Είναι γνωστό ότι η ΚΕ μετά από τις εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις του 2012, του 2014 (τοπικές και ευρωεκλογές) και τις εθνικές εκλογές του 2015 οργάνωσε συζήτηση απολογισμού σε όλο το Κόμμα με βάση το Καταστατικό. Τελικά διαμόρφωσε τις εκτιμήσεις της για τις αναμετρήσεις για το αστικό κοινοβούλιο και για το δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε στα δύο συνέδρια που ακολούθησαν, το 19ο το 2013 και το 20ό το 2017, ενώ την περίοδο που γράφεται το συγκεκριμένο άρθρο βρίσκεται σε πορεία τελικής εκτίμησης ο απολογισμός δράσης μας για τα αποτελέσματα των εκλογών του Μάη και Ιούλη του 2019, τοπικών και ευρωεκλογών, εθνικών αντίστοιχα.
Παρόλ’ αυτά, αξίζει να «ρίξουμε» μια ακόμη ματιά στην περίοδο ιδιαίτερα του Μάη-Ιούνη του 2012, του Γενάρη του 2015 και του δημοψηφίσματος τον Ιούλη της ίδιας χρονιάς.1 Η σημασία της πολιτικής γραμμής και στάσης του ΚΚΕ, τα τότε συμπεράσματα διατηρούν την επικαιρότητα και την αξία τους, συνιστούν πολύτιμη παρακαταθήκη, στον κορμό της οποίας βρίσκεται η σημασία που έχει ο ρόλος της επαναστατικής θεωρίας στην πολιτική πράξη και στάση του Κόμματος καθημερινά, σε καμπές και απότομες στροφές.
Η ιδιαιτερότητα των εκλογών του 2012 αφορούσε το γεγονός ότι τέθηκε για πρώτη φορά άμεσα το αίτημα, που αντιπροσώπευε πλατιές λαϊκές μάζες, ακόμα και μέρος των ψηφοφόρων του Κόμματος, για την ανάγκη το ΚΚΕ να στηρίξει ή και να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Γενάρη του 2015 το ζήτημα της συμμετοχής του ΚΚΕ σε κυβέρνηση συνεργασίας δε βγήκε στην επιφάνεια, ωστόσο από ένα σημαντικό τμήμα των λαϊκών μαζών αμφισβητήθηκε η θέση του, που προειδοποιούσε για το ποια θα ήταν η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν ήταν βέβαια καθόλου παράξενο το γεγονός ότι, την ίδια στιγμή, δεν εκφράστηκαν αμφισβητήσεις και διαμαρτυρίες για την προαποφασισμένη επιλογή του
ΣΥΡΙΖΑ να «κλείσει» συμφωνία με το ακροδεξιό κόμμα των ΑΝΕΛ.
Η πίεση προς το ΚΚΕ επανήλθε δριμύτερη τη βδομάδα που μεσολάβησε από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος ως την πραγματοποίησή του στις 5 Ιούλη 2015, καθώς το ΟΧΙ που πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, στο προτεινόμενο πρόγραμμα συμφωνίας του πρόεδρου της Κομισιόν Γιούνκερ, θεωρήθηκε ο κρίκος για την απόκρουση ενός νέου και χειρότερου τρίτου μνημονίου, που ως γνωστό δεν αποφεύχθηκε μετά από το σκηνοθετημένο «αντάρτικο» του ΣΥΡΙΖΑ στην ειδική σύνοδο της Κομισιόν. Σημαντικές λαϊκές μάζες, καταπονημένες από τα δύο μνημόνια, με αναπτερωμένη την ελπίδα από τη δήθεν αγωνιστική διαπραγμάτευση της κυβέρνησης, δε συμφωνούσαν με τη θέση του ΚΚΕ για λευκή ή άκυρη ψήφο. Το ΚΚΕ συνέδεσε το «λευκό» και «άκυρο» ως καταδίκη τόσο του παραπλανητικού ΟΧΙ που πρόβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και του ΝΑΙ που στήριζαν τα άλλα αστικά κόμματα με επικεφαλής τη ΝΔ, δηλαδή αποδοχή του προγράμματος για τη διέξοδο από την κρίση υπέρ του κεφαλαίου, που εκτός από την Κομισιόν στήριζε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Για το ΚΚΕ η πολιτική εκλογική αναμέτρηση για το αστικό κοινοβούλιο και τη διακυβέρνηση είναι μια σημαντική μορφή πάλης στις συνθήκες του καπιταλισμού. Αποτελεί σε κάθε φάση ένα «μετρητή» της πολιτικής ωρίμανσης του εργατικού κινήματος, των κοινωνικών του συμμαχιών, αλλά και της δικής του ικανότητας-δυνατότητας να ανταπεξέρχεται –όσο βεβαίως εξαρτάται από το ίδιο στη συγκεκριμένη κάθε φορά κατάσταση– στη βελτίωση του συσχετισμού δυνάμεων, ώστε να δίνει από καλύτερες θέσεις ώθηση στην ταξική πάλη, στον αγώνα που κατευθύνεται στην εργατική εξουσία.
