Η στρατηγική σημασία της άρνησης συμμετοχής του ΚΚΕ σε αστική κυβέρνηση (2012-2015)


της Αλέκας Παπαρήγα*

Η συμβολή του ΚΚΕ στην άρνηση στήριξης κυβέρνησης αστικής διαχείρισης την περίοδο 2012-2015 αποτελεί παρακαταθήκη μεγάλης σημασίας, που αναδεικνύει επιτακτικά την ανάγκη να κατανοηθεί ο καθοριστικός ρόλος της επαναστατικής θεωρίας στη διαλεκτική της σχέση με την επαναστατική πράξη –βασική προϋπόθεση για την ολόπλευρη ισχυροποίηση του Κόμματος, την αντοχή κι ετοιμότητά του σε όλες τις συνθήκες.

Στόχος του άρθρου είναι να σημειωθεί η σχέση του στρατηγικού ζητήματος της εξουσίας, δηλαδή της μη συμμετοχής του Κόμματος σε κυβερνήσεις συνεργασίας και σε πολιτικά μέτωπα αστικής διαχείρισης, με τη σχέση θεωρίας και πράξης, στην προκειμένη περίπτωση πολιτικής και οικονομίας. Να αποτελέσει ερέθισμα πιο συστηματικού προβληματισμού για τη σχέση που έχει η μελέτη και δημιουργική αφομοίωση της θεωρίας μας, των επεξεργασιών και μελετών του Κόμματος με το καθήκον της εύστοχης καθημερινής δράσης, της κομματικής οικοδόμησης στην εργατική τάξη, της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και της Κοινωνικής Συμμαχίας. Να κατανοηθεί ο ρόλος της επαναστατικής θεωρίας στην ανάπτυξη της ικανότητας εντοπισμού των υπόγειων διεργασιών και δυσδιάκριτων –προς στιγμή– τάσεων, ώστε το ΚΚΕ με ανανεωμένους, συνεχώς, δεσμούς με την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες να έχει την ετοιμότητα σε στροφές και καμπές να πηγαίνει πιο μπροστά από αυτό που συνήθως αναφέρεται ως καθημερινός αγώνας και άμεσο καθήκον επικαιρότητας.

Η πορεία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ΔΚΚ), η ίδια η σοσιαλιστική οικοδόμηση απέδειξε ότι λάθη θεωρητικού, ιδεολογικού χαρακτήρα, θεωρητικά και ιδεολογικά κενά, δυσκολίες γενίκευσης κι έγκαιρης κριτικής εξέτασης της πείρας από τη σκοπιά των επιβεβαιωμένων αρχών του επιστημονικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού οδήγησαν σε ιδεολογικές παρεκκλίσεις θεμελιακού χαρακτήρα και τελικά στην ανακοπή και ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στην κρίση και τον εκφυλισμό κομμουνιστικών κομμάτων, και εκείνων που είχαν μεγάλες και σημαντικές αγωνιστικές ταξικές παραδόσεις.

Οι παραπάνω εξελίξεις, όσο κι αν εξηγούνται από το γεγονός ότι επρόκειτο για την πρώτη απόπειρα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, χωρίς προηγούμενη σχετική πείρα, δεν ήταν αναπόφευκτες.

Η πείρα από την κυριαρχία του οπορτουνισμού και του εκφυλισμού στο μεγαλύτερο μέρος του ΔΚΚ, το αποκορύφωμα της αντεπανάστασης, μπορεί και πρέπει σήμερα να γίνει πολύτιμο εφόδιο για την ολόπλευρη ισχυροποίηση του Κόμματος, την εκπλήρωση των επαναστατικών του καθηκόντων.

 

Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ 2012-2015

Είναι γνωστό ότι η ΚΕ μετά από τις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του 2014 (τοπικές και ευρωεκλογές) και τις εθνικές εκλογές του 2015 οργάνωσε συζήτηση απολογισμού σε όλο το Κόμμα με βάση το Καταστατικό. Τελικά διαμόρφωσε τις εκτιμήσεις της για τις αναμετρήσεις για το αστικό κοινοβούλιο και για το δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε στα δύο συνέδρια που ακολούθησαν, το 19ο το 2013 και το 20ό το 2017, ενώ την περίοδο που γράφεται το συγκεκριμένο άρθρο βρίσκεται σε πορεία τελικής εκτίμησης ο απολογισμός δράσης μας για τα αποτελέσματα των εκλογών του Μάη και Ιούλη του 2019, τοπικών και ευρωεκλογών, εθνικών αντίστοιχα.

Παρόλ’ αυτά, αξίζει να «ρίξουμε» μια ακόμη ματιά στην περίοδο ιδιαίτερα του Μάη-Ιούνη του 2012, του Γενάρη του 2015 και του δημοψηφίσματος τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς.1 Η σημασία της πολιτικής γραμμής και στάσης του ΚΚΕ, τα τότε συμπεράσματα διατηρούν την επικαιρότητα και την αξία τους, συνιστούν πολύτιμη παρακαταθήκη, στον κορμό της οποίας βρίσκεται η σημασία που έχει ο ρόλος της επαναστατικής θεωρίας στην πολιτική πράξη και στάση του Κόμματος καθημερινά, σε καμπές και απότομες στροφές.

Η ιδιαιτερότητα των εκλογών του 2012 αφορούσε το γεγονός ότι τέθηκε για πρώτη φορά άμεσα το αίτημα, που αντιπροσώπευε πλατιές λαϊκές μάζες, ακόμα και μέρος των ψηφοφόρων του Κόμματος, για την ανάγκη το ΚΚΕ να στηρίξει ή και να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Το Γενάρη του 2015 το ζήτημα της συμμετοχής του ΚΚΕ σε κυβέρνηση συνεργασίας δε βγήκε στην επιφάνεια, ωστόσο από ένα σημαντικό τμήμα των λαϊκών μαζών αμφισβητήθηκε η θέση του, που προειδοποιούσε για το ποια θα ήταν η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ήταν βέβαια καθόλου παράξενο το γεγονός ότι, την ίδια στιγμή, δεν εκφράστηκαν αμφισβητήσεις και διαμαρτυρίες για την προαποφασισμένη επιλογή του 
ΣΥΡΙΖΑ να «κλείσει» συμφωνία με το ακροδεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ.

Η πίεση προς το ΚΚΕ επανήλθε δριμύτερη τη βδομάδα που μεσολάβησε από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος ως την πραγματοποίησή του στις 5 Ιούλη 2015, καθώς το ΟΧΙ που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, στο προτεινόμενο πρόγραμμα συμφωνίας του πρόεδρου της Κομισιόν Γιούνκερ, θεωρήθηκε ο κρίκος για την απόκρουση ενός νέου και χειρότερου τρίτου μνημονίου, που ως γνωστό δεν αποφεύχθηκε μετά από το σκηνοθετημένο «αντάρτικο» του ΣΥΡΙΖΑ στην ειδική σύνοδο της Κομισιόν. Σημαντικές λαϊκές μάζες, καταπονημένες από τα δύο μνημόνια, με αναπτερωμένη την ελπίδα από τη δήθεν αγωνιστική διαπραγμάτευση της κυβέρνησης, δε συμφωνούσαν με τη θέση του ΚΚΕ για λευκή ή άκυρη ψήφο. Το ΚΚΕ συνέδεσε το «λευκό» και «άκυρο» ως καταδίκη τόσο του παραπλανητικού ΟΧΙ που πρόβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΝΑΙ που στήριζαν τα άλλα αστικά κόμματα με επικεφαλής τη ΝΔ, δηλαδή αποδοχή του προγράμματος για τη διέξοδο από την κρίση υπέρ του κεφαλαίου, που εκτός από την Κομισιόν στήριζε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Για το ΚΚΕ η πολιτική εκλογική αναμέτρηση για το αστικό κοινοβούλιο και τη διακυβέρνηση είναι μια σημαντική μορφή πάλης στις συνθήκες του καπιταλισμού. Αποτελεί σε κάθε φάση ένα «μετρητή» της πολιτικής ωρίμανσης του εργατικού κινήματος, των κοινωνικών του συμμαχιών, αλλά και της δικής του ικανότητας-δυνατότητας να ανταπεξέρχεται –όσο βεβαίως εξαρτάται από το ίδιο στη συγκεκριμένη κάθε φορά κατάσταση– στη βελτίωση του συσχετισμού δυνάμεων, ώστε να δίνει από καλύτερες θέσεις ώθηση στην ταξική πάλη, στον αγώνα που κατευθύνεται στην εργατική εξουσία.

Οι εκλογές του Μάη και του Ιούνη του 2012 είχαν ως ιδιαίτερο στοιχείο την εμφάνιση ρωγμών στη δυνατότητα εναλλαγής μονοκομματικών κυβερνήσεων, και μιας ορισμένης απειλής στη συγκεκριμένη στιγμή –μεσούσης της οξυμένης οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης– στη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος εξαιτίας της μαζικής καταδίκης της ΝΔ και ακόμα περισσότερο του ΠΑΣΟΚ (τα βασικά του δηλαδή στηρίγματα) από εκατομμύρια ψηφοφόρους, με το ξαφνικό επίσης πέταγμα του Συνασπισμού της Αριστεράς (μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ) στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στις ευρωεκλογές του 2014 πέρασε στην πρώτη θέση, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση λίγο αργότερα, το Γενάρη του 2015. Στο δημοψήφισμα του 2015, κόντρα στις επίσημες προβλέψεις των άλλων αστικών κομμάτων, ανέδειξε ότι ακόμα περισσότεροι ψηφοφόροι είδαν στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ του ΟΧΙ την ευκαιρία αποτροπής τρίτου μνημονίου.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ2 πήρε τη διερευνητική εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης στις 9 Μάη 2012, απευθύνθηκε στο ΚΚΕ για συνεργασία εκλογική και μετεκλογική, οπότε, εκ των πραγμάτων, μπήκε στην ημερήσια διάταξη η από θέση στρατηγικής και αρχών άρνηση του Κόμματος. Είναι βέβαια θέμα κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε πραγματικά συνεργασία με το ΚΚΕ, γνωρίζοντας εκ των προτέρων την άρνησή του και τις γενικότερες θέσεις του. Γνώριζε επίσης ότι το Κόμμα είχε ήδη προχωρήσει στην αυτοκριτική του για τη συμμετοχή το 1989-1990 ακόμα και σε κυβερνήσεις «υπηρεσιακού» χαρακτήρα ως την προκήρυξη νέων εκλογών, ώστε να μην παραγραφεί το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο είχε αναδειχτεί σε πρώτο πολιτικό πρόβλημα στη διελκυστίνδα ανταγωνισμού για τη διακυβέρνηση ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Ήταν επίσης σαφής και η εναντίωσή του στη συμμετοχή ευρωπαϊκών ΚΚ σε κυβερνήσεις συνεργασίας, στη Γαλλία, Ιταλία μεταπολεμικά στις 10ετίες ’80 και ’90 κλπ.

