Ο Α΄ Παγκόσμιος Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Διόλου τυχαία, ο Λένιν επέλεγε να ξεκινά τις αναλύσεις του για τον πόλεμο αυτό παραθέτοντας τη φράση του αστού θεωρητικού της πολεμικής στρατηγικής, Κλαούζεβιτς, σύμφωνα με την οποία «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Και αυτό το έκανε για να τονίσει πως είναι αδύνατη η κατανόηση του χαρακτήρα του πολέμου δίχως την κατανόηση ολόκληρης της ιστορικής εποχής από την οποία προέκυψε.1 Ποια ήταν όμως η «πολιτική» των προηγούμενων χρόνων και ο χαρακτήρας της εποχής από την οποία προέκυψε ο πόλεμος;
Ο καπιταλισμός από τις αρχές του αιώνα είχε εισέλθει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, οπότε ως κυρίαρχα γνωρίσματά του αναδείχτηκαν η εμφάνιση των μονοπωλίων, η συγχώνευση του χρηματιστηριακού και του βιομηχανικού κεφαλαίου, ο αναβαθμισμένος ρόλος της εξαγωγής των κεφαλαίων, η μεγάλη σημασία των διεθνών μονοπωλιακών ομίλων που «μοίραζαν» τον κόσμο και το τέλος του μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στις «μεγάλες δυνάμεις».2
Ωστόσο, αυτό το μοίρασμα του κόσμου δεν ήταν ποτέ οριστικό, αλλά αποτελούσε το μόνιμο διακύβευμα του ανταγωνισμού των μονοπωλίων και των αστικών κρατών, στην εξωτερική πολιτική των οποίων αποκρυσταλλωνόταν η συνισταμένη των επιδιώξεων της κάθε αστικής τάξης. Με αυτήν την έννοια, η συσσώρευση των κεφαλαίων και η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών επέβαλαν την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής, αφού τροποποιούσαν τους συσχετισμούς της οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης ανάμεσα στις αστικές τάξεις και, κατά προέκταση, μεταξύ των αστικών κρατών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα αστικά κράτη, που θεωρούσαν ότι η υπάρχουσα διανομή των σφαιρών επιρροής δεν αντιστοιχούσε πλέον στην οικονομική δύναμη και τα συμφέροντα της αστικής τους τάξης, επιζητούσαν με κάθε μέσο την αναδιανομή τους, δηλαδή ακόμα και με τη στρατιωτική δύναμη και την πολεμική επικράτηση.
Εν προκειμένω, μέσω της αναδιανομής των σφαιρών επιρροής, οι ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις» (Γερμανία και Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία) επιδίωκαν να κατακτήσουν καινούργιες «αγορές» και διά της εξαγωγής εμπορευμάτων και κεφαλαίων να ενισχύσουν τη θέση τους στο διεθνή ανταγωνισμό και να διαφύγουν τις συνέπειες μιας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που θα επέφερε η συγκέντρωση και η στασιμότητα των κεφαλαίων τους. Από την άλλη πλευρά, οι δυνάμεις της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» (Αντάντ: Μ. Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) σκόπευαν να διατηρήσουν τον ευνοϊκό γι’ αυτές συσχετισμό δυνάμεων που τους επέτρεπε να εκμεταλλεύονται ληστρικά αποικίες και καταπιεζόμενα έθνη. Γι’ αυτό, με βάση τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ο Α΄ Παγκόσμιος Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος ήταν άδικος, δηλαδή ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές της σύγκρουσης.