Οι εκλογές του Μάη και του Ιούνη του 2012 είχαν ως ιδιαίτερο στοιχείο την εμφάνιση ρωγμών στη δυνατότητα εναλλαγής μονοκομματικών κυβερνήσεων, και μιας ορισμένης απειλής στη συγκεκριμένη στιγμή –μεσούσης της οξυμένης οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης– στη σταθερότητα του αστικού πολιτικού συστήματος εξαιτίας της μαζικής καταδίκης της ΝΔ και ακόμα περισσότερο του ΠΑΣΟΚ (τα βασικά του δηλαδή στηρίγματα) από εκατομμύρια ψηφοφόρους, με το ξαφνικό επίσης πέταγμα του Συνασπισμού της Αριστεράς (μετέπειτα ΣΥΡΙΖΑ) στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στις ευρωεκλογές του 2014 πέρασε στην πρώτη θέση, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση λίγο αργότερα, το Γενάρη του 2015. Στο δημοψήφισμα του 2015, κόντρα στις επίσημες προβλέψεις των άλλων αστικών κομμάτων, ανέδειξε ότι ακόμα περισσότεροι ψηφοφόροι είδαν στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ του ΟΧΙ την ευκαιρία αποτροπής τρίτου μνημονίου.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ2 πήρε τη διερευνητική εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης στις 9 Μάη 2012, απευθύνθηκε στο ΚΚΕ για συνεργασία εκλογική και μετεκλογική, οπότε, εκ των πραγμάτων, μπήκε στην ημερήσια διάταξη η από θέση στρατηγικής και αρχών άρνηση του Κόμματος. Είναι βέβαια θέμα κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε πραγματικά συνεργασία με το ΚΚΕ, γνωρίζοντας εκ των προτέρων την άρνησή του και τις γενικότερες θέσεις του. Γνώριζε επίσης ότι το Κόμμα είχε ήδη προχωρήσει στην αυτοκριτική του για τη συμμετοχή το 1989-1990 ακόμα και σε κυβερνήσεις «υπηρεσιακού» χαρακτήρα ως την προκήρυξη νέων εκλογών, ώστε να μην παραγραφεί το σκάνδαλο Κοσκωτά, το οποίο είχε αναδειχτεί σε πρώτο πολιτικό πρόβλημα στη διελκυστίνδα ανταγωνισμού για τη διακυβέρνηση ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Ήταν επίσης σαφής και η εναντίωσή του στη συμμετοχή ευρωπαϊκών ΚΚ σε κυβερνήσεις συνεργασίας, στη Γαλλία, Ιταλία μεταπολεμικά στις 10ετίες ’80 και ’90 κλπ.
Ο κύριος στόχος του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να εκθέσει τη στρατηγική του ΚΚΕ στα «μάτια» του λαού και να ενισχύσει την αντίληψη ότι μέσω των κοινοβουλευτικών διαδικασιών επέρχονται ανατροπές και ρήξεις. Δεν επιδίωκε συνεργασία ούτε με το ΠΑΣΟΚ, αφού ήξερε ότι, πέρα από τον αυθόρμητο χαρακτήρα μετακίνησης ψηφοφόρων του προς το ΣΥΡΙΖΑ το Μάη του 2012, υπήρχε και οργανωμένη μετακίνηση προς αυτόν, με πρωτοβουλία ενός σημαντικού τμήματος των ηγετικών στελεχών του. Εκκολαπτόταν από τότε η επιλογή να αποκτήσει το «στέμμα» της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα στη θέση του καταβαραθρωμένου ΠΑΣΟΚ, ως «νέος» παίκτης στο αστικό διπολικό σύστημα. Μετά από τις εκλογές του Γενάρη του 2015 και ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, δεν επιδίωξε καν να ανιχνεύσει συνεργασία με νέα αναχώματα όπως το ΠΟΤΑΜΙ, ζήτημα για το οποίο ο πρόεδρός του Σταύρος Θεοδωράκης παραπονιόταν τα επόμενα χρόνια, αναρωτώμενος μάλιστα γιατί ο
ΣΥΡΙΖΑ έδωσε προτίμηση προς τους ΑΝΕΛ και τον κ. Καμμένο.
Η παραπέρα πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από το 2015 ως σήμερα πρόσθεσε σημαντικό υλικό, που επιβεβαιώνει κάτι που το 2012 διαφαινόταν αμυδρά. Ότι δηλαδή στο ΣΥΡΙΖΑ είχε ξεχωρίσει ένας αριθμός στελεχών που είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό κι εργαστεί επαγγελματικά σε κράτη-μέλη της ΕΕ και στις ΗΠΑ, τα οποία βρίσκονταν σε επικοινωνία με οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες σοσιαλδημοκρατικών αντιλήψεων, οι οποίοι προβληματίζονταν για την κρίση που περνούσε η διεθνής σοσιαλδημοκρατία, πολύ πριν εκδηλωθεί αυτή στην Ελλάδα. Το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο των στελεχών αυτών ήταν –προ πολλού– διαμορφωμένο με την αποδοχή του «ευρωκομουνισμού» και τους αναθεωρητές του μαρξισμού. Ήταν ενήμεροι για τους προβληματισμούς στους αστικούς κύκλους πολλών ευρωπαϊκών κρατών για την αναγκαιότητα ανασύνταξης του αστικού πολιτικού συστήματος, κάτω και από το βάρος των συνεπειών της κρίσης που εκδηλώθηκε συγχρονισμένα τελικά σε μια σειρά καπιταλιστικά κράτη. Αισθάνονταν ότι είχαν απελευθερωθεί πλήρως από το παρελθόν τους ως στελέχη του ΚΚΕ, ακόμα και της αυτοπροσδιοριζόμενης ως «ανανεωτικής Αριστεράς».
