμούς όπως η βασιλεία στο αστικό πολιτικό σύστημα, εξηγείται και μόνο από ένα αντικειμενικό στοιχείο: Η αστική επανάσταση οδήγησε πάλι σ’ εκμεταλλευτικό σύστημα (το τελευταίο), επομένως εξηγούνται τόσο οι συμβιβασμοί όσο και η διατήρηση σε αρκετά νέα καπιταλιστικά κράτη υπολειμμάτων προγενέστερων τρόπων παραγωγής, χωρίς βεβαίως αυτοί να παίζουν καθοριστικό ρόλο στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Αντίθετα με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που ως νέος αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής, ο σοσιαλισμός δεν αναπτύσσεται στους κόλπους της καπιταλιστικής οικονομίας. Η βάση του δημιουργείται για πρώτη φορά στις συνθήκες της επαναστατικής εργατικής, της σοσιαλιστικής εξουσίας. Το αστικό κράτος δε μετασχηματίζεται σε σοσιαλιστικό, ανατρέπεται και τσακίζεται, στη θέση του διαμορφώνεται εξαρχής το εποικοδόμημα του σοσιαλισμού, τα όργανα της εργατικής εξουσίας με βάση την παραγωγική μονάδα, τον κλάδο, την επικράτεια, με άμεση κι έμμεση αντιπροσωπευτική εκλογή από τα κάτω προς τα πάνω, όπως συγκεκριμένα περιλαμβάνει το Πρόγραμμα του Κόμματος που επεξεργάστηκε το 19ο Συνέδριο (Απρίλης 2013).
Στην Ελλάδα για μια σειρά λόγους, που ξεφεύγουν από το θέμα του παρόντος κειμένου, καθυστέρησαν ορισμένοι αστικοί εκσυγχρονισμοί που προχώρησαν στην καπιταλιστική Ευρώπη, ιδιαίτερα στο δυτικό και βόρειο τμήμα της. Δεν αποτελεί όμως το γεγονός αυτό ζήτημα για πολιτική συνεργασία, για κυβερνητικό πρόγραμμα γύρω από αστικοδημοκρατικά αιτήματα κι αστικούς εκσυγχρονισμούς που καθυστέρησαν στην Ελλάδα. Είναι άλλο θέμα, ζητήματα που έχουν σχέση με την αντιμετώπιση του αυταρχισμού, νόμων που δεν επιτρέπουν ή βάζουν τεράστια εμπόδια στις συνδικαλιστικές και πολιτικές ελευθερίες στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας να γίνονται στόχοι πάλης στο επίπεδο του κινήματος, και άλλο θέμα το κίνημα να βάζει μπροστά του ένα φράγμα στην αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική συσπείρωση, δίνοντας προτεραιότητα στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και μάλιστα ως ζήτημα κυβερνητικής συνεργασίας. Αλλωστε η αστική τάξη, ανάλογα με τις ανάγκες της και την πρόοδο της ταξικής πάλης, χρησιμοποιεί και τις δύο τακτικές: Εκείνη του «καρότου» κι εκείνη του «μαστίγιου».
Πριν το 11ο Συνέδριο και συγκεκριμένα το 1980, στη βάση του Προγράμματος του 10ου Συνεδρίου, το ΚΚΕ έθεσε το στόχο οι εκλογές να οδηγήσουν στην απομάκρυνση της Δεξιάς από την κυβερνητική εξουσία, την ανάδειξη δημοκρατικής κυβέρνησης για την προώθηση του προγράμματος της «πραγματικής αλλαγής», που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορούσε να γίνει φάση περάσματος στους αντιιμπεριαλιστικούς αντιμονοπωλιακούς μετασχηματισμούς της δημοκρατίας του λαού, στην ενιαία επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό.