Ο κύριος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να εκθέσει τη στρατηγική του ΚΚΕ στα «μάτια» του λαού και να ενισχύσει την αντίληψη ότι μέσω των κοινοβουλευτικών διαδικασιών επέρχονται ανατροπές και ρήξεις. Δεν επιδίωκε συνεργασία ούτε με το ΠΑΣΟΚ, αφού ήξερε ότι, πέρα από τον αυθόρμητο χαρακτήρα μετακίνησης ψηφοφόρων του προς το ΣΥΡΙΖΑ το Μάη του 2012, υπήρχε και οργανωμένη μετακίνηση προς αυτόν, με πρωτοβουλία ενός σημαντικού τμήματος των ηγετικών στελεχών του. Εκκολαπτόταν από τότε η επιλογή να αποκτήσει το «στέμμα» της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα στη θέση του καταβαραθρωμένου ΠΑΣΟΚ, ως «νέος» παίκτης στο αστικό διπολικό σύστημα. Μετά από τις εκλογές του Γενάρη του 2015 και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, δεν επιδίωξε καν να ανιχνεύσει συνεργασία με νέα αναχώματα όπως το ΠΟΤΑΜΙ, ζήτημα για το οποίο ο πρόεδρός του Σταύρος Θεοδωράκης παραπονιόταν τα επόμενα χρόνια, αναρωτώμενος μάλιστα γιατί ο 
ΣΥΡΙΖΑ έδωσε προτίμηση προς τους ΑΝΕΛ και τον κ. Καμμένο.

Η παραπέρα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 ως σήμερα πρόσθεσε σημαντικό υλικό, που επιβεβαιώνει κάτι που το 2012 διαφαινόταν αμυδρά. Ότι δηλαδή στο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεχωρίσει ένας αριθμός στελεχών που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό κι εργαστεί επαγγελματικά σε κράτη-μέλη της ΕΕ και στις ΗΠΑ, τα οποία βρίσκονταν σε επικοινωνία με οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων, οι οποίοι προβληματίζονταν για την κρίση που περνούσε η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, πολύ πριν εκδηλωθεί αυτή στην Ελλάδα. Το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο των στελεχών αυτών ήταν –προ πολλού– διαμορφωμένο με την αποδοχή του «ευρωκομουνισμού» και τους αναθεωρητές του μαρξισμού. Ήταν ενήμεροι για τους προβληματισμούς στους αστικούς κύκλους πολλών ευρωπαϊκών κρατών για την αναγκαιότητα ανασύνταξης του αστικού πολιτικού συστήματος, κάτω και από το βάρος των συνεπειών της κρίσης που εκδηλώθηκε συγχρονισμένα τελικά σε μια σειρά καπιταλιστικά κράτη. Αισθάνονταν ότι είχαν απελευθερωθεί πλήρως από το παρελθόν τους ως στελέχη του ΚΚΕ, ακόμα και της αυτοπροσδιοριζόμενης ως «ανανεωτικής Αριστεράς».

Το ΚΚΕ ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τις πιέσεις και την τακτική της αστικής τάξης απέναντί του, να τοποθετηθεί καθαρά απέναντι στην αντίληψη που είχε, ήδη, απορρίψει από το 1991, δηλαδή για «μεταβατικό» πολιτικό πρόγραμμα και «μεταβατική» κυβέρνηση στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ως σύγχρονη εκδοχή της μηδέποτε επιβεβαιωμένης θέσης για ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και την εργατική. Είχε μελετήσει και καταλήξει σε κριτικά συμπεράσματα σχετικά με τη θέση που επικράτησε στο ΔΚΚ, ως δεξιά παρέκκλιση από τη λενινιστική επεξεργασία της κομμουνιστικής στρατηγικής λίγους μήνες πριν την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, με τις Θέσεις του Απρίλη. Αυτό βεβαίως δε σήμαινε ότι ήταν απαλλαγμένο από αδυναμίες να πείσει λαϊκές μάζες με τις οποίες είχε επικοινωνία στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.

Τον Ιούνη του 2012, το Κόμμα έχασε σχεδόν τη μισή του εκλογική δύναμη σε σχέση με αυτήν που είχε ένα μήνα πριν, δηλαδή το Μάη του ίδιου χρόνου. Οι απώλειες αποτέλεσαν σοβαρό παράγοντα νέων δυσκολιών στην προσπάθειά του για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και ενώ είχαν περάσει δύο κύματα μέτρων που ξήλωναν κατακτήσεις που είχαν αποσπαστεί για την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, δεκαετίες πριν.

Στις εκλογές του Γενάρη του 2015 και στη συνέχεια του Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς η εκλογική δύναμη του Κόμματος παρέμεινε επίσης σε χαμηλά επίπεδα, οπωσδήποτε όμως ανακόπηκε η πορεία περαιτέρω εκλογικής συρρίκνωσης, επήλθε σταθεροποίηση, οι όποιες απώλειες συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερο βαθμό και αντισταθμίστηκαν, σε κάποιο βαθμό, με την προσέλκυση νέων δυνάμεων.3

Το εκλογικό αποτέλεσμα του ΚΚΕ τον Ιούνη του 2012 σημαδεύτηκε από την απώλεια σχεδόν 300.000 ψήφων. Προκάλεσε σοκ σε κομμουνιστές, κομμουνίστριες, συναγωνιστές, συναγωνίστριες. Γεννήθηκαν ερωτήματα όπως: Γιατί σε συνθήκες εξέλιξης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, επιδείνωσης της ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ενώ εκατομμύρια ψηφοφόροι εγκατέλειψαν τα παραδοσιακά αστικά κόμματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δε στράφηκαν μαζικά και προς το ΚΚΕ που από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσης της κρίσης πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη αγωνιστικών κινητοποιήσεων και μάλιστα με μαζικό χαρακτήρα; Εκτιμούσαν ότι επιβραβεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ που ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης με «αντιμνημονιακό» πρόγραμμα.

Η τεκμηριωμένη άρνηση από το ΚΚΕ για κυβερνητική συνεργασία ή στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ και γενικά κυβέρνησης στο πλαίσιο του καπιταλισμού αποτέλεσε και αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη συνέπειας απέναντι στα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού, ενίσχυσης της δυναμικής της στρατηγικής του. Βρισκόταν σε απόλυτη αρμονία με την κριτική αποτίμηση της ιστορικής πείρας του ΔΚΚ, αλλά και των πρόσφατων σχετικά χρόνων, π.χ. στην Κύπρο, τη Βενεζουέλα. Παρακαταθήκη αποτέλεσε και η άρνηση του Κόμματος να δώσει πίστωση χρόνου στο ΣΥΡΙΖΑ, όπως πιεζόταν να κάνει από μεγάλες λαϊκές μάζες, το Γενάρη του 2015. Δικαιώθηκε, επίσης, η τολμηρή για πολλούς θέση να καλέσει σε άκυρο και λευκό στο παραπλανητικό δημοψήφισμα της ίδιας χρονιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένα ΚΚ ασχολήθηκαν με την επιλογή αυτή, προβληματίστηκαν θετικά από τη στάση του Κόμματος, εκδηλώθηκαν και κάποιες θετικές διεργασίες σε ορισμένα από αυτά. Σχετικά πρόσφατα προστέθηκαν και άλλες αποδείξεις για το τι σημαίνει και μόνο στήριξη και ανοχή του ΚΚ σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, π.χ., στην Πορτογαλία.

Το Κόμμα δεν περιορίστηκε στην εξήγηση των απωλειών του μόνο από τις αντικειμενικές εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες, ταυτόχρονα ανέδειξε τις δικές του υποκειμενικές ευθύνες που αποτυπώθηκαν στο εκλογικό αποτέλεσμα.

Στην Εισήγηση της ΚΕ στο 19ο Συνέδριο (11-14.4.2013) αναφερόταν: «Αν και έχουμε σοβαρή εμπειρία στην ιδεολογική, πολιτική και μαζική διαπάλη, ωστόσο δεν παλέψαμε όσο έπρεπε εδώ και χρόνια τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που υπήρχαν σε φίλους και οπαδούς του Κόμματος, ακόμα και σε ένα μέρος των μελών του Κόμματος που δεν έχουν μακρόχρονη πείρα και απαιτούμενη ιδεολογικοπολιτική θωράκιση. Η διαπαιδαγωγική του δουλειά μέσα στο Κόμμα δεν προσαρμόστηκε στις αυξημένες ανάγκες να ξεπεραστούν κοινοβουλευτικές αυταπάτες, όχι μόνο με ειδική ιδεολογική δουλειά και συζήτηση, αλλά και με το γεγονός ότι η καθοδηγητική δουλειά, ο σχεδιασμός και κυρίως τα κριτήρια για το τι σημαίνει ισχυρό ΚΚΕ δεν ενδυναμώθηκαν, δεν προσδιόριζαν τον έλεγχο απόδοσης και εκτίμησης των αποτελεσμάτων. Λόγου χάρη, το βασικό κριτήριο του προσανατολισμού στη δουλειά στην εργατική τάξη και το κίνημά της, στην κομματική οικοδόμηση στους χώρους δουλειάς και κλάδους, στους όρους και προϋποθέσεις να προωθείται η κομματική οικοδόμηση, στην ικανότητα εξειδίκευσης της στρατηγικής και τον εμπλουτισμό της με τη συλλογική πείρα της ταξικής πάλης.»4

Αν είχε προηγηθεί και κυρίως ενσωματωθεί στην καθημερινή μας δράση η παραπάνω κατεύθυνση, θα υπήρχε οπωσδήποτε μεγαλύτερη ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία των ψηφοφόρων του Κόμματος. Δε θα ήταν δυνατόν να αναχαιτιστεί πλήρως το ρεύμα προς το ΣΥΡΙΖΑ ή η αποχή ψηφοφόρων του ΚΚΕ, σίγουρα όμως οι απώλειες θα ήταν μικρότερες, άρα και μεγαλύτερη η ετοιμότητα του Κόμματος στις νέες σχετικά συνθήκες που δημιουργήθηκαν.