Εξάλλου, η στρατιωτική σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών κέντρων για τις σφαίρες επιρροής όξυνε το σύνολο των υφιστάμενων χαρακτηριστικών του καπιταλισμού, ενισχύοντας την καταστολή της εργατικής τάξης στο εσωτερικό και προκαλώντας τη φρίκη των ιμπεριαλιστικών πολέμων στο εξωτερικό, στη διάρκεια της οποίας βαρύ φόρο αίματος πρόσφερε η εργατική τάξη: «…[Ο ιμπεριαλισμός] δεν είναι ένα καινούργιο στοιχείο, μια απροσδόκητη αλλαγή κατεύθυνσης στο γενικό ιστορικό στάδιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι πολεμικές προετοιμασίες και οι πόλεμοι, οι διεθνείς συγκρούσεις και οι αποικιακές πολιτικές συντροφεύουν το κεφάλαιο από την κούνια του. Είναι η ακραία αύξηση αυτών των στοιχείων, η συγκέντρωση και το γιγάντιο ξέσπασμα αυτών των συγκρούσεων, οι οποίες έφεραν ως αποτέλεσμα αυτήν τη νέα εποχή στην ανάπτυξη της σύγχρονης κοινωνίας. Σε μια αμοιβαία διαλεκτική δράση –την ίδια στιγμή αιτία και αποτέλεσμα της δυναμικής συσσώρευσης του κεφαλαίου και της συνεπαγόμενης όξυνσης και ενίσχυσης της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία στο εσωτερικό και ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη στο εξωτερικό– ο ιμπεριαλισμός εισήλθε στην τελευταία του φάση, το βίαιο χωρισμό του κόσμου από την επίθεση του κεφαλαίου»3.
Ενέργειες βίαιου χωρισμού του κόσμου από την καπιταλιστική επίθεση καταγράφονται στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, δηλαδή πριν τη διεξαγωγή του παγκόσμιου πολέμου. Μια αλυσίδα γεγονότων, διπλωματικών αντιπαραθέσεων, προστριβών και πολεμικών συγκρούσεων των αστικών κρατών προμήνυε την επερχόμενη θύελλα. Ο αμερικανοϊσπανικός πόλεμος (1898-1902), οι πόλεμοι των Μπόερς (1899-1902), ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος (1904-1905), η πρώτη μαροκινή κρίση (1905-1906), η βοσνιακή κρίση (1908-1909), η δεύτερη μαροκινή κρίση (1911) και ο ιταλοτουρκικός πόλεμος αποτέλεσαν κρίκους αυτής της ματωμένης αλυσίδας των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων για το μοίρασμα του κόσμου.
Τελευταία αποτύπωση και των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η οποία μάλιστα μετέφερε το θέατρο των εκτεταμένων πολεμικών συγκρούσεων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, αποτέλεσαν και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Σε αυτήν τη σύγκρουση οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις των «μεγάλων δυνάμεων» διαπλέχτηκαν με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των πιο αδύναμων βαλκανικών αστικών κρατών κι εκφράστηκαν με τη φανερή ή υπόγεια στήριξή τους σε αυτά. Φυσικά, το γεγονός αυτό δεν απέκοπτε τις μεμονωμένες συγκρούσεις από τις ευρύτερες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, αλλά κυρίως δεν τροποποιούσε το χαρακτήρα του πολέμου για κάθε χώρα.
Υπό αυτό το πρίσμα, στις συγκεκριμένες συνθήκες προπαρασκευής της παγκόσμιας ιμπεριαλιστικής σύγκρουσης, οι αστικοί εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι αντικειμενικά συναρθρώθηκαν με τους σκοπούς και τους ανταγωνισμούς των «μεγάλων δυνάμεων». Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε αργότερα ο Λένιν: «Το εθνικό στοιχείο του σερβοαυστριακού πολέμου δεν έχει και δεν μπορεί να έχει καμιά αξιόλογη σημασία για τον πανευρωπαϊκό πόλεμο […] Για τη Σερβία, δηλαδή για το ένα περίπου εκατοστό απ’ όσους συμμετέχουν στο σημερινό πόλεμο, ο πόλεμος είναι η “συνέχιση της πολιτικής” του αστικοαπελευθερωτικού κινήματος. Για τα 99/100 ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής της ιμπεριαλιστικής, δηλαδή της γερασμένης αστικής τάξης»4.