Το Κόμμα έκανε κριτική στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ με κριτήριο τους στόχους αλλαγής, ενώ ταυτόχρονα το έκρινε γιατί δεν ήθελε τη συνεργασία με το ΚΚΕ στο κυβερνητικό επίπεδο και την σαμπόταρε στο μαζικό κίνημα. Εγκαλούσε το ΠΑΣΟΚ για το ότι ως κυβέρνηση πολιτευόταν με μέτρα που δεν έφευγαν από την πολιτική εκσυγχρονισμένης διαχείρισης του συστήματος, αναζητούσε ανοχή στην πολιτική του από τμήματα της αστικής τάξης, ακολουθούσε γενικά τις μεταρρυθμίσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Η βασική επιλογή του Κόμματος ήταν ανάπτυξη του κινήματος, η προώθηση συνεργασίας προοδευτικών δυνάμεων, η αντιμετώπιση ρεφορμιστικών τάσεων ώστε να προωθούνταν δημοκρατικές κατακτήσεις, ν’ αφαιρούνταν θέσεις - στηρίγματα της Δεξιάς και να εξουδετερώνονταν τάσεις πισωγυρίσματος, δηλαδή η επιστροφή της ΝΔ στην κυβέρνηση, η επιστροφή του λεγόμενου καθεστώτος της Δεξιάς. Η εθνική ανεξαρτησία, η αντιμονοπωλιακή ανάπτυξη, ο ουσιαστικός εκδημοκρατισμός αναφέρονταν ως βασικά χαρακτηριστικά της κυβέρνησης της «πραγματικής αλλαγής».
Επίσης αναφέρονταν ως στοιχείο της αντιμονοπωλιακής ανάπτυξης του ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού η κατάργηση προνομιακών νόμων για τα ξένα και ντόπια μονοπώλια, μ’ εγκαθίδρυση καθεστώτος ελέγχου των τιμών, προγράμματος εθνικοποιήσεων, διεύρυνσης του δημόσιου τομέα με νέες παραγωγικές επενδύσεις, εξυγίανσης του δημόσιου τομέα, ενίσχυσης δημοτικών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων, αυστηρών ελέγχων σε εκροές - εισροές, αποδέσμευση από την ΕΟΚ.
Στο 12ο Συνέδριο (1987) κεντρικό ζήτημα αποτελούν οι δύο δρόμοι ανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας: Ο δρόμος της παράδοσης στις αυθόρμητες δυνάμεις της καπιταλιστικής αγοράς και της προσαρμογής στις απαιτήσεις του ξένου κεφαλαίου και των υπερεθνικών οργάνων της ΕΟΚ ή η «ανάπτυξη νέου τύπου» με την αμετάκλητη ρήξη του καθεστώτος της εξάρτησης και της μονοπωλιακής ασυδοσίας.
Στη βάση αυτή αναδιατυπώνεται το Πρόγραμμα του Κόμματος, αν και το 12ο δεν ήταν προγραμματικό, ως «αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό», επισημαίνοντας ότι βαθαίνει ο αντιιμπεριαλιστικός αντιμονοπωλιακός της χαρακτήρας. Επαναλαμβανόταν ότι η αλλαγή μπορεί να τύχει της συγκατάθεσης ή της ουδετερότητας των μη μονοπωλιακών αστικών τμημάτων.
Εθετε ως προϋπόθεση την οικοδόμηση ενός συνασπισμού των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στη βάση ενός κοινού προγράμματος. Η νέα λαϊκή πλειοψηφία θ’ αναδείκνυε την κυβέρνηση της αλλαγής.
Στα ντοκουμέντα του Συνεδρίου (σελίδα 44-45) αναφέρεται ότι η «αλλαγή δεν αποτελεί μια νομοτέλεια για το πέρασμα στην επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. [...] Δίνει όμως άμεση πολιτική απάντηση στις αγωνίες και τους πόθους του λαού, προσφέρει την εναλλακτική λύση ενάντια στο δικομματισμό, διευκολύνει την παραπέρα συσπείρωση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της ίδιας της αλλαγής και του σοσιαλισμού. Μπορεί να αποτελέσει το πέρασμα στην ενιαία επαναστατική διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό. [...] Ο αγώνας των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων της αλλαγής, με μοχλό την κυβέρνηση της Αριστεράς, πρέπει να κατευθύνεται στην κατάκτηση του συνόλου της εξουσίας από τις αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές δυνάμεις, δηλαδή της εξουσίας της Δημοκρατίας του Λαού, πρώτου σταδίου της επαναστατικής διαδικασίας μετάβασης στο σοσιαλισμό».