Βεβαίως εκλογικές απώλειες είχε το ΚΚΕ και στις εκλογές του 1993, όπου απέσπασε 313.001 ψήφους, σε σύγκριση με προηγούμενες εκλογικές μάχες του 1985 όπου πήρε 629.515 ψήφους και του 1981 που πήρε 620.302 ψήφους, του 1977 που πήρε 480.272.5

Οι αλληλοεπιδρώμενες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες δεν ήταν ακριβώς πανομοιότυπες μεταξύ τους.

Η νίκη της αντεπανάστασης στα τέλη της 10ετίας του ’80 βρήκε το ΚΚΕ με κλονισμένη την ιδεολογικοπολιτική ενότητά του, με επιπτώσεις και στην ΚΝΕ, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα βαθιάς κρίσης, που απειλούσε την ίδια τη συνέχιση της αυτοτελούς δράσης και ύπαρξής του, σε συνθήκες όπου στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα επικρατούσαν φαινόμενα κρίσης κι εκφυλισμού.6

Ακόμα και τότε το Κόμμα δεν περιορίστηκε να αποδώσει τα εκλογικά και γενικότερα τα πολιτικά αποτελέσματα σε βάρος του στις διεθνείς εξελίξεις, μόνο στους δυσμενείς εξωτερικούς παράγοντες. Αντίθετα, εκτίμησε ότι η νίκη της αντεπανάστασης και ο αιφνιδιασμός που προκάλεσε θα είχε τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις στο ίδιο το ΚΚΕ αν δεν υπήρχε αλληλεπίδραση με τους δικούς του εσωτερικούς παράγοντες, που αφορούσαν την προγραμματική του αντίληψη και τις πολιτικές του επιλογές που έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη συγκροτημένης οπορτουνιστικής αντίληψης μέσα στην ίδια την ΚΕ και το ΠΓ και στη συνέχεια σε όλο το Κόμμα. Το έδαφος αφορούσε τη λαθεμένη, περί των δύο σταδίων, προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ που επεξεργάστηκε το 10ο Συνέδριό του το 1978 ως συνέχεια του 9ου Συνεδρίου του 1973, αντίληψη βεβαίως που ήταν κυρίαρχη στο ΔΚΚ, που όμως δεν αναιρούσε τη δική του ευθύνη ως προς την αποδοχή της και την προσαρμογή της στην Ελλάδα. Στη Διακήρυξη για τα 100 χρόνια δράσης του ΚΚΕ αναφέρονται πιο συγκεκριμένα οι επιπτώσεις στην ιδεολογική και πολιτική δράση του Κόμματος, που βεβαίως δεν αναιρούν ταυτόχρονα την πρωτοπόρα δράση των μελών και φίλων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στο εργατικό, το λαϊκό, το φοιτητικό-σπουδαστικό, μαθητικό και γυναικείο κίνημα, και μάλιστα στην ανάπτυξη αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού των κινημάτων αυτών σε συνθήκες βέβαια ορισμένων ηττών του διεθνούς ιμπεριαλισμού, κυρίως των ΗΠΑ (π.χ. στο Βιετνάμ).

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η γενικότερη προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ για τα στάδια και τις αντίστοιχες συμμαχίες οδήγησε τελικά στην επιλογή συγκρότησης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», που «διολίσθησε» σταδιακά σε έναν τρόπο λειτουργίας ενιαίου κόμματος. Η κατάσταση αυτή έδωσε τη δυνατότητα να ισχυροποιηθεί η επίθεση της αστικής τάξης για τη διάλυση του ΚΚΕ, που είχε σχεδιαστεί από τις συμμαχικές δυνάμεις στο Συνασπισμό σε σύμπραξη με ηγετικά και άλλα στελέχη του Κόμματος.

Βεβαίως, από το Φλεβάρη του 1991 το ΚΚΕ, έχοντας αντισταθεί στις πιέσεις των αστικών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων στα όργανα του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», έχοντας απαλλαγεί από το οργανωμένο οπορτουνιστικό ρεύμα που είχε αναπτυχθεί στην ΚΕ και το ΠΓ, είχε ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια για την αποκατάσταση του επαναστατικού του χαρακτήρα, τη μελέτη των αιτιών, ιδιαίτερα των εσωτερικών, που οδήγησαν στη νίκη της αντεπανάστασης. Ανακοίνωσε δημόσια την ετοιμότητά του να εκτιμήσει όχι μόνο την περίοδο της «Περεστρόικα», αλλά όλης της πορείας του ΔΚΚ και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης από τις πρώτες 10ετίες του 20ού αιώνα. Είχε επίσης επίγνωση ότι οι συνέπειες της αντεπανάστασης δε θα ήταν εφήμερες, αλλά μακροπρόθεσμες, πράγμα που το ζούμε και σήμερα, στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Εκτίμησε ταυτόχρονα, σωστά, ότι αποφασιστικό ρόλο στην επιβίωσή του το 1991 είχε διαδραματίσει η μακρόχρονη ιστορική πορεία του, παρά τα προγραμματικά λάθη και ορισμένες επιλογές και συγκεκριμένα:

Ποτέ δε φοβήθηκε, δεν απέφυγε από δειλία και ιδιοτέλεια οποιαδήποτε αναμέτρηση και σύγκρουση με την αστική τάξη και τα ηγετικά καπιταλιστικά κράτη, όπως την Αγγλία και τις ΗΠΑ που είχαν άμεση εσωτερική παρέμβαση στο τσάκισμα του κινήματος. Αποδείχτηκαν ασπίδα, ως αντισώματα, ο πρωτοπόρος ρόλος του στο εργατικό κίνημα του Μεσοπολέμου, στην τριπλή Κατοχή το 1941-1944, το Δεκέμβρη του ’44, στον τρίχρονο ένοπλο ταξικό αγώνα ’46-’49, ο ρόλος των κομμουνιστών που δρούσαν μέσα στην ΕΔΑ στους εργατικούς, λαϊκούς, νεολαιίστικους αγώνες της 10ετίας του ’60, ο ρόλος του στον αντιδικτατορικό αγώνα και μετά από το 1974.

Όμως το ηρωικό παρελθόν και παρόν δεν αρκούσαν και δεν αρκούν στις συνθήκες της αντεπανάστασης. Το κύριο και βασικό ήταν η αποκατάσταση του επαναστατικού του χαρακτήρα, που απαιτούσε χρόνο, συλλογικότητα, δημιουργική αφομοίωση από το κομματικό δυναμικό, τους φίλους και οπαδούς, ζήτημα που δεν ήταν δυνατό να λυθεί και να αντιστρέψει την κατάσταση το 1993, και μάλιστα σε περίοδο εθνικών εκλογών με την κυριαρχία του γνωστού πάγιου διλήμματος Δεξιά-Αντιδεξιά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ούτε ο οπορτουνιστικός «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου», που εμφανιζόταν δικαιωμένος απέναντι στην αντισοσιαλιστική αντικομμουνιστική προπαγάνδα του, δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση.

Το 2012 όμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς ίδια, με εξαίρεση τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της αντεπανάστασης και της κυριαρχίας του οπορτουνισμού στη μεγάλη πλειοψηφία των ΚΚ, που οδήγησε στην πλήρη μετάλλαξή τους, στην αυτοδιάλυση και περιθωριοποίησή τους, τη σοσιαλδημοκρατικοποίησή τους.

Το 2012 το ΚΚΕ είχε αλλάξει το Πρόγραμμά του, βρισκόταν μάλιστα πολύ κοντά στο 19ο Συνέδριό του προκειμένου να επεξεργαστεί νέο Πρόγραμμα απαλλαγμένο πλήρως από ατέλειες ή επιδράσεις που επιβίωναν ακόμα στη 10ετία του ’90. Είχε ήδη επεξεργαστεί τα βασικά συμπεράσματα για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, επίσης τη μελέτη της ιστορίας του και του ρόλου του στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της περιόδου 1949-1968. Είχε συστηματικά εκπονήσει μια σειρά μελέτες για την εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού, του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Είχε αναπτύξει πιο δυναμικό ρόλο στην οργάνωση αγώνων κατά των μνημονίων.

Εκτός από τους υποκειμενικούς παράγοντες που ήδη θίχτηκαν με σχετικά αποσπάσματα από το 19ο Συνέδριο, που οδήγησαν το Κόμμα να μην καταφέρει να πείσει ψηφοφόρους του, με αποτέλεσμα να εκτεθεί την περίοδο του Μάη-Ιούνη του 2012 σε μεγάλη πίεση, δεν πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί η δράση των οπορτουνιστικών θυλάκων και κοινωνικοπολιτικών παραγόντων στην ελληνική κοινωνία, στον περίγυρό του, που επέδρασαν ακόμα και στον πιο στενό εκλογικό και πολιτικό περίγυρό μας. Στον κλοιό της πίεσης πήραν μέρος δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονταν ως αριστερές αντιεξουσιαστικές και αντισυστημικές δυνάμεις, ενώ σε μια αρχική φάση έδειξαν προθυμία στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές, αν και δεν είχαν κοινοβουλευτική δύναμη, ενδεχομένως απέβλεπαν σε αξιοποίηση συνεργασίας και συμμετοχής σε κάποιους αστικούς θεσμούς ως μέσο επιρροής για τη μελλοντική είσοδό τους στο αστικό κοινοβούλιο.

Οι σύγχρονοι, δηλαδή μετά από τη νίκη της αντεπανάστασης «αριστεροί» και «δεξιοί» οπορτουνιστές κατά κανόνα τεκμηριώνουν την επιλογή συμμετοχής στη διαχείριση των αντιθέσεων και αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος ως ρεαλιστική επιλογή υπέρ του λαού με το επιχείρημα της δυσμενούς αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων.