Το ΚΚΕ ήταν έτοιμο να αντιμετωπίσει τις πιέσεις και την τακτική της αστικής τάξης απέναντί του, να τοποθετηθεί καθαρά απέναντι στην αντίληψη που είχε, ήδη, απορρίψει από το 1991, δηλαδή για «μεταβατικό» πολιτικό πρόγραμμα και «μεταβατική» κυβέρνηση στο πλαίσιο του καπιταλισμού, ως σύγχρονη εκδοχή της μηδέποτε επιβεβαιωμένης θέσης για ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική και την εργατική. Είχε μελετήσει και καταλήξει σε κριτικά συμπεράσματα σχετικά με τη θέση που επικράτησε στο ΔΚΚ, ως δεξιά παρέκκλιση από τη λενινιστική επεξεργασία της κομμουνιστικής στρατηγικής λίγους μήνες πριν την Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση, με τις Θέσεις του Απρίλη. Αυτό βεβαίως δε σήμαινε ότι ήταν απαλλαγμένο από αδυναμίες να πείσει λαϊκές μάζες με τις οποίες είχε επικοινωνία στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες.
Τον Ιούνη του 2012, το Κόμμα έχασε σχεδόν τη μισή του εκλογική δύναμη σε σχέση με αυτήν που είχε ένα μήνα πριν, δηλαδή το Μάη του ίδιου χρόνου. Οι απώλειες αποτέλεσαν σοβαρό παράγοντα νέων δυσκολιών στην προσπάθειά του για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και ενώ είχαν περάσει δύο κύματα μέτρων που ξήλωναν κατακτήσεις που είχαν αποσπαστεί για την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, δεκαετίες πριν.
Στις εκλογές του Γενάρη του 2015 και στη συνέχεια του Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς η εκλογική δύναμη του Κόμματος παρέμεινε επίσης σε χαμηλά επίπεδα, οπωσδήποτε όμως ανακόπηκε η πορεία περαιτέρω εκλογικής συρρίκνωσης, επήλθε σταθεροποίηση, οι όποιες απώλειες συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερο βαθμό και αντισταθμίστηκαν, σε κάποιο βαθμό, με την προσέλκυση νέων δυνάμεων.3
Το εκλογικό αποτέλεσμα του ΚΚΕ τον Ιούνη του 2012 σημαδεύτηκε από την απώλεια σχεδόν 300.000 ψήφων. Προκάλεσε σοκ σε κομμουνιστές, κομμουνίστριες, συναγωνιστές, συναγωνίστριες. Γεννήθηκαν ερωτήματα όπως: Γιατί σε συνθήκες εξέλιξης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, επιδείνωσης της ζωής της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, ενώ εκατομμύρια ψηφοφόροι εγκατέλειψαν τα παραδοσιακά αστικά κόμματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, δε στράφηκαν μαζικά και προς το ΚΚΕ που από την πρώτη στιγμή της εκδήλωσης της κρίσης πρωτοστάτησε στην ανάπτυξη αγωνιστικών κινητοποιήσεων και μάλιστα με μαζικό χαρακτήρα; Εκτιμούσαν ότι επιβραβεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ που ανέλαβε την ευθύνη της διακυβέρνησης με «αντιμνημονιακό» πρόγραμμα.
Η τεκμηριωμένη άρνηση από το ΚΚΕ για κυβερνητική συνεργασία ή στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ και γενικά κυβέρνησης στο πλαίσιο του καπιταλισμού αποτέλεσε και αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη συνέπειας απέναντι στα συμφέροντα του εργαζόμενου λαού, ενίσχυσης της δυναμικής της στρατηγικής του. Βρισκόταν σε απόλυτη αρμονία με την κριτική αποτίμηση της ιστορικής πείρας του ΔΚΚ, αλλά και των πρόσφατων σχετικά χρόνων, π.χ. στην Κύπρο, τη Βενεζουέλα. Παρακαταθήκη αποτέλεσε και η άρνηση του Κόμματος να δώσει πίστωση χρόνου στο ΣΥΡΙΖΑ, όπως πιεζόταν να κάνει από μεγάλες λαϊκές μάζες, το Γενάρη του 2015. Δικαιώθηκε, επίσης, η τολμηρή για πολλούς θέση να καλέσει σε άκυρο και λευκό στο παραπλανητικό δημοψήφισμα της ίδιας χρονιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένα ΚΚ ασχολήθηκαν με την επιλογή αυτή, προβληματίστηκαν θετικά από τη στάση του Κόμματος, εκδηλώθηκαν και κάποιες θετικές διεργασίες σε ορισμένα από αυτά. Σχετικά πρόσφατα προστέθηκαν και άλλες αποδείξεις για το τι σημαίνει και μόνο στήριξη και ανοχή του ΚΚ σε κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, π.χ., στην Πορτογαλία.