Το πρόγραμμα της αλλαγής, όπως χαρακτηριστικά δηλωνόταν, «κινείται σε αντίθεση με τον εξαρτημένο ΚΜΚ, προωθεί μια εθνικά ανεξάρτητη θέση της Ελλάδας στο σύγχρονο κόσμο, ξεκινά τη δημιουργία νέων θεσμών σε βασικούς τομείς της οικονομικής, κοινωνικής, δημόσιας ζωής με κριτήριο να βρίσκονται σε ανταγωνιστική αντίθεση με τη μονοπωλιακή ολιγαρχία, τον ιμπεριαλισμό, να προωθούν την κοινωνική και πολιτική αποδυνάμωσή τους, να διευκολύνουν την ουδετερότητα και την προσέλκυση δυνάμεων του μη μονοπωλιακού επιχειρηματικού κόσμου».
Η «ανάπτυξη νέου τύπου» που θα υλοποιούσε ως κατεύθυνση η κυβέρνηση της αλλαγής, σύμφωνα με το 12ο Συνέδριο, είναι στην ίδια κατεύθυνση με τα προηγούμενα συνέδρια, με ορισμένους εκσυγχρονισμούς και περισσότερες λεπτομέρειες. Για πρώτη φορά προβάλλεται στην προσυνεδριακή συζήτηση το ΚΚΕ ως κόμμα διακυβέρνησης στις συνθήκες του καπιταλισμού. Αναφέρεται ότι οι λύσεις προς όφελος του λαού, για να είναι βιώσιμες, πρέπει να εντάσσονται σ’ ένα μακρόχρονο αναπτυξιακό πρόγραμμα, σε ανταγωνιστική αντίθεση με τα κριτήρια και τη λογική του εξαρτημένου κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού με κύριο μοχλό το δημόσιο τομέα, με δημοκρατικό αντιμονοπωλιακό εκσυγχρονισμό του πιστωτικού συστήματος και των άλλων οικονομικών μηχανισμών του κράτους στο πλαίσιο του δημοκρατικού προγραμματισμού, δηλαδή ο μοχλός είναι οι μεταρρυθμίσεις στο αστικό κράτος με αιχμή το δημόσιο τομέα, δηλαδή τον κρατικό καπιταλιστικό τομέα.
Η πρόταση του ΚΚΕ για συνεργασία και κυβέρνηση της Αριστεράς απευθυνόταν με κάλεσμα για τη δημιουργία κοινού μετώπου με αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις που βρίσκονταν ακόμα στο χώρο επιρροής του ΠΑΣΟΚ, που ήταν δικό τους ζήτημα να βρουν δικό τους τρόπο πολιτικής έκφρασης (όπως αναφέρεται στη σελίδα 47 των ντοκουμέντων), με πολιτικές δυνάμεις και κινήσεις που προήλθαν από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, ενώ θα παρακολουθούσε τις εξελίξεις και στον υπόλοιπο χώρο της Αριστεράς και της προόδου. Εκφραζόταν η κατανόηση στο γεγονός ότι μια σειρά δυνάμεις έριχναν το βάρος των προσπαθειών τους στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας τους (είναι η περίοδος που ο οπορτουνισμός με τον τίτλο «ΚΚΕ εσωτερικού» ξεκινά με διαπάλη εσωτερικό διάλογο στο ερώτημα αν έπρεπε να αποκομμουνιστικοποιηθεί ο τίτλος του ή να παραμείνει, ανάλογα ποια τακτική και μέθοδος βόλευε να παίζει το ρόλο του αναχώματος ή του συνεταίρου στο ΚΚΕ, ή να πλαγιοκοπούσε τους απογοητευμένους της αλλαγής του ΠΑΣΟΚ κλπ.).