Γι’ αυτό, στο ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων μπορεί κανείς να διακρίνει τη θέληση της ελληνικής, της σερβικής, της ρουμανικής και της βουλγαρικής αστικής τάξης να επιτύχουν την εθνική τους ολοκλήρωση, διευρύνοντας παράλληλα την εσωτερική τους αγορά και αναβαθμίζοντας τη θέση τους στον τοπικό συσχετισμό δύναμης, μέσω της εκμετάλλευσης της οικονομικής δύναμης και του γεωπολιτικού ρόλου που θα τους παρείχε η προσάρτηση εδαφών και καινούργιων πληθυσμών στο αστικό τους κράτος. Χαρακτηριστική ως προς το τελευταίο είναι η σύγκρουση της ελληνικής και της βουλγαρικής αστικής τάξης για τον έλεγχο της Μακεδονίας, η οποία κλιμακώθηκε στη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.5
Η πλειοψηφία της ελληνικής αστικής τάξης αντιμετώπιζε την ένταξη της Μακεδονίας στο αστικό κράτος ως απαραίτητο βήμα για την ενίσχυση της οικονομικής βάσης της εξουσίας της (η Θεσσαλονίκη αποτελούσε σημαντικό εμπορικό λιμάνι, ενώ στην πόλη δραστηριοποιούνταν βιομηχανίες σε κρίσιμους παραγωγικούς κλάδους και ταυτόχρονα αξιόλογη ήταν η αγροτική παραγωγή στα πεδινά της Μακεδονίας), αλλά και ως βάση μιας μελλοντικής επέκτασης των συνόρων προς Ανατολάς6.
Από την άλλη πλευρά, η βουλγαρική αστική τάξη θεωρούσε ότι η κατάληψη της Μακεδονίας, πέραν των οικονομικών προνομίων, θα εξασφάλιζε την πολυπόθητη έξοδό της προς τη θάλασσα κι επομένως την αναβάθμιση του ρόλου της στην περιοχή.
Ωστόσο, οι επιδιώξεις και οι σχεδιασμοί των βαλκανικών αστικών τάξεων όφειλαν να συνυπολογίζουν τις αντιθέσεις των «μεγάλων δυνάμεων» και να διαμορφώνουν αντίστοιχα τις συμμαχίες τους, ιδιαίτερα στο βαθμό που αδυνατούσαν με όρους οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος να τους επιβάλουν μονομερώς. Αξίζει εξάλλου να συνυπολογιστεί ότι οι ενδοϊμπεριαλιστικές διαμάχες για το μέλλον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσαν την προέκταση της διείσδυσης κεφαλαίων που είχαν πραγματοποιήσει οι λεγόμενες «μεγάλες δυνάμεις» τη χρονική περίοδο της «ειρηνικής» καπιταλιστικής ανάπτυξης 1890-1914.7 Ως αποτέλεσμα, η καθεμία από αυτές είχε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή, που αρνούνταν να παραχωρήσει στα βαλκανικά κράτη χωρίς την παροχή γενικότερων ανταλλαγμάτων ή τη στήριξη του κάθε βαλκανικού κράτους στους συνολικότερους σχεδιασμούς της.
Βέβαια, η εξωτερική πολιτική των «μεγάλων δυνάμεων» δεν παρέμενε σταθερή, αλλά καθοριζόταν από τη διελκυστίνδα των ρευστών συμμαχιών και από το πολυπαραγοντικό σύστημα ισορροπιών που αυτές διαμόρφωναν. Παραδείγματος χάρη, ο ιταλοτουρκικός πόλεμος που είχε προηγηθεί (1911-1912)8 αδυνάτιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία είχε αρχίσει να προσεγγίζει τις Κεντρικές Δυνάμεις, αλλά την ίδια στιγμή η αποδυνάμωσή της αποτελούσε φόβητρο για τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, αλλά και τη Γερμανία, γιατί μπορούσε να οδηγήσει σε ενίσχυση της Ρωσίας μέσω της επιρροής που η τελευταία ασκούσε στα σλαβόφωνα κράτη της Βαλκανικής. Παράλληλα η Ρωσία, που αρχικά ευνοούσε τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια συμμάχησε με την Αυστρία και προσπάθησε να περιορίσει τις πολεμικές επιδιώξεις της σερβικής και της βουλγαρικής αστικής τάξης,9 φοβούμενη την αναβάθμιση του ρόλου της Γαλλίας και της Αγγλίας στη Βαλκανική (μέσω των ελληνικών αξιώσεων).
Εντός του συγκεκριμένου πλαισίου των «εύθραυστων» συμμαχιών η ελληνική αστική τάξη επίσης απέβλεπε στην αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα αντέκρουσε τις ιταλικές αξιώσεις στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία προσδοκούσε προοπτικά να ενσωματώσει στην ελληνική επικράτεια κ.ο.κ.