Το Κόμμα δεν περιορίστηκε στην εξήγηση των απωλειών του μόνο από τις αντικειμενικές εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες, ταυτόχρονα ανέδειξε τις δικές του υποκειμενικές ευθύνες που αποτυπώθηκαν στο εκλογικό αποτέλεσμα.
Στην Εισήγηση της ΚΕ στο 19ο Συνέδριο (11-14.4.2013) αναφερόταν: «Αν και έχουμε σοβαρή εμπειρία στην ιδεολογική, πολιτική και μαζική διαπάλη, ωστόσο δεν παλέψαμε όσο έπρεπε εδώ και χρόνια τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες που υπήρχαν σε φίλους και οπαδούς του Κόμματος, ακόμα και σε ένα μέρος των μελών του Κόμματος που δεν έχουν μακρόχρονη πείρα και απαιτούμενη ιδεολογικοπολιτική θωράκιση. Η διαπαιδαγωγική του δουλειά μέσα στο Κόμμα δεν προσαρμόστηκε στις αυξημένες ανάγκες να ξεπεραστούν κοινοβουλευτικές αυταπάτες, όχι μόνο με ειδική ιδεολογική δουλειά και συζήτηση, αλλά και με το γεγονός ότι η καθοδηγητική δουλειά, ο σχεδιασμός και κυρίως τα κριτήρια για το τι σημαίνει ισχυρό ΚΚΕ δεν ενδυναμώθηκαν, δεν προσδιόριζαν τον έλεγχο απόδοσης και εκτίμησης των αποτελεσμάτων. Λόγου χάρη, το βασικό κριτήριο του προσανατολισμού στη δουλειά στην εργατική τάξη και το κίνημά της, στην κομματική οικοδόμηση στους χώρους δουλειάς και κλάδους, στους όρους και προϋποθέσεις να προωθείται η κομματική οικοδόμηση, στην ικανότητα εξειδίκευσης της στρατηγικής και τον εμπλουτισμό της με τη συλλογική πείρα της ταξικής πάλης.»4
Αν είχε προηγηθεί και κυρίως ενσωματωθεί στην καθημερινή μας δράση η παραπάνω κατεύθυνση, θα υπήρχε οπωσδήποτε μεγαλύτερη ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία των ψηφοφόρων του Κόμματος. Δε θα ήταν δυνατόν να αναχαιτιστεί πλήρως το ρεύμα προς το ΣΥΡΙΖΑ ή η αποχή ψηφοφόρων του ΚΚΕ, σίγουρα όμως οι απώλειες θα ήταν μικρότερες, άρα και μεγαλύτερη η ετοιμότητα του Κόμματος στις νέες σχετικά συνθήκες που δημιουργήθηκαν.
Βεβαίως εκλογικές απώλειες είχε το ΚΚΕ και στις εκλογές του 1993, όπου απέσπασε 313.001 ψήφους, σε σύγκριση με προηγούμενες εκλογικές μάχες του 1985 όπου πήρε 629.515 ψήφους και του 1981 που πήρε 620.302 ψήφους, του 1977 που πήρε 480.272.5
Οι αλληλοεπιδρώμενες αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες δεν ήταν ακριβώς πανομοιότυπες μεταξύ τους.
Η νίκη της αντεπανάστασης στα τέλη της 10ετίας του ’80 βρήκε το ΚΚΕ με κλονισμένη την ιδεολογικοπολιτική ενότητά του, με επιπτώσεις και στην ΚΝΕ, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα βαθιάς κρίσης, που απειλούσε την ίδια τη συνέχιση της αυτοτελούς δράσης και ύπαρξής του, σε συνθήκες όπου στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα επικρατούσαν φαινόμενα κρίσης κι εκφυλισμού.6
Ακόμα και τότε το Κόμμα δεν περιορίστηκε να αποδώσει τα εκλογικά και γενικότερα τα πολιτικά αποτελέσματα σε βάρος του στις διεθνείς εξελίξεις, μόνο στους δυσμενείς εξωτερικούς παράγοντες. Αντίθετα, εκτίμησε ότι η νίκη της αντεπανάστασης και ο αιφνιδιασμός που προκάλεσε θα είχε τις λιγότερες δυνατές επιπτώσεις στο ίδιο το ΚΚΕ αν δεν υπήρχε αλληλεπίδραση με τους δικούς του εσωτερικούς παράγοντες, που αφορούσαν την προγραμματική του αντίληψη και τις πολιτικές του επιλογές που έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη συγκροτημένης οπορτουνιστικής αντίληψης μέσα στην ίδια την ΚΕ και το ΠΓ και στη συνέχεια σε όλο το Κόμμα. Το έδαφος αφορούσε τη λαθεμένη, περί των δύο σταδίων, προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ που επεξεργάστηκε το 10ο Συνέδριό του το 1978 ως συνέχεια του 9ου Συνεδρίου του 1973, αντίληψη βεβαίως που ήταν κυρίαρχη στο ΔΚΚ, που όμως δεν αναιρούσε τη δική του ευθύνη ως προς την αποδοχή της και την προσαρμογή της στην Ελλάδα. Στη Διακήρυξη για τα 100 χρόνια δράσης του ΚΚΕ αναφέρονται πιο συγκεκριμένα οι επιπτώσεις στην ιδεολογική και πολιτική δράση του Κόμματος, που βεβαίως δεν αναιρούν ταυτόχρονα την πρωτοπόρα δράση των μελών και φίλων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στο εργατικό, το λαϊκό, το φοιτητικό-σπουδαστικό, μαθητικό και γυναικείο κίνημα, και μάλιστα στην ανάπτυξη αντιιμπεριαλιστικού προσανατολισμού των κινημάτων αυτών σε συνθήκες βέβαια ορισμένων ηττών του διεθνούς ιμπεριαλισμού, κυρίως των ΗΠΑ (π.