Το 12ο Συνέδριο άφηνε ανοιχτό με ποιες δυνάμεις από το χώρο του οπορτουνισμού μπορούσε να γίνει συνεργασία, ανάλογα με τις τότε εξελίξεις γύρω από τον τίτλο του «ΚΚΕ εσωτερικού».
Η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το Μάη του 1988, ένα χρόνο μετά από το 12ο Συνέδριο, υπογράμμιζε (σελίδα 106 της έκδοσης «Από το 12ο ως το 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ») ότι το Κόμμα έπρεπε «να βάλει στο κέντρο της τακτικής του την ανάγκη ν’ αποκλειστούν οι αυτοδύναμες λύσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της ΝΔ, να έχει στόχο του ν’ αναδειχτεί πιο ισχυρό το ΚΚΕ και, ευρύτερα, πιο ισχυρή συνασπισμένη Αριστερά». Αναφερόταν στην ίδια Ολομέλεια ότι «ένα ισχυρό ΚΚΕ και μια συνασπισμένη Αριστερά αποτελούν τη μόνη διέξοδο για τα συμφέροντα του λαού και της χώρας και ως δύναμη μάχης και ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης και ως δύναμη που μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση, στη βάση προγράμματος, ακόμα και κυβερνητικών λύσεων, που θα ξεπερνάνε τα πλαίσια του δικομματισμού».
Η απόφαση της Ολομέλειας της ΚΕ του Δεκέμβρη του 1988 επικύρωσε το πόρισμα της ομάδας εργασίας ΚΚΕ-ΕΑΡ, το εκτίμησε ως μια πρώτη προσέγγιση ανάμεσα στα δύο κόμματα σε βασικά θέματα, με συγκλίσεις που επιτεύχθηκαν με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Εκτιμούσε ότι μπορούσε να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας προγραμματικής διακήρυξης των δυνάμεων της Αριστεράς και της προόδου, που θα έβαζε τις βάσεις ενός συνασπισμού μακράς πνοής, αποτελούσε επίσης κείμενο προετοιμασίας του εκλογικού προγράμματος, με τη συμβολή των απόψεων και των ιδεών όλων των δυνάμεων που θα έπαιρναν μέρος σ’ αυτόν (σελίδα 147 των ντοκουμέντων «Από το 12ο στο 13ο Συνέδριο του ΚΚΕ»).
Σημειωνόταν επίσης ότι το κοινό πόρισμα της ομάδας εργασίας ΚΚΕ-ΕΑΡ διέρρευσε από την επιτροπή που το επεξεργαζόταν πριν να έλθει στο ΠΓ και στη συνέχεια στην ΚΕ για συζήτηση κι απόφαση. Αποτελεί και αυτό ένα δείγμα, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, για το πώς οι οπορτουνιστές μέσα κι έξω από το Κόμμα προσπαθούσαν να το φέρουν προ τετελεσμένων γεγονότων. Δεν είναι βέβαια ζήτημα του παρόντος κειμένου η συζήτηση για τα γενικά και ειδικά προβλήματα που συνδέθηκαν και με τη διαδικασία συγκρότησης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου».
Κάτω από το παραπάνω πρίσμα, στις εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου 1989-1991 το Κόμμα δεν κατέβηκε αυτοτελώς στις εκλογές, αλλά ως «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου»· πήρε μάλιστα στην πλάτη του την ευθύνη να πριμοδοτήσει και βουλευτές που ανήκαν στις άλλες δυνάμεις του φορέα, πριν απ’ όλα της οπορτουνιστικής ΕΑΡ ή πρώην «ΚΚΕ εσωτερικού». Στο ίδιο πλαίσιο έγινε ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα, αναστάλθηκε μέρος της δραστηριότητας της ΚΝΕ, όπως το Φεστιβάλ, που διοργανώθηκε ως του «Συνασπισμού».