Ταυτόχρονα δείχνουν μεγάλη προθυμία να εξιδανικεύουν την αγανάκτηση και διαμαρτυρία του λαού, ενώ θεωρούν κορυφαίες μορφές πάλης - κρίκο για θετική στροφή στην κυρίαρχη πολιτική «εξεγέρσεις» τύπου πλατειών, ή και το ίδιο το δημοψήφισμα που το θεώρησαν και το θεωρούν ως μια κορυφαία λαϊκή έξαρση κινητοποίησης, που κατά τη γνώμη τους δεν αξιοποίησε το ΚΚΕ, είτε ως παράγοντα πίεσης στο ΣΥΡΙΖΑ είτε ως όπλο για αλλαγή συσχετισμού υπέρ των αγωνιστικών αντιμνημονιακών, «αντισυστημικών», «αντινεοφιλελεύθερων», όπως λένε, δυνάμεων και της συνεργασίας τους με το ΚΚΕ.

Προβαλλόταν και προβάλλεται και σήμερα η αντίληψη ότι είναι δυνατόν η πολιτική συμμαχία «προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων» –στις συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων– να συμβάλει στη διαμόρφωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με κάποιο αριστερό, γενικά εναλλακτικό πρόσημο απέναντι στις μέχρι σήμερα αστικές κυβερνήσεις. Θεωρούν απολύτως επιβεβλημένη υποχρέωση του ΚΚΕ (με την προσδοκία πάντα μετάλλαξης μέσω της συνεργασίας που απαιτεί ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις) να συμμετέχει ενεργά σε ένα «μετωπικό» σχήμα συνεργασίας. Ο οπορτουνισμός από τη φύση του έχει πολύ μεγάλη ευκολία στη μετάλλαξη, από την πίστη στις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται πολέμιός του, παραμένει όμως σε ισχύ στην αντίληψή του η δυνατότητα μεταβατικής κυβέρνησης που θα αλλάξει δήθεν το χαρακτήρα του αστικού κράτους, θα «προσπεράσει» τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας και θα γίνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Βεβαίως, οι διάφοροι περιώνυμοι αντικαπιταλιστές, αντινεοφιλελεύθεροι δηλωμένοι οπορτουνιστές όταν αναφέρονται στο σοσιαλισμό περιγράφουν ένα δήθεν ανθρώπινο καπιταλισμό. Γι’ αυτό και όταν συνδέουν την αντικαπιταλιστική δράση με το σοσιαλισμό φροντίζουν να ξεκαθαρίζουν ότι ο σοσιαλισμός τους δεν έχει καμία σχέση με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση που γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα, την οποία απορρίπτουν χωρίς να κάνουν αντικειμενική κριτική από θέση αρχών, αλλά επιτιθέμενοι στις γενικές αρχές της, το χαρακτήρα της εργατικής εξουσίας.

Ο όρος ανατροπή δεν έχει καμία σχέση με το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, το τσάκισμα του αστικού κράτους, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την εργατική εξουσία και τον πανεθνικό σχεδιασμό ως κοινωνική σχέση.

Αν τέτοιες ιδέες πριν δύο αιώνες μπορούσαν να αποκληθούν ως μια καλών προθέσεων ουτοπία, σήμερα συνιστούν συνειδητή προπαγάνδα περί της δήθεν αιωνιότητας του καπιταλιστικού συστήματος, και μάλιστα με κυρίαρχη εκδοχή την αυτοεξέλιξή του σε ένα «ανθρώπινο» σύστημα.

Οι παραπάνω απόψεις δεν περιορίστηκαν μόνο στην περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια αναπνοή από το πέρασμα στη διακυβέρνηση, αλλά συνεχίστηκαν και σε όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας, κάνοντας βεβαίως ορισμένες αναπροσαρμογές απολύτως συμβατές με το δεξιό και «αριστερό» οπορτουνισμό.

Αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την προσχώρηση κι ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική πολιτική διαχείρισης της κρίσης σε βάρος των εργαζόμενων, την πλήρη ενσωμάτωσή του στους ιμπεριαλιστικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς στην ευρύτερη περιοχή, στην ανάδειξη της Ελλάδας σε βασικό ιμπεριαλιστικό ορμητήριο. Απέδωσαν και αποδίδουν στο 
ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση το «αμάρτημα» της συνθηκολόγησης και της εγκατάλειψης των αρχών του δήθεν ριζοσπαστικού του προγράμματος. Με αυτήν την έννοια επαναφέρουν στην πολιτική επικαιρότητα τη στρατηγική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ ως τις εκλογές του 2015 με ορισμένες επιμέρους τροποποιήσεις.

Το ΚΚΕ, σε αντίθεση με τους «ξαφνιασμένους» οπορτουνιστές από τη μεγάλη εκλογική μείωση της ΝΔ και τον καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ, κατανοούσε ότι το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης, διαμορφωμένο μέσα από ένα πλέγμα υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών, δεν καταδίκαζε την αστική στρατηγική, αλλά τις συνέπειες των μνημονίων στη ζωή τους. Πράγμα που αποδείχτηκε στη συνέχεια με την ανάκαμψη της ΝΔ και την αντικατάσταση-υποκατάσταση της σοσιαλδημοκρατικής αστικής διαχείρισης του ΠΑΣΟΚ από το ΣΥΡΙΖΑ, την προσωρινή ενίσχυση αναχωμάτων.

Το πρόβλημα της διάψευσης των λαϊκών ελπίδων από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν προήλθε από ηθικού χαρακτήρα αμαρτήματα κάποιων ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δε «στραβοπάτησε», δεν αποδείχτηκε «λίγος», αποκαλύφθηκε αυτό που πραγματικά αντιπροσώπευε, η πρόθυμη δύναμη να γίνει το σωσίβιο του αστικού πολιτικού συστήματος, καθώς τα δύο βασικά του στηρίγματα, ΝΔ και 
ΠΑΣΟΚ, δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν σταθερή διακυβέρνηση διαχείρισης της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου. Προχώρησε μάλιστα ακόμα πιο πέρα, καθώς αποδέχτηκε να παίξει το ρόλο του «μεντεσέ» στα σχέδια του ιμπεριαλισμού στην περιοχή.

Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, και μάλιστα με ορίζοντα τετραετίας, σε μια κρίσιμη για το κεφάλαιο περίοδο, ήταν η ευκαιρία που άρπαξε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η ευκαιρία για το λαό να βγάλει τα συμπεράσματά του.

Η μόνη προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται στο γεγονός ότι και ως αντιπολίτευση από το 4% ως το 16% και το 27% και ως κυβέρνηση έδωσε σημαντικό πολιτικό υλικό επιβεβαίωσης πόσο βαθιά λαθεμένη κι επικίνδυνη είναι η αντίληψη περί «μεταβατικής» κυβέρνησης και «μεταβατικού» προγράμματος στο έδαφος του καπιταλισμού. Αποδείχτηκε ότι τέτοιου τύπου επιλογές αποτέλεσαν και αποτελούν τον ανασχετικό και αποτρεπτικό παράγοντα για τη διαμόρφωση αντικαπιταλιστικής αντιμονοπωλιακής συνείδησης, ακόμα και ενός πιο αβαθούς κοινωνικού ριζοσπαστισμού.

Με αυτήν την έννοια βεβαίως δεν έχουν την ίδια ευθύνη φτωχά λαϊκά στρώματα που πίστεψαν το ΣΥΡΙΖΑ, με τους φορείς οπορτουνιστικών αντιλήψεων που μέμφονται το ΣΥΡΙΖΑ για εγκατάλειψη του προγράμματός του. Αυτή η κριτική, ενώ φαίνεται σκληρή απέναντι στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα εξαγνίζει τη στρατηγική του και επί της ουσίας καλεί σήμερα να διαμορφωθεί πολιτική συμμαχία που θα αποδειχτεί ικανή και φερέγγυα να δρα με βάση το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ 
ως το 2015, δηλαδή να αποκατασταθεί η χαμένη τιμή του οπορτουνισμού. Χαρακτηριστική εκδοχή αυτής της αντίληψης αντιπροσωπεύει το ΜΕΡΑ-25 με τις αναγκαίες προσαρμογές, ώστε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι πρόκειται για δύναμη της «ρεαλιστικής» ανατροπής.

Το Κόμμα μας στα συλλογικά του ντοκουμέντα, στην πλούσια αρθρογραφία στο Ριζοσπάστη και στην ΚΟΜΕΠ έχει ασχοληθεί –ακόμα και στις λεπτομερειακές πλευρές– με τις σύγχρονες οπορτουνιστικές, σοσιαλρεφορμιστικές απόψεις, με αναφορά σε συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες, στην παρέμβασή τους σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης.

Οι σύγχρονες οπορτουνιστικές και ρεφορμιστικές απόψεις υπέρ μιας κυβέρνησης-κρίκου για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης και υπέρ μιας δήθεν φιλολαϊκής πολιτικής στο έδαφος του καπιταλισμού ή και υπέρ του σοσιαλισμού ή και αποκλειστικά υπέρ του κομμουνισμού (η παράκαμψη της ατελούς βαθμίδας του σοσιαλισμού είναι επίσης κλασικό δείγμα οπορτουνισμού) δεν έχουν πάρει ακόμα τη μορφή ενός υπολογίσιμου οργανωμένου πολιτικού ρεύματος. Αν και μεταξύ τους υπάρχουν ορισμένες διαφορές, εμφανίζουν ομοιογένεια στο κύριο, δηλαδή στο στρατηγικό ζήτημα εξουσίας και στην επιδίωξη διάχυσης του ΚΚΕ σε ένα μετωπικό σχήμα συνεργασίας.