χ. στο Βιετνάμ).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η γενικότερη προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ για τα στάδια και τις αντίστοιχες συμμαχίες οδήγησε τελικά στην επιλογή συγκρότησης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», που «διολίσθησε» σταδιακά σε έναν τρόπο λειτουργίας ενιαίου κόμματος. Η κατάσταση αυτή έδωσε τη δυνατότητα να ισχυροποιηθεί η επίθεση της αστικής τάξης για τη διάλυση του ΚΚΕ, που είχε σχεδιαστεί από τις συμμαχικές δυνάμεις στο Συνασπισμό σε σύμπραξη με ηγετικά και άλλα στελέχη του Κόμματος.
Βεβαίως, από το Φλεβάρη του 1991 το ΚΚΕ, έχοντας αντισταθεί στις πιέσεις των αστικών και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων στα όργανα του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», έχοντας απαλλαγεί από το οργανωμένο οπορτουνιστικό ρεύμα που είχε αναπτυχθεί στην ΚΕ και το ΠΓ, είχε ήδη ξεκινήσει την προσπάθεια για την αποκατάσταση του επαναστατικού του χαρακτήρα, τη μελέτη των αιτιών, ιδιαίτερα των εσωτερικών, που οδήγησαν στη νίκη της αντεπανάστασης. Ανακοίνωσε δημόσια την ετοιμότητά του να εκτιμήσει όχι μόνο την περίοδο της «Περεστρόικα», αλλά όλης της πορείας του ΔΚΚ και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης από τις πρώτες 10ετίες του 20ού αιώνα. Είχε επίσης επίγνωση ότι οι συνέπειες της αντεπανάστασης δε θα ήταν εφήμερες, αλλά μακροπρόθεσμες, πράγμα που το ζούμε και σήμερα, στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Εκτίμησε ταυτόχρονα, σωστά, ότι αποφασιστικό ρόλο στην επιβίωσή του το 1991 είχε διαδραματίσει η μακρόχρονη ιστορική πορεία του, παρά τα προγραμματικά λάθη και ορισμένες επιλογές και συγκεκριμένα:
Ποτέ δε φοβήθηκε, δεν απέφυγε από δειλία και ιδιοτέλεια οποιαδήποτε αναμέτρηση και σύγκρουση με την αστική τάξη και τα ηγετικά καπιταλιστικά κράτη, όπως την Αγγλία και τις ΗΠΑ που είχαν άμεση εσωτερική παρέμβαση στο τσάκισμα του κινήματος. Αποδείχτηκαν ασπίδα, ως αντισώματα, ο πρωτοπόρος ρόλος του στο εργατικό κίνημα του Μεσοπολέμου, στην τριπλή Κατοχή το 1941-1944, το Δεκέμβρη του ’44, στον τρίχρονο ένοπλο ταξικό αγώνα ’46-’49, ο ρόλος των κομμουνιστών που δρούσαν μέσα στην ΕΔΑ στους εργατικούς, λαϊκούς, νεολαιίστικους αγώνες της 10ετίας του ’60, ο ρόλος του στον αντιδικτατορικό αγώνα και μετά από το 1974.
Όμως το ηρωικό παρελθόν και παρόν δεν αρκούσαν και δεν αρκούν στις συνθήκες της αντεπανάστασης. Το κύριο και βασικό ήταν η αποκατάσταση του επαναστατικού του χαρακτήρα, που απαιτούσε χρόνο, συλλογικότητα, δημιουργική αφομοίωση από το κομματικό δυναμικό, τους φίλους και οπαδούς, ζήτημα που δεν ήταν δυνατό να λυθεί και να αντιστρέψει την κατάσταση το 1993, και μάλιστα σε περίοδο εθνικών εκλογών με την κυριαρχία του γνωστού πάγιου διλήμματος Δεξιά-Αντιδεξιά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ούτε ο οπορτουνιστικός «Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου», που εμφανιζόταν δικαιωμένος απέναντι στην αντισοσιαλιστική αντικομμουνιστική προπαγάνδα του, δεν κατάφερε να μπει στη Βουλή στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση.