Το 1989 το ΚΚΕ, με απόφαση της ΚΕ και του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΟΥ, προχώρησε στη συμμετοχή σε κυβέρνηση συνεργασίας μεταβατικής-υπηρεσιακής και όχι κανονικής προγραμματικής, αρχικά με τη ΝΔ και στη συνέχεια και με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ. Οι λόγοι σχηματισμού της πρώτης κυβέρνησης, με τη ΝΔ, είναι γνωστοί, να κερδηθεί ο απαιτούμενος χρόνος μέχρι τις επόμενες εκλογές ώστε να μην παραγραφεί το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο από σκοπιμότητα, πριν απ’ όλα από την πλευρά της ΝΔ, μετατράπηκε σε μείζον πολιτικό πρόβλημα ώστε να διευκολυνθεί η επιστροφή της στη διακυβέρνηση ύστερα από 8 χρόνια ΠΑΣΟΚικής θητείας. Η δεύτερη κυβέρνηση με τη συμμετοχή και του ΠΑΣΟΚ έγινε με στόχο ν’ αποκλειστούν οι αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις σε μια περίοδο που το πρώτο κόμμα δεν είχε την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να διαμορφώσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Δεν είναι της πρόθεσης του κειμένου να προχωρήσει σε μια πιο λεπτομερειακή ανάλυση της περιόδου εκείνης, που σίγουρα η επιλογή της συγκυβέρνησης όξυνε την κρίση που υπέβοσκε στο Κόμμα και η οποία με ευθύνη των δεξιών κι «αριστερών» οπορτουνιστών είχε μεταφερθεί μελετημένα και μέσα στην ΚΝΕ. Και οι δύο ομαδοποιήσεις, που δρούσαν καθαρά ως φράξιες, αλληλεπικαλύπτονταν και αλληλοσυνεργάζονταν, δεν ασκούσε κριτική η μια στην άλλη, ενώ εμφανίζονταν με εκ διαμέτρου διαφορετικές απόψεις. Στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο: Είχαν πλήρη σύμπνοια μεταξύ τους όσον αφορά την πολεμική κατά της πλειοψηφίας της ΚΕ με στόχο την αλλοίωση του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος, την ανοιχτή απομάκρυνσή του από το μαρξισμό-λενινισμό.
Δε θα σταθούμε επίσης στη στάση των περίφημων συμμάχων των οπορτουνιστών στο πλαίσιο του τότε ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ που, μόλις ξέσπασε ανοιχτά η κρίση στο Κόμμα, έπαιρναν αποστάσεις -οι περισσότεροι- στο σχηματισμό των δύο κυβερνήσεων για να στριμώξουν το Κόμμα στη γωνία και ν’ ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας με το ΠΑΣΟΚ.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ
1. Η συμμετοχή και στήριξη των δύο κυβερνήσεων του 1989-1990 από τυπική πλευρά δεν αποτελεί παραβίαση του Προγράμματος του Κόμματος, δεδομένου ότι στη γενικότητά της ήταν ενταγμένη στη λογική συνεργασίας και με αστικές πολιτικές δυνάμεις. Εκφραζόταν ακόμα και η αντίληψη ότι, όταν το αστικό πολιτικό σύστημα δυσκολεύεται να εξασφαλίσει σταθερή αστική κυβέρνηση κι επομένως εμφανίζεται ένα είδος αστάθειας, που έχουν διαπαιδαγωγήσει το λαό να την φοβάται αντί να την αξιοποιεί, τότε δεν είναι θέμα αρχής το Κόμμα να μετέχει ή να στηρίζει κυβέρνηση για τη σταθεροποίηση, που θα εξασφάλιζε βελτίωση της θέσης του.
Για πολλά χρόνια μετά από το 1974, κεντρικό πολιτικό αίτημα αποτέλεσε η διεκδίκηση της απλής αναλογικής όχι μόνο ως εκλογικό σύστημα που εξισώνει για όλα τα κόμματα τις προϋποθέσεις για την εκλογή βουλευτή, αλλά και ως σύστημα που μπορούσε να στερήσει από την αστική τάξη τη δυνατότητα μονοκομματικής κυβέρνησης, ως κλειδί για πολιτική συνεργασία, για την ανάδειξη του ΚΚΕ σε ρυθμιστή στο σχηματισμό κυβέρνησης.