Ορισμένες τέτοιου τύπου απόψεις αναγνωρίζουν ότι το ΚΚΕ απέδειξε αντοχή, στη χειρότερη περίοδο της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος εξαιτίας των μακρόχρονων συνεπειών της αντεπανάστασης, στην ταξική πάλη. Ότι παρά τις απώλειες που είχε, έπαιξε και παίζει συνεχώς τον πιο αποφασιστικό, πρωτοπόρο –όπως πάντα– ρόλο στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, στην προσπάθεια συγκρότησης της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ξέρουν ότι το ΚΚΕ προέβλεψε τις εξελίξεις των αντιφατικών συνεπειών της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στις διαθέσεις και στη συνείδηση των εργατικών-λαϊκών μαζών, ότι στην κορύφωση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτά και καθαρά προειδοποίησε όλους όσοι τον πίστεψαν και τον στήριξαν.

Η ικανότητα πρόβλεψης που διαθέτει το ΚΚΕ, η σταθερότητα στην πολιτική του γραμμή, η βασανιστική προσπάθεια που κάνει σε κάθε φάση ώστε να προωθείται αγωνιστική γραμμή συσπείρωσης στην οποία μπορεί να πάρουν μέρος ευρύτερες λαϊκές μάζες, προκύπτει από την ίδια τη στρατηγική του και την αδιάλειπτη προσπάθειά του να βρίσκεται εκεί που δουλεύουν και ζουν οι εργατικές-λαϊκές μάζες.

Η μακρόχρονη πείρα του Κόμματος επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα ασυμβίβαστης, μόνιμης διαπάλης με τον οπορτουνισμό, η οποία δεν πρέπει να υποχωρεί ποτέ, καθώς αποτελεί αναπόσπαστο εμπόδιο σε βάρος της αντικαπιταλιστικής αντιμονοπωλιακής πάλης, της πάλης κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ανεξάρτητα αν οι οπορτουνιστικές απόψεις στηρίζονται από ένα σχήμα ή κόμμα ελάχιστης δύναμης κι επιρροής, ο ίδιος ο οπορτουνισμός, με τη μορφή διάχυσης στο εργατικό κίνημα, είναι συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Ο οπορτουνισμός χρησιμοποιείται από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και τους θεσμούς του αστικού κράτους στην επίθεσή τους προς το ΚΚΕ.

 

Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΑΓΩΝΑ ΜΕ ΠΡΟΠΤΙΚΗ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Το πιο σημαντικό συμπέρασμα είναι ότι, παρά τη διαπιστωμένη πρόοδο του Κόμματος, δεν αρκεί η χάραξη κι εμπέδωση στη συνείδηση του κομματικού δυναμικού ότι το ΚΚΕ έχει σωστή πολιτική γραμμή, επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική. Κανένας εφησυχασμός κι επανάπαυση, γιατί η προώθησή της στην πράξη, η ενσωμάτωσή της στην καθοδηγητική δουλειά, στην πρακτική δράση στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, σε συνθήκες μάλιστα μεγάλης υποχώρησής του, απαιτεί βαθιά συνείδηση της διαλεκτικής σχέσης της θεωρίας με την πράξη, στην οποία καθοριστικό κινητήριο ρόλο παίζει η θεωρία, που εκτός των άλλων αναπτύσσει την ικανότητα εξειδίκευσης, πρόβλεψης, γρήγορης προσαρμογής σε καμπές και στροφές του αγώνα.

Χωρίς να αποσπάται το Κόμμα από τις καθημερινές πιεστικές ανάγκες του αγώνα και τα βάσανα του λαού, πρέπει ταυτόχρονα να τραβάει μπροστά με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που ελέγχεται κατά διαστήματα, αναπροσαρμόζεται, βελτιώνεται, με βάση τις εξελίξεις και τον έλεγχο αποτελεσμάτων, χωρίς να διακόπτεται ή να γίνονται εκπτώσεις βασικών, μόνιμων καθηκόντων, τα οποία μάλιστα απαιτούν μεγάλο χρονικό διάστημα για να αφομοιωθούν και να επιδράσουν στην πρακτική δράση, όπως: Το συνεχές ανέβασμα της θεωρητικής, ιδεολογικής, πολιτικής, οργανωτικής στάθμης και ωριμότητας του Κόμματος, η εδραίωση όλων των μορφών της εσωκομματικής μόρφωσης και αυτομόρφωσης, της αυτοτελούς ευθύνης δράσης στη νεολαία, της στήριξης των προσπαθειών της ΚΝΕ.

Στο πρόσφατο, ακόμα, παρελθόν υπάρχουν σημαντικές αποδείξεις που επιβεβαιώνουν τη σημασία του καθοριστικού ρόλου της θεωρίας και της συστηματικής ιδεολογικής δουλειάς στην πιο γρήγορη κατανόηση της φύσης των πολιτικών και οργανωτικών καθηκόντων, στη μεγαλύτερη ικανότητα προώθησής τους, στον αντικειμενικό εντοπισμό γιατί κάποια καθήκοντα δύσκολα κατανοούνται και υλοποιούνται, ώστε να μην αποδίδονται οι αδυναμίες, οι καθυστερήσεις μόνο στους αντικειμενικούς παράγοντες ή να εξηγούνται ως προβλήματα μόνο υποκειμενικού χαρακτήρα.

Από το 1991 και μετά, υπήρξαν σημαντικές αποφάσεις του Κόμματος που εξέφραζαν την εξειδίκευση της στρατηγικής μας από τη σκοπιά της θεωρίας μας, από την πορεία μελέτης της πείρας του κομμουνιστικού κινήματος. Ορισμένες επιλογές που το Κόμμα επεξεργάστηκε έρχονταν σε μια ορισμένη αντίθεση με εδραιωμένες λαθεμένες ή ξεπερασμένες αντιλήψεις και παγιωμένες συνήθειες προηγούμενων και παλιότερων χρόνων.

Επομένως η κατανόησή τους δεν ήταν θέμα συζήτησης μιας απόφασης και μόνο, δεν αρκούσε η συμφωνία, απαιτούσαν θεωρητική και ιδεολογική στήριξη ώστε να αντιμετωπίζονται δισταγμοί, δυσκολίες υλοποίησης σε σύνθετες μάλιστα συνθήκες, να αποφεύγεται –όσο ήταν δυνατόν– η χρονική καθυστέρηση στην εφαρμογή τους, που μειώνει την άμεση δυναμική.

Αξίζει να σημειώσουμε ορισμένες τέτοιες περιπτώσεις που αφορούσαν κεντρικές επιλογές του Κόμματος.

1. Η απόφαση του Κόμματος να στηρίξει τη συγκρότηση του ΠΑΜΕ, 
που βεβαίως δεν είχε καμία σχέση με τις ύπουλες κατηγορίες που αποδόθηκαν ως ίδρυση «Κόκκινης» ΓΣΣΕ ή επιλογή οργανωτικής διάσπασης κλπ. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να κατανοηθεί ο χαρακτήρας του ΠΑΜΕ, που δεν είχε καμία σχέση με παράταξη, εκλογικό μηχανισμό, αλλά με επιδίωξη συσπείρωσης εργατικών σωματείων, ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων για την ανασύνταξη και αντεπίθεση του εργατικού κινήματος, την αντιμετώπιση του εργοδοτικού, φιλοκυβερνητικού, γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, γενικότερα την παρατεταμένη κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος. Χωρίς την ίδρυση του ΠΑΜΕ και ό,τι ακολούθησε με την άνοδο του ρόλου του, το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα θα ήταν ουσιαστικά πλήρως αποδυναμωμένο και περιθωριοποιημένο.

2. Από τις πιο σημαντικές, επίσης, επιλογές ήταν να προχωρήσει παντού η αναδιάταξη των κομματικών δυνάμεων με στόχο την αύξηση των Κομματικών Οργανώσεων κι επαφών με κριτήριο την παραγωγική βάση. Δηλαδή να αναπτυχθεί η κομματική οικοδόμηση στην εργατική τάξη, να αλλάξει ο συσχετισμός ανάμεσα στις εδαφικές ΚΟΒ και τις παραγωγικές-εδαφοπαραγωγικές υπέρ των τελευταίων. Η απόφαση προσέκρουσε και σε υποκειμενικές δυσκολίες κατανόησης, ασκούσε πίεση η αντίληψη της τοπικότητας των προβλημάτων, των δυσκολιών η εδαφική Οργάνωση να αναπροσανατολίσει τη δράση της με κοινωνικοταξικά κριτήρια, ενώ ο εργάτης, ο υπάλληλος, ο μικρομεσαίος επαγγελματίας ή αγρότης δε διαχωρίζεται σε εργαζόμενο και δημότη-πολίτη, ενιαία πρέπει να αντιμετωπίζεται ο ταξικός χαρακτήρας των προβλημάτων, η σημασία της ένταξης στην κοινωνικοταξική διάρθρωση.

Πέρα από τη δυσκολία να απαλλαγούμε από χρόνια κληρονομημένες πρακτικές και συνήθειες περί της τοπικότητας των προβλημάτων ή με τη διατήρηση ξεπερασμένων πια αντιλήψεων περί του «λαϊκού θεσμού της Τοπικής «Αυτοδιοίκησης», υπήρξαν και πρακτικά προβλήματα οπωσδήποτε, που στην πορεία αντιμετωπίζονταν μέσω της συνεργασίας των εδαφικών και των κλαδικών Οργανώσεων, με τη δράση των μελών του Κόμματος ενιαία στον τόπο δουλειάς και στον τόπο κατοικίας. Ήταν και είναι αυτό ζήτημα ιδεολογικό-πολιτικό, που έδειχνε τη δυσκολία κατανόησης ότι η στρατηγική του Κόμματος δεν αφορά θεμελιακά ιδεολογικά, πολιτικά ζητήματα μόνο, αλλά και το χαρακτήρα και τον τρόπο οργάνωσης, καθοδήγησης, τη διάταξη των δυνάμεων, την επεξεργασία των καθηκόντων.

3. Ανάλογη, επίσης, σημασία είχε η απόφαση του Κόμματος να συγκροτήσει ενιαία εκλογική παράταξη στις τοπικές εκλογές, τη «Λαϊκή Συσπείρωση», σε αντίθεση με τη λογική της αντίληψης διαχωρισμού των τοπικών-εδαφικών προβλημάτων από το γενικότερο πολιτικό πρόβλημα και τη στρατηγική του ταξικού αντιπάλου, ελληνικού, ευρωενωσιακού, ΝΑΤΟϊκού.