Το 2012 όμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς ίδια, με εξαίρεση τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της αντεπανάστασης και της κυριαρχίας του οπορτουνισμού στη μεγάλη πλειοψηφία των ΚΚ, που οδήγησε στην πλήρη μετάλλαξή τους, στην αυτοδιάλυση και περιθωριοποίησή τους, τη σοσιαλδημοκρατικοποίησή τους.
Το 2012 το ΚΚΕ είχε αλλάξει το Πρόγραμμά του, βρισκόταν μάλιστα πολύ κοντά στο 19ο Συνέδριό του προκειμένου να επεξεργαστεί νέο Πρόγραμμα απαλλαγμένο πλήρως από ατέλειες ή επιδράσεις που επιβίωναν ακόμα στη 10ετία του ’90. Είχε ήδη επεξεργαστεί τα βασικά συμπεράσματα για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, επίσης τη μελέτη της ιστορίας του και του ρόλου του στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα της περιόδου 1949-1968. Είχε συστηματικά εκπονήσει μια σειρά μελέτες για την εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού, του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος. Είχε αναπτύξει πιο δυναμικό ρόλο στην οργάνωση αγώνων κατά των μνημονίων.
Εκτός από τους υποκειμενικούς παράγοντες που ήδη θίχτηκαν με σχετικά αποσπάσματα από το 19ο Συνέδριο, που οδήγησαν το Κόμμα να μην καταφέρει να πείσει ψηφοφόρους του, με αποτέλεσμα να εκτεθεί την περίοδο του Μάη-Ιούνη του 2012 σε μεγάλη πίεση, δεν πρέπει καθόλου να υποτιμηθεί η δράση των οπορτουνιστικών θυλάκων και κοινωνικοπολιτικών παραγόντων στην ελληνική κοινωνία, στον περίγυρό του, που επέδρασαν ακόμα και στον πιο στενό εκλογικό και πολιτικό περίγυρό μας. Στον κλοιό της πίεσης πήραν μέρος δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονταν ως αριστερές αντιεξουσιαστικές και αντισυστημικές δυνάμεις, ενώ σε μια αρχική φάση έδειξαν προθυμία στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές, αν και δεν είχαν κοινοβουλευτική δύναμη, ενδεχομένως απέβλεπαν σε αξιοποίηση συνεργασίας και συμμετοχής σε κάποιους αστικούς θεσμούς ως μέσο επιρροής για τη μελλοντική είσοδό τους στο αστικό κοινοβούλιο.
Οι σύγχρονοι, δηλαδή μετά από τη νίκη της αντεπανάστασης «αριστεροί» και «δεξιοί» οπορτουνιστές κατά κανόνα τεκμηριώνουν την επιλογή συμμετοχής στη διαχείριση των αντιθέσεων και αντιφάσεων του καπιταλιστικού συστήματος ως ρεαλιστική επιλογή υπέρ του λαού με το επιχείρημα της δυσμενούς αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων.
Ταυτόχρονα δείχνουν μεγάλη προθυμία να εξιδανικεύουν την αγανάκτηση και διαμαρτυρία του λαού, ενώ θεωρούν κορυφαίες μορφές πάλης - κρίκο για θετική στροφή στην κυρίαρχη πολιτική «εξεγέρσεις» τύπου πλατειών, ή και το ίδιο το δημοψήφισμα που το θεώρησαν και το θεωρούν ως μια κορυφαία λαϊκή έξαρση κινητοποίησης, που κατά τη γνώμη τους δεν αξιοποίησε το ΚΚΕ, είτε ως παράγοντα πίεσης στο ΣΥΡΙΖΑ είτε ως όπλο για αλλαγή συσχετισμού υπέρ των αγωνιστικών αντιμνημονιακών, «αντισυστημικών», «αντινεοφιλελεύθερων», όπως λένε, δυνάμεων και της συνεργασίας τους με το ΚΚΕ.
Προβαλλόταν και προβάλλεται και σήμερα η αντίληψη ότι είναι δυνατόν η πολιτική συμμαχία «προοδευτικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων» –στις συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων– να συμβάλει στη διαμόρφωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με κάποιο αριστερό, γενικά εναλλακτικό πρόσημο απέναντι στις μέχρι σήμερα αστικές κυβερνήσεις. Θεωρούν απολύτως επιβεβλημένη υποχρέωση του ΚΚΕ (με την προσδοκία πάντα μετάλλαξης μέσω της συνεργασίας που απαιτεί ιδεολογικές και πολιτικές υποχωρήσεις) να συμμετέχει ενεργά σε ένα «μετωπικό» σχήμα συνεργασίας. Ο οπορτουνισμός από τη φύση του έχει πολύ μεγάλη ευκολία στη μετάλλαξη, από την πίστη στις προθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται πολέμιός του, παραμένει όμως σε ισχύ στην αντίληψή του η δυνατότητα μεταβατικής κυβέρνησης που θα αλλάξει δήθεν το χαρακτήρα του αστικού κράτους, θα «προσπεράσει» τους νόμους της καπιταλιστικής οικονομίας και θα γίνει το πέρασμα στο σοσιαλισμό. Βεβαίως, οι διάφοροι περιώνυμοι αντικαπιταλιστές, αντινεοφιλελεύθεροι δηλωμένοι οπορτουνιστές όταν αναφέρονται στο σοσιαλισμό περιγράφουν ένα δήθεν ανθρώπινο καπιταλισμό. Γι’ αυτό και όταν συνδέουν την αντικαπιταλιστική δράση με το σοσιαλισμό φροντίζουν να ξεκαθαρίζουν ότι ο σοσιαλισμός τους δεν έχει καμία σχέση με τη σοσιαλιστική οικοδόμηση που γνωρίσαμε τον 20ό αιώνα, την οποία απορρίπτουν χωρίς να κάνουν αντικειμενική κριτική από θέση αρχών, αλλά επιτιθέμενοι στις γενικές αρχές της, το χαρακτήρα της εργατικής εξουσίας.