2. Η συμμετοχή του Κόμματος σε τέτοιες κυβερνήσεις φούντωσε μέσα στο Κόμμα τον οπορτουνισμό, που σήκωσε ανοιχτά κεφάλι μ’ επικεφαλής μέλη της ΚΕ και τον τότε ΓΓ της ΚΕ Γρηγόρη Φαράκο.
3. Ως επακόλουθο των αναλύσεών μας για το τι πραγματικά σήμαινε κρίση του πολιτικού συστήματος (που βεβαίως δεν ταυτίζεται με αδυναμία για ένα διάστημα να εξασφαλίσει σταθερή κυβέρνηση) ήταν η εκτίμηση ότι το σκάνδαλο Κοσκωτά και η διάψευση ελπίδων από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ μπορούσε να οδηγήσει στη μεγάλη αποδυνάμωσή του κι έτσι ν’ απελευθερωθούν οι εργατικές λαϊκές δυνάμεις που ήταν εγκλωβισμένες, να δυναμώσει ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ πολιτικά και κοινοβουλευτικά ή να σχηματιστεί μια νέα αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή σοσιαλδημοκρατία που θα ευνοούσε τη συνεργασία και νέο κυβερνητικό συνασπισμό στο πλαίσιο του αστικού κράτους, στο έδαφος του καπιταλισμού. Να έσπαγε δηλαδή η συσκευασία που έκλεινε μέσα το «καλό» και το «κακό» ΠΑΣΟΚ. Η άποψη για την «καλή» και «κακή» σοσιαλδημοκρατία κυριαρχούσε σε όλο τον 20ό αιώνα, σε πείσμα των πραγματικών εξελίξεων και των χιλιάδων αποδείξεων από την εποχή ακόμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κυρίως από το διάστημα του Μεσοπόλεμου.
4. Η αποδυνάμωση του αστικού πολιτικού συστήματος μπορεί να συντελείται σταδιακά ή και με γρήγορους ρυθμούς ανάλογα με την όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεών του και την αντανάκλασή της στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο και σ’ επίπεδο διακρατικών συμμαχιών. Βέβαια πρόκειται για διαδικασία που επιδρά στις διαθέσεις της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, στην πρόοδο της πολιτικής συνειδητοποίησης, τον απεγκλωβισμό σε κάποια έκταση και βάθος από τη στρατηγική της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και όχι γενικά γιατί υπάρχει δυσαρέσκεια εξαιτίας οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων σε θέματα ηθικής, δημοκρατίας, διαχείρισης απέναντι στα αστικά κόμματα.
Οι εξελίξεις κατά το 2012, συμπεριλαμβανομένων και των εκλογών, προσφέρουν ισχυρή απόδειξη για το γεγονός ότι η κρίση για μεγάλα αστικά κυβερνητικά κόμματα δεν ταυτίζεται με την πραγματική αστική πολιτική κρίση. Ουσιαστική αποδυνάμωση του αστικού πολιτικού συστήματος δεν υπήρξε, όπως προέκυψε και από τις εκλογές του Ιούνη, όπου η παλιά διαχωριστική γραμμή «Δεξιά-αντιΔεξιά» πήρε τη μορφή «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο».
Τα επίσημα κόμματα της αστικής τάξης καταποντίστηκαν -ιδιαίτερα το ΠΑΣΟΚ- κι όμως το αστικό πολιτικό σύστημα, όσο κι αν δεν μπορεί να διαχειρίζεται τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την ίδια ευκολία, όσο κι αν δεν μπορεί να υπηρετείται από μονοκομματικές κυβερνήσεις, έχει σημαντικές εφεδρείες, ανάμεσα στις οποίες δεσπόζουσα θέση κατέχει ο ΣΥΡΙΖΑ.