4. Στρατηγικής σημασίας επίσης ήταν και η στήριξη του Κόμματος σε μια εμβρυώδη μορφή Κοινωνικής Συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα κατώτερα λαϊκά μεσαία στρώματα των επαγγελματιών, βιοτεχνών, εμπόρων, της φτωχής αγροτιάς, που διευρύνονταν με την προσέλκυση της σπουδάζουσας νεολαίας και του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος. Το Πρόγραμμα του Κόμματος του 19ου Συνεδρίου ανέπτυξε την επεξεργασία αυτή υπογραμμίζοντας ότι η Κοινωνική Συμμαχία ως μορφή έκφρασης (δηλαδή της συμμαχίας) με αντικαπιταλιστικούς αντιμονοπωλιακούς στόχους, με την πρωτοπόρα δράση του ΚΚΕ σε μη επαναστατικές συνθήκες, αποτελεί το πρόπλασμα για τη διαμόρφωση του επαναστατικού εργατικού-λαϊκού μετώπου σε επαναστατικές συνθήκες. Αναδείχτηκε και η σχέση, αλλά και η μη ευθύγραμμη συνέχεια και πλήρης ταύτισή τους.7

Η επεξεργασία του Κόμματος για το ζήτημα της Κοινωνικής Συμμαχίας, καθήκον συνδεμένο και αλληλοεπηρεαζόμενο από την πορεία της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, ερχόταν σε αντίθεση με την επικρατούσα, για χρόνια, αντίληψη και πρακτική στο θέμα της πολιτικής των συμμαχιών, όχι μόνο στο Κόμμα μας αλλά και στο ΔΚΚ. Η πολιτική συμμαχιών του ΚΚ βασιζόταν στην από τα πάνω συμφωνία με άλλες πολιτικές δυνάμεις (αριστερές, κεντροαριστερές, σοσιαλδημοκρατικές, δημοκρατικές, προοδευτικές, οικολογικές κλπ.), ακόμα και με αστικές επίσης με κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες, στη βάση ενός κοινού ή μίνιμουμ προγράμματος που συμπεριλάμβανε κοινή εκλογική κάθοδο και ανάληψη κυβερνητικής ευθύνης. Ακόμα και η πιο καραμπινάτη οπορτουνιστική αντίληψη περί πολιτικής συμμαχίας καλυπτόταν με τη θέση ότι πρόκειται για συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων.

Αποδείχτηκε ότι ήταν ένα ζήτημα που απαιτούσε πολύ ειδική προετοιμασία για την κατανόηση ώστε να διευκολύνεται και ο πρακτικός σχεδιασμός.

Το 19ο Συνέδριο (2013) προχώρησε σε πιο ολοκληρωμένη, απαλλαγμένη από επιδράσεις του παρελθόντος, επεξεργασία του ρόλου και του χαρακτήρα της Κοινωνικής Συμμαχίας, που η πείρα δείχνει ότι χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα, ιδεολογική και συνεχής έλεγχος της πείρας για τη βαθύτερη κατανόησή της, τις μορφές που παίρνει στην πορεία των εξελίξεων, τις αναδιατάξεις και αντιθέσεις στο εσωτερικό της.8

Το 20ό Συνέδριο ανέπτυξε παραπέρα τις θέσεις για την Κοινωνική Συμμαχία με βάση τις δυσκολίες κατανόησης, στην πράξη, του χαρακτήρα και της σύνθεσής της.9

Το 20ό Συνέδριο (διανύουμε το μεσοδιάστημα για το 21ο, άρα έχει προστεθεί σημαντική νέα πείρα) διαμόρφωσε ολοκληρωμένο πολιτικό σχέδιο δράσης παίρνοντας υπόψη τη σημασία της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, της ενίσχυσης της Κοινωνικής Συμμαχίας, βασισμένο σε ένα πλέγμα ιδεολογικοπολιτικών και οργανωτικών μέτρων. Το ζήτημα της ανασύνταξης και της Κοινωνικής Συμμαχίας το αντιμετώπισε και το φώτισε ως πρόβλημα καθοδήγησης με ιδιαίτερη αναφορά στο ρόλο των Τομεακών Οργάνων που στην άμεση ευθύνη τους βρίσκεται η καθοδήγηση των ΚΟΒ, χωρίς βεβαίως καθόλου να αναιρείται ή να μειώνεται η πρώτη ευθύνη της ΚΕ, επίσης των βοηθητικών επιτελείων, δηλαδή των Τμημάτων της.

Το ΚΚΕ, πραγματοποιώντας δύο Πανελλαδικές Συνδιασκέψεις για την αυτοτελή του ευθύνη απέναντι στη νεολαία και το κίνημά της και το καθήκον της καθοδηγητικής στήριξης και βοήθειας της ΚΝΕ, μπήκε σε πορεία καταπολέμησης αντιλήψεων και πρακτικών ότι η δράση της νεολαίας ήταν αποκλειστική ευθύνη της ΚΝΕ, αντιπάλεψε τις κυριαρχούσες αστικές και μικροαστικές, οπορτουνιστικές αντιλήψεις ότι η νεολαία συνιστά ιδιαίτερη τάξη ή κοινωνικό στρώμα. Στο Καταστατικό του Κόμματος προσδιόρισε ότι η ΚΝΕ δημιουργήθηκε από το ΚΚΕ και είναι επαναστατική οργάνωση νεολαίας του ΚΚΕ που δέχεται την κοσμοθεωρία του, το μαρξισμό-λενινισμό, το Πρόγραμμα του ΚΚΕ και προωθεί τη στρατηγική του. Η θέση αυτή προσδιορίζει πολύ πιο συγκεκριμένα και ολόπλευρα, σε σύγκριση με το παρελθόν, τη σχέση Κόμματος και ΚΝΕ, που διατηρεί διακριτή οργανωτική δομή και καθοδηγείται ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά σε όλα τα επίπεδα, από το ΚΣ της ΚΝΕ ως την ΟΒ, από τα αντίστοιχα όργανα του Κόμματος.10

Το Κόμμα μας αρκετές φορές χρειάστηκε –και θα χρειάζεται και στην πορεία– να επεξεργάζεται και να αναπροσαρμόζει, να εμβαθύνει ένα πλαίσιο συσπείρωσης εργατικών-λαϊκών μαζών ώστε να προσελκυστούν όσο γινόταν περισσότερες μαζικές οργανώσεις σε μια κοινή διεκδικητική γραμμή πάλης, σε συνδυασμό με την αύξηση του βαθμού οργάνωσης των μαζών και της συμμετοχής τους στην οργάνωση της πάλης. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση ενιαίων κατά κλάδο και περιοχή σωματείων, επίσης σε νέους κλάδους που το κεφάλαιο πραγματοποιούσε σημαντικές επενδύσεις.

Στήριξε μάλιστα νέες μορφές συσπείρωσης, π.χ., στο αγροτικό κίνημα, εκτιμώντας ότι ορισμένες αγροτικές οργανώσεις, ομοσπονδίες ή συσπειρώσεις ως «αγροτικά μπλόκα» πρόβαλαν θετικούς στόχους, π.χ., κατά της ΚΑΠ της ΕΕ, την αντίθεση με συγκεκριμένες επιλογές των κυβερνήσεων και τα αιτήματα των μεγαλοαγροτών καπιταλιστών.

Η παλιότερη αλλά και η πολύ πρόσφατη δράση του Κόμματος ανέδειξε ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα όπως:

– Ο όποιος εκκολαπτόμενος αντιμονοπωλιακός, αντιευρωενωσιακός ριζοσπαστισμός δεν απαλλάσσεται εύκολα από τάσεις και αντιλήψεις επηρεασμένες από την αστική πολιτική διαχείρισης, την έλλειψη βεβαιότητας ή την ύπαρξη αμφιβολίας σε ένα διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης ή το φόβο της αποδέσμευσης από την ΕΕ, όπως και από το ΝΑΤΟ. Ο πρωτοπόρος ρόλος του Κόμματος στη διάδοση της θεωρίας και ιδεολογίας μας, η υλική δηλαδή δύναμη των ιδεών, αποτελεί υπολογίσιμο παράγοντα στην προσπάθειά μας –όσο τουλάχιστον εξαρτάται από τη δική μας δράση– να αντιμετωπίζονται, να περιορίζονται οι παλινδρομήσεις και τα πισωγυρίσματα στη ριζοσπαστικοποίηση συνειδήσεων.

– Οι εργατικές-λαϊκές μάζες θα κατανοήσουν και θα προσχωρήσουν στη γραμμή σύγκρουσης προς την οικονομική και πολιτική εξουσία του κεφαλαίου, στο βαθμό που αποκτούν δική τους πείρα μέσα από τη συμμετοχή τους στην οργάνωση της ταξικής πάλης, στη διαμόρφωση των αιτημάτων και τη γραμμής συσπείρωσης, στον καθορισμό των μορφών πάλης, των τρόπων ενίσχυσης της Κοινωνικής Συμμαχίας. Όμως η πείρα των ίδιων των μαζών δεν μπορεί να φτάσει στο αναγκαίο επίπεδο οργάνωσης και πολιτικοποίησης μόνο και μόνο γιατί οξύνονται τα προβλήματά τους, γιατί αγανακτούν και διαμαρτύρονται, ούτε εξασφαλίζεται η όσο γίνεται στις συνθήκες του καπιταλισμού χειραφέτησή τους με τη συμμετοχή σε αγώνες, σε ένα εργοστάσιο, σε έναν κλάδο, σε τοπικό επίπεδο γύρω από τα άμεσα και οξυμένα προβλήματα, χωρίς τη συνείδηση της σχέσης οικονομίας και πολιτικής, του χαρακτήρα του αστικού κράτους και της αστικής δημοκρατίας, του ρόλου της υπεραξίας, των σχέσεων αλληλεξάρτησης στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος και της ανισομετρίας, το χαρακτήρα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και του ιμπεριαλιστικού πολέμου κλπ.