Ο όρος ανατροπή δεν έχει καμία σχέση με το επαναστατικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, το τσάκισμα του αστικού κράτους, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, την εργατική εξουσία και τον πανεθνικό σχεδιασμό ως κοινωνική σχέση.
Αν τέτοιες ιδέες πριν δύο αιώνες μπορούσαν να αποκληθούν ως μια καλών προθέσεων ουτοπία, σήμερα συνιστούν συνειδητή προπαγάνδα περί της δήθεν αιωνιότητας του καπιταλιστικού συστήματος, και μάλιστα με κυρίαρχη εκδοχή την αυτοεξέλιξή του σε ένα «ανθρώπινο» σύστημα.
Οι παραπάνω απόψεις δεν περιορίστηκαν μόνο στην περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια αναπνοή από το πέρασμα στη διακυβέρνηση, αλλά συνεχίστηκαν και σε όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας, κάνοντας βεβαίως ορισμένες αναπροσαρμογές απολύτως συμβατές με το δεξιό και «αριστερό» οπορτουνισμό.
Αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την προσχώρηση κι ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική πολιτική διαχείρισης της κρίσης σε βάρος των εργαζόμενων, την πλήρη ενσωμάτωσή του στους ιμπεριαλιστικούς στρατηγικούς σχεδιασμούς στην ευρύτερη περιοχή, στην ανάδειξη της Ελλάδας σε βασικό ιμπεριαλιστικό ορμητήριο. Απέδωσαν και αποδίδουν στο
ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση το «αμάρτημα» της συνθηκολόγησης και της εγκατάλειψης των αρχών του δήθεν ριζοσπαστικού του προγράμματος. Με αυτήν την έννοια επαναφέρουν στην πολιτική επικαιρότητα τη στρατηγική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ ως τις εκλογές του 2015 με ορισμένες επιμέρους τροποποιήσεις.
Το ΚΚΕ, σε αντίθεση με τους «ξαφνιασμένους» οπορτουνιστές από τη μεγάλη εκλογική μείωση της ΝΔ και τον καταποντισμό του ΠΑΣΟΚ, κατανοούσε ότι το επίπεδο της λαϊκής συνείδησης, διαμορφωμένο μέσα από ένα πλέγμα υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών, δεν καταδίκαζε την αστική στρατηγική, αλλά τις συνέπειες των μνημονίων στη ζωή τους. Πράγμα που αποδείχτηκε στη συνέχεια με την ανάκαμψη της ΝΔ και την αντικατάσταση-υποκατάσταση της σοσιαλδημοκρατικής αστικής διαχείρισης του ΠΑΣΟΚ από το ΣΥΡΙΖΑ, την προσωρινή ενίσχυση αναχωμάτων.
Το πρόβλημα της διάψευσης των λαϊκών ελπίδων από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν προήλθε από ηθικού χαρακτήρα αμαρτήματα κάποιων ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δε «στραβοπάτησε», δεν αποδείχτηκε «λίγος», αποκαλύφθηκε αυτό που πραγματικά αντιπροσώπευε, η πρόθυμη δύναμη να γίνει το σωσίβιο του αστικού πολιτικού συστήματος, καθώς τα δύο βασικά του στηρίγματα, ΝΔ και
ΠΑΣΟΚ, δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν σταθερή διακυβέρνηση διαχείρισης της κρίσης υπέρ του κεφαλαίου. Προχώρησε μάλιστα ακόμα πιο πέρα, καθώς αποδέχτηκε να παίξει το ρόλο του «μεντεσέ» στα σχέδια του ιμπεριαλισμού στην περιοχή.
Η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, και μάλιστα με ορίζοντα τετραετίας, σε μια κρίσιμη για το κεφάλαιο περίοδο, ήταν η ευκαιρία που άρπαξε ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η ευκαιρία για το λαό να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Η μόνη προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται στο γεγονός ότι και ως αντιπολίτευση από το 4% ως το 16% και το 27% και ως κυβέρνηση έδωσε σημαντικό πολιτικό υλικό επιβεβαίωσης πόσο βαθιά λαθεμένη κι επικίνδυνη είναι η αντίληψη περί «μεταβατικής» κυβέρνησης και «μεταβατικού» προγράμματος στο έδαφος του καπιταλισμού. Αποδείχτηκε ότι τέτοιου τύπου επιλογές αποτέλεσαν και αποτελούν τον ανασχετικό και αποτρεπτικό παράγοντα για τη διαμόρφωση αντικαπιταλιστικής αντιμονοπωλιακής συνείδησης, ακόμα και ενός πιο αβαθούς κοινωνικού ριζοσπαστισμού.