– Μόνο το ΚΚΕ μπορεί να συμβάλλει στη διαμόρφωση της πολιτικής πείρας των μαζών, να ατσαλώνει τις μαχόμενες μάζες, να εμπνέει αδρανείς και αδρανοποιημένες μάζες, ανάλογα και με τις γενικότερες συνθήκες, να γίνονται ικανές να δρουν με σταθερότητα, όλο και σχετικά λιγότερο εκτεθειμένες στην πίεση του αρνητικού συσχετισμού των δυνάμεων, των συνεπειών της αντεπανάστασης. Το ανέβασμα του θεωρητικού, ιδεολογικού και πολιτικού μορφωτικού επίπεδου οδηγεί στην πιο ενεργητική συμμετοχή και συμβολή των οργάνων, των στελεχών, των ΚΟΒ στη συζήτηση και καλύτερη διαμόρφωση θέσεων και συμπερασμάτων, στη βελτίωση του ιδεολογικού μετώπου. Μόνο το ΚΚΕ μπορεί να συμβάλλει να εξηγούνται και να αντιμετωπίζονται κατάλληλα οι συνέπειες της αντίφασης που σήμερα είναι ακόμα πιο οξυμένη: Από τη μια είναι απόλυτα ώριμες οι υλικές συνθήκες για το πέρασμα στο σοσιαλισμό και από την άλλη όχι μόνο καθυστερεί, αλλά βρίσκεται και σε πολιτική και οργανωτική υποχώρηση ο υποκειμενικός παράγοντας, το επαναστατικό εργατικό-λαϊκό κίνημα. Σε αυτές τις συνθήκες το άμεσα ζητούμενο είναι η αντεπίθεση ως πορεία συνειδητοποίησης της ασυμφιλίωτης διαπάλης μεταξύ της αστικής και της εργατικής τάξης, του αστικού κράτους και του πολιτικού κομματικού του συστήματος.

Αυτή η αντίφαση κάνει ακόμα πιο αναγκαία και επιτακτική την αναγκαιότητα της αφομοίωσης της θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού-κομμουνισμού, των επιβεβαιωμένων θεμελιακών αρχών της, αλλά και τη συνεχή ανάπτυξη κι εμπλουτισμό τους στις εξελισσόμενες συνθήκες, τη σημασία της ενότητας του ιδεολογικού, πολιτικού και μαζικού αγώνα.

Το ΚΚΕ, σήμερα, βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση κι ετοιμότητα, σε σύγκριση με την τελευταία 10ετία του 20ού αιώνα και τα πρώτα χρόνια του 21ου, πράγμα που δύσκολα μπορεί να το καταλάβουν ακόμα και πολιτικά καλοπροαίρετοι αγωνιστές που βρισκόμαστε κατά καιρούς ή και πιο συχνά στους αγώνες. Στην αντίληψή τους κυριαρχούν οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες που αφήνουν ελεύθερο χώρο επηρεασμού από το φόβο της σύγκρουσης, γίνονται ευάλωτοι κάτω από το βάρος των κάθε φορά επιστρατευμένων παραπλανητικών κι εκφοβιστικών διλημμάτων.11

Το γεγονός ότι το ΚΚΕ έχει περάσει σε γραμμή θεωρητικής, ιδεολογικής και πολιτικής αντεπίθεσης τα τελευταία χρόνια έχει προβληματίσει και την ίδια την αστική τάξη, τα επιστημονικά και πολιτικά της επιτελεία.

Τα επιτελεία της αστικής τάξης οργανώνουν συστηματικά την αντεπίθεσή τους σε θέματα Ιστορίας και γενικά της αστικής επιστήμης, έχοντας οξυμένο ταξικό ένστικτο και κριτήριο απέναντι στη δυνατότητα της προοπτικής επίδρασης του ΚΚΕ στον τομέα των ιδεών, άρα και στην επίδρασή του στην πορεία της ταξικής πάλης. Η αστική τάξη και τα κόμματά της, αλλά και τα παρακλάδια της ως ρεφορμισμός και οπορτουνισμός μέσα στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, κατανοούν ότι δεν τους αρκεί η αξιοποίηση της αντεπανάστασης και ο κλασικός αντικομμουνισμός. Στα ΑΕΙ, στους επιστημονικούς ομίλους μελετών, στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, έχει γίνει μια πιο μελετημένη ορισμένη ανασύνταξη και αναπροσαρμογή για την πιο πλατιά διάδοση της αστικής ιδεολογίας αυτής καθαυτής, αλλά και της αντεπίθεσης μέσα από το αντικείμενο που εξετάζουν, με όπλο τη μεταφυσική, οι διάφορες επιστήμες θεωρητικής ή θετικής κατεύθυνσης. Βεβαίως, ο χαρακτήρας αυτής της πολιτικής σωστά έχει εντοπιστεί από το Κόμμα ότι αφορά την παραγωγή εργατικού δυναμικού που υπηρετεί τις σύγχρονες ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης-κερδοφορίας, όμως δεν υποτιμάται και η ιδεολογική στόχευσή της.

Από την άποψη αυτή δεν πρέπει καθόλου να υποτιμηθούν οι δύο κορυφαίας σημασίας εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις για τα ΑΕΙ που υλοποίησαν κεντρικές ευρωενωσιακές επιλογές στην Ελλάδα και που ονομάστηκαν νόμος «Διαμαντοπούλου» και μεταρρυθμίσεις «Γαβρόγλου».

Οι δύο αυτοί νόμοι, χωρίς να μειώνεται και ο ρόλος όλων των άλλων, αποτέλεσαν το πιο αποτελεσματικό εργαλείο για την υποβάθμιση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με την αλλοίωση των επιστημονικών αντικειμένων. Με τη λεγόμενη πανεπιστημοποίηση των ΤΕΙ, πέρασε σε ανώτερο επίπεδο ο αντιεπιστημονικός, ανορθολογικός και στρεβλός διαχωρισμός ανάμεσα στη θεωρία και την εφαρμογή. Στα ΑΕΙ, όπως έχει σωστά εκτιμήσει το ΚΚΕ, δεν είναι εξασφαλισμένο ότι σε όλα τα προγράμματα σπουδών αντανακλάται η πρόοδος της κάθε επιστήμης και σε συνδυασμό με τις διευρυμένες κοινωνικές ανάγκες.

Η παλιότερη και πρόσφατη πείρα επιβεβαιώνει ότι η σημασία του συνεχούς ανεβάσματος του θεωρητικού και ιδεολογικού επιπέδου των στελεχών και μελών, ακόμα και εκείνων που έχουν πολλά χρόνια κομματικής ηλικίας, και οπωσδήποτε των νεότερων σε κομματική ηλικία και των ΚΝιτών, είναι ζήτημα προσανατολισμού και κατανόησης της αναγκαιότητας, κατά συνέπεια διαρκές πολιτικό καθήκον που δεν πρέπει να υποχωρεί ή να αναβάλλεται, στο όνομα των αναγκών της επικαιρότητας ή κάτω από το βάρος των απαιτήσεων να βγουν σε πέρας σημαντικές πολιτικές αναμετρήσεις.

Όσο πιο ψηλό είναι το συλλογικό και ατομικό θεωρητικό και πολιτικό μορφωτικό επίπεδο τόσο πιο εύκολη γίνεται η καθημερινή πρακτική δουλειά, μειώνονται οι επαναλαμβανόμενες κατευθύνσεις, η περιγραφικότητα, το κυριότερο καλλιεργείται η ατομική πρωτοβουλία στο πλαίσιο της συλλογικότητας, μειώνεται ο δισταγμός μπροστά στο καινούργιο και το σχετικά απρόβλεπτο, η αβεβαιότητα που συνοδεύεται και από πνεύμα αναβλητικότητας.

Τα καθοδηγητικά όργανα, με την ευθύνη και το παράδειγμα της ΚΕ, μπορούν και πρέπει να συμβάλλουν ώστε θεωρητικά ζητήματα και επιστημονικές τους επεξεργασίες, επιστημονικές μελέτες που αφορούν τον άνθρωπο, να γίνονται γνωστές στις ΚΟΒ, ώστε να μετατρέπονται και σε στόχους συσπείρωσης και πάλης σε αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση στον αγώνα για την εργατική εξουσία, την αναγκαιότητα και δυνατότητα του σοσιαλισμού που έχει εμπλουτιστεί από την εξέταση της προφοράς του, αλλά και την κριτική αποτίμηση των παρεκκλίσεων.

Είναι η καλύτερη απάντηση στην προσπάθεια να περιορίζεται, όσο γίνεται βέβαια στις συνθήκες της δικτατορίας της αστικής τάξης, να στενεύει, δηλαδή, ο ευρύτατος κύκλος αστικής, μικροαστικής και οπορτουνιστικής επιρροής στην εργατική τάξη, στους συμμάχους της, όρος για την ισχυροποίηση του Κόμματος ολόπλευρα, για την ετοιμότητά του να ανταποκρίνεται σε οποιεσδήποτε συνθήκες, αντεπαναστατικές, ανόδου της ταξικής πάλης, απότομης δραστηριοποίησης νέων λαϊκών μαζών, σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου, σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Η Αλέκα Παπαρήγα είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Εθνικές εκλογές προκηρύχτηκαν κι έγιναν και το Σεπτέμβρη του 2015, με την απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ εξαιτίας της αποχώρησης διαφωνούντων βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ και της συγκρότησης της Λαϊκής Ενότητας, γεγονός που όμως δε διαφοροποίησε το αποτέλεσμα των εκλογών του Γενάρη, καθώς το 3ο Μνημόνιο που έκλεισε ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υπερψηφιστεί τόσο από τη ΝΔ όσο και από το ΠΑΣΟΚ, εξέλιξη που εμπέδωσε στις εργατικές-λαϊκές μάζες ότι δεν ήταν εφικτή άλλη λύση, καθώς πρυτάνευσε ο φόβος μήπως η ΕΕ διώξει την Ελλάδα από τη ζώνη του ευρώ.

2. Ακόμα τότε ο πολιτικός σχηματισμός είχε το όνομα του Συνασπισμού της Αριστεράς και μόνο μετά από τις εκλογές του Ιούνη μετονομάστηκε σε ενιαίο κόμμα, ΣΥΡΙΖΑ.

3. Παρατίθενται τα εκλογικά αποτελέσματα που αφορούν κόμματα που μπήκαν στο κοινοβούλιο: Σε ψήφους, ποσοστό του εκλογικού συσχετισμού που διαμορφώνεται και ένδειξη άνοδος ή μείωση σε σύγκριση με το προηγούμενο ποσοστό. Η διευκρίνιση είναι αναγκαία, καθώς μπορεί ένα κόμμα να έχει μια ορισμένη μείωση σε ψήφους, αλλά να εμφανίζεται με αυξημένο ποσοστό ή αντίστροφα. Οι ψήφοι και τα ποσοστά συσχετίζονται με τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων και οπωσδήποτε με το πόσα κόμματα μπαίνουν στη Βουλή στην κάθε χωριστή εκλογική μάχη.

Στις εκλογές της 17ης Μάη 2012 η δύναμη των κομμάτων στο κοινοβούλιο ήταν: ΝΔ με 1.102.054 ψήφους και ποσοστό 18,85%, δηλαδή μείωση από την προηγούμενη εκλογική αναμέτρηση κατά 14,62%. ΣΥΡΙΖΑ με 1.061.265 ψήφους και ποσοστό 16,78% και αύξηση κατά 12,18%. ΠΑΣΟΚ με 833.529 ψήφους, ποσοστό 13,18% και μείωση 30,74%. Το νέο τότε κόμμα των Ανεξάρτητων Ελλήνων με 670.596 ψήφους, ποσοστό 10,60%. Το ΚΚΕ με 536.072 ψήφους, ποσοστό 8,48% και αύξηση 0,94%. Η Χρυσή Αυγή με 440.894 ψήφους, ποσοστό 6,97% και αύξηση 6,68%. Η Δημοκρατική Αριστερά, νέο κόμμα, με δυνάμεις που αποσχίστηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ, με 386.116 ψήφους και ποσοστό 6,11%.

Στις εκλογές της 17ης Ιούνη 2012 η δύναμη των κομμάτων στο κοινοβούλιο ήταν: ΝΔ με 1.825.497 ψήφους, ποσοστό 29,66% και άνοδο 10,81%. ΣΥΡΙΖΑ με 1.655.922 ψήφους, ποσοστό 26,89% και άνοδο 10,11%. ΠΑΣΟΚ με 756.024 ψήφους, ποσοστό 12,28% και μείωση 0,9%. Ανεξάρτητοι Έλληνες με 462.406 ψήφους, ποσοστό 7,51% και μείωση 3,09%. Χρυσή Αυγή με 425.025 ψήφους, ποσοστό 6,92% και αύξηση 0,05%. Δημοκρατική Αριστερά με 384.986 ψήφους, ποσοστό 6,25% και άνοδο 0,01%. ΚΚΕ με 277.227 ψήφους, ποσοστό 4,50% και μείωση 3,98%.

Το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη 2015, μια βδομάδα μετά από την προκήρυξή του από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με πρόταση «ΟΧΙ στο πακέτο Γιούνκερ», είχε ως αποτέλεσμα υπέρ του ΟΧΙ να ψηφίσουν 3.568.864 και υπέρ του ΝΑΙ 2.235.368, αντίστοιχα ποσοστά 61,31% και 38,69%, ενώ 357.153 ψήφισαν άκυρο ή λευκό και ποσοστό 5,79%.

Στις εκλογές της 25ης Γενάρη 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 2.245.078 ψήφους, ποσοστό 36,34% και άνοδο κατά 9,45%. Η ΝΔ 1.718.694 ψήφους, ποσοστό 27,81% και μείωση κατά 1,85%. Η Χρυσή Αυγή 388.387 ψήφους, ποσοστό 6,28% και μείωση 0,64%. Το νέο κόμμα ΠΟΤΑΜΙ 373.924 ψήφους και ποσοστό 6,05%. Το ΚΚΕ 339.188 ψήφους, ποσοστό 5,47% και άνοδο 0,97%. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες 293.683 ψήφους, ποσοστό 4,75% και μείωση 2,76%.

Στις εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε 1.926.526 ψήφους, ποσοστό 35,46% και μείωση 0,88%. Η ΝΔ 1.526.400 ψήφους, ποσοστό 28,09% και άνοδο 0,28%. Η Χρυσή Αυγή 379.581 ψήφους, ποσοστό 6,99% και άνοδο 0,71%. ΠΑΣΟΚ/Δημοκρατική Συμπαράταξη 341.732 ψήφους, ποσοστό 6,28% και άνοδο 2%. ΚΚΕ 301.684 ψήφους, ποσοστό 5,55% και άνοδο 0,08%. Ποτάμι 222.349 ψήφους, ποσοστό 4,09% και μείωση 1,96%. ΑΝΕΛ 200.532 ψήφους, ποσοστό 3,69%, μείωση 1,06%. Ένωση Κεντρώων 18.644 ψήφους, ποσοστό 3,44% και άνοδο 1,65%.

4. Βλ. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013 (στο οποίο περιλαμβάνονται τα ντοκουμέντα του 19ου Συνεδρίου), σελ. 32-33.

5. Δε γίνεται αναφορά στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του Ιούνη και του Νοέμβρη του 1989 και σ’ εκείνη του Απρίλη του 1990, καθώς το ΚΚΕ πήρε μέρος στην εκλογική μάχη στο πλαίσιο της συγκρότησης του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου.

6. Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από την ίδρυσή του, παράγραφος 9.

7. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013, σελ. 104.

8. Στην ΚΟΜΕΠ τεύχ. 3/2013 και στις σελίδες 80-82 ξεκαθαρίζει σε σχέση με παλιότερα ντοκουμέντα του 15ου ως του 18ου Συνεδρίου ότι το ΚΚΕ μετέχει στις γραμμές της Συμμαχίας όχι ως αυτοτελές κόμμα, αλλά μέσω των στελεχών και μελών του στα όργανα του κινήματος που δρουν στις οργανώσεις της εργατικής τάξης, των αυτοαπασχολούμενων, της φτωχής αγροτιάς, των οργανώσεων φοιτητών, σπουδαστών, μαθητών, γυναικών. Το ίδιο διατηρεί την αυτοτέλειά του έναντι της Συμμαχίας, και στην περίπτωση που ενδεχόμενα εμφανιστούν πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν τις θέσεις μικροαστικών στρωμάτων, συμφωνούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον αντικαπιταλιστικό-αντιμονοπωλιακό χαρακτήρα του κοινωνικοπολιτικού αγώνα, στην αναγκαιότητα να κατευθύνεται αυτός προς την εργατική-λαϊκή εξουσία και οικονομία, το Κόμμα θα επιδιώξει την κοινή δράση του μέσα στις γραμμές της Συμμαχίας με τη συμπόρευση των μελών και οπαδών τους στις γραμμές των μαζικών οργανώσεων μέσω των εκλεγμένων μελών τους. Η συνεργασία δε διαμορφώνεται σε ενιαίο όργανο της Συμμαχίας με κόμματα - συστατικά μέλη, με συγκροτημένη οργανωτική μορφή και δομές… Η Συμμαχία δεν παίρνει μέρος στις εθνικές και τοπικές εκλογές, στις ευρωεκλογές, σε δημοψηφίσματα.

9. Θέσεις για το 20ό Συνέδριο, παράγραφος 56: «Τα όποια θετικά βήματα στην κοινή δράση δεν πρέπει να κρύψουν ότι η προώθηση του στόχου της Κοινωνικής Συμμαχίας σε αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική κατεύθυνση είναι σε εμβρυακό στάδιο. Εκτός από τις αντικειμενικές δυσκολίες που υπάρχουν σε αυτήν την προσπάθεια, εστιάζουμε σε αυτό που περνά από το χέρι μας, στις σοβαρές αδυναμίες και καθυστερήσεις στη δράση κομμουνιστών και κομμουνιστριών που δουλεύουν στο κίνημα. Αυτές οι υποκειμενικές αδυναμίες αναδεικνύουν τη λειψή ακόμα κατανόηση της στρατηγικής σημασίας της Κοινωνικής Συμμαχίας, αλλά και την υποτίμηση της συνθετότητας και δυσκολίας του συγκεκριμένου καθήκοντος.

Οι κομμουνιστές μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα απαιτείται να δείχνουν ακόμα μεγαλύτερη φροντίδα για τη συσπείρωση λαϊκών μεσαίων στρωμάτων (αγροτών, ΕΒΕ) σε κοινή πάλη με το εργατικό κίνημα. Να επιδιώκουν να δουλεύουν με όρους καλύτερης συνεννόησης μεταξύ των κινημάτων, να πείθουν έμπρακτα για την πρωτοπορία της εργατικής τάξης.

Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η τυπική σχηματοποίηση της Κοινωνικής Συμμαχίας “από τα πάνω”, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται ως “φύτρο”, με τις διάφορες μορφές που παίρνει, ανάλογα με τη συγκεκριμένη φάση του κινήματος, συσχετισμού, εδραίωσης κι εμβάθυνσής της όσον αφορά τους αντικαπιταλιστικούς-αντιμονοπωλιακούς στόχους της. Απαιτείται συνεχής παρακολούθηση στην ίδια την εξέλιξή της, έτσι όπως πιθανά θα προχωράει, θα δυναμώνει και θα αναδιατάσσεται με όρους κινήματος, πραγματικής κίνησης εργατικών μαζών - συμμάχων, παίρνοντας πιθανόν και άλλες μορφές.»

10. ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2013, σελ. 152.

11. Από το 18ο Συνέδριο (Φλεβάρης του 2009) και ως σήμερα, έχει γίνει θεαματική πρόοδος στις θεωρητικές επεξεργασίες του Κόμματος, στη μελέτη της ιστορικής πείρας του 20ού αιώνα ιδιαίτερα με τα δύο Δοκίμια της περιόδου 1918-1949 και 1950-1968, με τη μελέτη των συμπερασμάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και την εμβάθυνση στο πρόβλημα της αντεπανάστασης. Μεγάλης σημασίας στη διάδοση της κομμουνιστικής θεωρίας, στην ιδεολογική διαπάλη, στην κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση αποτέλεσε η πενταετία (2013-2018) κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν εκδόσεις και πολύμορφες πολιτικές-πολιτιστικές εκδηλώσεις για τα 70χρονα του ΔΣΕ, τα 100χρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης (1917-2017), με αποκορύφωμα τα 100χρονα του Κόμματος (1918-2018), την 100ή επέτειο από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1919-2019).