Με αυτήν την έννοια βεβαίως δεν έχουν την ίδια ευθύνη φτωχά λαϊκά στρώματα που πίστεψαν το ΣΥΡΙΖΑ, με τους φορείς οπορτουνιστικών αντιλήψεων που μέμφονται το ΣΥΡΙΖΑ για εγκατάλειψη του προγράμματός του. Αυτή η κριτική, ενώ φαίνεται σκληρή απέναντι στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, στην πραγματικότητα εξαγνίζει τη στρατηγική του και επί της ουσίας καλεί σήμερα να διαμορφωθεί πολιτική συμμαχία που θα αποδειχτεί ικανή και φερέγγυα να δρα με βάση το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ
ως το 2015, δηλαδή να αποκατασταθεί η χαμένη τιμή του οπορτουνισμού. Χαρακτηριστική εκδοχή αυτής της αντίληψης αντιπροσωπεύει το ΜΕΡΑ-25 με τις αναγκαίες προσαρμογές, ώστε να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι πρόκειται για δύναμη της «ρεαλιστικής» ανατροπής.
Το Κόμμα μας στα συλλογικά του ντοκουμέντα, στην πλούσια αρθρογραφία στο Ριζοσπάστη και στην ΚΟΜΕΠ έχει ασχοληθεί –ακόμα και στις λεπτομερειακές πλευρές– με τις σύγχρονες οπορτουνιστικές, σοσιαλρεφορμιστικές απόψεις, με αναφορά σε συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες, στην παρέμβασή τους σε κοινωνικά μέσα δικτύωσης.
Οι σύγχρονες οπορτουνιστικές και ρεφορμιστικές απόψεις υπέρ μιας κυβέρνησης-κρίκου για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης και υπέρ μιας δήθεν φιλολαϊκής πολιτικής στο έδαφος του καπιταλισμού ή και υπέρ του σοσιαλισμού ή και αποκλειστικά υπέρ του κομμουνισμού (η παράκαμψη της ατελούς βαθμίδας του σοσιαλισμού είναι επίσης κλασικό δείγμα οπορτουνισμού) δεν έχουν πάρει ακόμα τη μορφή ενός υπολογίσιμου οργανωμένου πολιτικού ρεύματος. Αν και μεταξύ τους υπάρχουν ορισμένες διαφορές, εμφανίζουν ομοιογένεια στο κύριο, δηλαδή στο στρατηγικό ζήτημα εξουσίας και στην επιδίωξη διάχυσης του ΚΚΕ σε ένα μετωπικό σχήμα συνεργασίας.
Ορισμένες τέτοιου τύπου απόψεις αναγνωρίζουν ότι το ΚΚΕ απέδειξε αντοχή, στη χειρότερη περίοδο της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος εξαιτίας των μακρόχρονων συνεπειών της αντεπανάστασης, στην ταξική πάλη. Ότι παρά τις απώλειες που είχε, έπαιξε και παίζει συνεχώς τον πιο αποφασιστικό, πρωτοπόρο –όπως πάντα– ρόλο στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, στην προσπάθεια συγκρότησης της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ξέρουν ότι το ΚΚΕ προέβλεψε τις εξελίξεις των αντιφατικών συνεπειών της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης στις διαθέσεις και στη συνείδηση των εργατικών-λαϊκών μαζών, ότι στην κορύφωση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ ανοιχτά και καθαρά προειδοποίησε όλους όσοι τον πίστεψαν και τον στήριξαν.
Η ικανότητα πρόβλεψης που διαθέτει το ΚΚΕ, η σταθερότητα στην πολιτική του γραμμή, η βασανιστική προσπάθεια που κάνει σε κάθε φάση ώστε να προωθείται αγωνιστική γραμμή συσπείρωσης στην οποία μπορεί να πάρουν μέρος ευρύτερες λαϊκές μάζες, προκύπτει από την ίδια τη στρατηγική του και την αδιάλειπτη προσπάθειά του να βρίσκεται εκεί που δουλεύουν και ζουν οι εργατικές-λαϊκές μάζες.
Η μακρόχρονη πείρα του Κόμματος επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα ασυμβίβαστης, μόνιμης διαπάλης με τον οπορτουνισμό, η οποία δεν πρέπει να υποχωρεί ποτέ, καθώς αποτελεί αναπόσπαστο εμπόδιο σε βάρος της αντικαπιταλιστικής αντιμονοπωλιακής πάλης, της πάλης κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Ανεξάρτητα αν οι οπορτουνιστικές απόψεις στηρίζονται από ένα σχήμα ή κόμμα ελάχιστης δύναμης κι επιρροής, ο ίδιος ο οπορτουνισμός, με τη μορφή διάχυσης στο εργατικό κίνημα, είναι συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Ο οπορτουνισμός χρησιμοποιείται από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και τους θεσμούς του αστικού κράτους στην επίθεσή τους προς το ΚΚΕ.